Uploaded by Stavros Libavius

BONNIE GARMUS - ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΗΜΕΙΑΣ

advertisement
Λογοτεχνία
Ψηφιακή έκδοση Ιούνιος 2022
Τίτλος πρωτοτύπου Bonnie Garmus, Lessons in Chemistry, Doubleday, 2022
Γλωσσική επιμέλεια Δέσποινα Γιανναρούδη
Προσαρμογή εξωφύλλου Γιώργος Παναρετάκης
© 2022, Bonnie Garmus
© 2022, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα)
ISBN 978-618-03-3332-9
ΚΕΠ 50092
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου
(N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί
πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά
οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή
δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποια­δήποτε µορφή (ηλεκτρονική,
µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562
metaixmio.gr • metaixmio@metaixmio.gr
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
BONNIE GARMUS
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΗΜΕΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΛΑΕΙΡΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Στη μητέρα μου Μέρι Σουάλοου Γκάρμους.
1
Νοέμβριος 1961
Τ
ο 1961, τότε που οι γυναίκες φορούσαν κλειστά φορέματα
με σφιχτή μέση, συμμετείχαν σε λέσχες κηπουρικής και
φόρτωναν δίχως δεύτερη σκέψη ένα τσούρμο παιδιά σε
αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας, τότε που ούτε καν
διαφαινόταν η γέννηση του κινήματος της δεκαε­τίας του
εξήντα, πόσο μάλλον το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες σε αυτό
θα περνούσαν τα επόμενα εξήντα χρόνια αναλύοντάς το, τότε
που οι παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν πια τελειώσει και οι μυστικοί
πόλεμοι είχαν μόλις αρχίσει, η τριαντάχρονη μητέρα της
Μάντλεν Ζοτ σηκωνόταν κάθε πρωί πριν χαράξει, νιώθοντας
απόλυτα βέβαιη για ένα και μόνο πράγμα: η ζωή της είχε
τελειώσει.
Ωστόσο, παρά τη βεβαιότητά της αυτή, κατάφερνε πάντα να
σηκωθεί και να ετοιμάσει το κολατσιό της κόρης της.
Τροφή για μάθηση, έγραψε η Ελίζαμπεθ σε ένα μικρό χαρτάκι
και το έχωσε στο φαγητοδοχείο της κόρης της. Έπειτα
κοντοστάθηκε με το μολύβι μετέωρο, σαν να άλλαξε γνώμη. Κι
έγραψε σε ένα άλλο χαρτάκι: Να αθλείσαι στα διαλείμματα, αλλά να
ΜΗΝ
αφήνεις
ασυναίσθητα
τα
αγόρια
να
κερδίζουν.
Έπειτα
κοντοστάθηκε πάλι, χτυπώντας το μολύβι στο τραπέζι. Δεν είναι
της φαντασίας σου, έγραψε σε ένα τρίτο χαρτάκι. Οι περισσότεροι
άνθρωποι είναι πράγματι απαίσιοι. Και τοποθέτησε πάνω πάνω τα
δύο τελευταία χαρτάκια.
Τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία της Μάντλεν δεν ξέρουν
να διαβάζουν, και όσα ξέρουν διαβάζουν λέξεις όπως «παπί» ή
«τόπι». Όμως εκείνη άρχισε να διαβάζει από τριών ετών και
τώρα, κοντεύοντας τα έξι πια, είχε τελειώσει σχεδόν όλον τον
Ντίκενς.
Τέτοιο παιδί ήταν η Μάντλεν, ένα παιδί που μπορούσε να
σιγομουρμουρίσει κάποιο κονσέρτο του Μπαχ αλλά δεν
μπορούσε να δέσει τα κορδόνια του, που μπορούσε να
εξηγήσει την περιστροφή της Γης αλλά μπερδευόταν στην
τρίλιζα. Και αυτό ήταν το πρόβλημα. Διότι, ενώ οι μουσικές
ιδιοφυΐες πάντα αναγνωρίζονται, δεν ισχύει το ίδιο για τους
πρώιμους αναγνώστες. Κάτι που συμβαίνει επειδή οι πρώιμοι
αναγνώστες είναι απλώς καλοί σε κάτι στο οποίο τελικά θα
γίνουν καλοί και όλοι οι υπόλοιποι. Συνεπώς η πρωτιά τους δεν
θεωρείται ξεχωριστή, απλώς ενοχλητική.
Και αυτό η Μάντλεν το αντιλαμβανόταν. Εξού και κάθε πρωί,
αφού έφευγε η μητέρα της κι ενώ η γειτόνισσα και νταντά της,
η Χάριετ, είχε αλλού στραμμένη την προσοχή της, φρόντιζε να
βγάζει τα σημειώματα από το τσαντάκι της, να τα διαβάζει κι
ύστερα να τα αποθηκεύει όλα σε ένα κουτί παπουτσιών στο
βάθος της ντουλάπας της. Μία φορά, μάλιστα, προσποιήθηκε
στο σχολείο πως ήταν σαν τα υπόλοιπα παιδιά, δηλαδή πως δεν
μπορούσε να διαβάσει. Για τη Μάντλεν, το σπουδαιότερο όλων
ήταν να ενσωματώνεσαι. Αδιάψευστη απόδειξη γι’ αυτή τη
σπουδαιότητα αποτελούσε η ίδια της η μητέρα: oυδέποτε είχε
ενσωματωθεί, και να πώς κατέληξε.
Εκεί λοιπόν, στην πόλη Κόμονς της νότιας Καλιφόρνιας, όπου
ο καιρός ήταν συνήθως ζεστός αλλά όχι υπερβολικά, ο ουρανός
συνήθως γαλανός αλλά όχι υπερβολικά, κι ο αέρας καθαρός
γιατί έτσι ήταν τότε ο αέρας, η Μάντλεν ξάπλωνε στο κρεβάτι
της με μάτια κλειστά και περίμενε. Ήξερε πως πολύ σύντομα
ένα απαλό φιλί θα χάιδευε το μέτωπό της, τα σκεπάσματα θα
κάλυπταν προσεκτικά τους ώμους της, θα έφτανε στ’ αυτί της
ένα ψιθυριστό «Άδραξε τη μέρα». Και το αμέσως επόμενο
λεπτό θα άκουγε τη μηχανή της Πλίμουθ να παίρνει μπρος, τα
λάστιχά της να τρίζουν καθώς θα έκανε πίσω για να βγει από το
πάρκινγκ και την ταχύτητα να αλλάζει απότομα από όπισθεν σε
πρώτη. Και τότε η μονίμως λυπημένη μητέρα της θα ξεκινούσε
για το τηλεοπτικό στούντιο, όπου θα φορούσε την ποδιά της
και θα έβγαινε στο πλατό.
Η εκπομπή ονομαζόταν Δείπνο στις έξι και η Ελίζαμπεθ Ζοτ
ήταν η αδιαμφισβήτητη σταρ της.
2
Ουόλτερ Πάιν
Η
Ελίζαμπεθ Ζοτ, αλλοτινή χημικός και ερευνήτρια, ήταν
μια γυναίκα με αψεγάδιαστη επιδερμίδα και με τον
αδιαφιλονίκητο αέρα ενός ανθρώπου που ουδέποτε υπήρξε
ούτε και θα γινόταν μέτριος.
Όπως όλα τα μεγάλα αστέρια, έτσι κι εκείνη ανακαλύφθηκε.
Παρότι στην περίπτωσή της δεν έγινε σε αναψυκτήριο, ούτε
την είδε κάποιος τυχαία, ούτε τη σύστησαν στο κατάλληλο
άτομο. Εκείνο που οδήγησε στην ανακάλυψή της ήταν η κλοπή
– συγκεκριμένα, η κλοπή φαγητού.
Η ιστορία ήταν απλή. Ένα κοριτσάκι, η Αμάντα Πάιν, που
απολάμβανε
το
φαγητό
με
έναν
τρόπο
που
κάποιοι
ψυχοθεραπευτές θα έκριναν ανησυχητικό, έτρωγε το κολατσιό
της Μάντλεν. Και αυτό συνέβαινε επειδή το κολατσιό της
Μάντλεν δεν ήταν συνηθισμένο. Ενώ όλα τα άλλα παιδάκια
μασουλούσαν σάντουιτς με φιστικοβούτυρο και μαρμελάδα, η
Μάντλεν άνοιγε το φαγητοδοχείο της και έβρισκε μια γενναία
μερίδα από λαζάνια που είχαν περισσέψει από το προηγούμενο
βράδυ, βουτυράτα κολοκυθάκια για συνοδευτικό, ένα εξωτικό
ακτινίδιο κομμένο στα τέσσερα, πέντε γυαλιστερά ντοματίνια,
μια μικροσκοπική αλατιέρα, δύο ζεστά ακόμη από τον φούρνο
μπισκότα με νιφάδες σοκολάτας και ένα καρό κόκκινο θερμός
γεμάτο παγωμένο γάλα.
Όλα αυτά αποτελούσαν την αιτία που οι πάντες ήθελαν το
κολατσιό της Μάντλεν, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της
Μάντλεν. Ωστόσο εκείνη το έδινε στην Αμάντα, επειδή η φιλία
απαιτεί θυσίες, αλλά και επειδή η Αμάντα ήταν η μοναδική σε
ολόκληρο το σχολείο που δεν κορόιδευε το αλλόκοτο παιδί που
ήξερε πολύ καλά ότι ήταν.
Μονάχα όταν η Ελίζαμπεθ πρόσεξε πως τα ρούχα της
Μάντλεν κρέμονταν σαν μαραμένα σταφύλια στο κοκαλιάρικο
κορμάκι της άρχισε να αναρωτιέται τι συνέβαινε. Σύμφωνα με
τους υπολογισμούς της, η ποσότητα τροφής που λάμβανε
καθημερινά η κόρη της ήταν ακριβώς αυτή που χρειαζόταν για
τη βέλτιστη ανάπτυξή της, κάνοντας την απώλεια βάρους να
μοιάζει επιστημονικά ανέφικτη. Μήπως είχε πάρει απότομα
ύψος; Όχι. Είχε συμπεριλάβει το ύψος στους υπολογισμούς
της. Μήπως είχε κάνει την πρώι­μη εμφάνισή της κάποια
διατροφική διαταραχή; Κάτι τέτοιο αποκλειόταν. Η Μάντλεν
έτρωγε
σαν
γουρούνι
τα
βράδια.
Λευχαιμία;
Σε
καμία
περίπτωση. Η Ελίζαμπεθ δεν συνήθιζε να κινδυνολογεί – δεν
ήταν ο τύπος του ανθρώπου που ξαγρυπνάει τις νύχτες με τη
σκέψη ότι το παιδί του απειλείται από ανίατες ασθένειες. Ως
επιστήμονας, ανέκαθεν αναζητούσε μια λογική εξήγηση, και
μόλις είδε την Αμάντα Πάιν με τα χειλάκια της κόκκινα από τη
σάλτσα ντομάτας κατάλαβε ότι την είχε βρει.
«Κύριε Πάιν!» είπε η Ελίζαμπεθ ορμώντας ένα απομεσήμερο
Τετάρτης
στο
τηλεοπτικό
στούντιο
της
περιοχής
και
προσπερνώντας αδιάφορα τη γραμματέα. «Σας τηλεφωνώ τρεις
μέρες τώρα και δεν είχατε την ευγένεια να με καλέσετε ούτε
μία φορά. Λέγομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ. Είμαι η μητέρα της
Μάντλεν Ζοτ, τα κορίτσια μας είναι συμμαθήτριες στο
νηπιαγωγείο του Σχολείου Γούντι, και ήρθα εδώ για να σας πω
ότι η κόρη σας παριστάνει τη φίλη στη δική μου με
ανταλλάγματα». Και, βλέποντάς τον σαστισμένο, πρόσθεσε:
«Η κόρη σας τρώει το κολατσιό της δικής μου».
«Τ-το κολατσιό;» ψέλλισε απορημένος ο Ουόλτερ Πάιν, καθώς
παρατηρούσε την εντυπωσιακή γυναίκα που στεκόταν μπροστά
του, με την ολόλευκη εργαστηριακή ποδιά της να εκπέμπει ένα
θείο φως, με εξαίρεση μία λεπτομέρεια: τα αρχικά «Ε.Ζ.»
κεντημένα με κόκκινο χρώμα ακριβώς πάνω από το τσεπάκι.
«Η κόρη σας η Αμάντα» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ «τρώει το
φαγητό της δικής μου. Και αυτό προφανώς συμβαίνει εδώ και
μήνες».
Ο Ουόλτερ την κοιτούσε αποσβολωμένος. Ψηλή και αδύνατη,
με μαλλιά στο χρώμα του φρυγανισμένου ψωμιού, τραβηγμένα
πίσω και στερεωμένα με ένα μολύβι, στεκόταν εκεί με τα χέρια
στη μέση, χείλη προκλητικά κόκκινα, επιδερμίδα λαμπερή,
μύτη ολόισια. Τον κοίταζε αφ’ υψηλού σαν γιατρός στο πεδίο
της μάχης που προσπαθεί να αξιολογήσει αν αξίζει τον κόπο να
σωθεί ο τραυματίας.
«Και το γεγονός ότι παριστάνει τη φίλη της Μάντλεν για να
παίρνει το φαγητό της» συνέχισε «είναι κυριολεκτικά ελεεινό».
«Π-ποια είπατε ότι είστε;» ρώτησε διστακτικά ο Ουόλτερ.
«Η Ελίζαμπεθ Ζοτ!» μούγκρισε εκείνη. «Η μητέρα της
Μάντλεν Ζοτ!»
Ο Ουόλτερ κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να καταλάβει.
Ως
έμπειρος
παραγωγός
απογευματινών
τηλεοπτικών
εκπομπών, ήξερε καλά από μελοδραματισμούς. Όμως τώρα…
Συνέχισε να την κοιτάζει. Ήταν εκθαμβωτική. Τον είχε
πραγματικά καθηλώσει. Μήπως είχε έρθει για κάποια ακρόαση;
«Με συγχωρείτε» της είπε τελικά «αλλά όλοι οι ρόλοι
νοσοκόμας έχουν ήδη δοθεί».
«Ορίστε;» του πέταξε απότομα εκείνη.
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή.
«Η Αμάντα Πάιν…» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ.
Ο Ουόλτερ ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Η κόρη μου; Α!» έκανε και ξαφνικά φάνηκε ανήσυχος. «Τι
τρέχει με την κόρη μου; Είστε γιατρός; Από το σχολείο της;»
ρώτησε και πετάχτηκε όρθιος.
«Για όνομα του Θεού, όχι» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Είμαι
χημικός. Έκανα όλο τον δρόμο μέχρι εδώ από το Χέιστινγκς την
ώρα
του
μεσημεριανού
μου
διαλείμματος
επειδή
δεν
απαντήσατε στα τηλεφωνήματά μου». Κι επειδή εκείνος
συνέχιζε να δείχνει σαστισμένος, φρόντισε να εξηγηθεί. «Από
το
Ινστιτούτο
Ερευνών
Χέιστινγκς.
Εκεί
όπου
“Οι
πρωτοποριακές έρευνες πρωτοπορούν”» είπε, ξεφυσώντας
αγανακτισμένη με το ανόητο σλόγκαν. «Το θέμα είναι πως
κάνω μεγάλη προσπάθεια να ετοιμάσω ένα θρεπτικό γεύμα για
τη Μάντλεν, πράγμα που είμαι σίγουρη ότι κάνετε κι εσείς για
το δικό σας παιδί». Κι όταν εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει
χωρίς να καταλαβαίνει, πρόσθεσε: «Επειδή νοιάζεστε για τη
νοητική και σωματική ανάπτυξη της Αμάντα. Επειδή γνωρίζετε
πως η ανάπτυξη αυτή βασίζεται στη
σωστή ισορροπία
βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων».
«Το θέμα είναι ότι η κυρία Πάιν…»
«Ναι,
ξέρω.
Αγνοείται
η
τύχη
της.
Προσπάθησα
να
επικοινωνήσω μαζί της, αλλά έμαθα ότι μένει στη Νέα Υόρκη».
« Έχουμε χωρίσει».
«Λυπάμαι που το ακούω, αλλά το διαζύγιο δεν έχει καμία
σχέση με το κολατσιό».
«Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται έτσι, αλλά…»
«Μπορούν και οι άντρες να φτιάχνουν φαγητό, κύριε Πάιν.
Δεν είναι βιολογικά ανέφικτο».
«Βεβαίως» συμφώνησε εκείνος, τραβώντας μια καρέκλα.
«Παρακαλώ, κυρία Ζοτ, παρακαλώ, καθίστε».
« Έχω κάτι στο κύκλοτρο» τον ενημέρωσε εκείνη ενοχλημένη,
κοιτώντας το ρολόι της. «Συνεννοηθήκαμε, ναι ή όχι;»
«Κυκλο… τι;»
«Επιταχυντής υποατομικών σωματιδίων».
Η Ελίζαμπεθ έριξε μια ματιά στους τοίχους. Ήταν γεμάτοι
κορνιζαρισμένες
αφίσες
που
διαφήμιζαν
μελοδραματικές
σαπουνόπερες και φαντασμαγορικά τηλεπαιχνίδια.
«Όλα δικές μου παραγωγές» την πληροφόρησε ο Ουόλτερ,
νιώθοντας ξαφνικά ντροπή για τη φτήνια των εικόνων. « Ίσως
έχετε δει κάποια…»
Η Ελίζαμπεθ στράφηκε προς το μέρος του.
«Κύριε Πάιν» είπε με ύφος κάπως πιο συμφιλιωτικό «λυπάμαι
που δεν έχω τον χρόνο ούτε τη δυνατότητα να φτιάξω το
μεσημεριανό της κόρης σας. Γνωρίζουμε καλά και οι δυο μας
πως το φαγητό είναι ο καταλύτης που ξεκλειδώνει τις
δυνατότητες του εγκεφάλου μας, ενώνει τις οικογένειές μας
και καθορίζει το μέλλον μας. Ωστόσο…» Δεν απόσωσε τα λόγια
της,
καθώς
τα
μάτια
της
καρφώθηκαν,
μισοκλείνοντας
αποδοκιμαστικά, στην αφίσα μιας σαπουνόπερας που έδειχνε
μια νοσοκόμα να προσφέρει τις ιδιαίτερες περιποιήσεις της σε
έναν ασθενή. «Μα δεν υπάρχει κανείς που να έχει τον χρόνο να
διδάξει ολόκληρη τη χώρα πώς να φτιάχνει φαγητό που ν’
αξίζει τον κόπο; Μακάρι να τον είχα εγώ, αλλά δεν τον έχω.
Μήπως τον έχετε εσείς;»
Καθώς γυρνούσε να βγει από το δωμάτιο, ο Πάιν, μη
θέλοντας να την αφήσει να φύγει και δίχως να μπορεί να
φανταστεί τι θα έθετε σε κίνηση, έσπευσε να της πει:
«Περιμένετε! Σας παρακαλώ, σταματήστε. Σας παρακαλώ! Τι…
τι είπατε μόλις τώρα; Αυτό για το ότι θα έπρεπε κανείς να
διδάξει ολόκληρη τη χώρα πώς να φτιάχνει φαγητό που… που
ν’ αξίζει τον κόπο;»
Το Δείπνο στις έξι έκανε το ντεμπούτο του τέσσερις εβδομάδες
αργότερα. Και, παρότι δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με την
ιδέα –άλλωστε εκείνη ήταν ερευνήτρια χημικός–, η Ελίζαμπεθ
δέχτηκε τη δουλειά για τους συνήθεις λόγους: πλήρωνε καλά,
κι εκείνη είχε ένα παιδί να συντηρήσει.
Από την πρώτη κιόλας μέρα που η Ελίζαμπεθ φόρεσε την ποδιά
και μπήκε στο πλατό φάνηκε ξεκάθαρα ότι είχε αυτό το «κάτι»,
δηλαδή ένα αόριστο και απολύτως ευχάριστο από άποψη
τηλεθέασης χαρακτηριστικό. Επειδή όμως ήταν και άνθρωπος
με βάθος –πολύ ειλικρινής, πολύ συγκροτημένη–, ο κόσμος δεν
ήξερε τι γνώμη να σχηματίσει για εκείνη. Σε άλλες εκπομπές
μαγειρικής
πρωταγωνιστούσαν
καλοσυνάτοι
σεφ
που
κατέβαζαν και μερικά ποτηράκια σέρι, αλλά η Ελίζαμπεθ Ζοτ
παρέμενε πάντα σοβαρή. Ποτέ δεν χαμογελούσε. Ποτέ δεν
αστειευόταν.
Και
η
μαγειρική
της
ήταν
ξεκάθαρη
και
προσγειωμένη όσο κι εκείνη.
Μέσα σε έξι μήνες η εκπομπή της Ελίζαμπεθ ήταν ήδη
ανερχόμενο αστέρι. Μέσα σε έναν χρόνο είχε γίνει θεσμός. Και
μέσα σε δύο χρόνια είχε αποδείξει τη μυστηριώδη δύναμή της
να ενώνει όχι μόνο γονείς με τα παιδιά τους αλλά και πολίτες
με τη χώρα τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς πως,
όταν η Ελίζαμπεθ Ζοτ τέλειωνε το μαγείρεμα, ένα ολόκληρο
έθνος καθόταν να φάει.
Ακόμα και ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον παρακολουθούσε
την εκπομπή της. «Θέλετε να μάθετε τι πιστεύω;» είπε κάποτε
αποπέμποντας με μια χειρονομία έναν επίμονο δημοσιογράφο.
«Πιστεύω ότι θα έπρεπε να γράφετε λιγότερο και να βλέπετε
τηλεόραση περισσότερο. Ξεκινήστε με το Δείπνο στις έξι, αυτή η
Ζοτ ξέρει πολύ καλά τι κάνει».
Και πράγματι ήξερε. Η Ελίζαμπεθ Ζοτ ποτέ δεν θα καθόταν
να δείξει πώς φτιάχνονται σαντουιτσάκια με αγγούρι ή
ανάλαφρα σουφλέ. Οι συνταγές της ήταν χορταστικές: φαγητά
του φούρνου, της κατσαρόλας, πράγματα που μαγειρεύονταν
σε τεράστια μεταλλικά σκεύη. Έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στις
τέσσερις ομάδες τροφίμων. Πίστευε στις γενναίες μερίδες. Και
επέμενε πως κανένα αξιόλογο πιάτο δεν αξίζει να έχει χρόνο
παρασκευής πάνω από μία ώρα. Έκλεινε κάθε εκπομπή της με
τη χαρακτηριστική ατάκα: «Παιδιά, στρώστε το τραπέζι. Η
μητέρα σας χρειά­ζεται λίγο χρόνο για τον εαυτό της».
Ξαφνικά όμως ένας διακεκριμένος δημοσιογράφος έγραψε
ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί τρώμε ό,τι μας σερβίρει», στο οποίο
αναφερόταν σε εκείνη αποκαλώντας τη «Λιμπιστή Λίζι», ένα
παρατσούκλι που, επειδή ήταν εύστοχο και έκανε παρήχηση,
της κόλλησε τόσο γρήγορα όσο και στο χαρτί που τυπώθηκε.
Έκτοτε πολλοί ξένοι τη φώναζαν «Λιμπιστή», όμως η κόρη της,
η
Μάντλεν,
την
έλεγε
«μαμά»
και,
παρότι
παιδί,
αντιλαμβανόταν ότι το συγκεκριμένο παρατσούκλι υποβάθμιζε
τα
χαρίσματα
της
μητέρας
της.
Ήταν
χημικός,
όχι
τηλεμαγείρισσα. Και η Ελίζαμπεθ, αμήχανη μπροστά στο
μοναχοπαίδι της, ντρεπόταν.
Κάποιες φορές τα βράδια η Ελίζαμπεθ, ξαπλωμένη στο
κρεβάτι της, απορούσε με την κατάληξη της ζωής της. Μα η
απορία της δεν κρατούσε πολύ, γιατί ήξερε ήδη την απάντηση.
Είχε όνομα. Κάλβιν Έβανς.
3
Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1952
Ε
ργαζόταν και ο Κάλβιν Έβανς στο Ινστιτούτο Ερευνών
Χέιστινγκς, όμως, σε αντίθεση με την Ελίζαμπεθ, που
δούλευε σε συνθήκες συνωστισμού, εκείνος είχε ένα μεγάλο
εργαστήριο όλο δικό του.
Δεδομένων των επιδόσεών του, μάλλον του άξιζε το
εργαστήριο.
Στα
δεκαεννιά
του
είχε
ήδη
δημοσιεύσει
σημαντικές έρευνες που βοήθησαν τον φημισμένο βρετανό
χημικό Φρέντερικ Σάνγκερ να εξασφαλίσει ένα βραβείο
Νόμπελ. Στα είκοσι δύο ανακάλυψε έναν γρηγορότερο τρόπο
σύνθεσης απλών πρωτεϊνών. Στα είκοσι τέσσερα η πρόο­δός του
σχετικά με την αντιδραστικότητα του διβενζοσελενοφαίνιου
τον έκανε εξώφυλλο στο περιοδικό Chemistry Today. Επιπλέον,
είχε συντάξει δεκαέξι επιστημονικές εργασίες, είχε λάβει
προσκλήσεις σε δέκα διεθνή συνέδρια και του είχε προσφερθεί
μια ερευνητική θέση στο Χάρβαρντ. Για δεύτερη φορά. Την
οποία απέρριψε. Για δεύτερη φορά. Αφενός επειδή το
Χάρβαρντ είχε πριν από χρόνια απορρίψει την αίτησή του για
μια θέση πρωτοετούς φοιτητή, αφετέρου επειδή… Βασικά, δεν
υπήρχε άλλος λόγος. Ο Κάλβιν ήταν ένας ευφυέστατος
άνθρωπος, όμως, αν διέθετε κάποιο ελάττωμα, αυτό ήταν
σίγουρα η μνησικακία του.
Πέρα από τη μνησικακία, είχε και φήμη ατόμου εξαιρετικά
ανυπόμονου. Όπως πολλοί ευφυέστατοι άνθρωποι, ο Κάλβιν
δεν καταλάβαινε γιατί κανένας άλλος δεν έπιανε το νόημα εξίσου
γρήγορα. Ήταν επίσης εσωστρεφής, κάτι που δεν αποτελεί
στην πραγματικότητα ελάττωμα, ωστόσο συχνά εκδηλώνεται
ως ψυχρότητα. Και το χειρότερο όλων; Ήταν κωπηλάτης.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι οι μη κωπηλάτες, οι
κωπηλάτες δεν έχουν καθόλου πλάκα. Κι αυτό επειδή το μόνο
για το οποίο θέλουν να κουβεντιάζουν είναι η κωπηλασία. Αν
βρεθούν δύο ή περισσότεροι κωπηλάτες στο ίδιο δωμάτιο, τότε
η συζήτηση θα στραφεί από κανονικά θέματα όπως η εργασία ή
ο καιρός σε ανούσιες μακροσκελείς ιστορίες για λέμβους,
φουσκάλες, κουπιά μονοκόμματα ή σπαστά, λαβές, λεπίδες
υπό γωνία, σέλματα, σκαρμούς, εργόμετρα, προγράμματα
εκγύμνασης,
κουπιές,
άρπαγμα,
τράβηγμα,
επαναφορά,
σπλιτ, τάση περιστροφής, ποδωστήρια, πρόωση, μανούβρες,
γωνιάσματα, πλαγιάσματα, εκκινήσεις, επιβραδύνσεις, σπριντ
και αν το νερό ήταν πράγματι «λάδι» ή όχι. Κι αποκεί η
κουβέντα συνήθως θα καταλήξει στο τι πήγε στραβά στη μια
λεμβοδρομία, τι μπορεί να πάει στραβά στην επόμενη και
ποιανού λάθος ήταν ή θα είναι. Και κάποια στιγμή είναι
σίγουρο ότι οι κωπηλάτες θα απλώσουν τα χέρια τους για να
συγκρίνουν τους κάλους στις παλάμες τους. Κι αν είναι κανείς
πολύ άτυχος, ύστερα απ’ όλα αυτά θα ακολουθήσουν αρκετά
λεπτά ευλαβικών κουνημάτων του κεφαλιού καθώς κάποιος θα
περιγράφει την τέλεια περίσταση κωπηλασίας, όπου όλα
κύλησαν ομαλά.
Πέρα από τη χημεία, η κωπηλασία ήταν το μοναδικό
πραγματικό πάθος του Κάλβιν. Μάλιστα, η κωπηλασία ήταν
και η βασική αιτία που εκείνος έκανε αίτηση στο Χάρβαρντ. Το
1945 όποιος κωπηλατούσε για το Χάρβαρντ κωπηλατούσε για
την καλύτερη ομάδα. Ή μάλλον για τη δεύτερη καλύτερη ομάδα.
Το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον είχε την καλύτερη ομάδα,
όμως το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον βρισκόταν στο Σιάτλ,
και το Σιάτλ φημιζόταν για τις βροχές του. Ο Κάλβιν
απεχθανόταν τη βροχή. Στράφηκε λοιπόν αλλού, στο Κέμπριτζ
της Αγγλίας, καταρρίπτοντας έτσι έναν από τους μεγαλύτερους
μύθους σχετικά με τους επιστήμονες: ότι είναι καλοί στην
έρευνα.
Την πρώτη μέρα που ο Κάλβιν κωπηλάτησε για το Κέμπριτζ
έβρεχε. Τη δεύτερη μέρα έβρεχε. Την τρίτη μέρα το ίδιο. «Μα
όλη την ώρα έτσι βρέχει;» παραπονέθηκε ο Κάλβιν την ώρα που
ο ίδιος και οι συναθλητές του φορτώνονταν το ξύλινο σκάφος
τους στους ώμους και περπατούσαν με κόπο μέχρι την
προβλήτα.
«Μπα,
όχι»
τον
διαβεβαίωσαν
εκείνοι.
«Στο
Κέμπριτζ ο καιρός είναι συνήθως πολύ ευχάριστος». Και
αλληλοκοιτάχτηκαν σαν να επιβεβαίωναν αυτό που από καιρό
υποψιάζονταν: ότι οι Αμερικανοί είναι χαζοί.
Δυστυχώς, η χαζομάρα του εκτεινόταν και στον ερωτικό τομέα
– μεγάλο πρόβλημα, μιας και ο Κάλβιν ήθελε πάρα πολύ να
ερωτευτεί. Κατά τη διάρκεια των έξι μοναχικών χρόνων που
πέρασε στο Κέμπριτζ κατάφερε να ζητήσει μονάχα από πέντε
γυναίκες να βγουν ραντεβού, από τις οποίες μόνο μία δέχτηκε
να τον συναντήσει και δεύτερη φορά, κι αυτό μόνο και μόνο
επειδή τον πέρασε για άλλον όταν απάντησε στο τηλέφωνο. Το
βασικό του πρόβλημα ήταν η απειρία. Έμοιαζε με σκύλο που,
ύστερα από χρόνια προσπαθειών, πιάνει έναν σκίουρο και δεν
ξέρει τι να τον κάνει.
«Εεε… γεια…» ψέλλιζε, με την καρδιά του να σφυροκοπά, τα
χέρια του ιδρωμένα και το μυαλό του ξαφνικά εντελώς κενό
μόλις το ραντεβού του του άνοιγε την πόρτα. «Ντέμπι;»
«Ντίρντρε με λένε» τον διόρθωνε εκείνη μ’ έναν αναστεναγμό,
ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της, που έμελλε να είναι η
πρώτη από πολλές ματιές κατά τη διάρκεια του ραντεβού.
Στο δείπνο η συζήτηση πήγαινε κι ερχόταν απότομα από τη
μοριακή διάσπαση των αρωματικών οξέων (Κάλβιν) στις ταινίες
που παίζονταν στον κινηματογράφο (Ντίρντρε), στη σύνθεση
των πρωτεϊνών που επιμένουν να μην αντιδρούν (Κάλβιν), στο
κατά πόσον του άρεσε ο χορός (Ντίρ­ντρε), στην ώρα που
πέρασε, είχε κιόλας πάει οκτώ και μισή και είχε κωπηλασία το
πρωί, οπότε θα τη συνόδευε κατευθείαν στο σπίτι (Κάλβιν).
Περιττό να πει κανείς ότι ύστερα απ’ αυτά τα ραντεβού δεν
ακολουθούσε και πολύ σεξ. Για την ακρίβεια, καθόλου.
«Απορώ που αντιμετωπίζεις προβλήματα» του έλεγαν οι
συναθλητές του στο Κέμπριτζ. «Τα κορίτσια λατρεύουν τους
κωπηλάτες». Όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. «Και, παρότι
Αμερικανός, δεν είσαι κι άσχημος». Ούτε αυτό ήταν αλήθεια.
Ένα μέρος του προβλήματος του Κάλβιν ήταν η κορμοστασιά
του. Ήταν ψηλόλιγνος, με ύψος ένα κι ενενήντα τρία, αλλά
έγερνε προς τα δεξιά – αποτέλεσμα ίσως του ότι κωπηλατούσε
πάντα προς τη μεριά του επίκωπου. Όμως το μεγαλύτερο
πρόβλημα ήταν το πρόσωπό του. Απέπνεε κάτι μοναχικό, σαν
παιδί που είχε μεγαλώσει μόνο του, με μεγάλα γκρίζα μάτια,
ανάκατα ξανθωπά μαλλιά και μαβιά χείλη που σχεδόν πάντα
ήταν πρησμένα, μιας και συνήθιζε να τα δαγκώνει. Ήταν ένα
πρόσωπο απ’ αυτά που τα ξεχνάει κανείς αμέσως, μια
αδιάφορη σύνθεση χαρακτηριστικών, που δεν πρόδιδε καθόλου
τη λαχτάρα ή την ευφυΐα που κρυβόταν από πίσω, με μία
σημαντική εξαίρεση: τα δόντια του, ολόισια και ολόλευκα, που
έσωζαν την κατάσταση κάθε φορά που χαμογελούσε. Ευτυχώς,
ιδίως από τη στιγμή που ερωτεύτηκε την Ελίζαμπεθ Ζοτ, ο
Κάλβιν χαμογελούσε συνέχεια.
Η πρώτη φορά που συναντήθηκαν –ή μάλλον που αντάλλαξαν
μερικές κουβέντες– ήταν ένα πρωί Τρίτης στο Ινστιτούτο
Ερευνών Χέιστινγκς, το ηλιόλουστο, ήσυχο ιδιωτικό ερευνητικό
εργαστήριο της νότιας Καλιφόρνιας, όπου ο Κάλβιν, έχοντας
αποφοιτήσει σε χρόνο ρεκόρ από το Κέμπριτζ με διδακτορικό
και έχοντας να επιλέξει ανάμεσα σε σαράντα τρεις προτάσεις
για δουλειά, δέχτηκε τη θέση που του πρόσφεραν εν μέρει
εξαιτίας της φήμης του ινστιτούτου, αλλά κυρίως εξαιτίας της
έλλειψης βροχοπτώσεων. Δεν έβρεχε σχεδόν ποτέ στο Κόμονς.
Η Ελίζαμπεθ, από την άλλη, δέχτηκε την πρόταση του
Χέιστινγκς επειδή ήταν η μοναδική που της έγινε.
Καθώς στεκόταν έξω από το εργαστήριο του Κάλβιν Έβανς,
πρόσεξε μια σειρά από προειδοποιητικές πινακίδες:
ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ
ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ
ΜΗ ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΗ ΖΩΝΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ
Και άνοιξε την πόρτα.
«Χαίρετε» φώναξε για να ακουστεί πάνω από τη φωνή του
Φρανκ Σινάτρα, που ξεχυνόταν εκκωφαντικά από ένα στερεο-­
φωνικό τοποθετημένο, εντελώς παράταιρα, στο κέντρο του
δωματίου. «Θα ήθελα να μιλήσω με τον υπεύθυνο» πρόσθεσε.
Ο Κάλβιν, ξαφνιασμένος, πρόβαλε το κεφάλι του πίσω από
έναν μεγάλο φυγοκεντρωτή.
«Με συγχωρείτε, δεσποινίς» φώναξε ενοχλημένος, με ένα μεγάλο
ζευγάρι γυαλιά να προστατεύουν τα μάτια του από κάτι που
άφριζε στα δεξιά του, «αλλά βρίσκεστε σε απαγορευμένη
περιοχή. Δεν διαβάσατε τις πινακίδες;».
«Τις διάβασα» του απάντησε επίσης φωνάζοντας η Ελίζαμπεθ,
αγνοώντας το ύφος του και διασχίζοντας το εργαστήριο για να
κλείσει τη μουσική. «Ορίστε. Τώρα θα μπορούμε ν’ ακούμε τι
λέμε».
Ο Κάλβιν δάγκωσε τα χείλη του.
«Δεν επιτρέπεται να βρίσκεστε εδώ. Το λένε οι πινακίδες» της
είπε, δείχνοντας.
«Καλά, τέλος πάντων. Μου είπαν ότι στο εργαστήριό σας
υπάρχουν πολλά ποτήρια ζέσεως, ενώ εμείς κάτω έχουμε
έλλειψη. Είναι όλα εδώ» τόνισε, πετώντας του ένα κομμάτι
χαρτί. « Έχει δοθεί έγκριση από τον υπεύθυνο αποθεμάτων».
«Δεν γνωρίζω κάτι σχετικό» είπε ο Κάλβιν και περιεργάστηκε
το χαρτί. «Και λυπάμαι αλλά όχι. Χρειάζομαι όλα τα ποτήρια
ζέσεως. Μάλλον θα είναι καλύτερα να το συζητήσω με κάποιον
από τους χημικούς κάτω. Πείτε στο αφεντικό σας να με
καλέσει».
Και
επέστρεψε
στη
δουλειά
του,
ανοίγοντας
ταυτόχρονα το στερεοφωνικό.
Η Ελίζαμπεθ δεν σάλεψε.
«Θέλετε να το συζητήσετε με κάποιον χημικό; Με κάποιον
άλλον εκτός από ΜΕΝΑ;» φώναξε για να καλύψει τη φωνή του
Φρανκ.
«Ναι» απάντησε εκείνος απότομα. Και μετά, μαλακώνοντας
κάπως τον τόνο του: «Κοιτάξτε, ξέρω ότι δεν είναι δικό σας
λάθος, όμως δεν θα έπρεπε να στείλουν εδώ πάνω μια
γραμματέα για να κάνει τη δική τους βρόμικη δουλειά. Ξέρω
πως σας είναι μάλλον δύσκολο να το καταλάβετε, όμως είμαι
στη μέση μιας πολύ σημαντικής εργασίας. Σας παρακαλώ,
πείτε απλώς στο αφεντικό σας να με καλέσει».
Η
Ελίζαμπεθ
στένεψε
τα
μάτια
της
οργισμένη.
Δεν
συμπαθούσε τους ανθρώπους που έβγαζαν συμπεράσματα
βασισμένοι σε αναχρονιστικά, κατά τη γνώμη της, στοιχεία
εμφάνισης, ούτε όσους πίστευαν πως το να είσαι γραμματέας –
ασχέτως αν εκείνη ήταν ή όχι– σήμαινε πως ήσουν ανίκανη να
κατανοήσεις
οτιδήποτε
πέρα
από
φράσεις
όπως
«Να
δακτυλογραφηθεί εις τριπλούν».
«Τι σύμπτωση!» φώναξε, πηγαίνοντας κατευθείαν προς ένα
ράφι και παίρνοντας ένα μεγάλο κουτί με ποτήρια ζέσεως.
«Είμαι κι εγώ πολύ απασχολημένη». Και έφυγε χωρίς άλλη
κουβέντα.
Στο Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς εργάζονταν πάνω από τρεις
χιλιάδες άνθρωποι, γι’ αυτό και ο Κάλβιν χρειάστηκε πάνω από
μία εβδομάδα για να την εντοπίσει, κι όταν τελικά τη βρήκε,
εκείνη φάνηκε να μην τον θυμάται.
«Ναι;» είπε, γυρνώντας το κεφάλι για να δει ποιος είχε μπει
στο εργαστήριό της, με ένα ζευγάρι τεράστια προστατευτικά
γυαλιά, που μεγέθυναν τα μάτια της, και με τα χέρια της
καλυμμένα από μεγάλα πλαστικά γάντια.
«Χαίρετε» είπε εκείνος. «Εγώ είμαι».
«Ποιος εσείς;» απόρησε η Ελίζαμπεθ. «Μήπως μπορείτε να
γίνετε λίγο πιο σαφής;» Και στράφηκε πάλι στη δουλειά της.
«Εγώ. Από τον πέμπτο όροφο. Που μου πήρατε τα ποτήρια
ζέσεως…» διευκρίνισε ο Κάλβιν.
«Καλά θα κάνετε να σταθείτε πίσω από εκείνη την κουρτίνα»
τον προειδοποίησε εκείνη, δείχνοντας με το κεφάλι προς τα
αριστερά.
«Είχαμε
ένα
ατυχηματάκι
την
περασμένη
εβδομάδα».
«Δυσκολεύτηκα να σας βρω».
«Μου επιτρέπετε;» επέμεινε η Ελίζαμπεθ. «Τώρα είμαι εγώ
στη μέση μιας πολύ σημαντικής εργασίας».
Την περίμενε υπομονετικά να ολοκληρώσει τις μετρήσεις της,
να τις καταγράψει στο σημειωματάριό της και να τις συγκρίνει
με τα αποτελέσματα της προηγούμενης ημέρας. Ύστερα εκείνη
πήγε στην τουαλέτα.
«Ακόμη εδώ είστε;» τον ρώτησε μόλις γύρισε. «Δεν έχετε
δουλειά να κάνετε;»
«Άφθονη».
«Πάντως, δεν πρόκειται να πάρετε τα δοχεία σας πίσω».
«Με θυμάστε λοιπόν».
«Ναι. Αλλά η ανάμνηση δεν είναι και πολύ ευχάριστη».
« Ήρθα για να απολογηθώ».
«Δεν χρειάζεται».
«Τι θα λέγατε να τρώγαμε μαζί το μεσημέρι;»
«Όχι».
«Δείπνο;»
«Όχι».
« Έναν καφέ τουλάχιστον;»
«Ακούστε» είπε η Ελίζαμπεθ, με τα μεγάλα γάντια της να
σφίγγουν τη λεκάνη της. «Οφείλω να σας πω ότι αρχίζετε να μ’
ενοχλείτε».
Ο Κάλβιν απέστρεψε το βλέμμα γεμάτος αμηχανία.
«Σας ζητώ ειλικρινά συγγνώμη. Θα φύγω».
«Ο Κάλβιν Έβανς ήταν αυτός;» ρώτησε ένας τεχνικός βλέποντάς
τον να ελίσσεται ανάμεσα από δεκαπέντε επιστήμονες που
εργάζονταν πλάι πλάι σ’ έναν χώρο που το μέγεθός του ήταν το
ένα τέταρτο του δικού του προσωπικού εργαστηρίου. «Τι
δουλειά είχε εδώ;»
«Κάτι σχετικά με την ιδιοκτησία μερικών ποτηριών ζέσεως»
απάντησε η Ελίζαμπεθ.
«Ποτηριών ζέσεως;» απόρησε ο τεχνικός. «Μα… για μια
στιγμή!» πρόσθεσε, παίρνοντας στο χέρι του ένα από τα
καινούργια ποτήρια ζέσεως. «Εκείνο το μεγάλο κουτί που είπες
ότι βρήκες την προηγούμενη εβδομάδα δικό του ήταν;»
«Ποτέ δεν είπα ότι βρήκα ποτήρια ζέσεως. Είπα ότι πήρα
μερικά».
«Από τον Κάλβιν Έβανς;» φώναξε ο τεχνικός. «Είσαι τρελή;»
«Επισήμως, όχι».
«Σου είπε ότι μπορούσες να πάρεις τα ποτήρια του;»
«Επισήμως, όχι. Όμως είχα ένα έντυπο».
«Τι έντυπο; Ξέρεις πολύ καλά ότι όλα αυτά περνάνε από
μένα. Οι παραγγελίες προμηθειών είναι δική μου δουλειά».
«Το καταλαβαίνω. Ωστόσο περίμενα πάνω από τρεις μήνες.
Σου το ζήτησα τέσσερις φορές, συμπλήρωσα πέντε φόρμες
παραγγελίας,
μίλησα
σχετικά
στον
δόκτορα
Ντονάτι…
Ειλικρινά, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Η έρευνά μου εξαρτάται
από αυτές τις προμήθειες. Άλλωστε απλά ποτήρια ζέσεως είναι».
Ο τεχνικός έκλεισε τα μάτια του.
«Άκου» της είπε, ανοίγοντάς τα αργά σαν να ήθελε να τονίσει
μελοδραματικά την ανοησία της. «Βρίσκομαι
εδώ πολύ
περισσότερο καιρό από σένα και γνωρίζω πολλά. Ξέρεις λοιπόν
για ποιο πράγμα είναι διάσημος ο Κάλβιν Έβανς; Εκτός από τη
χημεία;»
«Ναι. Για την περίσσεια εξοπλισμού του».
«Όχι» απάντησε εκείνος. «Είναι διάσημος για τη μνησικακία
του. Τη μνησικακία του!»
«Αλήθεια;» απόρησε εκείνη, με το ενδιαφέρον της να
ξυπνάει.
Και η Ελίζαμπεθ ήταν μνησίκακη. Μόνο που η δική της
μνησικακία στρεφόταν κυρίως εναντίον της πατριαρχικής
κοινωνίας, που είχε θεμελιωθεί πάνω στην ιδέα ότι οι γυναίκες
είναι κατώτερες σε όλα. Λιγότερο ικανές. Λιγότερο έξυπνες.
Λιγότερο επινοητικές. Μιας κοινωνίας που πίστευε ότι οι
άντρες πηγαίνουν στη δουλειά τους και κάνουν σημαντικά
πράγματα –ανακαλύπτουν πλανήτες, δημιουργούν προϊόντα,
φτιάχνουν νόμους–, ενώ οι γυναίκες μένουν στο σπίτι και
μεγαλώνουν παιδιά. Εκείνη δεν ήθελε παιδιά –γι’ αυτό ήταν
σίγουρη–, όμως ήταν βέβαιη ότι υπήρχαν πολλές γυναίκες που
ήθελαν και παιδιά και καριέρα. Και πού το πρόβλημα; Πουθενά.
Αυτό ακριβώς έκαναν και οι άντρες.
Πρόσφατα είχε διαβάσει για μια χώρα όπου και οι δύο γονείς
εργάζονταν και συμμετείχαν στην ανατροφή των παιδιών. Ποια
να ήταν άραγε; Η Σουηδία μήπως; Δεν θυμόταν. Ωστόσο το
πράγμα λειτουργούσε πολύ καλά. Η παραγωγικότητα ήταν
υψηλότερη, οι οικογένειες πιο δυνατές. Φαντάστηκε τον εαυτό
της να ζει σε μια τέτοια κοινωνία. Σε ένα μέρος όπου δεν θα
την έπαιρναν αυτόματα για γραμματέα, σε ένα μέρος όπου
όταν παρουσίαζε τα ευρήματά της σε μια σύσκεψη δεν θα είχε
ν’ αντιμετωπίσει άντρες που άρχιζαν να μιλούν ενώ εκείνη δεν
είχε τελειώσει ή που, ακόμα χειρότερα, έπαιρναν τα εύσημα
για τη δική της δουλειά. Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι. Στο
ζήτημα της ισότητας το έτος 1952 ήταν σκέτη απογοήτευση.
«Πρέπει να του ζητήσεις συγγνώμη» επέμεινε ο τεχνικός.
«Όταν του πας πίσω τα αναθεματισμένα τα ποτήρια ζέσεως, να
κρατήσεις το κεφάλι χαμηλωμένο. Έθεσες σε κίνδυνο όλο το
εργαστήριο και εξέθεσες εμένα προσωπικά».
«Όλα θα πάνε καλά» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Απλά ποτήρια
ζέσεως είναι».
Όμως το επόμενο πρωί τα ποτήρια ζέσεως έλειπαν και τη
θέση
τους
είχαν
πάρει
τα
αγριωπά
βλέμματα
μερικών
συναδέλφων της χημικών, που τώρα πίστευαν επίσης ότι τους
είχε εκθέσει στη θρυλική μνησικακία του Κάλβιν Έβανς.
Προσπάθησε να τους μιλήσει, αλλά όλοι τους τη γείωσαν, με
τον δικό του τρόπο ο καθένας, και αργότερα, καθώς περνούσε
έξω από το εντευκτήριο, άκουσε τους ίδιους συναδέλφους να
κάνουν παράπονα για εκείνη, λέγοντας ότι έπαιρνε τον εαυτό
της πολύ στα σοβαρά, ότι νόμιζε πως ήταν καλύτερη απ’ όλους
τους, ότι έλεγε όχι σε όποιον της ζητούσε ραντεβού, ακόμα και
στους εργένηδες. Και ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα
μπορούσε να έχει πάρει το μεταπτυχιακό της στην οργανική
χημεία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας ήταν διά της
ξαπλωτής οδού – με τη λέξη «ξαπλωτή» να συνοδεύεται από
άσεμνες χειρονομίες και τραχιά γέλια. Μα ποια νόμιζε ότι ήταν
τελικά;
«Κάποιος πρέπει να τη βάλει στη θέση της» είπε ένας.
«Ούτε και ιδιαίτερα έξυπνη είναι» τόνισε ένας άλλος.
« Ένα μουνί είναι» δήλωσε μια γνώριμη φωνή. Το αφεντικό
της, ο Ντονάτι.
Η Ελίζαμπεθ, συνηθισμένη σε κουβέντες σαν τις πρώτες,
αλλά άναυδη από την τελευταία, στηρίχτηκε με την πλάτη στον
τοίχο, νιώθοντας ένα κύμα ναυτίας να την κατακλύζει. Ήταν η
δεύτερη φορά που την αποκαλούσε κάποιος έτσι. Η πρώτη –
εκείνη η πρώτη, φριχτή φορά– ήταν στο Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.
Συνέβη σχεδόν δύο χρόνια πριν. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια, με
δέκα μόλις ημέρες να της απομένουν για την αποφοίτησή της,
βρισκόταν ακόμη στο εργαστήριο στις εννέα το βράδυ, σίγουρη
ότι είχε εντοπίσει ένα πρόβλημα στο πρωτόκολλο δοκιμών.
Καθώς χτυπούσε απαλά ένα φρεσκοξυσμένο μολύβι νούμερο
δύο πάνω σ’ ένα χαρτί, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει αν αυτό
που της έλεγε η διαίσθησή της ήταν σωστό, άκουσε την πόρτα
ν’ ανοίγει.
«Ποιος είναι;» φώναξε. Δεν περίμενε κανέναν.
«Ακόμη εδώ είσαι» είπε μια φωνή δίχως την παραμικρή
έκπληξη. Ο επιβλέπων καθηγητής της.
«Α, γεια σας, δόκτορα Μέγερς» είπε υψώνοντας το βλέμμα.
«Ναι. Απλώς τσεκάρω τα πρωτόκολλα δοκιμών για αύριο.
Νομίζω πως εντόπισα ένα πρόβλημα».
Εκείνος άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα και μπήκε μέσα.
«Δεν σου ζήτησα να κάνεις κάτι τέτοιο!» Η φωνή του
μαρτυρούσε την ενόχλησή του. «Σου είπα ότι όλα είναι
έτοιμα».
«Το ξέρω» απάντησε εκείνη. «Αλλά ήθελα να ρίξω μια
τελευταία ματιά». Αυτή η ιδέα να «ρίξει μια τελευταία ματιά»
δεν ήταν κάτι που άρεσε στην Ελίζαμπεθ, ήταν κάτι που ήξερε
πως έπρεπε να κάνει προκειμένου να διατηρήσει τη θέση της
στην ανδροκρατούμενη ομάδα του Μέγερς. Όχι πως την
ενδιέφερε
ιδιαίτερα
η
έρευνά
του:
ακολουθούσε
την
πεπατημένη, δεν ήταν καθόλου πρωτοποριακή. Όμως, παρά
την
αξιοσημείωτη
ανησυχητική
έλλειψη
απουσία
νέων
δημιουργικότητας
ανακαλύψεων,
και
ο
την
Μέγερς
θεωρούνταν ένας από τους κορυφαίους ερευνητές του DNA
στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ελίζαμπεθ δεν συμπαθούσε τον Μέγερς, κανείς δεν τον
συμπαθούσε. Εκτός ίσως από το πανεπιστήμιο, που τον
λάτρευε
επειδή
ο
άνθρωπος
αυτός
έκανε
περισσότερες
δημοσιεύσεις από οποιονδήποτε στον χώρο. Και ποιο ήταν το
μυστικό του Μέγερς; Δεν έγραφε ο ίδιος τα άρθρα, αλλά οι
τελειόφοιτοί του. Ωστόσο πάντοτε έπαιρνε τα εύσημα για κάθε
λέξη, αλλάζοντας πολλές φορές μονάχα τον τίτλο και μερικές
φράσεις
εδώ
κι
εκεί,
προτού
το
παρουσιάσει
ως
ένα
διαφορετικό, δικό του έργο – πράγμα που άλλωστε μπορούσε
άνετα να κάνει, γιατί ποιος διαβάζει τις επιστημονικές
δημοσιεύσεις από την αρχή ως το τέλος; Κανείς. Οπότε οι
δημοσιεύσεις του αυξάνονταν σε αριθμό, και μαζί τους
αυξανόταν και η φήμη του. Κι έτσι ο Μέγερς αναγορεύτηκε
κορυφαίος ερευνητής του DNA χάρη και μόνο στην ποσότητα.
Πέρα από το ταλέντο του στην πληθωρική συγγραφική
παραγωγή, ο Μέγερς ήταν και γνωστός πέφτουλας. Δεν ήταν
και πολλές οι γυναίκες στα τμήματα θετικών επιστημών του
Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, όμως οι λιγοστές που
υπήρχαν –κυρίως γραμματείς– γίνονταν το επίκεντρο της
ανεπιθύμητης προσοχής του. Συνήθως παραιτούνταν ύστερα
από έξι μήνες, με την αυτοπεποίθησή τους κλονισμένη, τα
μάτια πρησμένα και επικαλούμενες προσωπικούς λόγους.
Όμως η Ελίζαμπεθ δεν έφυγε – δεν την έπαιρνε, καθώς
χρειαζόταν
το
μεταπτυχιακό
της.
Έτσι,
υπέμενε
τις
καθημερινές ταπεινώσεις –τα αγγίγματα, τα άσεμνα σχόλια, τις
βρόμικες προτάσεις–, φροντίζοντας να δείχνει ξεκάθαρα πως
δεν ενδιαφερόταν. Μέχρι τη μέρα που εκείνος την κάλεσε στο
γραφείο του, δήθεν για να συζητήσουν την εισδοχή της στο
διδακτορικό του πρόγραμμα, και έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τη
φούστα της. Εξοργισμένη, του απομάκρυνε βίαια το χέρι και
απείλησε να τον αναφέρει.
«Σε ποιον;» κάγχασε εκείνος. Ύστερα την κατηγόρησε ότι
ήταν «ξενέρωτη» και της έδωσε μια στον πισινό, απαιτώντας να
του φέρει το παλτό του από την ντουλάπα του γραφείου του,
ξέροντας
πως
όταν
άνοιγε
την
πόρτα
θα
το
έβρισκε
κρεμασμένο ανάμεσα σε ένα σωρό αφίσες με γυμνόστηθες
γυναίκες, κάποιες από τις οποίες ήταν πεσμένες, εντελώς
ανέκφραστες, στα τέσσερα, με ένα αντρικό παπούτσι να τις
πατάει θριαμβευτικά στην πλάτη.
«Να, εδώ είναι» είπε στον δόκτορα Μέγερς. «Βήμα ενενήντα
ένα, στη σελίδα διακόσια τριάντα δύο. Η θερμοκρασία. Είμαι
σχεδόν σίγουρη ότι είναι πολύ υψηλή, με αποτέλεσμα το
ένζυμο
να
καταστεί
ανενεργό,
αλλοιώνοντας
τα
αποτελέσματα».
Ο Μέγερς την κοιτούσε από το κατώφλι της πόρτας.
«Το έδειξες σε κανέναν άλλον;»
«Όχι» απάντησε εκείνη. «Μόλις τώρα το πρόσεξα».
«Δηλαδή δεν το κουβέντιασες με τον Φίλιπ;» επέμεινε. Ο
Φίλιπ ήταν ο βασικός ερευνητικός βοηθός του Μέγερς.
«Όχι. Πριν από λίγο έφυγε. Μα μπορώ σίγουρα να τον
προλάβω…»
«Δεν χρειάζεται» τη διέκοψε εκείνος. «Είναι κανείς άλλος
εδώ;»
«Απ’ ό,τι ξέρω, όχι».
«Το πρωτόκολλο είναι εντάξει» της είπε κοφτά. «Δεν είσαι
εσύ ο ειδικός. Πάψε να αμφισβητείς την αυθεντία μου. Και
μην το αναφέρεις σε κανέναν. Κατάλαβες;»
«Προσπαθούσα απλώς να βοηθήσω, δόκτορα Μέγερς».
Την κοίταξε σαν να επιχειρούσε να ζυγίσει την ειλικρίνεια της
προσφοράς της.
«Θα τη χρειαστώ τη βοήθειά σου» της είπε. Κι έπειτα
στράφηκε προς την πόρτα και την κλείδωσε.
Το πρώτο του χτύπημα ήταν ένα δυνατό χαστούκι που έκανε το
κεφάλι της να τιναχτεί προς τα αριστερά σαν πανάλαφρο
μπαλάκι. Σοκαρισμένη, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, όμως
γρήγορα κατάφερε να συνέλθει. Αίμα κυλούσε από το στόμα
της, τα μάτια της ορθάνοιχτα από την έκπληξη. Εκείνος
συνοφρυώθηκε σαν να μην είχε μείνει ικανοποιημένος από το
αποτέλεσμα της κίνησής του και την ξαναχτύπησε, πετώντας
την κάτω από το σκαμπό αυτή τη φορά. Ο Μέγερς ήταν
μεγαλόσωμος άντρας (ζύγιζε σχεδόν εκατόν δεκαπέντε κιλά),
και η δύναμή του ήταν απόρροια του όγκου του, όχι της καλής
φυσικής κατάστασης. Έσκυψε από πάνω της όπως ήταν
σωριασμένη στο δάπεδο και, αρπάζοντάς την από τους
γοφούς, την ανασήκωσε σαν γερανός που σηκώνει έναν
άμορφο σωρό από ξύλα και την πέταξε με την πλάτη πάνω στο
σκαμπό σαν να ήταν πάνινη κούκλα. Έπειτα τη γύρισε από την
άλλη και, κλοτσώντας στην άκρη το σκαμπό, κοπάνησε το
πρόσωπο και το στήθος της πάνω στον ατσάλινο πάγκο.
«Μην κουνιέσαι, μουνί!» πρόσταξε ενώ εκείνη πάλευε και τα
χοντρά του δάχτυλα πασπάτευαν κάτω από τη φούστα της.
Η Ελίζαμπεθ αγωνιζόταν να πάρει ανάσα, με τη γεύση του
μετάλλου να πλημμυρίζει το στόμα της καθώς εκείνος την
πιλάτευε, με το ένα του χέρι να ανασηκώνει τη φούστα της
μέχρι πάνω από τη μέση και με το άλλο να ψαχουλεύει βίαια
ανάμεσα στους μηρούς της. Με το πρόσωπο κολλημένο στον
πάγκο,
δυσκολευόταν
ν’
αναπνεύσει,
πόσο
μάλλον
να
ουρλιάξει. Κλοτσούσε μανιασμένα, σαν ζώο πιασμένο στην
παγίδα, όμως η άρνησή της να υποκύψει απλώς τον εξόργιζε
περισσότερο.
«Μη μου αντιστέκεσαι» την προειδοποίησε, ενώ ο ιδρώτας
έσταζε από την κοιλιά του στους γλουτούς της. Όπως όμως
κουνιόταν, η Ελίζαμπεθ κατάφερε να ελευθερώσει το χέρι της.
«Μείνε ακίνητη!» την πρόσταξε εξαγριωμένος καθώς εκείνη
πάσχιζε να ελευθερωθεί, με την ανάσα της να έχει κοπεί κάτω
από το ογκώδες στέρνο του, που την πλάκωνε ισοπεδώνοντάς
τη σαν τηγανίτα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να της θυμίσει
ποιος ήταν το αφεντικό, την άρπαξε από τα μαλλιά και της τα
τράβηξε δυνατά. Ύστερα χώθηκε μέσα της σαν άτσαλος
μεθύστακας, μουγκρίζοντας από ηδονή, ώσπου ξαφνικά
σταμάτησε με ένα ουρλιαχτό πόνου.
«Γαμώτο!» φώναξε ο Μέγερς και τραβήχτηκε από πάνω της.
«Χριστούλη μου! Τι ήταν αυτό, γαμώτη μου;» Την έσπρωξε
μακριά, σαστισμένος από τον οξύ πόνο στη δεξιά μεριά του
κορμιού
του.
Χαμήλωσε
το
βλέμμα
στο
στήθος
του,
προσπαθώντας να εντοπίσει την αιτία του πόνου, όμως το μόνο
που έβλεπε ήταν μια μικρή ροδαλή γόμα να προε­ξέχει από τη
δεξιά λαγόνια περιοχή. Κυκλωμένη από μια μικρή ματωμένη
αυλακιά.
Το μολύβι νούμερο δύο. Με το ελεύθερο χέρι της η Ελίζαμπεθ
το είχε βρει, το είχε αρπάξει και το είχε μπήξει κάτω απ’ το
πλευρό του. Όχι απλώς ένα τμήμα του, αλλά ολόκληρο. Τη
φρεσκοξυσμένη μύτη του, το κίτρινο ξύλινο σώμα του, τον
γυαλιστερό χρυσαφένιο δακτύλιο στο τελείω­μά του. Και τα
δεκαοκτώ εκατοστά του χωμένα στα δεκαοκτώ εκατοστά της
σάρκας του. Και με αυτή της την κίνηση δεν διέλυσε μονάχα το
λεπτό και το παχύ έντερό του, αλλά και την ακαδημαϊκή της
καριέρα.
«Είστε στ’ αλήθεια φοιτήτρια εδώ;» τη ρώτησε ο αστυνομικός της
πανεπιστημιούπολης όταν το ασθενοφόρο πήρε τον δόκτορα
Μέγερς. «Θα πρέπει να μου δείξετε τη φοιτητική σας
ταυτότητα».
Η Ελίζαμπεθ, με ρούχα σκισμένα, χέρια τρεμάμενα και μια
μεγάλη μελανιά να σχηματίζεται στο μέτωπό της, τον κοίταξε
μην πιστεύοντας στ’ αυτιά της.
«Είναι ένα εύλογο ερώτημα» απολογήθηκε ο αστυνομικός. «Τι
δουλειά έχει μια γυναίκα σ’ ένα εργαστήριο τέτοια ώρα μέσα
στη νύχτα;»
«Είμαι μ-μεταπτυχιακή φοιτήτρια» ψέλλισε εκείνη, νιώθοντας
να της έρχεται αναγούλα. «Της χημείας».
Ο αστυνομικός ξεφύσηξε σαν να έλεγε πως δεν είχε χρόνο για
ανοησίες και έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο.
«Γιατί δεν μου λέτε τι νομίζετε ότι έγινε;»
Η Ελίζαμπεθ του περιέγραψε τι συνέβη με όλες τις
λεπτομέρειες, με φωνή πνιχτή από το σοκ. Εκείνος έκανε πως
κρατούσε σημειώσεις, όταν όμως στράφηκε να πει σ’ έναν
συνάδελφό του πως τα είχε «όλα υπό έλεγχο», εκείνη πρόσεξε
πως οι σελίδες ήταν κενές.
«Σας παρακαλώ! Χρειάζομαι… χρειάζομαι γιατρό».
Ο αστυνομικός έκλεισε το σημειωματάριό του.
«Μήπως θα θέλατε να κάνετε μια δήλωση μετανοίας;» της
πέταξε, ρίχνοντας μια γεμάτη νόημα ματιά στη φούστα της,
λες και το ύφασμα από μόνο του αποτελούσε ολοφάνερη
πρόκληση. «Τον καρφώσατε τον άνθρωπο. Θα είναι καλύτερα
για εσάς αν δείξετε μεταμέλεια».
Τον κοίταξε με άδειο βλέμμα.
«Δεν… δεν καταλάβατε καλά, κύριε αστυνομικέ. Εκείνος μου
επιτέθηκε. Εγώ… εγώ βρισκόμουν σε άμυνα. Χρειά­ζομαι
γιατρό».
Ο αστυνομικός ξεφύσηξε.
«Ώστε δεν θα κάνετε δήλωση μετανοίας λοιπόν» είπε,
κλείνοντας με ένα κλικ το στιλό του.
Έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ελαφρώς μισάνοιχτο, το
σώμα της να τρέμει. Χαμήλωσε το βλέμμα της στον μηρό της,
όπου ξεχώριζε το αποτύπωμα από την παλάμη του Μέγερς σ’
ένα αχνό μαβί χρώμα. Συγκράτησε την επιθυμία της να κάνει
εμετό.
Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε να κοιτάζει το ρολόι του. Αυτή
η απλή κίνηση της τα είπε όλα. Άπλωσε το χέρι και άρπαξε την
ταυτότητά της από τα δάχτυλά του.
«Ναι, κύριε αστυνομικέ» είπε με φωνή τραχιά σαν αγκαθωτό
συρματόπλεγμα. «Τώρα που το σκέφτομαι, όντως μετανιώνω
για κάτι».
«Πολύ ωραία» έκανε εκείνος. «Τώρα είμαστε σε καλό δρόμο».
Άνοιξε πάλι το στιλό του μ’ ένα κλικ. «Σας ακούω».
«Για το μολύβι» είπε εκείνη.
«Για το μολύβι» επανέλαβε αυτός, σημειώνοντάς το.
Σήκωσε το κεφάλι για να συναντήσει το βλέμμα του, καθώς
ένα ρυάκι αίματος κυλούσε από τον κρόταφό της.
«Μετανιώνω που είχα μόνο ένα».
Η επίθεση –ή το «ατυχές γεγονός», όπως το χαρακτήρισε η
επιτροπή αξιολόγησης, πριν ανακαλέσει επίσημα την έγκριση
της συμμετοχής της στο διδακτορικό πρόγραμμα– ήταν δική
της ευθύνη. Ο δόκτωρ Μέγερς την είχε τσακώσει να κάνει μιαν
απάτη. Είχε προσπαθήσει να αλλάξει ένα πρωτόκολλο δοκιμών
για να παραποιήσει τα αποτελέσματα ενός πειράματος –
κρατούσε τις αποδείξεις στα χέρια του–, κι όταν εκείνος την
έπιασε επ’ αυτοφώρω και της ζήτησε εξηγήσεις, αυτή του
ρίχτηκε, προσφέροντάς του σεξ. Κι επειδή το κόλπο της δεν
έπιασε, του επιτέθηκε σωματικά και, πριν προλάβει εκείνος να
καταλάβει τι γινόταν, του έμπηξε ένα μολύβι στα σωθικά του.
Από τύχη ήταν ζωντανός.
Σχεδόν κανείς δεν πίστεψε την εκδοχή του. Ο Μέγερς είχε
κακή φήμη. Ήταν όμως σημαντικός, και το Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας δεν είχε καμία πρόθεση να χάσει κάποιον με το
δικό του κύρος. Έτσι, έφυγε η Ελίζαμπεθ. Το μεταπτυχιακό της
είχε ολοκληρωθεί. Οι πληγές της θα επουλώνονταν. Κάποιος θα
της έδινε συστάσεις. Ξεκουμπίδια.
Και κάπως έτσι κατέληξε στο Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς.
Και να τη τώρα, έξω από το εντευκτήριο του Χέι­στινγκς, με
την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και τα σωθικά της να
ανακατεύονται.
Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον τεχνικό να την κοιτάζει.
«Είσαι εντάξει, Ζοτ;» τη ρώτησε. «Δεν φαίνεσαι καλά».
Δεν του απάντησε.
«Δικό μου το λάθος, Ζοτ» παραδέχτηκε. «Δεν έπρεπε να κάνω
τόση φασαρία για μερικά ποτήρια ζέσεως. Όσο για τα λόγια
που είπαν αυτοί» συνέχισε στρέφοντας το κεφάλι προς το
εντευκτήριο –προφανώς είχε ακούσει κι εκείνος τη συζήτηση–
«είναι απλώς αντρικές σαχλαμάρες. Αγνόησέ τους».
Όμως δεν μπορούσε να τους αγνοήσει. Μάλιστα, την αμέσως
επόμενη μέρα το αφεντικό της, ο δόκτωρ Ντονάτι –εκείνος
που την είχε αποκαλέσει «μουνί»–, της ανέθεσε ένα άλλο έργο.
«Θα είναι πολύ πιο εύκολο» της είπε. «Περισσότερο στα
μέτρα σου».
«Γιατί, δόκτορα Ντονάτι;» τον ρώτησε. « Έκανα κάτι λάθος;»
Στο ερευνητικό πρότζεκτ με το οποίο ασχολούνταν μέχρι τώρα
εκείνη ήταν η κινητήρια δύναμη της ομάδας και χάρη σ’ αυτήν
βρίσκονταν πολύ κοντά στη δημοσίευση αποτελεσμάτων. Όμως
ο Ντονάτι της έδειχνε τώρα την πόρτα. Την αποσπούσε από
την ομάδα για να της αναθέσει μια ήσσονος σημασίας έρευνα
για τα αμινοξέα.
Ο τεχνικός, προσέχοντας την αυξανόμενη δυσαρέσκειά της,
τη ρώτησε γιατί ήθελε να γίνει επιστήμονας στην τελική.
«Δεν θέλω να γίνω επιστήμονας» του πέταξε εκείνη. «Είμαι
επιστήμονας!»
Μέσα της είχε πάρει την απόφαση πως δεν θα άφηνε έναν
χοντρομπαλά από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας ή το
αφεντικό της ή ένα μάτσο στενόμυαλους συναδέλφους να την
εμποδίσουν να πετύχει τους στόχους της. Είχε αντιμετωπίσει
και στο παρελθόν δύσκολες καταστάσεις. Θα άντεχε ό,τι κι αν
έβρισκε στον δρόμο της.
Όμως και οι αντοχές έχουν τα όριά τους. Καθώς περνούσαν οι
μήνες, το ψυχικό της σθένος δοκιμαζόταν ξανά και ξανά. Το
μόνο πράγμα που της χάριζε μια προσωρινή ανακούφιση ήταν
το θέατρο, όμως ακόμα κι αυτό ενίοτε αποδεικνυόταν
απογοητευτικό.
Ήταν Σάββατο βράδυ, δύο εβδομάδες περίπου μετά το
περιστατικό με τα ποτήρια ζέσεως. Είχε βγάλει εισιτήριο για
τον Μικάδο, μια υποτίθεται αστεία οπερέτα. Μολονότι ήθελε
από καιρό να τη δει, στην πορεία, καθώς η ιστορία
ξεδιπλωνόταν, συνειδητοποίησε ότι δεν την έβρισκε καθόλου
διασκεδαστική. Οι στίχοι ήταν ρατσιστικοί, οι ερμηνευτές
λευκοί και γινόταν προφανές πως η κεντρική πρωταγωνίστρια
θα κατέληγε να κατηγορηθεί για τα πάντα. Το όλο πράγμα τής
θύμιζε τη δουλειά της. Αποφάσισε να μη ζοριστεί άλλο και να
φύγει στο διάλειμμα.
Η τύχη τα έφερε έτσι που τη νύχτα εκείνη βρισκόταν εκεί και
ο Κάλβιν Έβανς, κι αν είχε καταφέρει να εστιάσει την προσοχή
του στην παράσταση, ίσως και να συμφωνούσε με την άποψη
της Ελίζαμπεθ. Όμως ήταν στο πρώτο του ραντεβού με μια
γραμματέα από το Τμήμα Βιολογίας και του ερχόταν να ξεράσει.
Για όλα έφταιγε μια παρανόηση: η αλήθεια ήταν πως η
γραμματέας τού είχε ζητήσει να βγουν μόνο και μόνο επειδή
πίστευε πως η φήμη του συνοδευόταν από πλούτη, ενώ
εκείνος, αντιδρώντας στο έντονο άρωμά της που του έτσουξε
τα μάτια, βλεφάρισε κάμποσες φορές, κάνοντάς τη να νομίσει
ότι εννοούσε: «Ευχαρίστως».
Η ναυτία του είχε ξεκινήσει στην πρώτη πράξη και μέχρι το
τέλος της δεύτερης είχε κλιμακωθεί, καταλήγοντας σε έντονη
ανακατωσούρα.
«Λυπάμαι» της ψιθύρισε «αλλά δεν νιώθω καλά. Φεύγω».
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε εκείνη καχύποπτα. «Μια χαρά μού
φαίνεσαι».
«Μ’ ενοχλεί το στομάχι μου» μουρμούρισε.
«Συγγνώμη κιόλας, αλλά αγόρασα αυτό το φόρεμα ειδικά γι’
απόψε, και δεν φεύγω μέχρι να τελειώσει η παράσταση» του
δήλωσε εκείνη.
Ο Κάλβιν πέταξε μερικά χρήματα για το ταξί μπροστά στα
έκπληκτα μούτρα της και βγήκε βιαστικά στο φουαγέ,
κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά του καθώς έσπευδε στις
τουαλέτες, προσέχοντας να μην ταράξει το υπερευαίσθητο
στομάχι του.
Και πάλι τα έφερε έτσι η τύχη που η Ελίζαμπεθ βγήκε στο
φουαγέ την ίδια ακριβώς στιγμή, οδεύοντας, όπως και ο
Κάλβιν, προς τις τουαλέτες. Μόλις όμως είδε τη μεγάλη ουρά
εκεί, έκανε απότομα μεταβολή και έπεσε πάνω στον Κάλβιν,
που την ίδια στιγμή ξέρασε πάνω της.
«Ω
Θεέ
μου!»
αναφώνησε
εκείνος,
ξερνώντας
ξανά.
«Χριστούλη μου».
Η Ελίζαμπεθ αρχικά ξαφνιάστηκε, γρήγορα όμως συνήλθε
και, αγνοώντας το φόρεμά της, που της το είχε κάνει χάλια,
έβαλε καθησυχαστικά το χέρι της στη σκυμμένη πλάτη του,
δίχως να έχει καταλάβει ακόμη ποιος ήταν.
«Ο άνθρωπος είναι άρρωστος!» φώναξε στους υπόλοιπους που
στέκονταν στην ουρά. «Μπορεί κάποιος να φωνάξει έναν
γιατρό;»
Όμως κανείς δεν φώναξε γιατρό. Όσοι περίμεναν στην ουρά
για την τουαλέτα, αντιδρώντας στη δυσωδία και στους
δυσάρεστους ήχους του εμετού, που υποδήλωναν αρρώστια,
εκκένωσαν αμέσως τον χώρο.
«Ω Θεέ μου!» έλεγε και ξανάλεγε ο Κάλβιν. «Ω Θεέ μου!»
«Θα σας φέρω ένα χαρτομάντιλο» προσφέρθηκε ευγενικά η
Ελίζαμπεθ. «Και θα σας καλέσω ένα ταξί». Και, ρίχνοντας μια
πιο προσεκτική ματιά στο πρόσωπό του, πρόσθεσε: «Από
κάπου σας ξέρω, έτσι δεν είναι;».
Είκοσι λεπτά αργότερα τον βοηθούσε να μπει στο σπίτι του.
«Νομίζω πως μπορούμε ν’ αποκλείσουμε τη διασπορά
αερολύματος αδαμσίτη» του είπε. «Εφόσον δεν προσβλήθηκε
κανένας άλλος».
«Χημικός πόλεμος;» απάντησε εκείνος ξέπνοα, κρατώντας το
στομάχι του. «Ελπίζω όχι».
«Μάλλον φάγατε κάτι που σας πείραξε» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Τροφική δηλητηρίαση».
«Ωχ!» βόγκηξε ο Κάλβιν. «Πόσο ντρέπομαι. Πόσο λυπάμαι.
Και το φόρεμά σας… Θα σας πληρώσω το καθαριστήριο».
«Δεν πειράζει» τον καθησύχασε η Ελίζαμπεθ. « Ένας λεκές
είναι μόνο». Τον βοήθησε να φτάσει στον καναπέ, όπου
εκείνος σωριάστηκε με όλο του το βάρος.
«Δεν… δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανα
εμετό. Και μάλιστα δημοσίως».
«Συμβαίνουν αυτά».
«Είχα βγει ραντεβού» είπε εκείνος. «Το φαντάζεστε; Και την
παράτησα εκεί».
«Μάλιστα» έκανε η Ελίζαμπεθ, προσπαθώντας να θυμηθεί
πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε βγει ραντεβού.
Έμειναν για λίγα λεπτά σιωπηλοί κι έπειτα ο Κάλβιν έκλεισε
τα μάτια του. Η Ελίζαμπεθ θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να
φύγει.
«Και πάλι σας ζητώ συγγνώμη» της ψιθύρισε ακούγοντάς τη
να πηγαίνει προς την πόρτα.
«Σας παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε. Μια
αντίδραση ήταν, μια χημική ασυμβατότητα. Επιστήμονες
είμαστε, τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα».
«Όχι, όχι» είπε αδύναμα εκείνος, επιθυμώντας να διευ-­
κρινίσει τι εννοούσε. «Ζητώ συγγνώμη που σας πέρασα για
γραμματέα εκείνη τη μέρα… που σας ζήτησα να πείτε στο
αφεντικό σας να επικοινωνήσει μαζί μου» συνέχισε. «Λυπάμαι
πολύ». Δεν πήρε απάντηση. «Δεν έχουμε συστηθεί κανονικά»
πρόσθεσε. «Εγώ είμαι ο Κάλβιν Έβανς».
«Ελίζαμπεθ Ζοτ» του πέταξε, μαζεύοντας τα πράγματά της.
«Λοιπόν, Ελίζαμπεθ Ζοτ» της είπε, καταφέρνοντας να
σχηματίσει ένα αμυδρό χαμόγελο, «σήμερα μου σώσατε τη
ζωή».
Όμως ήταν προφανές πως δεν τον είχε ακούσει.
«Η
έρευνά
μου
πάνω
στο
DNA
επικεντρωνόταν
στα
πολυφωσφορικά οξέα ως παράγοντες συμπύκνωσης» είπε στον
Κάλβιν ενώ έπιναν καφέ την επόμενη εβδομάδα. «Και πήγαινε
καλά μέχρι πρόσφατα. Όμως τον περασμένο μήνα μού
ανέθεσαν άλλη δουλειά. Μια μελέτη για τα αμινοξέα».
«Μα γιατί;»
«Ο Ντονάτι –γι’ αυτόν δεν δουλεύεις κι εσύ;– αποφάσισε ότι
ήμουν περιττή».
«Μα η έρευνα για τους παράγοντες συμπύκνωσης είναι καίρια
για την περαιτέρω κατανόηση του DNA–»
«Ναι, το ξέρω, το ξέρω» συμφώνησε εκείνη. «Αυτό σκόπευα
να αναλύσω στο διδακτορικό μου. Αν και περισσότερο απ’ όλα
με ενδιαφέρει η αβιογένεση».
«Η αβιογένεση; Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η ζωή
προέκυψε από απλά, άβια υλικά; Συναρπαστικό. Ωστόσο δεν
έχεις διδακτορικό».
«Όχι».
«Και η αβιογένεση είναι πεδίο για διδακτορικό επίπεδο».
« Έχω μεταπτυχιακό στη χημεία. Από το Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες».
«Κατάλαβα. Ακαδημαϊσμός». Έγνεψε συγκαταβατικά. «Εσύ
ήθελες κάτι πιο πρωτοποριακό, κι έτσι αποχώρησες».
«Όχι ακριβώς». Ακολούθησε μια παρατεταμένη αμήχανη
σιωπή. «Άκου…» άρχισε πάλι εκείνη, παίρνοντας μια βαθιά
ανάσα. «Η θεωρία μου για τα πολυφωσφορικά οξέα έχει ως
εξής». Και, δίχως να το καταλάβει, πέρασε πάνω από μία ώρα
μιλώντας του, ενώ ο Κάλβιν έγνεφε κρατώντας σημειώσεις,
διακόπτοντας πού και πού με καίριες ερωτήσεις, στις οποίες
εκείνη απαντούσε εύκολα. «Θα προχωρούσα κι άλλο» κατέληξε
η Ελίζαμπεθ «αλλά, όπως ήδη ανέφερα, με τοποθέτησαν
αλλού. Και πριν απ’ αυτό αντιμετώπιζα τεράστιες δυσκολίες να
εξασφαλίσω τις βασικές προμήθειες για να συνεχίσω τη δουλειά
μου». Γι’ αυτό, του εξήγησε, είχε καταντήσει να κλέβει
εξοπλισμό και υλικά από άλλα εργαστήρια.
«Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο να εξασφαλίσεις προμήθειες;»
τη ρώτησε ο Κάλβιν. «Το Χέιστινγκς έχει πολλά χρήματα».
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε σαν να την είχε μόλις ρωτήσει πώς
ήταν δυνατόν, ενώ υπήρχαν τόσοι ορυζώνες, να πεινάνε παιδιά
στην Κίνα.
«Σεξισμός» απάντησε εκείνη, παίρνοντας το μολύβι νούμερο
δύο που είχε πάντοτε στερεωμένο στο αυτί ή στα μαλλιά της
και χτυπώντας το με έμφαση στο τραπέζι. «Αλλά και
μικροπολιτική,
ευνοιοκρατία,
ανισότητα
και
γενικότερη
αδικία».
Εκείνος δάγκωσε τα χείλη του.
«Αλλά κυρίως σεξισμός» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ.
«Σεξισμός;» ρώτησε αθώα ο Κάλβιν. «Μα γιατί να μη θέλουμε
γυναίκες επιστήμονες; Είναι παράλογο. Χρειαζόμαστε όλους
τους επιστήμονες που μπορούμε να έχουμε».
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε άναυδη. Είχε την εντύπωση ότι ο
Κάλβιν
Έβανς
ήταν
ένα
ευφυές
άτομο,
όμως
τώρα
αντιλαμβανόταν πως ανήκε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που
είναι ευφυείς μόνο υπό μία στενή έννοια. Τον περιεργάστηκε
προσεκτικά, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα χρειαζόταν
για να τον κάνει να καταλάβει. Μαζεύοντας τα μαλλιά της με
τα δυο της χέρια, τα τύλιξε δύο φορές σχηματίζοντας έναν
κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της και τα στερέωσε με το
μολύβι της.
«Όταν
πήγαινες
στο
Κέμπριτζ»
του
είπε
διστακτικά,
ακουμπώντας τα χέρια της στο τραπέζι, «πόσες γυναίκες
επιστήμονες γνώρισες;».
«Καμία. Αλλά η σχολή μου ήταν αρρένων».
«Α, μάλιστα» απάντησε εκείνη. «Αλλά οι γυναίκες θα είχαν
ίσες ευκαιρίες σε άλλες σχολές, σωστά; Πόσες γυναίκες
επιστήμονες γνωρίζεις λοιπόν; Και μη μου πεις τη Μαρί
Κιουρί».
Την κοίταξε στα μάτια, διαισθανόμενος μπελάδες.
«Το πρόβλημα, Κάλβιν» συνέχισε εκείνη «είναι πως ο μισός
πληθυσμός χαραμίζεται. Και δεν είναι μόνο ότι δεν μπορώ να
εξασφαλίσω τις απαραίτητες προμήθειες για να ολοκληρώσω τη
δουλειά μου, είναι και ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να έχουν τη
μόρφωση που χρειάζονται για να κάνουν αυτό που θέλουν να
κάνουν. Κι ακόμα κι αν σπουδάσουν, δεν θα πάνε ποτέ σε ένα
Κέμπριτζ. Άρα δεν θα τους προσφερθούν οι ίδιες ευκαιρίες,
ούτε θα διαθέτουν το ίδιο κύρος. Θα ξεκινήσουν από χαμηλά
και θα παραμείνουν εκεί. Κι ας μη μιλήσω για τους μισθούς.
Και όλα αυτά επειδή δεν φοίτησαν σε μια σχολή που από μιας
αρχής δεν τις δεχόταν».
«Δηλαδή ισχυρίζεσαι» είπε εκείνος με σιγανή φωνή «ότι
υπάρχουν περισσότερες γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν
με τις επιστήμες;».
Η Ελίζαμπεθ γούρλωσε τα μάτια της.
«Φυσικά και υπάρχουν. Με τις φυσικές επιστήμες, με την
ιατρική,
με
τις
επιχειρήσεις,
με
τη
μουσική,
με
τα
μαθηματικά… Διάλεξε και πάρε». Ξαφνικά σώπασε, γιατί η
αλήθεια ήταν πως ήξερε ελάχιστες γυναίκες που ήθελαν να
ασχοληθούν με τις επιστήμες ή με οποιονδήποτε άλλον τομέα,
τέλος πάντων. Οι περισσότερες συμφοιτήτριές της στη σχολή
ισχυρίζονταν πως σπούδαζαν απλώς και μόνο για να βρουν
άντρα. Το έβρισκε ιδιαίτερα ανησυχητικό, ήταν λες και είχαν
πιει όλες τους κάτι που τις είχε καταστήσει προσωρινά
παράφρονες. «Ωστόσο» συνέχισε «οι γυναίκες μένουν στο
σπίτι, γεννούν παιδιά και καθαρίζουν χαλιά. Πρόκειται για μια
νομιμοποιημένη μορφή δουλείας. Ακόμα κι εκείνες που
επιθυμούν να είναι νοικοκυρές βρίσκουν τη δουλειά τους
απολύτως
παρεξηγημένη.
Οι
άντρες
νομίζουν
ότι
η
σημαντικότερη απόφαση που έχει να πάρει μια μέση μητέρα
πέντε παιδιών είναι τι χρώμα να βάψει τα νύχια της».
Ο Κάλβιν φαντάστηκε πέντε παιδιά και ανατρίχιασε.
«Σχετικά με τη δουλειά σου…» της είπε, προσπαθώντας να
στρέψει αλλού τη συζήτηση. «Νομίζω πως μπορώ να διορθώσω
την κατάσταση».
«Δεν χρειάζεται να διορθώσεις τίποτα» αντέδρασε εκείνη.
«Είμαι απολύτως ικανή να διορθώσω μόνη μου την κατάστασή
μου».
«Όχι, δεν είσαι».
«Ορίστε;»
«Δεν μπορείς να τη διορθώσεις, επειδή δεν λειτουργεί έτσι ο
κόσμος. Η ζωή δεν είναι δίκαιη».
Τα λόγια του την εξόργισαν – το γεγονός ότι μιλούσε εκείνος
για αδικία. Δεν είχε ιδέα. Πήγε να του πει κάτι σχετικά, όμως
τη διέκοψε.
«Άκου» της είπε «η ζωή ποτέ δεν ήταν δίκαιη, ωστόσο εσύ
συνεχίζεις να την αντιμετωπίζεις σαν να είναι. Λες και, αν
διορθώσεις μερικά στραβά, θα μπουν τα πάντα στη θέση τους.
Δεν πρόκειται. Θέλεις τη συμβουλή μου;» Και προτού
προλάβει να του αρνηθεί, πρόσθεσε: «Μην προσπαθείς ν’
αλλάξεις το σύστημα. Ξεγέλασέ το».
Έμεινε
σιωπηλή,
ζυγίζοντας
τα
λόγια
του.
Φάνταζαν
ενοχλητικά λογικά, κατά έναν φριχτά άδικο τρόπο.
«Ιδού μια ευτυχής σύμπτωση λοιπόν: εδώ και έναν χρόνο
προσπαθώ
να
επαναπροσδιορίσω
τον
ρόλο
των
πολυφωσφορικών οξέων και δεν βγάζω άκρη. Ίσως η έρευνά
σου να το αλλάξει αυτό. Αν πω στον Ντονάτι πως θέλω να
επεξεργαστώ τα ευρήματά σου, θα επιστρέψεις στη δική σου
έρευνα αύριο κιόλας. Ακόμα κι αν δεν είχα ανάγκη τη δουλειά
σου –που την έχω–, σου χρωστάω. Και επειδή σε πέρασα για
γραμματέα και επειδή έκανα εμετό πάνω σου».
Η Ελίζαμπεθ παρέμεινε σιωπηλή. Όμως, παρά τη θέλησή
της, είχε αρχίσει να βλέπει θετικά την πρότασή του. Δεν της
άρεσε. Δεν ενέκρινε την άποψη ότι τα συστήματα πρέπει να τα
ξεγελάει κανείς. Γιατί δεν μπορούσαν να είναι έξυπνα από την
αρχή; Ούτε οι χάρες τής άρεσαν. Απέπνεαν μια μυρωδιά
απάτης. Ωστόσο είχε στόχους να κατακτήσει, και, να πάρει η
ευχή, γιατί να μένει άπρακτη; Κανείς δεν είχε φτάσει ποτέ
πουθενά μένοντας άπρακτος.
«Άκου» του είπε με έμφαση, απομακρύνοντας μια τούφα
μαλλιά από το πρόσωπό της. «Ελπίζω να μη σκεφτείς ότι
βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα, αλλά έχω αντιμετωπίσει
προβλήματα στο παρελθόν και θέλω να είμαι ξεκάθαρη: δεν θα
βγω ραντεβού μαζί σου. Το θέμα είναι επαγγελματικό, τίποτα
περισσότερο. Δεν ενδιαφέρομαι για οποιουδήποτε είδους
σχέση».
«Ούτε κι εγώ» τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Το θέμα είναι
επαγγελματικό. Τελεία και παύλα».
«Τελεία και παύλα».
Ύστερα μάζεψαν τα φλιτζάνια και τα πιατάκια τους και
τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του, ενώ ενδόμυχα εύχονταν
απεγνωσμένα να μην εννοούσε ο άλλος αυτό που μόλις είχε
πει.
4
Εισαγωγή στη χημεία
Π
ερίπου τρεις εβδομάδες αργότερα ο Κάλβιν και η
Ελίζαμπεθ έβγαιναν στο πάρκινγκ μιλώντας έντονα.
«Η ιδέα σου είναι εντελώς εσφαλμένη» έλεγε εκείνη.
«Παραβλέπεις
τη
θεμελιώδη
φύση
της
σύνθεσης
των
πρωτεϊνών».
«Αντιθέτως» επέμενε εκείνος, ενώ σκεφτόταν πως ουδέποτε
είχε αποκαλέσει κανείς τις ιδέες του εσφαλμένες, και τώρα που
αυτό συνέβαινε προφανώς δεν του άρεσε. «Μου φαίνεται
εντελώς απίστευτο που αγνοείς εντελώς τη μοριακή δομ–».
«Δεν αγνοώ–»
«Ξεχνάς τους δύο ομοιοπολικούς–»
«Είναι τρεις οι ομοιοπολικοί δεσμοί».
«Ναι, αλλά μόνο όταν–»
«Άκου» τον διέκοψε απότομα καθώς έφταναν μπροστά στο
αυτοκίνητό της. «Αυτό είναι πρόβλημα».
«Ποιο είναι πρόβλημα;»
«Εσύ» του είπε κοφτά, δείχνοντάς τον και με τα δυο της
χέρια. «Εσύ είσαι το πρόβλημα».
«Επειδή διαφωνώ;»
«Δεν είναι εκεί το πρόβλημα» είπε εκείνη.
«Τότε, πού είναι;»
«Είναι…» Ανέμισε το χέρι της αόριστα και απέστρεψε το
βλέμμα της, αφήνοντάς το να πλανηθεί κάπου μακριά.
Ο Κάλβιν ξεφύσηξε και, ακουμπώντας το χέρι του στο καπό
της παλιάς μπλε Πλίμουθ της, περίμενε τον αντίλογο που
ήξερε πως θα ερχόταν.
Τις τελευταίες εβδομάδες εκείνος και η Ελίζαμπεθ είχαν
συναντηθεί έξι φορές –δύο για μεσημεριανό και τέσσερις για
καφέ–, και η καθεμία απ’ αυτές συνιστούσε για εκείνον το
ζενίθ και το ναδίρ της ημέρας του. Το ζενίθ επειδή τη
θεωρούσε την πιο έξυπνη, διορατική, ενδιαφέρουσα –και, ναι,
την πιο ανησυχητικά ελκυστική– γυναίκα που είχε γνωρίσει στη
ζωή του. Και το ναδίρ επειδή εκείνη πάντοτε φαινόταν
βιαστική, σαν να ανυπομονούσε να φύγει. Κι όταν έφευγε, ο
Κάλβιν ένιωθε απελπισμένος και θλιμμένος για το υπόλοιπο
της ημέρας.
«Τα πρόσφατα ευρήματα στους μεταξοσκώληκες» συνέχισε
τώρα εκείνη. «Στο τελευταίο τεύχος του Science Journal. Αυτό
εννοούσα λέγοντας ότι είναι πολύπλοκο».
Ο Κάλβιν έγνεψε σαν να καταλάβαινε, όμως δεν καταλάβαινε
– και αυτό δεν ίσχυε μόνο για τους μεταξοσκώληκες. Κάθε
φορά που συναντιόνταν έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του
για να της δείξει ότι δεν έτρεφε απολύτως κανένα ενδιαφέρον
για
εκείνη
πέρα
από
το
καθαρά
επαγγελματικό.
Δεν
προσφερόταν να την κεράσει καφέ, δεν έσπευδε να της
κουβαλήσει τον δίσκο με το φαγητό της, δεν της άνοιγε την
πόρτα για να περάσει – ούτε καν εκείνη τη φορά που ήταν
φορτωμένη με τόσα βιβλία ώστε δεν έβλεπε μπροστά της. Ούτε
και λιποθύμησε όταν εκείνη έπεσε κατά λάθος πάνω του
οπισθοχωρώντας από τον νεροχύτη κι έφτασε στα ρουθούνια
του το άρωμα των μαλλιών της. Ποτέ του δεν είχε φανταστεί
ότι θα μπορούσαν τα μαλλιά να έχουν τέτοιο άρωμα, σαν να
είχαν λουστεί σε μια μπανιέρα γεμάτη λουλούδια. Δεν έπρεπε
λοιπόν να του αναγνωρίσει την προσπάθεια για αυστηρά
επαγγελματική
συμπεριφορά;
Η
όλη
κατάσταση
ήταν
εξοργιστική.
«Το θέμα της βομβυκόλης που εκκρίνουν οι μεταξοσκώληκες»
πρόσθεσε εκείνη.
«Μάλιστα» της απάντησε αόριστα, ενώ σκεφτόταν πόσο
ανόητα είχε φερθεί όταν την πρωτογνώρισε. Τότε που την είχε
περάσει για γραμματέα. Που την είχε πετάξει έξω από το
εργαστήριό του. Και αργότερα τι έκανε; Εμετό πάνω της. Του
είχε πει ότι δεν την πείραξε, αλλά το ξαναφόρεσε άραγε ποτέ
εκείνο το κίτρινο φουστάνι; Όχι. Ήταν ολοφάνερο για εκείνον
πως, παρότι τον διαβεβαίωνε πως δεν του κρατούσε κακία,
αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ως πρωταθλητής στη μνησικακία και ο
ίδιος, ήξερε καλά πώς πήγαινε το πράγμα.
«Είναι ένας χημικός αγγελιαφόρος» συνέχισε εκείνη. «Για
τους θηλυκούς μεταξοσκώληκες».
«Σκουλήκια» είπε εκείνος σαρκαστικά. «Τέλεια».
Η Ελίζαμπεθ έκανε ένα βήμα πίσω, ξαφνιασμένη από την
έλλειψη σοβαρότητάς του.
«Δεν ενδιαφέρεσαι» συμπέρανε, με τις άκρες των αυτιών της
να κοκκινίζουν.
«Καθόλου».
Πήρε μια κοφτή ανάσα και βάλθηκε να ψαχουλεύει στην
τσάντα της αναζητώντας τα κλειδιά της.
Τι τρομερή απογοήτευση! Είχε επιτέλους γνωρίσει κάποιον με
τον οποίο μπορούσε να συζητήσει, κάποιον τον οποίο έβρισκε
απείρως έξυπνο, διορατικό, ενδιαφέροντα (και ανησυχητικά
ελκυστικό όταν χαμογελούσε), κι αυτός δεν ενδιαφερόταν
καθόλου για εκείνη. Καθόλου. Είχαν συναντηθεί έξι φορές τις
τελευταίες εβδομάδες, και κάθε φορά εκείνη κρατούσε τη
συνάντηση σε καθαρά επαγγελματικό επίπεδο, το ίδιο κι αυτός
– φτάνοντας όμως σχεδόν στα όρια της αγένειας. Τότε που
ήταν φορτωμένη με βιβλία και σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά της
δεν είχε μπει καν στον κόπο να τη βοηθήσει. Παρ’ όλα αυτά,
κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του ένιωθε μια ακατανίκητη
επιθυμία να τον φιλήσει. Πράγμα εντελώς αταίριαστο με τον
χαρακτήρα της. Κι ύστερα από κάθε συνάντησή τους –που
εκείνη φρόντιζε να κρατήσει όσο λιγότερο γινόταν, από φόβο
μήπως τελικά τον φιλούσε– ένιωθε απελπισμένη και θλιμμένη για
το υπόλοιπο της ημέρας.
«Πρέπει να φύγω» του είπε.
«Θα έχεις δουλειά, ως συνήθως» την αποπήρε.
Όμως κανείς τους δεν έλεγε να κουνηθεί, παρά μόνο γύρισαν
και οι δύο το κεφάλι προς αντίθετες κατευθύνσεις, σαν να
αναζητούσαν το άτομο που σκόπευαν να συναντήσουν εκεί στο
πάρκινγκ,
κι
ας
ήταν
σχεδόν
επτά
η
ώρα
απόγευμα
Παρασκευής και στον νότιο χώρο στάθμευσης είχαν απομείνει
πια μόνο δύο αυτοκίνητα: το δικό του και το δικό της.
« Έχεις μεγάλα σχέδια για το Σαββατοκύριακο;» τόλμησε να τη
ρωτήσει τελικά.
«Ναι» του είπε ψέματα.
«Καλά να περάσεις» της πέταξε. Κι ύστερα γύρισε κι έφυγε.
Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, έπειτα μπήκε στο αμάξι της
και έκλεισε τα μάτια. Δεν ήταν ηλίθιος ο Κάλβιν. Διάβαζε το
Science Journal. Σίγουρα θα κατάλαβε τι υπονοού­σε όταν του
μίλησε για τη βομβυκόλη, τη φερομόνη που εκκρίνουν οι
θηλυκοί μεταξοσκώληκες για να προσελκύσουν το ταίρι τους.
Σκουλήκια, είχε σχολιάσει με πλήρη αναισθησία. Τι γάιδαρος!
Και πόσο ανόητη είχε φανεί εκείνη θίγοντας τόσο ανοιχτά το
θέμα του έρωτα μέσα σ’ ένα πάρκινγκ, μόνο για να εισπράξει
απόρριψη.
Δεν ενδιαφέρεσαι, του είχε πει.
Καθόλου, της είχε απαντήσει.
Άνοιξε τα μάτια της κι έβαλε το κλειδί στη μίζα. Ούτως ή
άλλως, πιθανόν εκείνος να νόμισε πως απλώς απέβλεπε σε
περισσότερο εργαστηριακό εξοπλισμό. Για ένα αντρικό μυαλό,
ποιος άλλος λόγος θα υπήρχε για ν’ αναφέρει μια γυναίκα τη
βομβυκόλη ένα απόγευμα Παρασκευής μέσα σ’ ένα άδειο
πάρκινγκ, με το απαλό αεράκι από τα δυτικά να φέρνει το
άρωμα του εξαιρετικά ακριβού σαμπουάν της κατευθείαν στις
ρινικές του κοιλότητες, αν όχι στο πλαίσιο ενός απώτερου
σχεδίου για να αποκτήσει περισσότερα δοχεία ζέσεως; Η ίδια
δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν άλλον λόγο. Εκτός από τον
πραγματικό. Είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται.
Και τότε ακούστηκε ένα κοφτό χτύπημα στ’ αριστερά της.
Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Κάλβιν να της κάνει νόημα να
κατεβάσει το τζάμι.
«Δεν μ’ ενδιαφέρει ο παλιοεξοπλισμός του εργαστηρίου σου!»
του φώναξε καθώς χαμήλωνε το τζάμι που τους χώριζε.
«Και δεν είμαι εγώ το πρόβλημα» της πέταξε εκείνος,
σκύβοντας για να τη βλέπει καταπρόσωπο.
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε εξοργισμένη. Μα πώς τολμούσε;
Ο Κάλβιν της ανταπέδωσε το βλέμμα. Μα πώς τολμούσε;
Και τότε την κυρίευσε πάλι εκείνο το συναίσθημα που την
έπιανε κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του, όμως τούτη τη
φορά έδρασε, απλώνοντας τα δυο της χέρια για να τραβήξει το
πρόσωπό του κοντά στο δικό της, με το πρώτο τους φιλί να
θεμελιώνει έναν μόνιμο δεσμό που ούτε η χημεία δεν
μπορούσε να εξηγήσει.
5
Οικογενειακές αξίες
Ο
ι συνάδελφοί της στο εργαστήριο υπέθεταν πως η
Ελίζαμπεθ έβγαινε με τον Κάλβιν Έβανς για έναν και
μόνο λόγο: για τη φήμη του. Με τον Κάλβιν στο τσεπάκι της,
βρισκόταν στο απυρόβλητο. Όμως ο λόγος ήταν πολύ πιο
απλός. «Τον αγαπάω» θα έλεγε αν κάποιος τη ρωτούσε. Μα δεν
τη ρώτησε κανείς.
Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον. Αν τον ρωτούσε κανείς, ο
Κάλβιν θα έλεγε ότι η Ελίζαμπεθ Ζοτ ήταν ό,τι πιο πολύτιμο
είχε στον κόσμο, κι όχι επειδή ήταν όμορφη, ούτε επειδή ήταν
έξυπνη, αλλά επειδή τον αγαπούσε και την αγαπούσε με ένα
ιδιαίτερο
είδος
πληρότητας,
σιγουριάς,
πίστης,
που
ενδυνάμωνε τη μεταξύ τους αφοσίωση. Ήταν κάτι παραπάνω
από φίλοι, κάτι παραπάνω από έμπιστοι, κάτι παραπάνω από
σύμμαχοι, κάτι παραπάνω από εραστές. Αν οι σχέσεις
συνιστούν ένα παζλ, το δικό τους είχε συναρμολογηθεί
εξαρχής, λες και κάποιος ταρακούνησε το κουτί και κάθε
ξεχωριστό κομματάκι κατέληξε στη σωστή θέση, για να
συναρμοστεί με το διπλανό του και να ενωθούν όλα ώστε να
δημιουργήσουν μια εικόνα που έβγαζε απόλυτο νόημα. Στη
θέα τους όλα τα ζευγάρια αρρώσταιναν.
Τις νύχτες, αφού έκαναν έρωτα, έμεναν πάντα ξαπλωμένοι
στην ίδια θέση –ανάσκελα, με το πόδι του απλωμένο πάνω απ’
τα δικά της, το χέρι της ακουμπισμένο στον μηρό του, το
κεφάλι του γερτό προς το δικό της– και κουβέντιαζαν. Κάποιες
φορές για τις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν, άλλες για το
μέλλον τους, πάντα για τη δουλειά τους. Παρά την κούραση
που ερχόταν μετά το σεξ, οι συζητήσεις τους συχνά κρατούσαν
μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, κι όταν επρόκειτο για κάποιο
εύρημα ή για μια φόρμουλα, πάντα ο ένας από τους δυο τους
κατέληγε να σηκωθεί για να κρατήσει μερικές σημειώσεις. Ενώ
η συμβίω­ση κάποιων ζευγαριών τείνει να επηρεάζει αρνητικά
τη δουλειά τους, ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε με την
Ελίζαμπεθ και τον Κάλβιν. Εκείνοι δούλευαν ακόμα κι όταν δεν
δούλευαν,
τροφοδοτώντας
τη
δημιουργικότητα
και
την
επινοητικότητα ο ένας του άλλου με το να παρέχουν μια νέα
οπτική στα πράγματα, και παρότι η επιστημονική κοινότητα
εντυπωσιαζόταν με την παραγωγικότητά τους, μάλλον θα
εντυπωσιαζόταν
ακόμα
περισσότερο
αν
γνώριζε
ότι
το
μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς το έκαναν γυμνοί.
«Είσαι ξύπνια;» ψιθύρισε διστακτικά ο Κάλβιν ένα βράδυ καθώς
οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. «Θέλω τη γνώμη
σου για κάτι. Σχετικά με την Ημέρα των Ευχαριστιών».
«Τι ακριβώς;»
«Να, πλησιάζει, κι αναρωτιόμουν αν σκοπεύεις να γυρίσεις
στο σπίτι σου κι αν θα ήθελες να έρθω μαζί σου και…» –έκανε
μια παύση κι ύστερα συνέχισε βιαστικά– «…να γνωρίσω την
οικογένειά σου».
«Τι;» ψιθύρισε η Ελίζαμπεθ. «Στο σπίτι; Όχι. Δεν θα γυρίσω στο
σπίτι. Σκεφτόμουν να γιορτάσουμε εδώ την Ημέρα των
Ευχαριστιών. Μαζί. Εκτός… εκτός αν… αν εσύ σχεδιά­ζεις να
πας στο σπίτι…»
«Ούτε κατά διάνοια» είπε εκείνος.
Τους τελευταίους μήνες ο Κάλβιν και η Ελίζαμπεθ είχαν
συζητήσει σχεδόν για τα πάντα: βιβλία, καριέρες, πεποιθήσεις,
προσδοκίες, ταινίες, πολιτική, μέχρι και για αλλεργίες. Μόνο
μία προφανής εξαίρεση υπήρχε: η οικογένεια. Δεν είχε γίνει
σκόπιμα –τουλάχιστον όχι στην αρχή–, όμως ύστερα από
μερικούς μήνες σιγής γύρω από το συγκεκριμένο θέμα φάνηκε
ξεκάθαρα πως ίσως να μη θιγόταν ποτέ.
Όχι ότι δεν ένιωθαν περιέργεια ο ένας για τις ρίζες του άλλου.
Ποιος δεν θέλει να κάνει βουτιά στην παιδική ηλικία του
συντρόφου του και να συναντήσει όλους τους συνήθεις
υπόπτους: τον αυστηρό γονέα, τα ανταγωνιστικά αδέρφια, την
τρελή θεία; Εκείνοι πάντως όχι.
Έτσι, το θέμα της οικογένειας ήταν σαν ένα αποκλεισμένο με
κορδόνια δωμάτιο σε μια περιήγηση κτιρίου με ιστορικό
ενδιαφέρον. Μπορούσες να ρίξεις μια κλεφτή ματιά και να
μάθεις αόριστα ότι ο Κάλβιν είχε μεγαλώσει κάπου στη
Μασαχουσέτη και ότι η Ελίζαμπεθ είχε αδερφούς (ή μήπως
αδερφές;), αλλά δεν θα είχες ποτέ την ευκαιρία να μπεις μέσα
και ν’ ανακαλύψεις όλα του τα μυστικά. Μέχρι που ο Κάλβιν
ανέφερε την Ημέρα των Ευχαριστιών.
«Μου
φαίνεται
απίστευτο
που
το
λέω,
όμως
μόλις
συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω από πού είσαι» είπε τελικά,
σπάζοντας τη βαριά σιωπή.
«Α» έκανε η Ελίζαμπεθ. «Από το Όρεγκον, βασικά. Εσύ;»
«Από την Άιοβα».
«Αλήθεια;» απόρησε εκείνη. «Εγώ νόμιζα ότι είσαι από τη
Βοστόνη».
«Όχι» έσπευσε να της πει. «Αδερφούς; Αδερφές;»
« Έναν αδερφό» είπε εκείνη. «Εσύ;»
«Όχι». Η φωνή του ήταν εντελώς άχρωμη.
Έμεινε ασάλευτη, προβληματισμένη από τον τόνο του.
« Ένιωθες μοναξιά;» τον ρώτησε τελικά.
«Ναι» απάντησε κοφτά.
«Λυπάμαι». Του έπιασε το χέρι κάτω από τα σεντόνια. «Δεν
ήθελαν άλλο παιδί οι γονείς σου;»
«Δεν ξέρω» της είπε με κάπως στριγκιά φωνή. «Δεν είναι από
τα πράγματα που ρωτάει ένα παιδί τους γονείς του. Αλλά
μάλλον ήθελαν. Σίγουρα ήθελαν».
«Τότε…»
«Πέθαναν όταν ήμουν πέντε. Η μητέρα μου ήταν οκτώ μηνών
έγκυος τότε».
«Ω Θεέ μου! Λυπάμαι πολύ, Κάλβιν» είπε η Ελίζαμπεθ και
ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. «Τι συνέβη;»
« Ένα τρένο» απάντησε εκείνος, προσπαθώντας να δώσει
ανάλαφρο τόνο στη φωνή του. «Τους χτύπησε».
«Κάλβιν, λυπάμαι πάρα πολύ, δεν είχα ιδέα».
«Δεν πειράζει. Πάει πολύς καιρός. Δεν τους θυμάμαι καλά».
«Μα…»
«Η σειρά σου τώρα» της είπε κοφτά.
«Όχι, περίμενε, περίμενε… Κάλβιν, ποιος σε μεγάλωσε;»
«Η θεία μου. Αλλά πέθανε κι εκείνη».
«Τι; Πώς;»
« Ήμασταν στο αυτοκίνητο και έπαθε καρδιακή προσβολή. Το
αμάξι καβάλησε το πεζοδρόμιο κι έπεσε σ’ ένα δέντρο».
«Θεέ μου!»
«Είναι μάλλον οικογενειακή παράδοση. Οι θάνατοι από
ατύχημα».
«Δεν είναι αστείο».
«Δεν το είπα για αστείο».
«Πόσων χρονών ήσουν;» επέμεινε η Ελίζαμπεθ.
« Έξι».
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
«Και τότε σε έβαλαν σε…» Η φωνή της έσβησε.
«Σε καθολικό ορφανοτροφείο αρρένων».
«Και…» τον πίεσε να συνεχίσει, μισώντας συγχρόνως τον
εαυτό της. «Πώς ήταν;»
Εκείνος βυθίστηκε σε σιωπή, σαν να αναζητούσε μια
ειλικρινή απάντηση σ’ αυτή την απολύτως απλή ερώτηση.
«Δύσκολα» ψέλλισε τελικά, με φωνή τόσο σιγανή, που μετά
βίας ακούστηκε.
Μερικά μέτρα μακριά ήχησε το σφύριγμα ενός τρένου και η
Ελίζαμπεθ σφίχτηκε. Πόσα βράδια άραγε να άκουγε ο Κάλβιν,
ξαπλωμένος εκεί, το σφύριγμα αυτό και να σκεφτόταν τους
νεκρούς γονείς του και το αγέννητο αδερφάκι του, δίχως ποτέ
να πει λέξη; Εκτός κι αν δεν τους σκεφτόταν ποτέ – άλλωστε
είχε πει ότι σχεδόν δεν τους θυμόταν. Ποιον θυμόταν λοιπόν;
Και πώς ήταν η ζωή του εκεί; Κι όταν είπε «Δύσκολα», τι
ακριβώς εννοούσε; Ήθελε να τον ρωτήσει, όμως ο τόνος της
φωνής του, τόσο σκοτεινός, βαθύς και παράξενος, την
προειδοποίησε να μην το κάνει. Κι η ζωή του αργότερα; Πώς
κατάφερε να μάθει κωπηλασία στην καρδιά της Άιοβα,
φτάνοντας
μάλιστα
μέχρι
την
κωπηλατική
ομάδα
του
Κέμπριτζ; Και τις σπουδές του; Ποιος τις είχε πληρώσει; Και η
βασική του εκπαίδευση; Ένα ορφανοτροφείο αρρένων στην
Άιοβα, λογικά, δεν θα πρόσφερε και πολλά στον τομέα της
μόρφωσης. Άλλο πράγμα το να είσαι ευφυής και άλλο το να
είσαι ευφυής χωρίς καθόλου ευκαιρίες, εντελώς διαφορετικό.
Αν ο Μότσαρτ είχε γεννηθεί από μια φτωχή οικογένεια της
Βομβάης
αντί
για
μια
καλλιεργημένη
οικογένεια
του
Σάλτσμπουργκ, θα συνέθετε άραγε τη Συμφωνία του Λιντς;
Αποκλείεται. Πώς λοιπόν ο Κάλβιν ξεκίνησε από το τίποτα και
κατέληξε ένας από τους πιο έγκριτους επιστήμονες στον
κόσμο;
« Έλεγες ότι είσαι από το Όρεγκον…» της είπε με φωνή
άχρωμη, τραβώντας τη πάλι κοντά του.
«Ναι» απάντησε, τρέμοντας την αφήγηση της δικής της
ιστορίας.
«Πόσο συχνά το επισκέπτεσαι;» τη ρώτησε.
«Ποτέ».
«Γιατί;» φώναξε σχεδόν ο Κάλβιν, σοκαρισμένος που η
Ελίζαμπεθ απέρριπτε έτσι μια καλή οικογένεια – μια ζωντανή
οικογένεια, αν μη τι άλλο.
«Για θρησκευτικούς λόγους».
Ο Κάλβιν σώπασε, νιώθοντας ότι κάτι του διέφευγε.
«Ο πατέρας μου ήταν… ένα είδος θρησκευτικού ντίλερ» του
εξήγησε.
«Δηλαδή;»
«Κάτι σαν πλασιέ του Θεού».
«Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω…»
«Απ’ αυτούς που κηρύττουν τον όλεθρο και την καταστροφή
για να βγάλουν λεφτά. Ξέρεις τώρα…» Η φωνή της ξεχείλιζε
από ντροπή. «Εκείνους που παραληρούν για το τέλος του
κόσμου που πλησιάζει και για τη σωτηρία που μόνο εκείνοι
μπορούν να προσφέρουν: ένα ειδικό βάπτισμα ή ένα ακριβό
φυλαχτό, για παράδειγμα, που θα καθυστερήσει λίγο ακόμα τη
Δευτέρα Παρουσία».
«Και μπορεί κανείς να βγάλει λεφτά έτσι;»
Η Ελίζαμπεθ γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του.
«Και με το παραπάνω, πίστεψέ με».
Έμεινε σιωπηλός, προσπαθώντας να το φανταστεί.
«Τέλος πάντων» συνέχισε εκείνη «έπρεπε να μετακομίζουμε
συχνά. Δεν μπορείς να λες συνέχεια σε κάποιον ότι το τέλος
πλησιάζει κι αυτό να μην έρχεται ποτέ».
«Κι η μητέρα σου;»
«Εκείνη έφτιαχνε τα φυλαχτά».
«Όχι, εννοώ, ήταν κι αυτή τόσο θρήσκα;»
Η Ελίζαμπεθ δίστασε.
«Μόνο αν θεωρήσουμε την απληστία θρησκεία. Υπάρχει
μεγάλος ανταγωνισμός σ’ αυτόν τον τομέα, Κάλβιν, είναι
εξαιρετικά προσοδοφόρος. Όμως ο πατέρας μου ήταν ιδιαί­τερα
χαρισματικός, όπως αποδείκνυε και η καινούργια Κάντιλακ που
αγόραζε κάθε χρόνο. Αλλά, σε τελική ανάλυση, νομίζω πως
ήταν το ταλέντο του πατέρα μου στην αυτόματη ανάφλεξη που
τον έκανε να ξεχωρίζει».
«Για μια στιγμή! Τι;»
«Είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσεις κάποιον που φωνάζει “Θεέ
μου, δώσε μου ένα σημάδι” και αυτοστιγμεί κάτι πιάνει
φωτιά».
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι…»
«Κάλβιν, το ξέρεις ότι τα φιστίκια είναι από τη φύση τους
εύφλεκτα;» είπε η Ελίζαμπεθ, με τη φωνή της να παίρνει τον
χαρακτηριστικό επιστημονικό τόνο της. «Εξαιτίας της υψηλής
περιεκτικότητάς τους σε λιπαρά. Κανονικά, τα φιστίκια
φυλάσσονται σε αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες υγρασίας,
θερμοκρασίας και πίεσης, αν όμως αυτές οι συνθήκες
αλλάξουν, τα ένζυμα των φιστικιών παράγουν ελεύθερα λιπαρά
οξέα, τα οποία διασπώνται όταν ο σπόρος απορροφά οξυγόνο
και αποβάλει διοξείδιο του άνθρακα. Το αποτέλεσμα; Φωτιά.
Αναγνωρίζω στον πατέρα μου δύο πράγματα: μπορούσε άνετα
να προκαλέσει μια αυτόματη ανάφλεξη κάθε φορά που
χρειαζόταν ένα βολικό σημάδι από τον Θεό». Κούνησε το
κεφάλι της και πρόσθεσε: «Κι αν δεν φάγαμε φιστίκια…».
«Και το δεύτερο;» τη ρώτησε εκείνος με ανυπομονησία.
«Εκείνος ήταν που μου γνώρισε τη χημεία». Άφησε την ανάσα
της να βγει αργά. «Θα πρέπει να τον ευχαριστώ γι’ αυτό
μάλλον» είπε με πικρία. «Μα δεν το κάνω».
Ο Κάλβιν γύρισε το κεφάλι του στο πλάι, προσπαθώντας να
κρύψει
την
απογοήτευσή
του.
Τη
στιγμή
εκείνη
συνειδητοποίησε πόσο πολύ ήθελε να γνωρίσει την οικογένειά
της, πόσο έλπιζε να καθίσει σ’ ένα γιορτινό τραπέζι την Ημέρα
των
Ευχαριστιών
περιτριγυρισμένος
από
ανθρώπους
που
επιτέλους θα γίνονταν δικοί του επειδή ήταν δικοί της.
«Ο αδερφός σου πού βρίσκεται;» τη ρώτησε.
«Είναι νεκρός» του απάντησε με φωνή που ξαφνικά απέκτησε
μια σκληράδα. «Αυτοκτόνησε».
«Αυτοκτόνησε;» Ξεφύσηξε δυνατά. «Πώς;»
«Κρεμάστηκε».
«Μα… μα γιατί;»
«Επειδή ο πατέρας μου του είπε ότι ο Θεός τον μισεί».
«Μα… μα…»
«Ο πατέρας μου ήταν πολύ πειστικός άνθρωπος, όπως σου
είπα ήδη. Αν έλεγε ότι ο Θεός θέλει κάτι, συνήθως ο Θεός το
έπαιρνε. Κι όταν λέμε ο Θεός… εννοούμε τον πατέρα μου».
Το στομάχι του Κάλβιν σφίχτηκε.
« Ήσασταν… ήσασταν δεμένοι με τον αδερφό σου;»
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ναι».
«Μα δεν καταλαβαίνω…» επέμεινε εκείνος. «Γιατί να κάνει
κάτι τέτοιο ο πατέρας σου;» Το βλέμμα του στράφηκε στο
σκοτεινό ταβάνι. Δεν είχε μεγάλη εμπειρία από οικογένειες,
όμως πάντα υπέθετε ότι είναι σημαντικό ν’ ανήκεις σε μία, ότι
σου εξασφαλίζει ασφάλεια και σταθερότητα, κι είναι αυτό στο
οποίο μπορείς να στραφείς για να στηριχτείς στις δυσκολίες.
Ουδέποτε του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσε μια
οικογένεια να είναι η αιτία για τις δυσκολίες.
«Ο Τζον, ο αδερφός μου, ήταν ομοφυλόφιλος» είπε η
Ελίζαμπεθ.
«Α» έκανε ο Κάλβιν, σαν να καταλάβαινε τώρα. «Λυπάμαι».
Ανασηκώθηκε στηριγμένη στον αγκώνα της και τον κοίταξε
μες στο σκοτάδι.
«Τι ακριβώς εννοείς;» τον ρώτησε απότομα.
«Να… δηλαδή… Πώς το έμαθες; Αποκλείεται να σου το είπε
ο ίδιος».
«Επιστήμονας είμαι, Κάλβιν. Το ξέχασες; Το ήξερα. Τέλος
πάντων, δεν είναι κακό πράγμα η ομοφυλοφιλία, είναι
απολύτως
φυσιολογικό,
μια
βασική
παράμετρος
της
ανθρώπινης βιολογίας. Δεν έχω ιδέα γιατί ο κόσμος δεν το
γνωρίζει αυτό. Δεν διαβάζει κανείς Μάργκαρετ Μιντ πια; Το
θέμα είναι ότι ήξερα πως ο Τζον ήταν ομοφυλόφιλος, κι
εκείνος ήξερε ότι το ξέρω. Το συζητούσαμε. Δεν το επέλεξε,
ήταν απλώς αυτός που ήταν. Το καλύτερο» είπε με ύφος
νοσταλγικό «ήταν πως ήξερε κι εκείνος για μένα».
«Ότι είσαι–»
«Επιστήμονας!» του πέταξε η Ελίζαμπεθ. «Άκου, καταλαβαίνω
ότι θα σου είναι δύσκολο να το αντιληφθείς, δεδομένων των
τρομερών εμπειριών σου, όμως το γεγονός ότι γεννιόμαστε σε
κάποιες οικογένειες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ανήκουμε σ’
αυτές».
«Κι όμως–»
«Όχι. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, Κάλβιν. Άνθρωποι σαν
τον πατέρα μου κηρύττουν την αγάπη, αλλά είναι γεμάτοι
μίσος. Δεν ανέχονται όποιον απειλεί τις στενόμυαλες απόψεις
τους. Την ημέρα που η μητέρα μου τσάκωσε τον αδερφό μου
χέρι χέρι μ’ ένα άλλο αγόρι… αυτό ήταν. Αφού άκουγε για έναν
ολόκληρο χρόνο πως ήταν ένα έκτρωμα της φύσης και δεν του
άξιζε να ζει, πήρε ένα σκοινί και πήγε στην αποθήκη μας».
Μιλούσε με πολύ ψιλή φωνή, σαν αυτήν που έχει κανείς όταν
πασχίζει να μην κλάψει. Την πλησίασε κι εκείνη τον άφησε να
την πάρει στην αγκαλιά του.
«Πόσων χρονών ήσουν;» τη ρώτησε.
«Δέκα» είπε. «Και ο Τζον δεκαεπτά».
«Πες μου κι άλλα για εκείνον. Τι άνθρωπος ήταν;»
«Ε, ξέρεις τώρα…» μουρμούρισε. «Καλός. Προστατευτικός. Ο
Τζον ήταν εκείνος που μου διάβαζε ιστορίες κάθε βράδυ,
περιποιόταν τα γδαρμένα γόνατά μου, μου έμαθε να διαβάζω
και να γράφω. Μετακομίζαμε συχνά και ποτέ δεν έπιανα
εύκολα
φιλίες,
όμως
είχα
τον
Τζον.
Περνούσαμε
τον
περισσότερο χρόνο μας στη βιβλιοθήκη. Έγινε το καταφύγιό
μας – το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούσαμε να βασιστούμε
σε όποια πόλη κι αν βρισκόμασταν. Περίερ­γο, τώρα που το
σκέφτομαι».
«Τι εννοείς;»
«Ότι και οι γονείς μου δραστηριοποιούνταν, υπό μία έννοια,
στην επιχείρηση προσφοράς καταφυγίου».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση.
« Ένα πράγμα που έμαθα, Κάλβιν, είναι πως οι άνθρωποι
πάντα λαχταρούν μια απλή λύση για τα περίπλοκα προβλήματά
τους. Είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις πίστη σε κάτι που δεν
μπορείς να το δεις, να το αγγίξεις, να το εξηγήσεις ή να το
αλλάξεις παρά σε κάτι που μπορείς». Αναστέναξε. «Στον εαυτό
σου δηλαδή». Το στομάχι της σφίχτηκε.
Έμειναν ξαπλωμένοι εκεί σιωπηλοί, βυθισμένοι και οι δύο στη
μιζέρια του παρελθόντος τους.
«Πού βρίσκονται τώρα οι γονείς σου;»
«Ο πατέρας μου είναι στη φυλακή. Ένα από τα σημάδια που
του έστειλε ο Θεός κατέληξε να σκοτώσει τρεις ανθρώπους.
Όσο για τη μητέρα μου, τον χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε και
μετακόμισε στη Βραζιλία. Δεν κινδυνεύει με έκδοση εκεί. Σου
ανέφερα ότι οι γονείς μου δεν πλήρωναν ποτέ φόρους;»
Ο Κάλβιν άφησε ένα παρατεταμένο σιγανό σφύριγμα. Όταν
έχει μεγαλώσει κανείς γνωρίζοντας μόνο λύπες, δύσκολα
μπορεί να φανταστεί ότι κάποιοι άλλοι μπορεί να βρίσκονται σε
ακόμα χειρότερη μοίρα.
«Κι έτσι, όταν ο αδερφός σου… πέθανε, μείνατε μόνο εσύ και
οι γονείς σου–»
«Όχι» τον διέκοψε. «Μόνο εγώ. Οι γονείς μου έλειπαν συχνά
για εβδομάδες ολόκληρες, και, χωρίς τον Τζον πια, έπρεπε να
γίνω αυτάρκης. Και έγινα. Έμαθα μόνη μου να μαγειρεύω και
να κάνω μικροεπισκευές στο σπίτι».
«Και το σχολείο;»
«Μα σου είπα ήδη, πήγαινα στη βιβλιοθήκη».
«Κι αυτό ήταν όλο;»
Γύρισε προς το μέρος του.
«Αυτό ήταν όλο».
Έμειναν ξαπλωμένοι σαν δυο κομμένα δέντρα. Μερικά
τετράγωνα πιο πέρα ήχησε μια καμπάνα.
«Όταν ήμουν παιδί» είπε σιγανά ο Κάλβιν «έλεγα στον εαυτό
μου πως κάθε μέρα είναι μια νέα μέρα. Πως οτιδήποτε μπορεί
να συμβεί».
Πήρε το χέρι του στο δικό της.
«Σε βοήθησε αυτό;» τον ρώτησε.
Η έκφρασή του σκοτείνιασε καθώς θυμήθηκε τι του είχε
αποκαλύψει ο επίσκοπος στο ορφανοτροφείο για τον πατέρα
του.
«Βασικά, πιστεύω ότι δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι
στο παρελθόν».
Η Ελίζαμπεθ έγνεψε και προσπάθησε να φανταστεί ένα
αγοράκι που έχει μόλις ορφανέψει και προσπαθεί να πείσει τον
εαυτό του ότι το περιμένει ένα πιο φωτεινό μέλλον. Σίγουρα
αυτό
απαιτούσε
ένα
ξεχωριστό
είδος
γενναιότητας:
να
υπομένει ένα παιδί τα χειρότερα και, κόντρα σε κάθε νόμο του
σύμπαντος και σε κάθε τεκμήριο για το αντίθετο, να
αποφασίζει πως η επόμενη μέρα θα είναι ίσως καλύτερη.
«Κάθε μέρα είναι μια νέα μέρα» επανέλαβε ο Κάλβιν λες και
ήταν ακόμη εκείνο το παιδί. Όμως η ανάμνηση των πραγμάτων
που είχε μάθει τότε για τον πατέρα του εξακολουθούσε να του
πέφτει
βαριά,
κι
έτσι
δεν
συνέχισε.
«Κοίτα,
είμαι
κουρασμένος. Ας το λήξουμε εδώ».
«Πρέπει να κοιμηθούμε» συμφώνησε η Ελίζαμπεθ, χωρίς να
χασμουριέται καθόλου.
«Μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση μιαν άλλη φορά»
είπε μελαγχολικά.
«Αύριο ίσως» πρότεινε εκείνη, χωρίς να το εννοεί.
6
Η καφετέρια στο Χέιστινγκς
Τ
ίποτα δεν είναι πιο εκνευριστικό από το να βλέπεις
κάποιον άλλον να λαμβάνει ένα άδικα μεγάλο μερίδιο στην
ευτυχία, και μερικοί συνάδελφοί τους στο Ινστιτούτο Ερευνών
Χέιστινγκς θεωρούσαν ότι και η Ελίζαμπεθ και ο Κάλβιν είχαν
λάβει
ένα
άδικα
μεγάλο
μερίδιο.
Εκείνος
επειδή
ήταν
ιδιοφυής, εκείνη επειδή ήταν όμορφη. Κι όταν έγιναν ζευγάρι,
το μερίδιο ευτυχίας του καθενός τους διπλασιάστηκε, γεγονός
που έκανε το όλο πράγμα δύο φορές πιο άδικο.
Το χειρότερο, σύμφωνα με αυτούς τους ανθρώπους, ήταν πως
δεν είχαν κερδίσει επάξια τα μερίδιά τους, απλώς είχαν
γεννηθεί έτσι, δηλαδή η ευτυχία τους δεν πήγαζε από σκληρή
δουλειά, αλλά από γενετική τύχη. Και το γεγονός ότι οι δυο
τους
αποφάσισαν
να
συνδυάσουν
τα
δώρα
που
τους
προσφέρθηκαν χωρίς να κοπιάσουν γι’ αυτά, συνάπτοντας μια
τρυφερή και μάλλον ιδιαίτερα ικανοποιητική σεξουαλικά
σχέση, της οποίας οι υπόλοιποι αναγκάζονταν να γίνονται
μάρτυρες κάθε μέρα στο μεσημεριανό διάλειμμα, απλώς
επιδείνωνε τα πράγματα.
«Να τοι, έρχονται» είπε ένας γεωλόγος από τον έβδομο όροφο.
«Μπάτμαν και Ρόμπιν».
«Άκουσα ότι συγκατοικούν κιόλας, το ξέρετε;» ρώτησε ο
συνάδελφός του στο εργαστήριο.
«Όλοι το ξέρουν».
«Εγώ δεν το ήξερα» είπε βλοσυρά ένας τρίτος, ο Έντι.
Οι τρεις γεωλόγοι παρακολούθησαν την Ελίζαμπεθ και τον
Κάλβιν να διαλέγουν ένα άδειο τραπέζι στη μέση της
καφετέριας, ενώ γύρω τους οι μεταλλικοί ήχοι από τα
μαχαιροπίρουνα και τους δίσκους αντηχούσαν σαν κλαγγές
όπλων. Με τη βρόμα από το στρογκανόφ της καφετέριας να
απειλεί να πνίξει όλη την αίθουσα, ο Κάλβιν και η Ελίζαμπεθ
ακούμπησαν ένα σετ από ανοιχτά τάπερ πάνω στο τραπέζι.
Κοτόπουλο με παρμεζάνα. Πατάτες ογκρατέν. Σαλάτα.
«Μάλιστα» είπε ένας από τους γεωλόγους. «Δεν τους κάνουν
λοιπόν τα φαγητά που έχουμε εδώ».
«Ακόμα και η γάτα μου καλύτερα τρώει» σχολίασε ο άλλος
γεωλόγος, σπρώχνοντας στην άκρη τον δίσκο του.
«Γεια
σας,
παιδιά!»
τιτίβισε
η
δεσποινίς
Φρασκ,
μια
υπερβολικά πρόσχαρη γραμματέας με φαρδιά περιφέρεια από
το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού. Η Φρασκ άφησε στο τραπέζι
τον δίσκο της και έβηξε με νόημα για να καθαρίσει τον λαιμό
της καθώς περίμενε τον Έντι, έναν γεωλόγο τεχνικό, να της
τραβήξει την καρέκλα. Η Φρασκ έβγαινε μαζί του εδώ και τρεις
μήνες και, παρότι θα ήθελε να μπορεί να πει ότι όλα πήγαιναν
καλά, δεν πήγαιναν. Ο Έντι ήταν ανώριμος και η συμπεριφορά
του άξεστη. Έτρωγε με το στόμα ανοιχτό, χασκογελούσε με
ανέκδοτα που δεν ήταν αστεία, πετούσε σχόλια του τύπου
«γαμάτο» και «βαβαβούμ». Ωστόσο ο Έντι είχε ένα σημαντικό
πλεονέκτημα: ήταν εργένης.
«Α, σ’ ευχαριστώ, Έντι» είπε η Φρασκ όταν εκείνος έσκυψε
τελικά και τράβηξε την καρέκλα προς τα έξω για να καθίσει.
«Τι γλυκό εκ μέρους σου!»
«Πρόσεχε! Μπαίνεις σε επικίνδυνη ζώνη!» της είπε ένας από
τους γεωλόγους, κλίνοντας το κεφάλι με νόημα προς το μέρος
του Κάλβιν και της Ελίζαμπεθ.
«Γιατί;» απόρησε εκείνη. «Τι έχουμε εδώ;» Έστριψε την
καρέκλα της για να ακολουθήσει το βλέμμα τους. «Αν είναι
δυνατόν!» αναφώνησε εντοπίζοντας το ευτυχισμένο ζεύγος.
«Πάλι;»
Οι τέσσερίς τους παρακολούθησαν σιωπηλά την Ελίζαμπεθ να
παίρνει ένα σημειωματάριο και να το δίνει στον Κάλβιν.
Εκείνος περιεργάστηκε τη σελίδα και έκανε κάποιο σχόλιο. Η
Ελίζαμπεθ
κούνησε
το
κεφάλι
κι
έπειτα
έδειξε
κάτι
συγκεκριμένο. Ο Κάλβιν έγνεψε καταφατικά και, γέρνοντας το
κεφάλι του στο πλάι, άρχισε να μασουλάει αργά τα χείλη του.
«Δεν είναι καθόλου ελκυστικός» είπε με αποστροφή η Φρασκ.
Αλλά, επειδή ανήκε στο Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού, και το
Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού δεν επιτρέπεται να σχολιάζει
την εξωτερική εμφάνιση ενός υπαλλήλου, πρόσθεσε: «Εννοώ
ότι δεν του πάει καθόλου το μπλε».
Ένας από τους γεωλόγους έφαγε μια μπουκιά στρογκανόφ κι
άφησε το πιρούνι του με ύφος απογοητευμένο:
«Μάθατε τα νεότερα; Ο Έβανς προτάθηκε πάλι για Νόμπελ».
Όλοι στο τραπέζι άφησαν έναν ομαδικό αναστεναγμό.
«Σιγά το πράγμα!» είπε ένας άλλος. «Ο οποιοσδήποτε μπορεί
να προταθεί».
«Μπα, αλήθεια; Εσύ έχεις προταθεί;»
Συνέχισαν να τους παρακολουθούν καθηλωμένοι. Λίγα λεπτά
αργότερα η Ελίζαμπεθ έσκυψε κι έβγαλε από μια τσάντα ένα
πακέτο τυλιγμένο σε κηρόχαρτο.
«Τι λέτε να είναι αυτό;» ρώτησε ένας από τους γεωλόγους.
«Κάτι γλυκό» είπε ο Έντι με φωνή γεμάτη δέος. «Ξέρει και
από ζαχαροπλαστική».
Την είδαν να προσφέρει στον Κάλβιν μπράουνι.
«Τι εννοείτε “ξέρει και από ζαχαροπλαστική”!» αναφώνησε
αγανακτισμένη η Φρασκ. «Σιγά το πράγμα! Και ποιος δεν
μπορεί να φτιάξει ένα γλυκό;»
«Ειλικρινά δεν την καταλαβαίνω» είπε κάποιος. « Έχει τον
Έβανς. Άρα τι θέλει και κάθεται ακόμη εδώ;» Σώπασε σαν να
ζύγιζε διάφορες εκδοχές. «Εκτός κι αν ο Έβανς δεν θέλει να την
παντρευτεί».
«Γιατί ν’ αγοράσεις αγελάδα, όταν έχεις τσάμπα γάλα;»
σχολίασε ένας άλλος.
«Εγώ μεγάλωσα σε φάρμα» επενέβη ο Έντι. «Και οι αγελάδες
θέλουν μπόλικη δουλειά».
Η Φρασκ του έριξε μια λοξή ματιά. Την ενοχλούσε που όλο
γύριζε το κεφάλι του προς τη Ζοτ, σαν φυτό που στρέφεται
προς τον ήλιο.
«Εγώ ειδικεύομαι στην ανθρώπινη συμπεριφορά» έσπευσε να
πει η Φρασκ. «Κάποτε ετοιμαζόμουν να κάνω διδακτορικό
στην ψυχολογία». Κοίταξε τους συνδαιτυμόνες της ελπίζοντας
να τη ρωτήσουν για τις ακαδημαϊκές βλέψεις της, όμως κανείς
δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. «Γι’ αυτό και μπορώ με
βεβαιότητα να πω πως εκείνη είναι που χρησιμοποιεί αυτόν».
Στην άλλη άκρη της αίθουσας, η Ελίζαμπεθ μάζεψε τα χαρτιά
της και σηκώθηκε.
«Συγγνώμη που πρέπει να σ’ αφήσω, Κάλβιν, αλλά έχω μια
συνάντηση».
«Συνάντηση;» απόρησε εκείνος, λες και του είχε μόλις
ανακοινώσει ότι θα παρακολουθούσε μια εκτέλεση. «Αν
δούλευες στο δικό μου εργαστήριο, δεν θα χρειαζόταν ποτέ να
πηγαίνεις σε συναντήσεις».
«Όμως δεν δουλεύω στο δικό σου εργαστήριο».
«Αλλά θα μπορούσες».
Αναστέναξε κι άρχισε να μαζεύει τα τάπερ. Φυσικά και θα
ήθελε να δουλεύει στο εργαστήριό του, αλλά δεν γινόταν. Ήταν
καινούργια στη δουλειά. Έπρεπε να χαράξει τον δρόμο μόνη
της. Προσπάθησε να καταλάβεις, του έλεγε ξανά και ξανά.
«Μα μένουμε μαζί. Κι αυτό είναι απλώς το επόμενο λογικό
βήμα». Ήξερε πως για την Ελίζαμπεθ η λογική κυβερνούσε τα
πάντα.
«Αυτή ήταν μια απόφαση που πάρθηκε για οικονομικούς
λόγους» του θύμισε.
Και φαινομενικά έτσι ήταν. Ο Κάλβιν είχε ρίξει την ιδέα,
υποστηρίζοντας πως, εφόσον περνούσαν τον περισσότερο
ελεύθερο χρόνο τους μαζί, θα ήταν λογικό από οικονομική
άποψη να μοιράζονται το ίδιο σπίτι. Ωστόσο το έτος 1952 μια
ανύπαντρη γυναίκα δεν μπορούσε να συγκατοικήσει μ’ έναν
άντρα. Έτσι, εκείνος ξαφνιάστηκε που η Ελίζαμπεθ δεν
δίστασε καθόλου.
«Θα πληρώνω τα μισά» του είπε απλώς. Τράβηξε το μολύβι
από τα μαλλιά της και βάλθηκε να το χτυπάει στο τραπέζι,
περιμένοντας
την
απάντησή
του.
Δεν
το
εννοούσε
κυριολεκτικά πως θα πλήρωνε τα μισά. Δεν γινόταν να
πληρώνει τα μισά. Ο μισθός της ήταν σχεδόν για γέλια, το να
πληρώνει τα μισά αποκλειόταν. Άλλωστε το σπίτι ήταν στ’
όνομά του, οπότε μόνο εκείνος θα επωφελούνταν από τη
σχετική φοροαπαλλαγή. Επομένως θα ήταν άδικο να πληρώνει
τα μισά. Τον άφησε λίγο να κάνει τους υπολογισμούς του. Το
να δίνει τα μισά ήταν πράγματι εξωφρενικό.
«Τα μισά…» μουρμούρισε εκείνος σαν να το σκεφτόταν.
Ήξερε, βέβαια, ότι εκείνη δεν θα μπορούσε να πληρώνει
τόσα. Ούτε το ένα τέταρτο δεν θα μπορούσε να συνεισφέρει.
Κι αυτό επειδή το Χέιστινγκς της έδινε ψίχουλα –περίπου τα
μισά απ’ όσα θα έβγαζε ένας άντρας στη θέση της–, κάτι που
εκείνος είχε δει στον φάκελο της μισθοδοσίας της, στον οποίο
είχε ρίξει μια ματιά παράνομα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχε
καμία υποθήκη να τον βαραίνει. Είχε αποπληρώσει τη
μικρούτσικη μονοκατοικία του με τα κέρδη από ένα βραβείο
χημείας που είχε λάβει και το μετάνιωσε αμέσως. Μη βάζεις όλα
σου τ’ αυγά στο ίδιο καλάθι, λέει μια παροιμία. Κι εκείνος είχε
κάνει ακριβώς αυτό.
« Ή» πρότεινε η Ελίζαμπεθ με το πρόσωπό της να φωτίζεται
«μπορούμε να κάνουμε μια εμπορική συμφωνία. Όπως κάνουν
τα κράτη μεταξύ τους».
«Εμπορική;»
«Ενοίκιο με τη μορφή της παροχής υπηρεσιών».
Ο Κάλβιν κοκάλωσε. Είχαν φτάσει στ’ αυτιά του τα
κουτσομπολιά για το τσάμπα γάλα.
«Δείπνο» του είπε. «Τέσσερα βράδια την εβδομάδα». Και πριν
προλάβει να της απαντήσει, πρόσθεσε: «Εντάξει, πέντε. Κι
αυτή είναι η τελική μου προσφορά. Είμαι καλή μαγείρισσα,
Κάλβιν. Η μαγειρική είναι επιστήμη. Στην ουσία, είναι
χημεία».
Έτσι λοιπόν είχαν αρχίσει να συγκατοικούν, και όλα πήγαιναν
καλά. Αλλά όσο για το εργαστήριο; Η Ελίζαμπεθ αρνιόταν
ακόμα και να το σκεφτεί.
«Μόλις προτάθηκες για το βραβείο Νόμπελ, Κάλβιν» του
θύμισε, κλείνοντας το καπάκι του τάπερ με τις πατάτες που
είχαν απομείνει. «Η τρίτη υποψηφιότητά σου μέσα σε πέντε
χρόνια. Θέλω να κριθώ για το δικό μου έργο, όχι για το έργο
που θα νομίζει ο κόσμος ότι έκανες εσύ για μένα».
«Όσοι σε ξέρουν δεν θα σκεφτούν ποτέ κάτι τέτοιο».
Ασφάλισε το τάπερ και τον κοίταξε.
«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Κανείς δεν με ξέρει».
Σε όλη της τη ζωή έτσι ένιωθε. Προσδιοριζόταν όχι απ’ όσα
έκανε η ίδια αλλά απ’ όσα είχαν κάνει κάποιοι άλλοι. Στο
παρελθόν υπήρξε η κόρη ενός εμπρηστή, το παιδί μιας
συζύγου κατ’ εξακολούθηση, η αδερφή ενός κρεμασμένου
ομοφυλόφιλου, η φοιτήτρια ενός διακεκριμένου πορνόγερου.
Τώρα ήταν η κοπέλα ενός φημισμένου χημικού. Όμως ποτέ δεν
ήταν απλώς η Ελίζαμπεθ Ζοτ.
Και στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν την προσδιόριζαν με
βάση τις πράξεις κάποιων άλλων, την απαξίωναν θεωρώντας τη
είτε «ελαφρών ηθών» είτε τυχοδιώκτρια, βασισμένοι σ’ εκείνο
που η ίδια μισούσε περισσότερο πάνω της: την ομορφιά της.
Την οποία μάλιστα είχε πάρει από τον πατέρα της.
Εκείνος ήταν η αιτία που δεν χαμογελούσε πια πολύ. Πριν
γίνει ευαγγελιστής, ο πατέρας της ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Διέθετε και τη γοητεία και το χαμόγελο – το τελευταίο το
εξασφάλισε
βάζοντας
τις
απαραίτητες
θήκες
σε
κάποιο
οδοντιατρείο. Ένα πράγμα του έλειπε: το ταλέντο. Κι έτσι,
όταν φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν θα πετύχαινε στο σανίδι,
μετέφερε τα ταλέντα του στη θρησκευτική σκηνή, όπου
χρησιμοποιούσε το ψεύτικο χαμόγελό του για να πουλήσει στο
κοινό του τη συντέλεια του κόσμου. Γι’ αυτό και η Ελίζαμπεθ
σταμάτησε στα δέκα της να χαμογελάει. Και η ομοιότητά τους
ξεθώριασε.
Μόνο όταν εμφανίστηκε ο Κάλβιν Έβανς επανήλθε το
χαμόγελό της. Η πρώτη φορά ήταν τη βραδιά εκείνη στο
θέατρο όταν είχε ξεράσει πάνω στο φουστάνι της. Δεν είχε
καταλάβει ποιος ήταν αρχικά, μόλις όμως τον αναγνώρισε, και
παρά το χάλι που επικρατούσε, έσκυψε να δει καλύτερα το
πρόσωπό του. Ο Κάλβιν Έβανς! Ήταν αλήθεια, του είχε φερθεί
με αγένεια, αφού πρώτα της φέρθηκε εκείνος με αγένεια –
εξαιτίας των ποτηριών ζέσεως–, όμως ανάμεσά τους είχε
υπάρξει από την αρχή μια ακαταμάχητη έλξη.
«Δεν τέλειωσες ακόμη;» τον ρώτησε, δείχνοντας ένα σχεδόν
άδειο δοχείο.
«Τέλειωσα» απάντησε εκείνος. «Φά’ το εσύ το υπόλοιπο. Θα
σου χρειαστούν τα επιπλέον καύσιμα».
Η αλήθεια είναι πως ο Κάλβιν σκόπευε να το φάει, αλλά ήταν
πρόθυμος να απαρνηθεί τις έξτρα θερμίδες, αρκεί εκείνη να
έμενε μαζί του λίγο παραπάνω. Όπως και η Ελίζαμπεθ,
ουδέποτε είχε υπάρξει ιδιαίτερα κοινωνικό άτομο. Μάλιστα,
μόνο αφότου ανακάλυψε την κωπηλασία άρχισε να δημιουργεί
πραγματικές σχέσεις με άλλους. Ο σωματικός μόχθος, όπως
είχε μάθει από καιρό, έδενε τους ανθρώπους μ’ έναν τρόπο που
δεν μπορούσε να το κάνει η καθημερινότητα. Εξακολουθούσε
να έχει επαφές με τους οκτώ συναθλητές του από το Κέμπριτζ
– έναν, μάλιστα, τον είχε συναντήσει μόλις τον περασμένο
μήνα, όταν είχε πάει στη Νέα Υόρκη για ένα συνέδριο. Ο
Τέσσερα –εξακολουθούσαν να αποκαλούν ο ένας τον άλλον με
τον αριθμό της θέσης τους στη λέμβο– είχε γίνει νευρολόγος.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε έκπληκτος ο Τέσσερα. «Κοπέλα; Ε
λοιπόν, μπράβο σου, Έξι!» συνέχισε, χτυπώντας τον φιλικά
στην πλάτη. «Καιρός ήταν, που να πάρει!»
Ο Κάλβιν έγνεψε ενθουσιασμένος και συνέχισε μιλώντας με
λεπτομέρειες για τη δουλειά της Ελίζαμπεθ, για τις συνήθειές
της, για το γέλιο της και για ό,τι άλλο αγαπούσε πάνω της.
Και, παίρνοντας πιο σοβαρό ύφος, παραδέχτηκε ότι, παρότι
περνούσαν σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί –έμεναν
μαζί, έτρωγαν μαζί, πηγαινοέρχονταν στη δουλειά μαζί–, δεν
του έφτανε. Όχι ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς
εκείνη, είπε στον Τέσσερα. Απλώς δεν έβλεπε το νόημα να
λειτουργεί χωρίς εκείνη.
«Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω» εξομολογήθηκε όταν
ολοκλήρωσε τον απολογισμό του. «Μήπως είμαι εθισμένος σ’
εκείνη; Μήπως είμαι εξαρτημένος με νοσηρό τρόπο; Μήπως
έχω κανέναν όγκο στον εγκέφαλο;»
«Για όνομα, Έξι! Αυτό που έχεις λέγεται ευτυχία» του εξήγησε
ο Τέσσερα. «Και πότε λέτε να γίνει ο γάμος;»
Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Η Ελίζαμπεθ του είχε
ξεκαθαρίσει πως δεν την ενδιέφερε ο γάμος.
«Δεν είναι ότι δεν εγκρίνω τον θεσμό, Κάλβιν» του είχε πει
πολλές φορές. «Αν και σίγουρα δεν εγκρίνω όλους εκείνους
τους
ανθρώπους
που
δεν
εγκρίνουν
εμάς
επειδή
δεν
παντρευόμαστε. Εσύ;»
«Ναι» συμφώνησε ο Κάλβιν, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν
πόσο θα ήθελε να πει αυτό το ναι στην εκκλησία. Όταν όμως
εκείνη τον κοίταξε περιμένοντας να συνεχίσει, έσπευσε να
προσθέσει: «Πιστεύω πως είμαστε τυχεροί».
Και τότε εκείνη του χάρισε ένα τόσο ζεστό και ειλικρινές
χαμόγελο, που έκανε τα κυκλώματα στο μυαλό του να
βραχυκυκλώσουν.
Αμέσως
μόλις
χωρίστηκαν,
πήγε
στο
κοσμηματοπωλείο της περιοχής και εξέτασε όλες τις συλλογές,
ώσπου βρήκε το μεγαλύτερο από τα μικρά διαμάντια που
μπορούσε ν’ αγοράσει. Με το στομάχι του να ανακατεύεται
από τον ενθουσιασμό, φύλαξε το μικρό κουτάκι στην τσέπη
του για τρεις ολόκληρους μήνες, περιμένοντας την κατάλληλη
στιγμή.
«Κάλβιν;» είπε η Ελίζαμπεθ, μαζεύοντας και τα τελευταία
πράγματά της από την καφετέρια. «Μ’ ακούς; Σου είπα ότι θα
πάω σ’ έναν γάμο αύριο. Μάλιστα, θα συμμετέχω στον γάμο, αν
μπορείς να το πιστέψεις!» πρόσθεσε, ανασηκώνοντας νευρικά
τους ώμους. «Άρα θα πρέπει να συζητήσουμε για τη μελέτη
των οξέων απόψε, αν σε βολεύει».
«Ποιος παντρεύεται;»
«Η φίλη μου η Μάργκαρετ. Η γραμματέας στο Τμήμα
Φυσικής. Μ’ αυτήν έχω συνάντηση σε δεκαπέντε λεπτά. Για
πρόβα νυφικού».
«Για μια στιγμή! Έχεις φίλη;» Νόμιζε πως η Ελίζαμπεθ είχε
μονάχα συναδέλφους, επιστήμονες που αναγνώριζαν τις
ικανότητές της και υπονόμευαν τα αποτελέσματά της.
Η Ελίζαμπεθ κοκκίνισε από ντροπή.
«Ε, ναι…» είπε κάπως αμήχανα. «Η Μάργκαρετ κι εγώ
χαιρετιόμαστε στους διαδρόμους. Κι έχουμε μιλήσει αρκετές
φορές όταν πάμε να βάλουμε καφέ».
Ο Κάλβιν προσπάθησε να πάρει μια έκφραση που να δείχνει
ότι άκουγε μια φυσιολογική περιγραφή φιλίας.
«Προέκυψε την τελευταία στιγμή. Μια από τις παράνυφές της
αρρώστησε, και η Μάργκαρετ υποστηρίζει πως είναι σημαντικό
να υπάρχει ίσος αριθμός παρανύφων και συνοδών». Μόλις
όμως
ολοκλήρωσε
τη
φράση
της,
συνειδητοποίησε
τι
πραγματικά χρειαζόταν η Μάργκαρετ: κάποια που να της κάνει
το φόρεμα της παράνυφης και να μην έχει άλλα σχέδια για το
Σαββατοκύριακο.
Η αλήθεια ήταν πως δεν έκανε εύκολα φιλίες. Έλεγε στον
εαυτό της πως αυτό συνέβαινε επειδή μετακόμιζε συχνά,
επειδή είχε κακούς γονείς, επειδή είχε χάσει τον αδερφό της.
Όμως ήξερε πως πολλοί άλλοι που είχαν βιώσει παρόμοιες
καταστάσεις δεν αντιμετώπιζαν αντίστοιχο πρόβλημα. Κάποιοι,
μάλιστα, απ’ αυτούς έκαναν φιλίες ιδιαίτερα εύκολα – λες και η
αόριστη απειλή των διαρκών αλλαγών ή της βαθιάς θλίψης τούς
είχε αποκαλύψει τη σπουδαιότητα της δημιουργίας σχέσεων
οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Τι δεν πήγαινε καλά μ’ εκείνη
λοιπόν;
Έπειτα, ήταν και η παράλογη φύση αυτής καθαυτήν της
γυναικείας φιλίας, το γεγονός ότι απαιτούσε μια ικανότητα να
φυλάς και να αποκαλύπτεις μυστικά ακριβώς την κατάλληλη
στιγμή. Κάθε φορά που μετακόμιζε σε μια καινούργια πόλη, τα
κορίτσια στο κατηχητικό την έπαιρναν παράμερα τις Κυριακές
και της εκμυστηρεύονταν ξέπνοα την καψούρα τους για
συγκεκριμένα αγόρια. Εκείνη άκουγε τις εξομολογήσεις τους
και υποσχόταν γεμάτη αφοσίωση να μην πει τίποτα πουθενά.
Και δεν έλεγε. Όμως έκανε λάθος, γιατί τελικά αποδεικνυόταν
πως έπρεπε να πει. Η δουλειά της ως έμπιστης ήταν να
προδώσει την εμπιστοσύνη λέγοντας στο αγόρι Χ πως αρέσει
στο κορίτσι Ψ και ξεκινώντας έτσι μια αλυσιδωτή αντίδραση
εκδήλωσης ενδιαφέροντος ανάμεσα στα δύο άτομα. «Και γιατί
δεν του το λες εσύ;» ρωτούσε τις υποτιθέμενες φίλες. «Να τος,
εκεί είναι». Μα τα κορίτσια έφριτταν και την έκαναν πέρα.
«Ελίζαμπεθ. Ελίζαμπεθ;» Ο Κάλβιν έγειρε μπροστά στο τραπέζι
και χτύπησε απαλά το χέρι της. «Συγγνώμη» της είπε,
βλέποντάς τη να τινάζεται ξαφνιασμένη. «Αφαιρέθηκες λιγάκι,
νομίζω. Τέλος πάντων. Σου έλεγα ότι μ’ αρέσουν οι γάμοι. Θα
έρθω μαζί σου».
Η αλήθεια ήταν πως απεχθανόταν τους γάμους. Για πολλά
χρόνια τού θύμιζαν πως δεν τον είχε αγαπήσει κανείς ακόμη.
Όμως τώρα είχε εκείνη, και την επομένη θα βρισκόταν σε μια
εκκλησία, και ο Κάλβιν υπέθετε ότι το γεγονός αυτό μπορεί να
την έκανε να αναθεωρήσει την αντίληψή της για τον γάμο. Η
θεωρία αυτή είχε, μάλιστα, και επιστημονική ονομασία:
συσχετιστική παρέμβαση.
«Όχι» έσπευσε να αρνηθεί εκείνη. «Δεν έχω πρόσκληση για
δύο, κι άλλωστε όσο λιγότεροι με δουν με το συγκεκριμένο
φόρεμα τόσο το καλύτερο».
« Έλα τώρα» της είπε, απλώνοντας το μακρύ του χέρι στο κενό
που τους χώριζε και τραβώντας την κοντά του. «Δεν μπορεί η
Μάργκαρετ να περιμένει πως θα πας μόνη σου. Όσο για το
φόρεμα, αποκλείεται να είναι τόσο κακό».
«Κι όμως, είναι» αντέδρασε εκείνη, υιοθετώντας τώρα τον
γνώριμο σοβαρό τόνο της επιστημονικής βεβαιότητας. «Τα
φορέματα των παρανύφων σχεδιάζονται έτσι ώστε να μη
δείχνουν ελκυστικές οι γυναίκες που τα φορούν, για να
φαίνονται οι νύφες ομορφότερες από ποτέ. Είναι μια αποδεκτή
πρακτική, μια βασική αμυντική στρατηγική με βιο­λογικές
ρίζες. Κάτι τέτοιο το συναντάμε στη φύση πολύ συχνά».
Ο Κάλβιν συλλογίστηκε τους γάμους στους οποίους είχε πάει
και συνειδητοποίησε ότι μάλλον η Ελίζαμπεθ είχε δίκιο:
ουδέποτε είχε νιώσει την επιθυμία να ζητήσει από μια
παράνυφη να χορέψουν. Μπορεί άραγε ένα φόρεμα να έχει
τέτοια δύναμη; Κοίταξε την Ελίζαμπεθ απέναντί του στο
τραπέζι, με τα χέρια της να κινούνται σταθερά καθώς
περιέγραφε το ρούχο: γέμισμα στους γοφούς, άχαρες σούρες
στη μέση και στο στήθος, ένας μεγάλος φιόγκος ακριβώς πάνω
από τον πισινό. Ο Κάλβιν σκέφτηκε τους ανθρώπους που
σχεδία­ζαν τέτοια φορέματα: όπως και οι κατασκευαστές
βομβών ή οι πορνοστάρ, θα αναγκάζονταν κι εκείνοι να μιλούν
αόριστα για τον τρόπο με τον οποίο έβγαζαν τα προς το ζην.
«Καλοσύνη σου, πάντως, που βοηθάς. Νόμιζα πως δεν σου
αρέσουν οι γάμοι».
«Δεν έχω πρόβλημα με την τελετή, έχω θέμα με τον θεσμό του
γάμου. Τα έχουμε κουβεντιάσει αυτά, Κάλβιν, και ξέρεις τη
γνώμη μου. Όμως χαίρομαι για τη Μάργκαρετ. Σε γενικές
γραμμές».
«Σε γενικές γραμμές;»
«Ναι» είπε η Ελίζαμπεθ. «Γιατί συνεχώς επαναλαμβάνει ότι
μέχρι το βράδυ του Σαββάτου θα έχει γίνει επιτέλους κυρία
Πίτερ Ντίκμαν. Λες και η αλλαγή του ονόματός της είναι η
γραμμή του τερματισμού σ’ έναν αγώνα που ξεκίνησε απ’ όταν
ήταν έξι ετών».
«Τον Ντίκμαν παντρεύεται;» ρώτησε ο Κάλβιν. «Από την
Κυτταρική Βιολογία;» Δεν τον συμπαθούσε καθόλου.
«Ακριβώς» του απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Ποτέ μου δεν
κατάλαβα γιατί όταν παντρεύονται οι γυναίκες πρέπει ν’
αλλάξουν τ’ όνομά τους σαν να είναι μεταχειρισμένο αμάξι,
χάνοντας το επίθετό τους και μερικές φορές ακόμα και το
μικρό τους όνομα. Κυρία Τζον Άνταμς! Κυρία Έιμπ Λίνκολν! Λες
και η μέχρι τότε ταυτότητά τους δεν ήταν παρά μια εικοσαετής
πάνω κάτω περίοδος αναμονής για να γίνουν πραγματικοί
άνθρωποι. Κυρία Πίτερ Ντίκμαν. Ισόβια καταδίκη».
Το Ελίζαμπεθ Έβανς, από την άλλη, είπε από μέσα του ο Κάλβιν,
ακούγεται τέλειο. Πριν προλάβει να συγκρατηθεί, ψαχούλεψε την
τσέπη του αναζητώντας το μικρό μπλε κουτάκι και, χωρίς
δισταγμό, το τοποθέτησε μπροστά της.
« Ίσως αυτό να βελτιώσει την εικόνα του φορέματος» είπε, με
την καρδιά του να σφυροκοπάει.
«Κουτάκι με δαχτυλίδι» ανακοίνωσε ένας από τους γεωλόγους.
«Ετοιμαστείτε, παιδιά, αρραβώνας ενόψει».
Όμως κάτι στην έκφραση της Ελίζαμπεθ μαρτυρούσε πως τα
πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε πρώτα το κουτάκι κι έπειτα ξανά τον
Κάλβιν με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο.
«Ξέρω την άποψή σου για τον γάμο» έσπευσε να πει ο
Κάλβιν. «Όμως το έχω σκεφτεί πολύ και νομίζω πως εσύ κι εγώ
θα είχαμε ένα αλλιώτικο είδος γάμου. Ασυνήθιστο. Ακόμα και
διασκεδαστικό».
«Κάλβιν…»
«Υπάρχουν και πρακτικοί λόγοι για να παντρευτεί κανείς. Η
χαμηλότερη φορολόγηση, για παράδειγμα».
«Κάλβιν…»
«Δες τουλάχιστον το δαχτυλίδι!» την ικέτεψε. «Το κουβαλάω
πάνω μου μήνες τώρα. Σε παρακαλώ».
«Δεν μπορώ» είπε, αποστρέφοντας το βλέμμα της. «Γιατί θα
δυσκολευτώ να πω το όχι».
Η μητέρα της πάντα επέμενε ότι η αξία της γυναίκας
υπολογίζεται με βάση το πόσο καλό γάμο κάνει. «Εγώ θα
μπορούσα να είχα παντρευτεί τον Μπίλι Γκρέιαμ1» ισχυριζόταν
συχνά. «Μη νομίζεις ότι δεν ενδιαφερόταν. Παρεμπιπτόντως,
Ελίζαμπεθ, όταν τελικά αρραβωνιαστείς, προσπάθησε να
εξασφαλίσεις όσο μεγαλύτερο διαμάντι γίνεται. Έτσι, αν ο
γάμος ναυαγήσει, θα σου μείνει το διαμάντι να το βάλεις
ενέχυρο». Όπως αποδείχτηκε, η μητέρα της μιλούσε εκ πείρας.
Όταν οι γονείς της έκαναν αίτηση διαζυγίου, αποκαλύφθηκε
πως εκείνη είχε ήδη παντρευτεί άλλες τρεις φορές στο
παρελθόν.
«Εγώ δεν πρόκειται να παντρευτώ» της έλεγε η Ελίζαμπεθ.
«Θα γίνω επιστήμονας. Οι πετυχημένες γυναίκες επιστήμονες
δεν παντρεύονται».
«Αλήθεια;» κάγχαζε η μητέρα της. «Μάλιστα. Νομίζεις
λοιπόν ότι θα παντρευτείς το επάγγελμά σου, όπως οι
καλόγριες παντρεύονται τον Χριστό; Αν και, ό,τι κι αν πούμε
για τις καλόγριες, τουλάχιστον ο δικός τους ο άντρας δεν
ροχαλίζει» πρόσθετε, τσιμπώντας στο μπράτσο την Ελίζαμπεθ.
«Καμιά γυναίκα δεν λέει όχι στον γάμο, Ελίζαμπεθ. Ούτε κι
εσύ θα πεις».
Ο Κάλβιν γούρλωσε τα μάτια.
«Η απάντησή σου είναι όχι;»
«Ναι».
«Ελίζαμπεθ!»
«Κάλβιν» είπε εκείνη σιγανά, παρατηρώντας το απογοη-­
τευμένο πρόσωπό του και απλώνοντας το χέρι της πάνω από το
τραπέζι για να πιάσει το δικό του. «Νόμιζα πως το είχαμε
συμφωνήσει. Ως επιστήμονας και ο ίδιος, ξέρω πως κατανοείς
γιατί ο γάμος αποκλείεται για μένα».
Όμως η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν κατανοούσε τίποτα.
«Δεν μπορώ να ρισκάρω να συνθλιβεί η όποια επιστημονική
συνεισφορά μου κάτω από το βάρος του ονόματός σου» του
εξήγησε.
«Μάλιστα» είπε εκείνος. «Φυσικά. Προφανώς. Πρόκειται
λοιπόν για εργασιακή σύγκρουση».
«Μάλλον για κοινωνική σύγκρουση, θα έλεγα».
«Ε λοιπόν, αυτό είναι ΑΠΑΙΣΙΟ!» φώναξε εκείνος, κάνοντας
ακόμα κι αυτούς που δεν τους παρακολουθούσαν ήδη να
στρέψουν όλη τους την προσοχή στο λυπημένο ζευγάρι στη
μέση της αίθουσας.
«Κάλβιν» είπε η Ελίζαμπεθ. «Το έχουμε συζητήσει».
«Ναι, ξέρω. Δεν εγκρίνεις την αλλαγή του ονόματος.
Υπονόησα όμως εγώ ποτέ πως θέλω ν’ αλλάξεις όνομα;»
διαμαρτυρήθηκε. «Όχι. Μάλιστα, θα περίμενα να κρατήσεις τ’
όνομά σου». Πράγμα που δεν ήταν εντελώς αλήθεια. Υπέθετε
πως θα έπαιρνε το δικό του όνομα. Παρ’ όλα αυτά, είπε:
«Πάντως, η μελλοντική μας ευτυχία δεν μπορεί να εξαρτάται
από το αν μια χούφτα άνθρωποι μπορεί κατά λάθος να σε πουν
κυρία
Έβανς.
Θα
τους
διορθώνουμε».
Μάλλον
ήταν
ακατάλληλη η στιγμή για να της πει ότι είχε ήδη προσθέσει το
όνομά της στο συμβόλαιο της μικρής μονοκατοικίας του.
Ελίζαμπεθ
Έβανς,
αυτό
το
όνομα
είχε
δώσει
στον
συμβολαιογράφο. Έπρεπε να θυμηθεί να του τηλεφωνήσει
μόλις επέστρεφε στο εργαστήριό του.
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι.
«Η μελλοντική μας ευτυχία δεν εξαρτάται από το αν θα
παντρευτούμε ή όχι, Κάλβιν. Τουλάχιστον για μένα. Σου είμαι
απόλυτα αφοσιωμένη, ο γάμος δεν θ’ αλλάξει κάτι. Όσο για το
ποιος σκέφτεται τι, δεν είναι απλώς μια χούφτα άνθρωποι,
είναι μια ολόκληρη κοινωνία. Και κυρίως η επιστημονική
κοινότητα. Ό,τι κάνω θα εμφανίζεται ξαφνικά με τ’ όνομά σου,
λες και το έκανες εσύ. Μάλιστα, οι περισσότεροι θα υποθέτουν
ότι το έκανες εσύ, επειδή είσαι άντρας, αλλά κυρίως επειδή
είσαι ο Κάλβιν Έβανς. Δεν θέλω να γίνω μια άλλη Μιλέβα
Αϊνστάιν ή μια Έστερ Λέντερμπεργκ, Κάλβιν. Αρνούμαι. Ακόμα
κι αν κάναμε όλα τα κατάλληλα νομικά βήματα για να
σιγουρέψουμε πως το όνομά μου δεν θ’ αλλάξει, και πάλι θ’
αλλάξει. Όλοι θα με φωνάζουν κυρία Κάλβιν Έβανς. Θα γίνω η
κυρία Κάλβιν Έβανς. Κάθε χριστουγεννιάτικη κάρτα, κάθε
τραπεζική κατάθεση, κάθε ειδοποίηση από την εφορία, όλα θα
απευθύνονται στον κύριο και στην κυρία Κάλβιν Έβανς. Η
Ελίζαμπεθ Ζοτ όπως την ξέρουμε θα πάψει να υπάρχει».
«Και το να είσαι η κυρία Κάλβιν Έβανς είναι σίγουρα το
χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί» της είπε
συντετριμμένος.
«Θέλω να είμαι η Ελίζαμπεθ Ζοτ» απάντησε εκείνη. «Είναι
σημαντικό για μένα».
Έμειναν για λίγο βυθισμένοι σε μια αμήχανη σιωπή, με το
επίμαχο μπλε κουτάκι ανάμεσά τους σαν έναν κακό διαιτητή σε
αγώνα που το αποτέλεσμά του κρίνεται στον πόντο. Χωρίς να
το θέλει, συνέλαβε τον εαυτό της ν’ αναρωτιέται πώς να ήταν
το δαχτυλίδι.
«Ειλικρινά λυπάμαι» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ.
«Κανένα πρόβλημα» είπε εκείνος κοφτά.
Κι εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα της.
«Χωρίζουν!» σφύριξε ο Έντι στους άλλους. «Βλέπω να πηγαίνει
κατά διαόλου το πράγμα!»
Σκατά, είπε από μέσα της η Φρασκ. Η Ζοτ είναι πάλι διαθέσιμη.
Μόνο που ο Κάλβιν δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι το θέμα.
Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, δίχως να αντιλαμβάνεται καν
τα δεκάδες ζευγάρια μάτια που ήταν καρφωμένα πάνω τους,
είπε με φωνή πολύ πιο δυνατή απ’ όσο ήθελε:
«Για τον Θεό, Ελίζαμπεθ. Είναι απλώς ένα όνομα. Δεν έχει
σημασία. Εσύ είσαι εσύ, αυτό έχει σημασία».
«Μακάρι να ήταν αλήθεια αυτό».
«Είναι αλήθεια» επέμεινε εκείνος. «Μα τι είναι ένα όνομα;
Τίποτα!»
Σήκωσε το βλέμμα της με μια έκφραση ελπίδας ξαφνικά.
«Τίποτα; Σ’ αυτή την περίπτωση, γιατί δεν αλλάζεις εσύ το
δικό σου;»
«Και να το κάνω τι;»
«Να πάρεις το δικό μου. Ζοτ».
Την κοίταξε έκπληκτος κι έκανε μια γκριμάτσα.
«Πολύ αστείο» είπε.
«Γιατί όχι λοιπόν;» Η φωνή της φανέρωνε νευρικότητα.
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί όχι. Δεν το κάνουν αυτό οι άντρες.
Άλλωστε έχω τη δουλειά μου, τη φήμη μου. Είμαι…» Δίστασε.
«Τι;»
«Είμαι… Είμαι…»
«Πες το».
«Εντάξει λοιπόν. Είμαι διάσημος, Ελίζαμπεθ. Δεν μπορώ ν’
αλλάξω έτσι απλά τ’ όνομά μου».
«Μάλιστα» έκανε εκείνη. «Αν όμως δεν ήσουν διάσημος, τότε
δεν θα σε πείραζε ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου και να πάρεις το
δικό μου. Αυτό μου λες;»
«Κοίτα» είπε ο Κάλβιν, αρπάζοντας το μπλε κουτάκι.
«Κατάλαβα. Δεν τη δημιούργησα εγώ αυτή την παράδοση,
απλώς έτσι είναι τα πράγματα. Όταν οι γυναίκες παντρεύο­νται,
παίρνουν τ’ όνομα του συζύγου τους, και για το 99,9% αυτό
δεν αποτελεί πρόβλημα».
«Μήπως έχεις στα χέρια σου κάποια έρευνα που να το
στηρίζει;» τον ρώτησε.
«Να στηρίζει τι;»
«Ότι για το 99,9% των γυναικών δεν αποτελεί πρόβλημα».
«Ε λοιπόν, όχι. Αλλά δεν έχω ξανακούσει παράπονα».
«Κι ο λόγος που δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου είναι
επειδή είσαι διάσημος. Παρότι το 99,9% των αντρών που δεν
είναι διάσημοι τυγχάνει επίσης να διατηρούν το όνομά τους».
«Σ’ το ξαναλέω» είπε, χώνοντας το κουτάκι στην τσέπη του με
τόση φόρα, που η ραφή άνοιξε λιγάκι στη γωνία. «Δεν
δημιούργησα εγώ αυτή την παράδοση. Και, όπως δήλωσα
νωρίτερα, είμαι –ήμουν– απολύτως υπέρ του να διατηρήσεις το
όνομά σου».
« Ήσουν;»
«Δεν θέλω πια να σε παντρευτώ».
Η Ελίζαμπεθ σάστισε.
«Το παιχνίδι έληξε!» ανακοίνωσε ένας από τους γεωλόγους. «Το
κουτάκι ξαναμπήκε στην τσέπη!»
Ο Κάλβιν ήταν οργισμένος. Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα.
Νωρίτερα το πρωί είχε λάβει ένα σωρό παλαβά γράμματα, τα
περισσότερα από ανθρώπους που υποστήριζαν πως ήταν
χαμένοι συγγενείς. Πράγμα διόλου ασυνήθιστο. Από τότε που
είχε γίνει λιγάκι διάσημος, λάμβανε ένα σωρό γράμματα από
κομπιναδόρους. Ένας δήθεν «θείος» ζητούσε από τον Κάλβιν
να επενδύσει στις αλχημείες του· μια «πονεμένη μάνα»
υποστήριζε πως ήταν η βιολογική του μητέρα και ήθελε να του
δώσει
εκείνη
χρήματα·
ένας
υποτιθέμενος
«ξάδερφος»
χρειαζόταν μετρητά. Έλαβε και δύο γράμματα από γυναίκες
που ισχυρίζονταν πως είχαν φέρει στον κόσμο το παιδί του και
ζητούσαν να τους δώσει λεφτά εδώ και τώρα. Παρά το γεγονός
ότι η μοναδική γυναίκα με την οποία είχε κοιμηθεί ποτέ ήταν η
Ελίζαμπεθ Ζοτ. Άραγε θα τέλειωνε ποτέ αυτό;
«Ελίζαμπεθ, κατάλαβέ με σε παρακαλώ» την ικέτεψε,
στρώνοντας με τα δάχτυλα τα μαλλιά του. «Θέλω να γίνουμε
οικογένεια, μια αληθινή οικογένεια. Είναι σημαντικό για μένα,
ίσως επειδή έχασα τη δική μου, δεν ξέρω. Όμως εκείνο που
ξέρω είναι πως από τότε που σε γνώρισα νιώθω πως πρέπει να
γίνουμε τρεις. Εσύ, εγώ κι ένα… ένα…»
Η Ελίζαμπεθ γούρλωσε έντρομη τα μάτια.
«Κάλβιν» είπε θορυβημένη «νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει
και σ’ αυτό».
«Μα δεν το έχουμε κουβεντιάσει ποτέ σοβαρά».
«Κι όμως, το έχουμε κουβεντιάσει» επέμεινε εκείνη. «Σίγουρα
το έχουμε κουβεντιάσει».
«Μία φορά μόνο» επισήμανε ο Κάλβιν. «Και δεν ήταν
πραγματική συζήτηση. Σε καμία περίπτωση».
«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να το λες αυτό» του είπε
πανικόβλητη. «Το συμφωνήσαμε: όχι παιδιά. Δεν πιστεύω στ’
αυτιά μου. Μα τι στο καλό έπαθες;»
«Εντάξει, εγώ απλώς έλεγα μήπως–»
«Μα ήμουν ξεκάθαρη–»
«Το ξέρω» τη διέκοψε. «Αλλά σκεφτόμουν–»
«Δεν μπορείς ν’ αλλάξεις γνώμη σ’ αυτό».
«Για όνομα του Θεού, Ελίζαμπεθ!» της είπε νευριασμένα.
«Άφησέ με να τελειώσω».
«Εντάξει» του πέταξε εκείνη. «Ορίστε, τέλειωσε!»
Ο Κάλβιν την κοίταξε αναστατωμένος.
«Εγώ απλώς σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα
σκυλάκι».
Το πρόσωπό της φωτίστηκε από την ανακούφιση.
«Σκυλάκι;» είπε. «Σκυλάκι!»
«Να πάρει η ευχή!» σχολίασε σιγανά η Φρασκ, καθώς ο Κάλβιν
έσκυβε να φιλήσει την Ελίζαμπεθ. Ολόκληρη η καφετέρια
μοιραζόταν τα ίδια συναισθήματα με τη Φρασκ. Από κάθε
κατεύθυνση αντήχησαν μαχαιροπίρουνα να αφήνονται με
κρότο σε πιάτα, καρέκλες να σέρνονται προς τα πίσω
κακόκεφα, χαρτοπετσέτες να μετατρέπονται σε βρόμικες
μπαλίτσες. Ήταν ο αποκρουστικός ήχος της βαθιάς ζήλιας, της
ζήλιας που ποτέ δεν έχει καλό τέλος.
1 Billy Graham (1918-2018): Αμερικανός ευαγγελικός χριστιανός, ιεροκήρυκας και
συγγραφέας, εμβληματική μορφή του προτεσταντισμού. Θεωρείται ότι έχει
κηρύξει στους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο από οποιονδήποτε άλλον
κήρυκα, ενώ χρημάτισε πνευματικός σύμβουλος σε διάφορους Προέδρους των
ΗΠΑ. (Σ.τ.Ε.)
7
Εξίμισι
Π
ολλοί άνθρωποι πηγαίνουν σε εκτροφέα για να βρουν
σκύλο, άλλοι σε κυνοκομείο, μα κάποιες φορές, ιδίως
όταν είναι γραφτό να γίνει, το κατάλληλο σκυλί σε βρίσκει
μόνο του.
Έναν μήνα αργότερα λοιπόν, κάποιο απόγευμα Σαββάτου, η
Ελίζαμπεθ πετάχτηκε στο παντοπωλείο της περιοχής να
ψωνίσει για το βραδινό. Καθώς έβγαινε από το μαγαζί
φορτωμένη μ’ ένα μεγάλο σαλάμι και μια σακούλα ψώνια, ένας
ψωριάρικος, βρόμικος σκύλος κρυμμένος ανάμεσα στις σκιές
του σοκακιού την είδε να περνάει από δίπλα του. Το σκυλί είχε
πέντε ώρες να κουνηθεί, αλλά, μόλις τα μάτια του έπεσαν
πάνω
της,
έβαλε
τα
δυνατά
του,
σηκώθηκε
και
την
ακολούθησε.
Ο Κάλβιν έτυχε να βρίσκεται στο παράθυρο και είδε την
Ελίζαμπεθ να έρχεται προς το σπίτι μ’ έναν σκύλο να την
ακολουθεί διστακτικά πέντε βήματα πίσω της. Καθώς την
παρακολουθούσε να περπατάει, ένα παράξενο ρίγος διαπέρασε
το κορμί του. «Ελίζαμπεθ Ζοτ, εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο»
άκουσε τον εαυτό του να λέει. Κι αμέσως μόλις το είπε,
κατάλαβε πως ήταν αλήθεια. Σίγουρα θα έκανε κάτι τόσο
επαναστατικό, τόσο σπουδαίο, που τ’ όνομά της –παρά τις
ατέλειωτες λεγεώνες των επικριτών της– θα γινόταν αθάνατο.
Και, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τη διαίσθησή του, εκείνη
είχε ήδη αποκτήσει σήμερα τον πρώτο της ακόλουθο.
«Πώς τον λένε τον φίλο σου;» της φώναξε, διώχνοντας το
παράξενο προαίσθημα.
«Εξίμισι» του απάντησε, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της.
Ο Εξίμισι χρειαζόταν απεγνωσμένα ένα μπάνιο. Ψηλός,
γκρίζος, αδύνατος, με τρίχωμα τραχύ και ορθωμένο, που τον
έκανε να μοιάζει σαν να είχε μετά βίας γλιτώσει τον θάνατο
από ηλεκτροπληξία, στεκόταν ακίνητος όση ώρα εκείνη τον
μπανιάριζε, με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της.
«Πρέπει να βρούμε το αφεντικό του» είπε διστακτικά η
Ελίζαμπεθ. «Σίγουρα θ’ ανησυχεί τρομερά».
«Δεν έχει αφεντικό αυτός ο σκύλος» τη διαβεβαίωσε ο
Κάλβιν, και είχε δίκιο. Ούτε τα τηλεφωνήματα που έκαναν στο
κυνοκομείο ούτε οι καταχωρίσεις τους στη στήλη για τα χαμένα
ζώα στην εφημερίδα απέδωσαν καρπούς. Όμως, ακόμα κι αν
είχε αφεντικό, ο Εξίμισι είχε ήδη εκδηλώσει τις προθέσεις του
να μείνει.
Μάλιστα, η λέξη «μείνε» ήταν και η πρώτη που έμαθε, αν και
μέσα σε μερικές εβδομάδες υπάκουε σε τουλάχιστον πέντε
ακόμα εντολές. Η τρομερή ικανότητά του να μαθαίνει έκανε
μεγάλη εντύπωση στην Ελίζαμπεθ.
«Τον βρίσκεις κι εσύ ασυνήθιστο;» ρώτησε τον Κάλβιν
παραπάνω από μία φορές. «Δείχνει να τα πιάνει όλα πολύ
γρήγορα».
«Ευγνώμων είναι» είπε ο Κάλβιν. «Θέλει να μας ευχαριστεί».
Όμως η Ελίζαμπεθ είχε δίκιο, ο Εξίμισι είχε εκπαιδευτεί έτσι
ώστε να τα πιάνει όλα πολύ γρήγορα. Και κυρίως βόμβες.
Προτού καταλήξει σ’ εκείνο το σοκάκι, ο Εξίμισι βρισκόταν στο
Στρατόπεδο Πέντλετον, τη βάση πεζοναυτών της περιοχής, και
εκπαιδευόταν
στην
ανίχνευση
βομβών.
Δυστυχώς,
είχε
αποτύχει παταγωδώς. Όχι μόνο δεν κατόρθωνε να ξετρυπώνει
τις βόμβες εγκαίρως, αλλά αναγκαζόταν και να υπομένει τους
επαίνους που συγκέντρωναν οι ψωροπερήφανοι γερμανικοί
ποιμενικοί, οι οποίοι πάντα τα κατάφερναν. Τελικά τέθηκε σε
αποστρατεία –κάθε άλλο παρά τιμητική– από τον απαυδισμένο
εκπαιδευτή του, που τον πήγε με το αμάξι του στη λεωφόρο
και τον παράτησε στη μέση του πουθενά. Δύο εβδομάδες μετά
κατέληξε σ’ εκείνο το σοκάκι. Δύο εβδομάδες και πέντε ώρες
αργότερα τον έκανε μπάνιο η Ελίζαμπεθ και τον φώναζε
Εξίμισι.
«Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να τον πάρουμε στο Χέιστινγκς;»
ρώτησε η Ελίζαμπεθ τον Κάλβιν όταν εκείνος τον φόρτωσε στο
αυτοκίνητο το πρωί της Δευτέρας.
«Φυσικά, γιατί όχι;»
«Γιατί δεν έχω δει ποτέ σκυλί στη δουλειά. Άλλωστε τα
εργαστήρια δεν είναι και πολύ ασφαλείς χώροι».
«Θα τον προσέχουμε» είπε ο Κάλβιν. «Δεν είναι καλό για ένα
σκυλί να μένει μόνο του όλη μέρα. Χρειάζεται ερεθίσματα».
Αυτή τη φορά είχε ο Κάλβιν δίκιο. Το διάστημα που είχε
περάσει στο Στρατόπεδο Πέντλετον άρεσε στον Εξίμισι πολύ εν
μέρει επειδή εκεί δεν έμενε ποτέ μόνος, αλλά κυρίως επειδή
του πρόσφερε κάτι που δεν είχε ποτέ πριν: σκοπό. Είχε όμως
παρουσιαστεί ένα πρόβλημα.
Ένας σκύλος που ανιχνεύει βόμβες έχει δύο επιλογές: να βρει
τη βόμβα εγκαίρως, ώστε να ακολουθήσει ο αφοπλισμός της
(το προτιμητέο), ή να πέσει πάνω στη βόμβα, κάνοντας την
απόλυτη θυσία για να σώσει τη μονάδα του (το απευκταίο, αν
και
συνοδεύεται
από
μεταθανάτιο
παράσημο).
Στην
εκπαίδευση οι βόμβες ήταν ψεύτικες, κι έτσι, αν ένας σκύλος
έπεφτε πάνω τους, το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί ήταν
μια θορυβώδης έκρηξη ακολουθούμενη από έναν τρομερό
πίδακα κόκκινης μπογιάς.
Έφταιγε ο θόρυβος: τρόμαζε τον Εξίμισι μέχρι θανάτου. Έτσι,
κάθε μέρα, όταν ο εκπαιδευτής του του έδινε την εντολή «Βρες
τη», εκείνος ξεχυνόταν προς τα ανατολικά, παρότι η όσφρησή
του τον είχε ήδη πληροφορήσει ότι η βόμβα βρισκόταν στα
σαράντα πέντε μέτρα προς τα δυτικά. Σκούνταγε με τη
μουσούδα του μερικές πετρούλες, περιμένοντας κάποιο από τα
υπόλοιπα, περισσότερο γενναία σκυλιά να βρει επιτέλους το
αναθεματισμένο πράγμα και να επιβραβευτεί με ένα μπισκότο.
Εκτός κι αν αργούσε πολύ ή έκανε υπερβολικά απότομες
κινήσεις, με αποτέλεσμα η βόμβα να εκραγεί και, αντί για
μπισκότο, ο σκύλος να κερδίσει ένα καλό μπάνιο.
«Δεν μπορείτε να φέρνετε σκύλους εδώ πέρα, δόκτορα Έβανς»
εξήγησε η δεσποινίς Φρασκ στον Κάλβιν. « Έχουν γίνει
παράπονα».
«Σ’
εμένα
δεν
παραπονέθηκε
κανείς»
είπε
ο
Κάλβιν
ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους, παρόλο που γνώριζε
καλά πως κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Η Φρασκ αμέσως υποχώρησε.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες ο Εξίμισι είχε κάνει πλήρη
χαρτογράφηση
των
εγκαταστάσεων
του
Χέιστινγκς,
εντυπώνοντας στη μνήμη του κάθε όροφο, κάθε αίθουσα και
κάθε έξοδο, σαν πυροσβέστης που προετοιμάζεται για μια
επικείμενη καταστροφή. Όσο για την Ελίζαμπεθ Ζοτ, την
παρακολουθούσε άγρυπνα. Διαισθανόταν ότι είχε υποφέρει στο
παρελθόν και ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει να
ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Το ίδιο ίσχυε και για εκείνη. Διαισθανόταν ότι ο Εξίμισι είχε
υποφέρει πολλά, πέρα από τη συνηθισμένη εγκατάλειψη στον
δρόμο, και ένιωθε την ανάγκη να τον προστατέψει. Μάλιστα,
ήταν εκείνη που επέμενε να κοιμάται ο σκύλος δίπλα στο
κρεβάτι τους, παρότι ο Κάλβιν παρατήρησε πως θα ήταν
καλύτερα στην κουζίνα. Τελικά υπερίσχυσε η Ελίζαμπεθ και ο
σκύλος έμεινε στο δωμάτιο, προς μεγάλη του ικανοποίηση – με
εξαίρεση εκείνες τις φορές που ο Κάλβιν και η Ελίζαμπεθ
έμπλεκαν τα μέλη τους σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, με τις
αδέξιες κινήσεις τους να συνοδεύονται από αγκομαχητά. Το
έκαναν
και
τα
ζώα
αυτό,
αλλά
με
πολύ
μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα. Οι άνθρωποι, όπως παρατηρούσε ο
Εξίμισι, είχαν την τάση να περιπλέκουν τα πράγματα.
Όταν αυτές οι συνευρέσεις συνέβαιναν νωρίς το πρωί, η
Ελίζαμπεθ σηκωνόταν λίγο μετά για να φτιάξει πρωινό. Ενώ
αρχικά είχε συμφωνήσει να μαγειρεύει το βραδινό γεύμα πέντε
φορές την εβδομάδα αντί να πληρώνει ενοίκιο, τελικά
πρόσθεσε το πρωινό κι αργότερα και το μεσημεριανό. Για την
Ελίζαμπεθ η μαγειρική δεν αποτελούσε ένα προκαθορισμένο
γυναικείο καθήκον. Όπως είχε πει και στον Κάλβιν, η
μαγειρική για εκείνη ήταν χημεία. Και το έλεγε αυτό επειδή η
μαγειρική είναι πράγματι χημεία.
Στους 200 οC/35 λ. = απώλεια ενός H2O ανά μόριο σουκρόζης. Σύνολο 4
σε 55 λ. = C24H36O18, έγραφε σ’ ένα σημειωματάριο.
«Γι’ αυτό λοιπόν το μείγμα των μπισκότων δεν πέτυχε» έλεγε,
χτυπώντας το μολύβι της στον πάγκο. «Είχε πολλά μόρια νερού
ακόμα».
«Πώς πάει;» τη ρώτησε από το διπλανό δωμάτιο ο Κάλβιν.
«Παραλίγο
να
χάσω
ένα
άτομο
στη
διαδικασία
του
ισομερισμού» του απάντησε. «Θα φτιάξω κάτι άλλο, νομίζω.
Εσύ τι κάνεις; Βλέπεις τον Τζακ;»
Εννοούσε τον Τζακ Λαλέιν, τον διάσημο τηλεοπτικό γκουρού
της καλής φυσικής κατάστασης, έναν αυτοδημιούρ­γητο λάτρη
της υγιεινής ζωής, που ενθάρρυνε τους ανθρώπους να
φροντίζουν το σώμα τους. Δεν χρειαζόταν καν να τον ρωτήσει,
μπορούσε ν’ ακούσει τον Τζακ να φωνάζει: Πάνω, κάτω, πάνω,
κάτω, σαν ανθρώπινο γιογιό.
«Ναι» απάντησε ο Κάλβιν ξέπνοος, αφού ο Τζακ απαίτησε
δέκα επαναλήψεις ακόμα. «Θα κάνεις κι εσύ γυμναστική;»
«Εγώ μετουσιώνω πρωτεΐνες» του φώναξε η Ελίζαμπεθ.
Και τώρα επιτόπου τροχαδάκι, παρότρυνε ο Τζακ.
Παρά τις παραινέσεις του Τζακ, το επιτόπιο τροχαδάκι ήταν
το μόνο πράγμα που ο Κάλβιν δεν έκανε. Στη θέση του έκανε
επιπλέον κοιλιακούς, ενώ ο Τζακ έτρεχε επιτόπου φορώντας
κάτι παπούτσια που έμοιαζαν με μπαλέτου. Ο Κάλβιν δεν
έβλεπε τον λόγο να τρέχει μέσα στο σπίτι με παπούτσια
μπαλέτου. Προτιμούσε να τρέχει έξω απ’ το σπίτι με παπούτσια
τένις. Έτσι, έγινε τζόγκερ από νωρίς, δηλαδή προτού το
τζόγκινγκ γίνει δημοφιλές, προτού καν ονομαστεί τζόγκινγκ.
Δυστυχώς,
επειδή
ο
κόσμος
αγνοού­σε
την
έννοια
του
τζόγκινγκ, το τοπικό αστυνομικό τμήμα λάμβανε πλήθος
τηλεφωνημάτων για έναν σχεδόν ημίγυμνο άντρα που έτρεχε
στις γειτονιές λαχανιάζοντας και ξεφυσώντας, με χείλη σχεδόν
μπλαβιά. Επειδή ο Κάλβιν ακολουθούσε πάντα τις ίδιες
τέσσερις πέντε διαδρομές, οι αστυνομικοί τελικά συνήθισαν τα
τηλεφωνήματα. «Δεν πρόκειται για κακοποιό» έλεγαν. «Είναι
απλώς ο Κάλβιν. Δεν του αρέσει να τρέχει μέσα στο σπίτι του
με παπούτσια μπαλέτου».
«Ελίζαμπεθ;» φώναξε πάλι ο Κάλβιν. «Πού είναι ο Εξίμισι;
Δείχνει τον Χάπι».
Ο Χάπι ήταν ο σκύλος του Τζακ Λαλέιν. Κάποιες φορές
εμφανιζόταν στην εκπομπή, κάποιες άλλες όχι, όταν όμως
εμφανιζόταν, ο Εξίμισι έφευγε πάντα από το δωμάτιο. Η
Ελίζαμπεθ διαισθανόταν ότι για κάποιον λόγο αυτός ο
γερμανικός ποιμενικός προκαλούσε στεναχώρια στον Εξίμισι.
«Μαζί μου είναι» του απάντησε. Ύστερα στράφηκε προς τον
σκύλο, κρατώντας ένα αυγό στο χέρι της. «Άκου μια συμβουλή,
Εξίμισι: ποτέ μη σπας τα αυγά στο χείλος του μπολ, γιατί
αυξάνεται η πιθανότητα να πέσουν μέσα τσόφλια. Καλύτερα να
χτυπήσεις το αυγό μ’ ένα λεπτό και κοφτερό μαχαίρι, με μια
απότομη κίνηση σαν να κάνεις στράκα με μαστίγιο. Βλέπεις;»
είπε καθώς τα περιεχόμενα του αυγού χύνονταν στο μπολ.
Ο Εξίμισι παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια.
«Τώρα διαταράσσω τους εσωτερικούς δεσμούς του αυγού,
προκειμένου να επιμηκύνω την αλυσίδα των αμινοξέων»
συνέχισε ενώ χτυπούσε το αυγό. «Αυτό θα επιτρέψει στα
ελεύθερα άτομα να συνδεθούν με άλλα ελεύθερα άτομα.
Ύστερα θα αναδομήσω το μείγμα σε ένα χαλαρό σύνολο και θα
το απλώσω σε μια επιφάνεια από κράμα σιδήρου και άνθρακα,
την οποία θα υποβάλω σε πολύ συγκεκριμένους βαθμούς
θερμότητας, ανακινώντας συνεχώς το μείγμα μέχρι να φτάσει
σε κατάσταση πήξεως σχεδόν».
«Ο Λαλέιν είναι σκέτο θηρίο» δήλωσε ο Κάλβιν, μπαίνοντας
στην κουζίνα με το μπλουζάκι του μούσκεμα.
«Συμφωνώ» είπε η Ελίζαμπεθ, τραβώντας το τηγάνι από τη
φωτιά και σερβίροντας τα αυγά σε δύο πιάτα. «Διότι οι
άνθρωποι είναι θηρία. Τυπικά. Αν και μερικές φορές νομίζω
πως τα θηρία που θεωρούμε θηρία είναι πιο εξελιγμένα από τα
θηρία που είμαστε εμείς χωρίς να θεωρούμε ότι είμαστε».
Κοίταξε τον Εξίμισι για επιβεβαίωση, όμως ούτε εκείνος δεν
μπόρεσε να βγάλει νόημα από τη συντακτική δομή της
πρότασής της.
«Ε λοιπόν, ο Τζακ μου έδωσε μια ιδέα» είπε ο Κάλβιν,
βολεύοντας τη μεγαλόσωμη φιγούρα του σε μια καρέκλα.
«Νομίζω,
μάλιστα,
κωπηλασία».
πως
θα
σου
αρέσει.
Θα
σε
μάθω
«Δώσε μου το χλωριούχο νάτριο».
«Θα ξετρελαθείς. Μπορούμε να κωπηλατούμε παρέα, ίσως με
κάποια δίκωπο. Θα βλέπουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει μέσα από
το νερό».
«Δεν ενδιαφέρομαι».
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε αύριο».
Ο Κάλβιν εξακολουθούσε να κωπηλατεί τρεις φορές την
εβδομάδα, πάντα με μονόκωπο. Αυτό δεν ήταν καθόλου
ασυνήθιστο για κορυφαίους κωπηλάτες. Έχοντας συνηθίσει να
κωπηλατούν με συναθλητές που έμοιαζαν να γνωρίζουν ο ένας
τον
άλλον
απέξω
κι
ανακατωτά,
είχαν
δυσκολία
να
κωπηλατήσουν με άλλους. Η Ελίζαμπεθ ήξερε πόσο του έλειπε
η λέμβος του στο Κέμπριτζ. Ωστόσο δεν την ενδιέφερε
καθόλου η κωπηλασία.
«Δεν θέλω. Άλλωστε εσύ πας για κωπηλασία στις τέσσερις και
μισή τα χαράματα».
«Στις πέντε πηγαίνω» τη διόρθωσε εκείνος, λες και αυτό θα
της φαινόταν πιο λογικό. «Απλώς φεύγω από το σπίτι στις
τέσσερις και μισή».
«Όχι».
«Γιατί;»
«Όχι».
«Μα γιατί;»
«Γιατί αυτή την ώρα κοιμάμαι».
«Αυτό λύνεται εύκολα. Θα πηγαίνουμε για ύπνο νωρίς».
«Όχι».
«Πρώτα θα σε βάλω στο κωπηλατικό μηχάνημα – το λέμε και
εργόμετρο. Υπάρχουν μερικά στο λεμβοστάσιο, αλλά θα φτιάξω
κι ένα για οικιακή χρήση. Μετά θα περάσουμε σε πραγματικό
σκάφος. Μέχρι τον Απρίλιο θα είμαστε σε θέση να γλιστράμε
στα νερά του κόλπου χαζεύοντας την ανατολή, με τις κουπιές
μας να συντονίζονται απόλυτα, σε πλήρη αρμονία».
Όμως την ίδια στιγμή που το έλεγε ο Κάλβιν ήξερε πως δεν
επρόκειτο να συμβεί. Καταρχάς, κανείς δεν μπορούσε να μάθει
κωπηλασία μέσα σε έναν μήνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι,
ακόμα και με εντατική εκπαίδευση από ειδικό, δεν είναι σε
θέση να κωπηλατούν καλά μέσα σε έναν χρόνο, ούτε σε τρία
κάποιες φορές – ή και ποτέ, ενίοτε. Όσο για το γλίστρημα στο
νερό… δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Για να φτάσεις σε σημείο
που η κωπηλασία να θυμίζει απαλό γλίστρημα, αυτό σημαίνει
πως μάλλον είσαι πια σε ολυμπιακό επίπεδο, και η έκφρασή
σου καθώς διασχίζεις πετώντας τις διαδρομές δεν είναι
έκφραση
ηρεμίας
και
ικανοποίησης,
αλλά
ελεγχόμενης
αγωνίας. Που μερικές φορές συνοδεύεται από ένα ύφος
ακλόνητης αποφασιστικότητας, το οποίο συνήθως δείχνει ότι
μετά το τέλος αυτού του αγώνα σχεδιάζεις να στραφείς σε
κάποιο άλλο άθλημα. Ωστόσο, άπαξ και του ήρθε η ιδέα, τη
λάτρεψε. Να κωπηλατεί παρέα με την Ελίζαμπεθ… Τι θαύμα!
«Όχι».
«Μα γιατί;»
«Γιατί έτσι. Γιατί οι γυναίκες δεν κωπηλατούν». Το μετάνιωσε
την ίδια στιγμή που το ξεστόμισε.
«Ελίζαμπεθ
Ζοτ!»
αναφώνησε
εκείνος
ξαφνιασμένος.
«Δηλαδή θέλεις να πεις ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν
κωπηλασία;»
Κι αυτό ήταν!
Το επόμενο πρωί έφυγαν από το σπίτι τους αχάραγα, ο Κάλβιν
ντυμένος με ένα παλιό τισέρτ και φόρμα, η Ελίζαμπεθ με ό,τι
πιο αθλητικό είχε μπορέσει να βρει. Μόλις έφτασαν στο
λεμβοστάσιο, ο Εξίμισι και η Ελίζαμπεθ κοίταξαν έξω από το
παράθυρο του αυτοκινήτου και είδαν μερικές φιγούρες να
κάνουν ασκήσεις καλλισθενικής γυμναστικής σε μια γλιστερή
προβλήτα.
«Κανονικά, δεν θα έπρεπε να το κάνουν αυτό σε εσωτερικό
χώρο;» ρώτησε εκείνη. «Είναι ακόμη σκοτάδι».
«Με τέτοιον καιρό;» Είχε ομίχλη.
«Νόμιζα πως δεν σου αρέσει η βροχή».
«Δεν είναι βροχή αυτό».
Για τεσσαρακοστή τουλάχιστον φορά, η Ελίζαμπεθ ένιωσε
σοβαρές αμφιβολίες για το σχέδιό τους.
«Θα ξεκινήσουμε με τα εύκολα» είπε ο Κάλβιν καθώς οδηγούσε
την
Ελίζαμπεθ
και
τον
Εξίμισι
στο
λεμβοστάσιο,
ένα
σπηλαιώδες κτίσμα που μύριζε μούχλα και ιδρωτίλα. Καθώς
περνούσαν ανάμεσα από σειρές μακρουλών ξύλινων σκαφών
που έφταναν μέχρι την οροφή, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’
άλλο σαν οδοντογλυφίδες, ο Κάλβιν έγνεψε σ’ έναν ατημέλητο
τύπο, που χασμουρήθηκε και ανταπέδωσε το σιωπηλό νεύμα,
μιας και ήταν πολύ νωρίς για κουβέντες ακόμη. Σταμάτησε
όταν βρήκε αυτό που ζητούσε: ένα κωπηλατικό μηχάνημα, ένα
«εργόμετρο», χωμένο σε μια γωνιά. Το έβγαλε αποκεί και το
τοποθέτησε στο κέντρο του χώρου, ανάμεσα στις στοίβες από
σκάφη.
«Κάθε πράγμα στην ώρα του» είπε. «Πρώτα η τεχνική».
Κάθισε και άρχισε να τραβάει κουπί, με την ανάσα του να
μετατρέπεται σύντομα σε μια σειρά από κοφτά ξεφυσήματα,
που έδειχναν ότι το όλο πράγμα δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε
διασκεδαστικό. «Το κόλπο είναι να κρατάς τους καρπούς
επίπεδους» μουρμούρισε «τα γόνατα χαμηλά, τους κοιλιακούς
μυς σφιχτούς, το…» Μα ό,τι κι αν είπε χάθηκε εντελώς μέσα
στην προσπάθειά του να πάρει ανάσα, ενώ λίγα λεπτά αργότερα
έμοιαζε να έχει ξεχάσει εντελώς ακόμα και την παρουσία της
Ελίζαμπεθ.
Εκείνη ξεγλίστρησε, με τον Εξίμισι στο πλευρό της, και πήγε
να εξερευνήσει το λεμβοστάσιο. Κοντοστάθηκε μπροστά σε μια
ειδική βάση που φιλοξενούσε ένα πλήθος από κουπιά τόσο
απίστευτα μακρουλά, λες και ανήκαν σε γίγαντες. Ακριβώς
δίπλα βρισκόταν μια μεγάλη προθήκη, στο εσωτερικό της
οποίας το απαλό φως της αυγής είχε μόλις αρχίσει να
αποκαλύπτει σταδιακά ένα σωρό ασημένια κύπελλα και παλιές
στολές κωπηλασίας, ως έναν φόρο τιμής σ’ εκείνους που είχαν
αποδειχτεί πιο γρήγοροι ή πιο επιδέξιοι ή πιο ακατάβλητοι, ή
ίσως και όλα τα παραπάνω μαζί. Θαρραλέους ανθρώπους,
σύμφωνα με τον Κάλβιν, που είχαν επιδείξει το είδος της
στοχοπροσήλωσης
που
απαιτείται
ώστε
να
φτάσουν
να
τερματίσουν πρώτοι.
Δίπλα στις στολές φιγουράριζαν φωτογραφίες γεροδεμένων
νεαρών με γιγάντια κουπιά, αλλά ανάμεσά τους υπήρχε ένα
ακόμα άτομο: ένας άντρας μικροκαμωμένος σαν τζόκεϊ, που
όσο μικρόσωμος ήταν άλλο τόσο σοβαρός έδειχνε, με τα χείλη
του σφιγμένα σε μια αυστηρή ευθεία γραμμή. Ήταν ο
πηδαλιούχος, όπως της είχε εξηγήσει ο Κάλβιν, εκείνος που
έλεγε στους κωπηλάτες τι να κάνουν και πότε: ανεβάστε
ρυθμό, πάρτε στροφή, προσπεράστε το διπλανό σκάφος, πιο
γρήγορα. Της άρεσε που ένα λιλιπούτειο άτομο κρατούσε τα
ηνία οκτώ άγριων αλόγων, που η φωνή του γινόταν η προσταγή
τους, τα χέρια του το πηδάλιό τους, οι ενθαρρύνσεις του το
κίνητρό τους.
Γύρισε το κεφάλι και είδε κι άλλους κωπηλάτες να μαζεύονται
σιγά σιγά, κι ο καθένας που έμπαινε έγνεφε με σεβασμό στον
Κάλβιν, που συνέχιζε να εξασκείται στο θορυβώδες μηχάνημα,
ενώ στα πρόσωπα κάποιων διαφαινόταν ένα ίχνος ζήλιας καθώς
εκείνος ανέβαζε τον ρυθμό του με μια προφανή άνεση που
ακόμα και η ίδια αναγνώριζε ως ένδειξη φυσικής αθλητικής
ικανότητας.
«Πότε θα κωπηλατήσεις μαζί μας, Έβανς;» ρώτησε ένας απ’
αυτούς, ακουμπώντας τον φιλικά στον ώμο. «Όλη αυτή η
ενέργεια πρέπει σίγουρα να αξιοποιηθεί!»
Αν όμως ο Κάλβιν άκουσε τα λόγια του ή ένιωσε το χέρι του
στον ώμο, δεν το έδειξε. Συνέχισε να κοιτάζει μπροστά, με το
σώμα του να κρατάει σταθερό ρυθμό.
Άρα, σκέφτηκε η Ελίζαμπεθ, ήταν κι εκεί ένας θρύλος. Φαινόταν
ξεκάθαρα, όχι μόνο από τον σεβασμό που του έδειχναν αλλά
και από τον δουλοπρεπή τρόπο με τον οποίο προσπαθούσαν να
παρακάμψουν διακριτικά εκείνον και την άβολη θέση που είχε
πάρει – ο Κάλβιν είχε τοποθετήσει το κωπηλατικό μηχάνημα
ακριβώς στο κέντρο του χώρου. Ο πηδαλιούχος, εμφανώς
ενοχλημένος, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια
του.
« Έτοιμοι!» φώναξε στους οκτώ κωπηλάτες του, κάνοντάς
τους να σπεύσουν να πάρουν θέση δίπλα στο σκάφος τους, με
το σώμα τους έτοιμο να σηκώσει το βάρος του. «Σηκώστε!»
πρόσταξε. «Δύο δύο, στους ώμους».
Ήταν όμως προφανές ότι δεν θα πήγαιναν πουθενά. Όχι όσο
βρισκόταν εκεί ο Κάλβιν.
«Κάλβιν!»
του
πλησιάζοντάς
τον
ψιθύρισε
από
επιτακτικά
πίσω.
η
«Εμποδίζεις.
Ελίζαμπεθ,
Πρέπει
να
μετακινηθείς».
Μα εκείνος συνέχισε την άσκησή του.
«Χριστέ μου!» Ο πηδαλιούχος ξεφύσηξε δυνατά. «Αυτός ο
άνθρωπος!» Έριξε μια ματιά στην Ελίζαμπεθ κι έπειτα της
έκανε ένα νεύμα να παραμερίσει και κάθισε ανακούρκουδα
ακριβώς πίσω από το αυτί του Κάλβιν.
«Μπράβο, Καλ» γρύλισε. «Κράτα τον ρυθμό, παλιοκαριό­λη.
Μας μένουν άλλα πεντακόσια, και δεν τέλειωσες ακόμη. Η
Οξφόρδη έρχεται από τα δεξιά, πλησιάζει ολοένα».
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε έκπληκτη.
«Συγγνώμη, αλλά…» ψέλλισε.
«Ξέρω ότι έχεις κι άλλα να δώσεις, Έβανς» μούγκρισε ο
πηδαλιούχος, διακόπτοντάς τη. «Μη μου κάνεις εμένα
οικονομία δυνάμεων, είσαι και γαμώ τις μηχανές, σε δύο θα
σου ζητήσω είκοσι δυνατές κουπιές, σε δύο, μόλις δώσω εγώ το
σύνθημα, θα στείλεις αυτούς τους μαλάκες της Οξφόρδης
αποκεί που ’ρθαν, θα τους κάνεις να εύχονται να ήταν νεκροί,
θα τους τσακίσεις, Έβανς, δώστου, αδερφέ, είμαστε στις
τριάντα δύο κουπιές το λεπτό και πάμε για το γαμημένο το
σαραντάρι, μόλις δώσω το σύνθημα: με το ένα… με το δύο…
ανέβασε, ΔΩΣ’ ΤΑ ΟΛΑ, ΓΑΜΙΟΛΗ ΜΟΥ!» ούρλιαξε. «ΤΩΡΑ!»
Η Ελίζαμπεθ πραγματικά δεν ήξερε τι ήταν πιο σοκαριστικό:
το υβρεολόγιο αυτού του μικροκαμωμένου άντρα ή η ένταση
με την οποία αντιδρούσε ο Κάλβιν σ’ αυτό το υβρεολόγιο.
Μόλις τον άκουσε να λέει «είσαι και γαμώ τις μηχανές» και
«αυτούς τους μαλάκες της Οξφόρδης», ο Κάλβιν πήρε μια
παρανοϊκή έκφραση, σαν αυτές που μπορεί κανείς να δει μόνο
σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού με ζόμπι. Έκανε κουπί όλο
και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά, ξεφυσώντας τόσο ηχηρά,
που η ανάσα του θύμιζε αγκομαχητό τρένου, ωστόσο ο
μικροκαμωμένος άντρας δεν έδειχνε ικανοποιημένος, συνέχιζε
να
φωνάζει
στον
Κάλβιν,
απαιτώντας
περισσότερα
και
παίρνοντας περισσότερα καθώς μετρούσε αντίστροφα τις
κουπιές που απέμεναν σαν μανιασμένο χρονόμετρο: «Είκοσι!
Δεκαπέντε! Δέκα! Πέντε!». Κι ύστερα το μέτρημα τέλειωσε κι
απέμεινε μόνο μία απλή λέξη, με την οποία η Ελίζαμπεθ δεν
μπορούσε παρά να συμφωνήσει απόλυτα.
«Αρκετά» είπε ο πηδαλιούχος.
Και τότε ο Κάλβιν έγειρε με όλο του το βάρος μπροστά, σαν
να τον είχαν πυροβολήσει πισώπλατα.
«Κάλβιν!» φώναξε η Ελίζαμπεθ, σπεύδοντας στο πλευρό του.
«Θεέ μου!»
«Εντάξει είναι» την καθησύχασε ο πηδαλιούχος. «Εντάξει δεν
είσαι, Καλ; Και τώρα πάρε αυτό το παλιομηχάνημα από τη
μέση».
Ο Κάλβιν έγνεψε καταφατικά, ρουφώντας άπληστα οξυγόνο.
«Μα… φυσικά… Σαμ» είπε ξέπνοα ανάμεσα στις βαθιές
εισπνοές του. «Και… ευχαριστώ… Θα… ήθελα… να σου…
συστήσω… την Ελίζ… Ελίζ… Ελίζαμπεθ Ζοτ. Το… νέο… μου…
ζευγάρι».
Ξαφνικά η Ελίζαμπεθ ένιωσε όλα τα βλέμματα να στρέφονται
πάνω της.
«Ζευγάρι με τον Έβανς;» είπε ένας από τους κωπηλάτες,
γουρλώνοντας τα μάτια. «Πώς τα κατάφερες; Κέρδισες κανένα
χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο;»
«Ορίστε;»
«Θα είσαι σε κάποια γυναικεία κωπηλατική ομάδα, τότε;»
ρώτησε με ενδιαφέρον ο πηδαλιούχος.
«Εεε… όχι, δεν έχω–» Και τότε ξαφνικά σώπασε. «Μα
υπάρχουν γυναικείες ομάδες;»
«Τώρα μαθαίνει» εξήγησε ο Κάλβιν, αναπνέοντας τώρα πιο
κανονικά. «Αλλά έχει ήδη ό,τι χρειάζεται». Πήρε μια βαθιά
ανάσα, σηκώθηκε από το μηχάνημα και άρχισε να το τραβάει
στην άκρη. «Μέχρι το καλοκαίρι θα σαρώνουμε τον κόλπο μαζί
σας».
Η Ελίζαμπεθ δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε. Θα
σάρωναν τον κόλπο; Δεν μπορεί να μιλούσε για αγώνες; Τι είχε
απογίνει η ρομαντική ενατένιση της ανατολής;
«Εμμ…» είπε σιγανά γυρνώντας προς τον πηδαλιούχο, καθώς
ο Κάλβιν απομακρυνόταν για να βρει μια πετσέτα να
σκουπιστεί. «Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ–»
«Μπορείς»
τη
διέκοψε
εκείνος
πριν
προλάβει
να
ολοκληρώσει. «Ο Έβανς ποτέ δεν θα ζητούσε από κάποιον που
δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες να μπει μαζί του σε
λέμβο» πρόσθεσε και της έκλεισε το μάτι χαμογελώντας. «Ναι.
Το βλέπω κι εγώ».
«Ποιο;» ρώτησε έκπληκτη εκείνη.
Μα εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί, εκτοξεύοντας προσταγές
για τη λέμβο που έπρεπε να βγει στην προβλήτα. « Ένα πόδι
μέσα» τον άκουσε να φωνάζει «και κάτω». Και μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα το σκάφος χάθηκε μες στην πυκνή ομίχλη. Το
τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει ήταν η αλλόκοτη
λαχτάρα που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπα των αντρών, παρά τις
πρώτες χοντρές σταγόνες παγωμένης βροχής που προμήνυαν
τις επερχόμενες δύσκολες καιρικές συνθήκες.
8
Παρακάνοντάς το
Τ
ην πρώτη μέρα που η Ελίζαμπεθ και ο Κάλβιν βγήκαν στο
νερό, τούμπαραν κι έπεσαν μέσα. Τη δεύτερη μέρα πάλι
τούμπαραν. Την τρίτη ξανά.
«Μα τι κάνω λάθος;» απόρησε εκείνη, με τα δόντια της να
χτυπάνε καθώς έσπρωχναν τη μακρόστενη λέμβο προς την
προβλήτα. Είχε ξεχάσει να αναφέρει στον Κάλβιν μια μικρή
λεπτομέρεια: δεν ήξερε κολύμπι.
«Τα πάντα» απάντησε εκείνος μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Όπως σου έχω ξαναπεί, η κωπηλασία απαιτεί τέλεια τεχνική»
της είπε δέκα λεπτά αργότερα, δείχνοντάς της το κωπηλατικό
μηχάνημα για να της δώσει να καταλάβει πως, παρά τα
βρεγμένα ρούχα της, έπρεπε να καθίσει εκεί.
Ενώ εκείνη προσάρμοζε τη θέση των ποδιών, της εξήγησε ότι
οι κωπηλάτες ασκούνται στο μηχάνημα όταν έχει κακοκαιρία ή
όταν θέλουν να χρονομετρηθούν ή όταν ο προπονητής έχει
κακοκεφιές. Κι όταν το κάνουν σωστά, ιδίως κατά τη διάρκεια
των τεστ φυσικής κατάστασης, φτάνουν σε σημείο να κάνουν
μέχρι και εμετό. Διότι η άσκηση στο μηχάνημα κάνει ακόμα
και τη χειρότερη μέρα στο νερό να φαντάζει μια χαρά.
Ωστόσο οι δυο τους είχαν συνέχεια κακές μέρες. Το επόμενο
πρωί ξαναβρέθηκαν μες στο νερό. Κι αυτό συνέβαινε επειδή ο
Κάλβιν αρνιόταν να παραδεχτεί μια απλή αλήθεια: η δίκωπη
λέμβος είναι και η δυσκολότερη στον χειρισμό. Σαν να θες να
μάθεις να πιλοτάρεις αεροπλάνο ξεκινώντας με Β-52. Όμως δεν
είχε άλλη επιλογή. Ήξερε πως οι άντρες δεν θα την άφηναν να
κωπηλατήσει μαζί τους σε μια μεγαλύτερη λέμβο, μια
οκτάκωπη. Όχι μόνο επειδή ήταν γυναίκα αλλά και επειδή η
έλλειψη εμπειρίας της θα τους κατέστρεφε τη διαδρομή. Ή,
ακόμα χειρότερα, μπορεί να έκανε καμιά άτσαλη κίνηση με το
κουπί και να έσπαγε κανένα πλευρό. Βέβαια, δεν της είχε πει
τίποτα γι’ αυτούς τους πιθανούς κινδύνους. Για προφανείς
λόγους.
Ίσιωσαν το σκάφος και ξαναμπήκαν.
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχεις αρκετή υπομονή. Πρέπει να
το πηγαίνεις πιο σιγά, Ελίζαμπεθ».
«Σιγά το πηγαίνω».
«Όχι, βιάζεσαι. Και η βιασύνη είναι από τα χειρότερα λάθη
που μπορεί να κάνει ένας κωπηλάτης. Ξέρεις τι γίνεται κάθε
φορά που βιάζεσαι; Ο Θεός σκοτώνει ένα γατάκι».
«Αχ, για όνομα του Θεού, Κάλβιν!»
«Επίσης, το άρπαγμά σου είναι πολύ αργό. Ο στόχος είναι να
το κάνεις γρήγορα, το ξέχασες;»
«Ε λοιπόν, τώρα μου τα ξεκαθάρισες όλα» γύρισε και του είπε
από την πρύμνη. «Να μη βιάζομαι για να πάω γρήγορα».
Τη χτύπησε απαλά στον ώμο σαν να της έλεγε ότι επιτέλους
είχε αρχίσει να πιάνει το νόημα.
«Ακριβώς».
Τρέμοντας, η Ελίζαμπεθ έσφιξε πιο δυνατά το κουπί. Τι
ηλίθιο άθλημα! Για τα επόμενα τριάντα λεπτά προσπαθούσε να
ακολουθεί τις αντιφατικές προσταγές του: Πιο ψηλά τα χέρια! Όχι,
χαμήλωσέ τα! Γείρε προς τα εμπρός! Θεούλη μου, όχι τόσο πολύ! Χριστούλη
μου, καμπουριάζεις, κάνεις λόρδωση, σηκώνεις το κουπί πολύ ψηλά,
βυθίζεις το κουπί υπερβολικά, βιάζεσαι, καθυστερείς! Ώσπου το ίδιο το
σκάφος, μπουχτισμένο με την όλη κατάσταση, τους έριξε πάλι
στο νερό.
« Ίσως να ήταν κακή ιδέα» είπε ο Κάλβιν καθώς προχωρούσαν
προς το λεμβοστάσιο, με τη βαριά λέμβο να κόβει τους
μουσκεμένους ώμους τους.
«Ποιο είναι το βασικό μου πρόβλημα;» ρώτησε εκείνη, έτοιμη
ν’ ακούσει τα χειρότερα καθώς χαμήλωναν το σκάφος στην
υποδοχή του. Ο Κάλβιν πάντα επέμενε ότι η κωπηλασία
απαιτεί ομαδική δουλειά υψίστου επιπέδου, κι ίσως αυτό να
ήταν το πρόβλημα, μιας και, σύμφωνα με το αφεντικό της,
εκείνη δεν ήταν «ομαδικός παίκτης». «Πες μου. Στα ίσα».
«Η φυσική» απάντησε ο Κάλβιν.
«Η φυσική…» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ ανακουφισμένη. «Δόξα
τω Θεώ».
«Κατάλαβα τι παίζει» είπε ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο φυσικής
αργότερα την ίδια μέρα στη δουλειά. «Η κωπηλασία είναι θέμα
κινητικής ενέργειας έναντι της αντίστασης του σκάφους και
του κέντρου βάρους». Σημείωσε μερικούς τύπους. «Και άλλοι
παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη» πρόσθεσε «είναι η
βαρύτητα και η πλευστότητα, ο ρυθμός, η ταχύτητα, η
ισορροπία, η μόχλευση, το μήκος των κουπιών, ο τύπος της
λεπίδας…». Όσο περισσότερο διάβαζε και πλήθαιναν οι
σημειώσεις που κρατούσε, τόσο τα μυστικά της κωπηλασίας
ξεδιπλώνονταν σιγά σιγά σαν περίπλοκοι αλγόριθμοι μπροστά
της. «Μα για όνομα του Θεού!» αναφώνησε τελικά, γέρνοντας
πίσω στο κάθισμά της. «Δεν είναι δα και τόσο δύσκολη η
κωπηλασία».
«Χριστέ μου!» φώναξε ο Κάλβιν δύο μέρες μετά, καθώς το
σκάφος τους έσκιζε αβίαστα το νερό. «Μα ποια είσαι, τέλος
πάντων;»
Εκείνη δεν μίλησε, καθώς ανακαλούσε τους διάφορους
τύπους στο μυαλό της. Καθώς περνούσαν δίπλα από μια
ακινητοποιημένη οκτάκωπη λέμβο αντρών, όλα τα κεφάλια
στράφηκαν για να τους δουν να προσπερνούν.
«Το είδατε αυτό;» φώναξε οργισμένα ο πηδαλιούχος στην
ομάδα του. «Την είδατε πως μεγαλώνει το μήκος της κουπιάς
της χωρίς να το παρακάνει σκύβοντας μπροστά για το
άρπαγμα;»
Ωστόσο έναν μήνα μετά το αφεντικό της, ο δόκτωρ Ντονάτι,
την κατηγόρησε ακριβώς γι’ αυτό. «Το παρακάνετε, δεσποινίς
Ζοτ» είπε και έκανε μια παύση για να σφίξει τον ώμο της. «Η
αβιογένεση
είναι
ένα
ακαδημαϊκό
θέμα
διδακτορικού
επιπέδου, και μάλιστα τόσο βαρετό, που κανείς δεν ασχολείται
μ’ αυτό. Και μην το πάρετε στραβά, αλλά υπερβαίνει το
πνευματικό σας επίπεδο».
«Και πώς ακριβώς πρέπει να το πάρω, αν όχι στραβά;» είπε
εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους για να αποδιώξει την
παλάμη του.
«Τι έπαθε το χέρι σας;» ρώτησε ο Ντονάτι, αγνοώντας τον
τόνο της φωνής της και παίρνοντας τα μπανταρισμένα δάχτυλά
της στις χούφτες του. «Αν αντιμετωπίζετε δυσκολίες με τον
εξοπλισμό του εργαστηρίου, μπορείτε πάντα να ζητήσετε
βοήθεια από τα παιδιά».
«Μαθαίνω κωπηλασία» εξήγησε εκείνη, τραβώντας πίσω το
χέρι της. Παρά την πρόσφατη βελτίωσή της στο άθλημα, οι
τελευταίες φορές είχαν καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία.
«Κωπηλασία λοιπόν». Ο Ντονάτι έκανε μια γκριμάτσα. Άντε
πάλι ο καταραμένος ο Έβανς.
Είχε υπάρξει και ο Ντονάτι κωπηλάτης, και μάλιστα στο
Χάρβαρντ, όπου είχε την τρομερή κακοτυχία να αγωνιστεί μία
φορά με αντίπαλο τον Έβανς και την πολύτιμη ομάδα του
Κέμπριτζ στη γαμημένη τη Βασιλική Ρεγκάτα του Χένλεϊ. Η
καταστροφική ήττα τους (με απόσταση επτά λέμβων), που
κατάφεραν να τη δουν μόνο μια χούφτα άνθρωποι τεντώνοντας
τον λαιμό τους πάνω από μια θάλασσα τεράστιων καπέλων,
φρόντισαν τεχνηέντως να αποδοθεί στο φις εντ τσιπς που είχαν
φάει το προηγούμενο βράδυ και όχι στους τόνους μπίρας με
τους οποίους το είχαν κατεβάσει.
Με άλλα λόγια, ήταν όλοι τους ακόμη μεθυσμένοι κατά την
εκκίνηση.
Μετά τον αγώνα ο προπονητής τους τους είπε να πάνε να
συγχαρούν τους σνομπαρίες του Κέμπριτζ. Και τότε ο Ντονάτι
έμαθε
ότι
ένα
από
τα
παιδιά
του
πληρώματος
ήταν
Αμερικανός: ένας Αμερικανός που για κάποιον λόγο το είχε
άχτι το Χάρβαρντ. Καθώς έσφιγγε το χέρι του Έβανς, ο Ντονάτι
κατάφερε να ψελλίσει ένα «Καλή δουλειά», όμως εκείνος, αντί
να ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση, του είπε: «Χριστέ μου,
μεθυσμένος είσαι;».
Ο Ντονάτι τον αντιπάθησε αμέσως, μια αντιπάθεια που
φούντωσε περισσότερο όταν έμαθε ότι δεν ήταν ένας απλός
φοιτητής χημείας, όπως ο ίδιος, παρά εκείνος ο Έβανς, ο Κάλβιν
Έβανς, ο τύπος που είχε ήδη αφήσει το στίγμα του στον
επιστημονικό κόσμο της χημείας.
Δεν ήταν λοιπόν ν’ απορεί κανείς που χρόνια αργότερα, όταν
ο Έβανς δέχτηκε την εξωφρενική πρόταση από το Χέιστινγκς,
την οποία ο ίδιος ο Ντονάτι είχε ετοιμάσει, εκείνος δεν χάρηκε
καθόλου. Πρώτον, ο Έβανς δεν τον θυμόταν – μεγάλη αγένεια.
Δεύτερον, ο Έβανς είχε διατηρήσει την καλή του φόρμα – πολύ
ενοχλητικό. Τρίτον, ο Έβανς δήλωσε στο περιοδικό Chemistry
Today ότι δέχτηκε τη θέση όχι χάρη στην εξαίρετη φήμη του
Χέιστινγκς, αλλά επειδή του άρεσε ο γαμημένος ο καιρός. Πολύ
μαλάκας ο τύπος. Ωστόσο υπήρχε και κάτι παρηγορητικό. Ο
Ντονάτι ήταν ο διευθυντής του Τμήματος Χημείας, και όχι
απλώς και μόνο επειδή ο πατέρας του έπαιζε γκολφ με τον
διευθύνοντα σύμβουλο του ινστιτούτου, ούτε επειδή τύχαινε να
είναι βαφτισιμιός του, και σίγουρα όχι επειδή είχε παντρευτεί
την κόρη του. Οπότε ο σπουδαίος και τρανός Έβανς θα έδινε
αναφορά σ’ εκείνον.
Για να δείξει ποιος ήταν το αφεντικό, προγραμμάτισε μια
σύσκεψη με τον αλαζόνα Έβανς, στην οποία πήγε σκόπιμα
είκοσι λεπτά καθυστερημένος. Δυστυχώς, όταν έφτασε βρήκε
μια άδεια αίθουσα, διότι ο Έβανς δεν είχε μπει καν στον κόπο
να πάει.
«Συγγνώμη, Ντίνο, δεν μου πολυαρέσουν οι συσκέψεις» τον
ενημέρωσε αργότερα.
«Ντονάτι με λένε».
Και τώρα η Ελίζαμπεθ Ζοτ! Δεν τη συμπαθούσε καθόλου τη
Ζοτ. Ήταν φορτική, ξύπνια και ισχυρογνώμων. Το χειρότερο
όλων, είχε απαίσιο γούστο στους άντρες. Σε αντίθεση με
πολλούς
άλλους,
εκείνος
δεν
την
έβρισκε
ελκυστική.
Χαμήλωσε το βλέμμα του στη φωτογραφία της οικογένειάς του
με την ασημένια κορνίζα: τρία αγόρια με μεγάλα αυτιά
ανάμεσα στον ίδιο και στην Ίντιθ με τη γαμψή μύτη. Αυτός και
η Ίντιθ αποτελούσαν ομάδα με τον τρόπο που πρέπει να το
κάνουν τα ζευγάρια: όχι επειδή μοιράζονταν χόμπι σαν την
κωπηλασία, που να πάρει η ευχή, αλλά ακολουθώντας τις
κοινωνικές και σωματικές επιταγές του φύλου τους. Εκείνος
έφερνε το φαγητό στο τραπέζι κι εκείνη γεννούσε μωρά. Ένας
φυσιολογικός, παραγωγικός, θεάρεστος γάμος. Αν κοιμόταν με
άλλες γυναίκες; Μα τι ερώτηση κι αυτή! Όλοι αυτό δεν έκαναν;
«…η υπόθεση εργασίας μου…» έλεγε η Ζοτ.
Υπόθεση εργασίας και μαλακίες. Να κάτι ακόμα που
απεχθανόταν στη Ζοτ: ήταν ακούραστη. Ακατάβλητη. Δεν
ήξερε πότε να τα παρατήσει. Τυπικά χαρακτηριστικά ενός
κωπηλάτη, τώρα που το σκεφτόταν. Ο ίδιος είχε χρόνια να
κωπηλατήσει. Άραγε υπήρχε στ’ αλήθεια γυναικεία κωπηλατική
ομάδα στην πόλη; Προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να
κωπηλατούσε μαζί με τον Έβανς! Ένας κορυφαίος κωπηλάτης
σαν εκείνον δεν θα καταδεχόταν ποτέ να μπει στην ίδια λέμβο
με μια αρχάρια, κι ας μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι. Γράψε
λάθος: ιδίως αν μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι. Μάλλον θα την
είχε γράψει σε καμιά ομάδα αρχαρίων και η Ζοτ, θέλοντας ν’
αποδείξει την αξία της –ως συνήθως–, το δέχτηκε. Ρίγησε στη
σκέψη ενός τσούρμου αδέξιων κωπηλατριών να παλεύουν
χτυπώντας τα κουπιά τους στο νερό σαν ανεξέλεγκτες
σπάτουλες.
«…είμαι αποφασισμένη να φτάσω μέχρι το τέλος, δόκτορα
Ντονάτι» τον διαβεβαίωσε η Ζοτ.
Ναι,
ναι,
να
το
πάλι.
Γυναίκες
σαν
αυτήν
πάντα
χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αποφασισμένη». Ε λοιπόν, ήταν κι
αυτός αποφασισμένος. Μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε
σκεφτεί έναν καινούργιο τρόπο να αντιμετωπίσει τη Ζοτ. Θα
την έκλεβε από τον Έβανς. Υπήρχε καλύτερος τρόπος να πάρει
το αίμα του πίσω από τον ξιπασμένο; Και μετά, αφού θα
μετέτρεπε το ειδύλλιο του Έβανς με τη Ζοτ σε τόπο συντριβής
χωρίς επιζώντες, θα την παρατούσε και θα ξαναγύριζε στη –για
άλλη μια φορά– έγκυο νοικοκυρά γυναίκα του και στα αφόρητα
φασαριόζικα παιδιά του. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Το
σχέδιό
του
ήταν
απλό:
πρώτα
θα
έπληττε
την
αυτοεκτίμηση της Ζοτ. Οι γυναίκες καταρρακώνονταν τόσο
εύκολα.
«Όπως σας είπα ήδη» επανέλαβε με έμφαση ο Ντονάτι καθώς
σηκωνόταν
όρθιος,
ρουφώντας
το
στομάχι
του
και
αποπέμποντάς τη με ένα απαξιωτικό νεύμα: «Δεν είστε αρκετά
έξυπνη».
Η Ελίζαμπεθ διέσχισε τον διάδρομο με τα τακούνια της να
χτυπάνε στα πλακάκια μ’ έναν επικίνδυνα στακάτο ρυθμό.
Προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αλλά η
οργή της ξαναφούντωσε με ταχύτητα τυφώνα. Σταματώντας
απότομα, κοπάνησε τον τοίχο με τη γροθιά της κι έπειτα πήρε
τον χρόνο της για να σκεφτεί τις επιλογές της.
Να ξαναπροσπαθήσει.
Να παραιτηθεί.
Να βάλει φωτιά στο κτίριο.
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, όμως τα λόγια του έριχναν λάδι
στην υπόγεια φωτιά της αυτοαμφισβήτησης που έκαιγε
διαρκώς μέσα της. Δεν διέθετε ούτε τη μόρφωση ούτε την
εμπειρία των άλλων. Της έλειπαν όχι μόνο οι τίτλοι σπουδών
τους αλλά και οι δημοσιεύσεις τους, η υποστήριξη από τους
ομοτίμους τους, η οικονομική στήριξη της οποίας έχαιραν, τα
βραβεία που είχαν λάβει. Κι όμως ήξερε –το ήξερε– ότι
βρισκόταν στα πρόθυρα μιας σημαντικής ανακάλυψης. Κάποιοι
άνθρωποι είναι γεννημένοι για κάτι, κι εκείνη ανήκε σε αυτή
την κατηγορία. Πίεσε το μέτωπό της με το χέρι της, λες κι έτσι
θα εμπόδιζε το κεφάλι της να εκραγεί.
«Δεσποινίς Ζοτ; Με συγχωρείτε, δεσποινίς Ζοτ;»
Η φωνή έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά.
«Δεσποινίς Ζοτ!»
Από τη γωνία μόλις λίγο πιο πέρα ξεπρόβαλε ένας άντρας με
αραιωμένα μαλλιά και μια στοίβα χαρτιά. Ήταν ο δόκτωρ
Μπόριβαϊτς, ένας συνάδελφος που συχνά αναζητούσε τη
βοήθειά της, όπως και οι περισσότεροι, όταν δεν τον έβλεπε
κανείς.
«Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτά
εδώ» είπε χαμηλόφωνα παίρνοντάς την παράμερα, με το
μέτωπο ρυτιδιασμένο από την αγωνία. «Είναι τα τελευταία
αποτελέσματα των δοκιμών μου». Της έδωσε ένα φύλλο χαρτί.
«Εγώ θα το αποκαλούσα σημαντική ανακάλυψη, εσείς;» Τα
χέρια του έτρεμαν. «Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο;»
Είχε τη συνηθισμένη του έκφραση: τρομαγμένη σαν να είχε
μόλις αντικρίσει κάποιο φάντασμα. Αποτελούσε για όλους ένα
μυστήριο το πώς ο δόκτωρ Μπόριβαϊτς είχε καταφέρει να πάρει
διδακτορικό στη χημεία, πόσο μάλλον να εξασφαλίσει μια θέση
στο Χέιστινγκς. Και πολύ συχνά έδειχνε εξίσου σαστισμένος και
ο ίδιος.
«Λέτε ο φίλος σας να ενδιαφερθεί γι’ αυτό;» ρώτησε ο
Μπόριβαϊτς. «Μήπως θα μπορούσατε να του το δείξετε; Εκεί
πηγαίνετε; Στο εργαστήριό του; Να έρθω μαζί σας;» Άπλωσε το
χέρι και την έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν σωσίβιο, κάτι
από το οποίο θα μπορούσε να κρατηθεί μέχρι να καταφτάσει το
μεγάλο διασωστικό πλοίο με τη μορφή του Κάλβιν Έβανς.
Η Ελίζαμπεθ πήρε προσεκτικά τα χαρτιά από τα χέρια του.
Παρά την τάση του να γαντζώνεται από τους άλλους, τον
συμπαθούσε τον Μπόριβαϊτς. Ήταν ευγενικός, επαγγελματίας.
Και είχαν κάτι κοινό: βρίσκονταν και οι δύο στο λάθος μέρος τη
λάθος στιγμή, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
«Το θέμα είναι, δόκτορα Μπόριβαϊτς, ότι πρόκειται για ένα
μακρομόριο με επαναλαμβανόμενες μονάδες συνδεδεμένες με
αμιδικούς δεσμούς» του είπε, προσπαθώντας να παραμερίσει
τα δικά της προβλήματα καθώς μελετούσε τη δουλειά του.
«Μάλιστα, μάλιστα».
«Με άλλα λόγια, είναι πολυαμίδιο».
«Πολυ–» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ακόμα κι εκείνος
ήξερε ότι τα πολυαμίδια ήταν γνωστά από καιρό. «Νομίζω πως
κάνετε λάθος. Ξανακοιτάξτε το».
«Δεν είναι κακό εύρημα» του είπε εκείνη ευγενικά. «Απλώς
είναι κάτι που έχει ήδη αποδειχτεί».
Κούνησε το κεφάλι του ηττημένος.
«Άρα καλύτερα να μην το δείξω στον Ντονάτι».
«Βασικά, ανακαλύψατε εκ νέου το νάιλον».
«Πράγματι» είπε κοιτώντας τα αποτελέσματά του. «Να
πάρει!» Χαμήλωσε το κεφάλι. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή.
Ύστερα έριξε μια ματιά στο ρολόι του, λες και θα έβρισκε εκεί
κάποια απάντηση. «Τι πάθατε;» ρώτησε τελικά, δείχνοντας τα
μπανταρισμένα δάχτυλά της.
«Α, τίποτα. Κάνω κωπηλασία. Ή μάλλον προσπαθώ».
«Είστε καλή;»
«Όχι».
«Τότε, γιατί το κάνετε;»
«Δεν ξέρω».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Πόσο σας καταλαβαίνω!»
«Πώς πάει το πρότζεκτ σου;» ρώτησε ο Κάλβιν την Ελίζαμπεθ
μερικές εβδομάδες αργότερα, ενώ έτρωγαν μαζί μεσημεριανό.
Έφαγε μια μπουκιά από το σάντουιτς γαλοπούλας, μασώντας
ζωηρά για να κρύψει το γεγονός ότι ήδη γνώριζε. Όλοι
γνώριζαν.
«Καλά» απάντησε εκείνη.
«Αντιμετώπισες κανένα πρόβλημα;»
«Κανένα» του είπε και ήπιε μια γουλιά νερό.
«Ξέρεις ότι αν ποτέ χρειαστείς τη βοήθειά μου–»
«Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου».
Ο Κάλβιν αναστέναξε απογοητευμένος. Ήταν ένα είδος
αφέλειας, σκέφτηκε, ο τρόπος με τον οποίο εκείνη συνέχιζε να
πιστεύει πως το μόνο που χρειάζεσαι για να τα βγάλεις πέρα
στη ζωή είναι σθένος. Σίγουρα είναι σημαντικό το σθένος,
αλλά χρειάζεσαι και τύχη, κι αν λείπει αυτή, τότε θες βοήθεια.
Όλοι χρειάζονται βοήθεια. Όμως, ίσως επειδή δεν της είχε
προσφερθεί ποτέ, αρνιόταν να πιστέψει ότι μπορούσε να την
έχει. Πόσες και πόσες φορές δεν την είχε ακούσει να
υποστηρίζει πως, αν έβαζε τα δυνατά της, θα τα κατάφερνε;
Είχε χάσει το μέτρημα. Κι όλα αυτά παρά τις σημαντικές
ενδείξεις περί του αντιθέτου. Ιδίως στο Χέιστινγκς.
Τελειώνοντας το φαγητό του –εκείνη μετά βίας είχε αγγίξει το
δικό της–, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δεν θα επενέβαινε.
Έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία της. Εκείνη ήθελε να το
χειριστεί μόνη της. Οπότε αυτός δεν θα ανακατευόταν.
«Ποιο είναι το πρόβλημά σου, Ντονάτι;» βρυχήθηκε περίπου
δέκα λεπτά αργότερα ορμώντας στο γραφείο του αφεντικού
του. « Έχεις θέμα με τις θεωρίες για την προέλευση της ζωής;
Πιέζεσαι από τη θρησκευτική κοινότητα; Επειδή η αβιογένεση
είναι άλλη μια απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός, φοβάσαι μην το
πάρουν στραβά στο Κάνσας; Γι’ αυτό ματαιώνεις το πρότζεκτ
της Ζοτ; Και τολμάς ν’ αποκαλείς τον εαυτό σου επιστήμονα;»
«Κάλβιν» είπε ο Ντονάτι, με τα χέρια πλεγμένα χαλαρά πίσω
απ’ το κεφάλι του. «Όσο κι αν απολαμβάνω κάτι τέτοιες
κουβεντούλες μαζί σου, είμαι πολύ απασχολημένος αυτή τη
στιγμή».
«Γιατί η μόνη άλλη πιθανή εξήγηση» συνέχισε την επίθεση ο
Κάλβιν, χώνοντας τα χέρια στις μπροστινές τσέπες του
φαρδουλού υφασμάτινου παντελονιού του, «είναι ότι δεν
καταλαβαίνεις τη δουλειά της».
Ο Ντονάτι γούρλωσε τα μάτια και μια χολωμένη ανάσα βγήκε
απ’ τα χείλη του. Μα γιατί ήταν τόσο ανόητοι οι ευφυείς
άνθρωποι; Αν είχε έστω λίγο μυαλό ο Έβανς, θα τον
κατηγορούσε ότι προσπαθούσε να χωθεί στην όμορφη φιλενάδα
του.
Σβήνοντας το τσιγάρο του, είπε:
«Η αλήθεια είναι, Κάλβιν, ότι προσπαθούσα να δώσω λίγη
ώθηση στην καριέρα της. Προσφέροντάς της την ευκαιρία να
συνεργαστεί άμεσα μαζί μου σ’ ένα πολύ σημαντικό πρότζεκτ.
Να τη βοηθήσω να εξελιχτεί σε άλλους τομείς».
Ορίστε, είπε από μέσα του ο Ντονάτι. Να εξελιχτεί σε άλλους
τομείς… Πόσο πιο προφανές μπορεί να γίνει; Όμως ο Κάλβιν άρχισε να
του λέει για τα τελευταία αποτελέσματα των δοκιμών της, λες
και εξακολουθούσαν να μιλάνε για δουλειά. Ο τύπος δεν είχε
ιδέα τι του γινόταν.
«Δέχομαι προτάσεις καθημερινά» τον απείλησε ο Κάλβιν. «Το
Χέιστινγκς δεν είναι το μόνο μέρος όπου μπορώ να κάνω την
έρευνά μου!»
Άντε πάλι! Πόσες φορές το είχε ακούσει αυτό ο Ντονάτι;
Φυσικά
και
ο
Έβανς
ήταν
κελεπούρι
στον
κόσμο
της
επιστημονικής έρευνας, και ναι, η χρηματοδότησή τους σε
μεγάλο βαθμό στηριζόταν στην παρουσία του εκεί και μόνο.
Όμως αυτό οφειλόταν απλώς στο ότι οι χρηματοδότες πίστευαν
λανθασμένα πως το όνομα του Έβανς θα προσέλκυε κι άλλα
μεγάλα ταλέντα. Ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο. Όπως και να
είχε, εκείνος δεν ήθελε να φύγει ο Έβανς, ήθελε απλώς ν’
αποτύχει. Να του στρίψει τόσο πολύ εξαιτίας του χαμένου του
έρωτα, ώστε να χαντακωθεί μόνος του, καταστρέφοντας τη
φήμη του και όλες τις επιστημονικές ευκαιρίες που θα τον
οδηγούσαν ψηλά. Κι όταν συνέβαινε αυτό, τότε θα μπορούσε να
φύγει.
«Όπως σου είπα» απάντησε ο Ντονάτι με μετρημένη φωνή
«απλώς επιχείρησα να δώσω στη δεσποινίδα Ζοτ μια ευκαιρία
για προσωπική εξέλιξη. Προσπαθώ να βοηθήσω την καριέρα
της».
«Μπορεί να φροντίσει μόνη της την καριέρα της».
Ο Ντονάτι γέλασε.
«Μάλιστα. Ωστόσο να που ήρθες εσύ να με δεις».
Όμως εκείνο που ο Ντονάτι δεν είπε στον Κάλβιν ήταν ότι
πρόσφατα είχε προκύψει ένα τεράστιο κώλυμα στο σχέδιό του
να ξεφορτωθεί τον Έβανς μέσω της Ζοτ. Ένας χορηγός με
αδιανόητα βαθιές τσέπες.
Ο άνθρωπος είχε εμφανιστεί εντελώς ξαφνικά πριν από δύο
μέρες,
με
μια
λευκή
επιταγή
και
την
επιμονή
να
χρηματοδοτήσει –τι άλλο;– την έρευνα για την αβιογένεση. Ο
Ντονάτι αντιπαρέθεσε ευγενικά επιχειρήματα. Γιατί όχι τον
μεταβολισμό
των
λιπιδίων;
πρότεινε.
Ή
την
κυτταρική
διαίρεση; Όμως ο άντρας επέμενε: ή την αβιογένεση ή τίποτα.
Έτσι, ο Ντονάτι δεν είχε άλλη επιλογή: ειδοποίησε τη Ζοτ ότι
μπορούσε να επιστρέψει στη γελοία της έρευνα που δεν
οδηγούσε πουθενά.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε σημειώσει καμία πρόοδο μαζί
της. Αρνιόταν πεισματικά να υποκύψει στις συστηματικές
προσπάθειές του να της κόψει τα φτερά με σχόλια του τύπου
«δεν είσαι αρκετά έξυπνη». Όσες φορές κι αν της το
επαναλάμβανε, ποτέ της δεν αντέδρασε όπως έπρεπε. Πού
ήταν λοιπόν η χαμηλή αυτοεκτίμηση; Πού ήταν τα δάκρυα;
Εκείνη είτε επαναλάμβανε τα βαρετά επιχειρήματά της για την
αβιογένεση με απολύτως επαγγελματικό τρόπο είτε φρόντιζε
να του δείξει πως «αν με ξαναγγίξεις, θα το μετανιώσεις». Τι
στον διάολο έβρισκε ο Έβανς σ’ αυτή τη γυναίκα; Χάρισμά του.
Θα έπρεπε να σοφιστεί κάποιον άλλον τρόπο για να πάρει το
αίμα του πίσω από τον ξιπασμένο.
«Κάλβιν» είπε η Ελίζαμπεθ ορμώντας στο εργαστήριό του αργά
το απόγευμα. « Έχω σπουδαία νέα. Σου έκρυβα κάτι και σου
ζητώ συγγνώμη, αλλά το έκανα μόνο και μόνο επειδή δεν
ήθελα ν’ ανακατευτείς. Ο Ντονάτι ματαίωσε την έρευνά μου
πριν από μερικές εβδομάδες κι από τότε έδινα αγώνα για να
την ξεκινήσω πάλι. Σήμερα ο αγώνας μου ευοδώθηκε.
Ανακάλεσε την απόφασή του. Είπε πως επανεξέτασε τη
δουλειά μου και αποφάσισε πως είναι πολύ σημαντική για να
μη συνεχιστεί».
Ο Κάλβιν χαμογέλασε πλατιά, παίρνοντας μια έκφραση που
έλπιζε να δείχνει την αναμενόμενη έκπληξη – είχε φύγει από το
γραφείο του Ντονάτι λιγότερο από μία ώρα πριν.
«Τι; Αλήθεια;» είπε, χτυπώντας τη τρυφερά στην πλάτη.
«Προσπάθησε να ματαιώσει την έρευνα για την αβιογένεση; Ε
λοιπόν, ήταν λάθος του εξαρχής».
«Συγγνώμη που δεν σου το είχα πει. Ήθελα να το χειριστώ
μόνη μου, και τώρα χαίρομαι που το έκανα. Νιώθω πως είναι
μια αληθινή ψήφος εμπιστοσύνης στο έργο μου – σ’ εμένα».
«Οπωσδήποτε».
Τον κοίταξε πιο προσεκτικά κι έπειτα έκανε ένα βήμα πίσω.
«Ελπίζω όντως να τα κατάφερα μόνη μου. Δεν είχες κάποια
σχέση εσύ μ’ αυτό;»
«Πρώτη φορά ακούω για το θέμα».
«Δεν
μίλησες
ποτέ
με
τον
Ντονάτι;»
επέμεινε.
«Δεν
ανακατεύτηκες καθόλου;»
«Σ’ τ’ ορκίζομαι» της είπε ψέματα.
Μόλις εκείνη έφυγε, ο Κάλβιν έσφιξε τα δυο του χέρια,
εκδηλώνοντας βουβά τη χαρά του, και άνοιξε το στερεοφωνικό,
βάζοντας τη βελόνα στο «Sunny Side of the Street». Για
δεύτερη φορά είχε σώσει τον άνθρωπο που αγαπούσε όσο
κανέναν άλλον, και το καλύτερο ήταν πως εκείνη δεν το
γνώριζε.
Πήρε ένα σκαμνί, άνοιξε ένα σημειωματάριο και άρχισε να
γράφει. Κρατούσε ημερολόγιο από επτά χρονών περίπου,
καταγράφοντας τα γεγονότα και τους φόβους της ζωής του,
μαζί με εξισώσεις χημείας. Ακόμα και σήμερα το εργαστήριό
του ήταν γεμάτο από αυτά τα εξαιρετικά δυσανάγνωστα
σημειωματάρια. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που όλοι
υπέθεταν ότι έκανε πολλή δουλειά. Ο όγκος.
«Δεν βγάζω τα γράμματά σου εδώ» είχε παρατηρήσει αρκετές
φορές η Ελίζαμπεθ. «Τι είναι αυτό;» Του έδειξε μια θεωρία
σχετικά με το ριβονουκλεϊκό οξύ με την οποία είχε καταπιαστεί
για κάποιους μήνες.
«Μια υπόθεση για την ενζυμική προσαρμογή» της απάντησε.
«Κι αυτό εδώ;» ρώτησε δείχνοντας κάποιο σημείο πιο κάτω
στη σελίδα. Κάτι που είχε γράψει για εκείνη.
«Περισσότερα για το θέμα» είπε ο Κάλβιν κι έσπρωξε στην
άκρη το σημειωματάριο.
Όχι ότι είχε γράψει τίποτα κακό για εκείνη – το αντίθετο
μάλιστα.
Απλώς
δεν
μπορούσε
να
διακινδυνεύσει
ν’
ανακαλύψει η Ελίζαμπεθ πως ζούσε με τον φόβο μήπως εκείνη
πεθάνει.
Από
καιρό
είχε
καταλήξει
στο
συμπέρασμα
πως
ήταν
γρουσούζης, και είχε απτές αποδείξεις γι’ αυτό: όλοι οι
άνθρωποι τους οποίους αγαπούσε πέθαιναν, πάντα σε κάποιο
φριχτό ατύχημα. Ο μόνος τρόπος να θέσει τέλος σ’ αυτό το
θανάσιμο μοτίβο ήταν να θέσει τέλος στην αγάπη. Και αυτό
έκανε. Όμως μετά γνώρισε την Ελίζαμπεθ και, άθελά του,
βλακωδώς και εντελώς εγωιστικά, την αγάπησε. Και να τη
τώρα, να στέκεται ακριβώς πάνω στη γραμμή του πυρός της
γρουσουζιάς του.
Ως χημικός, αντιλαμβανόταν ότι η εμμονή του με τη
γρουσουζιά ήταν κάθε άλλο παρά επιστημονική, σκέτη
πρόληψη. Ας ήταν λοιπόν. Η ζωή δεν ήταν κάποιου είδους
υπόθεση την οποία ελέγχεις και ξαναελέγχεις χωρίς καμία
συνέπεια. Τελικά πάντα κάτι στράβωνε. Έτσι, βρισκόταν
συνεχώς
σε
εγρήγορση
για
πράγματα
που
πιθανόν
να
αποτελούσαν απειλή για εκείνη, κι από το πρωί της σημερινής
μέρας ένα απ’ αυτά ήταν και η κωπηλασία.
Είχαν τουμπάρει πάλι –δικό του το φταίξιμο– και για πρώτη
φορά είχαν καταλήξει και οι δύο στο νερό από την ίδια μεριά
του
σκάφους,
και
τότε
εκείνος
έκανε
μια
τρομακτική
διαπίστωση: η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε κολύμπι. Κρίνοντας από
τον τρόπο που πλατσούριζε πανικόβλητη, κατάλαβε πως δεν
είχε κάνει ποτέ ούτε ένα μάθημα κολύμβησης.
Γι’ αυτό και, όταν η Ελίζαμπεθ πήγε για ντους στο
λεμβοστάσιο, εκείνος και ο Εξίμισι προσέγγισαν τον αρχηγό
της αντρικής ομάδας, τον δόκτορα Μέισον. Ήταν η εποχή της
κακοκαιρίας. Αν εκείνος και η Ελίζαμπεθ σκόπευαν να
συνεχίσουν την κωπηλασία –κι εκείνη ήθελε να συνεχίσουν–,
θα ήταν προτιμότερο να το κάνουν με μια οκτάκωπη λέμβο.
Πιο ασφαλές. Επιπλέον, αν η οκτάκωπη τούμπαρε –πράγμα
απίθανο–, θα υπήρχαν πολλοί τριγύρω για να τη σώσουν. Ο
Μέισον προσπαθούσε να τον στρατολογήσει πάνω από τρία
χρόνια τώρα, άξιζε λοιπόν να δοκιμάσει.
«Τι λες;» ρώτησε τον Μέισον. «Θα πρέπει να μας δεχτείς και
τους δύο όμως».
«Μια γυναίκα σε αντρική οκτάκωπο;» απόρησε ο δόκτωρ
Μέισον,
διορθώνοντας
το
καπέλο
του
πάνω
στα
κοντοκουρεμένα μαλλιά του. Είχε υπάρξει κάποτε πεζοναύτης
και το απεχθανόταν. Όμως είχε διατηρήσει το κούρεμα.
«Είναι καλή» τον βεβαίωσε ο Κάλβιν. «Σκληρό καρύδι».
Ο Μέισον έγνεψε καταφατικά. Τώρα εργαζόταν ως μαιευ-­
τήρας. Και ήξερε πολύ καλά πόσο σκληρές μπορούσαν να είναι
οι γυναίκες. Αλλά και πάλι… Γυναίκα; Πώς θα μπορούσε να
λειτουργήσει αυτό;
« Έι, μάντεψε!» είπε ένα λεπτό αργότερα ο Κάλβιν στην
Ελίζαμπεθ. «Η αντρική ομάδα μάς θέλει και τους δύο στην
οκτάκωπο σήμερα».
«Αλήθεια;» Ανέκαθεν ο στόχος της ήταν να μπει σε
οκτάκωπο. Τα σκάφη αυτά σπάνια τούμπαραν. Δεν είχε πει
στον Κάλβιν ότι δεν ήξερε κολύμπι. Γιατί να τον ανησυχήσει;
«Μόλις τώρα με πλησίασε ο αρχηγός της ομάδας. Σ’ έχει δει
να κωπηλατείς» της είπε. «Και ξέρει ν’ αναγνωρίζει τα
ταλέντα».
Ο Εξίμισι στα πόδια τους ξεφύσηξε. Ψέματα, ψέματα κι άλλα
ψέματα.
«Πότε ξεκινάμε;»
«Τώρα».
«Τώρα;» Ένα κύμα πανικού τη σάρωσε. Παρότι ήθελε να
κωπηλατήσει σε οκτάκωπο, γνώριζε και ότι απαιτούσε ένα
επίπεδο συγχρονισμού που δεν είχε κατακτήσει ακόμη. Όταν
ένα σκάφος πλέει καλά, είναι επειδή οι άνθρωποι επάνω του
έχουν καταφέρει ν’ αφήσουν στην άκρη τις ασήμαντες
διαφορές τους και τη σωματική τους ανομοιογένεια και να
κωπηλατούν σαν ένας. Απόλυτη αρμονία, αυτός ήταν ο στόχος.
Κάποτε είχε ακούσει τον Κάλβιν να λέει σε κάποιον στο
λεμβοστάσιο ότι ο προπονητής του στο Κέμπριτζ επέμενε μέχρι
και ν’ ανοιγοκλείνουν τα μάτια ταυτόχρονα. Προς μεγάλη της
έκπληξη, είδε τον τύπο να γνέφει καταφατικά. «Μέχρι και τα
νύχια των ποδιών μας έπρεπε να έχουν το ίδιο μήκος. Έκανε
τεράστια διαφορά».
«Θα καθίσεις στη δεύτερη θέση» της είπε ο Κάλβιν.
«Τέλεια» απάντησε εκείνη, ελπίζοντας εκείνος να μην
πρόσεχε το έντονο τρέμουλο των χεριών της.
«Ο πηδαλιούχος θα δίνει οδηγίες, θα τα πας μια χαρά. Απλώς
να παρακολουθείς το μπροστινό κουπί. Και να μην κοιτάζεις
ποτέ έξω απ’ το σκάφος».
«Για μια στιγμή! Πώς είναι δυνατόν να παρακολουθώ το
μπροστινό κουπί αλλά να μην κοιτάζω έξω απ’ το σκάφος;»
«Απλώς κάνε αυτό που σου λέω» την προειδοποίησε.
«Αλλιώς, θα αποσυντονιστείς».
«Μα–»
«Και χαλάρωσε».
«Εγώ–»
« Έτοιμοι!» φώναξε ο πηδαλιούχος.
«Μην ανησυχείς» την καθησύχασε ξανά ο Κάλβιν. «Θα τα πας
μια χαρά».
Κάποτε η Ελίζαμπεθ είχε διαβάσει ότι το 98% των πραγμάτων
για τα οποία ανησυχούν οι άνθρωποι δεν βγαίνουν ποτέ
αληθινά. Όμως, αναρωτήθηκε, τι γίνεται με το 2% που βγαίνει;
Και ποιος είχε καταλήξει σ’ αυτό το ποσοστό; Το 2% φάνταζε
ύποπτα χαμηλό. Εκείνη θα έλεγε πως είναι γύρω στο 10%, ίσως
και 20%. Στη δική της ζωή μάλλον πλησίαζε το 50%.
Πραγματικά δεν ήθελε ν’ ανησυχεί γι’ αυτή την κωπηλατική
διαδρομή, αλλά ανησυχούσε. Είχε 50% πιθανότητες να τα
θαλασσώσει.
Καθώς μετέφεραν τη λέμβο στην προβλήτα μες στο σκοτάδι,
ο άντρας μπροστά της έριξε μια ματιά πίσω του σαν να
προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ο τύπος που είχε συνήθως τη
θέση δύο έμοιαζε τώρα πιο μικροκαμωμένος.
«Είμαι η Ελίζαμπεθ Ζοτ» του είπε.
«Δεν μιλάμε!» φώναξε ο πηδαλιούχος.
«Ποια;» ρώτησε με καχύποπτο ύφος ο άντρας.
«Θα είμαι στη θέση δύο σήμερα».
«Ησυχία εκεί πέρα!» φώναξε πάλι ο πηδαλιούχος.
«Στη θέση δύο;» ψιθύρισε με δυσπιστία ο άντρας. «Εσύ θα
κωπηλατήσεις στη θέση δύο;»
«Γιατί, υπάρχει πρόβλημα;» του πέταξε η Ελίζαμπεθ.
« Ήσουν καταπληκτική!» φώναξε ο Κάλβιν δύο ώρες αργότερα,
χτυπώντας το τιμόνι του αυτοκινήτου με τέτοιον ενθουσιασμό,
που ο Εξίμισι φοβήθηκε μήπως τρακάρουν προτού φτάσουν
στο σπίτι. «Και συμφωνούν όλοι!»
«Ποιοι όλοι;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ. «Εμένα κανείς δεν μου
είπε τίποτα».
«Οι κωπηλάτες σού λένε κάτι μόνο όταν έχουν τσατιστεί. Το
θέμα είναι ότι είμαστε στη σύνθεση για την Τετάρτη».
Χαμογέλασε θριαμβευτικά. Πάλι την είχε σώσει. Πρώτα στη
δουλειά και τώρα εδώ. Ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος να διώξει
κανείς τη γρουσουζιά: παίρνοντας κρυφές αλλά συνετές
προφυλάξεις.
Η Ελίζαμπεθ έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε έξω απ’ το
παράθυρο. Άραγε να επικρατούσε πράγματι τέτοια ισότητα στο
άθλημα της κωπηλασίας; Ή μήπως επρόκειτο απλώς για τον
συνήθη φόβο από τους συνήθεις υπόπτους – οι κωπηλάτες,
όπως και οι επιστήμονες, έτρεμαν τη θρυλική μνησικακία του
Κάλβιν.
Καθώς οδηγούσαν στην παραλιακή επιστρέφοντας στο σπίτι,
με το φως του ήλιου που ανέτελλε να φωτίζει καμιά δεκαριά
σέρφερ με τις σανίδες τους στραμμένες προς την ακτή και τα
κεφάλια να ατενίζουν τη θάλασσα, ελπίζοντας να καβαλήσουν
μερικά κύματα πριν πάνε στη δουλειά τους, της πέρασε
ξαφνικά από το μυαλό η σκέψη ότι δεν είχε δει ποτέ την
υποτιθέμενη μνησικακία του Κάλβιν στην πράξη.
Γυρίζοντας προς το μέρος του, τον ρώτησε:
«Κάλβιν, γιατί λένε όλοι πως κρατάς κακίες;».
«Ορίστε;»
έκανε
εκείνος
ξαφνιασμένος,
ανίκανος
να
σταματήσει να χαμογελάει. Κρυφές, συνετές προφυλάξεις. Η
λύση στα προβλήματα της ζωής.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Στη δουλειά υπάρχει κάτι στον
αέρα… Όλοι πιστεύουν ότι, αν κάποιος διαφωνήσει μαζί σου,
θα τον καταστρέψεις».
«Α, κατάλαβα» είπε πρόσχαρα. «Φήμες. Κουτσομπολιά.
Ζήλια.
Υπάρχουν
σίγουρα
άνθρωποι
τους
οποίους
δεν
συμπαθώ, αλλά αν θα έφτανα στο σημείο να τους καταστρέψω;
Όχι βέβαια».
«Μάλιστα. Είμαι περίεργη όμως: δεν υπάρχει κάποιος στη
ζωή σου που δεν θα τον συγχωρούσες ποτέ;»
«Δεν μου έρχεται κανείς στο μυαλό» απάντησε με εύθυμο
ύφος. «Εσύ; Έχεις κανέναν που σκοπεύεις να τον μισείς για
όλη σου τη ζωή;»
Στράφηκε
και
την
κοίταξε.
Το
πρόσωπό
της
αναψοκοκκινισμένο από την κωπηλασία, τα μαλλιά της υγρά
από τις ψεκάδες της θάλασσας, η έκφρασή της σοβαρή.
Τέντωσε τα δάχτυλά της σαν να μετρούσε.
9
Μνησικακία
Ό
ταν ο Κάλβιν ισχυρίστηκε ότι δεν κρατούσε κακίες και
δεν μισούσε κανέναν, το εννοούσε με τον τρόπο που
κάποιοι άνθρωποι λένε ότι ξεχνάνε να φάνε. Δηλαδή έλεγε
ψέματα. Όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι
είχε αφήσει πίσω του το παρελθόν, αυτό βρισκόταν πάντα εδώ,
ματώνοντας την καρδιά του. Πολλοί άνθρωποι τον είχαν
αδικήσει, όμως υπήρχε μόνο ένας τον οποίο δεν μπορούσε να
συγχωρέσει. Μόνο ένας τον οποίο είχε ορκιστεί να μισεί μέχρι
να πεθάνει.
Είχε πρωτοδεί τον άνθρωπο αυτόν όταν ήταν δέκα ετών. Μια
μακριά
λιμουζίνα
είχε
σταματήσει
στις
πύλες
του
ορφανοτροφείου αρρένων κι από μέσα είχε βγει αυτός ο
άντρας. Ψηλός, κομψός, προσεγμένα ντυμένος, με κοστούμι
κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του και με ασημένια
μανικετόκουμπα, εντελώς αταίριαστος με το γενικότερο τοπίο
της Άιοβα. Ο Κάλβιν και τα υπόλοιπα αγόρια μαζεύτηκαν στον
φράχτη.
Αστέρας
του
κινηματογράφου,
υπέθεσαν.
Επαγγελματίας μπασκετμπολίστας ίσως.
Ήταν συνηθισμένα τα αγόρια σε κάτι τέτοια. Περίπου δύο
φορές τον χρόνο έρχονταν διασημότητες στο ορφανοτροφείο,
ακολουθούμενοι
από
ρεπόρτερ
που
τους
τραβούσαν
φωτογραφίες με μερικά από τα παιδιά. Ενίοτε αυτές οι
επισκέψεις έληγαν με δώρο κάνα δυο γάντια του μπέιζμπολ ή
μερικά αυτόγραφα. Όμως ο άντρας αυτός κρατούσε μόνο έναν
χαρτοφύλακα. Η μάζωξη των αγοριών διαλύθηκε.
Ωστόσο έναν περίπου μήνα μετά την επίσκεψη του άντρα
άρχισαν να καταφτάνουν διάφορα πράγματα: επιστημονικά
εγχειρίδια, μαθηματικά παιχνίδια, εξοπλισμός εργαστηρίου
χημείας. Και, σε αντίθεση με τα αυτόγραφα και τα γάντια του
μπέιζμπολ, ήταν για όλους.
« Έχει ο Θεός» είπε κάποια στιγμή ο ιερέας μοιράζοντας
μερικά ολοκαίνουργια βιβλία βιολογίας. «Πράγμα που σημαίνει
ότι εσείς τα πρόβατα θα βουλώσετε το στόμα σας και θα
καθίσετε ήσυχα, μη σας πάρει ο διάολος. Έι, εκεί πίσω, ήσυχα!
Σοβαρολογώ!» πρόσθεσε, κοπανώντας τον χάρακα σ’ ένα
διπλανό θρανίο, κάνοντάς τους όλους ν’ αναπηδήσουν στις
θέσεις τους.
«Με συγχωρείτε, πάτερ» είπε ο Κάλβιν ξεφυλλίζοντας το
βιβλίο του «αλλά το δικό μου έχει πρόβλημα, του λείπουν
κάποιες σελίδες».
«Δεν λείπουν, Κάλβιν» απάντησε ο ιερέας. «Αφαιρέθηκαν».
«Γιατί;»
«Γιατί δεν είναι σωστές, γι’ αυτό. Και τώρα ανοίξτε τα βιβλία
σας στη σελίδα 119, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με–»
«Λείπει η… η εξέλιξη» επέμεινε ο Κάλβιν, γυρνώντας τις
σελίδες.
«Αρκετά, Κάλβιν».
«Μα…»
Ο χάρακας χτύπησε με δύναμη τα δάχτυλά του.
«Κάλβιν» είπε βαριεστημένα ο επίσκοπος. «Τι πρόβλημα έχεις;
Είναι η τέταρτη φορά που σε στέλνουν σ’ εμένα αυτή την
εβδομάδα. Για να μη μιλήσω για τα παράπονα που άκουσα από
τον βιβλιοθηκάριο για τα ψέματά σου».
«Ποιον βιβλιοθηκάριο;» ρώτησε ο Κάλβιν ξαφνιασμένος. Δεν
μπορεί ο επίσκοπος να εννοούσε εκείνον τον μεθυσμένο ιερέα
που συνήθιζε να τρυπώνει στη μικρή ντουλάπα η οποία
φιλοξενούσε
την
αξιοθρήνητη
συλλογή
βιβλίων
του
ορφανοτροφείου.
«Ο πατήρ Έιμος λέει πως ισχυρίζεσαι ότι έχεις διαβάσει όλα τα
βιβλία που διαθέτουμε. Το ψέμα συνιστά αμαρτία, αλλά ο
κομπασμός
σε
συνδυασμό
με
το
ψέμα…
Δεν
υπάρχει
χειρότερο».
«Μα στ’ αλήθεια έχω διαβάσει–»
«Σιωπή!» φώναξε ο επίσκοπος, γέρνοντας απειλητικά πάνω
από το παιδί. «Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται χαλασμένοι, σαν
τα σάπια μήλα» συνέχισε. «Ως αποτέλεσμα γονέων που ήταν κι
αυτοί κακοί. Ωστόσο στη δική σου την περίπτωση δεν ξέρω τι
φταίει».
«Τι εννοείτε;»
«Εννοώ» είπε σκύβοντας μπροστά «πως υποψιάζομαι ότι
γεννήθηκες καλός, αλλά έγινες κακός στην πορεία. Χάλασες»
συνέχισε «εξαιτίας μιας σειράς κακών επιλογών. Έχεις ακουστά
τη θεωρία ότι η ομορφιά πηγάζει από μέσα μας;»
«Ναι».
«Ε λοιπόν, το μέσα σου ταιριάζει με την εξωτερική ασχήμια
σου».
Ο Κάλβιν άγγιξε τα πρησμένα δάχτυλά του προσπαθώντας να
μην κλάψει.
«Γιατί δεν μπορείς να είσαι ευγνώμων γι’ αυτά που έχεις;» Ο
επίσκοπος ξεφύσηξε απαυδισμένος. «Οι μισές σελίδες σ’ ένα
βιβλίο βιολογίας είναι καλύτερες από καθόλου σελίδες, σωστά;
Θεέ μου, το ήξερα ότι θα δημιουργηθεί πρόβλημα». Σηκώθηκε
από το γραφείο του και άρχισε να κόβει βόλτες στον χώρο.
«Επιστημονικά βιβλία, εξοπλισμός εργαστηρίου χημείας… Τι
αναγκαζόμαστε να ανεχτούμε απλώς και μόνο για να γεμίσουμε
με
χρήμα
τον
κορβανά
μας!»
Στράφηκε
στον
Κάλβιν
οργισμένος. «Ακόμα κι αυτό δικό σου λάθος είναι» είπε. «Δεν θα
βρισκόμασταν σ’ αυτή τη θέση αν δεν ήταν ο πατέρας σου…»
Ο Κάλβιν σήκωσε απότομα το κεφάλι.
«Τ-τέλος πάντων» μουρμούρισε ο επίσκοπος και επέστρεψε
στο γραφείο του, όπου άρχισε να πασπατεύει τα χαρτιά του.
«Δεν μπορείτε να μιλάτε για τον πατέρα μου!» φώναξε ο
Κάλβιν με πρόσωπο φουντωμένο. «Ούτε καν τον ξέρατε!»
«Θα μιλάω για όποιον θέλω, Έβανς» γρύλισε ο επίσκοπος.
«Άλλωστε δεν εννοούσα τον πατέρα σου που πέθανε στο
δυστύχημα με το τρένο. Εννοούσα» συνέχισε «τον αληθινό σου
πατέρα,
τον
ηλίθιο
που
μας
φόρτωσε
όλα
αυτά
τα
αναθεματισμένα επιστημονικά βιβλία. Ήρθε εδώ πριν από έναν
μήνα περίπου με μια μεγάλη λιμουζίνα, ψάχνοντας ένα
δεκάχρονο αγόρι του οποίου οι θετοί γονείς είχαν σκοτωθεί σε
δυστύχημα και η θεία του είχε πέσει με το αυτοκίνητό της σ’
ένα δέντρο, ένα μικρό αγόρι που “ίσως είναι” είπε ο άντρας
αυτός “πολύ ψηλό;”. Πήγα κατευθείαν στα συρτάρια μου και
βρήκα τον φάκελό σου. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε έρθει για
να σε ανακτήσει, σαν να ήσουν καμιά χαμένη βαλίτσα –
συμβαίνει συχνά με τις υιοθεσίες. Όταν όμως του έδειξα τη
φωτογραφία σου, έχασε κάθε ενδιαφέρον».
Ο Κάλβιν γούρλωσε τα μάτια, προσπαθώντας να χωνέψει τα
νέα που άκουγε. Υιοθετημένος; Δεν υπήρχε περίπτωση. Οι
γονείς του εξακολουθούσαν να είναι γονείς του, νεκροί ή
ζωντανοί. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά του
φέρνοντας στο μυαλό του το πόσο ευτυχισμένος ήταν κάποτε,
με το χεράκι του χωμένο στην ασφάλεια του μεγάλου χεριού
του πατέρα του, με το κεφαλάκι του γερτό στον ζεστό κόρφο
της μητέρας του. Έκανε λάθος ο επίσκοπος. Έλεγε ψέματα. Τα
αγόρια άκουγαν κάθε τόσο ιστορίες για το πώς και γιατί είχαν
καταλήξει στο Ορφανοτροφείο των Αγίων Πάντων: οι μανάδες
τους είχαν πεθάνει στη γέννα και οι πατεράδες τους δεν τα
έβγαζαν πέρα· η ανατροφή τους ήταν μεγάλο πρόβλημα·
υπήρχαν πολλά στόματα για να ταϊστούν. Κι αυτή λοιπόν ήταν
απλώς άλλη μια τέτοια ιστορία.
«Για να ξέρεις» συνέχισε ο επίσκοπος σαν να διάλεγε από μια
λίστα «η αληθινή σου μητέρα πέθανε στη γέννα και ο αληθινός
σου πατέρας δεν τα έβγαζε πέρα».
«Δεν σας πιστεύω!»
«Μάλιστα» είπε ψυχρά ο επίσκοπος κι έβγαλε δύο χαρτιά από
τον φάκελο του Κάλβιν: ένα πιστοποιητικό υιοθεσίας και το
πιστοποιητικό θανάτου μιας γυναίκας. «Ο εκκολαπτόμενος
επιστήμονας απαιτεί αποδείξεις».
Ο
Κάλβιν
έμεινε
να
κοιτάζει
τα
έγγραφα
με
μάτια
βουρκωμένα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ούτε μια λέξη.
Ο επίσκοπος χτύπησε τα δυο του χέρια.
«Εντάξει λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά είναι για σένα
ένα σοκ, Κάλβιν, όμως δες και τη θετική πλευρά. Έχεις πατέρα,
και σε φροντίζει – ή έστω φροντίζει για τη μόρφωσή σου. Άρα
έχεις πολύ περισσότερα από τα υπόλοιπα αγόρια. Προσπάθησε
να μην είσαι εγωιστής. Στάθηκες τυχερός. Πρώτα είχες καλούς
θετούς γονείς, τώρα έχεις έναν πλούσιο πατέρα. Δες το δώρο
του…» –δίστασε λίγο– «…ως ένα ενθύμιο. Έναν φόρο τιμής…
στη μητέρα σου. Κάτι σαν μνημόσυνο».
«Μα αν ήταν ο αληθινός μου πατέρας, θα μ’ έπαιρνε μακριά
αποδώ» είπε ο Κάλβιν, εξακολουθώντας να μην τον πιστεύει.
«Θα με ήθελε κοντά του».
Ο
επίσκοπος
χαμήλωσε
το
βλέμμα
του
στο
παιδί,
γουρλώνοντας έκπληκτος τα μάτια.
«Τι; Όχι. Σου είπα, η μητέρα σου πέθανε στη γέννα και ο
πατέρας σου δεν τα έβγαζε πέρα. Όχι, και οι δυο μας
συμφωνήσαμε –ιδίως αφού διάβασε τον φάκελό σου– ότι είναι
προτιμότερο να μείνεις εδώ. Ένα αγόρι σαν εσένα χρειάζεται
ένα ηθικό περιβάλλον και πολλή πειθαρχία. Αρκετοί πλούσιοι
άνθρωποι στέλνουν τα παιδιά τους εσωτερικά σε οικοτροφεία.
Δεν είναι και πολύ διαφορετικό το Ορφανοτροφείο των Αγίων
Πάντων». Σούφρωσε τη μύτη του, καθώς στα ρουθούνια του
έφτασαν ξινές μυρωδιές από την κουζίνα. «Ωστόσο επέμεινε να
εμπλουτίσουμε τις εκπαιδευτικές παροχές μας. Πράγμα το
οποίο θεώρησα μεγάλο θράσος» πρόσθεσε, αφαιρώντας μια
τρίχα γάτας από το μανίκι του. «Να υποδεικνύει σ’ εμάς, τους
επαγγελματίες διδασκάλους, πώς να διδάσκουμε». Σηκώθηκε
και γύρισε την πλάτη του στον Κάλβιν για να κοιτάξει από το
παράθυρο την επικλινή στέγη στη δυτική πλευρά του κτιρίου.
«Τα καλά νέα είναι ότι μας άφησε γερό μποναμά – όχι μόνο για
σένα αλλά και για τ’ άλλα αγόρια. Μεγάλη γενναιοδωρία. Ή
μάλλον θα ήταν μεγάλη αν δεν έθετε ως όρο να διατεθεί όλο
αυτό το ποσό για επιστήμες και αθλήματα. Θεέ μου, αυτοί οι
πλούσιοι! Πάντα νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα».
«Είναι… είναι επιστήμονας;»
«Σου είπα εγώ ότι είναι επιστήμονας;» ρώτησε απότομα ο
επίσκοπος. «Άκου: ήρθε, έκανε τις ερωτήσεις του κι έφυγε.
Αφήνοντας μια επιταγή. Δηλαδή έκανε πολύ περισσότερα απ’
όσα κάνουν οι περισσότεροι άχρηστοι πατεράδες».
«Όμως πότε θα γυρίσει;» ικέτεψε να μάθει ο Κάλβιν, θέλοντας
όσο τίποτε άλλο να ξεφύγει από το ίδρυμα, κι ας πήγαινε μ’
έναν άνθρωπο τον οποίο ούτε καν γνώριζε.
«Θα περιμένουμε και θα δούμε» είπε ο επίσκοπος και
στράφηκε ξανά προς το παράθυρο με το βιτρό. «Δεν είπε
τίποτα».
Ο Κάλβιν γύρισε στην τάξη του περπατώντας αργά, με το
μυαλό του σε αυτόν τον άντρα. Σκεφτόταν τρόπους για να τον
κάνει να γυρίσει. Έπρεπε να γυρίσει. Όμως το μόνο που
εμφανίστηκε ποτέ ήταν περισσότερα επιστημονικά βιβλία.
Ωστόσο ήταν παιδί, και, όπως κάνουν τα παιδιά, διατήρησε
την ελπίδα του για πολύ καιρό αφότου αυτή θα έπρεπε να έχει
χαθεί. Διάβασε όλα τα βιβλία που ο νεοεμφανισθείς πατέρας
του του είχε στείλει, τα καταβρόχθισε σαν να ήταν εκδηλώσεις
αγάπης, μπαντάροντας την πληγωμένη του καρδιά με θεωρίες
και αλγόριθμους, αποφασισμένος ν’ αποκαλύψει τη χημεία που
μοιράζονταν ο ίδιος κι ο γεννήτοράς του, τον ακατάλυτο δεσμό
που
θα
τους
ένωνε
για
μια
ζωή.
Όμως
εκείνο
που
συνειδητοποίησε μέσα από την προσωπική του μελέτη ήταν
πως η πολυπλοκότητα της χημείας πήγαινε πολύ πιο πέρα από
τα πατρογονικά δικαιώματα, με μαιάνδρους και ανατροπές που
συχνά αποδεικνύονταν ανελέητες. Συνεπώς έπρεπε να ζήσει με
την επίγνωση όχι μόνο ότι αυτός ο άλλος πατέρας τον είχε
απορρίψει δίχως καν να τον συναντήσει, αλλά και ότι η ίδια η
χημεία είχε γεννήσει μια μνησικακία που δεν μπορούσε ούτε
να κρύψει ούτε να ξεπεράσει.
10
Το λουρί
Η Ελίζαμπεθ
δεν είχε ποτέ άλλοτε κατοικίδιο – ούτε ήταν
σίγουρη πως είχε και τώρα. Ο Εξίμισι δεν ήταν άνθρωπος,
όμως σ’ εκείνη φαινόταν από πολλές απόψεις πιο ανθρώπινος
από τους περισσότερους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και δεν του αγόρασε λουρί. Της φαινόταν λάθος, έως
και προσβλητικό. Ο Εξίμισι σπανίως ξεμάκραινε από δίπλα της,
ποτέ δεν περνούσε τον δρόμο χωρίς να κοιτάξει, δεν
κυνηγούσε γάτες. Μάλιστα, η μοναδική φορά που χάθηκε ήταν
μια 4η Ιουλίου, όταν ένα βεγγαλικό έσκασε ακριβώς μπροστά
του. Αφού τον έψαχναν αγωνιω­δώς για ώρες, εκείνη και ο
Κάλβιν
τον
βρήκαν
κρυμμένο
πίσω
από
κάτι
σκουπιδοτενεκέδες σ’ ένα σοκάκι, να τρέμει από ντροπή.
Όταν όμως εφαρμόστηκε στην πόλη ο νόμος που επέβαλλε το
λουρί
στα
κατοικίδια,
η
Ελίζαμπεθ
άρχισε
να
το
ξανασκέφτεται, αλλά για πιο περίπλοκους λόγους. Καθώς
μεγάλωνε το δέσιμό της με τον σκύλο, μεγάλωνε και η
επιθυμία της να τον έχει δεμένο μ’ εκείνη.
Έτσι, αγόρασε ένα λουρί, το κρέμασε στον καλόγερο του
διαδρόμου και περίμενε να το προσέξει ο Κάλβιν. Όμως μία
εβδομάδα μετά εκείνος δεν το είχε προσέξει ακόμη.
«Αγόρασα λουρί για τον Εξίμισι» του ανακοίνωσε τελικά.
«Γιατί;» απόρησε ο Κάλβιν.
«Το επιτάσσει ο νόμος» του εξήγησε.
«Ποιος νόμος;»
Του περιέγραψε τον καινούργιο νόμο κι εκείνος γέλασε.
«Α, γι’ αυτό λες; Ε λοιπόν, δεν ισχύει για εμάς. Είναι γι’
ανθρώπους που δεν έχουν σκύλους σαν τον Εξίμισι».
«Όχι, είναι για όλους. Είναι καινούργιος νόμος. Και είμαι
σίγουρη πως θα είναι αρκετά αυστηροί όσον αφορά την
εφαρμογή του».
Ο Κάλβιν χαμογέλασε.
«Μην ανησυχείς. Ο Εξίμισι κι εγώ περνάμε σχεδόν κάθε μέρα
από το αστυνομικό τμήμα. Οι αστυνομικοί μάς ξέρουν».
«Ωστόσο αυτό πρόκειται ν’
«Μάλλον
επειδή
σημειώθηκε
αλλάξει»
αύξηση
επέμεινε εκείνη.
στους
θανάτους
κατοικιδίων. Πολλοί σκύλοι και γάτες έχουν χτυπηθεί από
αυτοκίνητα». Δεν ήταν σίγουρη αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αλλά της
φαινόταν πιθανό. «Τέλος πάντων, χτες έβγαλα βόλτα τον
Εξίμισι και χρησιμοποίησα το λουρί. Του άρεσε».
«Δεν μπορώ να τρέχω κρατώντας τον από το λουρί» δια-­
μαρτυρήθηκε ο Κάλβιν σηκώνοντας το βλέμμα πάνω της. «Δεν
μ’ αρέσει να νιώθω περιορισμένος. Άλλωστε πάντα μένει δίπλα
μου».
«Μπορεί κάτι να συμβεί».
«Σαν τι;»
«Να τρέξει στον δρόμο. Να τον χτυπήσει αμάξι. Θυμάσαι τι
είχε γίνει με τα βεγγαλικά; Δεν ανησυχώ για σένα» του είπε.
«Αλλά για εκείνον».
Ο Κάλβιν χαμογέλασε συλλογισμένος. Πρώτη φορά έβλεπε
αυτή την πλευρά της Ελίζαμπεθ: κάτι σαν μητρικό ένστικτο.
«Παρεμπιπτόντως,
το
δελτίο
καιρού
έκανε
λόγο
για
αστραπές. Τηλεφώνησε ο δόκτωρ Μέισον. Η κωπηλασία
ακυρώνεται για το υπόλοιπο της εβδομάδας».
«Α, κρίμα!» έκανε εκείνη, προσπαθώντας να μην προδώσει
την ανακούφισή της. Είχε κωπηλατήσει με την οκτάκωπο των
αντρών τέσσερις φορές μέχρι στιγμής, και κάθε φορά ένιωθε
πιο εξουθενωμένη απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχτεί. «Σου είπε
τίποτε άλλο;» Δεν ήθελε να φανεί ότι πήγαινε γυρεύοντας για
κομπλιμέντα, αλλά αυτό ακριβώς έκανε. Ο Μέισον φαινόταν
σωστός άνθρωπος, πάντα της μιλούσε ως ίσος προς ίσον. Ο
Κάλβιν της είχε πει ότι ήταν μαιευτήρας.
«Με ενημέρωσε πως είμαστε στο πρόγραμμα για την επόμενη
εβδομάδα» είπε ο Κάλβιν. «Και πως θα ήθελε να σκεφτούμε αν
θα μας ενδιέφερε μια λεμβοδρομία την άνοιξη».
«Δηλαδή αγώνας;»
«Θα σου αρέσει. Είναι διασκεδαστικό».
Στην πραγματικότητα, ο Κάλβιν ένιωθε αρκετά σίγουρος πως
δεν θα της άρεσε. Οι αγώνες είχαν μεγάλη πίεση. Δεν ήταν
μόνο ο φόβος της ήττας, αλλά, επιπλέον, και η επίγνωση ότι η
ίδια η κωπηλασία θα ήταν επώδυνη, ότι από τη στιγμή που
άκουγε τη λέξη «Προσοχή!» ο κωπηλάτης ρίσκαρε από το να
πάθει καρδιακή προσβολή μέχρι να ραγίσει τα πλευρά του και
να αχρηστέψει τους πνεύμονές του, θυσιάζοντας τα πάντα
στην προσπάθεια να κερδίσει στο τέλος ένα φτηνιάρικο
μετάλλιο. Δεύτερη θέση; Σοβαρολογούμε; Καμουφλαρισμένη
ήττα.
«Ενδιαφέρον ακούγεται» είπε ψέματα η Ελίζαμπεθ.
«Και είναι» είπε ψέματα κι αυτός.
«Ακυρώθηκε η κωπηλασία, το ξέχασες;» της είπε δύο μέρες
μετά ο Κάλβιν, ξαφνιασμένος που είδε την Ελίζαμπεθ να
ντύνεται μες στο σκοτάδι. Κοίταξε το ξυπνητήρι του. «Είναι
τέσσερις τα ξημερώματα. Έλα στο κρεβάτι».
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θα πάω νωρίς στη δουλειά».
«Όχι. Μείνε μαζί μου!» την παρακάλεσε. Τράβηξε τα
σκεπάσματα και της έκανε νόημα να ξαπλώσει.
«Θα βάλω τις πατάτες στον φούρνο, σε χαμηλή θερμοκρασία»
του είπε, φορώντας τα παπούτσια της. «Θα φας ωραίο
πρωινό».
«Άκου, αν φύγεις εσύ, θα φύγω κι εγώ». Χασμουρήθηκε.
«Δώσ’ μου λίγα λεπτά μόνο».
«Όχι, όχι. Κοιμήσου εσύ».
Ξύπνησε μία ώρα αργότερα και διαπίστωσε ότι ήταν μόνος.
«Ελίζαμπεθ;» φώναξε.
Πήγε σέρνοντας τα βήματά του μέχρι την κουζίνα και πάνω
στον πάγκο είδε ένα ζευγάρι προστατευτικά γάντια. Ελπίζω να σ’
αρέσουν οι πατάτες, του είχε γράψει σ’ ένα σημείωμα. Τα λέμε
σύντομα. Φιλάκια. Ε.
«Ας τρέξουμε μέχρι τη δουλειά σήμερα» είπε στον Εξίμισι. Δεν
είχε ιδιαίτερη όρεξη για τρέξιμο, αλλά έτσι θα μπορούσαν να
γυρίσουν και οι τρεις στο σπίτι με ένα αυτοκίνητο. Δεν το
πρότεινε επειδή ήθελε να κάνει οικονομία στη βενζίνη, αλλά
επειδή δεν άντεχε στη σκέψη πως εκείνη θα οδηγούσε μόνη
της για να επιστρέψει στο σπίτι. Του κόσμου τα δέντρα
υπήρχαν εκεί έξω. Και τρένα επίσης.
Η Ελίζαμπεθ θα δυσφορούσε αν ήξερε πόσο ανησυχούσε και
αγχωνόταν για εκείνη, κι έτσι το κρατούσε μυστικό. Μα πώς
μπορούσε να μην ανησυχεί για τον άνθρωπο που αγαπούσε
περισσότερο απ’ οτιδήποτε στον κόσμο, περισσότερο απ’ όσο
θα
μπορούσε
να
θεωρηθεί
δυνατόν;
Άλλωστε
κι
εκείνη
ανησυχούσε γι’ αυτόν: φρόντιζε να τρώει καλά, του πρότεινε
συνεχώς να κάνει το τρέξιμό του μέσα στο σπίτι, με τον Τζακ,
μέχρι που πήγε κι αγόρασε λουρί για τον σκύλο.
Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι λογαριασμούς και
κράτησε μια νοερή σημείωση να μην ξεχάσει να αρχειο­θετήσει
την τελευταία σοδειά από τις επιστολές των διαφόρων
κομπιναδόρων. Είχε λάβει κι άλλο γράμμα από τη γυναίκα που
ισχυριζόταν πως είναι η μητέρα του –Μου είχαν πει ότι πέθανες,
επέμενε να του γράφει πάντα. Είχε έρθει και μια επιστολή από
έναν αγράμματο που ισχυριζόταν ότι ο Κάλβιν του είχε κλέψει
όλες τις ιδέες, καθώς και μια από κάποιον δήθεν χαμένο
αδερφό που ήθελε χρήματα. Περιέρ­γως, κανείς δεν του είχε
γράψει παριστάνοντας τον πατέρα του. Ίσως επειδή ο πατέρας
του υπήρχε ακόμη κάπου, παριστάνοντας ότι δεν είχε
αποκτήσει ποτέ γιο.
Από τότε που είχε αφήσει πίσω του το ορφανοτροφείο, το
μοναδικό άτομο –εκτός από τον επίσκοπο– στο οποίο είχε
παραδεχτεί τη μνησικακία που έτρεφε για τον πατέρα του
ήταν, περιέργως, ένας φίλος διά αλληλογραφίας. Δεν τον είχε
συναντήσει ποτέ, αλλά είχαν καταφέρει να αναπτύξουν μια
ισχυρή
φιλία.
Ίσως
επειδή,
όπως
συμβαίνει
και
στην
εξομολόγηση, ήταν και για τους δύο ευκολότερο να μιλούν σε
κάποιον που δεν έβλεπαν. Όταν όμως ανέκυψε το θέμα των
πατεράδων, ξαφνικά, ύστερα από έναν χρόνο σταθερής
αλληλογραφίας χωρίς αναστολές, όλα άλλαξαν. Ο Κάλβιν
ανέφερε ότι ευχόταν να πέθαινε ο πατέρας του, και ο φίλος
του, ολοφάνερα σοκαρισμένος, αντέδρασε μ’ έναν τρόπο που
εκείνος δεν περίμενε ποτέ. Σταμάτησε να του γράφει.
Ο Κάλβιν υπέθεσε πως είχε ξεπεράσει τα όρια – ο τύπος ήταν
θρησκευόμενος, ενώ ο ίδιος όχι. Ίσως το να παραδέχεσαι ότι
εύχεσαι τον θάνατο του πατέρα σου δεν είναι αποδεκτό στους
εκκλησιαστικούς κύκλους. Πάντως, όποια κι αν ήταν η αιτία, η
σχέση τους τερματίστηκε. Και ο Κάλβιν έπεσε σε κατάθλιψη για
μήνες.
Γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να μη θίξει το θέμα τού εν ζωή
πατέρα του στην Ελίζαμπεθ. Ανησυχούσε βαθιά μήπως κι
εκείνη αντιδρούσε όπως ο πρώην φίλος του και τον παρατούσε
ή μήπως ξαφνικά άνοιγε τα μάτια της και έβλεπε αυτό που ο
επίσκοπος είχε περιγράψει ως το θανάσιμο κουσούρι του: μια
εγγενή απωθητικότητα. Ο Κάλβιν Έβανς, άσχημος απέξω κι
από μέσα. Στο κάτω κάτω, εκείνη είχε απορρίψει την πρόταση
γάμου του.
Σε κάθε περίπτωση, αν της το έλεγε τώρα, θα απορούσε γιατί
δεν της είχε μιλήσει νωρίτερα. Πράγμα επικίνδυνο, γιατί
μπορεί να αναρωτιόταν τι άλλο να της είχε κρύψει.
Όχι, κάποια πράγματα ήταν καλύτερα να μην ειπωθούν ποτέ.
Εξάλλου κι εκείνη είχε κρατήσει για τον εαυτό της τα
προβλήματα που αντιμετώπιζε στη δουλειά. Ήταν φυσιολογικό
να υπάρχουν μερικά μυστικά σε μια στενή σχέση.
Φόρεσε την παλιά του φόρμα κι έπειτα ψαχούλεψε στο κοινό
τους συρτάρι με τις κάλτσες. Η διάθεσή του έφτιαξε καθώς
έφτασε στα ρουθούνια του το άρωμά της. Ουδέποτε είχε
υπάρξει οπαδός της αυτοβελτίωσης – δεν είχε καταφέρει καν να
ολοκληρώσει το βιβλίο του Ντέιλ Κάρνεγκι για το πώς να κάνεις
φίλους και να επηρεάζεις τους άλλους, διότι μετά τις πρώτες
δέκα σελίδες συνειδητοποίησε ότι δεν έδινε δεκάρα για τη
γνώμη των άλλων. Όλα αυτά όμως πριν έρθει στη ζωή του η
Ελίζαμπεθ. Πριν καταλάβει πως κάνοντάς τη χαρούμενη έκανε
και τον εαυτό του χαρούμενο. Καθώς έβαζε τα αθλητικά του
παπούτσια, σκέφτηκε πως μάλλον αυτός ήταν και ο ορισμός
της αγάπης: να θέλεις στ’ αλήθεια ν’ αλλάξεις για κάποιον
άλλον.
Σκύβοντας για να δέσει τα κορδόνια του, ένιωσε το στήθος
του να φουσκώνει από κάτι πρωτόγνωρο. Ευγνωμοσύνη
μήπως; Εκείνος, ο κάθε άλλο παρά γοητευτικός Κάλβιν Έβανς,
που είχε ορφανέψει από νωρίς και είχε στερηθεί την αγάπη σε
όλη του τη ζωή, είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να βρει
αυτήν τη γυναίκα, αυτόν τον σκύλο, αυτή την έρευνα, την
κωπηλασία, το τρέξιμο… Πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμενε
ποτέ, πολύ περισσότερα απ’ όσα άξιζε.
Κοίταξε το ρολόι του. 05:18. Η Ελίζαμπεθ θα καθόταν σ’ ένα
σκαμνί, με τους φυγοκεντρωτές της σε φουλ ταχύτητα.
Σφύριξε στον Εξίμισι για να έρθει στην εξώπορτα. Λίγο
παραπάνω από οκτώ χιλιόμετρα ήταν η απόσταση μέχρι τη
δουλειά. Τρέχοντας οι δυο τους, θα έφταναν σε σαράντα δύο
λεπτά περίπου. Όταν όμως άνοιξε την πόρτα, ο Εξίμισι
δίστασε. Έξω ήταν σκοτεινά και ψιχάλιζε.
« Έλα, αγόρι μου» του είπε ο Κάλβιν. «Τι συμβαίνει;»
Και τότε θυμήθηκε. Γύρισε πίσω, πήρε το λουρί, έσκυψε και
το πέρασε στο κολάρο του σκύλου. Δεμένος ασφαλώς μαζί του
για πρώτη φορά, ο Κάλβιν γύρισε και κλείδωσε την πόρτα πίσω
του.
Τριάντα επτά λεπτά αργότερα ήταν νεκρός.
11
Περικοπές
« Έ λα αγόρι μου» είπε ο Κάλβιν στον Εξίμισι. «Φύγαμε». Ο
σκύλος πήρε τη θέση του, πέντε βήματα μπροστά από τον
Κάλβιν, ρίχνοντας κάθε τόσο μια ματιά πίσω του, σαν να ήθελε
να βεβαιωθεί ότι εκείνος βρισκόταν ακόμη εκεί. Στρίβοντας
δεξιά, πέρασαν μπροστά από ένα κιόσκι με εφημερίδες. «ΤΟ
ΤΑΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΙΟΝ» διαλαλούσε ένας
κεντρικός τίτλος. «ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΣΕ
ΚΙΝΔΥΝΟ».
Ο Κάλβιν τράβηξε το λουρί, δίνοντας στον Εξίμισι να
καταλάβει πως έπρεπε να στρίψει αριστερά, προς μια παλιά
γειτονιά με μεγάλα σπίτια και απέραντες πελούζες.
«Μια μέρα θα μετακομίσουμε κι εμείς εδώ» τον διαβεβαίωσε
ο Κάλβιν καθώς έτρεχαν. « Ίσως όταν κερδίσω το Νόμπελ».
Το οποίο ο Εξίμισι ήξερε πως θα κέρδιζε, γιατί αυτό πίστευε
και η Ελίζαμπεθ.
Σε μια στροφή λίγο παρακάτω ο Κάλβιν γλίστρησε σ’ ένα
σημείο με γλίτσα, αλλά ξαναβρήκε αμέσως την ισορροπία του.
«Παραλίγο!»
είπε
ξεφυσώντας,
καθώς
πλησίαζαν
στο
αστυνομικό τμήμα. Ο Εξίμισι κοίταξε τα περιπολικά που ήταν
παραταγμένα σαν στρατιώτες έτοιμοι για επιθεώρηση.
Όμως τα περιπολικά δεν είχαν περάσει από επιθεώρηση. Κι
αυτό επειδή στην αστυνομία είχαν γίνει κι άλλες περικοπές –
για τρίτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Και οι τρεις αυτές
περικοπές είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου
«Κάνω Περισσότερα με Λιγότερα!» – ένα σλόγκαν το οποίο
εμπνεύστηκε κάποιο μεσαίο στέλεχος στο Τμήμα Δημοσίων
Σχέσεων του δήμου. Αυτό που στην πραγματικότητα σήμαινε
αυτή τη φορά ήταν πως κινδύνευαν οι θέσεις εργασίας τους. Οι
μισθοί είχαν ήδη υποστεί μειώ­σεις. Οι αυξήσεις είχαν παγώσει.
Το επόμενο βήμα ήταν οι απολύσεις.
Έτσι,
οι
εμποδίσουν
αστυνομικοί
τις
έκαναν
απολύσεις.
ό,τι
Πήραν
μπορούσαν
το
σχέδιο
για
να
«Κάνω
Περισσότερα με Λιγότερα!» και το πέταξαν εκεί που του άξιζε:
στο πάρκινγκ με τα περιπολικά. Ας υφίσταντο αυτά το πλήγμα
των περικοπών τούτη τη φορά. Τέρμα λοιπόν τα ρεκτιφιέ, οι
αλλαγές λαδιών, οι έλεγχοι των φρένων, τα καινούργια
ελαστικά, οι αντικαταστάσεις των καμένων λαμπών, τέρμα
όλα.
Το πάρκινγκ του αστυνομικού τμήματος δεν άρεσε καθόλου
στον Εξίμισι – ιδίως ο άτσαλος και βιαστικός τρόπος με τον
οποίο έκαναν όπισθεν τα περιπολικά. Ούτε του άρεσαν οι
φιλικοί αστυνομικοί που καμιά φορά τούς κουνούσαν το χέρι
όταν περνούσαν αποκεί τρέχοντας, με τους αργούς ρυθμούς
τους να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το σφρίγος του Κάλβιν.
Στα μάτια του σκύλου φαίνονταν όλοι τους μαραζωμένοι,
δέσμιοι του χαμηλού μισθού τους, κουρασμένοι από τη ρουτίνα
τους, βαριεστημένοι από τα ατέλειωτα ασήμαντα επείγοντα
περιστατικά τα οποία δεν απαιτούσαν από εκείνους να
αξιοποιήσουν την εκπαίδευση που είχαν λάβει στην Ακαδημία
για να σώζουν ζωές.
Καθώς εκείνος και ο Κάλβιν πλησίαζαν, ο Εξίμισι οσφράνθηκε
τον αέρα. Ήταν σκοτεινά ακόμη. Ο ήλιος θα ανέτελλε σε
περίπου δέκα…
ΚΡΑΚ!
Μες στο σκοτάδι αντήχησε ένας απαίσιος κρότος. Ήταν σαν
βεγγαλικό:
οξύς,
εκκωφαντικός,
απειλητικός.
Ο
Εξίμισι
ζάρωσε από τον φόβο του. Τι ήταν αυτό; Πήγε να το βάλει στα
πόδια, ή μάλλον προσπάθησε, μα τον εμπόδισε το λουρί που
τον συνέδεε με τον Κάλβιν. Όμως κι εκείνος αντέδρασε –Τι ήταν
αυτό, πυροβολισμός;– και όρμησε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
ΠΑΟΥ, ΠΑΟΥ, ΠΑΟΥ! Οι εκρήξεις δια­δέχονταν η μια την άλλη
σαν πολυβόλο. Ο Κάλβιν έβαλε φτερά στα πόδια του και
τινάχτηκε μπροστά, τραβώντας και τον Εξίμισι: Αποδώ! Την ίδια
στιγμή ο σκύλος, με μάτια γεμάτα πανικό, σήκωνε τα
μπροστινά του πόδια και αντιστεκόταν σαν να έλεγε: Όχι,
αποδώ! Το λουρί, τεντωμένο κάργα, δεν άφηνε χώρο για
συμβιβασμούς. Το πόδι του Κάλβιν πάτησε σε κάτι χυμένα
λάδια μηχανής και γλίστρησε σαν αδέξιος αθλητής του πατινάζ,
με το πεζοδρόμιο να έρχεται καταπάνω του γρήγορα, σαν
παλιός φίλος που ανυπομονούσε να τον χαιρετήσει.
ΜΠΑΜ!
Καθώς ένα λεπτό ρυάκι αίματος σχημάτιζε κάτι σαν σκοτεινό
φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του Κάλβιν, ο Εξίμισι γύρισε
να τον βοηθήσει, όμως τότε κάτι ήρθε καταπάνω τους με
φόρα, ένας πελώριος όγκος που κινήθηκε με τόση ορμή, ώστε
έκοψε το λουρί στα δύο, τινάζοντάς τον στο πλάι.
Κατάφερε να ανασηκώσει το κεφάλι του πάνω στην ώρα για
να δει τις ρόδες ενός περιπολικού να περνάνε πάνω από το
πεσμένο σώμα του Κάλβιν.
«Χριστέ μου, τι ήταν αυτό;» είπε ο οδηγός του αυτοκινήτου
στον συνάδελφό του. Ήταν και οι δύο συνηθισμένοι στα συχνά
σκασίματα της εξάτμισης των περιπολικών, όμως αυτό ήταν
άλλο
πράγμα.
Πετάχτηκαν
αμέσως
έξω
και
σάστισαν
αντικρίζοντας έναν ψηλό άντρα σωριασμένο στο έδαφος, με τα
γκρίζα μάτια του ορθάνοιχτα και το τραύμα στο κεφάλι του να
μουσκεύει το πεζοδρόμιο. Ανοιγόκλεισε δύο φορές τα μάτια
κοιτάζοντας τον αστυνομικό που στεκόταν από πάνω του.
«Ω Θεέ μου, εμείς τον χτυπήσαμε; Ω Θεέ μου! Κύριε, με
ακούτε; Κύριε; Τζίμι, κάλεσε γρήγορα ασθενοφόρο».
Ο Κάλβιν έμεινε σωριασμένος εκεί, με το κεφάλι ανοιγμένο
και με το χέρι σπασμένο στα δύο από το βάρος του
περιπολικού. Γύρω από τον καρπό του ήταν τυλιγμένο ό,τι είχε
απομείνει από το λουρί.
«Εξίμισι;» ψιθύρισε.
«Τι είπατε; Τι είπε, Τζίμι; Ω Θεέ μου!»
«Εξίμισι;» ψιθύρισε πάλι ο Κάλβιν.
«Όχι, κύριε» είπε ο αστυνομικός σκύβοντας δίπλα του. «Δεν
έχει πάει έξι ακόμη. Για την ακρίβεια, είναι έξι παρά δέκα. Έξι
παρά δέκα. Θα σας πάρουμε αποδώ, θα γίνετε καλά, μην
ανησυχείτε, κύριε, μην ανησυχείτε καθόλου».
Πίσω του, αστυνομικοί άρχισαν να ξεχύνονται από το κτίριο.
Από κάπου μακριά ακουγόταν το ουρλιαχτό του ασθενοφόρου,
μαρτυρώντας την πρόθεσή του να φτάσει γρήγορα.
«Αχ, τι κρίμα!» είπε ο ένας αστυνομικός καθώς ο αέρας
εγκατέλειπε τα πνευμόνια του Κάλβιν. «Αυτός δεν είναι ο
τύπος για τον οποίο μας παίρνουν τηλέφωνο συνέχεια; Εκείνος
που τρέχει;»
Τρία μέτρα παραπέρα, ο Εξίμισι, με τον έναν ώμο βγαλμένο
και με το υπόλοιπο λουρί να κρέμεται από τον γδαρμένο λαιμό
του, παρακολουθούσε. Ήθελε όσο τίποτα να πάει στο πλευρό
του Κάλβιν, να χώσει τη μουσούδα του στο πρόσωπό του, να
γλείψει τις πληγές του, να σταματήσει το κακό που είχε γίνει
εκεί. Όμως ήξερε. Ακόμα και από τρία μέτρα απόσταση,
ήξερε. Τα μάτια του Κάλβιν έκλεισαν. Το στήθος του έμεινε
ασάλευτο.
Τους παρακολούθησε να βάζουν τον Κάλβιν στο ασθενοφόρο
και να τον σκεπάζουν μ’ ένα σεντόνι – το δεξί του χέρι να
κρέμεται από το φορείο με το κομμένο λουρί τυλιγμένο σφιχτά
γύρω από τον καρπό του. Ο Εξίμισι έστρεψε αλλού το βλέμμα,
τσακισμένος από τη θλίψη. Με χαμηλωμένο το κεφάλι, πήγε
να πει τα άσχημα νέα στην Ελίζαμπεθ.
12
Το αποχαιρετιστήριο δώρο του Κάλβιν
Ό
ταν η Ελίζαμπεθ ήταν οκτώ χρονών, ο αδερφός της ο
Τζον την προκάλεσε να πηδήξει από έναν γκρεμό, κι
εκείνη το είχε κάνει. Από κάτω βρισκόταν μια λιμνούλα με
γαλαζοπράσινα
νερά,
στην
οποία
και
καρφώθηκε
σαν
πύραυλος. Τα δάχτυλα των ποδιών της άγγιξαν τον πάτο και
εκτινάχτηκε
αμέσως
προς
τα
πάνω.
Ξαφνιάστηκε
αντικρίζοντας τον αδερφό της μόλις βγήκε στην επιφάνεια.
Είχε πηδήξει αμέσως μετά από κείνη. Τι στον διάο­λο σκεφτόσουν,
Ελίζαμπεθ; της φώναξε γεμάτος αγωνία καθώς την τραβούσε στο
πλευρό του. Πλάκα σου έκανα! Μπορεί να πέθαινες!
Τώρα, καθισμένη στητή στο σκαμνί της στο εργαστήριο,
άκουγε έναν αστυνομικό να μιλάει για κάποιον που πέθανε κι
έναν άλλον να της προσφέρει επίμονα το μαντίλι του κι έναν
τρίτο να της λέει για κάποιον κτηνίατρο, όμως το μόνο που
μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνη τη στιγμή πριν από καιρό
όταν τα δάχτυλα των ποδιών της άγγιξαν τον πάτο, με την
απαλή, μεταξένια λάσπη να την προσκαλεί να μείνει για πάντα
εκεί. Γνωρίζοντας όσα ήξερε τώρα, μία και μόνο σκέψη
επικρατούσε στο μυαλό της: Μακάρι να είχα πεθάνει τότε.
Ήταν δικό της το φταίξιμο. Αυτό προσπαθούσε να εξηγήσει
στον αστυνομικό. Το λουρί. Εκείνη το είχε αγοράσει. Αλλά,
όσες
φορές
κι
αν
το
έλεγε,
εκείνος
δεν
έδειχνε
να
καταλαβαίνει, κι έτσι η Ελίζαμπεθ κατέληξε ν’ αναρωτιέται αν
υπήρχε περίπτωση να ήταν όλα στο μυαλό της. Ο Κάλβιν δεν
είχε πεθάνει. Κωπηλατούσε. Έλειπε ταξίδι. Βρισκόταν στον
πέμπτο όροφο και έγραφε στο σημειωματάριό του.
Κάποιος της είπε να πάει στο σπίτι.
Τις επόμενες μέρες η Ελίζαμπεθ και ο Εξίμισι έμειναν
ξαπλωμένοι στο ξέστρωτο κρεβάτι της, άυπνοι, νηστικοί,
κοιτάζοντας το ταβάνι, περιμένοντάς τον να μπει από την
πόρτα. Το μόνο πράγμα που τους χαλούσε την ησυχία ήταν το
τηλέφωνο που χτυπούσε. Κάθε φορά ακουγόταν η ίδια
κλαψιάρικη φωνή: ένας εργολάβος κηδειών –αν ήταν δυνατόν!–
που απαιτούσε «να παρθούν άμεσα αποφάσεις!». Χρειαζόταν
κοστούμι για το φέρετρο κάποιου. «Ποιανού το φέρετρο;»
ρωτούσε εκείνη. «Ποιος είναι στο τηλέφωνο;» Ύστερα από
αναρίθμητα
τέτοια
τηλεφωνήματα,
ο
Εξίμισι,
εμφανώς
εξουθενωμένος από τη σύγχυσή της, τη σκούντηξε προς την
ντουλάπα και άνοιξε με την πατούσα του την πόρτα. Και η
Ελίζαμπεθ είδε τα πουκάμισά του να κρέμονται σαν πτώματα
στην αγχόνη. Και τότε πλέον το συνειδητοποίησε: ο Κάλβιν
είχε χαθεί για πάντα.
Όπως και μετά την αυτοκτονία του αδερφού της, αλλά και την
επίθεση του Μέγερς, έτσι και τώρα δεν μπορούσε να κλάψει.
Ένας χείμαρρος δακρύων είχε εγκλωβιστεί πίσω από τα μάτια
της κι αρνιόταν να ξεχυθεί. Αισθανόταν σαν να μην της έφτανε
ο αέρας: όσο βαθιές ανάσες κι αν έπαιρνε, τα πνευμόνια της
αρνούνταν να γεμίσουν. Όταν ήταν παιδί, είχε ακούσει έναν
άντρα με ένα πόδι να λέει σε μια βιβλιοθηκάριο πως κάποιος
έβραζε νερό πίσω από κάτι ράφια. Ήταν επικίνδυνο, της
εξηγούσε,
έπρεπε
να
κάνει
κάτι.
Η
βιβλιοθηκάριος
προσπάθησε να τον καθησυχάσει πως κανείς δεν έβραζε νερό –
μία αίθουσα είχε όλη κι όλη η βιβλιοθήκη, μπορούσε να δει τα
πάντα αποκεί που βρισκόταν–, όμως εκείνος επέμενε και
άρχισε να της φωνάζει, κι έτσι ήρθαν δύο άντρες και τον
απομάκρυναν, με τον έναν από τους δύο να εξηγεί ότι ο
κακόμοιρος ο άνθρωπος υπέφερε από μετατραυματικό στρες.
Και μάλλον δεν θα συνερχόταν ποτέ.
Το πρόβλημα λοιπόν ήταν πως τώρα άκουγε κι εκείνη το νερό
να κοχλάζει.
Για να πάψει το τηλέφωνο να χτυπάει, έπρεπε να βρει
κοστούμι. Όμως ο Κάλβιν δεν είχε κοστούμια, κι έτσι πήρε
αυτό που πίστευε ότι θα προτιμούσε εκείνος: τα ρούχα
κωπηλασίας. Έπειτα πήγε τον μικρό μπόγο στο γραφείο
τελετών και τον έδωσε στον υπεύθυνο. «Ορίστε» είπε.
Έμπειρος στην τέχνη της αντιμετώπισης του πένθους, ο
σοβαρός αυτός άντρας δέχτηκε τα πράγματα με ένα ευγενικό
νεύμα. Αμέσως όμως μόλις εκείνη έφυγε, τα έδωσε στον
βοηθό του και του είπε: «Το πτώμα στην αίθουσα τέσσερα είναι
σαρανταεξάρι αρκετά μακρύ». Ο βοηθός πήρε τον μπόγο και
τον πέταξε σ’ ένα ντουλάπι χωρίς σήμανση, όπου κατέληξε σ’
ένα μικρό βουναλάκι από άλλα ακατάλληλα ρούχα που
συγγενείς, βουλιαγμένοι στο πένθος τους, είχαν φέρει στο
πέρασμα των χρόνων. Έπειτα ο βοηθός πήγε σε μια μεγάλη
γκαρνταρόμπα, άρπαξε ένα κοστούμι νούμερο σαράντα έξι
αρκετά μακρύ, τίναξε το παντελόνι, φύσηξε απαλά να φύγει η
σκόνη που γκριζάριζε τους ώμους και κατευθύνθηκε προς την
αίθουσα τέσσερα.
Πριν καν προλάβει η Ελίζαμπεθ να φτάσει δέκα τετράγωνα
μακριά, ο άντρας αυτός είχε καταφέρει να χώσει το άκαμπτο
σώμα του Κάλβιν στο στενό κοστούμι, περνώντας τα χέρια που
κάποτε την κρατούσαν αγκαλιά σε σκουρόχρωμα μανίκια,
στριμώχνοντας τα πόδια που κάποτε τυλίγονταν γύρω της σε
μάλλινα μπατζάκια. Ύστερα κούμπωσε το πουκάμισο, έσφιξε
τη ζώνη, έφτιαξε τη γραβάτα και έδεσε τα κορδόνια,
τινάζοντας
όλη
την
ώρα
τη
σκόνη
που
αποτελούσε
αναπόσπαστο κομμάτι του θανάτου από τη μια άκρη του
κοστουμιού μέχρι την άλλη. Έκανε ένα βήμα πίσω για να
θαυμάσει το έργο του κι έπειτα διόρθωσε ένα πέτο. Έκανε να
πιάσει τη χτένα, αλλά το μετάνιωσε. Έκλεισε την πόρτα και
βγήκε στον διάδρομο για να πάρει την καφετιά χαρτοσακούλα
με το κολατσιό του, σταματώντας μόνο για να δώσει οδηγίες
στη γυναίκα που καθόταν πίσω από μια μεγάλη αριθμομηχανή
σ’ ένα μικρό γραφείο.
Πριν προλάβει η Ελίζαμπεθ να απομακρυνθεί δώδεκα
τετράγωνα,
το
βρόμικο
κοστούμι
είχε
προστεθεί
στον
λογαριασμό της.
Η κηδεία είχε πολύ κόσμο: κωπηλάτες, ένας ρεπόρτερ, καμιά
πενηνταριά υπάλληλοι από το Χέιστινγκς, κάποιοι από τους
οποίους, παρά τα σκυφτά κεφάλια και τα πένθιμα ρούχα, δεν
είχαν έρθει για να πενθήσουν τον Κάλβιν, αλλά για να
πανηγυρίσουν. Ντινγκ ντονγκ! ζητωκραύγαζαν σιωπηλά. Ο
βασιλιάς πέθανε.2
Καθώς οι επιστήμονες τριγύριζαν εδώ κι εκεί, αρκετοί από
αυτούς αντιλήφθηκαν τη Ζοτ να στέκεται σε απόσταση, με τον
σκύλο δίπλα της. Για μία ακόμα φορά ο αναθεματισμένος ο
σκύλος δεν φορούσε λουρί, παρά τον καινούργιο νόμο της
πόλης και παρά τις πινακίδες γύρω από το νεκροταφείο που
απαγόρευαν την είσοδο σε σκυλιά. Τα ίδια και τα ίδια λοιπόν.
Ακόμα και στον θάνατο η Ζοτ και ο Έβανς συμπεριφέρονταν
λες και οι κανόνες δεν τους αφορούσαν.
Από μακριά η Ελίζαμπεθ έφερε το χέρι της αντήλιο και κοίταξε
τον κόσμο. Γεμάτο περιέργεια, ένα καλοντυμένο ζευγάρι
στεκόταν ξέχωρα, σε κάποιο άλλο μνήμα, και παρακολουθούσε
τη διαδικασία σαν να χάζευε καραμπόλα στην εθνική. Με το
άλλο της χέρι πάνω στον μπανταρισμένο σκύλο της, σκεφτόταν
πώς έπρεπε να προχωρήσει. Η αλήθεια ήταν πως φοβόταν να
πλησιάσει το φέρετρο, γιατί ήξερε ότι θα προσπαθούσε να το
ανοίξει, να μπει κι η ίδια μέσα και να θαφτεί μαζί του. Και τότε
θα είχε να αντιμετωπίσει τον κόσμο που θα προσπαθούσε να
την εμποδίσει, ενώ εκείνη δεν ήθελε να εμποδιστεί.
Ο Εξίμισι διαισθανόταν την επιθυμία της να πεθάνει, γι’ αυτό
και βρισκόταν όλη την εβδομάδα σε επαγρύπνηση, μην τυχόν
και επιχειρούσε το απονενοημένο διάβημα. Το πρόβλημα ήταν
πως ήθελε κι αυτός να πεθάνει. Και το χειρότερο όλων ήταν
πως υποψιαζόταν ότι κι η Ελίζαμπεθ βρισκόταν στην ίδια θέση
με τη δική του: παρά τη λαχτάρα της να πάει να συναντήσει
τον Κάλβιν, ένιωθε υποχρεωμένη να κρατήσει εκείνον στη ζωή.
Τι μπέρδεμα κι αυτή η αφοσίωση!
Τότε ακριβώς κάποιος πίσω τους είπε:
«Τουλάχιστον του κάνει ωραίο καιρό του Έβανς». Λες και, αν
είχε κακοκαιρία, θα χαλούσε το κατά τ’ άλλα ευχάριστο κλίμα
της κηδείας. Ο Εξίμισι σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν
αδύνατο άντρα με θεληματικό πιγούνι που κρατούσε ένα μικρό
σημειωματάριο.
«Με
συγχωρείτε
για
την
ενόχληση»
απευθύνθηκε τώρα στην Ελίζαμπεθ «αλλά σας είδα να κάθεστε
εδώ ολομόναχη και σκέφτηκα ότι ίσως μπορείτε να με
βοηθήσετε. Γράφω ένα άρθρο για τον Έβανς κι αναρωτιόμουν
αν θα μπορούσα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις. Αν δεν σας
πειράζει,
φυσικά!
Ξέρω,
βέβαια,
ότι
ήταν
διάσημος
επιστήμονας, αλλά είναι η μόνη πληροφορία που έχω γι’
αυτόν. Μήπως μπορείτε να μου πείτε πώς τον γνωρίσατε;
Κάποιο ενδιαφέρον περιστατικό ίσως; Τον ξέρατε καιρό;».
«Όχι» είπε εκείνη δίχως να τον κοιτάξει.
«Όχι… Δηλαδή…»
«Όχι, δεν τον ήξερα καιρό. Σίγουρα όχι αρκετό καιρό».
«Μάλιστα» έκανε κουνώντας το κεφάλι. «Καταλαβαίνω. Γι’
αυτό κάθεστε εδώ. Δεν είστε στενή φίλη, ωστόσο θέλατε να
υποβάλετε τα σέβη σας. Το ’πιασα. Γείτονάς σας ήταν; Μήπως
μπορείτε να μου δείξετε ποιοι είναι οι γονείς του; Τα αδέρφια
του; Τα ξαδέρφια του; Θα ήθελα να μάθω για το παρελθόν του.
Έχω ακούσει πολλά γι’ αυτόν, κάποιοι λένε ότι ήταν μεγάλος
μαλάκας. Μήπως έχετε κάποιο σχόλιο πάνω σ’ αυτό; Ξέρω ότι
δεν ήταν παντρεμένος, αλλά έβγαινε με καμία;» Κι όταν εκείνη
απλώς συνέχισε να κοιτάζει στο κενό, αυτός πρόσθεσε
χαμηλώνοντας τη φωνή του: «Παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω αν
είδατε τις ταμπέλες, αλλά δεν επιτρέπονται τα σκυλιά στο
νεκροταφείο. Απαγορεύονται. Ο φύλακας είναι κολλημένος με
το θέμα. Εκτός κι αν… δεν ξέρω… αν τον χρειάζεστε τον σκύλο
για να σας καθοδηγεί επειδή είστε… ε… ξέρετε».
«Είμαι».
Ο ρεπόρτερ έκανε ένα βήμα πίσω.
«Ω, αλήθεια;» είπε με ύφος απολογητικό. «Λυπάμαι πολύ.
Είναι που δεν φαίνεστε καθόλου…»
«Είμαι» επανέλαβε εκείνη.
«Και είναι μόνιμο δηλαδή;»
«Ναι».
«Τι
κρίμα!»
έκανε
και
συνέχισε
γεμάτος
περιέργεια:
«Ασθένεια;».
«Λουρί».
Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω.
«Πολύ κρίμα» επανέλαβε, κουνώντας διακριτικά το χέρι του
μπροστά στο πρόσωπό της για να δει αν θα αντιδρούσε. Και
φυσικά… τίποτα.
Πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας.
«Νομίζω πως αρχίζει το πάρτι» είπε κι άρχισε να της
περιγράφει αυτά που έβλεπε. «Ο κόσμος κάθεται, ο ιερέας
ανοίγει την Αγία Γραφή… αλλά…» –τέντωσε τον λαιμό του να
δει αν έρχονταν κι άλλοι από το πάρκινγκ– «…αλλά πουθενά η
οικογένεια. Πού είναι η οικογένεια; Κανένας δεν κάθεται στην
πρώτη σειρά. Άρα μπορεί όντως να ήταν μαλάκας». Γύρισε να
την κοιτάξει για να δει την αντίδρασή της και ξαφνιάστηκε
βλέποντάς την όρθια. «Κυρία μου;» είπε. «Δεν χρειάζεται να
πάτε μέχρι εκεί, ο κόσμος δείχνει κατανόηση για ανθρώπους
στην κατάστασή σας». Τον αγνόη­σε και ψαχούλεψε να βρει την
τσάντα της. «Λοιπόν, αν το έχετε πάρει απόφαση να πάτε,
επιτρέψτε μου να σας βοη­θήσω». Έκανε να την πιάσει αγκαζέ,
αλλά ο Εξίμισι γρύλισε απειλητικά μόλις την άγγιξε. «Αν είναι
δυνατόν! Να βοηθήσω ήθελα».
«Δεν ήταν μαλάκας» είπε η Ελίζαμπεθ με σφιγμένα δόντια.
«Α!» έκανε εκείνος ντροπιασμένος. «Ναι. Φυσικά και δεν
ήταν. Με συγχωρείτε. Εγώ απλώς επανέλαβα αυτό που
άκουσα. Κουτσομπολιά, ξέρετε τώρα. Αν και νομίζω ότι είπατε
πως δεν τον ξέρατε καλά».
«Δεν είπα αυτό».
«Κι όμως…»
«Είπα ότι δεν τον ήξερα αρκετό καιρό» τον διόρθωσε με
τρεμάμενη φωνή.
«Αυτό λέω κι εγώ» προσπάθησε να την καλμάρει εκείνος,
κάνοντας πάλι να την πιάσει αγκαζέ. «Δεν τον ξέρατε πολύ
καιρό».
«Μη με αγγίζετε!» Τράβηξε απότομα το χέρι της και, με τον
Εξίμισι
στο
πλευρό
της,
διέσχισε
το
ανώμαλο
έδαφος
αποφεύγοντας τεχνηέντως πέτρινους αγγέλους και μαραμένα
λουλούδια, όπως μόνο κάποιος με όραση είκοσι στα είκοσι θα
μπορούσε να κάνει. Αποδεχόμενη τη μοναξιά της πρώτης
σειράς, διάλεξε μια καρέκλα ακριβώς απέναντι από το μακρύ
μαύρο φέρετρο.
Ακολούθησε το γνωστό τροπάρι: τα θλιμμένα βλέμματα, το
βρόμικο φτυάρι, τα βαρετά λόγια, οι παράλογες προσευχές.
Όταν όμως τα πρώτα χώματα άρχισαν να σκεπάζουν το
φέρετρο, η Ελίζαμπεθ διέκοψε τον ύστατο φόρο τιμής του
ιερέα λέγοντας: « Έχω ανάγκη να περπατήσω». Κι έπειτα γύρισε
την πλάτη της και, με τον Εξίμισι πλάι της, έφυγε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος της επιστροφής: εννιάμισι χιλιόμετρα,
με τακούνια, στα μαύρα, μόνοι οι δυο τους. Και όλα έμοιαζαν
αλλόκοτα: η διαδρομή, που περνούσε τόσο μέσα από κακές
όσο και μέσα από καλές γειτονιές, αλλά και η αντίθεση αυτής
της άχρωμης γυναίκας με τον τραυματισμένο σκύλο με φόντο
τα χρώματα της πρώιμης άνοιξης. Απ’ όπου κι αν περνούσαν,
ακόμα κι από τις πιο μουντές γειτονιές, μπουμπούκια
φύτρωναν στις σχισμές των πεζοδρομίων και στα παρτέρια,
κραυγάζοντας, κομπάζοντας και προσπαθώντας να τραβήξουν
την προσοχή πάνω τους, ανακατεύοντας τις ευωδιές τους με
την ελπίδα να δημιουργήσουν περίπλοκα αρώματα. Κι ανάμεσα
σε όλα αυτά οι δυο τους ήταν οι μοναδικοί ζωντανοί νεκροί.
Η νεκροφόρα την ακολούθησε για το πρώτο χιλιόμετρο, με
τον οδηγό να την παρακαλάει να μπει μέσα, λέγοντάς της πως
ούτε δεκαπέντε λεπτά δεν θα άντεχε μ’ αυτά τα τακούνια,
θυμίζοντάς της πως την είχε ήδη πληρωμένη τη διαδρομή και
ζητώντας της συγγνώμη που δεν μπορούσε να πάρει και τον
σκύλο – όμως ήταν σίγουρος ότι θα δεχόταν να τον πάρει
κάποιο άλλο αμάξι. Εκείνη όμως έκανε πως δεν άκουγε τις
εκκλήσεις του, όπως ακριβώς έκανε πριν από λίγη ώρα πως δεν
έβλεπε τον αδιάκριτο ρεπόρτερ. Ώσπου τελικά τα παράτησε κι
αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι, και η Ελίζαμπεθ με τον Εξίμισι
έκαναν το μόνο πράγμα που έβγαζε νόημα εκείνη τη στιγμή:
απλώς συνέχισαν να περπατούν.
Την επόμενη μέρα, αδυνατώντας να μείνει στο σπίτι και δίχως
να έχει πού αλλού να πάει, επέστρεψε στη δουλειά.
Μεγάλο πρόβλημα για τους συναδέλφους της. Είχαν ήδη
εξαντλήσει
το
απόθεμα
των
στερεότυπων
εκφράσεων
συμπαράστασης: Λυπάμαι πολύ. Αν χρειαστείς οτιδήποτε… Τι τραγωδία!
Τουλάχιστον δεν θα υπέφερε. Είμαι δίπλα σου. Βρίσκεται κοντά στον Θεό
τώρα. Κι έτσι την απέφευγαν.
«Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε» της είχε πει ο Ντονάτι στην
κηδεία, βάζοντας το χέρι στον ώμο της, ενώ την ίδια στιγμή
διαπίστωνε έκπληκτος ότι το μαύρο χρώμα δεν της πήγαινε
καθόλου. «Θα είμαι δίπλα σας». Όταν την είδε όμως να
κάθεται σαν χαμένη στο σκαμνί της στο εργαστήριο, φρόντισε
να την αποφύγει κι αυτός. Αργότερα, όταν πια έγινε σαφές ότι
όλοι σκόπευαν να «είναι δίπλα της» μόνο εφόσον εκείνη
βρισκόταν μακριά, η Ελίζαμπεθ ακολούθησε τη συμβουλή του
Ντονάτι και έφυγε.
Το μόνο μέρος που της απέμενε να πάει ήταν το εργαστήριο
του Κάλβιν.
«Δεν ξέρω αν θα το αντέξω» ψιθύρισε στον Εξίμισι όπως
στέκονταν έξω από την πόρτα του Κάλβιν.
Το
σκυλί
έτριψε
τη
μουσούδα
του
στον
μηρό
της,
παρακαλώντας τη να μην προχωρήσει παραπέρα, όμως εκείνη
άνοιξε την πόρτα και οι δυο τους διέσχισαν το κατώφλι. Η
μυρωδιά καθαριστικού τούς ισοπέδωσε.
Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι, σκέφτηκε ο Εξίμισι. Όσο ζουν, όλο
προσπαθούν ν’ απομακρύνουν τη σκόνη, τη βρομιά και το χώμα, μόλις
πεθάνουν όμως χώνονται σκόπιμα σ’ αυτό. Στην κηδεία τού φάνηκε
απίστευτη η ποσότητα του χώματος που χρειά­στηκε για να
καλυφθεί το φέρετρο του Κάλβιν, κι όταν είδε το μέγεθος του
φτυαριού, αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να συμβάλει κι αυτός
γεμίζοντας τον λάκκο με τα πίσω πόδια του. Και να που τώρα η
καθαριότητα δημιουργούσε και πάλι πρόβλημα. Κάθε ίχνος του
Κάλβιν είχε εξαφανιστεί. Ο Εξίμισι κοίταξε την Ελίζαμπεθ, που
στεκόταν στο κέντρο του δωματίου με πρόσωπο πανιασμένο
από το σοκ.
Τα σημειωματάριά του έλειπαν. Η διοίκηση του Χέιστινγκς τα
είχε ήδη πακετάρει και αποθηκεύσει, ενόσω περίμενε με
αγωνία να δει αν θα τα ζητούσε κάποιος στενός συγγενής.
Προφανώς εκείνη δεν πληρούσε τα τυπικά κριτήρια, μολονότι
γνώριζε και καταλάβαινε την έρευνα του Κάλβιν καλύτερα από
τον καθένα και παρά το γεγονός ότι η σχέση της μαζί του ήταν
πολύ πιο στενή από οποιονδήποτε βαθμό συγγένειας.
Ένα πράγμα μόνο είχε απομείνει. Μια κούτα όπου είχαν
πετάξει τα προσωπικά του αντικείμενα: μια φωτογραφία της,
κάτι δίσκους του Φρανκ Σινάτρα, παστίλιες για τον λαιμό, ένα
μπαλάκι του τένις, λιχουδιές για σκύλους και, κάτω κάτω, το
φαγητοδοχείο
του,
το
οποίο,
συνειδητοποίη­σε
τώρα
η
Ελίζαμπεθ με βαριά καρδιά, πιθανότατα περιείχε ακόμη το
σάντουιτς που του είχε φτιάξει πριν από εννέα μέρες.
Όταν όμως το άνοιξε, η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει.
Μέσα του βρισκόταν ένα μικρό μπλε κουτάκι. Και μέσα στο
κουτάκι το μεγαλύτερο μικρό διαμάντι που είχε δει ποτέ.
Τη στιγμή εκείνη φάνηκε στο κατώφλι της πόρτας η δεσποινίς
Φρασκ.
«Εδώ είστε λοιπόν, δεσποινίς Ζοτ» είπε, με τα στρασάτα
πεταλουδέ γυαλιά της να κρέμονται σαν μια χαλαρή θηλιά από
τον λαιμό της. «Η δεσποινίς Φρασκ είμαι. Από το Τμήμα
Ανθρώπινου
Δυναμικού».
Σώπασε.
«Δεν
ήθελα
να
σας
ενοχλήσω, αλλά…» συνέχισε, ανοίγοντας λίγο περισσότερο την
πόρτα. Και τότε πρόσεξε ότι η Ελίζαμπεθ ψαχούλευε την
κούτα. «Α, δεσποινίς Ζοτ… δεν επιτρέπεται να το κάνετε αυτό.
Εκεί μέσα βρίσκονται τα προσωπικά του αντικείμενα και,
παρότι
γνωρίζω
και
αντιλαμβάνομαι
την…
εμμ…
την
ασυνήθιστη σχέση που μοιραζόσασταν εσείς και ο κύριος
Έβανς, ο νόμος ορίζει να περιμένουμε για να δούμε αν θα
παρουσιαστεί κάποιος άλλος –ένας αδερφός, ένας ανιψιός,
κάποιος εξ αίματος συγγενής, τέλος πάντων– για να τα ζητήσει.
Καταλαβαίνετε. Δεν έχω τίποτα εναντίον σας ή εναντίον των
όποιων… επιλογών σας, ας πούμε. Δεν κρίνω την ηθική σας.
Αλλά δίχως κάποιο έγγραφο που να λέει ότι εκείνος επιθυμούσε
πράγματι να πάρετε εσείς τα πράγματά του, πολύ φοβάμαι πως
θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε το γράμμα του νόμου. Έχουμε
λάβει ήδη όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατέψουμε το
έργο του. Είναι όλα κλειδωμένα με ασφάλεια κάπου». Σώπασε
για λίγο και περιεργάστηκε βιαστικά την Ελίζαμπεθ. «Είστε
καλά, δεσποινίς Ζοτ; Φαίνεστε έτοιμη να λιποθυμήσετε». Κι
όταν η Ελίζαμπεθ έγειρε ελαφρώς μπροστά, η δεσποινίς Φρασκ
άνοιξε εντελώς την πόρτα και όρμησε μέσα.
Ύστερα από εκείνη τη μέρα στην καφετέρια, τότε που ο Έντι
είχε κοιτάξει τη Ζοτ με έναν τρόπο που δεν είχε κοιτάξει ποτέ
την ίδια, η Φρασκ είχε αντιπαθήσει σφόδρα την Ελίζαμπεθ.
« Ήμουν στο ασανσέρ σήμερα, και μπήκε μέσα η δεσποινίς
Ζοτ» είπε μια μέρα ο Έντι. «Ανεβήκαμε τέσσερις ορόφους
μαζί».
«Μήπως πιάσατε και κουβεντούλα;» τον ρώτησε η Φρασκ με
τα δόντια σφιγμένα. «Ρώτησες να μάθεις ποιο είναι το
αγαπημένο της χρώμα;»
«Όχι» απάντησε εκείνος. «Αλλά σίγουρα θα τη ρωτήσω την
επόμενη φορά. Πωπώ, είναι το κάτι άλλο, μιλάμε!»
Έκτοτε η Φρασκ άκουγε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα
ότι η Ζοτ ήταν το κάτι άλλο. Ο Έντι ήταν συνεχώς η Ζοτ το ένα
και η Ζοτ το άλλο, μιλούσε ασταμάτητα γι’ αυτήν – βέβαια,
όλοι αυτό έκαναν. Η Ζοτ, η Ζοτ, η Ζοτ… Την είχε σιχαθεί τη Ζοτ,
ρε γαμώτο!
«Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να σας το πω» είπε τώρα η
Φρασκ με το αφράτο της χέρι στην πλάτη της Ζοτ «ότι είναι
πολύ νωρίς για να επιστρέψετε στη δουλειά, και ιδίως εδώ».
Έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού τον χώρο όπου μέχρι
πρότινος εργαζόταν ο Κάλβιν. «Δεν σας κάνει καλό. Βρίσκεστε
ακόμη σε κατάσταση σοκ και χρειάζεστε ξεκούραση». Το χέρι
της ανεβοκατέβηκε στην πλάτη της, χαϊδεύοντάς την αδέξια.
«Βέβαια, ξέρω τι λέει ο κόσμος» συνέχισε, υπονοώντας πως η
ίδια
δεν
είχε
καμία
σχέση
με
τα
κουτσομπολιά
που
κυκλοφορούσαν στο Χέιστινγκς. «Και ξέρω πως κι εσείς ξέρετε τι
λέει ο κόσμος» πρόσθεσε, απόλυτα βέβαιη πως η Ελίζαμπεθ
δεν ήξερε. «Όμως, κατά τη γνώμη μου, είτε ο κύριος Έβανς
απολάμβανε το γάλα του τσάμπα είτε όχι, αυτό δεν σημαίνει
πως ο πρόωρος θάνατός του είναι λιγότερο επώδυνος για εσάς.
Μάλιστα, προσωπικά πιστεύω ότι δικό σας είναι το γάλα, κι αν
εσείς αποφασίζετε να το σπαταλήσετε, είναι δικαίωμά σας».
Ορίστε, είπε από μέσα της ικανοποιημένη. Τώρα η Ζοτ ξέρει τι
λέει ο κόσμος.
Η Ελίζαμπεθ σήκωσε το βλέμμα της στη Φρασκ έκπληκτη.
Υπέθετε ότι απαιτούσε κάποιου είδους ικανότητα το να λέει
κανείς το λάθος πράγμα ακριβώς τη λάθος στιγμή. Ίσως,
μάλιστα, να αποτελούσε και προϋπόθεση για να σε προσλάβουν
στο
Τμήμα
Ανθρώπινου
Δυναμικού:
μια
αφέλεια
συγκεκριμένου τύπου, χοντροκομμένη και πρόσχαρη, που σου
επέτρεπε να προσβάλεις έναν άνθρωπο βυθισμένο σε πένθος.
«Προσπαθούσα να σας βρω για διάφορους λόγους» συνέχισε η
Φρασκ. «Ο πρώτος έχει να κάνει με τον σκύλο του κυρίου
Έβανς. Αυτόν εκεί». Και έδειξε με το δάχτυλο τον Εξίμισι, που
την κοίταξε αγριωπά. «Δυστυχώς, δεν μπορεί να έρχεται πια
εδώ. Καταλαβαίνετε. Το Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς έτρεφε
ιδιαίτερο σεβασμό για τον κύριο Έβανς και, εξαιτίας αυτού του
σεβασμού, υποχωρούσε στις ιδιοτροπίες του. Όμως τώρα που ο
κύριος Έβανς μάς άφησε, φοβάμαι ότι θα πρέπει να μας
αφήσει και ο σκύλος. Άλλωστε, απ’ όσο ξέρω, ο σκύλος ήταν
δικός του». Κοίταξε την Ελίζαμπεθ για επιβεβαίωση.
«Όχι, ο σκύλος είναι δικός μας» κατάφερε να πει εκείνη.
«Δικός μου».
«Μάλιστα» έκανε η Φρασκ. «Στο εξής όμως θα πρέπει να
μένει στο σπίτι».
Ο Εξίμισι σήκωσε το κεφάλι από τη γωνιά του.
«Δεν μπορώ να είμαι εδώ χωρίς αυτόν» δήλωσε η Ελίζαμπεθ.
«Δεν μπορώ».
Η Φρασκ βλεφάρισε λες και υπήρχε υπερβολικά πολύ φως στο
δωμάτιο κι ύστερα, από το πουθενά, έβγαλε ένα μπλοκ, στο
οποίο κράτησε μερικές σημειώσεις.
«Φυσικά» είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. «Κι εγώ τα
συμπαθώ τα σκυλιά» – αν και δεν τα συμπαθούσε. «Όμως,
όπως σας είπα, κάναμε υποχωρήσεις για τον κύριο Έβανς.
Ήταν πολύ σημαντικός για εμάς. Ωστόσο κάποια στιγμή»
συμπλήρωσε, βάζοντας πάλι το χέρι της στον ώμο της
Ελίζαμπεθ και χτυπώντας τη παρηγορητικά, «θα πρέπει να
συνειδητοποιήσετε ότι δεν μπορείτε να γίνεστε τσιμπούρι επ’
άπειρον».
Η έκφραση της Ελίζαμπεθ άλλαξε απότομα.
«Να γίνομαι τσιμπούρι;»
Η
Φρασκ
σήκωσε
το
βλέμμα
της
από
το
μπλοκ,
προσπαθώντας να δείχνει επαγγελματίας.
«Νομίζω πως ξέρετε τι εννοώ».
«Ποτέ δεν έγινα τσιμπούρι, ούτε σ’ εκείνον ούτε σε κανέναν
άλλον».
«Δεν είπα ότι το κάνατε» είπε η Φρασκ, παριστάνοντας την
έκπληκτη. Έπειτα χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της σαν να
εκμυστηρευόταν κάποιο μυστικό. «Μου επιτρέπετε να σας
δώσω μια συμβουλή;» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θα υπάρξουν κι
άλλοι άντρες, δεσποινίς Ζοτ. Ίσως όχι κάποιος τόσο διάσημος ή
τόσο ισχυρός όσο ο κύριος Έβανς, αλλά πάντως άντρες. Έχω
σπουδάσει ψυχολογία, ξέρω απ’ αυτά. Επιλέξατε τον Έβανς…
Ήταν διάσημος, ήταν εργένης, ήταν σε θέση να προωθήσει την
καριέρα σας, ποιος μπορεί να σας κατηγορήσει; Όμως δεν
τσούλησε το πράγμα. Και τώρα εκείνος έφυγε κι εσείς είστε
λυπημένη – φυσικά και είστε λυπημένη. Δείτε ωστόσο τη θετική
πλευρά: είστε και πάλι ελεύθερη. Και υπάρχουν πολλοί καλοί
άντρες, όμορφοι άντρες. Κάποιος απ’ αυτούς σίγουρα θα σας
φορέσει βέρα». Έκανε μια παύση, φέρνοντας στον νου της τον
άσχημο Έβανς κι ύστερα την όμορφη Ζοτ, διαθέσιμη πάλι, με
τους άντρες να τη γυροφέρνουν όπως οι μέλισσες το μέλι. «Κι
όταν βρείτε κάποιον» συνέχισε «έναν δικηγόρο ίσως, τότε θα
μπορέσετε να σταματήσετε όλες αυτές τις επιστημονικές
ανοησίες, να πάτε στο σπιτάκι σας και να κάνετε πολλά
παιδάκια».
«Μα δεν θέλω κάτι τέτοιο».
Η Φρασκ ίσιωσε την πλάτη της.
«Μάλιστα… Επαναστάτρια λοιπόν» είπε. Τη μισούσε τη Ζοτ,
πραγματικά τη μισούσε. «Και κάτι ακόμα» συμπλήρωσε,
χτυπώντας με το στιλό το μπλοκ της. «Πρόκειται για την άδειά
σας λόγω πένθους. Το Χέιστινγκς σας προσφέρει τρεις
επιπλέον ημέρες. Πέντε στο σύνολο. Ανήκουστο για κάποιον
που δεν ανήκει στο στενό οικογενειακό περιβάλλον –πολύ, μα
πάρα πολύ γενναιόδωρο, δεσποινίς Ζοτ– και μία ακόμα ένδειξη
της σπουδαιότητας του κυρίου Έβανς για εμάς. Εξού και θέλω
να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε και πρέπει να πάτε στο σπίτι
σας και να μείνετε εκεί. Με τον σκύλο. Έχετε την άδειά μου».
Η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε αν ήταν η σκληρότητα των λόγων της
Φρασκ ή η μη οικεία αίσθηση του μικρού παγωμένου
δαχτυλιδιού που είχε κρύψει στη χούφτα της μόλις προτού μπει
μέσα η γυναίκα, όμως, προτού προλάβει να συγκρατηθεί,
στράφηκε απότομα και έκανε εμετό στον νεροχύτη.
«Φυσιολογικό» σχολίασε η Φρασκ καθώς έσπευδε στην άλλη
άκρη του δωματίου για να φέρει μερικά χαρτομάντιλα. «Είστε
ακόμη
σε
σοκ».
Καθώς
όμως
κρατούσε
ένα
δεύτερο
χαρτομάντιλο στο μέτωπο της Ελίζαμπεθ, προσάρμοσε τα
πεταλουδέ γυαλιά της και της έριξε μια πιο προσεκτική ματιά.
«Ω!» έκανε, αναστενάζοντας αποδοκιμαστικά και γέρνοντας
πίσω το κεφάλι. «Κατάλαβα».
«Τι;» μουρμούρισε η Ελίζαμπεθ.
«Ελάτε τώρα!» την αποπήρε η Φρασκ. «Τι περιμένατε;» Κι
έκανε τσ τσ τσ! τόσο δυνατά, ώστε να καταλάβει η Ζοτ ότι εκείνη
ήξερε.
Μα όταν η Ζοτ δεν έδειξε κανένα σημάδι πως ήξερε ότι
εκείνη
ήξερε,
απειροελάχιστη
η
Φρασκ
αναρωτήθηκε
αν
υπήρχε
πραγματικά
να
μην
πιθανότητα
μια
ήξερε.
Συνέβαινε αυτό με κάποιους επιστήμονες. Πίστευαν στην
επιστήμη μέχρι να συμβεί στους ίδιους.
«Α, παραλίγο να το ξεχάσω» είπε η Φρασκ, δείχνοντας την
εφημερίδα που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε στερεωμένη κάτω
από τη μασχάλη της. « Ήθελα να σιγουρευτώ ότι θα το δείτε.
Ωραία φωτογραφία, δεν είναι;»
Και να το, το άρθρο του ρεπόρτερ που είχε έρθει στην κηδεία.
«Θαμμένη διάνοια» διατράνωνε ο τίτλος, ενώ το άρθρο από
κάτω υπονοούσε πως η δύσκολη προσωπικότητα του Έβανς
πιθανόν να τον εμπόδισε να αξιοποιήσει στο έπακρο το
επιστημονικό δυναμικό του. Και για του λόγου το αληθές, στα
δεξιά υπήρχε μια φωτογραφία που έδειχνε την Ελίζαμπεθ και
τον Εξίμισι δίπλα στο φέρετρό του, με τη λεζάντα: «Τελικά ο
έρωτας δεν είναι τυφλός». Το συνοδευτικό κείμενο εξηγούσε
πως ακόμα και η κοπέλα του παραδέχτηκε πως μόλις που τον
γνώριζε.
«Τι απαίσιο πράγμα να γράψει κανείς!» ψιθύρισε η Ελίζαμπεθ
κρατώντας την κοιλιά της.
«Δεν πιστεύω να κάνετε πάλι εμετό;» μουρμούρισε η Φρασκ,
φέρνοντας μερικά χαρτομάντιλα ακόμα. «Ξέρω ότι είστε
χημικός, δεσποινίς Ζοτ, αλλά δεν μπορεί να μην το περιμένατε.
Σίγουρα κάτι γνωρίζετε από βιολογία».
Η Ελίζαμπεθ σήκωσε το κεφάλι κάτωχρη, με βλέμμα άδειο,
και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η Φρασκ σχεδόν ένιωσε
να λυπάται αυτή τη γυναίκα με τον άσχημο σκύλο της, με τους
εμετούς της και με όλα τα προβλήματα που θα ακολουθούσαν.
Παρά το μυαλό της και την ομορφιά της και την πουτανίστικη
στάση της απέναντι στους άντρες, η Ζοτ δεν βρισκόταν σε
καλύτερη θέση απ’ όλες τις υπόλοιπες γυναίκες.
«Να περίμενα τι;» απόρησε η Ελίζαμπεθ. «Τι εννοείτε;»
«Βιολογία!» βρυχήθηκε η Φρασκ, χτυπώντας απαλά με το στιλό
της την κοιλιά της Ελίζαμπεθ. «Ελάτε τώρα, Ζοτ, σας
παρακαλώ! Γυναίκες είμαστε! Δεν μπορεί να μην ξέρετε ότι ο
Έβανς σας άφησε ένα δωράκι!»
Και η Ελίζαμπεθ, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά πλέον από
την αιφνίδια συνειδητοποίηση της κατάστασής της, έκανε πάλι
εμετό.
2 Παράφραση του διάσημου τραγουδιού «Ding-Dong! The Witch is Dead» από την
ταινία του 1939
Ο Μάγος του Οζ,
το οποίο τραγουδάνε οι ήρωες για να
πανηγυρίσουν τον θάνατο της Κακιάς Μάγισσας της Ανατολής και της Κακιάς
Μάγισσας της Δύσης. Το 2013 το τραγούδι έφτασε στο νούμερο δύο των
βρετανικών τσαρτ με αφορμή τον θάνατο της «Σιδηράς Κυρίας» Μάργκαρετ
Θάτσερ. (Σ.τ.Ε.)
13
Ηλίθιοι
Τ
ο
Ινστιτούτο
Ερευνών
Χέιστινγκς
είχε
ένα
μεγάλο
πρόβλημα. Με τον κορυφαίο επιστήμονά του νεκρό και με
ένα άρθρο στην εφημερίδα που υπονοούσε ότι η άθλια
προσωπικότητά του δεν του είχε επιτρέψει να πετύχει κάτι
αξιόλογο, οι χορηγοί του Χέιστινγκς –ο στρατός, το ναυτικό,
αρκετές φαρμακευτικές εταιρείες, κάμποσοι ιδιώτες επενδυτές
και
μια
χούφτα
ιδρύματα–
ήδη
προειδοποιούσαν
για
«επανεξέταση των υφιστάμενων ερευνών του Χέιστινγκς» και
«επαναπροσδιορισμό
τυχόν
μελλοντικών
χορηγιών».
Έτσι
συμβαίνει στον τομέα της έρευνας: βρίσκεται στο έλεος
εκείνων που την πληρώνουν.
Γι’ αυτό και η διοίκηση του Χέιστινγκς ήταν αποφασισμένη να
θέσει ένα τέλος σ’ αυτή τη γελοία ιστορία. Στο κάτω κάτω, ο
Έβανς είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο, σωστά; Το γραφείο του
ξεχείλιζε από σημειωματάρια και αλλόκοτες μικρές εξισώσεις
γραμμένες με έναν δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα και
διανθισμένες με θαυμαστικά και παχιές υπογραμμίσεις, σαν
αυτές που κάνει κανείς όταν βρίσκεται στο χείλος μιας
σημαντικής ανακάλυψης. Θα παρουσίαζε, μάλιστα, και μια
δημοσίευση για την πρόοδό του στη Γενεύη τον επόμενο μήνα.
Ή μάλλον αυτό θα έκανε αν δεν τον πατούσε ένα περιπολικό
επειδή επέμενε να τρέχει σε εξωτερικούς χώρους αντί να κάνει
επιτόπου τροχαδάκι στο σπίτι του με παπούτσια του μπαλέτου,
όπως όλος ο κόσμος.
Αχ αυτοί οι επιστήμονες! Δεν μπορούσαν να μην είναι
διαφορετικοί.
Ήταν κι αυτό μέρος του προβλήματος. Οι περισσότεροι
επιστήμονες στο Χέιστινγκς δεν ήταν διαφορετικοί – όχι
ιδιαίτερα
τουλάχιστον.
Ήταν
κανονικοί,
συνηθισμένοι
άνθρωποι – στην καλύτερη περίπτωση, ελαφρώς πάνω από τον
μέσο όρο. Δεν τους έλεγες βλάκες, αλλά ούτε και ιδιο­φυΐες. Το
είδος των ανθρώπων που αποτελούν την πλειο­ψηφία σε κάθε
οργανισμό:
κανονικοί
άνθρωποι
που
κάνουν
κανονικές
δουλειές και που περιστασιακά παίρνουν προαγωγή για να
καταλάβουν διοικητικές θέσεις με αδιάφορα αποτελέσματα.
Άνθρωποι που δεν θα άλλαζαν τον κόσμο, αλλά ούτε και θα τον
κατέστρεφαν κατά λάθος.
Όχι, η διοίκηση αναγκαζόταν πάντα να βασίζεται στους
καινοτόμους της, και, με τον Έβανς νεκρό, απέμενε μια
εξαιρετικά περιορισμένη δεξαμενή γνήσιων ταλέντων. Δεν
έχαιραν όλοι τους της περίοπτης θέσης που απολάμβανε ο
Κάλβιν – μάλιστα, μερικοί απ’ αυτούς ίσως να μη γνώριζαν καν
ότι θεωρούνταν πραγματικά πρωτοπόροι. Όμως η διοί­κηση του
Χέιστινγκς ήξερε πως από εκείνους ξεκινούσε σχεδόν κάθε
σημαντική ιδέα και ανακάλυψη.
Το μόνο πραγματικό πρόβλημα με τους ανθρώπους αυτούς,
εκτός
από
περιστασιακά
θέματα
υγιεινής,
ήταν
πως
αντιμετώπιζαν πάντοτε την αποτυχία ως κάτι θετικό. «Δεν
απέτυχα, απλώς ανακάλυψα δέκα χιλιάδες τρόπους που δεν
λειτουργούν» έλεγαν, επαναλαμβάνοντας στερεότυπα τα λόγια
του Έντισον. Λόγια που ανάμεσα σε επιστήμονες μπορεί να
γίνονται απολύτως αποδεκτά, όμως είναι εντελώς λανθασμένα
όταν τα λες σε μια αίθουσα γεμάτη επενδυτές που αναζητούν
μια άμεση, πολυδάπανη, χρόνια θεραπευτική αγωγή για τον
καρκίνο. Ο Θεός να τους φυλάει από πραγματικές θεραπείες!
Είναι πολύ πιο δύσκολο να αρμέγεις οικονομικά κάποιον που
δεν έχει πια πρόβλημα. Για τον λόγο αυτόν, το Χέιστινγκς
έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατάει τους ανθρώπους αυτούς
μακριά από τον Τύπο, εκτός κι αν επρόκειτο για επιστημονικά
έντυπα, που άλλωστε δεν τα διάβαζε κανείς. Τώρα όμως; Ο
νεκρός Έβανς φιγουράριζε στην ενδέκατη σελίδα των LA Times,
και ποιος στεκόταν δίπλα στο φέρετρό του; Η Ζοτ με τον
αναθεματισμένο τον σκύλο της.
Κι αυτό ήταν το τρίτο πρόβλημα της διοίκησης. Η Ζοτ.
Ήταν
μια
από
τους
πρωτοπόρους
του
Ινστιτούτου.
Παραγνωρισμένη φυσικά, όμως η ίδια συμπεριφερόταν σαν να
ήξερε την αξία της. Ούτε μία εβδομάδα δεν περνούσε που να
μην άκουγαν κάποιο παράπονο για εκείνη: για τον τρόπο που
εξέφραζε την άποψή της, για την επιμονή της να αναγράφεται
το όνομά της στις εργασίες της, για την άρνησή της να
φτιάχνει καφέδες… η λίστα ήταν ατέλειωτη. Ωστόσο η πρόοδός
της –ή μήπως η πρόοδος του Κάλβιν;– ήταν αδιαμφισβήτητη.
Η έρευνά της σχετικά με την αβιογένεση είχε εγκριθεί μόνο
και μόνο επειδή είχε εμφανιστεί ουρανοκατέβατος κάποιος
βαρβάτος επενδυτής που επέμενε (ποιος να το πίστευε;) να τη
χρηματοδοτήσει. Απίστευτο! Αν και τέτοιες ακριβώς αλλόκοτες
συμπεριφορές συνηθίζουν να έχουν οι πολυεκατομμυριούχοι:
χρηματοδοτούν άχρηστες ουτοπικές έρευνες. Αυτός λοιπόν ο
πλούσιος τύπος είπε ότι είχε διαβάσει μια εργασία με την
υπογραφή Ε. Ζοτ –μια παλιά εργασία από το Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας– και τον είχε συνεπάρει η τεράστια γκάμα των
δυνατοτήτων
που
ανοίγονταν.
Έκτοτε
προσπαθούσε
να
εντοπίσει τον δημιουργό της.
«Ζοτ; Μα ο κύριος Ζοτ εργάζεται εδώ!» του είπαν χωρίς να το
σκεφτούν δεύτερη φορά.
Ο πλούσιος κύριος έδειξε ειλικρινά έκπληκτος.
«Θα μείνω μόνο μία μέρα στην πόλη, αλλά πολύ θα ήθελα να
γνωρίσω τον κύριο Ζοτ» δήλωσε.
Και τότε αυτοί άρχισαν να τα μασάνε. Να γνωρίσει τον Ζοτ,
σκέφτονταν. Και να διαπιστώσει ότι ο Ζοτ ήταν τελικά η Ζοτ;
Φτερά θα έκανε η επιταγή του.
«Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν» του είπαν. «Ο κύριος Ζοτ
βρίσκεται στην Ευρώπη. Σ’ ένα συνέδριο».
«Τι κρίμα! Την επόμενη φορά ίσως» δήλωσε ο επίδοξος
χορηγός και πρόσθεσε ότι θα έλεγχε την πρόοδο του έργου
μόνο μία φορά ανά μερικά χρόνια. Διότι κατανοούσε ότι η
επιστήμη προχωράει αργά. Διότι ήξερε πως απαιτεί χρόνο,
απόσταση και υπομονή.
Χρόνο. Απόσταση. Υπομονή. Μα σοβαρολογούσε ο τύπος;
«Πολύ σοφό» του είπαν, πασχίζοντας να καταπνίξουν την
παρόρμησή τους ν’ αρχίσουν να χοροπηδάνε μέσα στο γραφείο.
«Ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη σας». Και πριν προλάβει
καν να μπει στη λιμουζίνα του, είχαν ήδη κατευθύνει το
μεγαλύτερο μέρος της γενναιόδωρης χορηγίας του σε πιο
υποσχόμενους ερευνητικούς τομείς. Ένα μέρος της, μάλιστα,
το είχαν δώσει στον Έβανς.
Και ο Έβανς… Αδιαφορώντας παντελώς για το γεγονός ότι
είχαν τόσο απλόχερα επανεπενδύσει στην έρευνά του, που ένας
Θεός ήξερε μόνο τι ακριβώς αφορούσε, είχε ορμήσει μια μέρα
στα γραφεία τους έξαλλος, για να τους δηλώσει πως, αν δεν
έβρισκαν
τρόπο
να
χρηματοδοτήσουν
την
ομορφούλα
φιλεναδίτσα του, θα τους παρατούσε και θα έπαιρνε μαζί του
όλα
τα
συμπράγκαλά
του
και
τις
ιδέες
του
και
τις
υποψηφιότητές του για Νόμπελ. Τον ικέτεψαν να φανεί
λογικός. Μα να τους εκβιάζει να χρηματοδοτήσουν την
αβιογένεση;
Αν
είναι
δυνατόν!
Όμως
εκείνος
ήταν
ανυποχώρητος, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι
οι δικές της ιδέες ίσως να ήταν καλύτερες κι από τις δικές του.
Τότε δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη σημασία, αντιμετωπίζοντας τα
όσα τους έλεγε ως παραληρήματα ενός άντρα που είχε πιάσει
τον πρώτο λαχνό στο σεξ και άφηνε να τον σέρνουν από τη
μύτη. Τώρα όμως;
Οι θεωρίες της Ζοτ, σε αντίθεση με τις θεωρίες όλων εκείνων
που επικαλούνταν τα λόγια του Έντισον για να ισχυριστούν ότι
στην
πραγματικότητα
δεν
είχαν
αποτύχει,
έμοιαζαν
–
τουλάχιστον σύμφωνα με τον Έβανς– απόλυτα εύστοχες. Ο
Δαρβίνος πολύ καιρό πριν είχε υποστηρίξει ότι η ζωή προήλθε
από ένα μονοκύτταρο βακτήριο, το οποίο στη συνέχεια
διαφοροποιήθηκε ξανά και ξανά, για να προκύψει ένας
πολυσύνθετος πλανήτης ανθρώπων, φυτών και ζώων. Τι έκανε
λοιπόν η Ζοτ; Έψαχνε σαν λαγωνικό να βρει από πού είχε
προέλθει εκείνο το πρώτο κύτταρο. Με άλλα λόγια, είχε βαλθεί
να λύσει ένα από τα μεγαλύτερα χημικά μυστήρια όλων των
εποχών, κι αν συνέχιζε με σταθερό ρυθμό, δεν υπήρχε καμία
αμφιβολία ότι θα τα κατάφερνε. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον
Έβανς. Το μόνο θέμα ήταν πως μάλλον θα της έπαιρνε
ενενήντα χρόνια. Και δεν μπορούσαν να διαθέσουν αυτόν τον
χρόνο. Ο χρυσός χορηγός θα είχε σίγουρα πεθάνει προ πολλού.
Και, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, το ίδιο κι εκείνοι.
Άλλωστε υπήρχε άλλη μια μικρή λεπτομέρεια. Η διοίκηση
είχε μόλις πληροφορηθεί ότι η Ζοτ ήταν έγκυος. Άγαμη και
έγκυος.
Πόσο χειρότερα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα;
Προφανώς έπρεπε να απολυθεί, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’
αυτό. Το Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς είχε ηθικές αξίες.
Αν όμως εκείνη έφευγε, πού θα βρίσκονταν στο μέτωπο της
καινοτομίας; Θα ξέμεναν με μια χούφτα ανθρώπους που
κινούνταν με ρυθμούς χελώνας. Και η πρόοδος με ρυθμούς
χελώνας συνήθως δεν προσελκύει γενναιόδωρες χορηγίες.
Ευτυχώς, η Ζοτ δούλευε μαζί με άλλους τρεις. Η διοίκηση
του Χέιστινγκς ζήτησε αμέσως να τους δει. Χρειάζονταν
διαβεβαιώσεις ότι η υποτιθέμενη καίρια έρευνα της Ζοτ θα
μπορούσε να προχωρήσει κουτσά στραβά και χωρίς εκείνη –
έπρεπε πάση θυσία να δοθεί η εντύπωση πως αξιοποιούνταν
σωστά τα χρήματα που ποτέ δεν είχαν ουσιαστικά διοχετευτεί
σε αυτή την έρευνα. Ωστόσο, μόλις οι τρεις δόκτορες μπήκαν
στην αίθουσα, η διοίκηση του Χέιστινγκς κατάλαβε ότι
αντιμετώπιζε
σοβαρό
πρόβλημα.
Οι
δύο
παραδέχτηκαν
διστακτικά ότι η Ζοτ αποτελούσε την κινητήρια δύναμη,
απαραίτητη για την περαιτέρω πρόοδο. Ο τρίτος, ένας άντρας
ονόματι
Μπόριβαϊτς,
ακολούθησε
εντελώς
αντίθετη
κατεύθυνση και ισχυρίστηκε ότι στην πραγματικότητα εκείνος τα
είχε κάνει όλα. Επειδή όμως δεν ήταν σε θέση να στηρίξει τους
ισχυρισμούς του με κάποιες επιστημονικές εξηγήσεις που να
βγάζουν νόημα, αντιλήφθηκαν ότι είχαν απέναντί τους έναν
ηλίθιο.
Το
Χέιστινγκς
ήταν
γεμάτο
από
τέτοιους.
Αναμενόμενο. Οι ηλίθιοι καταφέρνουν να εισχωρήσουν σε κάθε
οργανισμό. Έχουν την τάση να τα πηγαίνουν καλά στις
συνεντεύξεις.
Όσο για τον χημικό που καθόταν τώρα απέναντί τους; Καλά
καλά δεν ήξερε πώς γράφεται η αβιογένεση.
Έπειτα, ήταν και η δεσποινίς Φρασκ από το Τμήμα
Ανθρώπινου
συναγερμό
Δυναμικού,
σχετικά
με
εκείνη
την
που
είχε
κατάσταση
βαρέσει
της
Ζοτ.
τον
Είχε
χρησιμοποιήσει τα περιορισμένα ταλέντα της για να διαδώσει
τη φήμη για την εγκυμοσύνη της Ζοτ, φροντίζοντας να μάθει
όλο το Χέιστινγκς για τα δεινά της μέχρι το μεσημέρι. Και,
φυσικά, όλοι κατατρόμαξαν. Η αστραπιαία ταχύτητα με την
οποία διαδόθηκε η φήμη, σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, σήμαινε
πως ήταν ζήτημα χρόνου να φτάσει στ’ αυτιά των χορηγών του
ινστιτούτου
–
και,
όπως
όλοι
γνώριζαν,
οι
χορηγοί
απεχθάνονται τα σκάνδαλα. Επιπλέον, υπήρχε και το πρόβλημα
του πλούσιου θαυμαστή της Ζοτ, του πολυεκατομμυριούχου
που
είχε
δώσει
λευκή
επιταγή
για
την
αβιογένεση,
ισχυριζόμενος ότι είχε διαβάσει μια παλιότερη εργασία του
κυρίου Ζοτ. Πώς θα αισθανόταν όταν μάθαινε όχι μόνο ότι η Ζοτ
ήταν γυναίκα αλλά και ότι είχε γκαστρωθεί όντας ανύπαντρη;
Θεέ και Κύριε! Ήταν σαν να έβλεπαν μπροστά τους τη μεγάλη
λιμουζίνα του να φτάνει στο πάρκινγκ τους και τον σοφέρ να
περιμένει με τη μηχανή αναμμένη, ενώ ο τύπος θα ορμούσε
στο κτίριο απαιτώντας τα λεφτά του πίσω. «Χρηματοδοτούσα
μια επαγγελματία πουτάνα;» θα τους φώναζε κατά πάσα
πιθανότητα. Πρόβλημα. Έπρεπε να κάνουν αμέσως κάτι με τη
Ζοτ.
«Φοβάμαι ότι μας έχετε φέρει σε μια τρομερά, τρομερά άσχημη
θέση, δεσποινίς Ζοτ» την επέκρινε ο δόκτωρ Ντονάτι μία
εβδομάδα αργότερα, σπρώχνοντας προς το μέρος της πάνω στο
τραπέζι την ειδοποίηση της απόλυσής της.
«Με απολύετε;» ρώτησε σαστισμένη η Ελίζαμπεθ.
«Θα ήθελα να το τακτοποιήσουμε όσο πιο πολιτισμένα
γίνεται».
«Γιατί με απολύετε; Για ποιον λόγο;»
«Ξέρετε, νομίζω».
«Παρακαλώ, διαφωτίστε με» επέμεινε εκείνη γέρνοντας προς
τα εμπρός, με τα χέρια της σφιχτοπλεγμένα πάνω στο τραπέζι,
με το μολύβι νούμερο δύο να γυαλίζει στο φως στερεωμένο στο
αυτί της. Δεν ήξερε από πού πήγαζε αυτή η αυτοκυριαρχία
της, ήξερε όμως ότι έπρεπε να τη διατηρήσει.
Εκείνος έριξε μια ματιά στη δεσποινίδα Φρασκ, που κρατούσε
σημειώσεις.
«Περιμένετε παιδί» είπε ο Ντονάτι. «Μην προσπαθήσετε να
το αρνηθείτε».
«Ναι, είμαι έγκυος. Σωστά».
«Σωστά» επανέλαβε εκείνος ξεροκαταπίνοντας. «Σωστά;»
«Ναι. Σωστά. Είμαι έγκυος. Τι σχέση έχει αυτό με τη δουλειά
μου;»
«Μα σας παρακαλώ!»
«Δεν είναι μεταδοτικό, ξέρετε» του είπε, ξεπλέκοντας τα
χέρια της. «Δεν έχω χολέρα. Δεν θα κολλήσει εγκυμοσύνη
κανείς».
« Έχετε μεγάλο θράσος!» ξέσπασε ο Ντονάτι. «Ξέρετε πολύ
καλά ότι οι γυναίκες δεν συνεχίζουν την εργασία τους όταν
εγκυμονούν. Όμως εσείς… όχι μόνο περιμένετε παιδί, είστε κι
ανύπαντρη αποπάνω. Ντροπή!»
«Η εγκυμοσύνη είναι μια φυσιολογική κατάσταση. Δεν είναι
ντροπή. Είναι η αρχή κάθε ανθρώπινου όντος».
«Πώς τολμάς;» είπε υψώνοντας τη φωνή. «Να λέει σ’ εμένα μια
γυναίκα τι είναι η εγκυμοσύνη! Ποια νομίζεις ότι είσαι;»
Η Ελίζαμπεθ φάνηκε να ξαφνιάζεται με την ερώτησή του.
«Μια γυναίκα» του απάντησε απλά.
«Δεσποινίς Ζοτ» παρενέβη η δεσποινίς Φρασκ «ο κώδικας
δεοντολογίας μας δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο, και το γνωρίζετε.
Πρέπει να υπογράψετε αυτό το χαρτί και να αδειάσετε το
γραφείο σας. Έχουμε κάποιες ηθικές αρχές εδώ».
Η Ελίζαμπεθ ωστόσο δεν πτοήθηκε καθόλου.
« Έχω μπερδευτεί» είπε. «Με απολύετε επειδή είμαι έγκυος
και ανύπαντρη. Και ο άντρας;»
«Ποιος άντρας; Εννοείτε τον Έβανς;» ρώτησε ο Ντονάτι.
«Οποιοσδήποτε άντρας. Όταν μια γυναίκα μένει έγκυος εκτός
γάμου, απολύεται μαζί και ο άντρας που την άφησε έγκυο;»
«Πώς; Τι είναι αυτά που λέτε;»
«Θα απολύατε και τον Κάλβιν, για παράδειγμα;»
«Όχι βέβαια!»
«Τότε, πρακτικά δεν έχετε λόγο ν’ απολύσετε κι εμένα».
Ο Ντονάτι φάνηκε σαστισμένος. Μα τι έλεγε;
«Φυσικά και έχω!» τραύλισε. «Φυσικά και έχω. Είσαι γυναίκα.
Εσύ πήγες και γκαστρώθηκες!»
« Έτσι συμβαίνει συνήθως. Συνειδητοποιείτε όμως ότι μια
εγκυμοσύνη απαιτεί και το σπέρμα του άντρα, σωστά;»
«Δεσποινίς Ζοτ, σας προειδοποιώ! Προσέξτε πώς μιλάτε!»
«Μου λέτε ότι, αν ένας ανύπαντρος άντρας αφήσει έγκυο μια
ανύπαντρη γυναίκα, δεν θα υποστεί συνέπειες. Η ζωή του θα
συνεχιστεί όπως πριν. Ούτε γάτα ούτε ζημιά».
«Δεν είναι δικό μας
το
φταίξιμο»
επενέβη
η
Φρασκ.
«Προσπαθούσατε να παγιδεύσετε τον Έβανς και να τον
αναγκάσετε να σας παντρευτεί. Είναι προφανές».
«Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι ο Κάλβιν κι εγώ δεν θέλαμε
παιδιά» είπε η Ελίζαμπεθ, απομακρύνοντας μια τούφα μαλλιά
από το μέτωπό της. «Ξέρω επίσης ότι παίρναμε όλες τις
απαιτούμενες προφυλάξεις για να διασφαλίσουμε αυτό το
αποτέλεσμα.
Αυτή
η
εγκυμοσύνη
είναι
σφάλμα
της
αντισύλληψης, όχι ηθικό σφάλμα. Επίσης, δεν είναι δική σας
δουλειά».
«Το κάνατε δική μας δουλειά!» φώναξε απότομα ο Ντονάτι.
«Και, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, υπάρχει ένας
απόλυτα σίγουρος τρόπος για να μη μείνει μια γυναίκα έγκυος,
και αρχίζει με Α! Εμείς εδώ έχουμε κανόνες, δεσποινίς Ζοτ!
Κανόνες!»
«Όχι για το συγκεκριμένο θέμα» είπε ήρεμα η Ζοτ. « Έχω
διαβάσει τον κανονισμό των υπαλλήλων από την αρχή ως το
τέλος».
«Πρόκειται για άγραφο νόμο!»
«Άρα δεν είναι νομικά δεσμευτικός».
Ο Ντονάτι την αγριοκοίταξε.
«Ο Έβανς θα ντρεπόταν πολύ, πάρα πολύ για εσάς».
«Όχι» είπε απλώς η Ελίζαμπεθ, με φωνή ψυχρή αλλά ήρεμη.
«Όχι, δεν θα ντρεπόταν καθόλου».
Έπεσε σιωπή. Ήταν ο τρόπος που συνέχιζε να προβάλλει
αντιρρήσεις, χωρίς καμία ντροπή, χωρίς μελοδραματισμούς,
λες και είχε εκείνη τον τελευταίο λόγο, λες και ήξερε πως στο
τέλος θα κέρδιζε. Γι’ αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά της
παραπονιούνταν οι συνάδελφοί της. Κι ήταν τόσο ενοχλητικός
ο τρόπος με τον οποίο υπαινισσόταν ότι η σχέση της με τον
Κάλβιν ανήκε σε ένα υψηλότερο επίπεδο, σαν να ήταν
φτιαγμένη από ένα άφθαρτο υλικό που άντεχε στα πάντα,
ακόμα και στον θάνατό του!
Όση ώρα η Ελίζαμπεθ τους περίμενε να έρθουν στα συγκαλά
τους, είχε τα χέρια της ακουμπισμένα στο τραπέζι με τις
παλάμες ίσιες. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου
αποκαλύπτει κατά κάποιον τρόπο μια υπερβολικά απλή
αλήθεια: ότι ο χρόνος, όπως συχνά υποστηρίζουν οι άνθρωποι
χωρίς όμως να δίνουν ποτέ σημασία, είναι πράγματι πολύτιμος.
Είχε δουλειά να κάνει, αυτό ήταν το μόνο που της είχε
απομείνει. Κι όμως καθόταν εκεί μ’ αυτούς τους αυτόκλητους
φρουρούς της ηθικής, τους ψωροφαντασμένους κριτές που
τους έλειπε παντελώς η κρίση, εκ των οποίων ο ένας έμοιαζε
να μην έχει σαφή ιδέα για τη διαδικασία της σύλληψης και η
άλλη απλώς πήγαινε με τα νερά του επειδή, όπως τόσες άλλες
γυναίκες, θεωρούσε πως υποβαθμίζοντας ένα άλλο άτομο του
φύλου της θα εξύψωνε τον εαυτό της στα μάτια των αντρών
ανωτέρων της. Και το χειρότερο όλων ήταν πως αυτές οι
παράλογες συζητήσεις εξελίσσονταν σε έναν χώρο αφιερωμένο
στην επιστήμη.
«Τελειώσαμε;» ρώτησε καθώς σηκωνόταν.
Ο Ντονάτι χλώμιασε. Ως εδώ! Η Ζοτ έπρεπε να φύγει,
παίρνοντας μαζί και το μπάσταρδό της, την πρωτοποριακή
έρευνά της και τον έρωτά της που αψηφούσε μέχρι και τον
θάνατο. Όσο για τον πλούσιο χορηγό της, θα έβλεπαν αργότερα
τι θα έκαναν μ’ αυτόν.
«Υπογράψτε» απαίτησε ο Ντονάτι, ενώ η Φρασκ πέταξε στην
Ελίζαμπεθ ένα στιλό. «Θέλουμε να έχετε αποχωρήσει από το
κτίριο το αργότερο μέχρι το μεσημέρι. Από την Παρασκευή
παύετε να είστε στο μισθολόγιο του ινστιτούτου. Δεν σας
επιτρέπεται να μιλήσετε σε κανέναν σχετικά με τους λόγους
της απόλυσής σας».
«Από την Παρασκευή παύουν και οι παροχές υγείας»
συμπλήρωσε η Φρασκ, χτυπώντας το νύχι της πάνω στο
πανταχού παρόν μπλοκ της. «Τικ τοκ».
«Ελπίζω αυτό να σας διδάξει ότι πρέπει να αναλαμβάνετε τις
ευθύνες για την εξωφρενική συμπεριφορά σας» πρόσθεσε ο
Ντονάτι, απλώνοντας το χέρι για να πάρει το υπογεγραμμένο
έγγραφο της απόλυσης. «Και πάψτε να ρίχνετε το φταίξιμο
στους άλλους. Όπως ο Έβανς, που μας ανάγκασε να σας
χρηματοδοτήσουμε
και
έφτασε
μέχρι
τη
διοίκηση
του
Χέιστινγκς, απειλώντας με παραίτηση αν δεν το κάναμε».
Η Ελίζαμπεθ πήρε μια έκφραση σαν να είχε μόλις φάει
χαστούκι.
«Τι έκανε λέει ο Κάλβιν;»
«Ξέρετε πολύ καλά τι έκανε» συνέχισε ο Ντονάτι, ανοίγοντας
την πόρτα.
« Έχετε διορία μέχρι το μεσημέρι» επανέλαβε η Φρασκ,
χώνοντας το μπλοκ κάτω από τη μασχάλη της.
«Μην περιμένετε συστάσεις» πρόσθεσε ο Ντονάτι βγαίνοντας
στον διάδρομο.
«Τσιμπούρι!» ψιθύρισε η Φρασκ.
14
Πένθος
Ε
κείνο που μισούσε περισσότερο ο Εξίμισι όταν πήγαινε στο
νεκροταφείο ήταν που περνούσε από το μέρος όπου
πέθανε ο Κάλβιν. Κάποτε είχε ακούσει κάποιον να λέει πως
είναι σημαντικό να θυμάται κανείς τις αποτυχίες του, όμως δεν
ήξερε γιατί. Οι αποτυχίες, από τη φύση τους, έχουν την τάση
να μένουν αξέχαστες.
Καθώς πλησίαζε τώρα στο νεκροταφείο, πρόσεχε μήπως δει
τον εχθρικό φύλακα. Μη βλέποντας κανέναν, χώθηκε κάτω
από την πίσω πύλη και άρχισε να τρέχει ανάμεσα στις σειρές
των τάφων, αρπάζοντας ένα μπουκέτο φρέσκους ασφόδελους
από κάποιο μνήμα, για να το εναποθέσει εδώ:
Κάλβιν Έβανς
1927-1955
Λαμπρός χημικός, κωπηλάτης, φίλος, εραστής
«Οι μέρες σας είναι μετρημένες».
Κανονικά, η ταφόπλακα έπρεπε να λέει: «Οι μέρες σας είναι
μετρημένες. Χρησιμοποιήστε τες για ν’ ανοίξετε τα παράθυρα
της ψυχής σας στον ήλιο», μια ρήση του Μάρκου Αυρήλιου,
όμως η επιτύμβια στήλη ήταν μικρή και ο χαράκτης είχε κάνει
το πρώτο μέρος υπερβολικά μεγάλο, κι έτσι δεν του έμεινε
χώρος για να τη γράψει όλη.
Ο Εξίμισι κάρφωσε το βλέμμα στις λέξεις. Ήξερε πως ήταν
λέξεις επειδή η Ελίζαμπεθ προσπαθούσε συνεχώς να του
μαθαίνει καινούργιες. Όχι εντολές. Λέξεις.
«Πόσες λέξεις μπορεί να μάθει ένας σκύλος, σύμφωνα με τους
επιστήμονες;» είχε ρωτήσει ένα βράδυ τον Κάλβιν.
«Περίπου πενήντα» είχε απαντήσει εκείνος, δίχως να σηκώσει
το κεφάλι από το βιβλίο του.
«Πενήντα;» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ, σουφρώνοντας τα χείλη.
«Λάθος μού φαίνεται».
«Μπορεί εκατό» είπε ο Κάλβιν, απορροφημένος ακόμη στο
βιβλίο του.
«Εκατό;» έκανε πάλι εκείνη με δυσπιστία. «Πώς γίνεται; Ο
Εξίμισι ήδη ξέρει εκατό».
Ο Κάλβιν σήκωσε το βλέμμα.
«Ορίστε;»
«Αναρωτιέμαι» είπε η Ελίζαμπεθ «αν είναι δυνατόν να
διδάξεις σ’ έναν σκύλο μια ανθρώπινη γλώσσα. Κανονικά,
ολόκληρη τη γλώσσα. Αγγλικά, για παράδειγμα».
«Όχι».
«Γιατί;»
«Κοίτα να δεις» ξεκίνησε να λέει διστακτικά ο Κάλβιν,
συνειδητοποιώντας πως ίσως να επρόκειτο για ένα από εκείνα
τα πράγματα που η Ελίζαμπεθ απλώς δεν δεχόταν – κι υπήρχαν
πολλά τέτοια. «Η επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών ειδών
περιορίζεται από το μέγεθος του εγκεφάλου». Έκλεισε το
βιβλίο του. «Πώς ξέρεις ότι ξέρει εκατό λέξεις;»
«Ξέρει εκατόν τρεις» τον διόρθωσε εκείνη, αφού πρώτα
συμβουλεύτηκε το σημειωματάριό της. «Κρατάω αρχείο».
«Και πώς του έχεις μάθει αυτές τις λέξεις;»
«Χρησιμοποιώ
την
τεχνική
της
δεκτικής
μάθησης
–
αναγνώριση αντικειμένων. Όπως και τα παιδιά, έτσι κι o
Εξίμισι είναι αυτομάτως πιο δεκτικός στην απομνημόνευση
πραγμάτων που τον ενδιαφέρουν».
«Και τον ενδιαφέρει…»
«Το φαγητό». Η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε από το τραπέζι και
άρχισε να μαζεύει κάποια βιβλία. «Αλλά είμαι σίγουρη πως έχει
κι άλλα ενδιαφέροντα».
Ο Κάλβιν την κοίταξε με δυσπιστία.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το κυνήγι των λέξεων: μ’ εκείνον και την
Ελίζαμπεθ στο πάτωμα, να ξεφυλλίζουν παιδικά βιβλία.
« Ήλιος» διάβαζε εκείνη, δείχνοντας μια εικόνα. «Παιδί»
συνέχιζε, δείχνοντας ένα μικρό κοριτσάκι που λεγόταν Γκρέτελ
κι έτρωγε το παραθυρόφυλλο ενός ζαχαρωτού σπιτιού. Το
γεγονός ότι ένα παιδί έτρωγε ένα παραθυρόφυλλο δεν έκανε
καμία έκπληξη στον Εξίμισι. Στο πάρκο τα παιδιά έτρωγαν τα
πάντα. Μέχρι και ό,τι έβγαζαν από τη μύτη τους.
Κάπου στ’ αριστερά του ξεπρόβαλε ο φύλακας, που έκοβε
βόλτες με μια καραμπίνα κρεμασμένη στον ώμο του –
παράξενο, κατά τη γνώμη του σκύλου, να κουβαλάς όπλο σ’
έναν τόπο όπου όλοι είναι ήδη νεκροί. Ζάρωσε σε μιαν άκρη
και τον περίμενε να φύγει. Έπειτα χαλάρωσε το σώμα του κι
απλώθηκε κατά μήκος του φέρετρου που ήταν θαμμένο από
κάτω. Γεια σου, Κάλβιν.
Έτσι επικοινωνούσε με τους ανθρώπους της άλλης πλευράς.
Ίσως να λειτουργούσε, ίσως όχι. Χρησιμοποιούσε ακριβώς την
ίδια τεχνική και με το πλάσμα που μεγάλωνε στην κοιλιά της
Ελίζαμπεθ. Γεια σου, πλάσμα, έλεγε κολλώντας το αυτί του στην
κοιλιά της Ελίζαμπεθ. Εγώ είμαι, ο Εξίμισι. Ο σκύλος.
Κάθε
φορά
που
ξεκινούσε
μια
τέτοια
επαφή,
πάντα
ξανασυστηνόταν. Ήξερε από προσωπική εμπειρία, από τα δικά
του μαθήματα, ότι η επανάληψη ήταν σημαντική. Βέβαια, το
κλειδί ήταν να μην το παρακάνεις με την επανάληψη: να μην
καταντάει
τόσο
βαρετή
ώστε
να
φέρνει
το
αντίθετο
αποτέλεσμα, κάνοντας τον μαθητή να ξεχνάει. Αυτό λεγόταν
ανία. Σύμφωνα με την Ελίζαμπεθ, η ανία συνιστούσε το
μεγάλο πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα.
Πλάσμα, είχε μεταδώσει την περασμένη εβδομάδα, εδώ Εξίμισι.
Περίμενε απάντηση. Μερικές φορές το πλάσμα τέντωνε τη
μικρούτσικη
γροθιά
του,
πράγμα
που
το
έβρισκε
συναρπαστικό. Άλλες φορές άκουγε κάτι σαν τραγούδι. Όμως
την προηγουμένη του είχε σκάσει τα νέα –Πρέπει να σου πω κάτι
για τον πατέρα σου–, κι αμέσως άρχισε να κλαίει.
Έχωσε τη μύτη του βαθιά μες στο γρασίδι. Κάλβιν, είπε. Πρέπει
να μιλήσουμε για την Ελίζαμπεθ.
Περίπου τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Κάλβιν, ο Εξίμισι
είχε βρει στις δύο τα ξημερώματα την Ελίζαμπεθ στην κουζίνα,
φορώντας το νυχτικό της και γαλότσες κι έχοντας όλα τα φώτα
αναμμένα. Στο χέρι της κρατούσε μια βαριοπούλα.
Προς μεγάλη του έκπληξη, την είδε να τη σηκώνει και να την
κατεβάζει με δύναμη σ’ έναν τοίχο με ντουλάπια. Σταμάτησε
σαν να ήθελε να αξιολογήσει τη ζημιά κι έπειτα κοπάνησε
πάλι, πιο δυνατά, σαν να συμμετείχε σε διαγωνισμό δύναμης.
Και συνέχισε να χτυπάει για δύο ολόκληρες ώρες. Ο Εξίμισι
παρακολουθούσε χωμένος κάτω απ’ το τραπέζι καθώς εκείνη
πελεκούσε την κουζίνα σαν να ήταν δάσος, με το βίαιο
ξέσπασμά της να διακόπτεται μόνο από χειρουργικής ακρίβειας
επιθέσεις σε μεντεσέδες και καρφιά. Το παλιό δάπεδο γέμιζε
σιγά σιγά με σωρούς από ξύλα και σανίδες, ενώ οι κόκκοι από
τους
σοβάδες
αιωρούνταν
ολόγυρα
σαν
απροσδόκητη
χιονόπτωση. Ύστερα τα μάζεψε όλα και τα πέταξε στην πίσω
αυλή μες στο σκοτάδι.
«Εδώ θα βάλουμε τα ράφια» είπε δείχνοντας τους γεμάτους
σημάδια τοίχους. «Κι εκεί τους φυγοκεντρωτές». Πήρε μια
μεζούρα και, κάνοντάς του νόημα να βγει κάτω απ’ το τραπέζι,
του έβαλε τη μια άκρη στο στόμα και του έδειξε την άλλη άκρη
της κουζίνας. «Πήγαινέ τη εκεί, Εξίμισι. Λίγο πιο πέρα… Λίγο
πιο πέρα… Ωραία. Μείνε ακίνητος τώρα».
Κατέγραψε κάτι αριθμούς στο σημειωματάριό της.
Μέχρι τις οκτώ το πρωί είχε κάνει ένα πρόχειρο σχέδιο, στις
δέκα είχε έτοιμη τη λίστα για τα ψώνια, στις έντεκα
βρίσκονταν στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς την αποθήκη
ξυλείας.
Οι άνθρωποι συχνά υποτιμούν τα όσα είναι ικανή να κάνει μια
έγκυος γυναίκα και πάντα υποτιμούν τα όσα είναι ικανή να
κάνει μια γυναίκα που πενθεί. Ο άντρας στην αποθήκη ξυλείας
την κοίταξε παραξενεμένος.
«Ανακαίνιση κάνει ο σύζυγός σας;» τη ρώτησε, προσέχοντας
την ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της. «Ετοιμάζεστε για το
μωρό;»
«Φτιάχνω εργαστήριο».
«Παιδικό δωμάτιο εννοείτε».
«Όχι».
Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του από το σχέδιό της.
«Υπάρχει πρόβλημα;» τον ρώτησε.
Τα υλικά παραδόθηκαν αργότερα την ίδια μέρα και η
Ελίζαμπεθ, εξοπλισμένη με μερικά τεύχη του περιοδικού
Popular Mechanics, που τα είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη,
στρώθηκε στη δουλειά.
«Καρφί εφτάρι» είπε η Ελίζαμπεθ.
Ο Εξίμισι δεν είχε ιδέα τι ήταν το «καρφί εφτάρι», ωστόσο
ακολούθησε το νεύμα του κεφαλιού της προς μια σειρά από
μικρά κουτάκια αραδιασμένα λίγο πιο εκεί, διάλεξε κάτι και το
άφησε στη χούφτα της.
«Βίδα εφτάρα» του είπε αμέσως μετά και το σκυλί ψαχούλεψε
σ’ ένα άλλο κουτάκι. «Αυτή είναι ξυλόβιδα» τον διόρθωσε.
«Ξαναπροσπάθησε».
Και η δουλειά αυτή συνεχιζόταν όλη μέρα –συχνά δε και μέσα
στη νύχτα– και διακοπτόταν μόνο για τα μαθήματα λέξεων ή
όταν χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας.
Περίπου δύο εβδομάδες μετά την απόλυσή της πέρασε αποκεί
ο δόκτωρ Μπόριβαϊτς, δήθεν για να πει ένα γεια, αλλά στην
πραγματικότητα
επειδή
δυσκολευόταν
να
ερμηνεύσει
τα
αποτελέσματα μιας δοκιμής. «Μια γρήγορη ματιά χρειάζεται να
ρίξεις μόνο» της υποσχέθηκε, αλλά τελικά τους πήρε δύο ώρες.
Την επόμενη μέρα επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό, όμως αυτή
τη φορά την επισκέφτηκε ένας άλλος χημικός από το
εργαστήριο. Την τρίτη φορά άλλος.
Και τότε της ήρθε μια ιδέα. Θα τους χρέωνε. Και θα δεχόταν
μόνο μετρητά. Αν είχε κανείς το θράσος να ισχυριστεί ότι δεν
χρειαζόταν να πληρώσει, επειδή απλώς φρόντιζε να μη μείνει
εκείνη «στην απέξω», θα τον χρέωνε τα διπλά. Αν έκανε
κανένα απερίσκεπτο σχόλιο για τον Κάλβιν, τα τριπλά. Η
οποιαδήποτε αναφορά στην εγκυμοσύνη της –όπως, για
παράδειγμα, ότι «λάμπει ολόκληρη», ότι «βιώνει ένα θαύμα»–
θα τους κόστιζε τα τετραπλά. Έτσι θα έβγαζε τα προς το ζην.
Κάνοντας τη δουλειά άλλων χωρίς να παίρνει τα εύσημα. Ήταν
ακριβώς όπως όταν δούλευε στο Χέιστινγκς, απλώς χωρίς να
πληρώνει φόρους.
«Καθώς ερχόμουν, μου φάνηκε ότι άκουσα χτυπήματα» είπε
ένας απ’ αυτούς.
«Φτιάχνω εργαστήριο».
«Δεν πιστεύω να σοβαρολογείς!»
«Πάντοτε σοβαρολογώ».
«Μα θα γίνεις μητέρα…» ψέλλισε.
«Μητέρα και επιστήμονας» αντιγύρισε εκείνη, τινάζοντας
μερικά πριονίδια από το μανίκι της. «Εσύ δεν είσαι πατέρας;
Πατέρας και επιστήμονας;»
«Ναι, αλλά εγώ έχω διδακτορικό» τόνισε ως αποδεικτικό της
ανωτερότητάς του. Κι έπειτα της έδειξε μια σειρά από
πρωτόκολλα ελέγχου που τον μπέρδευαν εδώ και αρκετές
εβδομάδες.
Τον κοίταξε σαστισμένη.
« Έχεις δύο προβλήματα» του είπε, χτυπώντας απαλά το
χαρτί.
«Αυτή
η
θερμοκρασία
είναι
υπερβολικά
υψηλή.
Χαμήλωσέ τη κατά δεκαπέντε βαθμούς».
«Κατάλαβα. Και το άλλο πρόβλημα;»
Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, απολαμβάνοντας τη βλακώδη
έκφρασή του.
«Το άλλο δεν λύνεται».
Η μεταμόρφωση της κουζίνας σε εργαστήριο πήρε περίπου
τέσσερις μήνες, κι όταν ολοκληρώθηκε, εκείνη και ο Εξίμισι
έμειναν να θαυμάζουν το έργο τους.
Τα ράφια, τοποθετημένα κατά μήκος της κουζίνας, ήταν
εξοπλισμένα με μια πληθώρα υλικών εργαστηρίου: χημικές
ουσίες, φιαλίδια, ποτήρια ζέσεως, πιπέτες, σιφόνια, άδεια
βαζάκια μαγιονέζας, ένα σετ από λίμες νυχιών, μια στοίβα από
χαρτάκια ηλιοτροπίου για δοκιμές οξύτητας, ένα κουτί με
ιατρικά σταγονόμετρα, μια ποικιλία από γυάλινες ράβδους
ανάδευσης,
τη
αχρησιμοποίητους
μάνικα
από
καθετήρες
την
που
αυλή
είχε
και
μερικούς
βρει
στον
σκουπιδοτενεκέ στον δρόμο πίσω από το τοπικό εργαστήριο
φλεβοτομίας.
Τα
συρτάρια
που
άλλοτε
φιλοξενούσαν
μαχαιροπίρουνα είχαν τώρα καταληφθεί από προστατευτικά
γάντια και γυαλιά. Είχε επίσης εγκαταστήσει μεταλλικά σκεύη
κάτω από όλες τις εστίες για να διευκολύνει τη μετουσίωση της
αλκοόλης, είχε αγοράσει έναν μεταχειρισμένο φυγοκεντρωτή,
είχε κόψει μια σήτα παραθύρου για να δημιουργήσει πλέγματα
διαστάσεων
4Χ4,
άδειασε
ό,τι
είχε
απομείνει
από
το
αγαπημένο της άρωμα για να δημιουρ­γήσει έναν λύχνο
οινοπνεύματος –κόβοντας επίσης ένα κραγιόν της, το οποίο
έπειτα έχωσε στο πώμα του παλιού θερμός του Κάλβιν,
δημιουργώντας
δοκιμαστικούς
έτσι
μια
σωλήνες
τάπα–,
από
έφτιαξε
συρμάτινες
βάσεις
για
κρεμάστρες
και
μετέτρεψε μια βάση μπαχαρικών σε κρεμαστή κατασκευή για
διάφορα υγρά.
Ο χρηστικός πάγκος από φορμάικα έφυγε, όπως και ο παλιός
κεραμικός νεροχύτης. Στη θέση τους έφτιαξε ένα πρότυπο
πάγκου από το κόντρα πλακέ που είχε αγοράσει από την
αποθήκη ξυλείας, το οποίο στη συνέχεια πήγε σε μια
μεταλλουργική εταιρεία, που της κατασκεύασε ένα ακριβές
αντίγραφο από ανοξείδωτο ατσάλι, δίνοντας σχήμα στο
μέταλλο έτσι ώστε να εφαρμόσει τέλεια.
Τώρα πάνω σ’ αυτόν τον γυαλιστερό πάγκο υπήρχε ένα
μικροσκόπιο και δύο μεταχειρισμένοι λύχνοι Μπούνσεν, ο ένας
δώρο του Κέμπριτζ –το πανεπιστήμιο τον είχε χαρίσει στον
Κάλβιν ως αναμνηστικό του χρόνου που είχε περάσει εκεί– και
ο άλλος από το χημείο ενός σχολείου που χάριζε τον εξοπλισμό
του λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τους μαθητές του.
Ακριβώς πάνω από τους καινούργιους διπλούς νεροχύτες
υπήρχαν δύο καθαρογραμμένες χειρόγραφες ταμπέλες. ΜΟΝΟ
ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΑ, έλεγε η μια, ΠΗΓΗ Η2Ο, έλεγε η άλλη.
Και, τελευταίος αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, ο απαγωγός
αερίων.
«Αυτό θα είναι δική σου ευθύνη» είπε στον Εξίμισι. «Θα
πρέπει να τραβάς την αλυσίδα όταν θα έχω τα χέρια μου
γεμάτα. Και θα πρέπει να μάθεις να πατάς αυτό το μεγάλο
κουμπί».
Κάλβιν, εξήγησε ο Εξίμισι στο σώμα που βρισκόταν εκεί κάτω
σε μια μεταγενέστερη επίσκεψή του στο νεκροταφείο, δεν
κοιμάται ποτέ. Όταν δεν δουλεύει στο εργαστήριο ή δεν κάνει τη δουλειά
άλλων ή δεν μου διαβάζει, γυμνάζεται στο κωπηλατικό μηχάνημα. Κι όταν
δεν γυμνάζεται στο κωπηλατικό, κάθεται σ’ ένα σκαμνί και κοιτάζει στο
κενό. Δεν μπορεί να είναι καλά όλα αυτά για το πλάσμα.
Τότε θυμήθηκε ότι και ο Κάλβιν συχνά κοίταζε στο κενό.
« Έτσι
αυτοσυγκεντρώνομαι»
είχε
εξηγήσει
κάποτε
στον
Εξίμισι. Δεν ήταν ο μόνος που είχε πρόβλημα μ’ αυτό. Υπήρχαν
πολλοί που γκρίνιαζαν επειδή, ό,τι ώρα και να πήγαιναν,
έβρισκαν τον Κάλβιν Έβανς καθισμένο στο μεγάλο φανταχτερό
εργαστήριό του, περιτριγυρισμένο από τον καλύτερο και πιο
προηγμένο εξοπλισμό, με τη μουσική να παίζει στη διαπασών,
να μην κάνει απολύτως τίποτα. Και μάλιστα να πληρώνεται για
να μην κάνει τίποτα. Και να κερδίζει και βραβεία αποπάνω.
Όμως το δικό της βλέμμα είναι διαφορετικό, προσπάθησε να του
δώσει να καταλάβει ο Εξίμισι. Είναι άψυχο. Ληθαργικό. Δεν ξέρω τι να
κάνω, εξομολογήθηκε στα οστά που ήταν θαμμένα εκεί κάτω.
Επιπλέον, όλο προσπαθεί να μου μαθαίνει λέξεις.
Πράγμα φριχτό, γιατί εκείνος αδυνατούσε να της προσφέρει
κάποια ελπίδα για το μέλλον χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις.
Άλλωστε, ακόμα κι αν ήξερε όλες τις λέξεις της αγγλικής
γλώσσας, και πάλι δεν θα έβρισκε τι να της πει. Γιατί τι μπορεί
να πει κανείς σε κάποιον που έχει χάσει τα πάντα;
Χρειάζεται ελπίδα, Κάλβιν, είπε νοερά, κολλώντας το σώμα του
πάνω στο χορτάρι, μήπως αυτό μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι.
Αντί για απάντηση άκουσε το κλικ της ασφάλειας ενός όπλου.
Γύρισε και είδε τον φύλακα του νεκροταφείου να τον
σημαδεύει με την καραμπίνα.
«Ανάθεμά
σε,
κοπρόσκυλο!»
βρυχήθηκε
ο
φύλακας,
σημαδεύοντας τον Εξίμισι. « Έρχεσαι δω χάμου και μου χαλάς
το χορτάρι, λες κι είναι δικός σου ο τόπος».
Ο Εξίμισι κοκάλωσε. Με την καρδιά του να σφυροκοπάει,
έβλεπε μπροστά του τα επακόλουθα: την Ελίζαμπεθ σε
κατάσταση σοκ, το πλάσμα σαστισμένο, κι άλλο αίμα, κι άλλα
δάκρυα, κι άλλη οδύνη. Μία ακόμα αποτυχία στο παθητικό
του.
Όρμησε εμπρός, ρίχνοντας κάτω τον άντρα. Μια σφαίρα
σφύριξε περνώντας δίπλα απ’ τ’ αυτί του για να καρφωθεί στην
επιτύμβια στήλη του Κάλβιν. Ο άντρας έβγαλε μια κραυγή και
έκανε να πιάσει το όπλο του, όμως ο Εξίμισι έδειξε τα δόντια
του κι έκανε ένα βήμα πιο κοντά του.
Άνθρωποι. Κάποιοι απ’ αυτούς δεν αντιλαμβάνονταν την
πραγματική τους θέση στο ζωικό βασίλειο. Επικεντρώθηκε
στον λαιμό του γέρου. Μια δαγκωματιά εκεί και θα τέλειωναν
όλα. Ο άντρας τον κοίταξε τρομοκρατημένος. Είχε σκάσει με
δύναμη στο έδαφος, αίμα είχε αρχίσει να μαζεύεται στα
αριστερά του αυτιού του. Τότε ο Εξίμισι θυμήθηκε τη λίμνη
αίματος του Κάλβιν, πόσο μεγάλη ήταν, πώς από σταγόνα είχε
γίνει λιμνούλα κι έπειτα τεράστια λίμνη μέσα σε μερικές
στιγμές. Απρόθυμα, στριμώχτηκε δίπλα στο κεφάλι του άντρα
για να σταματήσει τη ροή. Κι άρχισε να γαβγίζει για να έρθει
κόσμος.
Πρώτος έφτασε εκείνος ο ρεπόρτερ που είχε καλύψει την
κηδεία του Κάλβιν. Εξακολουθούσε να καλύπτει κηδείες, επειδή
ο αρχισυντάκτης του δεν τον θεωρούσε ικανό για κάτι
παραπάνω.
« Έι, εσύ!» είπε ο ρεπόρτερ, αναγνωρίζοντας αμέσως τον
Εξίμισι ως τον σκύλο που οδηγούσε εκείνους που δεν έβλεπαν,
τον σκύλο που είχε οδηγήσει την όμορφη και κάθε άλλο παρά
τυφλή χήρα –λάθος, φιλενάδα– ανάμεσα από μια θάλασσα
σταυρών σε τούτο εδώ το μνήμα. Καθώς έσπευδαν στο σημείο
κι άλλοι, έτοιμοι να καλέσουν ασθενοφόρο, ο ρεπόρτερ άρχισε
να τραβάει φωτογραφίες, συνθέτοντας στο μυαλό του την
ιστορία, τοποθετώντας τον σκύλο μια εδώ και μια εκεί. Έπειτα
πήρε το ματωμένο ζώο στα χέρια του, το έβαλε στο αυτοκίνητό
του και το πήγε στη διεύθυνση που έγραφε η ταυτότητα στο
κολάρο του.
«Ηρεμήστε, ηρεμήστε, δεν έχει τραυματιστεί» διαβεβαίωσε
την Ελίζαμπεθ ο ρεπόρτερ όταν εκείνη άνοιξε διάπλατα την
πόρτα, αφήνοντας μια γοερή κραυγή στη θέα του σκύλου της
καταματωμένου στα χέρια ενός αόριστα γνώριμου τύπου. «Δεν
είναι δικό του το αίμα. Αλλά ο σκύλος σας είναι ένας ήρωας,
κυρία
μου.
Τουλάχιστον
εγώ
έτσι
σκοπεύω
να
τον
παρουσιάσω».
Την επόμενη μέρα, τρέμοντας ακόμη από την ταραχή, η
Ελίζαμπεθ άνοιξε την εφημερίδα και είδε τον Εξίμισι στη
σελίδα έντεκα, καθισμένο ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου
καθόταν και πριν από επτά μήνες: πάνω στον τάφο του Κάλβιν.
«Σκύλος πενθεί το αφεντικό του και σώζει μια ανθρώπινη
ζωή» διάβασε δυνατά. «Τέλος στην απαγόρευση των σκύλων
στο νεκροταφείο».
Σύμφωνα με το άρθρο, πολλοί άνθρωποι εξέφραζαν από καιρό
παράπονα
για
τον
φύλακα
και
το
όπλο
του,
συμπεριλαμβανομένων αρκετών που είχαν καταγγείλει ότι
πυροβολούσε σκίουρους και πουλιά την ώρα που τελούνταν
κηδείες. Το άρθρο υποσχόταν ότι θα τον αντικαθιστούσαν
αμέσως, όπως και την κατεστραμμένη επιτύμβια στήλη.
Κοίταξε την κοντινή φωτογραφία του σκύλου της και την
κατεστραμμένη επιτύμβια στήλη του Κάλβιν, όπου το ένα τρίτο
της επιγραφής είχε σβηστεί εξαιτίας της σφαίρας.
«Θεούλη μου!» αναφώνησε η Ελίζαμπεθ διαβάζοντας ό,τι είχε
απομείνει.
Κάλβιν Ε
1927-19
Λαμπρός χη
«Οι μέρες σας είναι ............ νες».
Σιγά σιγά η έκφρασή της άλλαξε αδιόρατα.
«Οι
μέρες
Αναψοκοκκίνισε
σας
είναι
φέρνοντας
νες»
στο
διάβασε.
μυαλό
«Νες…
της
νέες».
εκείνη
τη
στενάχωρη βραδιά που ο Κάλβιν της είχε εξομολογηθεί το
μάντρα της παιδικής του ηλικίας: Κάθε μέρα. Νέα μέρα.
Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία, αποσβολωμένη.
15
Αυτόκλητοι συμβουλάτορες
«Θ α αλλάξει η ζωή σας».
«Ορίστε;»
«Η ζωή σας. Θα αλλάξει». Μια γυναίκα που στεκόταν
μπροστά από την Ελίζαμπεθ στην ουρά στην τράπεζα γύρισε
και έδειξε την κοιλιά της. Η έκφρασή της ήταν σοβαρή.
«Θα αλλάξει;» ρώτησε αθώα η Ελίζαμπεθ, σκύβοντας να
κοιτάξει το στρογγυλό φούσκωμα σαν να το πρόσεχε για πρώτη
φορά. «Τι ακριβώς εννοείτε;»
Ήταν η έβδομη φορά εκείνη την εβδομάδα που κάποιος είχε
νιώσει την ανάγκη να την πληροφορήσει ότι η ζωή της θα
άλλαζε, και το είχε σιχαθεί πια. Είχε χάσει τη δουλειά της, την
έρευνά της, τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης της, τη
δυνατότητα να βλέπει τα δάχτυλα των ποδιών της, τον
ξεκούραστο ύπνο της, την κανονική κατάσταση του δέρματός
της, την απαλλαγμένη από τους πόνους μέση της, για να μη
μιλήσει για όλες εκείνες τις μικρές ελευθερίες που όποιος δεν
είναι έγκυος τις θεωρεί δεδομένες, όπως το να χωράς πίσω από
το τιμόνι. Και τι είχε κερδίσει; Βάρος.
«Σκεφτόμουν να πάω σε κανέναν γιατρό να κοιταχτώ» είπε,
βάζοντας το χέρι πάνω στην κοιλιά της. «Τι λέτε να είναι; Όχι
κανένας όγκος, ελπίζω».
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η γυναίκα γούρλωσε
σοκαρισμένη τα μάτια και αμέσως μετά τα στένεψε καχύποπτα.
«Αυτές οι εξυπνάδες δεν αρέσουν σε κανέναν» είπε αγριωπά.
«Αν νομίζετε ότι νιώθετε κουρασμένη τώρα…» σχολίασε μια
γυναίκα με μαλλιά σαν τζίβα μία ώρα αργότερα, όταν εκείνη
χασμουρήθηκε στην ουρά του ταμείου σ’ ένα παντοπωλείο,
κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά, λες και η Ελίζαμπεθ
πρόδιδε ήδη σημάδια προσωπικής αδυναμίας. «Περιμένετε και
θα δείτε». Και αμέσως ξεκίνησε μια μελοδραματική περιγραφή
για τα δύστροπα δίχρονα, τα εξουθενωτικά τρίχρονα, τα άθλια
τετράχρονα και τα τρομερά πεντάχρονα, κι ύστερα, αφού πήρε
μια
ανάσα,
άρχισε
να
παραληρεί
για
τους
νευρικούς
προέφηβους, για τους σπυριάρηδες έφηβους και ιδίως, ιδίως,
ω
Θεέ
μου,
για
τους
προβληματικούς
μετέφηβους,
υπογραμμίζοντας διαρ­κώς ότι τα αγόρια είναι δυσκολότερα από
τα κορίτσια, ή ότι τα κορίτσια είναι δυσκολότερα από τα
αγόρια, και πάει λέγοντας, ώσπου όλα της τα ψώνια μπήκαν
στις σακούλες τους και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο στέισον
βάγκον της με την επένδυση από απομίμηση ξύλου και να
γυρίσει στο σπίτι της και στους αχάριστους που την περίμεναν
εκεί.
«Μυτερή η κοιλιά σας» παρατήρησε ένας άντρας στο
βενζινάδικο. «Σίγουρα αγόρι».
«Μυτερή η κοιλιά σας» σχολίασε η βιβλιοθηκάριος. «Σίγουρα
κορίτσι».
«Ο Πανάγαθος σας έδωσε ένα δώρο» είπε αργότερα την ίδια
εβδομάδα ένας ιερέας που πρόσεξε την Ελίζαμπεθ να στέκεται
μόνη
μπροστά
σε
μια
παράξενη
επιτύμβια
στήλη
στο
νεκροταφείο. «Δόξα σοι ο Θεός!»
«Δεν μου το έδωσε ο Θεός» αντιγύρισε η Ελίζαμπεθ,
δείχνοντας μια καινούργια επιτύμβια στήλη. «Ο Κάλβιν μου το
έδωσε».
Περίμενε μέχρι να φύγει ο ιερέας κι ύστερα έσκυψε και
χάιδεψε με το δάχτυλό της την επιγραφή.
Κάλβιν Έβανς
1927-1955
«Για να επανορθώσουμε» της είχε πει η διοίκηση του
νεκροταφείου «όχι μόνο θα φροντίσουμε για καινούργια
επιτύμβια στήλη, αλλά θα διασφαλίσουμε ότι θα περιλαμβάνει
και ολόκληρο το ρητό αυτή τη φορά». Όμως η Ελίζαμπεθ είχε
αποφασίσει να αγνοήσει πια τον Μάρκο Αυρήλιο, προτιμώντας
μια χημική αντίδραση συνυφασμένη με την ευτυχία. Κανείς
άλλος δεν την καταλάβαινε, αλλά, ύστερα από τα όσα είχε
περάσει, ούτε και της έφερε αντίρρηση κανείς.
«Θα πάω τελικά σε γιατρό γι’ αυτό εδώ, Κάλβιν» είπε
δείχνοντας τη φουσκωμένη κοιλιά της. «Στον δόκτορα Μέι­σον,
τον κωπηλάτη, εκείνον που με άφησε να συμμετέχω στο
πλήρωμα της οκτάκωπης των αντρών. Θυμάσαι;» Κάρφωσε το
βλέμμα στην επιγραφή σαν να περίμενε απάντηση.
Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα, καθώς πατούσε το κουμπί ενός
μικρού ασανσέρ, με συνεπιβάτη έναν εύσωμο άντρα με ψάθινο
καπέλο, ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει άλλον έναν αυτόκλητο
συμβουλάτορα. Πράγματι, ο άντρας άπλωσε το χέρι του και το
ακούμπησε στην κοιλιά της, λες κι η Ελίζαμπεθ ήταν κάποιο
ειδικό έκθεμα σε κάποιο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που
επιτρεπόταν να το αγγίζεις.
«Φαντάζομαι, θα είναι ωραία να τρώτε για δύο» είπε,
χαϊδεύοντάς τη. «Αλλά μην ξεχνάτε ότι ο ένας από τους δύο
δεν είναι παρά ένα μωρό» την προειδοποίησε.
«Πάρτε το χέρι σας, αλλιώς θα το μετανιώσετε».
«Μπαταμπάμ μπαταμπάμ» τραγούδησε εκείνος, με το χέρι
του να χτυπάει την κοιλιά της σαν ταμπούρλο.
«Μπαταμπάμ μπαταμπούμ!» έκανε εκείνη και τον κοπάνησε
με δύναμη στ’ αχαμνά με την τσάντα της, που περιείχε ένα
βαρύ πέτρινο γουδί το οποίο είχε πάρει νωρίτερα τη μέρα
εκείνη από το Τμήμα Χημικού Εξοπλισμού. Το πλήγμα ήταν
δυνατό και ο άντρας βόγκηξε και διπλώθηκε από τον πόνο. Οι
πόρτες άνοιξαν. «Κακή σας μέρα!» του πέταξε και βγήκε με
βήμα βαρύ στον διάδρομο, όπου βρέθηκε μπροστά σ’ έναν
πελαργό δύο μέτρα ύψος, με πολυεστιακά γυαλιά και καπελάκι
του μπέιζμπολ. Από το ράμφος του κρέμονταν δύο μπόγοι,
ένας ροζ κι ένας γαλάζιος.
«Ελίζαμπεθ Ζοτ» είπε προσπερνώντας τον πελαργό και
πηγαίνοντας στη ρεσεψιονίστ. «Για τον δόκτορα Μέισον».
«Αργήσατε» είπε ψυχρά η ρεσεψιονίστ.
« Έχω
φτάσει
πέντε
λεπτά
νωρίτερα»
τη
διόρθωσε
η
Ελίζαμπεθ, κοιτάζοντας το ρολόι της.
« Έχετε έντυπα να συμπληρώσετε» την πληροφόρησε η
γυναίκα, δίνοντάς της έναν φάκελο. Διεύθυνση εργασίας του
συζύγου. Αριθμός τηλεφώνου του συζύγου. Ασφάλεια του
συζύγου.
Ηλικία
του
συζύγου.
Αριθμός
τραπεζικού
λογαριασμού του συζύγου.
«Ποιος το γεννάει το μωρό;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ.
«Δωμάτιο πέντε» της είπε η ρεσεψιονίστ. «Στο τέλος του
διαδρόμου, δεύτερη πόρτα αριστερά. Γδυθείτε. Φορέστε τη
ρόμπα. Συμπληρώστε τα έντυπα».
«Δωμάτιο πέντε» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ, με τον φάκελο στο
χέρι. «Μια ερώτηση μόνο: προς τι ο πελαργός;»
«Ορίστε;»
«Ο πελαργός σας. Τι δουλειά έχει στο γραφείο ενός μαιευ-­
τήρα; Είναι σαν να θέλετε να βοηθήσετε τους ανταγωνιστές να
κερδίσουν έδαφος».
«Οι περισσότεροι το βρίσκουν χαριτωμένο» της αντιγύρισε η
ρεσεψιονίστ. «Δωμάτιο πέντε».
«Κι εφόσον όλοι οι ασθενείς σας είναι απόλυτα ενήμεροι ότι ο
πελαργός δεν πρόκειται να τους γλιτώσει από τους πόνους της
γέννας» επέμεινε η Ελίζαμπεθ «γιατί να διαιω­νίζετε τον
μύθο;».
«Δόκτορα Μέισον» είπε η ρεσεψιονίστ καθώς πλησίασε ένας
άντρας με άσπρη ιατρική μπλούζα. «Το ραντεβού σας των
τέσσερις. Έχει αργήσει. Προσπάθησα να τη στείλω στο δωμάτιο
πέντε».
«Δεν άργησα» τη διόρθωσε η Ελίζαμπεθ Ζοτ. « Ήμουν εδώ
στην ώρα μου». Στράφηκε στον γιατρό. «Δόκτορα Μέι­σον, δεν
θα με θυμάστε…»
«Η σύζυγος του Κάλβιν Έβανς» είπε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Όχι, ζητώ συγγνώμη» συμπλήρωσε χαμηλώνοντας τον τόνο
της φωνής του. «Η χήρα του». Έπειτα σώπασε, σαν να
προσπαθούσε ν’ αποφασίσει τι να πει στη συνέχεια. «Λυπάμαι
πολύ για την απώλειά σας, κυρία Έβανς». Έκλεισε τα χέρια της
στα δικά του και τα κούνησε μερικές φορές πάνω κάτω σαν να
έφτιαχνε κοκτέιλ. «Ο σύζυγός σας ήταν καλός άνθρωπος.
Καλός άνθρωπος και καλός κωπηλάτης».
«Το όνομά μου είναι Ελίζαμπεθ Ζοτ» τον διόρθωσε η
Ελίζαμπεθ. «Ο Κάλβιν κι εγώ δεν είχαμε παντρευτεί». Έκανε
μια παύση, περιμένοντας τη ρεσεψιονίστ να πλαταγίσει τη
γλώσσα
της
αποδοκιμαστικά
και
τον
Μέισον
να
την
αποπέμψει, αλλά ο γιατρός έκλεισε με ένα κλικ το στιλό του, το
έβαλε στο τσεπάκι της μπλούζας του και την έπιασε αγκαζέ,
οδηγώντας τη στον διάδρομο.
«Εσείς και ο Έβανς κωπηλατήσατε με την οκτάκωπό μου
κάμποσες φορές, θυμάστε; Πριν από επτά μήνες περίπου. Και
τα πήγατε καλά. Αλλά έκτοτε δεν ξαναφανήκατε. Γιατί;»
Τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Ω, συγχωρήστε με» έσπευσε να πει ο δόκτωρ Μέισον.
«Λυπάμαι. Μα φυσικά. Ο Έβανς. Ο Έβανς πέθανε. Συγγνώμη».
Κουνώντας ντροπιασμένος το κεφάλι, άνοιξε μ’ ένα σπρώξιμο
την πόρτα του δωματίου πέντε. «Παρακαλώ, περάστε». Της
έδειξε μια καρέκλα. «Εσείς συνεχίζετε να κωπηλατείτε; Αλλά
όχι, τι λέω, όχι βέβαια, στην κατάστασή σας». Πήρε τα χέρια
της και κοίταξε τις παλάμες της. «Αυτό είναι ασυνήθιστο.
Έχετε ακόμα τυλώματα».
«Γυμνάζομαι στο κωπηλατικό μηχάνημα».
«Θεούλη μου».
«Κακό είναι; Το έφτιαξε ο Κάλβιν».
«Γιατί;»
«Απλώς το έκανε. Πειράζει;»
«Λοιπόν, όχι» είπε εκείνος. «Και βέβαια δεν πειράζει. Απλώς
είναι η πρώτη φορά που ακούω ότι κάποιος ασκείται σκόπιμα
στο κωπηλατικό. Ιδίως μια έγκυος. Αν και, τώρα που το
σκέφτομαι,
η
συγκεκριμένη
άσκηση
συνιστά
καλή
προετοιμασία για τον τοκετό. Για τους πόνους δηλαδή». Όμως
τότε συνειδητοποίησε ότι ο πόνος και η οδύνη ήταν μονίμως
παρόντα στη ζωή της μετά τον θάνατο του Έβανς και έστρεψε
αλλού το βλέμμα για να κρύψει την αμηχανία του για την
γκάφα του. «Να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά;» ρώτησε
ευγενικά, δείχνοντας προς το εξεταστικό κρεβάτι. Έπειτα
έκλεισε την πόρτα και περίμενε πίσω από ένα παραβάν, ενώ
εκείνη φορούσε μια ρόμπα.
Η εξέταση ήταν γρήγορη αλλά ενδελεχής, διανθισμένη με
ερωτήσεις για καούρες και φουσκώματα. Δυσκολευόταν στον
ύπνο; Το μωρό κουνιόταν συγκεκριμένες ώρες της ημέρας; Αν
ναι, για πόση ώρα; Και τέλος το μεγάλο ερώτημα: γιατί
περίμενε τόσον καιρό για να εξεταστεί; Είχε πλέον μπει για τα
καλά στο τελευταίο τρίμηνο.
«Η δουλειά» του είπε. Μα ήταν ψέμα. Η πραγματική αιτία
ήταν ότι μέσα της έλπιζε να τακτοποιηθεί από μόνη της η
εγκυμοσύνη. Να τερματιστεί, όπως συνέβαινε μερικές φορές.
Τη δεκαετία του πενήντα η άμβλωση δεν αποτελούσε επιλογή.
Κατά σύμπτωση, το ίδιο ίσχυε και για την απόκτηση παιδιού
εκτός γάμου.
«Είστε και επιστήμονας, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε όρθιος
απέναντί της.
«Ναι».
«Και σας κράτησαν στο Χέιστινγκς; Θα πρέπει να είναι
περισσότερο προοδευτικοί απ’ όσο νόμιζα».
«Δεν με κράτησαν. Δουλεύω ως ελεύθερη επαγγελματίας».
«Επιστήμονας και ελεύθερη επαγγελματίας. Πρώτη φορά
ακούω τέτοιο πράγμα. Πώς ακριβώς λειτουργεί;»
Αναστέναξε.
«Όχι και πολύ καλά».
Ο τόνος της φωνής της τον έκανε να επισπεύσει τις
διαδικασίες, ζουπώντας την κοιλιά της εδώ κι εκεί λες και ήταν
πεπόνι.
«Όλα φαίνονται εντάξει» είπε, βγάζοντας τα γάντια του. Και,
βλέποντας ότι εκείνη δεν χαμογελούσε, ούτε είχε σκοπό να πει
κάτι, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «Για το μωρό τουλάχιστον.
Είμαι σίγουρος ότι όλο αυτό είναι τρομερά δύσκολο για εσάς».
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αναγνώριζε την κατάστασή
της, και το ξάφνιασμα έκανε τον λαιμό της να σφιχτεί. Ένιωσε
έναν χείμαρρο δακρύων έτοιμο να ξεχυθεί από τα μάτια της.
«Λυπάμαι» της είπε ευγενικά, ενώ περιεργαζόταν το πρόσωπό
της σαν μετεωρολόγος που παρακολουθεί την εξέλιξη μιας
καταιγίδας. «Θέλω να ξέρετε ότι μπορείτε ανά πάσα στιγμή να
μου μιλήσετε για οτιδήποτε. Σαν κωπηλάτης προς κωπηλάτη.
Εντελώς εμπιστευτικά».
Έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Δεν τον ήξερε καλά. Και, το
χειρότερο, δεν ήταν σίγουρη, παρά τις διαβεβαιώσεις του, ότι
επιτρεπόταν να αισθάνεται όπως αισθανόταν. Είχε καταλήξει να
πιστεύει πως ήταν η μοναδική γυναίκα στον κόσμο που
σχεδίαζε να παραμείνει άτεκνη.
«Για να είμαι απολύτως ειλικρινής» είπε τελικά με φωνή που
τη βάραιναν οι ενοχές «δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω. Δεν
σχεδίαζα να γίνω μητέρα».
«Δεν θέλουν όλες οι γυναίκες να γίνουν μητέρες» συμφώνησε
εκείνος, εκπλήσσοντάς τη. «Πράγμα ακόμα πιο σημαντικό,
δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε κάθε γυναίκα να γίνεται μητέρα».
Έκανε μια γκριμάτσα σαν να σκεφτόταν κάποια συγκεκριμένη.
«Εκπλήσσομαι, μάλιστα, που τόσες γυναίκες επιλέγουν τη
μητρότητα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που μπορεί να
παρουσιάσει μια εγκυμοσύνη: ναυτία, ραγάδες, θάνατο…
Πάντως,
εσείς
είστε
καλά»
βιάστηκε
να
προσθέσει,
προσέχοντας την τρομοκρατημένη έκφρασή της. «Τείνουμε να
αντιμετωπίζουμε την εγκυμοσύνη ως την πιο απλή κατάσταση
στον κόσμο, τόσο συνηθισμένη όσο και το να μας πατήσουν το
δάχτυλο του ποδιού, ενώ η αλήθεια είναι πως μοιάζει σαν να σε
χτυπάει φορτηγό. Αν και, προφανώς, ένα φορτηγό προκαλεί
λιγότερες ζημιές». Ξεροκατάπιε και σημείωσε κάτι στον
φάκελό της. «Βέβαια, η άσκηση βοηθάει. Αν και δεν ξέρω πώς
καταφέρνετε να κωπηλατείτε σωστά σ’ αυτή την κατάσταση. Η
έλξη προς το στέρνο θα είναι προβληματική. Η εκπομπή του
Τζακ Λαλέιν πώς σας φαίνεται; Την παρακολουθείτε καθόλου;»
Στο άκουσμα του Τζακ Λαλέιν το πρόσωπο της Ελίζαμπεθ
σκοτείνιασε.
«Δεν σας αρέσει…» συμπέρανε εκείνος. «Κανένα πρόβλημα.
Συνεχίστε με το κωπηλατικό λοιπόν».
«Το κάνω μόνο και μόνο» ψιθύρισε η Ελίζαμπεθ «επειδή με
εξαντλεί τόσο, που κάποιες φορές καταφέρνω να κοιμηθώ.
Αλλά κι επειδή σκέφτηκα ότι μπορεί να–».
«Καταλαβαίνω» τη διέκοψε ο γιατρός, κοιτώντας δεξιά κι
αριστερά σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν τους άκουγε
κανείς. «Ακούστε, δεν είμαι από τους ανθρώπους που
πιστεύουν πως μια γυναίκα πρέπει να…» Σώπασε απότομα.
«Ούτε
πιστεύω
ότι…»
Πάλι
σώπασε.
«Μια
ανύπαντρη
γυναίκα… μια χήρα… είναι… Τέλος πάντων» είπε και πήρε τον
φάκελό της. «Όπως και να ’χει, η αλήθεια είναι ότι το
κωπηλατικό μηχάνημα πιθανότατα σας έκανε πιο δυνατή, κι
έκανε και το μωρό πιο δυνατό. Περισσότερο αίμα στον
εγκέφαλο, καλύτερη κυκλοφορία. Έχετε παρατηρήσει αν ασκεί
χαλαρωτική επίδραση στο μωρό; Όλο αυτό το μπρος πίσω…»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους.
«Τι απόσταση κάνετε;»
«Δέκα χιλιάδες μέτρα».
«Κάθε μέρα;»
«Και περισσότερο κάποιες φορές».
«Παναγίτσα μου!» ψέλλισε εκείνος. «Ανέκαθεν πίστευα πως
μια έγκυος γυναίκα αναπτύσσει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα
απέναντι στον πόνο, αλλά δέκα χιλιάδες μέτρα; Και περισσότερο;
Αυτό είναι… είναι… ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι». Την κοίταξε
με έγνοια. « Έχετε κάποιον στον οποίο να μπορείτε να
στηριχτείτε; Φίλο ή συγγενή, τη μητέρα σας, οποιονδήποτε; Τα
νεογέννητα απαιτούν σκληρή δουλειά».
Η Ελίζαμπεθ δίστασε. Ντρεπόταν να παραδεχτεί πως δεν είχε
κανέναν. Είχε πάει να δει τον δόκτορα Μέισον μόνο και μόνο
επειδή ο Κάλβιν πάντοτε υποστήριζε πως οι κωπηλάτες
μοιράζονται έναν ειδικό δεσμό.
«Κανέναν;» επανέλαβε εκείνος.
« Έχω έναν σκύλο».
«Ωραία» είπε ο Μέισον. « Ένας σκύλος μπορεί να φανεί
τρομερά βοηθητικός. Είναι προστατευτικός, συμπονετικός,
έξυπνος. Τι φύλο είναι, αρσενικός ή θηλυκός;»
«Αρσενικός…»
«Α, για μια στιγμή! Τον θυμάμαι, νομίζω, τον σκύλο σας.
“Τρεις” δεν τον λέτε; Ένας ασχημούλης;»
«Εμ…»
«Σκύλος
και
κωπηλατικό
λοιπόν»
ανακεφαλαίωσε,
σημειώνοντας κάτι στον φάκελό της. «Ωραία. Υπέροχα».
Έκλεισε με ένα κλικ το στιλό του και άφησε στην άκρη τον
φάκελό της. «Λοιπόν, μόλις μπορέσετε –ας πούμε, σε έναν
χρόνο–, θα ήθελα να ξανάρθετε στο λεμβοστάσιο. Η λέμβος
μου περιμένει τον κατάλληλο κωπηλάτη για τη θέση δύο, και
κάτι μου λέει ότι είστε εσείς. Θα πρέπει να βρείτε πρώτα μια
νταντά, φυσικά. Δεν επιτρέπονται μωρά στο σκάφος. Άλλωστε
έχουμε ήδη αρκετά απ’ αυτά».
Η Ελίζαμπεθ πήρε το σακάκι της.
«Καλοσύνη σας, δόκτορα Μέισον» είπε, υποθέτοντας ότι
απλώς προσπαθούσε να φανεί καλός. «Αλλά, σύμφωνα με τα
λεγόμενά σας, σύντομα πρόκειται να με χτυπήσει φορτηγό».
« Ένα ατύχημα από το οποίο θα ανακάμψετε» τη διόρθωσε.
«Ακούστε, έχω άψογη μνήμη σε θέματα κωπηλασίας, και
θυμάμαι πολύ καλά τις φορές που σας είχα στο πλήρωμά μου.
Ήσασταν καλή. Πολύ καλή».
«Χάρη στον Κάλβιν».
Ο δόκτωρ Μέισον φάνηκε να ξαφνιάζεται.
«Όχι, δεσποινίς Ζοτ. Όχι μόνο χάρη στον Έβανς. Χρειά­ζονται
οκτώ άτομα για να γίνει σωστά η κωπηλασία. Και τα οκτώ.
Τέλος πάντων, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Αρχίζω να
νιώθω λιγάκι καλύτερα για την κατάστασή σας. Ξέρω πως ο
θάνατος του Έβανς ήταν για εσάς μεγάλο σοκ, και μετά ήρθε κι
αυτό…» πρόσθεσε, δείχνοντας την κοιλιά της. «Αλλά τα
πράγματα θα πάνε καλά. Ίσως καλύτερα κι από καλά. Σκύλος,
κωπηλατικό μηχάνημα, θέση δύο. Εξαίρετα».
Πήρε τα δυο της χέρια στα δικά του και τα έσφιξε πρόσχαρα.
Και, παρότι τα λόγια του δεν έβγαζαν και πολύ νόη­μα, σε
σχέση με όλα όσα είχε ακούσει η Ελίζαμπεθ μέχρι στιγμής ήταν
τα πρώτα που έβγαζαν έστω κάποιο νόημα.
16
Τοκετός
«Π άμε στη βιβλιοθήκη;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ τον Εξίμισι
περίπου πέντε εβδομάδες μετά. « Έχω ραντεβού με τον
δόκτορα Μέισον αργότερα και θέλω πρώτα να επιστρέψω αυτά
τα βιβλία. Θα σου αρέσει, νομίζω, ο Μόμπι Ντικ. Είναι μια
ιστορία για τον τρόπο που οι άνθρωποι μονίμως υποτιμούν τις
άλλες μορφές ζωής. Θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο».
Εκτός από την τεχνική της δεκτικής μάθησης, η Ελίζαμπεθ
του διάβαζε φωναχτά και είχε προ πολλού αντικαταστήσει τα
απλά παιδικά βιβλιαράκια με πολύ πιο δύσκολα κείμενα.
«Όταν
διαβάζεις
φωναχτά,
προάγεις
την
εξέλιξη
του
εγκεφάλου σου» του είπε, επικαλούμενη μια έρευνα που είχε
διαβάσει. «Επίσης, επιταχύνεις τη βελτίωση του λεξιλογίου
σου». Και ήταν μάλλον σωστό, γιατί, σύμφωνα με το σημειω-­
ματάριό της, ο Εξίμισι ήξερε τριακόσιες ενενήντα μία λέξεις.
«Είσαι πολύ έξυπνος σκύλος» του είχε πει την προηγούμενη
μέρα, κι εκείνος ήθελε πολύ να συμφωνήσει, μα η αλήθεια
ήταν ότι ακόμη δεν καταλάβαινε τι ακριβώς σήμαινε η λέξη
«έξυπνος». Έμοιαζε να έχει τόσους ορισμούς όσα και τα είδη
που υπήρχαν πάνω στη Γη, ωστόσο οι άνθρωποι –με εξαίρεση
την
Ελίζαμπεθ–
έμοιαζαν
να
αντιλαμβάνονται
τη
λέξη
«έξυπνος» μόνο εάν κι εφόσον συμβάδιζε με τους δικούς τους
κανόνες. «Τα δελφίνια είναι έξυπνα» έλεγαν «αλλά οι αγελάδες
όχι». Άποψη την οποία βάσιζαν κυρίως στο γεγονός ότι οι
αγελάδες δεν έκαναν κολπάκια. Όμως, όπως το έβλεπε ο
Εξίμισι, αυτό έκανε τις αγελάδες πιο έξυπνες, όχι πιο χαζές.
Βέβαια, τι ήξερε αυτός;
Τριακόσιες ενενήντα μία λέξεις, σύμφωνα με την Ελίζαμπεθ.
Αλλά στην πραγματικότητα μόνο τριακόσιες ενενήντα.
Και το χειρότερο ήταν πως είχε μόλις μάθει ότι τα αγγλικά δεν
ήταν η μοναδική ανθρώπινη γλώσσα. Η Ελίζαμπεθ του
αποκάλυψε ότι υπήρχαν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες
γλώσσες και ότι κανένας άνθρωπος δεν τις μιλούσε όλες.
Μάλιστα, οι περισσότεροι μιλούσαν μόνο μία, άντε δύο
γλώσσες, εκτός από τους Ελβετούς, που, όπως του είπε,
μιλούσαν οκτώ. Ήταν λοιπόν φυσικό κι επόμενο που οι
άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τα ζώα. Τίποτα δεν καταλάβαιναν.
Τουλάχιστον η Ελίζαμπεθ ήξερε ότι ο Εξίμισι δεν θα μπορούσε
να ζωγραφίσει. Η ζωγραφική είναι ο τρόπος με τον οποίο
προτιμούν να επικοινωνούν τα μικρά παιδιά, και ο Εξίμισι
θαύμαζε τις προσπάθειές τους, μολονότι τα αποτελέσματά τους
ήταν πενιχρά. Δεν περνούσε ούτε μία μέρα που να μην έβλεπε
μικρά δαχτυλάκια να πιέζουν παχουλές κιμωλίες πάνω στο
πεζοδρόμιο, με τα απίστευτα σπιτάκια τους και τις πρωτόγονες
φιγούρες τους να γεμίζουν το τσιμέντο με ιστορίες τις οποίες
μόνο τα ίδια τα παιδιά καταλάβαιναν.
«Τι ωραία ζωγραφιά!» άκουσε μια μητέρα να λέει νωρίτερα
εκείνη την εβδομάδα κοιτώντας τις άσχημες, αλλόκοτες
μουτζούρες του παιδιού της. Ως γονείς, παρατήρησε ο Εξίμισι,
οι άνθρωποι είχαν την τάση να λένε ψέματα στα παιδιά τους.
«Είναι ένα κουταβάκι» της εξήγησε το παιδί, με τα χεράκια
του λερωμένα από κιμωλία.
«Και τι όμορφο κουταβάκι!» επικρότησε η μητέρα.
«Όχι!» φώναξε το παιδί. «Δεν είναι όμορφο. Το κουτάβι είναι
πεθαμένο. Σκοτώθηκε!» Πράγμα το οποίο ο Εξίμισι, με μια
δεύτερη, πιο προσεκτική ματιά, βρήκε ενοχλητικά ακριβές.
«Δεν είναι πεθαμένο το κουταβάκι» είπε αυστηρά η μητέρα.
«Είναι ένα πολύ χαρούμενο κουταβάκι που τρώει παγωτό στο μπολ
του».
Και τότε το εκνευρισμένο παιδάκι πέταξε την κιμωλία του στο
γρασίδι κι έτρεξε προς τις κούνιες.
Τη μάζεψε ο Εξίμισι. Δώρο για το πλάσμα.
Περπάτησαν παρέα τα πέντε τετράγωνα, η Ελίζαμπεθ με ένα
πουκαμισοφόρεμα που τσίτωνε στην κοιλιά της, κάνοντας
μεγάλες δρασκελιές σαν να πήγαινε στον πόλεμο. Στην πλάτη
της κρεμόταν ένα κόκκινο σακίδιο γεμάτο βιβλία, στη δική του
ήταν στερεωμένoς ένας διπλός σάκος ποδηλάτου με όλα τα
βιβλία που δεν μπορούσε να κουβαλήσει εκείνη.
«Πεθαίνω
της
πείνας»
δήλωσε
εκείνη
δυνατά
καθώς
περπατούσαν μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα του Νοεμβρίου.
«Και άλογο θα έτρωγα τώρα. Παρακολουθώ τα ούρα μου,
αναλύω τις πρωτεΐνες των μαλλιών μου και…»
Αυτό
ήταν
αλήθεια.
Παρακολουθούσε
τα
επίπεδα
της
γλυκόζης στα ούρα της, σημείωνε την αλυσίδα αμινοξέων στην
κερατίνη των μαλλιών της και ανέλυε τη θερμοκρασία του
σώματός της στο εργαστήριό της τους δύο τελευταίους μήνες.
Ο Εξίμισι δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαιναν όλα αυτά, όμως
ένιωθε ανακούφιση βλέποντάς τη να δείχνει περισσότερο
ενδιαφέρον για το πλάσμα τους – τουλάχιστον επιστημονικό
ενδιαφέρον. Η μοναδική πρακτική προετοιμασία της ήταν η
αγορά μερικών χοντρών λευκών υφασμάτινων τετραγώνων και
κάμποσων
παραμανών
που
έδειχναν
επικίνδυνες.
Είχε
αγοράσει επίσης τρεις μικροσκοπικές φορεσιές που έμοιαζαν
με σάκους.
«Μου φαίνεται αρκετά απλό» του είπε καθώς περπατούσαν
στον δρόμο. «Θα βιώσω τις προπαρασκευαστικές ωδίνες κι
έπειτα τις κανονικές. Μας μένουν άλλες δύο εβδομάδες,
Εξίμισι, αλλά νομίζω ότι είναι καλό να τα σκεφτόμαστε από
τώρα αυτά τα πράγματα. Εκείνο που χρειά­ζεται να θυμόμαστε»
συνέχισε «είναι πως, όταν έρθει η ώρα, πρέπει να κρατήσουμε
την ψυχραιμία μας».
Ωστόσο ο Εξίμισι δεν ήταν ψύχραιμος. Της είχαν σπάσει τα
νερά πριν από αρκετές ώρες. Εκείνη δεν το είχε πάρει χαμπάρι,
επειδή δεν ήταν πολλά τα υγρά, όμως ο ίδιος το αντιλήφθηκε
επειδή ήταν σκύλος. Και η όσφρησή του δεν έπεφτε έξω. Όσο
για τα τσιμπήματα πείνας που ένιωθε, η κοιλιά της δεν
πονούσε από την πείνα αλλά από τις συσπάσεις του τοκετού.
Καθώς πλησίαζαν στην εξώπορτα της βιβλιοθήκης, το πλάσμα
αποφάσισε να ξεκαθαρίσει κάπως την κατάσταση.
«Αααχ!» βόγκηξε η Ελίζαμπεθ και διπλώθηκε στα δύο. «Αχ
Θεούλη μουουου».
Δεκατρείς ώρες αργότερα ο δόκτωρ Μέισον κρατούσε ψηλά το
νεογέννητο για να το δει μια εξουθενωμένη Ελίζαμπεθ.
«Μεγάλη είναι» είπε, κοιτάζοντας το μωρό μ’ ένα ύφος λες
και είχε μόλις ψαρέψει κελεπούρι. «Μελλοντική κωπηλάτισσα,
δίχως αμφιβολία. Δεν σας το υπογράφω, αλλά νομίζω πως θα
κωπηλατεί στ’ αριστερά». Χαμήλωσε το βλέμμα του στην
Ελίζαμπεθ. «Μπράβο σας, δεσποινίς Ζοτ. Και τα καταφέρατε
χωρίς αναισθησία. Σας το είπα ότι η άσκηση στο κωπηλατικό
θα βοηθούσε. Έχει γερά πνευμόνια». Κοίταξε τα μικρούτσικα
χεράκια του μωρού σαν να έβλεπε σ’ αυτά μελλοντικά
τυλώματα. «Θα μείνετε και οι δύο μαζί μας για μερικές μέρες.
Θα
περάσω
από
το
δωμάτιό
σας
αύριο.
Εντωμεταξύ,
ξεκουραστείτε».
Μα η Ελίζαμπεθ, ανησυχώντας για τον Εξίμισι, πήρε εξιτήριο
μόνη της το επόμενο πρωί.
«Αποκλείεται!» της είπε η νοσοκόμα. «Είναι εντελώς κόντρα
στο πρωτόκολλο. Ο δόκτωρ Μέισον θα πάθει κρίση».
«Πείτε του πως πρέπει να ασκηθώ στο εργόμετρο» είπε
εκείνη. «Θα συμφωνήσει».
«Στο εργόμετρο;» σχεδόν φώναξε η νοσοκόμα, ενώ η Ελίζαμπεθ
καλούσε ταξί. «Τι είναι το εργόμετρο;»
Τριάντα λεπτά αργότερα η Ελίζαμπεθ ανηφόριζε το ιδιωτικό
δρομάκι του σπιτιού, με το μωρό βολεμένο ζεστά στην αγκαλιά
της, με την καρδιά της να πλημμυρίζει από ανακούφιση στη
θέα του σκύλου της, που, φορτωμένος ακόμη με τον διπλό
σάκο, καθόταν φρουρός στην εξώπορτα.
Ω Θεέ μου! σκέφτηκε λαχανιασμένος ο Εξίμισι. Ω Θεέ μου, ω Θεέ
μου, είσαι ζωντανή, είσαι ζωντανή, ω Θεέ μου, πόσο ανησύχησα.
Εκείνη έσκυψε και του έδειξε το κουκουλωμένο μωρό.
Το πλάσμα είναι… κορίτσι!
«Είναι κορίτσι» του ανακοίνωσε χαμογελώντας η Ελίζαμπεθ.
Γεια σου, πλάσμα! Εγώ είμαι! Ο Εξίμισι! Ανησύχησα τρομερά!
«Λυπάμαι πολύ» του είπε η Ελίζαμπεθ, ξεκλειδώνοντας την
πόρτα. «Θα έχεις λυσσάξει από την πείνα. Είναι…» –
συμβουλεύτηκε το ρολόι της– «εννέα και είκοσι δύο. Έχεις
πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες να φας».
Ο Εξίμισι κούνησε την ουρά του ενθουσιασμένος. Όπως
κάποιες οικογένειες συνηθίζουν να δίνουν στα παιδιά τους
ονόματα που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα (Άγκαθα, Άλφρεντ)
και άλλες προτιμούν ονόματα ομόηχα (Μόλι, Πόλι), η δική του
οικογένεια ακολουθούσε το ρολόι. Έτσι, τώρα ο Εξίμισι ήξερε
πώς θα λεγόταν το πλάσμα.
Γεια σου, Εννιά-Είκοσι-Δύο! Καλώς όρισες στον έξω κόσμο! Πώς ήταν το
ταξίδι σου; Πέρνα μέσα, σε παρακαλώ, πέρνα! Έχω και κιμωλία!
προσπάθησε να της μεταδώσει.
Καθώς οι τρεις τους διέσχιζαν το κατώφλι της πόρτας, μια
παράξενη χαρά πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Για πρώτη φορά
μετά τον θάνατο του Κάλβιν, ένιωθαν σαν να γύριζαν σελίδα.
Μέχρι που δέκα λεπτά αργότερα το πλάσμα άρχισε να κλαίει,
και τότε όλα κατέρρευσαν.
17
Χάριετ Σλόουν
«Μ α τι
έχεις;» ικέτεψε η Ελίζαμπεθ για χιλιοστή φορά.
«ΠΕΣ μου!»
Όμως το μωρό, που έκλαιγε ασταμάτητα επί εβδομάδες,
αρνιόταν να της διευκρινίσει οτιδήποτε.
Ακόμα και ο Εξίμισι είχε σαστίσει. Μα σου έχω ήδη πει για τον
πατέρα σου. Το έχουμε ήδη κουβεντιάσει, έλεγε. Ωστόσο το πλάσμα
συνέχιζε το γοερό κλάμα του.
Η Ελίζαμπεθ έκοβε βόλτες στη μικρή μονοκατοικία στις δύο
τα ξημερώματα, ταχταρίζοντας το κουκουλωμένο μωρό, με
χέρια άκαμπτα σαν σκουριασμένου ρομπότ, ώσπου βρέθηκε
μπροστά της μια στοίβα βιβλία και παραλίγο να σκοντάψει.
«Να πάρει!» φώναξε, σφίγγοντας προστατευτικά το μωρό στο
στήθος της. Μέσα στην παραζάλη της νέας μητέρας που
ελάχιστο ύπνο καταφέρνει να ξεκλέψει, το πάτωμα είχε γίνει
ένας βολικός χώρος απόρριψης για τα πάντα: μικροσκοπικά
καλτσάκια, ανοιχτές παραμάνες, μπανανόφλουδες, αδιάβαστες
εφημερίδες. «Μα πώς μπορεί κάτι τόσο μικρό να προκαλεί
τέτοιο χάος;» φώναξε.
Και το μωρό, σε απάντηση, κόλλησε το στοματάκι του στο
αυτί της Ελίζαμπεθ, πήρε μια βαθιά ανάσα και ούρλιαξε
δυνατά.
«Αχ, σε παρακαλώ!» ψιθύρισε εκείνη και σωριάστηκε σε μια
καρέκλα.
«Σε
παρακαλώ,
σε
παρακαλώ,
σε
παρακαλώ,
σταμάτα».
Βόλεψε την κόρη της στην εσωτερική καμπύλη του μπράτσου
της, πλησίασε τη θηλή από το μπιμπερό στα κουκλίστικα
χειλάκια της και, παρότι το είχε ήδη αρνηθεί πέντε φορές, το
μικροσκοπικό πλασματάκι το γράπωσε λαίμαργα, σαν να ήξερε
ότι η ανίδεη μητέρα του θα έπιανε επιτέλους το νόημα. Η
Ελίζαμπεθ κράτησε την ανάσα της, λες και η παραμικρή
εισπνοή θα ήταν ικανή να πυροδοτήσει πάλι το κλάμα του. Το
μωρό ήταν μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει. Μία
λάθος κίνηση, και τέρμα.
Ο δόκτωρ Μέισον την είχε προειδοποιήσει ότι τα νεογέννητα
απαιτούν σκληρή δουλειά, όμως αυτό δεν ήταν δουλειά, ήταν
σκλαβιά. Αυτός ο μικροσκοπικός τύραννος δεν ήταν λιγότερο
απαιτητικός από τον Νέρωνα, λιγότερο τρελός από τον βασιλιά
Λουδοβίκο B΄ της Βαυαρίας. Και το κλάμα… Την έκανε να
νιώθει ανεπαρκής. Και το χειρότερο ήταν πως υπαινισσόταν
την πιθανότητα να μην τη συμπαθούσε η ίδια της η κόρη. Ήδη
από τώρα.
Η Ελίζαμπεθ έκλεισε τα μάτια και είδε μπροστά της τη δική
της μητέρα, μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη της, με
τη στάχτη του να πέφτει στο ταψί που η ίδια είχε μόλις βγάλει
από τον φούρνο. Ναι. Ναι, το να μη συμπαθεί κανείς τη
μητέρα του από μιας αρχής ήταν κάτι πολύ πιθανό.
Πέρα απ’ αυτό, ήταν και η αέναη επανάληψη: τάισμα,
μπανιάρισμα, αλλαγή πάνας, ταχτάρισμα, σκούπισμα, ρέψιμο,
νανούρισμα, βημάτισμα πάνω κάτω – εν ολίγοις, η όλη
κατάσταση. Υπάρχουν πολλά πράγματα που έχουν στοιχεία
επανάληψης
–το
εργόμετρο,
ο
μετρονόμος,
τα
πυροτεχνήματα–, όμως συνήθως τελειώνουν μέσα σε μία ώρα.
Ενώ αυτό μπορεί να συνεχιζόταν για χρόνια.
Κι όταν το μωρό κοιμόταν –δηλαδή ποτέ–, είχε άλλες δουλειές
να κάνει: μπουγάδα, πλύσιμο των μπιμπερό, αποστείρωση,
προετοιμασία
γευμάτων,
συν
την
επαναλαμβανόμενη
ανάγνωση του βιβλίου του δόκτορα Σποκ με τίτλο Το εγχειρίδιο
της κοινής λογικής για τη φροντίδα μωρών και παιδιών. Είχε τόσο πολλά
να κάνει, που δεν μπορούσε ούτε καν λίστα να φτιάξει, γιατί η
λίστα θα ήταν ένα ακόμα πράγμα που θα έπρεπε να κάνει. Κι
αποπάνω, είχε και τη δουλειά της.
Το Χέιστινγκς. Έριξε μια ανήσυχη ματιά στην άλλη άκρη του
δωματίου, στην ανέγγιχτη στοίβα από σημειωματάρια και
επιστημονικές
εργασίες,
των
συναδέλφων
της
στην
πλειοψηφία τους. Όταν είχε αρχίσει ο τοκετός, είχε δηλώσει
στον δόκτορα Μέισον ότι δεν ήθελε αναισθησία. «Είμαι
επιστήμονας, βλέπετε» είχε προφασιστεί. «Θέλω να έχω πλήρη
συναίσθηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας». Όμως ο
αληθινός λόγος ήταν πως δεν την έπαιρνε.
Ένας αμυδρός ήχος ικανοποίησης ακούστηκε και η Ελίζαμπεθ
χαμήλωσε το βλέμμα και διαπίστωσε έκπληκτη ότι η κόρη της
κοιμόταν. Κοκάλωσε, μη θέλοντας να διαταράξει τον ύπνο του
μωρού. Περιεργάστηκε το αναψοκοκκινισμένο προσωπάκι, τα
σουφρωμένα χειλάκια, τα λεπτά ξανθά φρύδια.
Πέρασε έτσι μία ώρα, με το χέρι της να μουδιάζει τόσο, που
ένιωθε σαν να είχε σταματήσει το αίμα να κυκλοφορεί.
Κοιτούσε με δέος το μωρό, που κουνούσε τα χειλάκια του λες
και προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις.
Πέρασαν άλλες δύο ώρες.
Σήκω, είπε στον εαυτό της. Κουνήσου. Έγειρε μπροστά για να
σηκωθούν και οι δύο απαλά από την καρέκλα, έπειτα
περπάτησε δίχως να παραπατήσει ούτε μία φορά μέχρι την
κρεβατοκάμαρα.
Ξάπλωσε,
ακουμπώντας
προσεκτικά
το
κοιμισμένο μωρό δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια. Εξέπνευσε. Και
κοιμήθηκε βαριά, χωρίς όνειρα, ώσπου ξύπνησε το μωρό.
Σύμφωνα με το ρολόι της, αυτό ήταν πέντε λεπτά αργότερα.
«Μήπως ενοχλώ;» ρώτησε ο δόκτωρ Μπόριβαϊτς μόλις του
άνοιξε την πόρτα στις επτά το πρωί. Έγειρε στο πλάι το κεφάλι
και την προσπέρασε, διασχίζοντας με προσοχή την «εμπόλεμη
ζώνη» και φτάνοντας στον καναπέ.
«Ναι».
«Λοιπόν, δεν πρόκειται ακριβώς για δουλειά» της εξήγησε.
«Μια γρήγορη ερώτηση μονάχα. Άλλωστε ήθελα να περάσω να
δω και πώς τα πάτε. Έμαθα ότι αποκτήσατε μωρό». Πρόσεξε τα
άλουστα μαλλιά της, τη στραβοκουμπωμένη μπλούζα της, τη
φουσκωμένη ακόμη κοιλιά της. Άνοιξε τον χαρτοφύλακά του κι
έβγαλε ένα κουτί. «Συγχαρητήρια» της είπε.
«Μου… μου πήρατε… δώρο;»
«Απλώς κάτι συμβολικό».
« Έχετε παιδιά, δόκτορα Μπόριβαϊτς;»
Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του στο πλάι. Δεν απάντησε.
Η Ελίζαμπεθ άνοιξε το κουτί και είδε μια πιπίλα από
καουτσούκ κι ένα μικρό λούτρινο κουνελάκι.
«Σας ευχαριστώ» είπε, νιώθοντας ξαφνικά χαρούμενη για την
επίσκεψή του. Ήταν ο πρώτος ενήλικας με τον οποίο μιλούσε
εδώ κι εβδομάδες. «Καλοσύνη σας».
«Ευχαριστώ» απάντησε εκείνος κάπως αδέξια. «Ελπίζω να του
–ή της;– αρέσει».
«Της».
Της, όπως λέμε ψυχοβγάλτης, εξήγησε ο Εξίμισι.
Ο Μπόριβαϊτς έβγαλε από τον χαρτοφύλακά του ένα πάκο
χαρτιά.
«Είμαι
άυπνη,
δόκτορα
Μπόριβαϊτς»
απολογήθηκε
η
Ελίζαμπεθ. «Δεν είναι καθόλου καλή στιγμή».
«Δεσποινίς
Ζοτ»
την
εκλιπάρησε
ο
Μπόριβαϊτς,
χαμηλώνοντας το βλέμμα. « Έχω συνάντηση με τον Ντονάτι σε
δύο ώρες». Έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι
του. «Σας παρακαλώ».
Η θέα των μετρητών την έκανε διστακτική. Δεν είχε κανένα
εισόδημα εδώ και έναν μήνα.
«Δέκα λεπτά» του είπε, παίρνοντας τα μετρητά. «Το μωρό θα
ξυπνήσει σύντομα».
Όμως εκείνος χρειάστηκε τελικά μία ολόκληρη ώρα. Όταν
έφυγε, διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι το μωρό εξακολουθούσε
να
κοιμάται,
η
Ελίζαμπεθ
πήγε
στο
εργαστήριό
της
αποφασισμένη να δουλέψει, όμως, πριν καλά καλά το
καταλάβει,
έγειρε
στο
πάτωμα
λες
και
ήταν
στρώμα,
ακουμπώντας το κεφάλι σε ένα εγχειρίδιο σαν να ήταν
μαξιλάρι, και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αποκοιμηθεί.
Είδε τον Κάλβιν στο όνειρό της. Διάβαζε ένα βιβλίο για την
πυρηνική μαγνητική αντήχηση. Εκείνη διάβαζε τη Μαντάμ
Μποβαρί φωναχτά στον Εξίμισι. Είχε μόλις εξηγήσει στον σκύλο
ότι η μυθοπλασία ήταν προβληματική. Οι άνθρωποι μονίμως
επέμεναν πως καταλάβαιναν το νόημα, ακόμα κι αν ο
συγγραφέας εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό, ακόμα κι αν
αυτό που νόμιζαν πως εννοεί δεν έβγαζε πραγματικά νόημα.
«Η Μποβαρί αποτελεί το ιδανικό παράδειγμα» είπε. «Όπως,
ας πούμε, εδώ που η Έμμα γλείφει τα δάχτυλά της… Κάποιοι
πιστεύουν πως αυτό συμβολίζει τον σαρκικό πόθο, άλλοι
θεωρούν πως απλώς της άρεσε το κοτόπουλο. Όσο για το τι
ακριβώς εννοούσε ο Φλομπέρ; Κανείς δεν νοιάζεται».
Τη στιγμή εκείνη ο Κάλβιν σήκωσε το βλέμμα από το βιβλίο
του και είπε:
«Δεν θυμάμαι να υπάρχει κανένα κοτόπουλο στη Μαντάμ
Μποβαρί».
Αλλά
πριν
προλάβει
η
Ελίζαμπεθ
να
του
απαντήσει,
ακούστηκε ένα επίμονο ταπ ταπ ταπ, σαν ράμφισμα δραστήριου
δρυοκολάπτη, κι έπειτα ένα «Δεσποινίς Ζοτ;», που το
ακολούθησαν κι άλλα ταπ ταπ ταπ και ένα ακόμα «Δεσποινίς
Ζοτ;», καθώς και κάποιος παράξενος θρηνητικός ήχος σαν
λόξιγκας, που έκανε τον Κάλβιν να πεταχτεί όρθιος και να βγει
από το δωμάτιο.
«Δεσποινίς Ζοτ!» ξαναείπε η φωνή. Πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Η Ελίζαμπεθ ξύπνησε και είδε να στέκεται από πάνω της στο
εργαστήριο μια μεγαλόσωμη γκριζομάλλα γυναίκα με ρεγιόν
φόρεμα και χοντρές καφετιές κάλτσες.
«Εγώ είμαι, δεσποινίς Ζοτ. Η κυρία Σλόουν. Έριξα μέσα μια
ματιά
και
σας
είδα
πεσμένη
στο
πάτωμα.
Χτυπούσα,
χτυπούσα, μα δεν απαντούσατε, κι έτσι έσπρωξα την πόρτα και
άνοιξε. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είστε καλά. Είστε καλά; Μήπως
να φωνάξω γιατρό;»
«Σ-Σλόουν;»
Η γυναίκα έσκυψε και περιεργάστηκε το πρόσωπο της
Ελίζαμπεθ.
«Ναι, καλά είστε. Το μωρό σας κλαίει. Να πάω να σας το
φέρω; Θα πάω να το φέρω». Έφυγε και ξαναγύρισε αμέσως.
«Αχ, κοιτάξτε το!» είπε, λικνίζοντας απαλά το μωρό στην
αγκαλιά της. «Πώς τον λένε τον διαβολάκο;»
«Μαντ…
Μ-Μάντλεν»
απάντησε
η
Ελίζαμπεθ
καθώς
σηκωνόταν από το πάτωμα.
«Μάντλεν» επανέλαβε η κυρία Σλόουν. «Κοριτσάκι λοιπόν.
Ωραία. Ήθελα μέρες να περάσω. Από τότε που φέρατε στο
σπίτι το μικρό σας διαβολάκι έλεγα στον εαυτό μου: Πήγαινε να
δεις πώς είναι. Αλλά μάλλον θα έχετε συνεχώς επισκέπτες.
Μάλιστα, πριν από λίγο είδα κάποιον να φεύγει. Δεν ήθελα να
ενοχλήσω».
Η γυναίκα έφερε τον πισινό του μωρού κοντά στη μύτη της,
οσφράνθηκε κι έπειτα το ακούμπησε στο τραπέζι, πήρε μια
καθαρή πάνα από την απλώστρα λίγο πιο πέρα και άλλαξε
σβέλτα το ανήσυχο μωρό, σαν καουμπόης που ακινητοποιεί με
το λάσο του ένα μοσχαράκι.
«Ξέρω πως δεν θα είναι εύκολο για σας, δεσποινίς Ζοτ. Δίχως
τον κύριο Έβανς, εννοώ. Παρεμπιπτόντως, λυπάμαι πάρα πολύ
για την απώλειά σας. Ξέρω πως σας το λέω με αρκετή
καθυστέρηση, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο κύριος Έβανς
ήταν καλός άνθρωπος».
«Ξέρατε τον… Κάλβιν;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ, ζαλισμένη
ακόμη. «Π-πώς;»
«Δεσποινίς Ζοτ!» είπε εκείνη αποδοκιμαστικά. «Γειτόνισσά
σας είμαι. Μένω απέναντι. Στο μικρό γαλάζιο σπιτάκι».
«Α ναι, βέβαια». Η Ελίζαμπεθ κοκκίνισε από ντροπή,
συνειδητοποιώντας ότι ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει στην κυρία
Σλόουν. Μόνο μερικά νεύματα από μακριά, κι αυτό ήταν όλο.
«Συγγνώμη, κυρία Σλόουν, φυσικά και σας ξέρω. Συγχωρήστε
με, σας παρακαλώ, είμαι κουρασμένη… Μάλλον θα με πήρε ο
ύπνος στο πάτωμα. Δεν μπορώ να το πιστέψω, πρώτη φορά
μού συμβαίνει».
«Πάντως, δεν θα είναι η τελευταία» είπε η κυρία Σλόουν,
προσέχοντας
ξαφνικά
ότι
η
κουζίνα
δεν
ήταν
στην
πραγματικότητα κουζίνα. Σηκώθηκε όρθια και, κρατώντας
παραμάσχαλα τη Μάντλεν σαν μπάλα του ράγκμπι, κοίταξε
τριγύρω. «Είστε νέα μητέρα, ολομόναχη κι εξαντλημένη, ούτε
να σκεφτείτε δεν μπορείτε καλά καλά, και… Μα τι στον διάολο
είναι αυτό;» Έδειξε ένα μεγάλο ασημένιο αντικείμενο.
«Φυγοκεντρωτής» είπε η Ελίζαμπεθ. «Και όχι, είμαι καλά,
αλήθεια» πρόσθεσε, προσπαθώντας να σταθεί πιο ίσια.
«Κανείς δεν είναι καλά με ένα νεογέννητο στο σπίτι,
δεσποινίς Ζοτ. Το μικρό τερατάκι ρουφάει όλη τη ζωή από
μέσα σου. Κοιτάξτε πώς είστε… σαν μελλοθάνατη. Επιτρέψτε
μου να σας φτιάξω ένα καφεδάκι». Πήγε προς την εστία, αλλά
σταμάτησε στη θέα του απαγωγού αερίων. «Μα για όνομα του
Θεού!» αναφώνησε. «Τι στον διάολο έπαθε αυτή η κουζίνα;»
«Θα φτιάξω εγώ καφέ» προσφέρθηκε η Ελίζαμπεθ. Ενώ η
κυρία Στόουν παρακολουθούσε, η Ελίζαμπεθ πήγε στον
ανοξείδωτο
πάγκο,
απ’
όπου
πήρε
μια
κανάτα
με
αποστειρωμένο νερό και το έχυσε σε μια φιάλη, βουλώνοντάς
τη μ’ ένα πώμα εξοπλισμένο με ένα σωληνάκι που έβγαινε
στριφογυριστά από την κορυφή του. Έπειτα στερέωσε τη φιάλη
στη μια από τις δύο μεταλλικές βάσεις ανάμεσα στους δύο
λύχνους Μπούνσεν και έδωσε μια σε ένα παράξενο μεταλλικό
μαραφέτι, το οποίο πέταξε μια σπίθα σαν τσακμακόπετρα που
τρίβεται σε ατσάλι. Μια φλόγα ξεπήδησε και το νερό άρχισε να
θερμαίνεται. Απλώνοντας το χέρι σ’ ένα ράφι, πήρε ένα
σακουλάκι που έγραφε πάνω C8H10N4O2, έριξε λίγο από το
περιεχόμενο σ’ ένα γουδί, το έλιωσε με το γουδοχέρι,
αναποδογύρισε τη σκόνη που προέκυψε και που θύμιζε χώμα
σε μια παράξενη μικρή ζυγαριά, έπειτα έριξε το περιεχόμενο
της ζυγαριάς σε ένα τουλπάνι διαστάσεων 15 Χ 15 εκατοστών
και το έδεσε σχηματίζοντας έναν μικρό μπόγο. Έχωσε το
τουλπάνι σ’ ένα μεγαλύτερο ποτήρι ζέσεως και το τοποθέτησε
στη δεύτερη μεταλλική βάση, στερεώνοντας το σωληνάκι που
έβγαινε από την πρώτη φιάλη στον πάτο του μεγαλύτερου
ποτηριού. Καθώς το νερό στη φιάλη άρχιζε να κοχλάζει, η
κυρία Σλόουν, με το στόμα να χάσκει, το είδε να ανεβαίνει στο
σωληνάκι και να χύνεται στο ποτήρι ζέσεως. Πολύ σύντομα η
μικρότερη φιάλη ήταν σχεδόν άδεια και η Ελίζαμπεθ έσβησε
τον λύχνο Μπούνσεν. Ανακάτεψε το περιεχόμενο του ποτηριού
με μια γυάλινη ράβδο. Τότε το καφετί υγρό έκανε κάτι τρομερά
παράξενο: ανασηκώθηκε σαν στοιχειό και επέστρεψε στην
αρχική φιάλη.
«Κρέμα και ζάχαρη;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ, βγάζοντας το
πώμα από τη φιάλη για να σερβίρει.
«Παναγίτσα μου!» έκανε η κυρία Σλόουν καθώς η Ελίζαμπεθ
άφηνε ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της. «Τον στιγμιαίο καφέ
δεν τον ξέρετε;»
Μόλις όμως ήπιε την πρώτη γουλιά, το βούλωσε. Πρώτη
φορά έπινε τέτοιον καφέ. Θεϊκός! Θα μπορούσε να τον πίνει
όλη μέρα.
«Πώς σας φαίνεται λοιπόν μέχρι στιγμής;» ρώτησε η κυρία
Σλόουν. «Η μητρότητα, εννοώ».
Η Ελίζαμπεθ ξεροκατάπιε.
«Βλέπω πως έχετε αγοράσει και τη βίβλο» συνέχισε η κυρία
Σλόουν, προσέχοντας το βιβλίο του δόκτορα Σποκ πάνω στο
τραπέζι.
«Χάρη στον τίτλο του το αγόρασα» παραδέχτηκε η Ελίζαμπεθ.
«Το εγχειρίδιο της κοινής λογικής για τη φροντίδα μωρών και παιδιών.
Λέγονται πάρα πολλές ανοησίες, νομίζω, για τον τρόπο που
μεγαλώνει κανείς ένα μωρό. Που απλώς περιπλέκουν τα
πράγματα».
Η γυναίκα περιεργάστηκε το πρόσωπο της Ελίζαμπεθ.
Παράξενο σχόλιο από μια γυναίκα που μόλις είχε προσθέσει
είκοσι
επιπλέον
βήματα
στον
τρόπο
παρασκευής
ενός
φλιτζανιού καφέ.
«Περίεργο δεν είναι;» είπε η κυρία Σλόουν. «Γράφει ένας
άντρας κάποιο βιβλίο για πράγματα για τα οποία δεν έχει καμία
απολύτως γνώση από πρώτο χέρι –για τον τοκετό και τα
επακόλουθά
του–
και
μπαμ!
γίνεται
μπεστ
σέλερ.
Τι
υποψιάζομαι εγώ; Το έγραψε όλο η γυναίκα του κι αυτός έβαλε
απλώς τ’ όνομά του. Το αντρικό όνομα προσθέτει κύρος, δεν
συμφωνείτε;»
«Όχι» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Ούτε κι εγώ».
Ήπιαν και οι δύο άλλη μια γουλιά καφέ.
«Γεια σου, Εξίμισι». Η κυρία Σλόουν άπλωσε το ελεύθερο χέρι
της κι εκείνος πήγε κοντά της.
«Τον ξέρετε τον Εξίμισι;»
«Δεσποινίς Ζοτ! Εδώ μένω, ακριβώς απέναντι! Τον βλέπω
συχνά τριγύρω. Παρεμπιπτόντως, έχει βγει ένας νόμος για τα
λουριά…»
Στο άκουσμα της λέξης «λουριά», η Μάντλεν άνοιξε το
στοματάκι της και έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή.
«Χριστέ
και
Παναγιά!»
αναφώνησε
η
κυρία
Σλόουν,
αναπηδώντας τρομαγμένη, με τη Μάντλεν ακόμη στην αγκαλιά
της. «Πραγματικά απαίσια συμπεριφορά, παιδάκι μου!» Κοίταξε
το κόκκινο προσωπάκι του μωρού και άρχισε να κόβει βόλτες
στο εργαστήριο κουνώντας το απαλά, υψώνοντας τη φωνή της
για να ακούγεται πάνω από το κλάμα. «Πριν από χρόνια, όταν
ήμουν νέα μητέρα, ο κύριος Σλόουν έλειπε για δουλειές κι ένας
απαίσιος άντρας διέρρηξε το σπίτι μας και μου είπε πως, αν
δεν του έδινα όλα μας τα λεφτά, θα μου έπαιρνε το μωρό. Είχα
να κοιμηθώ και να κάνω μπάνιο τέσσερις μέρες, είχα να
χτενίσω τα μαλλιά μου μία εβδομάδα, είχα να καθίσω λίγο να
ξεκουραστώ ούτε ξέρω πόσον καιρό. Έτσι, του είπα: “Θες το
μωρό; Ορίστε”». Άλλαξε το χέρι με το οποίο κρατούσε τη
Μάντλεν. «Πρώτη φορά έβλεπα μεγάλο άνθρωπο να τρέχει
τόσο γρήγορα». Κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο διστακτικά.
«Μήπως έχετε κανέναν περίεργο τρόπο να ετοιμάζετε το γάλα
για το μπιμπερό ή να το φτιάξω κανονικά;»
« Έχω ένα έτοιμο» την πληροφόρησε η Ελίζαμπεθ, παίρνοντας
ένα μπιμπερό από ένα μικρό κατσαρολάκι με ζεστό νερό.
«Είναι φριχτά τα νεογέννητα» συνέχισε η κυρία Σλόουν,
σφίγγοντας τα ψεύτικα μαργαριτάρια γύρω από τον λαιμό της
καθώς η Ελίζαμπεθ της έπαιρνε από τα χέρια τη Μάντλεν.
«Νόμιζα πως είχατε κάποια βοήθεια, ειδάλλως θα περνούσα
νωρίτερα. Πηγαινοέρχονταν τόσοι… εεε, τόσοι πολλοί άντρες σε
κάτι αλλόκοτες ώρες». Ξεροκατάπιε.
«Για δουλειά» διευκρίνισε η Ελίζαμπεθ, καλοπιάνοντας τη
Μάντλεν για να δεχτεί το μπιμπερό.
«Όπως θέλετε πείτε το» είπε η κυρία Σλόουν.
«Είμαι επιστήμονας» εξήγησε η Ελίζαμπεθ.
«Εγώ νόμιζα πως ο κύριος Έβανς ήταν επιστήμονας».
«Είμαι κι εγώ».
«Ναι, φυσικά και είστε». Σηκώθηκε όρθια και χτύπησε τα δυο
της χέρια. «Εντάξει λοιπόν, ας πηγαίνω. Τώρα ξέρετε όμως:
όποτε χρειαστείτε βοήθεια, είμαι ακριβώς απέναντι». Έγραψε
τον αριθμό του τηλεφώνου της μ’ ένα χοντρό μολύβι
κατευθείαν πάνω στον τοίχο της κουζίνας, ακριβώς πάνω από
το τηλέφωνο. «Ο κύριος Σλόουν βγήκε στη σύνταξη πέρυσι και
βρίσκεται συνέχεια στο σπίτι, οπότε μη σκεφτείτε πως θα
ενοχλήσετε, δεν θα ενοχλήσετε καθόλου, μάλλον χάρη θα μου
κάνετε. Καταλάβατε;» Έσκυψε να πάρει κάτι από μια τσάντα
για τα ψώνια. «Αυτό θα σας το αφήσω εδώ». Και έβγαλε ένα
ταψί τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο. «Δεν λέω ότι είναι καλό,
αλλά κάτι πρέπει να φάτε».
«Κυρία Σλόουν» είπε η Ελίζαμπεθ, συνειδητοποιώντας ότι δεν
ήθελε να μείνει μόνη. «Φαίνεται ότι ξέρετε πολλά για τα
μωρά».
«Όσα μπορεί να ξέρει κανείς» απάντησε εκείνη. «Είναι
λιλιπούτειοι εγωιστές και σαδιστές. Το ερώτημα είναι γιατί
κάνει κανείς πάνω από ένα».
«Εσείς πόσα κάνατε;»
«Τέσσερα. Τι προσπαθείτε να μου πείτε, δεσποινίς Ζοτ;
Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που σας προβληματίζει;»
«Να…» άρχισε η Ελίζαμπεθ, πασχίζοντας να ελέγξει το
τρέμουλο της φωνής της. «Είναι… είναι που…»
«Πείτε το» την παρότρυνε η Σλόουν. «Εμπρός. Μια κι έξω».
«Είμαι απαίσια μητέρα» είπε η Ελίζαμπεθ βιαστικά. «Όχι
μόνο επειδή με βρήκατε να κοιμάμαι στο πάτωμα, είναι πολλά
ακόμα… Ή μάλλον όλα».
«Προσπαθήστε να γίνετε πιο συγκεκριμένη».
«Να, για παράδειγμα, ο δόκτωρ Σποκ λέει ότι πρέπει να της
έχω ένα πρόγραμμα, κι έτσι έφτιαξα πρόγραμμα, αλλά εκείνη
αρνείται να το ακολουθήσει».
Η Χάριετ Σλόουν ρουθούνισε.
«Και δεν βιώνω καμία απ’ αυτές τις στιγμές που υποτίθεται
πως… Ξέρετε ποιες στιγμές εννοώ…»
«Δεν ξέρω».
«Στιγμές υπέρτατης ευτυχίας…»
«Σαχλαμάρες των γυναικείων περιοδικών» τη διέκοψε η
Σλόουν.
«Ξέχνα
τα
όλα
αυτά.
Είναι
αποκυήματα
της
φαντασίας».
«Μα τα συναισθήματα που έχω… δεν… δεν νομίζω ότι είναι
φυσιολογικά. Ποτέ δεν ήθελα να κάνω παιδιά, και τώρα έχω
παιδί και, ντρέπομαι που το λέω, ήδη δύο φορές μέχρι τώρα
μου έχει έρθει να τη δώσω».
Η κυρία Σλόουν κοντοστάθηκε δίπλα στην πίσω πόρτα.
«Σας
παρακαλώ»
την
ικέτεψε
η
Ελίζαμπεθ
«μη
με
κακοχαρακτηρίσετε…».
«Μια στιγμή!» έκανε η Σλόουν σαν να είχε παρακούσει. «Σας
έχει έρθει να τη δώσετε… δύο φορές;» Κούνησε το κεφάλι και
γέλασε μ’ έναν τρόπο που έκανε την Ελίζαμπεθ να ζαρώσει.
«Δεν είναι αστείο».
«Δύο; Αλήθεια; Και είκοσι πάλι λίγες θα ήταν».
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε αλλού.
«Για όνομα!» Η κυρία Σλόουν ξεφύσηξε αγανακτισμένη.
«Καλείστε να κάνετε τη δυσκολότερη δουλειά στον κόσμο. Δεν
σας προειδοποίησε ποτέ η μητέρα σας;»
Η Σλόουν πρόσεξε ότι οι ώμοι της νεαρής γυναίκας σφίχτηκαν
στην αναφορά της μητέρας της.
«Εντάξει» συνέχισε με πιο γλυκιά φωνή. «Δεν πειράζει.
Απλώς προσπαθήστε να μην ανησυχείτε τόσο πολύ. Μια χαρά
τα πάτε, δεσποινίς Ζοτ. Θα φτιάξουν τα πράγματα».
«Κι αν δεν φτιάξουν;» ρώτησε απεγνωσμένα η Ελίζαμπεθ. «Κι
αν… κι αν χειροτερέψουν;»
Παρότι δεν ήταν άνθρωπος που άγγιζε εύκολα τους άλλους, η
κυρία Σλόουν απομακρύνθηκε από την πόρτα για να σφίξει
απαλά τους ώμους της νεαρής γυναίκας.
«Θα φτιάξουν» τη διαβεβαίωσε. «Πώς είναι το όνομά σας,
δεσποινίς Ζοτ;»
«Ελίζαμπεθ».
Η κυρία Σλόουν αποτράβηξε τα χέρια της.
«Ε λοιπόν, Ελίζαμπεθ, είμαι η Χάριετ».
Ακολούθησε μια σιωπή γεμάτη αμηχανία, λες και λέγοντας η
μια στην άλλη τα μικρά τους ονόματα είχαν αποκαλύψει
περισσότερα απ’ όσα σκόπευαν.
«Προτού
φύγω,
Ελίζαμπεθ,
να
σου
δώσω
μια
μικρή
συμβουλή;» άρχισε να λέει η Χάριετ. « Ή μάλλον όχι, δεν θα το
κάνω. Προσωπικά, απεχθάνομαι να μου δίνουν συμβουλές,
ιδίως συμβουλές που δεν έχω ζητήσει». Κατακοκκίνισε. «Εσύ
δεν τους απεχθάνεσαι τους αυτόκλητους συμβουλάτορες; Εγώ
ναι. Γιατί έχουν τον τρόπο να σε κάνουν να νιώθεις ανεπαρκής.
Και οι συμβουλές τους είναι συνήθως άχρηστες».
«Σε παρακαλώ, συνέχισε» την παρότρυνε η Ελίζαμπεθ.
Η Χάριετ δίστασε λίγο, έπειτα σούφρωσε τα χείλια.
«Καλά, εντάξει. Ούτως ή άλλως, μπορεί να μην είναι καν
συμβουλή. Περισσότερο κάτι σαν χρήσιμη πληροφορία θα τη
χαρακτήριζα».
Η Ελίζαμπεθ την κοιτούσε με προσμονή.
«Να βρίσκεις λίγο χρόνο για τον εαυτό σου» είπε η Χάριετ.
«Κάθε μέρα».
«Χρόνο».
«Λίγο χρόνο κατά τον οποίο θα είσαι εσύ η πρώτη σου
προτεραιότητα. Μόνο εσύ. Όχι το μωρό σου ή η δουλειά σου,
όχι ο μακαρίτης ο κύριος Έβανς, ούτε το βρόμικο σπίτι σου,
τίποτα. Μόνο εσύ. Η Ελίζαμπεθ Ζοτ. Ό,τι κι αν χρειάζεσαι,
ό,τι κι αν θέλεις, ό,τι κι αν αναζητάς, επανασυνδέσου μαζί του
σ’
αυτόν
τον
χρόνο».
Τράβηξε
απότομα
τα
ψεύτικα
μαργαριτάρια της. «Κι ύστερα ανανέωσε τη δέσμευσή σου σ’
αυτό».
Και παρότι η Χάριετ δεν ανέφερε ότι η ίδια ποτέ δεν είχε
ακολουθήσει τη συμβουλή της, ότι ήταν κάτι που απλώς είχε
διαβάσει σ’ ένα απ’ αυτά τα γελοία γυναικεία περιοδικά, ήθελε
να πιστέψει πως κάποια μέρα θα κατάφερνε να αφοσιωθεί ξανά
στον στόχο της. Να βρει τον έρωτα. Τον αληθινό έρωτα. Ύστερα
άνοιξε την πίσω πόρτα και, κάνοντας ένα αδιόρατο νεύμα, την
έκλεισε πίσω της. Και την ίδια στιγμή, λες και της είχε δοθεί
σήμα, η Μάντλεν άρχισε να κλαίει.
18
Επισήμως έξαλλη
Η
Χάριετ Σλόουν ουδέποτε υπήρξε όμορφη, αλλά είχε
γνωρίσει όμορφους ανθρώπους, και πάντα έμοιαζαν να
προσελκύουν μπελάδες. Είτε τους αγαπούσαν επειδή ήταν
όμορφοι είτε τους μισούσαν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όταν ο
Κάλβιν Έβανς άρχισε να βγαίνει με την Ελίζαμπεθ Ζοτ, υπέθεσε
πως η αιτία ήταν η ομορφιά της. Μα όταν τους κατασκόπευσε
για πρώτη φορά από την κούρνια της στο σαλόνι, με τις
κουρτίνες
τους
βολικά
τραβηγμένες
έτσι
ώστε
να
της
προσφέρουν ανεμπόδιστη θέα στο δικό τους καθιστικό,
αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την άποψή της.
Στα μάτια της, ο Κάλβιν και η Ελίζαμπεθ μοιράζονταν μια
αλλόκοτη σχέση, σχεδόν μεταφυσική – σαν μονοζυγωτικοί
δίδυμοι που χωρίστηκαν μετά τη γέννα και συναντιούνται
τυχαία σε κάποιο χαράκωμα, όπου, παρά τον θάνατο που
θερίζει ολόγυρά τους, ανακαλύπτουν συνεπαρμένοι ότι όχι
μόνο μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό και έχουν την ίδια
σοβαρή αλλεργία στα οστρακοειδή αλλά και σιχαίνονται
αμφότεροι τον Ντιν Μάρτιν. «Αλήθεια;» φανταζόταν τον
Κάλβιν και την Ελίζαμπεθ να λένε ο ένας στον άλλον όλη την
ώρα. «Κι εγώ!»
Δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα για εκείνη και τον
συνταξιούχο πλέον κύριο Σλόουν. Μόνο στην αρχή υπήρχε
ενθουσιασμός, αλλά ξεθώριασε γρήγορα σαν φτηνό βερνίκι
νυχιών. Αρχικά της είχε φανεί τολμηρός, επειδή είχε ένα
τατουάζ κι επειδή έδειχνε να μην προσέχει τους χοντρούς
αστραγάλους της και τα αδύναμα μαλλιά της. Εκ των υστέρων,
αυτό –το ότι δεν την πρόσεχε– θα έπρεπε να την είχε
υποψιάσει, κάνοντάς τη να καταλάβει ότι ποτέ δεν επρόκειτο
να την προσέξει.
Δεν θυμόταν σε ποια φάση του γάμου τους άρχισε να
συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, ούτε
εκείνος μαζί της. Πάντως, σίγουρα είχε παίξει ρόλο ο τρόπος
που πρόφερε το συρτάρι «συρτάρ’» και το γεγονός ότι το
μαλλιαρό σώμα του μαδούσε συνέχεια, με τις τρίχες του να
σκορπίζουν παντού σαν σπόροι πικραλίδας, σκεπάζοντας όλο
το σπίτι.
Ναι, η ζωή με τον κύριο Σλόουν ήταν ανυπόφορη, όμως αυτό
που απωθούσε ιδιαίτερα τη Χάριετ δεν ήταν τα σωματικά του
ελαττώματα – από τα οποία έβρισκε τον τρόπο να προστατεύει
τον εαυτό της. Εκείνο που σιχαινόταν πραγματικά ήταν η
τρομερή χαζομάρα του: η βαρετή, δογματική, αδαής, άχαρη
φύση του, η άγνοιά του, ο φανατισμός του, η χυδαιότητά του,
η αναισθησία του και, πάνω απ’ όλα, η εντελώς αδικαιολόγητη
αυτοπεποίθησή του. Όπως οι περισσότεροι ηλίθιοι άνθρωποι,
έτσι και ο κύριος Σλόουν δεν ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να
ξέρει πόσο ηλίθιος ήταν.
Όταν η Ελίζαμπεθ Ζοτ μετακόμισε στο σπίτι του Κάλβιν Έβανς,
ο κύριος Σλόουν το πρόσεξε αμέσως. Μιλούσε συνεχώς για
εκείνη, κάνοντας πρόστυχα και ποταπά σχόλια σαν μοχθηρή
ύαινα. «Για κοίτα εκεί» έλεγε κοιτάζοντας από το παράθυρο τη
νεαρή γυναίκα να μπαίνει στο αυτοκίνητό της, ενώ έτριβε τη
γυμνή κοιλιά του με κυκλικές κινήσεις, σκορπίζοντας σγουρές
μαύρες τρίχες σε όλο το δωμάτιο. «Μμμ».
Κάθε φορά που γινόταν αυτό, η Χάριετ έφευγε από το
δωμάτιο. Ήξερε πως, κανονικά, θα έπρεπε να έχει συνηθίσει
την πρόστυχη λαγνεία του όταν έβλεπε άλλες γυναίκες. Ήταν
στον μήνα του μέλιτος όταν αυνανίστηκε για πρώτη φορά δίπλα
της στο κρεβάτι χαζεύοντας κορίτσια σ’ ένα περιοδικό. Το
δέχτηκε, γιατί τι άλλο να έκανε; Άλλωστε της είχαν πει ότι
είναι φυσιολογικό. Έως και υγιές. Όμως, καθώς τα έντυπα
γίνονταν όλο και πιο άσεμνα, η συνήθειά του εδραιώθηκε για
τα καλά, και να τη τώρα εκείνη, στα πενήντα πέντε πια, να
τακτοποιεί τη στοίβα με τα κολλώδη περιοδικά του μ’ ένα
βάρος στην καρδιά.
Ένα ακόμα απαίσιο χαρακτηριστικό του ήταν το ότι, όπως
πολλοί άσχημοι άντρες, ο κύριος Σλόουν πίστευε ακράδαντα
πως οι άλλες γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο. Ιδέα δεν
είχε η Χάριετ από πού πήγαζε το συγκεκριμένο είδος
αυτοπεποίθησης. Διότι, παρότι οι χαζοί δεν ξέρουν ότι είναι
χαζοί ακριβώς επειδή είναι χαζοί, σίγουρα οι άσχημοι θα
πρέπει να αντιλαμβάνονται την ασχήμια τους κοιτώντας στους
καθρέφτες.
Όχι ότι θεωρούσε την ασχήμια κακό πράγμα. Κι εκείνη
άσχημη ήταν, και το ήξερε. Ήξερε επίσης πως και ο Κάλβιν
Έβανς ήταν άσχημος, κι εκείνος ο άθλιος σκύλος που είχε φέρει
μια μέρα στο σπίτι η Ελίζαμπεθ ήταν άσχημος, και κατά πάσα
πιθανότητα και το μωρό που θ’ αποκτούσαν μια μέρα θα
έβγαινε άσχημο. Όμως κανείς τους δεν ήταν –ούτε και θα
γινόταν–
αποκρουστικός.
Μόνο
ο
κύριος
Σλόουν
ήταν
αποκρουστικός, κι αυτό επειδή ο εσωτερικός του κόσμος ήταν
αποκρουστικός.
Στην
πραγματικότητα,
το
μοναδικό
εμφανισιακά όμορφο πλάσμα σε ολόκληρο το τετράγωνο ήταν η
Ελίζαμπεθ, γι’ αυτό και η Χάριετ την απέφευγε μέχρι τώρα. Οι
όμορφοι άνθρωποι φέρνουν μπελάδες, έλεγε πάντα.
Μα
ύστερα
πέθανε
ο
κύριος
Έβανς
και
άρχισαν
να
μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της Ελίζαμπεθ όλοι αυτοί οι γελοίοι
άντρες με τους βαρυσήμαντους χαρτοφύλακές τους, και τότε η
Χάριετ συνειδητοποίησε ότι ίσως να είχε ξεσηκώσει κι εκείνη
κάτι από τη γεμάτη χολή και επίκριση συμπεριφορά του κυρίου
Σλόουν. Έτσι, τη μέρα εκείνη πήγε να δει τι κάνει η Ελίζαμπεθ.
Γιατί, αν και, δυστυχώς, όντας καθολική, θα παρέμενε για
πάντα κυρία Σλόουν, δεν ήθελε με τίποτα να καταντήσει ποτέ
κύριος Σλόουν. Επιπλέον, ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να έχεις
νεογέννητο στο σπίτι.
Τηλεφώνησέ μου, ικέτευε πίσω από τις κουρτίνες της κοιτάζοντας
το απέναντι σπίτι. Τηλεφώνησέ μου. Τηλεφώνησέ μου. Τηλεφώνησέ
μου.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, η Ελίζαμπεθ είχε σηκώσει
το τηλέφωνο για να καλέσει τη Χάριετ Σλόουν τουλάχιστον
καμιά δεκαριά φορές τις τελευταίες τέσσερις μέρες, όμως κάθε
φορά το μετάνιωνε την τελευταία στιγμή. Ανέκαθεν θεωρούσε
τον εαυτό της ικανό άνθρωπο, όμως ξαφνικά, κρίνοντας και
μόνο από τον λιγοστό χρόνο που είχε περάσει με τη Χάριετ,
συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν.
Στάθηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας απέναντι. Την κυρίευσε
απελπισία. Είχε αποκτήσει παιδί και θα έπρεπε να το φροντίζει
μέχρι την ενηλικίωσή του. Θεέ μου, μέχρι την ενηλικίωση! Από
την άλλη άκρη του δωματίου η Μάντλεν της ανακοίνωσε πως
ήταν ώρα για τάισμα.
«Μα μόλις έφαγες» της θύμισε η Ελίζαμπεθ.
«ΔΕΝ
ΘΥΜΑΜΑΙ
ΝΑ
ΕΦΑΓΑ»
στρίγκλισε
η
Μάντλεν,
εγκαινιάζοντας επίσημα το λιγότερο διασκεδαστικό παιχνίδι
στον κόσμο: Μάντεψε Τι Θέλω Τώρα.
Η Ελίζαμπεθ είχε ένα ακόμα πρόβλημα: κάθε φορά που
κοιτούσε τα μάτια της κόρης της έβλεπε τον Κάλβιν να της
αντιγυρίζει το βλέμμα. Και αναστατωνόταν. Η αλήθεια ήταν
πως ένιωθε ακόμη οργισμένη με τον Κάλβιν: για τα ψέματα
που της είχε πει σχετικά με τη χρηματοδότηση της έρευνάς
της, για το σπέρμα του που είχε αψηφήσει όλες τις στατιστικές
πιθανότητες της αντισύλληψης, για την εμμονή του να τρέχει
έξω στους δρόμους, ενώ όλος ο κόσμος έκανε επιτόπου
τροχαδάκι μέσα στο σπίτι του φορώντας παπούτσια του
μπαλέτου. Ήξερε πως αυτή η οργή της ήταν άδικη, όμως έτσι
είναι το πένθος: σε κάνει να παραλογίζεσαι. Άλλωστε κανείς
δεν ήξερε πόσο παράλογα οργισμένη ένιωθε, το κρατούσε για
τον εαυτό της. Με μοναδική εξαίρεση τον τοκετό, κατά τη
διάρκεια του οποίου ίσως να φώναξε πράγματα που δεν έπρεπε,
με τα νύχια της να μπήγονται μάλλον στο χέρι κάποιας
άγνωστης καθώς οι συσπάσεις γίνονταν πιο έντονες – θυμόταν
και κάποιον άλλον εκτός από την ίδια να ουρλιάζει και να
βρίζει· της είχε φανεί παράξενο και αντιεπαγγελματικό.
Κι όταν πια τελείωσαν όλα και ήρθε κοντά της μια νοσοκόμα
με μια στοίβα χαρτιά για να τη ρωτήσει κάτι –πώς ένιωθε;–,
αποφάσισε να της πει.
« Έξαλλη».
« Έξαλλη;» απόρησε η νοσοκόμα.
«Ναι, έξαλλη» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ. Γιατί έτσι ένιωθε.
«Είστε σίγουρη;» επέμεινε η νοσοκόμα.
«Φυσικά και είμαι σίγουρη».
Και η νοσοκόμα, που είχε βαρεθεί να φροντίζει γυναίκες οι
οποίες ποτέ δεν ήταν στα καλύτερά τους –μάλιστα, η
συγκεκριμένη της είχε χαράξει το χέρι με τα νύχια της την ώρα
του τοκετού–, έγραψε «Μαντ» στο πιστοποιητικό γέννησης και
βγήκε έξω.3
Ορίστε λοιπόν: το όνομα του μωρού ήταν και επισήμως
Μαντ. Έξαλλη Ζοτ.
Η Ελίζαμπεθ το πήρε είδηση λίγες μέρες αργότερα, όταν
έτυχε να δει το πιστοποιητικό γεννήσεως ανάμεσα σε έναν
σωρό από άλλα έγγραφα από το νοσοκομείο παρατημένα στο
τραπέζι της κουζίνας.
«Τι
είναι
αυτό;»
απόρησε,
κοιτάζοντας
έκπληκτη
τα
περίτεχνα καλλιγραφικά γράμματα στο πιστοποιητικό. «Μαντ
Ζοτ; Μα για όνομα του Θεού! Τόσο πολύ παραφέρθηκα;»
Άρχισε αμέσως να σκέφτεται εναλλακτικά ονόματα για το
μωρό, όμως είχε ένα πρόβλημα: πίστευε στην αρχή ότι το
κατάλληλο όνομα θα της ερχόταν από μόνο του τη στιγμή που
θα αντίκριζε το πρόσωπο της κόρης της για πρώτη φορά, όμως
δεν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο.
Όρθια τώρα στο εργαστήριό της, με το βλέμμα της
χαμηλωμένο στο μικρό μπογαλάκι που κοιμόταν μέσα σε μια
μεγάλη καλαθούνα ντυμένη ολόγυρα με κουβέρτες, περιερ-­
γάστηκε τα χαρακτηριστικά του παιδιού της.
«Σούζαν;» πρόφερε διστακτικά. «Σούζαν Ζοτ;». Δεν το
ένιωθε σωστό. «Λίζα; Λίζα Ζοτ; Ζέλντα Ζοτ;» Μπα, τίποτα.
« Έλεν Ζοτ;» δοκίμασε πάλι. «Φιόνα Ζοτ; Μαρί Ζοτ;» Και πάλι
τίποτα. Έβαλε τα χέρια στη μέση της σαν να ήθελε να πάρει
δύναμη. «Μαντ Ζοτ» τόλμησε τελικά να πει.
Το μωρό άνοιξε τα μάτια του.
Από τη θέση του κάτω απ’ το τραπέζι, ο Εξίμισι ρουθούνισε
δυνατά. Είχε περάσει αρκετό χρόνο σε παιδικές χαρές ώστε να
καταλαβαίνει ότι δεν μπορούσες να δώσεις ένα οποιοδήποτε
όνομα σ’ ένα παιδί, πόσο μάλλον ένα όνομα που είχε προκύψει
από μια παρεξήγηση ή, στην περίπτωση της Ελίζαμπεθ, από
εκδικητική διάθεση. Κατά τη δική του γνώμη, το όνομα ήταν
σημαντικότερο
από
το
φύλο,
από
την
παράδοση,
από
οτιδήποτε μπορεί να ακουγόταν όμορφα. Το όνομα προσδιόριζε
ένα άτομο – ή, στη δική του περίπτωση, έναν σκύλο. Ήταν κάτι
σαν το προσωπικό λάβαρο που ανεμίζει κάποιος σε όλη του τη
ζωή, έπρεπε λοιπόν να είναι το σωστό. Όπως το δικό του
όνομα, που χρειάστηκε να περιμένει πάνω από έναν χρόνο για
να το αποκτήσει. Εξίμισι. Ό,τι καλύτερο!
«Μαντ Ζοτ» άκουσε την Ελίζαμπεθ να ψιθυρίζει. «Θεού­λη
μου!»
Ο Εξίμισι σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Εν
αγνοία της Ελίζαμπεθ, έκρυβε μπισκότα κάτω από το κρεβάτι
εδώ και μήνες, μια πρακτική την οποία είχε ξεκινήσει αμέσως
μετά τον θάνατο του Κάλβιν. Όχι επειδή φοβόταν μήπως η
Ελίζαμπεθ ξεχάσει να τον ταΐσει, αλλά επειδή είχε κάνει μια
δική του σημαντική χημική ανακάλυψη. Είχε διαπιστώσει πως,
όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα, τον
βοηθούσε να τρώει κάτι.
Μαντ, σκέφτηκε μασουλώντας ένα μπισκότο. Ματζ. Μέρι.
Μόνικα. Πήρε άλλο ένα μπισκότο και το μασούλησε με θόρυβο.
Πολύ του άρεσαν τα μπισκότα του – άλλος ένας θρίαμβος της
κουζίνας της Ελίζαμπεθ Ζοτ. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί: Γιατί
να μη δώσουμε στο μωρό το όνομα ενός αντικειμένου της κουζίνας;
Γάστρα; Γάστρα Ζοτ. Ή του εργαστηρίου; Πιπέτα; Πιπέτα Ζοτ. Ή κάτι που
να θυμίζει χημεία… κάτι σαν… Χημ; Ή μάλλον Κιμ. Σαν την Κιμ Νόβακ,
την αγαπημένη του ηθοποιό από τον Άνθρωπο με το χρυσό χέρι. Κιμ
Ζοτ.
Όχι. Το Κιμ είναι πολύ μικρό.
Και τότε σκέφτηκε: Γιατί όχι Μάντλεν; Η Ελίζαμπεθ του είχε
διαβάσει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αν και δεν θα το
πρότεινε σε κανέναν, ένα συγκεκριμένο σημείο του το είχε
καταλάβει. Εκείνο το σημείο που μιλούσε για τις μαντλέν. Τα
μπισκότα. Μάντλεν Ζοτ; Γιατί όχι;
«Πώς σου φαίνεται το όνομα Μάντλεν;» τον ρώτησε η
Ελίζαμπεθ λίγο μετά που βρήκε το βιβλίο του Προυστ
ανεξήγητα ανοιχτό πάνω στο κομοδίνο της.
Ο Εξίμισι την κοίταξε ανέκφραστος.
Το μόνο πρόβλημα ήταν πως η αλλαγή του ονόματος από Μαντ
σε Μάντλεν απαιτούσε μια επίσκεψη στο δημαρχείο και στη
συνέχεια μια επίσημη αίτηση μαζί με πιστοποιητικό γάμου,
καθώς και αρκετές άλλες πληροφορίες που η Ελίζαμπεθ δεν
είχε καμία διάθεση να δώσει.
«Ξέρεις κάτι;» είπε η Ελίζαμπεθ στον Εξίμισι στις σκάλες
ακριβώς έξω από το κτίριο. «Θα το κρατήσουμε μεταξύ μας.
Επισήμως θα είναι Μαντ, αλλά εμείς θα τη λέμε Μάντλεν και
κανείς δεν χρειάζεται να ξέρει».
Επισήμως έξαλλη, σκέφτηκε ο Εξίμισι. Τι θα μπορούσε να πάει
στραβά;
Ένα
άλλο
χαρακτηριστικό
της
Μαντ
ήταν
ότι
γινόταν
πραγματικά έξαλλη όταν έρχονταν στο σπίτι άνθρωποι από το
Χέιστινγκς. «Κολικοί» θα είχε διαγνώσει ο δόκτωρ Σποκ. Όμως
η Ελίζαμπεθ σκεφτόταν ότι μάλλον το μωρό ήξερε να κρίνει
σωστά χαρακτήρες. Πράγμα που την ανησυχούσε. Τι θα
σκεφτόταν άραγε για τον χαρακτήρα της μητέρας του; Για μια
γυναίκα που δεν μιλούσε με την οικογένειά της, που είχε
αρνηθεί να παντρευτεί τον άντρα που αγαπούσε βαθιά, που
την είχαν απολύσει από τη δουλειά της, που περνούσε τις
μέρες της διδάσκοντας λέξεις σε έναν σκύλο; Θα της φαινόταν
εγωίστρια ή τρελή ή και τα δύο;
Δεν ήταν σίγουρη, αλλά διαισθανόταν ότι η γειτόνισσα
απέναντι θα ήξερε. Η Ελίζαμπεθ δεν ήταν της εκκλησίας, αλλά
η Χάριετ Σλόουν είχε μια αγιοσύνη. Θύμιζε προσηνή παπά,
κάποιον στον οποίο μπορούσες να εξομολογηθείς πράγματα –
φόβους, ελπίδες, λάθη– και να περιμένεις ως απάντηση όχι
ανόητες προσευχές και κομποσκοίνια, ούτε τη χαρακτηριστική
ατάκα των ψυχολόγων «Και πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;», αλλά
κάτι πραγματικά σοφό. Για το πώς να συνεχίσεις την πορεία
σου. Πώς να επιβιώσεις.
Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, δίχως να ξέρει πως τα
κιάλια της Χάριετ από το παράθυρο απέναντι ήδη την
πληροφορούσαν ότι σχημάτιζε τον αριθμό της.
«Παρακαλώ» είπε στο τηλέφωνο χαλαρά, χώνοντας τα κιάλια
ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ.
«Χάριετ; Εδώ Ελίζαμπεθ Ζοτ».
« Έρχομαι αμέσως».
3 Πρόκειται για ένα αδύνατο να μεταφερθεί στα ελληνικά παιχνίδι με την αγγλική
λέξη mad, που σημαίνει «τρελός», αλλά και «οργισμένος», «έξαλλος από θυμό».
Αυτή είναι η απάντηση που δίνει η ηρωίδα, νομίζοντας πως την έχουν ρωτήσει
πώς νιώθει, με αποτέλεσμα η νοσοκόμα να σημειώσει «Μαντ» ως το όνομα του
μωρού, το οποίο στην πορεία της ιστορίας χρησιμοποιείται ως υποκοριστικό του
ονόματος Μάντλεν. (Σ.τ.Μ.)
19
Δεκέμβριος 1956
Π
οιο είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα όταν είσαι παιδί
επιστήμονα;
Οι
λιγοστές
απαγορεύσεις
σε
θέματα
ασφάλειας.
Μόλις η Μάντλεν άρχισε να περπατάει, η Ελίζαμπεθ την
ενθάρρυνε να αγγίζει, να γεύεται, να πετάει, να σκάει, να
καίει, να σκίζει, να χύνει, να ταρακουνάει, να αναμειγνύει, να
σκορπάει, να μυρίζει και να γλείφει ό,τι έβρισκε μπροστά της.
«Μάντλεν!» φώναζε η Χάριετ κάθε πρωί μόλις έμπαινε μέσα.
«Άσ’ το κάτω αυτό!»
«Κάτω!» συμφωνούσε η Μάντλεν, εκσφενδονίζοντας ένα
μισογεμάτο φλιτζάνι καφέ στην άλλη άκρη του δωματίου.
«Όχι!» φώναζε η Χάριετ.
«Όχι!» συμφωνούσε η Μάντλεν.
Καθώς η Χάριετ πήγαινε να φέρει τη σφουγγαρίστρα, η
Μάντλεν τριγύριζε στο σαλόνι πιάνοντας το ένα και πετώντας
το άλλο, με τα αρπακτικά χεράκια της να επιλέγουν αυτομάτως
ό,τι πιο αιχμηρό, ό,τι πιο καυτό, ό,τι πιο τοξικό, όλα εκείνα τα
πράγματα που οι περισσότεροι γονείς φυλάνε μακριά από τα
παιδιά τους – τα καλύτερα, εν ολίγοις. Ωστόσο επέζησε.
Χάρη στον Εξίμισι. Ήταν μονίμως εκεί για να οσφραίνεται τον
κίνδυνο, να μπαίνει μπροστά στις πρίζες, να κάθεται κάτω από
τα ράφια έτσι ώστε να μετατρέπεται σε μαξιλάρι που μαλάκωνε
την πτώση της κάθε φορά που εκείνη επιχειρούσε να
σκαρφαλώσει – δηλαδή σχεδόν καθημερινά. Είχε αποτύχει μία
φορά να προστατέψει κάποιον που αγαπούσε.
Δεν θα
αποτύγχανε ξανά.
«Ελίζαμπεθ!» τη μάλωνε η Χάριετ. «Δεν μπορείς ν’ αφήνεις
τη Μάντλεν να κάνει ό,τι θέλει».
« Έχεις απόλυτο δίκιο, Χάριετ» συμφωνούσε η Ελίζαμπεθ,
δίχως να πάρει το βλέμμα της από τους τρεις δοκιμαστικούς
σωλήνες της. «Θα πρόσεξες ότι έκρυψα τα μαχαίρια».
«Ελίζαμπεθ» ικέτευε η Χάριετ. «Πρέπει να την προσέχεις. Χτες
είχε τρυπώσει μέσα στο πλυντήριο».
«Μην ανησυχείς» την καθησύχαζε εκείνη, κοιτώντας ακόμη
τους δοκιμαστικούς σωλήνες. «Πάντα ελέγχω πριν βάλω
πλυντήριο».
Βέβαια, παρά τη μόνιμη ανησυχία της, η Χάριετ δεν μπορούσε
να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η Μάντλεν έδειχνε να ωριμάζει
με τρόπο που δεν τον είχε δει στα δικά της παιδιά. Και το
ακόμα πιο ασυνήθιστο ήταν πως η σχέση μητέρας και κόρης
διέθετε
μια
συμμετρία
την
οποία
ήταν
αδύνατον
να
παραγνωρίσει: το παιδί μάθαινε από τη μητέρα, αλλά και η
μητέρα μάθαινε από το παιδί. Ήταν ένας δεσμός αμοιβαίας
λατρείας, το έβλεπες στον τρόπο που η Μάντλεν κοιτούσε την
Ελίζαμπεθ όταν εκείνη της διάβαζε, στον τρόπο που καμάρωνε
όταν η μαμά της της ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί, στον τρόπο με τον
οποίο η Ελίζαμπεθ έλαμπε ολόκληρη όταν το παιδί ανακάτευε
μαγειρική σόδα με ξίδι, στον τρόπο που μονίμως μοιράζονταν
οτιδήποτε σκέφτονταν κι έκαναν –χημεία, μπαμπαλισμούς,
σαλιαρίσματα–, χρησιμοποιώντας ενίοτε μια μυστική γλώσσα
που στη Χάριετ φαινόταν πως απέκλειε όλους τους άλλους. Δεν
μπορούσε, δεν έπρεπε ο γονιός να είναι φίλος του παιδιού,
προειδοποιούσε την Ελίζαμπεθ. Το είχε διαβάσει κι αυτό σε
κάποιο από τα περιοδικά της.
Παρακολούθησε τώρα την Ελίζαμπεθ να καθίζει τη Μάντλεν
στα πόδια της και να τη φέρνει πιο κοντά στους δοκιμαστικούς
σωλήνες της που έβγαζαν μπουρμπουλήθρες. Τα μάτια του
παιδιού γέμισαν δέος. Πώς ακριβώς είχε ονομάσει η Ελίζαμπεθ
τη διδακτική της μέθοδο; Βιωματική μάθηση;
«Τα
παιδιά
είναι
σφουγγάρια»
της
είχε
εξηγήσει
την
προηγούμενη εβδομάδα, όταν η Χάριετ τη μάλωσε που διάβαζε
στη Μάντλεν φωναχτά την Καταγωγή των ειδών. «Δεν θα
επιτρέψω στη Μάντλεν να μαραθεί πρόωρα».
«Μαλαθεί»
φώναξε
η
Μάντλεν.
«Μαλαθεί,
μαλαθεί,
μαλαθεί!»
«Μα αποκλείεται να καταλαβαίνει λέξη απ’ όσα έχει γράψει ο
Δαρβίνος» υποστήριξε η Χάριετ. «Γιατί δεν της διαβάζεις
τουλάχιστον τη συντομευμένη έκδοση;» Η Χάριετ μόνο
συντομευμένες εκδόσεις διάβαζε. Γι’ αυτόν τον λόγο το
αγαπημένο της περιοδικό ήταν το Reader’s Digest: συμπύκνωνε
τα μεγάλα βαρετά βιβλία σε μεγέθη που μπορούσε κανείς να τα
καταναλώσει εύκολα. Είχε κάποτε ακούσει μια γυναίκα στο
πάρκο να εύχεται το Reader’s Digest να μπορούσε να συμπτύξει
τη Βίβλο, και η Χάριετ έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται: Ναι,
και τους γάμους επίσης.
«Δεν είμαι υπέρ των συντμήσεων» δήλωσε η Ελίζαμπεθ.
«Άλλωστε
νομίζω
ότι
η
Μάντλεν
και
ο
Εξίμισι
το
απολαμβάνουν».
Άλλο πάλι και τούτο! Η Ελίζαμπεθ διάβαζε και στον Εξίμισι.
Η Χάριετ αγαπούσε τον Εξίμισι, μάλιστα μερικές φορές ένιωθε
ότι εκείνη και ο σκύλος μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες για την
ανέμελη προσέγγιση της Ελίζαμπεθ στην ανατροφή του
παιδιού της.
«Μακάρι να μπορούσες να της μιλήσεις» του είχε πει μια
φορά η Χάριετ. «Θα σε άκουγε εσένα».
Ο Εξίμισι την κοίταξε και ξεφύσηξε. Μα τον άκουγε η
Ελίζαμπεθ – προφανώς η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη
συνομιλία. Ωστόσο διαισθανόταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι
δεν ακούν τους σκύλους τους. Αυτό λεγόταν αγνόη­ση. Ή
μάλλον όχι. Άγνοια. Μόλις την είχε μάθει αυτή τη λέξη.
Παρεμπιπτόντως, όχι να το παινευτεί, αλλά οι λέξεις που
γνώριζε έφταναν πια τις τετρακόσιες ενενήντα επτά.
Ο μόνος άνθρωπος εκτός από την Ελίζαμπεθ που δεν έδειχνε
να υποτιμά ούτε τα όσα κατανοεί ένας σκύλος ούτε το τι
σημαίνει να είσαι εργαζόμενη μητέρα ήταν ο δόκτωρ Μέισον.
Όπως είχε προειδοποιήσει, πέρασε από το σπίτι της περίπου
έναν χρόνο μετά τη γέννα, δήθεν για να δει πώς πήγαιναν τα
πράγματα, αλλά κυρίως για να της υπενθυμίσει ότι την ήθελε
στο πλήρωμα της λέμβου του.
«Γεια σας, δεσποινίς Ζοτ» της είπε μόλις εκείνη άνοιξε την
πόρτα στις επτά και τέταρτο το πρωί, έκπληκτη που τον έβλεπε
εκεί με την αθλητική περιβολή του και τα κοντοκουρεμένα
μαλλιά του νωπά από την κωπηλασία μες στην πρωινή πάχνη.
«Πώς πάνε τα πράγματα; Εγώ πάντως είχα την πιο φριχτή
κωπηλατική εμπειρία σήμερα».
Μπήκε μέσα προσπερνώντας τη, δρασκελώντας με άνεση
πάνω από τα διάσπαρτα μωρουδιακά αντικείμενα στο πάτωμα,
για να καταλήξει στο εργαστήριο, όπου είδε τη Μάντλεν να
προσπαθεί να δραπετεύσει από το καρεκλάκι της.
«Να τη λοιπόν!» είπε πρόσχαρα. «Πόσο μεγάλωσε! Κι είναι
σώα και αβλαβής! Έξοχα!» Πρόσεξε μια στοίβα φρεσκοπλυμένες
πάνες εκεί κοντά, πήρε μία και άρχισε να τη διπλώνει. «Δεν θα
μείνω πολύ, αλλά περνούσα από τη γειτονιά και είπα να σας
επισκεφτώ». Έσκυψε λιγάκι για να δει καλύτερα τη Μάντλεν.
«Θεούλη μου, είναι ψηλή! Αυτό το χρωστάμε στον Έβανς,
υποθέτω. Πώς πάει η μητρότητα;» Όμως, πριν προλάβει να του
απαντήσει η Ελίζαμπεθ, εκείνος πήρε στα χέρια του το βιβλίο
του δόκτορα Σποκ. «Ο Σποκ είναι μια καλή πηγή πληροφοριών.
Είναι
κωπηλάτης,
ξέρετε.
Πήρε
χρυσό
μετάλλιο
στους
Ολυμπιακούς του 1924».
«Δόκτορα Μέισον» είπε η Ελίζαμπεθ, ξαφνιασμένη που
χαιρόταν τόσο με την επίσκεψή του. Η μυρωδιά της θάλασσας
από τα ρούχα του έφτασε στα ρουθούνια της. «Χαίρομαι που
ήρθατε, αλλά…»
«Μην ανησυχείτε, δεν θα μείνω πολύ. Έχω δουλειά.
Υποσχέθηκα στη γυναίκα μου να κρατήσω τα παιδιά σήμερα το
πρωί. Ήθελα απλώς να δω πώς πάνε τα πράγματα. Φαίνεστε
κουρασμένη, δεσποινίς Ζοτ. Έχετε βοήθεια; Έχετε κάποιον
κοντά σας;»
« Έρχεται η γειτόνισσά μου και με βοηθάει».
«Υπέροχα. Σημαντικό που είναι κοντά. Κι εσείς; Εσείς πώς
φροντίζετε τον εαυτό σας;»
«Τι εννοείτε;»
«Εξακολουθείτε να αθλείστε;»
«Ε… εγώ…»
«Με το εργόμετρο;»
«Λιγ–».
«Ωραία. Πού είναι; Το εργόμετρο». Σηκώθηκε και πήγε στο
διπλανό δωμάτιο. «Θεούλη μου!» τον άκουσε να λέει. «Σκέτος
σαδιστής ήταν ο Έβανς».
«Δόκτορα Μέισον;» φώναξε η Ελίζαμπεθ, καλώντας τον πίσω
στο εργαστήριο. «Χαίρομαι που ήρθατε, όμως έχω μια
συνάντηση εδώ σε τριάντα λεπτά και υπάρχουν πολλά να–»
«Με συγχωρείτε» είπε ο Μέισον. «Δεν τα συνηθίζω κάτι
τέτοια – εννοώ, να επισκέπτομαι ασθενείς μετά τη γέννα. Για
να είμαι ειλικρινής, δεν ξαναβλέπω καμία από τις ασθενείς
μου, εκτός κι αν αποφασίσουν να μεγαλώσουν κι άλλο την
οικογένειά τους».
«Τιμή μου» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Μα, όπως σας είπα,
είμαι–»
«Απασχολημένη» ολοκλήρωσε εκείνος τη φράση της. Ύστερα
πήγε στον νεροχύτη κι άρχισε να πλένει τα πιάτα. «Λοιπόν»
συνέχισε «έχετε το μωρό, το εργόμετρο, τη δουλειά σας ως
ελεύθερης επαγγελματία, την έρευνά σας…». Με τα χέρια του
γεμάτα σαπουνάδα, έμοιαζε να τικάρει μία μία τις υποχρεώσεις
της, σαρώνοντας ταυτόχρονα με το βλέμμα του τον χώρο.
«Αξιόλογο το εργαστήριο, παρεμπιπτόντως».
«Σας ευχαριστώ».
«Μήπως ο Έβανς–»
«Όχι».
«Τότε…»
«Εγώ το έφτιαξα. Ενόσω ήμουν έγκυος».
Κούνησε το κεφάλι έκπληκτος.
«Είχα βοήθεια, βέβαια» είπε δείχνοντας τον Εξίμισι, που
στεκόταν
φρουρός
δίπλα
στο
καρεκλάκι
της
Μάντλεν,
περιμένοντας μήπως της πέσει καμιά μπουκιά στο πάτωμα.
«Α, ναι, σωστά, να τος κι αυτός. Τα σκυλιά είναι τρομερή
βοήθεια. Η σύζυγός μου κι εγώ θεωρούμε ότι ο σκύλος μας
ήταν μια πολύ καλή δοκιμή για τον ερχομό των παιδιών μας»
είπε, ενώ την ίδια στιγμή περιεργαζόταν ένα τηγάνι. «Σύρμα;»
«Στ’ αριστερά σας».
«Μιας και μιλάμε για δοκιμές…» συνέχισε, προσθέτοντας κι
άλλο σαπούνι. « Ήρθε η ώρα».
«Ποια ώρα».
«Η ώρα για κωπηλασία. Πέρασε ήδη ένας χρόνος».
Η Ελίζαμπεθ γέλασε.
«Τι αστείο!»
Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, με τα χέρια του να στάζουν
νερά στο πάτωμα.
«Πού είναι το αστείο;»
Τώρα ήρθε η σειρά της Ελίζαμπεθ να νιώσει σαστισμένη.
«Υπάρχει κενή θέση. Η θέση δύο. Θα θέλαμε να σας έχουμε
πάλι κοντά μας το συντομότερο. Το αργότερο μέχρι την
ερχόμενη εβδομάδα».
«Τι; Όχι. Είμαι–»
«Κουρασμένη; Απασχολημένη; Θα μου πείτε σίγουρα ότι δεν
έχετε χρόνο».
«Επειδή δεν έχω».
«Ποιος έχει; Το να είσαι ενήλικας είναι μια κατάσταση
υπερεκτιμημένη, δεν νομίζετε;» πρόσθεσε. «Με το που λύνεις
ένα πρόβλημα, προκύπτουν άλλα δέκα».
«Δέκα!» φώναξε η Μάντλεν.
«Το μοναδικό αξιόλογο πράγμα που έμαθα όσο ήμουν στους
πεζοναύτες ήταν πόσο μεγάλη σημασία έχει να στρώνεις το
κρεβάτι σου κάθε πρωί. Όταν όμως νιώθεις τις παγωμένες
ψεκάδες στη μούρη σου από τα δεξιά λίγο πριν χαράξει… Ε,
αυτό τα διορθώνει όλα».
Η Ελίζαμπεθ ήπιε μια γουλιά καφέ ενόσω ο Μέισον συνέχιζε
να φλυαρεί. Γνώριζε πολύ καλά πως και η ίδια χρειαζόταν
διόρθωση. Είχε μπει τώρα σε ένα καινούργιο στάδιο στο πένθος
της: αφού είχε θρηνήσει για τον άντρα που είχε ερωτευτεί,
τώρα θρηνούσε για τον πατέρα που ήξερε ότι εκείνος θα
γινόταν. Πάσχιζε σκληρά να μη φαντάζεται πόσο ψηλά στον
αέρα θα πετούσε ο Κάλβιν τη Μάντλεν, πόσο εύκολα θα την
ανέβαζε στους ώμους του. Κανείς από τους δυο τους δεν ήθελε
παιδιά, και η Ελίζαμπεθ εξακολουθούσε να υποστηρίζει
σθεναρά πως καμία γυναίκα δεν θα έπρεπε να υποχρεώνεται ν’
αποκτήσει. Να όμως που τώρα εκείνη ήταν μια ανύπαντρη
μητέρα, επικεφαλής του πιο αντιεπιστημονικού πειράματος
όλων των εποχών: της ανατροφής ενός ανθρώπινου όντος.
Κάθε μέρα αντιμετώπιζε τον γονεϊκό της ρόλο σαν ένα
διαγώνισμα για το οποίο δεν είχε μελετήσει. Με ερωτήσεις
δύσκολες και ούτε κατά διάνοια αρκετές πολλαπλές επιλογές.
Ενίοτε ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα, έχοντας δει στο
όνειρό της ότι της χτυπούσε την πόρτα κάποιος ειδήμονας με
μια άδεια καλαθούνα σε μέγεθος μωρού και της έλεγε: «Μόλις
εξετάσαμε τις πρόσφατες γονεϊκές επιδόσεις σας και –
δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος να το θέσω πιο ευγενικά–
απολύεστε».
«Χρόνια τώρα προσπαθώ να πείσω τη γυναίκα μου να αρχίσει
κωπηλασία» έλεγε ο δόκτωρ Μέισον. «Πιστεύω πως θα της
άρεσε. Όμως εκείνη όλο μου λέει όχι, και θεωρώ ότι αυτό
συμβαίνει
επειδή
δεν
έρχονται
άλλες
γυναίκες
στο
λεμβοστάσιο. Δεν είμαι τρελός, δεσποινίς Ζοτ. Οι γυναίκες
κωπηλατούν. Εσείς κωπηλατείτε. Υπάρχουν κωπηλατικές ομάδες
γυναικών».
«Πού;»
«Στο Όσλο».
«Στη Νορβηγία;»
«Ετούτη εδώ» είπε δείχνοντας τη Μάντλεν «σίγουρα θα
κωπηλατεί καθισμένη αριστερά. Κοιτάξτε πόσο φυσικά ρίχνει
το βάρος της στα δεξιά».
Κοίταξαν και οι δύο τη Μάντλεν, που χάζευε τα δάχτυλά της
σαν να της προξενούσε εντύπωση που δεν είχαν όλα το ίδιο
μήκος. Το προηγούμενο βράδυ η Ελίζαμπεθ διάβαζε φωναχτά
το Νησί των θησαυρών κι ένιωσε τη Μάντλεν να την κοιτάζει με
μάτια ορθάνοιχτα και με το στόμα να χάσκει, γεμάτη δέος.
Χαμήλωσε το βλέμμα στην κόρη της, νιώθοντας ένα άλλου
είδους δέος. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία
φορά που κάποιος της είχε δείξει ότι πίστευε τόσο πολύ σ’
εκείνη. Αισθάνθηκε να την κατακλύζει ένας χείμαρρος αγάπης
για το παραπληροφορημένο παιδί της.
«Θα ξαφνιαζόσασταν από το πόσο πολλά μπορούμε να
καταλάβουμε για ένα μωρό ήδη από αυτό το στάδιο» έλεγε
τώρα ο Μέισον. «Αποκαλύπτουν διαρκώς τον μελλοντικό εαυτό
τους μέσα από μικροπράγματα. Ετούτη εδώ τους διαβάζει
όλους σαν ανοιχτά βιβλία».
Η Ελίζαμπεθ έγνεψε καταφατικά. Την περασμένη εβδομάδα
είχε πάει να ρίξει μια ματιά στην κοιμισμένη, υποτίθεται,
Μάντλεν και τη βρήκε καθισμένη στην κούνια της, να εξηγεί
γεμάτη σοβαρότητα κάτι στον Εξίμισι. Η Ελίζαμπεθ στάθηκε
εκεί παρακολουθώντας απορημένη, ενώ το μωρό ταλαντευόταν
μπρος πίσω σαν κορύνα έτοιμη να πέσει, κουνώντας τα
χεράκια του καθώς άρθρωνε μια σειρά από φωνήεντα και
σύμφωνα
βαλμένα
τυχαία
στη
σειρά,
σαν
κρεμασμένη
μπουγάδα, αλλά αρθρωμένα με τέτοιο πάθος, που μαρτυρούσε
ότι κατείχε άψογα το θέμα. Ο Εξίμισι καθόταν δίπλα στην
κούνια συνεπαρμένος, με τη μουσούδα του ανάμεσα στα
κάγκελα και τ’ αυτιά τεντωμένα για να μη χάσουν την
παραμικρή συλλαβή. Ξαφνικά η Μάντλεν σώπασε σαν να είχε
χάσει τον ειρμό των σκέψεών της κι έπειτα έγειρε προς τον
σκύλο και ξανάρχισε. «Γκαγκαγκαγκαζοζονανογουγου» είπε
σαν να ξεκαθάριζε τη θέση της. «Μπαμπαντοντομπαμπντο».
Η Ελίζαμπεθ συνειδητοποίησε πως το να έχεις παιδί είναι σαν
να ζεις μ’ έναν επισκέπτη από άλλον πλανήτη. Υπάρχει κάποιο
πάρε δώσε, καθώς ο επισκέπτης μαθαίνει τις συνήθειές σου κι
εσύ τις δικές του, όμως σταδιακά οι δικές του συνήθειες
ατονούν και υπερισχύουν οι δικές σου. Πράγμα το οποίο
έβρισκε απαράδεκτο. Γιατί, σε αντίθεση με τους ενήλικες, ο
επισκέπτης της ποτέ δεν βαριόταν τις ανακαλύψεις, ακόμα και
τις πιο ασήμαντες, και πάντοτε διέκρινε τη μαγεία σε
οτιδήποτε συνηθισμένο. Τον περασμένο μήνα η Μάντλεν είχε
βγάλει μια κραυγή από το σαλόνι και η Ελίζαμπεθ έσπευσε στο
πλευρό της, καταστρέφοντας δουλειά μίας ώρας πάνω στη
βιασύνη της. «Τι συμβαίνει, Μάντλεν;» ρώτησε, σαρώνοντας
τον χώρο σαν ελικόπτερο σε εμπόλεμη ζώνη. «Τι έγινε;»
Η κόρη της, με μάτια ορθάνοιχτα, την κοίταξε κρατώντας ένα
κουτάλι. Κοίτα αυτό! έμοιαζε να της λέει. Το βρήκα εδώ! Στο
πάτωμα!
«Και δεν είναι μόνο η άσκηση» έλεγε ο δόκτωρ Μέισον. «Η
κωπηλασία είναι τρόπος ζωής. Καλά δεν λέω;» ρώτησε
κοιτώντας το μωρό.
« Έο!» φώναξε η Μάντλεν, κοπανώντας τον δίσκο μπροστά
της.
«Παρεμπιπτόντως,
έχουμε
καινούργιο
προπονητή»
είπε
γυρίζοντας προς την Ελίζαμπεθ. «Είναι πολύ ταλαντούχος. Του
έχω μιλήσει για εσάς».
«Αλήθεια; Του είπατε και ότι είμαι γυναίκα;»
«Όκι!» φώναξε η Μάντλεν.
«Το θέμα είναι, δεσποινίς Ζοτ» είπε ο Μέισον, αποφεύγοντας
την ερώτησή της καθώς έπαιρνε μια πετσετούλα, την έβρεχε
και πήγαινε προς το καρεκλάκι της Μάντλεν, όπου και τη
χρησιμοποίησε για να καθαρίσει τα βρόμικα χεράκια της, «ότι
έχουμε μονίμως πρόβλημα με τον τύπο στη θέση δύο. Μεταξύ
μας, είναι απαίσιος κωπηλάτης, τον πήραμε μόνο και μόνο
χάρη σε κάποιες παλιές φοιτητικές διασυνδέσεις του. Όμως
όλα αυτά έλαβαν τέλος το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν
έσπασε το πόδι του σ’ ένα ατύχημα στο σκι». Προσπάθησε να
κρύψει τη χαρά του. «Κατάγματα σε τρία σημεία!»
Η Μάντλεν άπλωσε τα χέρια και ο γιατρός τη σήκωσε από το
καρεκλάκι.
«Λυπάμαι που το ακούω» είπε η Ελίζαμπεθ. «Και εκτιμώ την
εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Ωστόσο δεν έχω την εμπειρία.
Κωπηλάτησα λίγες μόνο φορές στη λέμβο σας, κι αυτές χάρη
στον Κάλβιν».
«Άβ-ιν» επανέλαβε η Μάντλεν.
«Φυσικά και έχετε εμπειρία» είπε έκπληκτος ο δόκτωρ
Μέισον. «Σοβαρολογείτε τώρα; Εκπαιδευτήκατε από τον ίδιο
τον Κάλβιν Έβανς. Κωπηλατούσατε ως ζευγάρι. Θα επέλεγα
ανά πάσα στιγμή κάποιον με αυτή την εμπειρία έναντι
οποιουδήποτε λαπά απόφοιτου διάσημου πανεπιστημίου».
« Έπειτα, είμαι και πολύ απασχολημένη» προσπάθησε ξανά.
«Στις τέσσερις και μισή το πρωί; Θα έχετε γυρίσει στο σπίτι
πριν καταλάβει κανείς ότι λείπατε. Θέση δύο» τόνισε με
έμφαση, λες και η ειδική προσφορά του δεν θα διαρκούσε
πολύ. «Δεν θυμάστε; Το έχουμε ξανασυζητήσει».
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι. Έτσι ακριβώς ήταν και ο
Κάλβιν. Αντιμετώπιζε την κωπηλασία λες και υπερτερούσε των
πάντων. Θυμήθηκε ένα πρωί που κάποιοι κωπηλάτες σ’ ένα
άλλο σκάφος έδειχναν ξαφνιασμένοι που δεν είχε έρθει ο
νούμερο
πέντε
της
ομάδας
τους.
Τότε
ο
πηδαλιούχος
τηλεφώνησε στο σπίτι του και έμαθε ότι ο πέντε είχε υψηλό
πυρετό. «Εντάξει, αλλά θα έρθεις, έτσι δεν είναι;» επέμεινε.
«Δεσποινίς Ζοτ» είπε ο Μέισον «δεν θέλω να σας φέρω σε
δύσκολη θέση, αλλά η αλήθεια είναι πως σας χρειαζόμαστε.
Ξέρω πως κωπηλάτησα μαζί σας λίγες μόνο φορές, αλλά ξέρω
και πώς ένιωσα. Επιπλέον, θα αισθανθείτε πολύ καλύτερα αν
ξαναμπείτε σε σκάφος. Όλοι μας» διόρθωσε, φέρνοντας στον
νου
την
πρωινή
του
εμπειρία,
«θα
αισθανθούμε
πολύ
καλύτερα. Μιλήστε στη γειτόνισσά σας. Ρωτήστε τη αν θα
μπορούσε να προσέχει το μωρό».
«Στις τέσσερις και μισή τα ξημερώματα;»
«Αυτή είναι μια από τις κρυφές χάρες της κωπηλασίας» είπε ο
δόκτωρ Μέισον, γυρίζοντας να φύγει. «Συμβαίνει μια ώρα που
κανείς δεν είναι ουσιαστικά απασχολημένος».
«Θα το κάνω» είπε η Χάριετ.
«Θα αστειεύεσαι!» απόρησε η Ελίζαμπεθ.
«Πλάκα θα έχει» επέμεινε η Χάριετ, λες και ήταν κοινή
πεποίθηση πως έχει πλάκα να σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου
μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Όμως η αιτία ήταν ο κύριος Σλόουν.
Έπινε όλο και πιο πολύ, έβριζε όλο και πιο πολύ, και ο μόνος
τρόπος που είχε να τον αντιμετωπίζει ήταν να μένει μακριά
του. «Άλλωστε θα είναι μόνο τρεις φορές την εβδομάδα».
«Δοκιμαστικά θα πάω. Μπορεί και να μην τα καταφέρω».
«Μια χαρά θα τα πας» τη διαβεβαίωσε η Χάριετ. «Θα τα
καταφέρεις και με το παραπάνω».
Όμως, καθώς η Ελίζαμπεθ έμπαινε στο λεμβοστάσιο δύο μέρες
μετά,
κάτω
από
τα
έκπληκτα
βλέμματα
νυσταγμένων
κωπηλατών που κάθονταν παρεούλες παρεούλες, άρχισε να
νιώθει ότι τόσο η εμπιστοσύνη που της έδειχνε η Χάριετ όσο
και οι ανάγκες του δόκτορα Μέισον ήταν μεγαλοποιη­μένες.
«Καλημέρα» είπε σε όλους. «Γεια σας».
«Τι κάνει αυτή εδώ;» άκουσε κάποιον να ψιθυρίζει.
«Χριστέ μου!» αναφώνησε κάποιος άλλος.
«Δεσποινίς Ζοτ!» φώναξε ο δόκτωρ Μέισον από την άλλη
άκρη του λεμβοστάσιου. «Εδώ».
Άνοιξε δρόμο μέσα από έναν λαβύρινθο από κορμιά,
καταλήγοντας σε μια παρέα αναμαλλιασμένων αντρών που
έμοιαζαν λες και είχαν μόλις ακούσει μια πολύ κακή είδηση.
«Ελίζαμπεθ Ζοτ» συστήθηκε με σταθερή φωνή, τείνοντας το
χέρι της. Κανείς δεν της το έσφιξε.
«Η Ζοτ θα κωπηλατήσει στη θέση δύο σήμερα» ανακοίνωσε ο
Μέισον. «Ο Μπιλ έσπασε το πόδι του».
Σιωπή.
«Προπονητά» συνέχισε ο Μέισον απευθυνόμενος σ’ έναν
άντρα που έδειχνε έτοιμος ν’ αυτοκτονήσει. «Γι’ αυτή την
κωπηλάτισσα σας έλεγα».
Σιωπή.
«Κάποιοι από εσάς θα θυμάστε πως έχει κωπηλατήσει ξανά
μαζί μας».
Σιωπή.
« Έχει κανείς κάποια ερώτηση;»
Σιωπή.
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν». Και έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι
προς τον πηδαλιούχο.
«Καλά πήγαν τα πράγματα, νομίζω» είπε ο Μέισον αργότερα,
καθώς πήγαιναν προς τα αυτοκίνητά τους.
Εκείνη
γύρισε
και
τον
κοίταξε.
Όταν
κοιλοπονούσε,
καταβεβλημένη από φριχτούς πόνους, πεπεισμένη ότι το μωρό
είχε γραπωθεί από τα εσωτερικά της όργανα λες κι ήταν
βαλίτσες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα είχε αρκετά ρούχα όταν
θα έβγαινε στον έξω κόσμο, ούρλιαζε τόσο δυνατά, που
τρανταζόταν ολόκληρο το κρεβάτι. Όταν πέρασε η σύσπαση,
άνοιξε τα μάτια και είδε τον Μέισον να σκύβει από πάνω της
λέγοντας: Είδατε; Δεν είναι και τόσο άσχημα, σωστά;
Ψαχούλεψε για τα κλειδιά του αυτοκινήτου της.
«Νομίζω
πως
ο
προπονητής
και
ο
πηδαλιούχος
θα
διαφωνούσαν».
«Α, καλά» είπε εκείνος μ’ ένα αποπεμπτικό κούνημα του
χεριού.
«Απόλυτα
φυσιολογικό.
Νόμιζα
πως
το
ξέρατε.
Πάντοτε το φταίξιμο πέφτει στους νέους κωπηλάτες. Εσείς
κωπηλατούσατε κυρίως με τον Έβανς, δεν μπορείτε λοιπόν να
κατανοήσετε σε βάθος τις λεπτές αποχρώσεις της κωπηλατικής
κουλτούρας. Περιμένετε λιγάκι και θα δείτε».
Έλπιζε να ήταν ειλικρινής μαζί της, γιατί κατά βάθος της
άρεσε που κωπηλάτησε ξανά. Ένιωθε εξουθενωμένη, αλλά με
ευχάριστο τρόπο.
«Αυτό που λατρεύω στο άθλημα αυτό» συνέχισε ο δόκτωρ
Μέισον «είναι ότι πάντοτε κωπηλατείς με την πλάτη γυρισμένη
στον προορισμό σου. Είναι λες και το ίδιο το άθλημα
προσπαθεί να μας διδάξει να μην προτρέχουμε». Άνοιξε την
πόρτα του αυτοκινήτου του. «Αν το καλοσκεφτείτε, η
κωπηλασία μοιάζει πολύ με την ανατροφή των παιδιών. Και τα
δύο απαιτούν υπομονή, αντοχή, δύναμη και αφοσίωση. Και
κανένα από τα δύο δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε πού
πηγαίνουμε. Βλέπουμε μόνο πού έχουμε ήδη πάει. Αυτό το
βρίσκω
πολύ
φρικαρίσματα,
καθησυχαστικό.
φυσικά.
Μακάρι
Αν
να
εξαιρέσουμε
είχαμε
τα
λιγότερα
φρικαρίσματα».
«Εννοείτε τα τουμπαρίσματα».
«Όχι, τα φρικαρίσματα» επανέλαβε εκείνος, μπαίνοντας στο
αμάξι του. «Χτες το ένα από τα παιδιά μου κοπάνησε το άλλο
μ’ ένα φτυάρι».
20
Η ιστορία μιας ζωής
Π
αρότι δεν ήταν ακόμη ούτε καν πέντε, η Μάντλεν ήταν
ήδη πιο μεγαλόσωμη από τα περισσότερα πεντάχρονα και
διάβαζε καλύτερα από πολλά εκτάκια. Όμως, παρά τα
σωματικά και πνευματικά άλματά της, ακριβώς όπως η
αντικοινωνική μητέρα της και ο μνησίκακος πατέρας της, είχε
κι εκείνη ελάχιστους φίλους.
«Ανησυχώ μήπως πρόκειται για μετάλλαξη κάποιου γονιδίου»
εξομολογήθηκε η Ελίζαμπεθ στη Χάριετ. «Μπορεί να το είχαμε
και οι δύο, ο Κάλβιν κι εγώ».
«Ποιο; Το γονίδιο της μισανθρωπίας;» είπε η Χάριετ.
«Υπάρχει τέτοιο πράγμα;»
«Για τη συστολή μιλάω» διευκρίνισε η Ελίζαμπεθ. «Την
εσωστρέφεια. Ξέρεις λοιπόν τι έκανα; Την έγραψα στο
νηπιαγωγείο.
Η
καινούργια
σχολική
χρονιά
ξεκινάει
τη
Δευτέρα, και ξαφνικά μου φάνηκε πολύ λογικό. Η Μάντλεν
πρέπει να βρίσκεται κοντά σε παιδιά, κι εσύ η ίδια το λες».
Πράγματι.
Η
Χάριετ
είχε
εκφράσει
αυτή
την
άποψη
τουλάχιστον εκατό φορές τα δύο τελευταία χρόνια. Η Μάντλεν
ήταν
ένα
πρόωρα
αναπτυγμένο
παιδί
με
εκπληκτικές
ικανότητες λόγου και κατανόησης, όμως η Χάριετ δεν είχε
πειστεί ότι ήταν μπροστά από την ηλικία της σε απλά
πράγματα, όπως το να δένει τα παπούτσια της ή να παίζει με
κούκλες. Τις προάλλες, όταν της πρότεινε να παίξουν με τη
λάσπη, η Μάντλεν συνοφρυώθηκε και σκάλισε μ’ ένα ξυλαράκι
στο χώμα τον αριθμό 3,14. «Ορίστε» της είπε.
Επίσης, αν η Μάντλεν πήγαινε στο σχολείο, τότε τι θα έκανε
εκείνη όλη μέρα; Είχε συνηθίσει να νιώθει απαραίτητη.
«Παραείναι μικρή» επέμεινε λοιπόν η Χάριετ. «Πρέπει να
κλείσει τουλάχιστον τα πέντε. Ή, ακόμα καλύτερα, τα έξι».
«Ναι, έτσι μου είπαν» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Όπως και να
έχει, τη δέχτηκαν».
Εκείνο που παρέλειψε να πει ήταν πως δεν είχαν δεχτεί τη
Μάντλεν λόγω της εξυπνάδας της, αλλά επειδή, έχοντας
προσδιορίσει τη χημική σύνθεση του μελανιού στα στιλό, η
Ελίζαμπεθ είχε βρει τρόπο να παραποιήσει το πιστοποιη­τικό
γέννησης της κόρης της. Τυπικά, η Μάντλεν ήταν όντως πολύ
μικρή για να πάει στο νηπιαγωγείο, όμως η Ελίζαμπεθ δεν
καταλάβαινε τι σχέση είχε μια τέτοια τυπική λεπτομέρεια με τη
μόρφωση της κόρης της.
«Δημοτικό Σχολείο Γούντι» είπε, δίνοντας στη Χάριετ ένα
χαρτί. «Κυρία Μάντφορντ. Αίθουσα έξι. Ξέρω πως μπορεί να
είναι λιγάκι πιο προχωρημένη από τα υπόλοιπα παιδιά, όμως
δεν νομίζω να είναι η μοναδική που διαβάζει Ζέιν Γκρέι, τι
λες;»
Ο Εξίμισι σήκωσε το κεφάλι ανήσυχος. Ούτε αυτόν τον
ενθουσίαζε το νέο. Η Μάντλεν στο σχολείο; Και τι θα γινόταν
με τη δική του δουλειά; Πώς θα προστάτευε το πλάσμα όταν θα
βρισκόταν μακριά του, σε μια τάξη;
Η Ελίζαμπεθ μάζεψε τα φλιτζάνια και τα άφησε στον
νεροχύτη. Αυτή η ξαφνική έμπνευση για την εγγραφή στο
σχολείο δεν ήταν καθόλου ξαφνική. Πριν από μερικές
εβδομάδες είχε πάει στην τράπεζα για να πάρει δάνειο
βάζοντας ως υποθήκη τη μονοκατοικία. Γιατί είχε φαλιρίσει. Κι
αν
ο
Κάλβιν
δεν
είχε
προσθέσει
το
όνομά
της
ως
συνιδιοκτήτριας του σπιτιού, πράγμα που εκείνη ανακάλυψε
μετά τον θάνατό του, τώρα θα ζούσαν με επιδόματα της
Πρόνοιας.
Ο διευθυντής της τράπεζας αξιολόγησε την κατάστασή της με
ύφος δυσοίωνο.
«Μόνο προς το χειρότερο μπορούν να πάνε τα πράγματα» την
προειδοποίησε. «Όταν μεγαλώσει λιγάκι το παιδί σας, γράψτε
το στο σχολείο. Κι ύστερα βρείτε μια δουλειά που να σας
αποφέρει αρκετά χρήματα. Ή παντρευτείτε κάποιον πλούσιο».
Μπήκε στο αυτοκίνητό της και συλλογίστηκε τις επιλογές
της.
Να ληστέψει τράπεζα.
Να ληστέψει κοσμηματοπωλείο.
Ή –αυτή κι αν ήταν άθλια ιδέα– να γυρίσει στο μέρος που την
είχε καταληστέψει.
Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα έμπαινε στον προθάλαμο του
Χέιστινγκς με τρεμάμενα χέρια, δέρμα κολλώδες από τον
ιδρώτα κι ένα σωρό καμπανάκια συναγερμού να χτυπάνε στο
σώμα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να αντλήσει
λίγη δύναμη.
«Τον δόκτορα Ντονάτι, παρακαλώ» είπε στην υπάλληλο της
υποδοχής.
«Θα μου αρέσει το σχολείο;» ρώτησε η Μάντλεν, έχοντας
εμφανιστεί από το πουθενά.
«Φυσικά» απάντησε –κάθε άλλο παρά πειστικά– η Ελίζαμπεθ.
«Τι είναι αυτό εκεί;» ρώτησε, δείχνοντας ένα μεγάλο μαύρο
χαρτί χειροτεχνίας που κρατούσε στο δεξί της χέρι η Μάντλεν.
«Η ζωγραφιά μου» απάντησε εκείνη, αφήνοντας το χαρτί
μπροστά στη μητέρα της καθώς έγερνε πάνω της.
Ήταν μία ακόμα ζωγραφιά με κιμωλία – η Μάντλεν
προτιμούσε τις κιμωλίες από τις κηρομπογιές, αλλά, επειδή
αυτές μουτζουρώνονταν εύκολα, τα σχέδιά της ήταν συχνά
θολά, λες και οι φιγούρες της προσπαθούσαν να φύγουν από τη
σελίδα. Η Ελίζαμπεθ χαμήλωσε το βλέμμα και είδε μια σειρά
από απλές γραμμικές φιγούρες: έναν σκύλο, μια μηχανή του
γκαζόν, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι, κάτι σαν αυτοκίνητο μάλλον,
λουλούδια, ένα κουτί. Φωτιά φαινόταν να καταβροχθίζει τα
νότια, βροχή μαστίγωνε τα βόρεια. Και ένας μεγάλος λευκός
στρόβιλος δέσποζε στο κέντρο.
«Μάλιστα» είπε η Ελίζαμπεθ. «Πολύ καλή δουλειά. Σίγουρα
κόπιασες πολύ για να το κάνεις».
Η Μάντλεν ξεφύσηξε με έναν τρόπο λες και η μητέρα της δεν
μπορούσε ούτε να φανταστεί πόσο είχε κοπιάσει.
Η Ελίζαμπεθ περιεργάστηκε πάλι τη ζωγραφιά. Είχε διαβάσει
στη
Μάντλεν
ένα
βιβλίο
για
τους
Αιγυπτίους
που
χρησιμοποιούσαν την επιφάνεια των σαρκοφάγων για να
αφηγηθούν την ιστορία μιας ζωής – τα πάνω και τα κάτω της,
τα μέσα και τα έξω της, όλα αυτά αποτυπωμένα με απόλυτα
ακριβή σύμβολα. Καθώς διάβαζε όμως, έπιασε τον εαυτό της
ν’ αναρωτιέται: Κι αν ο καλλιτέχνης τύχαινε να αφαιρεθεί; Να
σχεδιάσει μια ασπίδα αντί για μια κατσίκα; Κι αν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, θα έμενε το λάθος αδιόρθωτο; Μάλλον. Από την
άλλη, βέβαια, δεν ήταν αυτός ο απόλυτος ορισμός της ίδιας της
ζωής;
Αλλεπάλληλες
προσαρμογές
ως
αποτέλεσμα
μιας
ατέρμονης σειράς λαθών; Ναι, και η Ελίζαμπεθ το γνώριζε
καλύτερα από τον καθένα.
Ο δόκτωρ Ντονάτι φάνηκε στην αίθουσα υποδοχής δέκα λεπτά
αργότερα. Περιέργως, έδειχνε σχεδόν ανακουφισμένος που την
έβλεπε.
«Δεσποινίς Ζοτ!» είπε, αγκαλιάζοντάς τη, ενώ εκείνη έσφιγγε
τα δόντια αηδιασμένη. «Μόλις τώρα σας σκεφτόμουν!»
Στην πραγματικότητα, μόνο τη Ζοτ δεν σκεφτόταν.
«Μίλησέ μου γι’ αυτούς τους ανθρώπους» είπε στη Μάντλεν
δείχνοντας τις γραμμικές φιγούρες.
«Αυτοί είμαστε εμείς: εσύ, εγώ κι η Χάριετ» εξήγησε η
Μάντλεν. «Και ο Εξίμισι. Κι εδώ είσαι εσύ που κάνεις
κωπηλασία» είπε δείχνοντας αυτό που έμοιαζε με κουτί. «Κι
εκεί είναι η μηχανή του γκαζόν μας. Κι εδώ πέρα είναι φωτιά.
Και μερικοί ακόμα άνθρωποι. Αυτό είναι το αυτοκίνητό μας.
Και ο ήλιος που βγαίνει, και μετά βγαίνει το φεγγάρι, και
λουλούδια. Κατάλαβες;»
«Νομίζω πως ναι» είπε η Ελίζαμπεθ. «Είναι μια εποχιακή
ιστορία».
«Όχι» αντέδρασε η Μάντλεν. «Είναι η ιστορία της ζωής μου».
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι σαν να καταλάβαινε. Μηχανή
του γκαζόν; απόρησε.
«Κι αυτό τι είναι;» ρώτησε δείχνοντας τον στρόβιλο που
κυριαρχούσε στη ζωγραφιά.
«Αυτός είναι ο λάκκος του θανάτου» απάντησε η Μάντλεν.
Τα μάτια της Ελίζαμπεθ γούρλωσαν από ανησυχία.
«Κι αυτό;» ρώτησε δείχνοντας μια σειρά από ελαφρώς
πλαγιαστές γραμμές. «Βροχή;»
«Δάκρυα» διευκρίνισε η Μάντλεν.
Η Ελίζαμπεθ γονάτισε για να βρεθεί στο ύψος της κόρης της
και την κοίταξε κατάματα.
«Είσαι λυπημένη, γλυκιά μου;»
Η Μάντλεν έπιασε με τα λερωμένα από τις κιμωλίες
μικρούτσικα χεράκια της το πρόσωπο της μητέρας της.
«Όχι. Αλλά εσύ είσαι».
Μόλις η Μάντλεν βγήκε έξω να παίξει, η Χάριετ σχολίασε κάτι
σαν «Από μικρό κι από τρελό…», όμως η Ελίζαμπεθ έκανε πως
δεν άκουσε. Γνώριζε ήδη πολύ καλά ότι η κόρη της τη διάβαζε
σαν ανοιχτό βιβλίο. Το είχε προσέξει κι άλλες φορές ότι η
Μάντλεν διαισθανόταν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που όλοι
προσπαθούσαν να κρύψουν. «Η Χάριετ δεν έχει ερωτευτεί
ποτέ» είχε ανακοινώσει εντελώς ξαφνικά την ώρα του δείπνου
την περασμένη εβδομάδα. «Ο Εξίμισι νιώθει υπεύθυνος» είχε
πει αναστενάζοντας την ώρα του πρωινού. «Ο δόκτωρ Μέισον
έχει βαρεθεί τους κόλπους των γυναικών» είχε πετάξει την ώρα
του βραδινού ύπνου.
«Δεν είμαι λυπημένη» είπε ψέματα η Ελίζαμπεθ. «Μάλιστα,
έχω σπουδαία νέα. Μου πρόσφεραν δουλειά στο Χέιστινγκς.
«Δουλειά;» απόρησε η Χάριετ. «Μα έχεις δουλειά, μια
δουλειά η οποία σου επιτρέπει να εργάζεσαι, να μεγαλώνεις
την κόρη σου, να βγάζεις βόλτα τον Εξίμισι, να συνεχίζεις τις
έρευνές σου και να κωπηλατείς. Πόσες γυναίκες μπορούν να
ισχυριστούν κάτι ανάλογο;»
Καμία, σκέφτηκε η Ελίζαμπεθ, συμπεριλαμβανομένου του
εαυτού της. Το εξαντλητικό πρόγραμμά της την εξουθένωνε, η
έλλειψη εσόδων απειλούσε την οικογένειά της, η αυτοεκτίμησή
της είχε βυθιστεί στα τάρταρα.
«Δεν μου αρέσει αυτό» κατέληξε η Χάριετ, δυσαρεστημένη με
το όλο θέμα του σχολείου, που θα στερούσε την ύπαρξή της
από κάθε νόημα και σκοπό. « Ύστερα από τον τρόπο που
φέρθηκαν σ’ εσένα και στον κύριο Έβανς… Σαν να μην έφτανε
που σκύβεις το κεφάλι σ’ όλους αυτούς τους ηλίθιους που
έρχονται κάθε τόσο εδώ».
«Η επιστήμη είναι όπως όλα τ’ άλλα» απάντησε η Ελίζαμπεθ.
«Κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους».
«Ακριβώς» συνέχισε η Χάριετ. «Απ’ όλους τους κλάδους,
ειδικά αυτός των επιστημών δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να
πετάξει έξω τα διανοητικά μηδενικά του; Αυτό δεν υποστήριζε
ο Δαρβίνος; Ότι τελικά ο αδύναμος τρώει χώμα;» Καταλάβαινε
όμως ότι η Ελίζαμπεθ δεν την άκουγε.
«Πώς είναι το μωρό;» τη ρώτησε ο Ντονάτι, πιάνοντάς την
αγκαζέ και οδηγώντας τη στο γραφείο του. Το βλέμμα του
πήγε στα χέρια της και ξαφνιάστηκε βλέποντας πως τα δάχτυλά
της ήταν μπανταρισμένα όπως και τότε που την είχε απολύσει.
Κάτι του απάντησε η Ζοτ, όμως ήταν τόσο απορροφημένος
στην προσπάθειά του να σκεφτεί την επόμενη κίνησή του, που
δεν το άκουσε. Τα τελευταία αυτά υπέροχα χρόνια είχε
απαλλαγεί από το ζεύγος Ζοτ και Έβανς, και ως αποτέλεσμα τα
πράγματα
πήγαιναν
καλύτερα.
Όχι
στον
τομέα
των
πρωτοποριακών ανακαλύψεων, αλλά τουλάχιστον τα πράγματα
τσουλούσαν. Ακόμα και αυτός ο ηλίθιος ο Μπόριβαϊτς έμοιαζε
να έχει αποκτήσει περισσότερο μυαλό. Ήταν λες κι έπρεπε να
πεθάνει ο Έβανς και να φύγει η Ζοτ για να μπορέσουν να
διαπρέψουν οι υπόλοιποι χημικοί του.
Ωστόσο υπήρχε ένα μεγάλο αγκάθι που του τρυπούσε το
πλευρό. Ο μεγαλοεπενδυτής. Είχε επιστρέψει. Και ήθελε να
μάθει τι στον διάολο έκανε ο κύριος Ζοτ με τα λεφτά του όλον
αυτόν τον καιρό. Πού ήταν οι επιστημονικές δημοσιεύσεις; Τα
ευρήματα; Τα αποτελέσματα;
Κοίταξε έξω από το παράθυρο καθώς η Ζοτ φλυαρούσε για μια
απροσδόκητη θετική ιοντική αντίδραση. Θεέ μου, τι ανιαρή
που ήταν η επιστήμη! Ξερόβηξε προσπαθώντας να κρύψει την
αδιαφορία του. Ήταν σχεδόν η ώρα του κοκτέιλ, σύντομα θα
μπορούσε
να
πανεπιστήμιο
φύγει.
που
Θυμήθηκε
κάποιος
τον
πριν
είχε
από
χρόνια
επαινέσει
για
στο
τα
καταπληκτικά ντράι μαρτίνι που έφτιαχνε. Και ξαφνικά του
ήρθε η ιδέα: γιατί να μη γινόταν μπάρμαν; Του άρεσε να πίνει,
ήταν καλός σ’ αυτό. Οι συνδυασμοί του έκαναν τους άλλους
χαρούμενους – δηλαδή μεθυσμένους. Επιπλέον, η μιξολογία
εμπεριείχε και μια δόση επιστήμης. Ποιο ήταν το αρνητικό; Ο
μισθός.
Και μιλώντας για μισθούς, ο προϋπολογισμός του δεν του
επέτρεπε να προσλάβει τη Ζοτ – δεν υπήρχε καθόλου
περιθώριο. Όμως έπρεπε να το κάνει: τη χρειαζόταν επειδή τη
χρειαζόταν ο επενδυτής – ή μάλλον τον χρειαζόταν ο
επενδυτής, τον κύριο Ζοτ με τη γαμημένη την αβιογένεσή του.
Ο τύπος είχε αρχίσει να τα παίρνει λιγάκι, εδώ που τα λέμε. Για
μήνες ολόκληρους ο Ντονάτι απέφευγε τα τηλεφωνήματά του.
Ώσπου έφτασε σε τέτοιο σημείο απελπισίας, που ρώτησε την
ομάδα του αν είχε κάνει κανείς καθόλου δουλειά που να είχε
έστω και ελάχιστη σχέση με το θέμα. Και ποιος ήταν αυτός που
απάντησε θετικά; Ο Μπόριβαϊτς.
Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως ο Μπόριβαϊτς δεν μπορούσε
να εξηγήσει την έρευνά του. Και τότε του Ντονάτι τού μπήκαν
ψύλλοι στ’ αυτιά και ο Μπόριβαϊτς του αποκάλυψε ότι είχε
συναντήσει τυχαία τη Ζοτ και είχαν συζητήσει για την
αβιογένεση και –άκου να δεις πράγματα τώρα!– είχαν καταλήξει
σε παρόμοια ευρήματα.
«Θέλω να δηλώσω ξεκάθαρα –και να θυμάσαι ότι σ’ το είπα–
πως θεωρώ τεράστιο λάθος το να δεχτείς τη θέση στο
Χέιστινγκς» τόνισε η Χάριετ, σκουπίζοντας τα φλιτζάνια του
καφέ.
«Νομίζω πως αξίζει να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία» επέμεινε
η Ελίζαμπεθ.
Κούνια που σε κούναγε, σκέφτηκε ο Εξίμισι.
21
Ε.Ζ.
Τ
ο Τμήμα Χημείας γιόρτασε την επιστροφή της Ελίζαμπεθ
με μια καινούργια εργαστηριακή ποδιά.
«Είναι απ’ όλους μας» της είπε ο Ντονάτι. «Για να σου
δείξουμε πόσο μας έλειψες».
Ξαφνιασμένη από τη χειρονομία, την αποδέχτηκε με χαρά και
τη
φόρεσε
εν
μέσω
πολλών
χειροκροτημάτων,
που
συνοδεύτηκαν από μερικά διάσπαρτα δυνατά γέλια. Χαμήλωσε
το βλέμμα στο κέντημα πάνω από το τσεπάκι. Εκεί που κάποτε
έλεγε «Ελίζαμπεθ Ζοτ» τώρα έγραφε μόνο «Ε.Ζ.».
«Σου αρέσει;» τη ρώτησε ο δόκτωρ Ντονάτι, κλείνοντάς της
το μάτι. «Παρεμπιπτόντως» είπε, λυγίζοντας το δάχτυλό του
για να της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει στο γραφείο του,
«ένα πουλάκι μού είπε ότι εξακολουθείς να ασχολείσαι με την
αβιογένεση».
Η Ελίζαμπεθ αιφνιδιάστηκε. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για
την έρευνά της. Ο μοναδικός άνθρωπος που ίσως να το γνώριζε
ήταν ο Μπόριβαϊτς, γιατί την τελευταία φορά που είχε έρθει
στο σπίτι της είχε πάει να τσεκάρει τη Μάντλεν, η οποία είχε
μόλις ξυπνήσει από τον μεσημεριανό υπνάκο της, κι όταν
γύρισε βρήκε τον Μπόριβαϊτς καθισμένο στο γραφείο της να
ψαχουλεύει τα χαρτιά της.
«Τι κάνετε εκεί;» τον είχε ρωτήσει σοκαρισμένη.
«Τίποτα, δεσποινίς Ζοτ» είχε απαντήσει εκείνος, εμφανώς
ενοχλημένος από τον τόνο της φωνής της.
«Παρεμπιπτόντως,
έχω
ετοιμάσει
κι
εγώ
κάτι»
της
εκμυστηρεύτηκε ο Ντονάτι ενώ βολευόταν στο γραφείο του.
«Θα δημοσιευτεί σύντομα στο Science Journal».
«Με τι θέμα;»
«Τίποτα
συγκλονιστικό»
απάντησε
ανασηκώνοντας
τους
ώμους. «Κάτι σχετικό με το RNA. Ξέρεις πώς πάει το πράγμα,
πρέπει κάθε τόσο να δημοσιεύεις κάτι, ειδάλλως θα πληρώσεις
το επαγγελματικό τίμημα. Μ’ ενδιαφέρει ωστόσο η δική σου
έρευνα. Πότε θα μπορούσα να διαβάσω την εργασία σου;»
«Μου απομένουν λίγα πράγματα να διευκρινίσω» απάντησε
εκείνη. «Αν μπορέσω να επικεντρωθώ αποκλειστικά σ’ αυτά για
τις επόμενες έξι εβδομάδες, θα έχω σίγουρα κάτι για εσάς».
«Να επικεντρωθείς αποκλειστικά στη δική σου δουλειά;»
απόρησε ξαφνιασμένος. «Αυτό ακούγεται πολύ Κάλβιν Έβανς,
δεν βρίσκεις;»
Ακούγοντας το όνομα του Κάλβιν, η Ελίζαμπεθ κοκάλωσε.
«Είμαι βέβαιος πως θα θυμάσαι ότι δεν λειτουργεί έτσι το
τμήμα μας» συνέχισε ο Ντονάτι. «Εδώ βοηθάμε ο ένας τον
άλλον. Είμαστε ομάδα. Κάτι σαν πλήρωμα λέμβου» πρόσθεσε
κοροϊδευτικά. Την είχε ακούσει να λέει σε κάποιον από τους
χημικούς πως εξακολουθούσε να κωπηλατεί. Ίσως λοιπόν αν
δεν κωπηλατούσε να είχε προχωρήσει περισσότερο τη δουλειά
της. Βέβαια, είχε ήδη ρίξει μια ματιά στον φάκελό της και είχε
διαπιστώσει σοκαρισμένος πως βρισκόταν πολύ πιο μπροστά
απ’ ό,τι πίστευε ο Μπόριβαϊτς. Ο τύπος ήταν ηλίθιος.
«Ορίστε» είπε ο Ντονάτι, δίνοντάς της μια πελώρια στοίβα
χαρτιά. «Ξεκίνα δακτυλογραφώντας αυτά. Επίσης, δεν μας έχει
μείνει πολύς καφές. Μίλα και με τα υπόλοιπα παιδιά, δες τι
είδους υποστήριξη χρειάζονται».
«Υποστήριξη;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ. «Μα είμαι χημικός, όχι
τεχνικός».
«Κι όμως, τεχνικός είσαι» απάντησε απότομα ο Ντονάτι.
« Έμεινες για πολύ καιρό εκτός παιχνιδιού. Δεν μπορεί να
πίστευες ότι θα επέστρεφες ξαφνικά εδώ και θα έπαιρνες την
παλιά σου θέση, ύστερα από χρόνια απραξίας! Άκου τι θα γίνει
λοιπόν: δούλεψε εσύ σκληρά, και βλέπουμε».
«Μα δεν είχαμε συζητήσει κάτι τέτοιο!»
«Ηρέμησε, κούκλα» είπε ο Ντονάτι σέρνοντας τις λέξεις.
«Δεν…»
«Πώς με είπατε;»
Πριν όμως προλάβει να της απαντήσει, η γραμματέας του του
υπενθύμισε ότι είχε μια σύσκεψη.
«Κοίτα»
είπε
και
στράφηκε
πάλι
στην
Ελίζαμπεθ.
«Απολάμβανες προνομιακή μεταχείριση όταν ήταν ο Κάλβιν
εδώ, κι υπάρχουν πολλοί που δεν σου το έχουν συγχωρήσει.
Αυτή τη φορά ωστόσο θα φροντίσουμε να καταλάβουν όλοι ότι
κέρδισες τη θέση σου με το σπαθί σου. Είσαι έξυπνο κορίτσι,
Λίζι. Όλα είναι δυνατά».
«Μα εγώ βασιζόμουν στον μισθό του χημικού, δόκτορα
Ντονάτι. Δεν θα τα βγάζω πέρα οικονομικά ως τεχνικός
εργαστηρίου. Μεγαλώνω ένα παιδί».
«Όσο γι’ αυτό» είπε κουνώντας το χέρι του «σου έχω καλά
νέα. Ζήτησα από το Χέιστινγκς να χρηματοδοτήσει την
περαιτέρω εκπαίδευσή σου».
«Αλήθεια;»
είπε
εκείνη
έκπληκτη.
«Θα
πληρώσει
το
Χέιστινγκς για το διδακτορικό μου;»
Ο Ντονάτι σηκώθηκε όρθιος, τεντώνοντας τα χέρια και
πλέκοντάς τα πίσω από το κεφάλι του, λες και είχε μόλις
τελειώσει τη γυμναστική του.
«Όχι»
απάντησε.
επωφεληθείς
από
«Βασικά,
ένα
εννοούσα
σεμινάριο
ότι
μπορείς
στενογραφίας.
να
Γίνονται
μαθήματα διά αλληλογραφίας» πρόσθεσε, δίνοντάς της ένα
φυλλάδιο. «Το καλό είναι πως μπορείς να τα κάνεις στο σπίτι,
στον ελεύθερο χρόνο σου».
Με την καρδιά της να σφυροκοπάει στο στήθος της, η
Ελίζαμπεθ γύρισε στο γραφείο της, κοπάνησε πάνω του τους
φακέλους και πήγε κατευθείαν στις τουαλέτες, όπου διάλεξε
αυτήν
που
βρισκόταν
πιο
μακριά
από
την
πόρτα
και
κλειδώθηκε μέσα. Δίκιο είχε τελικά η Χάριετ. Τι πήγε κι έκανε;
Πριν όμως προλάβει καν να σκεφτεί το ερώτημα που είχε θέσει
στον εαυτό της, άκουσε έναν χτύπο από τη διπλανή τουαλέτα.
«Ναι;» είπε η Ελίζαμπεθ.
Ο χτύπος σταμάτησε.
«Ναι;» ξανάπε η Ελίζαμπεθ. «Όλα καλά;»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου» της απάντησε κοφτά μια φωνή.
Η Ελίζαμπεθ δίστασε λίγο κι έπειτα πρόσθεσε:
«Μήπως χρειάζεστε…».
«Κουφή είσαι; Παράτα με ήσυχη, που να πάρει ο διάολος!»
Σώπασε. Η φωνή τής φάνηκε γνωστή.
«Δεσποινίς Φρασκ;» ρώτησε, φέρνοντας στον νου της τη
γραμματέα του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, που τη
βασάνιζε με τη συμπεριφορά της όταν πέθανε ο Κάλβιν χρόνια
πριν. «Εσείς είστε, δεσποινίς Φρασκ;»
«Ποιος διάολο ρωτάει;» είπε εχθρικά η φωνή.
«Η Ελίζαμπεθ Ζοτ. Από το Τμήμα Χημείας».
«Χριστέ μου! Η Ζοτ. Αν είναι δυνατόν!» Ακολούθησε
παρατεταμένη σιωπή.
Η δεσποινίς Φρασκ, στα τριάντα τρία πλέον, τα τελευταία
τέσσερα χρόνια ακολουθούσε με προσήλωση κάθε μονοπάτι
που
υποσχόταν
Χέιστινγκς,
προαγωγή:
κατασκόπευε
εκθείαζε
τις
συγκεκριμένα
παροχές
τμήματα
του
του
ινστιτούτου, εξέδιδε μια εσωτερική κουτσομπολίστικη φυλλάδα
με τίτλο Εδώ το Πρωτομάθατε. Όμως δεν είχε καταφέρει ακόμη
να την πάρει. Μάλιστα, τώρα έδινε αναφορά σ’ έναν νιόφερτο,
έναν νεαρό είκοσι ενός ετών, που είχε μόλις αποφοιτήσει από
το πανεπιστήμιο και δεν φαινόταν να διαθέτει καμία άλλη
σημαντική ικανότητα πέρα από το να φτιάχνει αλυσίδες με
συνδετήρες. Όσο για τον Έντι, τον γεωλόγο με τον οποίο είχε
πλαγιάσει για να του αποδείξει ότι ήταν κελεπούρι για γάμο,
την είχε παρατήσει πριν από δύο χρόνια για μια παρθένα. Το
πιο πρόσφατο χαστούκι στο πρόσωπο ήταν η λίστα με τις
απαιτούμενες προσωπικές βελτιώσεις την οποία της είχε
παραδώσει σήμερα το παιδαρέλι που είχε για αφεντικό.
Νούμερο ένα στη λίστα: να χάσει δέκα κιλά.
«Επέστρεψες λοιπόν» είπε η Φρασκ από τη διπλανή τουα­λέτα.
«Δεν γλιτώσαμε για πολύ».
«Ορίστε;»
« Έφερες και τον σκύλο;»
«Όχι».
«Μπα! Άρχισες ν’ ακολουθείς τους κανόνες, Ζοτ;»
«Ο σκύλος μου είναι απασχολημένος τα απογεύματα».
«Ο σκύλος σου είναι απασχολημένος τα απογεύματα» επανέλαβε
με μια γκριμάτσα η Φρασκ.
«Παίρνει το παιδί μου από το σχολείο».
Η Φρασκ στριφογύρισε στη θέση της. Σωστά, είχε παιδί πλέον
η Ζοτ.
«Αγόρι είναι ή κορίτσι;»
«Κορίτσι».
Η Φρασκ τράβηξε χαρτί από το ρολό.
«Κρίμα».
Από τη δική της θέση, η Ελίζαμπεθ περιεργάστηκε τα
πλακάκια του δαπέδου. Ήξερε ακριβώς τι εννοούσε η γυναίκα.
Την πρώτη μέρα που είχε πάει τη Μάντλεν στο σχολείο είδε
τρομοκρατημένη τη δασκάλα, μια γυναίκα με πρησμένα μάτια
και μαλλιά περμανάντ που ανάδιναν μιαν άσχημη οσμή, να
προσπαθεί να καρφιτσώσει ένα ροζ λουλούδι στην μπλούζα της
κόρης της. ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΦΑ­ΒΗΤΑ! έγραφε το
λουλούδι.
«Μπορώ να πάρω γαλάζιο λουλούδι αντί για ροζ;» ρώτησε η
Μάντλεν.
«Όχι» είπε η δασκάλα. «Το γαλάζιο είναι για τα αγόρια και το
ροζ για τα κορίτσια».
«Όχι, δεν είναι» αντιγύρισε το κοριτσάκι.
Η δασκάλα, η κυρία Μάντφορντ, έστρεψε το βλέμμα της από
τη Μάντλεν στην Ελίζαμπεθ, κοιτάζοντας την υπερβολικά
όμορφη μητέρα σαν να ήθελε να εντοπίσει την πηγή της κακής
συμπεριφοράς της κόρης. Το βλέμμα της έπεσε στο δάχτυλο
της Ελίζαμπεθ, που δεν είχε βέρα. Διάνα!
«Τι σε φέρνει πίσω στο Χέιστινγκς λοιπόν;» ρώτησε η
γραμματέας. «Ψάχνεις καμιά καινούργια ιδιοφυΐα;»
«Η αβιογένεση».
«Α, μάλιστα» έκανε κοροϊδευτικά η Φρασκ. «Πάλι τα ίδια.
Άκουσα ότι επανεμφανίστηκε ο επενδυτής και… σαζάμ! να σε κι
εσύ. Ένα πράγμα, πάντως, μπορώ να πω για σένα: είσαι
προβλέψιμη. Τουλάχιστον αυτή τη φορά κυνηγάς κάποιον πιο
πλούσιο. Αν και, μεταξύ μας, δεν σου πέφτει λιγάκι μεγάλος;»
«Δεν κυνηγάω κανέναν».
« Έλα τώρα, μην το παίζεις μειξοπαρθένα».
Η Ελίζαμπεθ έσφιξε τα δόντια.
«Δεν το παίζω τίποτα».
Η Φρασκ φάνηκε να το σκέφτεται. Πράγματι, η Ζοτ δεν ήταν
από τους ανθρώπους που μπορούσαν να προσποιηθούν. Ήταν
αργόστροφη, στον κόσμο της, όπως τη μέρα εκείνη που
χρειάστηκε να της πει κάποιος ότι ο Κάλβιν της είχε αφήσει ένα
αποχαιρετιστήριο δώρο – ένα δώρο που (αν ήταν δυνατόν!)
πήγαινε ήδη στο σχολείο και το παραλάμβανε αποκεί ένας
σκύλος. Μα σοβαρολογούσε;
«Μιλάω για τον άντρα» συνέχισε η Φρασκ «που έδωσε στο
Χέιστινγκς έναν σκασμό λεφτά για να χρηματοδοτήσει μια
έρευνα για την αβιογένεση βασισμένη στη δική σου δουλειά. Ή
μάλλον στη δουλειά του κυρίου Ε. Ζοτ».
«Μα τι είναι αυτά που λες;» απόρησε η Ελίζαμπεθ.
«Ξέρεις πολύ καλά τι λέω, Ζοτ. Τέλος πάντων, ο παραλής
επέστρεψε και, δυστυχώς, το ίδιο κι εσύ. Θεούλη μου! Νομίζω
πως πρέπει να είσαι η μοναδική γυναίκα στο Χέιστινγκς –το
οποίο, σημειωτέον, έχει τρεις χιλιάδες υπαλλήλους– που δεν
είναι γραμματέας. Πώς έγινε αυτό, ούτε που θέλω να το
φανταστώ. Όμως εσύ προσπαθούσες να το παίζεις αντράκι.
Πόσο χαμηλά μπορείς να πέσεις λοιπόν; Παρεμπιπτόντως,
μήπως ξέρεις γιατί το ινστιτούτο θεωρεί πως εμείς οι γυναίκες
δεν είμαστε καλή επένδυση; Επειδή πάντα σηκωνόμαστε και
φεύγουμε για να πάμε να κάνουμε παιδιά. Όπως εσύ».
«Εγώ απολύθηκα» της αντιγύρισε η Ελίζαμπεθ με φωνή που
παλλόταν από οργή. «Εν μέρει εξαιτίας γυναικών σαν εσένα,
γυναικών που υπονομεύουν–»
«Εγώ δεν υπονομεύω–»
«…που σιγοντάρουν–»
«Εγώ δεν σιγοντάρω–»
«…που νομίζουν ότι η αξία τους βασίζεται στη γνώμη ενός
άντρα–»
«Πώς τολμάς;»
«Όχι!» φώναξε η Ελίζαμπεθ, κοπανώντας το λεπτό μεταλλικό
χώρισμα ανάμεσά τους. «Εσύ πώς τολμάς, δεσποινίς Φρασκ!
Εσύ πώς τολμάς!» Σηκώθηκε όρθια, κλότσησε την πόρτα και
πήγε στον νιπτήρα, ανοίγοντας τη βρύση με τόση δύναμη, που
της έμεινε η βάνα στο χέρι. Νερά πετάχτηκαν πάνω της,
μουσκεύοντας την εργαστηριακή ποδιά της. «Να πάρει η
ευχή!» φώναξε. «Να πάρει!»
«Χριστούλη μου!» αναφώνησε η Φρασκ, που εμφανίστηκε
ξαφνικά στο πλευρό της. «Άσ’ το σ’ εμένα». Παραμέρισε την
Ελίζαμπεθ σπρώχνοντάς τη προς τ’ αριστερά, ύστερα έσκυψε
και έκλεισε τη βαλβίδα του νερού κάτω από τον νεροχύτη.
Όταν σηκώθηκε, οι δύο γυναίκες ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο.
«Ποτέ μου δεν το έπαιξα αντράκι, Φρασκ!» φώναξε η
Ελίζαμπεθ, σκουπίζοντας με μια πετσέτα την ποδιά της.
«Κι εγώ ποτέ μου δεν υπονόμευσα κανέναν!»
«Είμαι χημικός. Όχι γυναίκα χημικός. Χημικός. Και πολύ καλή
μάλιστα!»
«Ε, κι εγώ είμαι υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού! Σχεδόν
ψυχολόγος!» φώναξε η Φρασκ.
«Σχεδόν ψυχολόγος;»
«Πάψε πια».
«Όχι, δεν παύω. Τι εννοείς όταν λες σχεδόν;»
«Δεν είχα την ευκαιρία να ολοκληρώσω τις σπουδές μου,
εντάξει; Κι εσύ; Εσύ γιατί δεν έχεις διδακτορικό, Ζοτ;» βγήκε
στην αντεπίθεση η Φρασκ.
Η Ελίζαμπεθ τσιτώθηκε και, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει,
αποκάλυψε κάτι προσωπικό που δεν το είχε πει ποτέ σε
κανέναν πέρα από έναν αστυνομικό.
«Επειδή με βίασε ο επόπτης καθηγητής μου κι ύστερα με
πέταξαν έξω από το πρόγραμμα του διδακτορικού» φώναξε.
«Εσύ;»
Η Φρασκ την κοίταξε σοκαρισμένη.
«Μία από τα ίδια» είπε ξεψυχισμένα.
22
Το δώρο
«Π ώς ήταν η πρώτη σου μέρα πίσω στη δουλειά;» ρώτησε η
Χάριετ την Ελίζαμπεθ μόλις επέστρεψε στο σπίτι.
«Εντάξει» είπε ψέματα η Ελίζαμπεθ. «Μάντλεν, πώς πήγε το
σχολείο;» ρώτησε, σκύβοντας για να πάρει την κόρη της
αγκαλιά. «Πέρασες καλά; Έμαθες τίποτα καινούργιο;»
«Όχι».
«Μα δεν μπορεί!» επέμεινε η Ελίζαμπεθ. « Έλα, πες μου».
Η Μάντλεν άφησε το βιβλίο της.
«Να, μερικά παιδιά έχουν ακράτεια».
«Θεούλη μου!» έκανε η Χάριετ.
«Θα είχαν άγχος μάλλον» είπε η Ελίζαμπεθ, χαϊδεύοντας τα
μαλλιά της Μάντλεν. «Κάθε καινούργια αρχή είναι δύσκολη».
«Επίσης» συνέχισε η Μάντλεν «η κυρία Μάντφορντ θέλει να
σε δει». Και της έδωσε ένα σημείωμα.
«Ωραία» σχολίασε η Ελίζαμπεθ. « Έτσι κάνουν οι δραστήριες
δασκάλες».
«Τι σημαίνει “δραστήριες”;» ρώτησε η Μάντλεν.
«Μπελάδες» ψιθύρισε η Χάριετ.
Μερικές εβδομάδες μετά η Ελίζαμπεθ πήγε στο Τμήμα
Ανθρώπινου Δυναμικού.
«Μπορείς
να
μου
δώσεις
πληροφορίες
γι’
αυτόν
τον
επενδυτή;» ρώτησε τη δεσποινίδα Φρασκ. «Οτιδήποτε έχεις».
«Γιατί όχι;» απάντησε η Φρασκ, βγάζοντας από ένα συρτάρι
έναν λεπτό φάκελο που έγραφε πάνω ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ. «Πήρα
ένα κιλό την περασμένη εβδομάδα».
«Δεν έχεις τίποτε άλλο;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ ξεφυλλίζοντας
τον φάκελο. «Εδώ δεν υπάρχει τίποτα».
«Ξέρεις πώς είναι οι λεφτάδες, Ζοτ. Μυστικοπαθείς. Όμως τι
θα έλεγες να φάμε μαζί την ερχόμενη εβδομάδα; Έτσι, θα έχω
τον χρόνο να σκαλίσω περισσότερο τους φακέλους».
Μα όταν ήρθε η επόμενη εβδομάδα, η Φρασκ έφερε μαζί της
μόνο ένα σάντουιτς.
«Δεν βρήκα τίποτα» παραδέχτηκε. «Πράγμα παράξενο,
δεδομένης της αναστάτωσης που προκάλεσε η τελευταία του
επίσκεψη. Ίσως αυτό να σημαίνει πως αποφάσισε να πάρει τα
λεφτά
του
και
να
πάει
αλλού.
Συμβαίνει
συχνά.
Παρεμπιπτόντως, πώς τα πας ως τεχνικός εργαστηρίου; Έχεις
φτάσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας ή όχι ακόμη;»
«Πού το έμαθες;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ, ενώ μια φλεβίτσα
στον κρόταφό της άρχισε να πάλλεται νευρικά.
«Μην ξεχνάς ότι είμαι στο Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού.
Εμείς όλα τα ξέρουμε, όλα τα βλέπουμε. Ή, στη δική μου
περίπτωση, όλα τα ήξερα, όλα τα έβλεπα».
«Τι εννοείς;»
« Ήρθε η σειρά μου ν’ απολυθώ» πέταξε δήθεν ανέμελα η
Φρασκ. «Φεύγω την Παρασκευή».
«Τι; Γιατί;»
«Θυμάσαι τη λίστα με τα επτά σημεία βελτίωσης; Ένα από τα
οποία ήταν να χάσω δέκα κιλά; Πήρα τρία».
«Δεν
γίνεται
ν’
απολυθείς
επειδή
πήρες
βάρος!»
διαμαρτυρήθηκε η Ελίζαμπεθ. «Είναι παράνομο».
Η Φρασκ έσκυψε πάνω από το τραπέζι και της έσφιξε το χέρι.
«Θεούλη μου! Ξέρεις κάτι; Δεν θα πάψει ποτέ να με
εκπλήσσει η αφέλειά σου».
«Σοβαρολογώ»
συνέχισε
η
Ελίζαμπεθ.
«Πρέπει
να
πολεμήσεις. Δεν μπορείς να τους αφήσεις να κάνουν κάτι
τέτοιο».
«Ε λοιπόν» δήλωσε η Φρασκ παίρνοντας σοβαρό ύφος «ως
επαγγελματίας του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, πάντοτε
ενθαρρύνω μια ειλικρινή συζήτηση με το αφεντικό σε τέτοιες
περιπτώσεις. Για να τονιστούν τα προσωπικά επιτεύγματα και
να διευκρινιστούν τα μελλοντικά οφέλη από τη συνέχιση της
παραμονής του ατόμου».
« Έτσι μπράβο!»
«Πλάκα κάνω» της έκοψε τα φτερά η Φρασκ. «Δεν έχει ποτέ
αποτέλεσμα. Άλλωστε μην ανησυχείς, με περιμένουν ήδη
κάμποσες προσωρινές θέσεις γραμματέως. Όμως πριν φύγω
σου έχω ένα δώρο. Μια μικρή επανόρθωση για τη λύπη που
σου προκάλεσα μετά τον θάνατο του κυρίου Έβανς. Θέλεις να
συναντηθούμε την Παρασκευή στο νότιο ασανσέρ; Στις
τέσσερις. Δεν θα απογοητευτείς, σ’ το υπόσχομαι».
«Λίγο παρακάτω σ’ αυτόν τον διάδρομο» οδήγησε η Φρασκ την
Ελίζαμπεθ όταν ήρθε το μεσημέρι της Παρασκευής. «Πρόσεχε
πού πατάς. Το έσκασαν κάτι ποντίκια από το εργαστήριο
βιολογίας». Είχαν πάρει μαζί το ασανσέρ μέχρι το υπόγειο κι
έπειτα ακολούθησαν έναν μακρύ διάδρομο ώσπου έφτασαν σε
μια
πόρτα
που
έγραφε
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Η
ΕΙΣΟΔΟΣ.
«Φτάσαμε» ανακοίνωσε πρόσχαρα η Φρασκ.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ, κοιτάζοντας μια σειρά
από μεταλλικές ντουλάπες που είχαν πάνω τους αριθμούς από
το ένα έως το ενενήντα εννέα.
«Αποθήκη» απάντησε η Φρασκ, βγάζοντας μιαν αρμαθιά
κλειδιά. « Έχεις αυτοκίνητο, έτσι δεν είναι; Και μεγάλο
πορτμπαγκάζ;» Ψαχούλεψε τα κλειδιά ώσπου βρήκε αυτό με
τον αριθμό σαράντα ένα, το έχωσε στην αντίστοιχη κλειδαριά
και είπε στην Ελίζαμπεθ να κοιτάξει μέσα.
Η δουλειά του Κάλβιν. Όλα συσκευασμένα και σφραγισμένα.
«Θα μας βοηθήσει αυτό το τρόλεϊ» είπε η Φρασκ, τραβώντας
το προς το μέρος τους. «Είναι συνολικά οκτώ κούτες. Αλλά
πρέπει να βιαστούμε, γιατί θα παραδώσω τα κλειδιά στις
πέντε».
«Είναι νόμιμο αυτό που κάνουμε;»
Η δεσποινίς Φρασκ σήκωσε την πρώτη κούτα.
«Γιατί, μας νοιάζει;»
23
Τηλεοπτικό στούντιο
ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ ΜΕΤΑ
Ο Ουόλτερ Πάιν εργαζόταν στην τηλεόραση σχεδόν από την
πρώτη στιγμή της εμφάνισης του νέου μέσου. Του άρεσε η ιδέα
της τηλεόρασης, ο τρόπος με τον οποίο υποσχόταν στον κόσμο
μια απόδραση από την καθημερινότητα. Γι’ αυτό την είχε
διαλέξει – γιατί ποιος δεν ήθελε να αποδράσει; Πάντως,
εκείνος σίγουρα ήθελε.
Όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια, είχε αρχίσει να νιώθει
σαν φυλακισμένος, καταδικασμένος να σκάβει ολοένα το
τούνελ της απόδρασης. Κι ενώ οι υπόλοιποι φυλακισμένοι
περνούσαν από πάνω του και όδευαν προς την ελευθερία, ο
ίδιος έμενε πάντα πίσω με το κουτάλι στο χέρι.
Ωστόσο συνέχιζε για τον ίδιο λόγο που συνεχίζουν και τόσοι
άλλοι: επειδή ήταν γονιός – ο μοναδικός γονιός μίας κόρης,
της εξάχρονης Αμάντα, που πήγαινε στο νηπιαγωγείο του
Δημοτικού Σχολείου Γούντι κι ήταν το φως της ζωής του. Θα
έκανε τα πάντα για το παιδί του. Πράγμα που σήμαινε ότι,
φυσικά, θα ανεχόταν τις καθημερινές φοβέρες του αφεντικού
του, που πρόσφατα τον είχε απειλήσει ότι θα έχανε τη δουλειά
του
αν
δεν
έβρισκε
τρόπο
να
γεμίσει
το
κενό
του
απογευματινού προγράμματος.
Ο Ουόλτερ έβγαλε ένα μαντίλι και φύσηξε τη μύτη του,
κοιτώντας το αμέσως σαν να ήθελε να δει τι έβγαζαν τα σωθικά
του.
Βλέννα. Αναμενόμενο.
Πριν από λίγες μέρες είχε έρθει να τον δει μια γυναίκα, η
Ελίζαμπεθ Ζοτ, μητέρα τής… δεν θυμόταν το όνομα του
παιδιού. Σύμφωνα με τη Ζοτ, η Αμάντα δημιουργούσε
προβλήματα. Αναμενόμενο. Η κυρία Μάντφορντ, η δασκάλα
της, ισχυριζόταν πως η Αμάντα μονίμως δημιουργούσε
προβλήματα. Όμως o ίδιος αρνιόταν να το πιστέψει. Ναι, η
Αμάντα ήταν λιγάκι αγχώδης όπως κι εκείνος, λιγάκι υπέρβαρη
όπως κι εκείνος, προσπαθούσε να ικανοποιεί τους πάντες όπως
κι εκείνος, αλλά ήταν επίσης και κάτι άλλο: καλό παιδί. Και τα
καλά παιδιά, όπως και οι καλοί ενήλικες, σπάνιζαν.
Και κάτι ακόμα σπάνιζε. Γυναίκες σαν την Ελίζαμπεθ Ζοτ.
Δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του.
«Επιτέλους» είπε η Χάριετ, σκουπίζοντας τα χέρια στο
φουστάνι της τη στιγμή που η Ελίζαμπεθ έμπαινε στο σπίτι από
την πίσω πόρτα. «Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ».
«Συγγνώμη» απολογήθηκε η Ελίζαμπεθ, προσπαθώντας να
κρύψει την οργή της. «Κάτι προέκυψε στη δουλειά». Πέταξε
κάτω την τσάντα της και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
Είχε επιστρέψει στο Χέιστινγκς εδώ και δύο μήνες και το
στρες της υποαπασχόλησης τη σκότωνε. Ήξερε πως άνθρωποι
σε θέσεις υψηλού άγχους συχνά λαχταρούσαν πιο απλές
δουλειές, κάτι που να μην απαιτεί θάρρος ή φαιά ουσία, κάτι
που να μην απομυζά το κουρασμένο τους μυαλό στις τρεις τα
ξημερώματα. Όμως εκείνη έβρισκε την υποαπασχόληση πολύ
χειρότερη. Όχι μόνο ο μισθός της αντικατόπτριζε τη χαμηλή
της θέση, αλλά και ο εγκέφαλός της υπέφερε από την
αδράνεια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι συνάδελφοί
της, παρά το γεγονός πως ήξεραν ότι διανοητικά δεν την
έφταναν ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι, περίμεναν από εκείνη
να αποθεώνει την παραμικρή πρόοδό τους.
Ωστόσο η σημερινή πρόοδος δεν ήταν μικρή. Ήταν μεγάλη.
Είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Science
Journal και δημοσίευε την επιστημονική εργασία του Ντονάτι.
«Τίποτα συγκλονιστικό». Έτσι είχε περιγράψει ο Ντονάτι την
εργασία του πριν από μερικούς μήνες. Όμως η δουλειά του
ήταν συγκλονιστική, κι εκείνη το ήξερε πολύ καλά. Γιατί ήταν
δική της δουλειά.
Διάβασε το άρθρο δύο φορές για να σιγουρευτεί. Την πρώτη
αργά. Αλλά τη δεύτερη το πέρασε τρομερά γρήγορα, ώσπου
ένιωσε να της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, με την πίεσή της
να κάνει σάλτα σαν ανεξέλεγκτη πυροσβεστική μάνικα. Η
εργασία του ήταν κατάφωρη κλοπή από τους δικούς της
φακέλους. Και ποιος αναφερόταν ως συνεργάτης με πολύτιμη
συνεισφορά;
Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Μπόριβαϊτς να την κοιτάζει.
Έγινε κάτωχρος και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Προσπαθήστε να με καταλάβετε!» κραύγασε όταν εκείνη
πέταξε το περιοδικό στο γραφείο του. «Τη χρειάζομαι αυτή τη
δουλειά!»
«Όλοι τις χρειαζόμαστε τις δουλειές μας» απάντησε έξαλλη η
Ελίζαμπεθ. «Το πρόβλημα είναι ότι εσείς ποτέ δεν κάνατε τη
δική σας».
Ο Μπόριβαϊτς την κοίταξε δειλά, με τα ρακουνίσια μάτια του
να ικετεύουν για οίκτο. Όμως το μόνο που είδε ήταν ένα άγριο
κύμα που μόλις είχε αρχίσει να φουσκώνει και κανείς δεν ήξερε
πόση ενέργεια περιέκλειε, καθώς η αληθινή του δύναμη δεν
είχε ακόμη δοκιμαστεί.
«Συγγνώμη» είπε παρακλητικά. «Λυπάμαι ειλικρινά. Δεν είχα
ιδέα ότι θα έφτανε μέχρι εκεί ο Ντονάτι. Φωτοτύπησε όλα τα
αρχεία σας τη μέρα που επιστρέψατε, όμως υπέθεσα ότι το
έκανε για να ενημερωθεί καλύτερα για τη δουλειά μας».
«Τη δουλειά μας;» Με το ζόρι συγκρατήθηκε και δεν τον
άρπαξε από τον λαιμό. «Θα τα πούμε αργότερα εμείς!» του
υποσχέθηκε. Έπειτα του γύρισε την πλάτη και βγήκε στον
διάδρομο, για να κατευθυνθεί προς το γραφείο του Ντονάτι με
μεγάλες δρασκελιές, χωρίς να κόψει ταχύτητα για να αποφύγει
έναν μικροβιολόγο που βρέθηκε στον δρόμο της.
«Είσαι ψεύτης και απατεώνας, Ντονάτι» είπε ορμώντας στο
γραφείο του αφεντικού της. «Και σου υπόσχομαι ένα πράγμα:
δεν θα τη γλιτώσεις».
Ο Ντονάτι σήκωσε το βλέμμα από το γραφείο του.
«Ζοτ!» φώναξε. «Χαίρομαι πάντα να σε βλέπω!»
Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του, απολαμβάνοντας
την οργή της. Αυτό ήταν κάτι που σίγουρα θα είχε κάνει τον
Έβανς να παραιτηθεί. Μακάρι να ζούσε για να το έβλεπε –
αλλά όχι, εκείνος είχε πάει κι είχε πεθάνει, καταστρέφοντάς
του τη στιγμή.
Άκουγε χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα όση ώρα η Ζοτ ωρυό­ταν
για την απάτη του. Ο επενδυτής είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα
για να συγχαρεί τον Ντονάτι για τη δουλειά του, αφήνοντας
ελπιδοφόρες νύξεις για περισσότερα χρήματα που θα κυλούσαν
προς τη μεριά τους. Είχε ρωτήσει και για τον Ζοτ, αν είχε
παίξει κάποιον ρόλο στην έρευνα. Ο Ντονάτι του απάντησε
πως όχι, όχι ιδιαίτερα, καθώς, δυστυχώς, ο κύριος Ζοτ είχε
αποδειχτεί σκέτο φιάσκο. Μάλιστα, είχε υποβιβαστεί. Ο
επενδυτής αναστέναξε σαν να απογοητεύτηκε, έπειτα ρώτησε
τον Ντονάτι για τα επόμενα βήματά του σε σχέση με την
αβιογένεση. Ο Ντονάτι άρχισε να πετάει μεγαλεπήβολες λέξεις
που είχε εντοπίσει σε διάφορα σημεία της έρευνας της Ζοτ, για
τις οποίες θα έπρεπε να τη ρωτήσει αργότερα, αφού πρώτα
ηρεμούσε και θυμόταν ότι δούλευε για εκείνον. Θεέ μου, πόσο
δύσκολο ήταν να είσαι διευθυντής! Τέλος πάντων, τα λόγια του
φάνηκαν να ικανοποιούν τον πλούσιο.
Όμως έπρεπε να έρθει η Ζοτ και να τα καταστρέψει όλα,
κάνοντας το ένα και μοναδικό πράγμα που δεν τους έπαιρνε να
κάνει.
«Ορίστε» του είπε, ρίχνοντας το κλειδί του εργαστηρίου της
μέσα στον καφέ του. «Χάρισμά σας η αναθεματισμένη η
δουλειά». Έπειτα πέταξε στα σκουπίδια το ταμπελάκι με την
ταυτότητά της, παράτησε την εργαστηριακή ποδιά της πάνω
στο γραφείο του και όρμησε έξω, παίρνοντας μαζί της και όλες
τις γνώσεις της.
«Είχες τέσσερα τηλεφωνήματα» την ενημέρωσε η Χάριετ. «Το
πρώτο ήταν για να συμμετάσχεις στις μετρήσεις τηλεθέασης.
Τα άλλα τρία ήταν από κάποιον Ουόλτερ Πάιν. Ο Πάιν ζήτησε
να του τηλεφωνήσεις. Είπε ότι είναι επείγον. Ισχυρίστηκε πως
είχατε μια πολύ ευχάριστη κουβέντα για το φαγητό… αχ, όχι,
όχι, συγγνώμη, για το κολατσιό» έσπευσε να διορθώσει,
κοιτώντας τις σημειώσεις που είχε κρατήσει. «Ακουγόταν
αγχωμένος» συνέχισε, σηκώνοντας το βλέμμα της. «Αλλά χωρίς
να χάνει τον επαγγελματισμό του. Σαν ένας άνθρωπος με
καλούς τρόπους που για κάποιον λόγο είναι στην τσίτα».
«Ο Ουόλτερ Πάιν» εξήγησε η Ελίζαμπεθ σφίγγοντας τα δόντια
«είναι ο πατέρας της Αμάντα Πάιν. Τον επισκέφτηκα στο
γραφείο του πριν από μερικές μέρες για να του μιλήσω για το
θέμα του κολατσιού».
«Και πώς πήγε η κουβέντα σας;»
«Μάλλον αντιπαράθεση θα την έλεγα».
« Έντονη, ελπίζω».
«Μαμά;» ακούστηκε μια φωνούλα από το κατώφλι της
πόρτας.
«Γεια σου, κουνελάκι μου!» είπε η Ελίζαμπεθ, προσπαθώντας
να δείχνει ήρεμη καθώς αγκάλιαζε με το ένα της χέρι το
ψιλόλιγνο κοριτσάκι της. «Πώς πήγε το σχολείο;»
« Έφτιαξα έναν κόμπο ψαλιδιά» ανακοίνωσε η Μάντλεν,
παρουσιάζοντάς της ένα σκοινί. «Στο “Δείχνω και Λέω”».
«Θα άρεσε σε όλους, φαντάζομαι;»
«Όχι».
«Δεν πειράζει» είπε η Ελίζαμπεθ, τραβώντας την κοντά της.
«Δεν αρέσουν πάντα στους άλλους αυτά που αρέσουν σ’ εμάς».
«Σε κανέναν δεν αρέσουν οι παρουσιάσεις που κάνω στο
“Δείχνω και Λέω”».
«Τα βρομόπαιδα!» μουρμούρισε η Χάριετ.
«Εκείνο το βέλος που τους είχες δείξει δεν τους άρεσε;»
«Όχι».
«Ε, την επόμενη εβδομάδα μπορούμε να δοκιμάσουμε τον
περιοδικό πίνακα. Πάντα αρέσει σε όλους».
« Ή μπορείς να τους πας τον σουγιά μου» πρότεινε η Χάριετ.
« Έτσι, για να μπουν στο νόημα».
«Πότε θα φάμε βραδινό;» ρώτησε η Μάντλεν. «Πεινάω».
« Έχω βάλει ένα από τα φαγητά σου στον φούρνο να ζεσταθεί»
είπε η Χάριετ στην Ελίζαμπεθ καθώς πήγαινε προς την πόρτα.
«Πρέπει να πάω να ταΐσω το κτήνος. Μην ξεχάσεις να
τηλεφωνήσεις στον Πάιν».
«Τηλεφώνησες στην Αμάντα Πάιν;» απόρησε η Μάντλεν.
«Στον πατέρα της» διευκρίνισε η Ελίζαμπεθ. «Σ’ το είχα πει.
Τον επισκέφτηκα πριν από τρεις μέρες για να ξεκαθαρίσω το
θέμα του κολατσιού. Νομίζω πως κατάλαβε τη θέση μας και
είμαι βέβαιη πως η Αμάντα δεν θα ξανακλέψει το φαγητό σου.
Είναι λάθος να κλέβει κανείς» είπε με κοφτό τόνο, φέρνοντας
στον νου της τον Ντονάτι και τη δημοσίευσή του. «Λάθος!» Η
Μάντλεν και η Χάριετ αναπήδησαν ξαφνιασμένες.
«Μα φέρνει… φέρνει δικό της κολατσιό, μαμά» είπε
διστακτικά η Μάντλεν. «Απλώς δεν είναι κανονικό φαγητό».
«Αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα».
Η Μάντλεν κοίταξε τη μητέρα της σαν να μην καταλάβαινε τι
εννοούσε.
«Πρέπει να τρως το δικό σου κολατσιό, κουνελάκι μου»
εξήγησε εκείνη πιο ήρεμα τώρα. «Για να ψηλώσεις».
«Μα είμαι ήδη ψηλή» παραπονέθηκε η Μάντλεν. «Υπερβολικά
ψηλή».
«Ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς αρκετά ψηλός» επενέβη η
Χάριετ.
«Ο Ρόμπερτ Ουάντλοου πέθανε επειδή ήταν υπερβολικά
ψηλός» επισήμανε η Μάντλεν δείχνοντας το εξώφυλλο του
Βιβλίου των ρεκόρ Γκίνες.
«Μα εκείνος έπασχε από διαταραχή του αδένα της υπόφυσης,
Μάντλεν» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Είχε ύψος 2,70!» τόνισε το κοριτσάκι.
«Ο καημένος!» έκανε η Χάριετ. «Πού έβρισκε ρούχα να
ψωνίσει;»
«Το ύψος σκοτώνει» συνέχισε η Μάντλεν.
«Ναι, όμως όλα σκοτώνουν τελικά» δήλωσε η Χάριετ. «Γι’
αυτό και οι πάντες καταλήγουν νεκροί, γλυκιά μου» συνέχισε.
Προσέχοντας όμως την Ελίζαμπεθ που είχε μείνει με το στόμα
ανοιχτό και τη Μάντλεν που είχε μαζευτεί, μετάνιωσε αμέσως
για τα λόγια της. Άνοιξε την πόρτα. «Θα τα πούμε αύριο το
πρωί πριν από την κωπηλασία» είπε στην Ελίζαμπεθ. «Και μ’
εσένα, Μάντλεν, θα τα πούμε όταν ξυπνήσεις». Αυτό το
πρόγραμμα ακολουθούσαν από τότε που είχε ξεκινήσει δουλειά
η Ελίζαμπεθ. Η Χάριετ πήγαινε τη Μάντλεν στο σχολείο, ο
Εξίμισι την έπαιρνε, η Χάριετ την πρόσεχε μέχρι να γυρίσει στο
σπίτι η μαμά της. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω». Έβγαλε ένα
χαρτάκι από την τσέπη της. « Έχεις κι άλλο σημείωμα» είπε
κοιτάζοντας με νόημα την Ελίζαμπεθ. «Ξέρεις από ποιον».
Από την κυρία Μάντφορντ.
Η Ελίζαμπεθ γνώριζε ήδη πως η Μάντφορντ δεν ενέκρινε τη
Μάντλεν. Δεν ενέκρινε το γεγονός ότι μπορούσε να διαβάσει,
ότι ήξερε να κλοτσάει την μπάλα, ότι ήταν σε θέση να κάνει
μια σειρά από περίπλοκους ναυτικούς κόμπους – μια δεξιότητα
την οποία εξασκούσε τακτικά, στο σκοτάδι, στη βροχή, χωρίς
καμία βοήθεια, μήπως και της χρειαζόταν κάποτε.
«Να σου χρειαστεί σε τι, Μάντλεν;» τη ρώτησε μια φορά η
Ελίζαμπεθ, βρίσκοντας την κόρη της έξω τη νύχτα, καλυμμένη
μ’ έναν μουσαμά, με τη βροχή να τη χτυπάει από κάθε
κατεύθυνση και με ένα σκοινί στα χέρια.
Η Μάντλεν κοίταξε έκπληκτη τη μητέρα της. Μα δεν ήταν
προφανές ότι το «μήπως και χρειαστεί» δεν ήταν απλώς μια
επιλογή αλλά η μοναδική επιλογή; Η ζωή απαιτούσε ετοιμότητα.
Κι όποιος αμφέβαλλε μπορούσε να ρωτήσει τον νεκρό πατέρα
της.
Αν και στην πραγματικότητα, αν μπορούσε να ρωτήσει κάτι
τον νεκρό πατέρα της, θα τον ρωτούσε πώς είχε νιώσει την
πρώτη φορά που είχε δει τη μητέρα της. Άραγε ήταν έρωτας με
την πρώτη ματιά;
Είχαν και οι πρώην συνάδελφοί του ερωτήσεις για τον Κάλβιν:
Πώς κατάφερνε να κερδίζει τόσο πολλά βραβεία, όταν
φαινόταν σαν να μην έκανε ποτέ απολύτως τίποτα; Και πώς
ήταν το σεξ με την Ελίζαμπεθ Ζοτ; Έδειχνε ψυχρή, ήταν όμως;
Ακόμα και η δασκάλα της Μάντλεν, η κυρία Μάντφορντ, είχε
ερωτήσεις για τον συγχωρεμένο τον Κάλβιν Έβανς. Όμως
προφανώς δεν γινόταν να ρωτήσει κάτι τον πατέρα της
Μάντλεν, όχι μόνο επειδή ήταν νεκρός αλλά και επειδή εν έτει
1959 οι πατεράδες δεν είχαν καμία ανάμειξη στην εκπαίδευση
των παιδιών τους.
Ο πατέρας της Αμάντα Πάιν αποτελούσε εξαίρεση, αλλά αυτό
συνέβαινε μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε πια κυρία Πάιν.
Τον
είχε
εγκαταλείψει
(δικαίως,
κατά
τη
γνώμη
της
Μάντφορντ) και είχε ακολουθήσει ένα πολύκροτο διαζύγιο, με
εκείνη να ισχυρίζεται πως ο πολύ μεγαλύτερός της σε ηλικία
Ουόλτερ Πάιν ήταν εντελώς ακατάλληλος για πατέρας, πόσο
μάλλον για σύζυγος. Το όλο πράγμα συνοδευόταν από
μερικούς ιδιαίτερα ντροπιαστικούς υπαινιγμούς σεξουαλικού
περιεχομένου – η κυρία Μάντφορντ ούτε που ήθελε να
σκέφτεται
τις
σκανδαλιστικές
λεπτομέρειες.
Όμως
το
αποτέλεσμα ήταν η κυρία Πάιν να καταλήξει με όλα τα
υπάρχοντα του Ουόλτερ Πάιν, συμπεριλαμβανομένης της
Αμάντα, την οποία, όπως αποδείχτηκε, δεν ήθελε τελικά. Και
ποιος μπορούσε να την κατηγορήσει; Η Αμάντα δεν ήταν
εύκολο παιδί. Έτσι, η Αμάντα στάλθηκε πακέτο πίσω στον
Ουόλτερ, και τώρα η κυρία Μάντφορντ ήταν αναγκασμένη ν’
ακούει κάθε τόσο τις άθλιες δικαιολογίες του σχετικά με το
εξαιρετικά ασυνήθιστο κολατσιό που περιείχε καθημερινά το
φαγητοδοχείο της Αμάντα.
Ωστόσο, παρότι οι συναντήσεις της με τον Ουόλτερ Πάιν ήταν
ενοχλητικές, ωχριούσαν μπροστά στις συναντήσεις της με την
κυρία Ζοτ. Τι ατυχία να είναι αναγκασμένη να βλέπει πιο συχνά
τους δύο γονείς τους οποίους συμπαθούσε λιγότερο. Βέβαια,
πάντα έτσι γινόταν. Η προβληματική συμπεριφορά ενός
παιδιού ξεκινούσε από το σπίτι του. Αν όμως έπρεπε να
διαλέξει ανάμεσα στην Αμάντα Πάιν, την κλέφτρα φαγητού,
και στη Μάντλεν Ζοτ, με τις ανάρμοστες ερωτήσεις της, θα
διάλεγε δίχως δεύτερη σκέψη την Αμάντα.
«Η
Μάντλεν
κάνει
ανάρμοστες
ερωτήσεις;»
απόρησε
η
Ελίζαμπεθ στην τελευταία τους συνάντηση, θορυβημένη.
«Ναι» είπε κοφτά η κυρία Μάντφορντ, τραβολογώντας ένα
χνούδι από το μανίκι της σαν αράχνη που επιτίθεται στο
θήραμά της. «Για παράδειγμα, χτες, την ώρα που καθόμασταν
σε κύκλο και συζητούσαμε για τη χελώνα που έχει ως
κατοικίδιο ο Ραλφ, η Μάντλεν διέκοψε για να ρωτήσει πώς θα
μπορούσε να γίνει μια από τους μαχητές της ελευθερίας στο
Νάσβιλ».4
Η Ελίζαμπεθ έμεινε σιωπηλή, προσπαθώντας να καταλάβει
ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα.
«Δεν έπρεπε να διακόψει» είπε τελικά. «Θα το κουβεντιάσω
μαζί της».
Η
κυρία
Μάντφορντ
πλατάγισε
τη
γλώσσα
της
αποδοκιμαστικά.
«Δεν με καταλάβατε, κυρία Ζοτ. Όλα τα παιδιά διακόπτουν,
αυτό μπορώ να το χειριστώ. Εκείνο που δεν μπορώ να χειριστώ
είναι ένα παιδί που θέλει να στρέψει τη συζήτηση στα πολιτικά
δικαιώματα.
Στο
νηπιαγωγείο
βρισκόμαστε,
όχι
σε
ενημερωτική πολιτική εκπομπή της τηλεόρασης. Επιπλέον, η
κόρη σας παραπονέθηκε πρόσφατα στη βιβλιοθηκάριό μας
επειδή δεν βρήκε βιβλία του Νόρμαν Μέιλερ στα ράφια μας.
Απ’ ό,τι πληροφορήθηκα, ζήτησε το Οι γυμνοί και οι νεκροί». Η
δασκάλα ύψωσε το ένα της φρύδι, με το βλέμμα της να
καρφώνεται στο Ε.Ζ. που ήταν προκλητικά κεντημένο με
καλλιγραφικά
γράμματα
πάνω
από
το
τσεπάκι
στην
εργαστηριακή ποδιά της Ελίζαμπεθ.
« Έμαθε πολύ νωρίς να διαβάζει» είπε εκείνη. «Μάλλον θα
ξέχασα να σας το αναφέρω».
Η δασκάλα σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της κι έγειρε
μπροστά απειλητικά.
«Ναι, αλλά Νόρμαν Μέιλερ;»
Πίσω στην κουζίνα, η Ελίζαμπεθ ξεδίπλωσε το σημείωμα που
της είχε δώσει η Χάριετ. Δύο λέξεις ούρλιαζαν με τον γραφικό
χαρακτήρα της Μάντφορντ:
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΟΦ.
Σέρβιρε ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά στην κόρη της.
«Πέρα από την παρουσίαση, πέρασες καλά;» Είχε σταματήσει
να ρωτάει τη Μάντλεν αν είχε μάθει κάτι στο σχολείο. Δεν είχε
νόημα.
«Δεν μ’ αρέσει το σχολείο».
«Γιατί;»
Το κοριτσάκι σήκωσε το βλέμμα από το πιάτο του και της
έριξε μια καχύποπτη ματιά.
«Σε κανέναν δεν αρέσει το σχολείο».
Από τη θέση του κάτω από το τραπέζι, ο Εξίμισι ξεφύσηξε.
Ορίστε λοιπόν: στο πλάσμα δεν άρεσε το σχολείο, κι εφόσον
εκείνος και το πλάσμα συμφωνούσαν σε όλα, τότε δεν άρεσε
ούτε σ’ εκείνον το σχολείο.
«Εσένα σου άρεσε το σχολείο, μαμά;» ρώτησε η Μάντλεν.
«Κοίτα» είπε η Ελίζαμπεθ «εμείς μετακομίζαμε συχνά, κι έτσι
κάποιες φορές δεν υπήρχε σχολείο για να πάω. Όμως πήγαινα
στη βιβλιοθήκη. Ωστόσο πάντοτε πίστευα πως το αληθινό
σχολείο είναι πολύ διασκεδαστικό».
«Όπως όταν πήγες στο πανεπιστήμιο;»
Η εικόνα του δόκτορα Μέγερς εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά
της.
«Όχι».
Η Μάντλεν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Είσαι καλά, μαμά;»
Δίχως να το καταλάβει, η Ελίζαμπεθ είχε κρύψει το πρόσωπό
της στα χέρια της.
«Είμαι απλώς κουρασμένη, κουνελάκι μου». Ένιωθε τις λέξεις
να γλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά της.
Η Μάντλεν άφησε το πιρούνι της και περιεργάστηκε την
πληγωμένη στάση της μητέρας της.
«Μήπως έγινε κάτι, μαμά; Στη δουλειά;»
Με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τα δάχτυλά της, η
Ελίζαμπεθ συλλογίστηκε την ερώτηση της κόρης της.
«Είμαστε φτωχοί;» συνέχισε η Μάντλεν, με τη νέα ερώτηση
να έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης.
Η Ελίζαμπεθ απομάκρυνε τα χέρια της από το πρόσωπο.
«Γιατί το λες αυτό, γλυκιά μου;»
«Ο Τόμι Ντίξον λέει ότι είμαστε φτωχοί».
«Ποιος είναι ο Τόμι Ντίξον;» ρώτησε απότομα η Ελίζαμπεθ.
« Ένα αγόρι στο σχολείο».
«Και τι άλλο λέει αυτός ο Τόμι Ντίξον;»
« Ήταν φτωχός ο μπαμπάς;»
Η Ελίζαμπεθ τρεμόπαιξε τα μάτια.
Η απάντηση στην ερώτηση της Μάντλεν βρισκόταν σε μια από
τις κούτες που είχε κλέψει μαζί με τη Φρασκ από το
Χέιστινγκς. Στον πάτο της κούτας με τον αριθμό τρία υπήρχε
ένα κλασέρ με τον τίτλο «Κωπηλασία». Όταν το πρωτοείδε, η
Ελίζαμπεθ
θεώρησε,
φυσικά,
ότι
θα
ήταν
γεμάτο
με
αποκόμματα εφημερίδων που θα κατέγραφαν τις λαμπρές νίκες
του Κάλβιν με τη λέμβο του Κέμπριτζ. Όμως όχι, ήταν γεμάτος
προτάσεις για δουλειά που είχαν κάνει στον Κάλβιν μετά την
αποφοίτησή του από το Κέμπριτζ.
Η Ελίζαμπεθ είχε διατρέξει τις προτάσεις με μια δόση ζήλιας:
έδρες σε κορυφαία πανεπιστήμια, διευθυντικές θέσεις σε
φαρμακευτικές, μεγάλα μερίδια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Συνέχισε ώσπου βρήκε την πρόταση του Χέι­στινγκς. Να τη
λοιπόν: η υπόσχεση για ένα προσωπικό εργαστήριο – παρότι
και όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι εργοδότες πρόσφεραν το ίδιο.
Το μόνο πράγμα που έκανε την πρόταση του Χέιστινγκς να
ξεχωρίζει από τις άλλες; Ένας μισθός τόσο χαμηλός, που
καταντούσε
προσβλητικός.
Το
βλέμμα
της
πήγε
στην
υπογραφή: Ντονάτι.
Καθώς επέστρεφε τις επιστολές στη θέση τους, αναρωτήθηκε
γιατί ο Κάλβιν να είχε δώσει στο συγκεκριμένο κλασέρ τον
τίτλο «Κωπηλασία», εφόσον δεν είχε καμία σχέση με το
άθλημα. Ώσπου πρόσεξε δύο βιαστικές σημειώ­σεις με μολύβι
στο επάνω μέρος κάθε προσφοράς: απόσταση από κάποιον
κωπηλατικό
όμιλο
και
ποσοστά
υετού
στην
περιοχή.
Ξανακοίταξε την πρόταση του Χέιστινγκς. Ναι, υπήρχε και σ’
αυτήν αντίστοιχη σημείωση. Αλλά και κάτι ακόμα: ένας
μεγάλος, παχύς κύκλος γύρω από τη διεύθυνση αποστολέα.
Κόμονς, Καλιφόρνια.
«Αφού ο μπαμπάς ήταν διάσημος, θα πρέπει να ήταν και
πλούσιος, σωστά;» επέμεινε η Μάντλεν, τυλίγοντας τα
σπαγγέτι γύρω από το πιρούνι της.
«Όχι, γλυκιά μου. Δεν είναι πλούσιοι όλοι οι διάσημοι».
«Γιατί; Έκαναν κανένα λάθος;»
Η Ελίζαμπεθ έφερε στον νου της τις προτάσεις εργασίας. Ο
Κάλβιν είχε δεχτεί εκείνη με τις μικρότερες απολαβές. Ποιος
άνθρωπος κάνει κάτι τέτοιο;
«Ο Τόμι Ντίξον λέει ότι είναι εύκολο να γίνει κανείς
πλούσιος. Βάφει κίτρινες τις πέτρες και λέει ότι είναι χρυσός».
«Ο Τόμι Ντίξον είναι αυτό που θα λέγαμε “λαμόγιο”»
παρατήρησε η Ελίζαμπεθ. «Κάποιος που κάνει κομπίνες για ν’
αποκτήσει παράνομα αυτό που θέλει». Όπως ο Ντονάτι, είπε
από μέσα της, σφίγγοντας τα δόντια.
Έφερε στον νου της έναν άλλον φάκελο που είχε βρει στις
κούτες του Κάλβιν, γεμάτο επιστολές από ανθρώπους ακριβώς
σαν τον Τόμι Ντίξον: παρανοϊκούς, επενδυτές που κυνηγούσαν
το γρήγορο χρήμα, αλλά και μια πληθώρα από δήθεν συγγενείς
που ζητούσαν απεγνωσμένα τη βοήθεια του Κάλβιν: μια
ετεροθαλής αδερφή, ένας ηλικιωμένος θείος, μια πονεμένη
μάνα, ένας μακρινός ξάδερφος.
Είχε διαβάσει στα πεταχτά τα γράμματα των υποτιθέμενων
συγγενών, ξαφνιασμένη με τις ομοιότητες που τα διέ­κριναν. Ο
καθένας απ’ αυτούς ισχυριζόταν την ύπαρξη βιολογικού
δεσμού, ο καθένας τους αναφερόταν σε κάποια ανάμνηση από
μια εποχή που θα ήταν αδύνατον για εκείνον να την
ανακαλέσει, ο καθένας τους κατέληγε να ζητάει χρήματα.
Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η πονεμένη μάνα. Παρότι
επικαλούνταν κι εκείνη βιολογικό δεσμό μαζί του, αντί να του
ζητάει χρήματα ήθελε να του δώσει. Για να βοηθήσω την έρευνά
σου, υποστήριζε. Η πονεμένη μάνα είχε γράψει στον Κάλβιν
τουλάχιστον πέντε φορές, ικετεύοντάς τον να της απαντήσει.
Η Ελίζαμπεθ έβρισκε την επιμονή της κάπως άσπλαχνη.
Ακόμα κι ο ηλικιωμένος θείος στις δύο φορές τα είχε
παρατήσει. Μου είχαν πει ότι πέθανες, του έγραφε ξανά και ξανά η
πονεμένη μάνα. Σοβαρά; Τότε, γιατί κι εκείνη, όπως και όλοι
οι άλλοι, του είχε γράψει μόνο αφού ο Κάλβιν έγινε διάσημος; Η
Ελίζαμπεθ υπέθετε πως το πονηρό σχέδιό της ήταν να τον
προσεγγίσει και μετά να του κλέψει την έρευνα. Και γιατί
υπέθετε κάτι τέτοιο; Μα επειδή το ίδιο είχε μόλις συμβεί και
στην ίδια.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε η Μάντλεν, σπρώχνοντας ένα μανιτάρι
στην άκρη του πιάτου της. «Αν είναι κανείς έξυπνος και
δουλεύει σκληρά, τότε δεν βγάζει και πιο πολλά λεφτά;»
«Όχι πάντα. Ωστόσο είμαι βέβαιη ότι ο πατέρας σου θα
μπορούσε
να
βγάλει
περισσότερα
χρήματα»
εξήγησε
η
Ελίζαμπεθ. «Απλώς έκανε μια διαφορετική επιλογή. Τα λεφτά
δεν είναι το παν».
Η Μάντλεν την κοίταξε προβληματισμένη.
Εκείνο που δεν είπε η Ελίζαμπεθ στη Μάντλεν ήταν πως ήξερε
πολύ καλά γιατί ο Κάλβιν είχε σπεύσει να δεχτεί τη γελοία
πρόταση
του
Ντονάτι.
Όμως
οι
λόγοι
του
ήταν
τόσο
κοντόφθαλμοι, τόσο κουτοί, που δίσταζε να τους αποκαλύψει.
Ήθελε η κόρη της να θεωρεί τον πατέρα της έναν λογικό
άνθρωπο που έπαιρνε σωστές και έξυπνες αποφάσεις. Και αυτό
αποδείκνυε το ακριβώς αντίθετο.
Την απάντηση την εντόπισε σε έναν φάκελο που απέξω
έγραφε «Γουέικλι» και περιείχε μια σειρά επιστολών ανάμεσα
στον Κάλβιν και σ’ έναν επίδοξο θεολόγο. Οι δύο άντρες ήταν
φίλοι διά αλληλογραφίας. Ήταν προφανές πως δεν είχαν βρεθεί
ποτέ από κοντά. Όμως οι γραπτές τους ανταλλαγές απόψεων
ήταν συναρπαστικές και πολυάριθμες – ευτυχώς για εκείνη, ο
φάκελος
περιείχε
και
τα
αντίγραφα
με
καρμπόν
των
απαντήσεων του Κάλβιν. Ήξερε πολύ καλά πως ο Κάλβιν
κρατούσε αντίγραφα από τα πάντα.
Ο Γουέικλι, που φοιτούσε στη Θεολογική Σχολή του Χάρβαρντ
την ίδια περίοδο που ο Κάλβιν πήγαινε στο Κέμπριτζ, έδειχνε
να παλεύει με την πίστη του λόγω της επιστήμης γενικότερα
και της έρευνας του Κάλβιν ειδικότερα. Σύμφωνα με τις
επιστολές του, είχε παρακολουθήσει ένα ανοιχτό πάνελ
συζήτησης όπου ο Κάλβιν είχε κάνει μια σύντομη παρουσίαση,
η οποία στάθηκε η αιτία που είχε αποφασίσει να του γράψει.
«Αγαπητέ κύριε Έβανς, αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί σας
μετά
τη
σύντομη
παρουσίασή
σας
στο
ανοιχτό
πάνελ
συζήτησης στη Βοστόνη την περασμένη εβδομάδα. Θα ήθελα
να σας μιλήσω για την πρόσφατη δημοσίευσή σας με τίτλο Ο
αυτόματος σχηματισμός σύνθετων οργανικών μορίων» του έγραφε ο
Γουέικλι στο πρώτο του γράμμα. «Κυρίως θα ήθελα να σας
ρωτήσω το εξής: δεν θεωρείτε πιθανό να πιστεύει κανείς στον
Θεό και στην επιστήμη ταυτόχρονα;»
«Φυσικά» του είχε απαντήσει ο Κάλβιν. «Είναι αυτό που
ονομάζουμε “πνευματική ανεντιμότητα”».
Παρότι συνήθως ο αυθορμητισμός του Κάλβιν ενοχλούσε τον
κόσμο, δεν φάνηκε να πειράζει τον νεαρό Γουέικλι, που του
απάντησε αμέσως.
«Μα σίγουρα θα συμφωνείτε ότι το ίδιο το πεδίο της χημείας
δεν θα μπορούσε να υπάρχει αν δεν το δημιουργούσε και μέχρι
να το δημιουργήσει ένας χημικός. Ένας ειδήμων χημικός»
υποστήριζε ο Γουέικλι στο επόμενο γράμμα του. «Κατά τον ίδιο
τρόπο
που
ένας
πίνακας
δεν
υπάρχει
μέχρι
να
τον
δημιουργήσει ο καλλιτέχνης».
«Εγώ
ασχολούμαι
με
τεκμηριωμένες
αλήθειες,
όχι
με
εικασίες» απάντησε εξίσου γρήγορα ο Κάλβιν. «Άρα όχι, η
θεωρία σας με τον ειδήμονα χημικό είναι μια μπούρδα.
Παρεμπιπτόντως,
πρόσεξα
ότι
είστε
στο
Χάρβαρντ.
Κωπηλατείτε; Εγώ κωπηλατώ με την ομάδα του Κέμπριτζ. Με
υποτροφία».
«Όχι, δεν κωπηλατώ» του έγραψε ο Γουέικλι. «Αν και
λατρεύω τη θάλασσα. Είμαι σέρφερ. Μεγάλωσα στο Κόμονς της
Καλιφόρνιας. Έχετε πάει ποτέ στην Καλιφόρνια; Αν όχι, πρέπει
να πάτε. Το Κόμονς είναι πανέμορφο. Έχει τον καλύτερο καιρό
στον κόσμο. Κάνουν κι εκεί κωπηλασία, ξέρετε».
Η Ελίζαμπεθ έμεινε άναυδη. Θυμήθηκε με πόση θέρμη είχε
κυκλώσει ο Κάλβιν τη διεύθυνση του αποστολέα στην πρόταση
του Χέιστινγκς. Κόμονς, Καλιφόρνια. Άρα ο Κάλβιν είχε αποδεχτεί
την προσβλητική πρόταση του Ντονάτι όχι για να προωθήσει
την καριέρα του, αλλά για να μπορεί να κωπηλατεί με την
άνεσή του; Εξαιτίας ενός συνοπτικού δελτίου καιρού από έναν
θρήσκο σέρφερ; Έχει τον καλύτερο καιρό στον κόσμο. Μα
σοβαρολογούσε;
Η
Ελίζαμπεθ
προχώρησε
στην
επόμενη
επιστολή.
«Θέλατε ανέκαθεν να γίνετε ιερέας;» ρωτούσε ο Κάλβιν.
«Προέρχομαι από οικογένεια ιερέων» απαντούσε ο Γουέι­κλι.
«Το έχω στο αίμα μου».
«Δεν
λειτουργεί
έτσι»
τον
διόρθωσε
ο
Κάλβιν.
«Παρεμπιπτόντως, ήθελα να σας ρωτήσω: γιατί νομίζετε ότι
τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν σε κείμενα που γράφτηκαν
χιλιάδες
χρόνια
πριν;
Και
γιατί
όσο
πιο
μεταφυσική,
αναπόδεικτη, απίθανη και αρχαία είναι η πηγή αυτών των
κειμένων τόσο περισσότερο τα πιστεύουν;»
«Οι άνθρωποι χρειάζονται καθησύχαση» απάντησε ο Γουέικλι.
«Θέλουν να ξέρουν ότι υπήρξαν άτομα που επιβίωσαν σε
δύσκολους καιρούς. Και, σε αντίθεση με άλλα είδη, που
μαθαίνουν
καλύτερα
από
τα
λάθη
τους,
οι
άνθρωποι
χρειάζονται συνεχείς απειλές και υπενθυμίσεις για να είναι
καλοί. “Δεν μαθαίνει ο άνθρωπος”, έτσι δεν συνηθίζουμε να
λέμε; Επειδή πράγματι δεν μαθαίνει. Όμως τα θρησκευτικά
κείμενα φροντίζουν ώστε να παραμένει στον σωστό δρόμο».
«Μα
στην
επιστήμη
βρίσκεις
μεγαλύτερη
παρηγοριά»
αποκρίθηκε ο Κάλβιν. «Σε πράγματα που μπορούμε να τα
αποδείξουμε, άρα και να προσπαθήσουμε να τα βελτιώσουμε.
Απλώς δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να βρίσκει έστω και
ελάχιστα πιστευτό κάτι που γράφτηκε αιώνες πριν από
μερικούς μεθυσμένους. Και δεν προσπαθώ να ηθικολογήσω
εδώ πέρα, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονταν να πίνουν αλκοόλ,
το νερό ήταν κακής ποιότητας. Ωστόσο αναρωτιέμαι πώς οι
εξωφρενικές ιστορίες τους –για φλεγόμενες βάτους, για μάννα
εξ ουρανού– μπορούν να είναι αποδεκτές, ιδίως σε σύγκριση
με τα τεκμήρια της επιστήμης. Ούτε ένας άνθρωπος στον
κόσμο δεν θα προτιμούσε τις αφαιμάξεις του Ρασπούτιν από
τις πρωτοποριακές θεραπείες του αντικαρκινικού κέντρου
Σλόαν-Κέτερινγκ. Εντούτοις, είναι πάρα πολλοί εκείνοι που
επιμένουν να πιστεύουν αυτές τις ιστορίες, και μάλιστα έχουν
το θράσος να απαιτούν να τις πιστέψουν κι άλλοι».
« Έχει μια λογική αυτό που λες, Έβανς» απάντησε ο Γουέι­κλι.
«Όμως οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να πιστέψουν σε κάτι
μεγαλύτερο, ανώτερο».
«Γιατί;» επέμεινε ο Κάλβιν. «Πού είναι το κακό στο να
πιστεύουμε στον ίδιο μας τον εαυτό; Άλλωστε, αν πρέπει
οπωσδήποτε να καταφεύγουμε σε ιστορίες, γιατί να μην
αρκεστούμε σε μύθους ή παραμύθια; Δεν είναι ένα εξίσου
κατάλληλο ηθικοπλαστικό μέσο; Ή ίσως και καλύτερο ακόμα;
Διότι κανείς δεν χρειάζεται να προσποιηθεί ότι πιστεύει πως οι
μύθοι και τα παραμύθια είναι αληθινά».
Παρότι δεν το παραδέχτηκε ανοιχτά, ο Γουέικλι έπιασε τον
εαυτό του να συμφωνεί. Κανείς δεν θα χρειαζόταν να
προσευχηθεί στη Χιονάτη ή να φοβάται την οργή του
Ρουμπελστίλτσκιν για να κατανοήσει το μήνυμα. Οι ιστορίες
ήταν σύντομες, τις θυμόσουν εύκολα και κάλυπταν όλα τα
βασικά σημεία της αγάπης, της αλαζονείας, της ανοησίας και
της συγχώρεσης. Οι κανόνες τους ήταν απλοί: Μην είσαι
κωθώνι. Μην πληγώνεις άλλους ανθρώπους ή ζώα. Να
μοιράζεσαι ό,τι έχεις με τους λιγότερο τυχερούς. Με άλλα
λόγια, να είσαι καλός. Έτσι, ο Γουέικλι αποφάσισε ν’ αλλάξει
θέμα.
«Εντάξει,
Έβανς»
του
έγραψε,
αναφερόμενος
σ’
ένα
προγενέστερο γράμμα. «Θα δεχτώ την απόλυτα κυριολεκτική
επισήμανσή σου για την ιεροσύνη που, πρακτικά, δεν μπορεί
να κυλάει στο αίμα μου και θα σου πω μόνο ότι όλοι οι Γουέικλι
γίνονται ιερείς, όπως ακριβώς οι γιοι των τσαγκάρηδων
γίνονται τσαγκάρηδες. Το ομολογώ: ανέκαθεν με προσέλκυε η
βιολογία, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό από
την οικογένειά μου. Ίσως προσπαθώ απλώς να ικανοποιήσω τον
πατέρα μου. Όλοι αυτό δεν κάνουμε τελικά; Κι εσύ; Ο δικός
σου πατέρας τι ήταν; Επιστήμονας; Μήπως προσπαθείς κι εσύ
να τον ικανοποιή­σεις; Αν ναι, θα έλεγα ότι το πέτυχες».
«ΕΓΩ ΜΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ» δακτυλογράφησε ο Κάλβιν
με
κεφαλαία
γράμματα
στην
τελευταία
τους,
όπως
αποδείχτηκε, επικοινωνία. «ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ».
Μισώ τον πατέρα μου. Ελπίζω να είναι νεκρός. Η Ελίζαμπεθ
ξαναδιάβασε τα λόγια αυτά σαστισμένη. Μα ο πατέρας του
Κάλβιν ήταν νεκρός. Τον είχε χτυπήσει τρένο πάνω από είκοσι
χρόνια πριν. Γιατί να γράψει κάτι τέτοιο; Και γιατί είχαν πάψει
να αλληλογραφούν ο Κάλβιν και ο Γουέικλι; Το τελευταίο
γράμμα είχε ημερομηνία πριν από δέκα χρόνια περίπου.
«Μαμά» είπε η Μάντλεν. «Μαμά; Μ’ ακούς; Είμαστε φτωχοί;»
«Γλυκιά μου» είπε η Ελίζαμπεθ, καταβάλλοντας τεράστια
προσπάθεια να μην πάθει νευρικό κλονισμό – μα πώς μπόρεσε και
παραιτήθηκε από τη δουλειά της; «Πέρασα μια δύσκολη μέρα»
συνέχισε. «Σε παρακαλώ, φάε το φαγητό σου».
«Μα, μαμά…»
Τις διέκοψε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η Μάντλεν
πήδηξε από την καρέκλα της.
«Μην απαντήσεις, Μάντλεν».
«Μπορεί να είναι σημαντικό».
«Τρώμε τώρα».
«Ναι;» είπε το κοριτσάκι στο τηλέφωνο. «Εδώ Μάντλεν Ζοτ».
«Γλυκιά μου, δεν δίνουμε προσωπικές πληροφορίες από το
τηλέφωνο» της επισήμανε η Ελίζαμπεθ, παίρνοντάς της το
ακουστικό. «Λέγετε» είπε στο τηλέφωνο. «Ποιος
είναι,
παρακαλώ;»
«Η κυρία Ζοτ;» άκουσε μια φωνή να λέει. «Η κυρία
Ελίζαμπεθ
Ζοτ;
Είμαι
ο
Ουόλτερ
Πάιν,
κυρία
Ζοτ.
Συναντηθήκαμε νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα».
Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε.
«Α, ναι, κύριε Πάιν».
«Προσπαθούσα να σας βρω όλη μέρα. Ίσως η οικονόμος σας
να ξέχασε να σας μεταφέρει τα μηνύματά μου».
«Δεν είναι οικονόμος μου και δεν ξέχασε να μου δώσει τα
μηνύματά σας».
«Α» έκανε ντροπιασμένος. «Μάλιστα. Με συγχωρείτε. Ελπίζω
να μη σας ενοχλώ. Έχετε λίγο χρόνο; Σας διακόπτω από κάτι
μήπως;»
«Ναι».
«Θα είμαι σύντομος, τότε» υποσχέθηκε, μη θέλοντας να την
αφήσει να του ξεφύγει. «Και, φυσικά, κυρία Ζοτ, τακτοποίησα
το θέμα του κολατσιού. Όλα θα είναι εντάξει αποδώ και στο
εξής. Η Αμάντα θα τρώει μόνο το δικό της φαγητό, και σας
ζητώ για άλλη μια φορά συγγνώμη. Όμως σας τηλεφωνώ για
έναν άλλον λόγο, επαγγελματικής φύσεως».
Της
θύμισε
ότι
ήταν
παραγωγός,
υπεύθυνος
για
το
απογευματινό τηλεοπτικό πρόγραμμα ενός τοπικού σταθμού.
«Δουλεύω για το κανάλι KCTV» είπε με καμάρι, κι ας μην
καμάρωνε ιδιαίτερα. «Και σκεφτόμουν να κάνω μερικές
αλλαγές… Να προσθέσω μια εκπομπή μαγειρικής. Να γίνει
λίγο πιο πικάντικο το πράγμα, ας πούμε» προσπάθησε να κάνει
λίγο χιούμορ, που συνήθως δεν έκανε, όμως τώρα κατέφευγε
σ’ αυτό επειδή η Ελίζαμπεθ Ζοτ του προκαλούσε νευρικότητα.
Καθώς περίμενε ν’ ακούσει ένα ευγενικό έστω γελάκι από την
άλλη άκρη της γραμμής και αυτό δεν ήρθε ποτέ, η νευρικότητά
του μεγάλωσε. «Ως ψημένος τηλεοπτικός παραγωγός, θεωρώ
πως οι συνθήκες είναι ώριμες για μια τέτοια εκπομπή».
Και πάλι καμία αντίδραση.
« Έχω κάνει λίγη έρευνα» συνέχισε «και, με βάση κάποιες
πολύ ενδιαφέρουσες τάσεις, σε συνδυασμό με την προσωπική
μου εμπειρία στον επιτυχημένο απογευματινό τηλεοπτικό
προγραμματισμό, πιστεύω πως η μαγειρική σίγουρα θα
αναδειχτεί στο δυνατό χαρτί της απογευματινής ζώνης».
Η Ελίζαμπεθ συνέχιζε να μην αντιδρά, αλλά ακόμα κι αν το
έκανε δεν θα είχε σημασία, γιατί τίποτε απ’ όσα έλεγε δεν ήταν
αλήθεια.
Η αλήθεια ήταν πως ο Ουόλτερ Πάιν δεν είχε διεξαγάγει
καμία έρευνα, ούτε γνώριζε τίποτα για τάσεις. Στην ουσία, είχε
ελάχιστες γνώσεις γύρω από το τι κάνει ένα απογευματινό
τηλεοπτικό πρόγραμμα πετυχημένο. Κι η απόδειξη ήταν πως το
κανάλι του συνήθως βρισκόταν κοντά στον πάτο, σύμφωνα με
τις μετρήσεις. Η πραγματικότητα είχε ως εξής: ο Ουόλτερ είχε
ένα κενό το οποίο έπρεπε πάση θυσία να γεμίσει στο
πρόγραμμά του, και οι διαφημιστές τον πίεζαν να το καλύψει
το συντομότερο δυνατόν. Μέχρι πρότινος το κενό αυτό γέμιζε
μια παιδική εκπομπή με κλόουν, όμως αφενός δεν ήταν πολύ
καλή, αφετέρου ο πρωταγωνιστής της είχε σκοτωθεί σ’ έναν
καβγά
σε
κάποιο
μπαρ,
κι
έτσι
η
εκπομπή
πέθανε
κυριολεκτικά.
Τις τρεις τελευταίες εβδομάδες πάσχιζε εναγωνίως να βρει
κάτι άλλο. Περνούσε οκτώ ώρες την ημέρα παρακολουθώντας
υλικό
από
επίδοξους
συμβουλάτορες,
τηλεοπτικούς
κωμικούς,
αστέρες:
μουσικούς,
μάγους,
επιστήμονες,
δασκάλους καλών τρόπων, μαριονετίστες. Έχοντας αναγκαστεί
να τα δει όλα αυτά, ο Ουόλτερ δεν μπορούσε να πιστέψει τι
βλακείες έκαναν οι άνθρωποι, ούτε πού έβρισκαν το θράσος να
κινηματογραφούν τις βλακείες τους και να τις ταχυδρομούν σ’
εκείνον. Μα δεν ντρέπονταν καθόλου; Ωστόσο έπρεπε κάτι να
βρει, και γρήγορα. Κινδύνευε η καριέρα του. Το αφεντικό του
του το είχε ξεκαθαρίσει.
Σαν να μην έφταναν οι επαγγελματικές δυσκολίες του, είχε
κληθεί τέσσερις φορές αυτόν τον μήνα σε συνάντηση με την
κυρία Μάντφορντ, τη δασκάλα της Αμάντα στο νηπιαγωγείο,
που πρόσφατα είχε απειλήσει να τον καταγγείλει απλώς επειδή,
μέσα στη θολούρα της εξάντλησης και της κατάθλιψής του, είχε
κατά λάθος βάλει το φλασκί με το τζιν του στη θέση του
παγουριού με το γάλα της Αμάντα. Επίσης, είχε βάλει στο
φαγητοδοχείο της ένα συρραπτικό αντί για σάντουιτς, ένα
σενάριο αντί για χαρτοπετσέτες και κάτι τρουφάκια με
σαμπάνια εκείνη τη φορά που είχαν ξεμείνει από ψωμί.
«Κύριε Πάιν» είπε η Ελίζαμπεθ, διακόπτοντας τις σκέψεις του.
«Πέρασα μια δύσκολη μέρα. Θέλετε να καταλήξετε κάπου;»
«Θέλω
να
φτιάξω
μια
εκπομπή
μαγειρικής
για
το
απογευματινό τηλεοπτικό πρόγραμμα» έσπευσε εκείνος να πει.
«Και θέλω εσάς για παρουσιάστρια. Είναι προφανές ότι ξέρετε
να μαγειρεύετε, κυρία Ζοτ, αλλά πιστεύω επίσης ότι θα έχετε
και απήχηση». Και αυτό δεν το είπε επειδή ήταν ελκυστική.
Πολλοί άνθρωποι τα βγάζουν πέρα βασισμένοι στην εμφάνισή
τους, όμως κάτι μέσα του του έλεγε ότι η Ελίζαμπεθ δεν ήταν
απ’ αυτούς. «Θα είναι μια διασκεδαστική εκπομπή, καθαρά
γυναικεία υπόθεση. Θα απευθύνεστε σε ανθρώπους του είδους
σας». Κι επειδή εκείνη δεν μιλούσε, έσπευσε να προσθέσει:
«Σε νοικοκυρές».
Στην άλλη άκρη της γραμμής η Ελίζαμπεθ μόρφασε,
μισοκλείνοντας τα μάτια της.
«Ορίστε;»
Ο τόνος της φωνής της τα έλεγε όλα. Ο Ουόλτερ θα έπρεπε
να το είχε καταλάβει και να είχε κλείσει το τηλέφωνο επιτόπου.
Όμως δεν το έκανε επειδή ήταν απεγνωσμένος, και οι
απεγνωσμένοι άνθρωποι τείνουν να παραβλέπουν ακόμα και τα
πιο προφανή σημάδια. Πίστευε ακράδαντα ότι η θέση της
Ελίζαμπεθ Ζοτ ήταν μπροστά στις κάμερες, και, επιπλέον,
ήταν ακριβώς το είδος της γυναίκας που θα ξετρέλαινε το
αφεντικό του.
«Μη σας αγχώνει η σκέψη του κοινού» της είπε. «Δεν υπάρχει
κανένας λόγος. Χρησιμοποιούμε κάρτες υπόμνησης. Εσείς το
μόνο που έχετε να κάνετε είναι να τις διαβάζετε και να είστε ο
εαυτός σας». Περίμενε μια απάντηση, κι όταν δεν ήρθε,
συνέχισε: « Έχετε επιβλητική παρουσία, κυρία Ζοτ. Είστε
ακριβώς το είδος του ανθρώπου που ο κόσμος θέλει να βλέπει
στην τηλεόραση. Είστε σαν…». Προσπάθησε σκληρά να βρει
κάποια σαν εκείνη για να της φέρει ως παράδειγμα, μα δεν τα
κατάφερε.
«Είμαι επιστήμονας» του πέταξε η Ελίζαμπεθ.
«Μάλιστα!»
«Ισχυρίζεστε
λοιπόν
πως
το
κοινό
θέλει
να
βλέπει
περισσότερους επιστήμονες;»
«Μα ναι» είπε εκείνος. «Ποιος δεν θα το ήθελε;» πρόσθεσε,
αν και ο ίδιος δεν το ήθελε, κι ήταν απόλυτα σίγουρος ότι και
κανείς άλλος δεν το ήθελε. «Αν και μιλάμε, βέβαια, για μια
εκπομπή μαγειρικής, όπως καταλαβαίνετε».
«Η μαγειρική είναι επιστήμη, κύριε Πάιν. Είναι αλληλένδετα
πράγματα».
«Απίστευτο! Αυτό ακριβώς θα έλεγα κι εγώ».
Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας της, η Ελίζαμπεθ έφερε
στο μυαλό της τους απλήρωτους λογαριασμούς της.
«Πόσο πληρώνεται κανείς για μια τέτοια δουλειά;» ρώτησε.
Ο Πάιν ανέφερε ένα ποσό κι από την άλλη άκρη της γραμμής
ακούστηκε ένα υπόκωφο ξεφύσημα. Άραγε είχε προσβληθεί ή
εντυπωσιαστεί;
«Το θέμα είναι» είπε ο Πάιν με ύφος αμυντικό «ότι θα
πάρουμε ένα ρίσκο. Δεν έχετε εμφανιστεί ποτέ πριν στην
τηλεόραση, έτσι δεν είναι;». Και συνέχισε συνοψίζοντάς της
τους όρους του αρχικού συμβολαίου για τα πιλοτικά επεισόδια
μιας εκπομπής, τονίζοντας ότι έχει εξάμηνη διάρκεια. Αν τα
πράγματα δεν πήγαιναν καλά, τέλος. Αυτό ήταν.
«Και πότε λέτε να ξεκινήσει;»
«Αμέσως. Θέλουμε η εκπομπή μαγειρικής να βγει στον αέρα
το συντομότερο. Μέσα στον μήνα».
«Η εκπομπή επιστημονικής μαγειρικής, εννοείτε».
«Το είπατε και μόνη σας, είναι πράγματα αλληλένδετα»
επισήμανε ο Ουόλτερ, ωστόσο τρύπωσε μέσα του ένα μικρό
ίχνος
αμφιβολίας
σχετικά
με
τη
βιωσιμότητά
της
ως
παρουσιάστριας. Δεν μπορεί να μην καταλάβαινε ότι μια
εκπομπή μαγειρικής δεν ήταν όντως επιστήμη, σωστά; «Θα
την ονομάσουμε Δείπνο στις έξι» πρόσθεσε, δίνοντας έμφαση
στη λέξη «δείπνο».
Στην άλλη άκρη της γραμμής η Ελίζαμπεθ κοιτούσε το κενό.
Απεχθανόταν την ιδέα να φτιάχνει φαγητό για νοικοκυρές στην
τηλεόραση, όμως τι άλλη επιλογή είχε; Γύρισε και κοίταξε τον
Εξίμισι και τη Μάντλεν. Ήταν ξαπλωμένοι και οι δύο στο
πάτωμα. Η Μάντλεν του έλεγε για τον Τόμι Ντίξον. Ο Εξίμισι
έδειχνε τα δόντια του.
«Κυρία Ζοτ;» είπε διστακτικά ο Ουόλτερ, σπάζοντας τη
σιωπή. «Εμπρός; Κυρία Ζοτ, με ακούτε;»
4 O λόγος για τους ακτιβιστές υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, που κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960 οργάνωσαν πλήθος ειρηνικών διαδηλώσεων
ενάντια στον ρατσισμό και στην πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού σε
εστιατόρια και μέσα μαζικής μεταφοράς. (Σ.τ.Μ.)
24
Ζώνη Μεσημεριανής Κατάπτωσης
«Δ εν φοριούνται όλα αυτά!» διαμαρτυρήθηκε η Ελίζαμπεθ
στον Ουόλτερ Πάιν βγαίνοντας από το βεστιάριο του KCTV. «Τα
φορέματα είναι όλα εντελώς κολλητά. Όταν ο ράφτης σας μου
πήρε τα μέτρα την περασμένη εβδομάδα, νόμιζα πως είχε
κάνει σωστή δουλειά, αλλά μάλλον έπεσα έξω. Είναι μεγάλος
σε ηλικία, μπορεί να χρειάζεται γυαλιά».
Ο Ουόλτερ, με τα χέρια στις τσέπες σε μια προσπάθεια να
φανεί χαλαρός, της εξήγησε:
«Η αλήθεια είναι ότι τα φορέματα πρέπει να αγκαλιάζουν το
σώμα. Η κάμερα προσθέτει γύρω στα τέσσερα με πέντε κιλά,
κι έτσι προτιμάμε τα στενά ρούχα για να εξισορροπούμε την
κατάσταση. Το στενό λεπταίνει. Δεν θα το πιστέψετε πόσο
γρήγορα θα τα συνηθίσετε».
«Ούτε ν’ αναπνεύσω δεν θα μπορώ».
«Θα είναι μόνο για τριάντα λεπτά κάθε φορά. Μετά θα
αναπνέετε όσο θέλετε».
«Με κάθε εισπνοή το σώμα μας ξεκινάει τη διαδικασία
καθαρισμού του αίματος, ενώ με κάθε εκπνοή οι πνεύμονές
μας αποβάλλουν την περίσσεια άνθρακα και υδρογόνου.
Συμπιέζοντας οποιοδήποτε τμήμα των πνευμόνων, θέτουμε σε
κίνδυνο αυτή τη διαδικασία. Σχηματίζονται θρόμβοι. Η
κυκλοφορία μειώνεται».
«Όμως σίγουρα δεν θα θέλετε να φαίνεστε χοντρή!» είπε ο
Ουόλτερ, δοκιμάζοντας μιαν άλλη προσέγγιση.
«Ορίστε;»
«Στην κάμερα –και σας παρακαλώ να μην το πάρετε στραβά–
θα φαίνεστε σαν μοσχαράκι».
Η Ελίζαμπεθ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Ουόλτερ, επιτρέψτε μου να σας ξεκαθαρίσω κάτι: δεν
πρόκειται να φορέσω αυτά τα ρούχα» δήλωσε.
Ο Ουόλτερ έσφιξε τα δόντια. Πώς θα κατάφερνε να κάνει το
όλο πράγμα να λειτουργήσει; Καθώς πάλευε να βρει έναν
τρόπο να τη λογικέψει, η ορχήστρα του τηλεοπτικού σταθμού
λίγο πιο πέρα άρχισε να προβάρει το τελευταίο της τραγουδάκι.
Ήταν το μουσικό σήμα της εκπομπής Δείπνο στις έξι, ένας
πιασάρικος
σκοπός
που
ο
ίδιος
είχε
αναθέσει
να
του
συνθέσουν. Κάτι σαν μείξη μοντέρνου τσατσά με συναγερμό
πυροσβεστικής, ήταν ένα ξεσηκωτικό ρυθμικό επίτευγμα για
το οποίο μόλις την προηγούμενη μέρα το αφεντικό του είχε
σχολιάσει με ενθουσιασμό ότι θύμιζε ντοπαρισμένο Λόρενς
Γουέλκ.5
«Τι στο καλό είναι αυτό;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ τρίζοντας τα
δόντια.
Ο Φιλ Λέμπενσμαλ, το αφεντικό του Ουόλτερ και γενικός
διευθυντής του KCTV, ήταν απολύτως ξεκάθαρος όταν ενέκρινε
την ιδέα για την εκπομπή μαγειρικής.
«Ξέρεις τι να κάνεις» είπε στον Ουόλτερ αφού συνάντησε την
Ελίζαμπεθ Ζοτ. «Ξασμένο μαλλί, στενό φόρεμα, οικογενειακό
σκηνικό. Η σέξι σύζυγος και τρυφερή μητέρα που κάθε άντρας
θα ήθελε να έχει. Κάν’ το πραγματικότητα».
Ο Ουόλτερ έμεινε να κοιτάζει τον Φιλ πίσω από το γελοιωδώς
τεράστιο γραφείο του. Δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Ήταν
νέος, πετυχημένος και σίγουρα καλύτερος σε όλα από τον ίδιο,
αλλά ήταν και άξεστος. Και στον Ουόλτερ δεν άρεσαν οι
άξεστοι άνθρωποι. Τον έκαναν να νιώθει πουριτανός και
αμήχανος, λες και ήταν ο τελευταίος των Ευγενών Ανθρώπων,
μιας εξαφανισμένης πλέον φυλής που φημιζόταν για την
ευπρέπεια και τους καλούς της τρόπους. Πέρασε το χέρι του
μέσα από τα γκριζαρισμένα μαλλιά τού πενηντατριάχρονου
κεφαλιού του.
«Άκου και κάτι ασυνήθιστο, Φιλ: το ξέρεις ότι η κυρία Ζοτ
όντως ξέρει να μαγειρεύει; Εννοώ, να μαγειρεύει καλά. Είναι
χημικός. Δουλεύει σε εργαστήριο με δοκιμαστικούς σωλήνες
και τα σχετικά. Έχει κανονικό πτυχίο στη χημεία – ποιος να το
φανταζόταν! Σκεφτόμουν ότι καλό θα ήταν να τονίσουμε τα
προσόντα της. Για να μπορέσουν οι νοικοκυρές να ταυτιστούν
μαζί της».
«Τι;» έκανε έκπληκτος ο Φιλ. «Όχι, Ουόλτερ, κανείς δεν
μπορεί να ταυτιστεί με τη Ζοτ, κι αυτό είναι καλό. Οι άνθρωποι
δεν θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση,
θέλουν να βλέπουν άτομα στα οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να
μοιάσουν. Όμορφα, σέξι πλάσματα. Ξέρεις πώς πάει το
πράγμα». Κοίταξε τον Ουόλτερ ανήσυχος.
«Φυσικά, φυσικά» έσπευσε να συμφωνήσει εκείνος. «Απλώς
σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να ταράξουμε λιγάκι τα νερά.
Να δώσουμε στην εκπομπή έναν πιο επαγγελματικό αέρα».
«Επαγγελματικό αέρα; Μιλάμε για την απογευματινή ζώνη.
Είχαμε εκπομπή με κλόουν την ίδια ώρα».
«Ναι, κι αυτό ακριβώς είναι το απροσδόκητο. Αντί για
κλόουν, θα κάνουμε κάτι ουσιώδες. Η κυρία Ζοτ θα διδάξει
στις νοικοκυρές πώς να φτιάχνουν θρεπτικά γεύματα».
«Ουσιώδες;» γάβγισε ο Φιλ. «Τι είσαι, κάνας φανατικός
θρησκόληπτος; Όσο για τα θρεπτικά γεύματα, όχι! Θα πατώσει
η εκπομπή πριν καν αρχίσει. Άκου, Ουόλτερ, τα πράγματα
είναι απλά: στενό φόρεμα, κινήσεις όλο υπονοού­μενα – όπως,
για παράδειγμα, όταν θα φοράει τα προστατευτικά γάντια…» Κι
έκανε επίδειξη με κινήσεις σαν να φορούσε ένα ζευγάρι σατέν
γάντια. «Και στο τέλος κάθε εκπομπής θα φτιάχνει κι ένα
κοκτέιλ».
«Κοκτέιλ;»
«Δεν είναι τέλεια ιδέα; Μόλις τώρα μου ’ρθε».
«Δεν νομίζω ότι η κυρία Ζοτ θα συμφωνήσει…»
«Α, παρεμπιπτόντως, τι ήταν αυτό που είπε την περασμένη
εβδομάδα, ότι αδυνατεί να στερεοποιήσει το ήλιον στο απόλυτο
μηδέν; Πλάκα έκανε;»
«Ναι» είπε ο Ουόλτερ. «Σίγουρα θα…»
«Πάντως, δεν ήταν αστείο».
Δίκιο είχε ο Φιλ, δεν ήταν αστείο, και, δυστυχώς, ούτε η
Ελίζαμπεθ το είχε πει για αστείο. Το είχε αναφέρει ως ένα από
τα πράγματα για τα οποία θα μιλούσε στην εκπομπή της. Κι
αυτό ήταν πρόβλημα, γιατί, όσες φορές κι αν της εξήγησε ο
Ουόλτερ το σκεπτικό του σόου, εκείνη μάλλον δεν το
καταλάβαινε. «Θα απευθύνεστε σε συνηθισμένες νοικοκυρές»
της είπε. «Σε απλές γυναίκες».
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε με ένα βλέμμα που τον τρόμαξε.
«Δεν υπάρχει τίποτα το απλό σε μια απλή νοικοκυρά» τον
διόρθωσε.
«Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ όταν τέλειωσε επιτέλους το
τραγούδι «ακούτε τι σας λέω; Νομίζω πως μπορώ να λύσω το
πρόβλημα της γκαρνταρόμπας με δύο λέξεις: εργαστηριακή
ποδιά».
«Όχι».
«Μα θα δώσει στην εκπομπή μια πιο επαγγελματική νότα».
«Όχι!»
επανέλαβε
εκείνος,
έχοντας
στον
νου
του
τις
ξεκάθαρες προσδοκίες του Λέμπενσμαλ. «Πιστέψτε με. Όχι».
«Γιατί να μην το προσεγγίσουμε επιστημονικά; Θα τη φορέσω
την πρώτη εβδομάδα και θα δούμε τις αντιδράσεις».
«Δεν
μιλάμε
για
εργαστήριο
εδώ»
της
εξήγησε
για
εκατομμυριοστή φορά. «Μιλάμε για κουζίνα».
«Μιας και λέμε για κουζίνες, πώς πάει το σκηνικό;»
«Δεν
είναι
εντελώς
έτοιμο
ακόμη.
Διορθώνουμε
τον
φωτισμό».
Όμως δεν ήταν αλήθεια, το σκηνικό είχε τελειώσει εδώ και
μέρες. Από τις κουρτίνες με τους κρίκους μπροστά από το
ψεύτικο παράθυρο μέχρι τα πολυάριθμα μικροαντικείμενα που
γέμιζαν τους πάγκους, ήταν μια κουζίνα βγαλμένη, θαρρείς,
από περιοδικό. Η Ελίζαμπεθ θα την απεχθανόταν.
«Καταφέρατε τελικά να βρείτε τα ειδικά εργαλεία που
χρειάζομαι;»
τον
ρώτησε.
«Τον
λύχνο
Μπούνσεν;
Τον
παλμογράφο;»
«Όσο γι’ αυτά…» είπε εκείνος. «Το θέμα είναι ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τέτοια πράγματα στο σπίτι
τους. Κατάφερα ωστόσο να βρω σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στη
λίστα σας: μαγειρικά σκεύη, μίξερ–»
«Εστία γκαζιού;»
«Ναι».
«Και, φυσικά, τον σταθμό πλύσης οφθαλμών».
«Ν-ναι» είπε εκείνος, φέρνοντας στον νου του τον νιπτήρα.
«Φαντάζομαι ότι μπορούμε να προσθέσουμε αργότερα τον
λύχνο Μπούνσεν. Είναι πολύ χρήσιμος».
«Σίγουρα».
«Και οι επιφάνειες εργασίας;»
«Το ανοξείδωτο ατσάλι που ζητήσατε ήταν απλησίαστο».
«Μπα!
Περίεργο»
είπε
εκείνη.
«Οι
μη
αντιδραστικές
επιφάνειες είναι συνήθως πολύ οικονομικές».
Ο Ουόλτερ κούνησε το κεφάλι σαν να του φαινόταν και κι
εκείνου περίεργο, αν και δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο. Είχε ο
ίδιος διαλέξει τους πάγκους από φορμάικα, ένα ευχάριστο στην
όψη υλικό γεμάτο αστραφτερές χρυσαφένιες κουκκίδες.
«Ακούστε» είπε. «Ξέρω πως ο στόχος μας είναι να φτιάχνουμε
φαγητό που ν’ αξίζει τον κόπο: νόστιμο, θρεπτικό. Όμως θα
πρέπει να προσέξουμε ώστε να μην αποξενώσουμε τον κόσμο.
Πρέπει να κάνουμε τη μαγειρική να φαίνεται δελεαστική.
Ξέρετε… διασκεδαστική».
«Διασκεδαστική;»
«Ειδάλλως δεν θα μας παρακολουθεί ο κόσμος».
«Μα η μαγειρική δεν είναι διασκέδαση» αντιγύρισε εκείνη.
«Είναι σοβαρή υπόθεση».
«Σωστά» συμφώνησε ο Ουόλτερ. «Όμως μπορεί να γίνει και
κάπως διασκεδαστική, δεν μπορεί;»
Η Ελίζαμπεθ συνοφρυώθηκε.
«Δεν νομίζω».
«Μάλιστα… Αλλά έστω λιγάκι διασκεδαστική;» επέμεινε
εκείνος. «Μια ιδέα διασκεδαστική;» Και ένωσε τον δείκτη του
με τον αντίχειρα πιέζοντας στην άκρη του για να δείξει πόσο
λίγο. «Το ζήτημα είναι, Ελίζαμπεθ –αν και φαντάζομαι πως το
γνωρίζετε ήδη–, ότι η τηλεόραση διέπεται από τρεις σκληρούς
και απαράβατους κανόνες».
«Εννοείτε τον κώδικα δεοντολογίας» είπε εκείνη. «Αρχές».
«Δεοντολογία; Αρχές;» Έφερε στον νου του τον Λέμπενσμαλ.
«Όχι. Μιλάω για αληθινούς κανόνες». Άρχισε να τους μετράει
στα
δάχτυλα.
«Κανόνας
πρώτος:
διασκέδαση.
Κανόνας
δεύτερος: διασκέδαση. Κανόνας τρίτος: διασκέδαση».
«Μα εγώ δεν είμαι διασκεδάστρια. Είμαι χημικός».
«Σωστά. Στην τηλεόραση όμως θέλουμε να γίνετε μια
διασκεδαστική χημικός. Και ξέρετε γιατί; Θα σας το πω με μία
λέξη: μεσημέρι».
«Μεσημέρι;»
«Μεσημέρι. Και μόνο που αρθρώνω τη λέξη, νιώθω νύστα.
Εσάς δεν σας φέρνει νύστα;»
«Όχι».
« Ίσως επειδή είστε επιστήμονας. Γνωρίζετε ήδη για τον
κιρκαδικό ρυθμό».
«Όλοι γνωρίζουν για τον κιρκαδικό ρυθμό, Ουόλτερ. Μέχρι
και η τετράχρονη κόρη μου γνωρίζει για τον κιρκαδικό ρυθμό–»
«Εννοείτε, η πεντάχρονη κόρη σας» τη διέκοψε. «Η Μάντλεν
θα πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε για να πηγαίνει στο
νηπιαγωγείο».
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το χέρι της αόριστα, προσπερνώντας το
θέμα.
«Λέγατε για τον κιρκαδικό ρυθμό».
«Σωστά. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, οι άνθρωποι είναι
βιολογικά προγραμματισμένοι να κοιμούνται δύο φορές το
εικοσιτετράωρο: χρειάζονται μια σιέστα το μεσημεράκι κι έναν
οκτάωρο ύπνο το βράδυ».
Η Ελίζαμπεθ έγνεψε καταφατικά.
«Μόνο που οι περισσότεροι παραλείπουμε τη σιέστα επειδή
το απαιτούν οι δουλειές μας. Κι όταν λέω οι περισσότεροι,
εννοώ βασικά τους Αμερικανούς. Το Μεξικό δεν έχει τέτοιο
πρόβλημα, ούτε η Γαλλία ή η Ιταλία ή όλες αυτές οι χώρες όπου
οι ντόπιοι πίνουν περισσότερο αλκοόλ κι από εμάς με το
μεσημεριανό
τους.
Ωστόσο
το
γεγονός
παραμένει:
η
ανθρώπινη παραγωγικότητα, εκ φύσεως, πέφτει το μεσημέρι.
Στην τηλεόραση αυτό αναφέρεται ως Ζώνη Μεσημεριανής
Κατάπτωσης. Παραείναι αργά για να κάνει κανείς κάτι
ουσιώδες, παραείναι νωρίς για να πάει στο σπίτι του. Δεν έχει
σημασία αν είσαι νοικοκυρά, παιδί του δημοτικού, χτίστης ή
επιχειρηματίας, κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος. Από τη μία
και τριάντα ένα μέχρι τις τέσσερις και σαράντα τέσσερα μετά
μεσημβρίας η παραγωγική ζωή όπως τη γνωρίζουμε παύει να
υπάρχει. Πρόκειται στην κυριολεξία για μια νεκρή ζώνη».
Η Ελίζαμπεθ ανασήκωσε το φρύδι της.
«Και, παρότι, όπως είπα, επηρεάζει τους πάντες» συνέχισε ο
Ουόλτερ «είναι ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο χρονικό διάστημα για
τις νοικοκυρές. Γιατί, σε αντίθεση με το παιδί του δημοτικού,
που μπορεί να αναβάλει τη μελέτη του, ή έναν επιχειρηματία,
που μπορεί να παριστάνει ότι ακούει, η νοικοκυρά πρέπει να
πιέσει τον εαυτό της να συνεχίσει με αμείωτους ρυθμούς.
Πρέπει να ετοιμάσει τα παιδιά για τον μεσημεριανό τους ύπνο,
γιατί, αν δεν το κάνει, το βράδυ θα μετατραπεί σε κολαστήριο.
Πρέπει να σφουγγαρίσει το πάτωμα, γιατί, αν δεν το κάνει,
κάποιος θα γλιστρήσει στο γάλα που χύθηκε. Πρέπει να πάει
στο παντοπωλείο, γιατί, αν δεν το κάνει, δεν θα έχουν να
φάνε.
Παρεμπιπτόντως…»
είπε
και
έκανε
μια
σύντομη
δραματική παύση. « Έχετε προσέξει ότι οι γυναίκες πάντοτε
λένε ότι πρέπει να πεταχτούν στο παντοπωλείο; Όχι να πάνε
εκεί, όχι να περπατήσουν μέχρι εκεί, όχι να περάσουν από
εκεί, αλλά να πεταχτούν. Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Οι
νοικοκυρές
λειτουργούν
σε
ένα
παρανοϊκό
επίπεδο
υπερπαραγωγικότητας. Και, παρότι έχουν ξεπεράσει τα όριά
τους, πρέπει να μαγειρέψουν και για το δείπνο. Η κατάσταση
απλώς δεν είναι βιώσιμη, Ελίζαμπεθ. Κινδυνεύουν ανά πάσα
στιγμή να πάθουν καρδιακή ανακοπή ή εγκεφαλικό επεισόδιο –
στην καλύτερη περίπτωση, θα έχουν χάλια διάθεση. Κι αυτό
επειδή δεν μπορούν να αναβάλουν τη δουλειά τους όπως τα
οκτάχρονα ή να παραστήσουν ότι κάτι κάνουν όπως οι άντρες
τους. Πιέζονται να είναι διαρκώς παραγωγικές, παρά το
γεγονός ότι βρίσκονται σε μια δυνητικά μοιραία χρονική ζώνη:
τη Ζώνη της Μεσημεριανής Κατάπτωσης».
«Κλασική περίπτωση νευρωνικής στέρησης» είπε η Ελίζαμπεθ
γνέφοντας καταφατικά. «Ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει την
ανάπαυση που χρειάζεται, με αποτέλεσμα την κατάπτωση των
επιτελικών λειτουργιών του, που συνοδεύεται από μια αύξηση
των επιπέδων της κορτικοστερόνης. Συναρπαστικό! Αλλά τι
σχέση έχει αυτό με την τηλεόραση;»
«Απόλυτη» τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Διότι η θεραπεία γι’
αυτήν τη νευρ… εμ… στέρηση, όπως τη λέτε, είναι το
μεσημεριανό πρόγραμμα. Σε αντίθεση με τα πρωινά ή τα
βραδινά προγράμματα, η μεσημεριανή ζώνη είναι σχεδια­σμένη
έτσι ώστε να ξεκουράζει τον εγκέφαλο. Προσέξτε τις σχετικές
εκπομπές και θα δείτε ότι έτσι είναι: από τη μία και τριάντα το
μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα η τηλεόραση ξεχειλίζει
από παιδικά προγράμματα, σαπουνόπερες και τηλεπαιχνίδια.
Τίποτα που να απαιτεί ουσιαστική εγκεφαλική δραστηριότητα.
Και αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή, επειδή οι ειδήμονες της
τηλεόρασης αναγνωρίζουν ότι αυτές τις ώρες οι άνθρωποι είναι
νεκροζώντανοι».
Η Ελίζαμπεθ έφερε στο μυαλό της τους πρώην συναδέλφους
της στο Χέιστινγκς. Ήταν νεκροζώντανοι.
«Κατά μία έννοια» συνέχισε ο Ουόλτερ «προσφέρουμε μια
σημαντική
υπηρεσία.
Δίνουμε
στον
κόσμο,
ειδικά
στις
κουρασμένες νοικοκυρές, την ανάπαυλα που χρειάζονται. Οι
παιδικές εκπομπές αποτελούν το κλειδί: απασχολούν τα παιδιά
σαν ένα είδος ηλεκτρονικής νταντάς, για να μπορέσει η μητέρα
να ανακάμψει πριν από την επόμενη δράση της».
«Κι όταν λέτε δράση, εννοείτε…»
«Να ετοιμάσει το δείπνο» συμπλήρωσε ο Ουόλτερ. «Κι εκεί
ακριβώς έρχεστε εσείς. Η εκπομπή σας θα προβάλλεται στις
τέσσερις και μισή – ακριβώς την ώρα που το κοινό θα βγαίνει
από τη Ζώνη της Μεσημεριανής Κατάπτωσης. Είναι μια ζόρικη
χρονική στιγμή. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι περισσότερες
νοικοκυρές τη μεγαλύτερη πίεση τη νιώθουν αυτή την ώρα της
ημέρας. Έχουν πάρα πολλά να κάνουν μέσα σε μικρό χρονικό
διάστημα: να ετοιμάσουν το δείπνο, να στρώσουν το τραπέζι,
να διαβάσουν τα παιδιά… Είναι μεγάλη η λίστα. Όμως είναι
ακόμη αποχαυνωμένες και βαριές. Γι’ αυτό και η εκπομπή που
προβάλλεται το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έχει να
επιτελέσει δύσκολο έργο. Επειδή όποιος τους απευθύνεται την
ώρα αυτή πρέπει να τις ενεργοποιήσει. Γι’ αυτό κι όταν σας λέω
πως η δουλειά σας είναι να ψυχαγωγήσετε, το λέω και το
εννοώ. Πρέπει να εμφυσήσετε ζωή στους ανθρώπους αυτούς,
Ελίζαμπεθ. Να τους ξυπνήσετε πάλι».
«Μα…»
«Θυμάστε εκείνη τη μέρα που ορμήσατε στο γραφείο μου;
Ήταν
μεσημέρι.
Όμως,
παρότι
βρισκόμουν
στη
Ζώνη
Μεσημεριανής Κατάπτωσης, με ξυπνήσατε, και σας διαβεβαιώ
ότι αυτό είναι σχεδόν στατιστικά αδύνατον, γιατί η δουλειά μου
είναι αποκλειστικά το απογευματινό πρόγραμμα. Ωστόσο αυτό
ήταν που μ’ έκανε να καταλάβω: εφόσον είχατε τη δύναμη να
κάνετε εμένα να βγω από τον λήθαργο και να σας ακούσω,
αναμφίβολα μπορείτε να κάνετε το ίδιο και με άλλους.
Πιστεύω σ’ εσάς, Ελίζαμπεθ Ζοτ, και πιστεύω στην αποστολή
σας να ετοιμάζετε φαγητά που αξίζουν τον κόπο. Αλλά το θέμα
δεν είναι μόνο η μαγειρική. Πρέπει να καταλάβετε ότι
χρειάζεται να το κάνετε να φαίνεται έστω λιγάκι διασκεδαστικό.
Αν ήθελα από εσάς να βάλετε τους τηλεθεατές για ύπνο, θα σας
έβγαζα στον αέρα, μαζί με τις κατσαρόλες σας, στις δύο και
μισή».
Η Ελίζαμπεθ έμεινε για λίγο σκεφτική.
«Υποθέτω πως δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι».
«Αυτή είναι η επιστήμη της τηλεόρασης» είπε ο Ουόλτερ.
«Και σχεδόν κανείς δεν τη γνωρίζει».
Η Ελίζαμπεθ βυθίστηκε για λίγο στη σιωπή, ζυγίζοντας τα
λόγια του.
«Όμως εγώ δεν είμαι διασκεδαστική» παρατήρησε τελικά.
«Εγώ είμαι επιστήμονας».
«Μπορούν και οι επιστήμονες να γίνουν διασκεδαστικοί».
«Ονομάστε μου έναν».
«Ο Αϊνστάιν» απάντησε ο Ουόλτερ. «Σε ποιον δεν αρέσει ο
Αϊνστάιν;»
Η Ελίζαμπεθ συλλογίστηκε το παράδειγμά του.
«Η Θεωρία της Σχετικότητας είναι σίγουρα καθηλωτική».
«Βλέπετε; Ακριβώς!»
«Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι η σύζυγός του, που ήταν κι
εκείνη φυσικός, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ για…»
«Ορίστε λοιπόν, το τσακώσατε το κοινό μας! Τις συζύγους!
Και πώς θα ξυπνήσετε αυτές τις λαμπρές σαν τον Αϊνστάιν
συζύγους;
Αξιοποιώντας
τις
δοκιμασμένες
τηλεο­πτικές
συνταγές: αστεία, ρούχα, κύρος… και, φυσικά, φαγητό. Για
παράδειγμα, όταν κάνετε το τραπέζι σε φίλους, είμαι σίγουρος
ότι όλοι θα ανυπομονούν να έρθουν».
«Δεν κάνω ποτέ το τραπέζι σε κανέναν».
«Μα δεν μπορεί!» απόρησε ο Ουόλτερ. «Στοιχηματίζω ότι
εσείς και ο κύριος Ζοτ κάνετε τραπέζια όλη την–»
«Δεν υπάρχει κύριος Ζοτ, Ουόλτερ» τον διέκοψε η Ελίζαμπεθ.
«Είμαι
ανύπαντρη.
Η
αλήθεια
είναι
ότι
ποτέ
δεν
παντρεύτηκα».
«Ω!» έκανε ο Ουόλτερ, εμφανώς ξαφνιασμένος. «Μάλιστα.
Αυτό είναι σίγουρα ενδιαφέρον. Αλλά θα σας πείραζε… Ελπίζω
να μη με παρεξηγήσετε, αλλά θα σας πείραζε να μην το
αναφέρετε σε κανέναν; Ιδίως στον Λέμπενσμαλ, το αφεντικό
μου. Ή μάλλον… σε κανέναν, καλύτερα».
«Αγαπούσα τον πατέρα της Μάντλεν» εξήγησε η Ελίζαμπεθ
ελαφρώς συνοφρυωμένη. «Απλώς δεν μπορούσα να τον
παντρευτώ».
«Είχατε παράνομο δεσμό» είπε συμπονετικά ο Ουόλτερ,
χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Απατούσε τη γυναίκα
του; Αυτό ήταν;»
«Όχι» απάντησε εκείνη, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.
«Αγαπούσαμε απόλυτα ο ένας τον άλλον. Συγκατοικούσαμε,
μάλιστα, για…»
«Κι αυτό καλό θα ήταν να μην το αναφέρετε ποτέ σε κανέναν»
τη διέκοψε ο Ουόλτερ. «Ποτέ».
«…δύο χρόνια. Ήμασταν αδελφές ψυχές».
«Τι ωραία!» Ο Ουόλτερ ξεροκατάπιε. «Είμαι σίγουρος ότι ήταν
όλα όπως έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά, δεν χρειάζεται να τα μάθουν
άλλοι. Ποτέ. Αν και είμαι βέβαιος πως σχεδιάζατε να τον
παντρευτείτε κάποια στιγμή».
«Όχι» είπε η Ελίζαμπεθ ήσυχα. «Αλλά το θέμα είναι βασικά
ότι… πέθανε». Με τα λόγια αυτά, το πρόσωπό της συννέφιασε
από απόγνωση.
Ο Ουόλτερ σοκαρίστηκε βλέποντας την αιφνίδια αλλαγή της.
Είχε κάτι πάνω της… έναν δυναμισμό που ήξερε πως θα τον
λάτρευε η κάμερα, όμως ταυτόχρονα ήταν και ευάλωτη. Η
καημενούλα! Δίχως δεύτερη σκέψη, την αγκάλιασε.
«Λυπάμαι πολύ» είπε, τραβώντας την κοντά του.
«Κι εγώ» απάντησε πνιχτά εκείνη με το κεφάλι χωμένο στον
ώμο του. «Κι εγώ».
Ο Ουόλτερ σάστισε. Πόση μοναξιά! Τη χάιδεψε τρυφερά στην
πλάτη όπως έκανε με την Αμάντα, εκφράζοντάς της όσο
καλύτερα μπορούσε πως δεν λυπόταν μόνο για την απώλειά της
αλλά την καταλάβαινε κιόλας. Άραγε είχε ερωτευτεί ο ίδιος έτσι
ποτέ; Όχι. Όμως τώρα έπαιρνε έστω μια γεύση ενός τέτοιου
έρωτα.
«Με συγχωρείτε» απολογήθηκε εκείνη και αποτραβήχτηκε,
έκπληκτη που χρειαζόταν τόσο πολύ αυτή την αγκαλιά.
«Δεν πειράζει» της απάντησε καλοσυνάτα. « Έχετε περάσει
πολλά».
«Όπως και να έχει, θα έπρεπε να έχω βάλει μυαλό και να μη
μιλάω γι’ αυτό» είπε η Ελίζαμπεθ, προσπαθώντας να συνέλθει.
« Ήδη απολύθηκα μία φορά έτσι».
Για τρίτη φορά εκείνο το πρωινό, ο Ουόλτερ σάστισε. Δεν
καταλάβαινε τι εννοούσε με το «έτσι». Είχε απολυθεί επειδή
είχε σκοτώσει τον εραστή της; Ή επειδή είχε αποκτήσει παιδί
εκτός γάμου; Και οι δύο εξηγήσεις έμοιαζαν πιθανές – αν και,
φυσικά, ο ίδιος προτιμούσε σαφώς τη δεύτερη.
«Εγώ τον σκότωσα» παραδέχτηκε εκείνη με σιγανή φωνή,
εξανεμίζοντας τις ελπίδες του. «Επέμενα να χρησιμοποιήσει
λουρί, και πέθανε. Ο Εξίμισι δεν είναι πια ο ίδιος».
«Τρομερό» ψιθύρισε ο Ουόλτερ με ακόμα πιο χαμηλή φωνή,
διότι, παρότι δεν είχε καταλάβει αυτό που του είπε για το λουρί
και για την ώρα έξι και μισή, καταλάβαινε τι εννοούσε. Είχε
κάνει μια επιλογή που είχε καταλήξει άσχημα. Ακριβώς το ίδιο
είχε κάνει κι εκείνος. Και είχαν αναγκάσει έτσι δύο μικρά
παιδιά να κουβαλούν το βάρος των κακών επιλογών των
γονέων τους. «Λυπάμαι πάρα πολύ».
«Κι εγώ λυπάμαι» είπε εκείνη, προσπαθώντας να ξαναβρεί
την αυτοκυριαρχία της. «Για το διαζύγιό σας».
«Α, δεν χρειάζεται» απάντησε ο Ουόλτερ κουνώντας το χέρι
του, νιώθοντας ντροπή που η δική του απόπειρα στον έρωτα
συγκρινόταν με τη δική της. «Η περίπτωσή μου δεν ήταν σαν
τη δική σας. Δεν είχε καμία σχέση με τον έρωτα. Η Αμάντα
δεν είναι καν δική μου από άποψη DNA» του ξέφυγε και είπε.
Το είχε πληροφορηθεί μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα.
Η πρώην γυναίκα του από καιρό πετούσε σπόντες ότι δεν
ήταν ο βιολογικός πατέρας της Αμάντα, όμως εκείνος νόμιζε
πως το έλεγε για να τον πληγώσει. Εντάξει, μπορεί να μην
έμοιαζαν οι δυο τους, όμως πολλά παιδιά δεν μοιάζουν με τους
γονείς τους. Κάθε φορά που έπαιρνε την Αμάντα στην αγκαλιά
του ήξερε ότι ήταν δική του. Μπορούσε να νιώσει αυτή τη
βαθιά, μόνιμη βιολογική σύνδεση. Όμως η άσπλαχνη επιμονή
της πρώην συζύγου του τον έτρωγε μέσα του, κι όταν κατέστη
τελικά δυνατός ο έλεγχος της πατρότητας, πήγε κι έδωσε αίμα.
Πέντε μέρες μετά έμαθε την αλήθεια. Εκείνος και η Αμάντα
ήταν δύο ξένοι.
Είχε
μείνει
να
κοιτάζει
τα
αποτελέσματα
του
τεστ,
περιμένοντας να νιώσει εξαπατημένος ή καταρρακωμένος ή
όπως αλλιώς υπέθετε ότι θα έπρεπε να αισθάνεται, όμως με
έκπληξη διαπίστωνε ότι του ήταν αδιάφορο. Τα αποτελέσματα
δεν είχαν καμία σημασία. Η Αμάντα ήταν κόρη του κι εκείνος
ήταν ο πατέρας της. Την αγαπούσε με όλη του την καρδιά. Η
βιολογία ήταν υπερεκτιμημένη.
«Ποτέ δεν σχεδίαζα να γίνω πατέρας» εξομολογήθηκε στην
Ελίζαμπεθ. «Κι όμως να με, ένας αφοσιωμένος μπαμπάς. Η
ζωή είναι πραγματικό μυστήριο, δεν είναι; Οι άνθρωποι που
προσπαθούν να κάνουν σχέδια αναπόφευκτα απογοητεύονται».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Η ίδια πάντα σχεδίαζε. Και είχε
απογοητευτεί.
«Τέλος πάντων» συνέχισε ο Ουόλτερ. «Πιστεύω πως θα
πετύχουμε κάτι καλό με το Δείπνο στις έξι. Απλώς υπάρχουν
κάποια πράγματα στην τηλεόραση που θα πρέπει… ε λοιπόν…
να τα ανεχτείτε. Όσο για τα ρούχα, θα πω στον ράφτη ν’
ανοίξει λίγο τις ραφές. Όμως σε αντάλλαγμα θα ήθελα να
εξασκηθείτε στο χαμόγελο».
Η Ελίζαμπεθ συνοφρυώθηκε.
«Ο Τζακ Λαλέιν, ας πούμε, χαμογελάει ενώ κάνει κάμψεις»
είπε ο Ουόλτερ. «Κι έτσι κάτι δύσκολο το κάνει να φαίνεται
διασκεδαστικό. Μελετήστε το στιλ του Τζακ, είναι ειδήμονας».
Μόλις άκουσε το όνομα αυτό, η Ελίζαμπεθ σφίχτηκε. Είχε να
δει την εκπομπή του Τζακ Λαλέιν από τότε που πέθανε ο
Κάλβιν, κι αυτό επειδή εν μέρει κατηγορούσε εκείνον –κι ας
ήξερε πως ήταν παράλογο– για τον θάνατό του. Ξαφνικά η
ανάμνηση του Κάλβιν να μπαίνει στην κουζίνα μετά την
εκπομπή του Τζακ τη γέμισε ζεστασιά.
«Ορίστε λοιπόν» είπε ο Ουόλτερ.
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε απορημένη.
«Σχεδόν χαμογελάσατε».
«Α» έκανε εκείνη. «Άθελά μου».
«Δεν πειράζει. Ηθελημένα ή αθέλητα, όλα τα χαμόγελα μάς
κάνουν. Τα δικά μου είναι συνήθως βεβιασμένα. Όπως τα
χαμόγελά μου στο Δημοτικό Σχολείο Γούντι, όπου θα πάω μετά
αποδώ. Ζήτησε να με δει η κυρία Μάντφορντ».
«Κι εμένα» είπε έκπληκτη η Ελίζαμπεθ. « Έχουμε συνάντηση
αύριο. Και η δική σας αφορά τα αναγνώσματα της Αμάντα;»
«Τα αναγνώσματα;» ρώτησε ο Ουόλτερ σαστισμένος. «Είναι
νηπιαγωγάκια, Ελίζαμπεθ, δεν ξέρουν να διαβάζουν. Τέλος
πάντων, το θέμα δεν είναι η Αμάντα, αλλά εγώ. Με
αντιμετωπίζει με καχυποψία επειδή είμαι ένας πατέρας που
μεγαλώνει μόνος την κόρη του».
«Γιατί;»
Έδειξε ξαφνιασμένος.
«Εσείς γιατί λέτε;»
«Α!» έκανε εκείνη, καταλαβαίνοντας μεμιάς. «Πιστεύει ότι
είστε ανώμαλος».
«Δεν θα το έθετα τόσο… τόσο ωμά» είπε ο Ουόλτερ «αλλά
ναι. Λες κι έχω ένα χαρτί κολλημένο στο μέτωπό μου που λέει:
“Γεια σας! Είμαι παιδόφιλος και κάνω την νταντά”».
«Υποθέτω πως είμαστε και οι δύο ύποπτοι λοιπόν. Ο Κάλβιν
κι εγώ κάναμε σεξ σχεδόν καθημερινά –πράγμα απολύτως
φυσιολογικό για το νεαρό της ηλικίας μας και το επίπεδο της
ενέργειάς μας–, αλλά επειδή δεν ήμασταν παντρεμένοι…»
«Εμ…» έκανε ο Ουόλτερ, χλωμιάζοντας. «Λοιπόν…»
«Λες και έχει καμία σχέση ο γάμος με τη σεξουαλικότητα».
«Εμ…»
«Υπήρχαν φορές» συνέχισε η Ελίζαμπεθ ανέμελα «που
ξυπνούσα μες στη μέση της νύχτας γεμάτη πόθο –σίγουρα θα
έχει συμβεί και σ’ εσάς–, όμως ο Κάλβιν κοιμόταν βαθιά,
βρισκόταν στη φάση του ύπνου REM, κι έτσι δεν τον
ενοχλούσα. Κάποια στιγμή του το ανέφερα κι εκείνος έγινε έξω
φρενών. “Όχι, Ελίζαμπεθ” μου είπε. “Να με ξυπνάς πάντα,
είτε είμαι είτε δεν είμαι σε φάση REM. Μη διστάζεις”.
Μονάχα όταν διάβασα περισσότερα για την τεστοστερόνη
κατάλαβα καλύτερα την αντρική σεξουαλική ορμή…».
«Α, τώρα που το θυμήθηκα» τη διέκοψε ο Ουόλτερ με
πρόσωπο
κόκκινο
σαν
παντζάρι.
«Θα
ήθελα
να
σας
υπενθυμίσω να παρκάρετε στο βορινό πάρκινγκ».
«Στο βορινό πάρκινγκ…» επανέλαβε εκείνη με τα χέρια στη
μέση. «Είναι αυτό μόλις μπαίνουμε αριστερά;»
«Ακριβώς».
«Τέλος πάντων» συνέχισε η Ελίζαμπεθ «λυπάμαι που η κυρία
Μάντφορντ υπαινίσσεται ότι είστε οτιδήποτε άλλο πέρα από
ένας στοργικός πατέρας. Πολύ αμφιβάλλω αν έχει διαβάσει
ποτέ τα βιβλία του Κίνσεϊ6».
«Τα βιβλία του Κίνσεϊ…»
«Γιατί, αν τα είχε διαβάσει, σίγουρα θα καταλάβαινε ότι εσείς
κι εγώ κάθε άλλο παρά σεξουαλικώς διεστραμμένοι είμαστε.
Εσείς κι εγώ είμαστε…»
«Φυσιολογικοί γονείς;» έσπευσε να πει εκείνος.
«Στοργικά πρότυπα συμπεριφοράς».
«Προστάτες».
«Οικογένεια» ολοκλήρωσε η Ελίζαμπεθ.
Ήταν αυτή η τελευταία λέξη που έθεσε τα θεμέλια για την
αλλόκοτη, σκανδαλιστική φιλία τους, το είδος της φιλίας που
δημιουργείται μόνο όταν ένας αδικημένος άνθρωπος συναντάει
κάποιον άλλον αδικημένο άνθρωπο και ανακαλύπτει πως, αν
και αυτό είναι ίσως το μοναδικό κοινό ανάμεσά τους, είναι κάτι
παραπάνω από αρκετό.
«Ακούστε» είπε ο Ουόλτερ, συνεπαρμένος από το γεγονός ότι
ποτέ πριν δεν είχε μια τόσο ειλικρινή συζήτηση για το σεξ ή τη
βιολογία με κανέναν, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του του
εαυτού. «Σχετικά με τα ρούχα… Αν ο ράφτης δεν μπορεί να τα
κάνει κάπως πιο άνετα, διαλέξτε προς το παρόν κάτι από τη
δική σας γκαρνταρόμπα».
«Δεν θέλετε να ξανασκεφτείτε την ιδέα της εργαστηρια­κής
ποδιάς;»
«Απλώς θέλω να είστε εσείς» της είπε. «Όχι μια επιστήμονας».
Η Ελίζαμπεθ στερέωσε μερικές ατίθασες τούφες μαλλιών
πίσω από τα αυτιά της.
«Μα εγώ είμαι επιστήμονας» επισήμανε. «Αυτή είμαι».
« Ίσως, Ελίζαμπεθ Ζοτ» της απάντησε, δίχως να ξέρει πόσο
αληθινά θα αποδεικνύονταν τα λόγια του. «Αλλά όχι μόνο».
5 Lawrence Welk (1903-1992): Αμερικανός μουσικός και τηλεοπτικός παρουσιαστής,
που άφησε εποχή με την τηλεοπτική του εκπομπή ποικίλης ύλης (The Lawrence
Welk Show), η οποία προβαλλόταν από το 1951 μέχρι το 1982. (Σ.τ.Μ.)
6 Alfred Charles Kinsey (1894-1956): Αμερικανός βιολόγος και σεξολόγος.
Θεωρείται από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες του 20ού αιώνα, καθώς οι
μελέτες του για την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά προκάλεσαν βαθιές
τομές και μεγάλες αντιδράσεις, συμβάλλοντας στη σεξουαλική επανάσταση των
δεκαετιών του ’60 και του ’70. (Σ.τ.Ε.)
25
Η μέση γυναίκα
Κ
ρίνοντας εκ των υστέρων, μάλλον θα έπρεπε να την είχε
αφήσει να δει το σκηνικό.
Μόλις άρχισε να παίζει η μουσική –αυτός ο χαριτωμένος,
πιασάρικος σκοπός τον οποίο ο Ουόλτερ είχε πληρώσει
πανάκριβα και εκείνη ήδη μισούσε–, η Ελίζαμπεθ μπήκε
αποφασιστικά στο πλατό. Ο Ουόλτερ πήρε μια κοφτή εισπνοή.
Φορούσε ένα μουντό φόρεμα με μικρά κουμπιά από πάνω
μέχρι κάτω στο στρίφωμα, μια ολόλευκη ποδιά με πολλές
τσέπες σφιχτοδεμένη στη μέση της κι ένα ρολόι χειρός μάρκας
Timex, που μετρούσε τον χρόνο με τόσο θόρυβο, ώστε θα
ορκιζόταν
ότι
τυμπανοκρουσίες
ακουγόταν
της
πιο
μπάντας.
δυνατά
Στο
κι
κεφάλι
από
της
τις
είχε
στερεωμένο ένα ζευγάρι προστατευτικά γυαλιά. Στο αριστερό
της αυτί ένα μολύβι νούμερο δύο. Στο ένα της χέρι κρατούσε
ένα σημειωματάριο, στο άλλο τρεις δοκιμαστικούς σωλήνες.
Έμοιαζε με κάτι ανάμεσα σε καμαριέρα ξενοδοχείου και
πυροτεχνουργό ειδικής ομάδας δράσης.
Ο Ουόλτερ την κοιτούσε όσο εκείνη περίμενε το τραγούδι να
τελειώσει, με το βλέμμα της να ταξιδεύει στο σκηνικό από τη
μια άκρη ως την άλλη, τα χείλη σουφρωμένα και τους ώμους
σφιγμένους με τρόπο που πρόδιδε δυσαρέσκεια. Μόλις
ακούστηκε η τελευταία νότα, η Ελίζαμπεθ γύρισε προς την
κάρτα υπόμνησης, τη διέτρεξε κι ύστερα της γύρισε την πλάτη.
Αφήνοντας το σημειωματάριο και τους δοκιμαστικούς σωλήνες
πάνω στον πάγκο, πήγε μέχρι τον νιπτήρα, με την πλάτη
στραμμένη στην κάμερα, κι έσκυψε προς το ψεύτικο παράθυρο
να δει την ψεύτικη θέα.
«Είναι αποκρουστικό» είπε στο μικρόφωνο.
Ο καμεραμάν κοίταξε τον Ουόλτερ με γουρλωμένα μάτια.
«Θυμίστε της ότι είμαστε στον αέρα» του σφύριξε ο Ουόλτερ.
ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ!!! έγραψε βιαστικά ο βοηθός του
καμεραμάν σ’ έναν μεγάλο πίνακα, σηκώνοντάς τον ψηλά για
να τον δει.
Η Ελίζαμπεθ διάβασε το μήνυμα κι έπειτα, υψώνοντας το ένα
της δάχτυλο σαν να ήθελε να πει πως θα της έπαιρνε μόνο ένα
δευτερόλεπτο
ακόμα,
Κοντοστάθηκε
να
συνέχισε
παρατηρήσει
την
καλύτερα
περιήγησή
τα
της.
προσεκτικά
επιλεγμένα έργα που κοσμούσαν τους τοίχους της κουζίνας:
ένα εργόχειρο με κεντημένη τη φράση «Ο Θεός να ευλογεί
τούτο το σπιτικό», έναν θλιμμένο Ιησού που προσευχόταν
γονατιστός,
μια
ερασιτεχνική
θαλασσογραφία.
Έπειτα
προχώρησε προς τους φορτωμένους με πράγματα πάγκους και
συνοφρυώθηκε στη θέα ενός καλαθιού ραπτικής με μπόλικες
παραμάνες, ενός βάζου γεμάτου παράταιρα κουμπιά και ενός
κουβαριού με καφέ νήμα, ενώ παραδίπλα διέκρινε ένα
ραγισμένο μπολάκι με καραμέλες μέντας και μια ψωμιέρα που
πάνω της έγραφε «Ο άρτος ημών ο επιούσιος» με γράμματα
εκκλησιαστικού στιλ.
Μόλις την προηγουμένη ο Ουόλτερ είχε βάλει δέκα με τόνο
στον σχεδιαστή του σκηνικού για το γούστο του. «Λατρεύω τα
μικροαντικείμενα που είναι σκορπισμένα εδώ κι εκεί» του
είπε. «Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει». Όμως σήμερα, με
εκείνη παρούσα, έμοιαζαν με σαβούρες. Την παρακολούθησε
να βηματίζει μέχρι την άλλη άκρη του πάγκου, χλωμιάζοντας
εμφανώς στη θέα της αλατοπιπεριέρας με μορφή κότας και
κόκορα,
αγριοκοιτάζοντας
το
πλεκτό
ροζ
κάλυμμα
της
φρυγανιέρας, μορφάζοντας με απέχθεια μπροστά σε ένα
παράξενο
μικρό
μπαλάκι
φτιαγμένο
εξολοκλήρου
από
λαστιχάκια. Ακριβώς δίπλα στο μπαλάκι, στα αριστερά του,
βρισκόταν
ένα
βάζο
για
μπισκότα
σε
σχήμα
χοντρής
Γερμανίδας που φτιάχνει πρέτσελ. Η Ελίζαμπεθ σταμάτησε
απότομα, κοιτάζοντας πάνω απ’ το κεφάλι της το μεγάλο ρολόι
που κρεμόταν από κάτι σύρματα, με τους δείκτες του να
δείχνουν σταθερά ώρα έξι. Η φράση Δείπνο στις έξι ήταν
τυπωμένη με γυαλιστερά γράμματα στο καντράν.
«Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ, φέρνοντας το χέρι πάνω απ’ τα
μάτια της καθώς προσπαθούσε να τον διακρίνει κόντρα στα
δυνατά φώτα. «Ουόλτερ, θέλω να πούμε δυο λόγια, σε
παρακαλώ».
«Διαφημίσεις,
διαφημίσεις!»
σφύριξε
ο
Ουόλτερ
στον
καμεραμάν καθώς εκείνη εγκατέλειπε το πλατό για να πάει
κοντά του. «Ρίξε διαφημίσεις τώρα! Τώρα!»
Τινάχτηκε από την καρέκλα του και πήγε βιαστικά προς το
μέρος της.
«Ελίζαμπεθ» της είπε «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Γύρνα
στη θέση σου! Είμαστε στον αέρα!»
«Αλήθεια; Ε λοιπόν, κακώς. Το σκηνικό δεν λειτουργεί».
«Τα πάντα λειτουργούν: η κουζίνα, ο νεροχύτης, όλα έχουν
δοκιμαστεί» τη διαβεβαίωσε. «Πήγαινε τώρα στη θέση σου».
Και την έσπρωξε απαλά προς το πλατό.
«Εννοούσα ότι δεν λειτουργεί για μένα».
«Άκου» της είπε «είσαι αγχωμένη. Γι’ αυτό και σήμερα
γυρίζουμε την εκπομπή χωρίς κοινό στο στούντιο, για να σου
δοθεί η ευκαιρία να συνηθίσεις. Όμως είσαι στον αέρα,
ζωντανά, κι έχεις μια δουλειά να κάνεις. Η σημερινή εκπομπή
είναι πιλοτική. Αργότερα μπορεί να γίνουν μικροαλλαγές».
«Άρα οι αλλαγές είναι πιθανές». Και, φέρνοντας πάλι τα χέρια
στη μέση της, επιθεώρησε ξανά το σκηνικό. «Θα πρέπει να
κάνουμε πολλές».
«Μια στιγμή, περίμενε, όχι» είπε ο Ουόλτερ ανήσυχος. «Για
να είμαι ξεκάθαρος, αλλαγές στο σκηνικό δεν γίνονται. Όλα
αυτά που βλέπεις είναι αποτέλεσμα εβδομάδων σκληρής
έρευνας από τον σχεδιαστή μας. Η κουζίνα που βλέπεις είναι
ακριβώς αυτό που θέλει μια γυναίκα σήμερα».
«Κι εγώ γυναίκα είμαι, και δεν θέλω τέτοιο πράγμα».
«Δεν εννοούσα εσένα. Εννοώ τη μέση νοικοκυρά».
«Τη μέση…»
«Καταλαβαίνεις τι λέω. Μια συνηθισμένη νοικοκυρά».
Η Ελίζαμπεθ ξεφύσηξε ηχηρά, σαν φάλαινα που πετάει νερό
από τον φυσητήρα της.
«Εντάξει» είπε ο Ουόλτερ χαμηλώνοντας τη φωνή του,
κουνώντας άσκοπα το χέρι του πέρα δώθε. «Εντάξει, εντάξει,
άκου, καταλαβαίνω, αλλά μην ξεχνάς ότι η εκπομπή δεν είναι
μόνο δική μας, Ελίζαμπεθ, είναι και του σταθμού, κι εφόσον
μας πληρώνουν, καλό είναι να κάνουμε αυτό που μας ζητάνε.
Ξέρεις πώς πάει το πράμα, έχεις ξαναδουλέψει στο παρελθόν».
«Στην
τελική
όμως»
παρατήρησε
εκείνη
«όλοι
μας
δουλεύουμε για το κοινό».
«Σωστά» είπε εκείνος με παρακλητικό ύφος. «Κατά κάποιον
τρόπο. Όχι, περίμενε… όχι ακριβώς. Δουλειά μας είναι να
δίνουμε στον κόσμο αυτό που θέλει, ακόμα κι αν δεν ξέρει ότι
το θέλει. Σ’ το εξήγησα, μιλάμε για το μοντέλο του
απογευματινού προγράμματος. Νεκροζώντανοι που σιγά σιγά
επανέρχονται στη ζωή, ξέρεις τώρα!»
«Κι άλλη διαφήμιση;» ρώτησε ψιθυριστά ο καμεραμάν.
«Δεν χρειάζεται» έσπευσε να πει εκείνη. «Ζητώ συγγνώμη απ’
όλους. Είμαι έτοιμη τώρα».
«Συνεννοηθήκαμε, έτσι;» της φώναξε ο Ουόλτερ καθώς εκείνη
γύριζε στο πλατό.
«Ναι» τον καθησύχασε η Ελίζαμπεθ. «Θέλεις να απευθυνθώ
στη μέση γυναίκα. Στη συνηθισμένη νοικοκυρά».
Δεν του άρεσε το ύφος της.
«Σε πέντε…» ανακοίνωσε ο καμεραμάν.
«Ελίζαμπεθ!» την προειδοποίησε ο Ουόλτερ.
«Τέσσερα…»
«Έχεις τα λόγια σου έτοιμα, γραμμένα».
«Τρία…»
«Αρκεί να διαβάζεις τις κάρτες».
«Δύο…»
«Σε παρακαλώ» την ικέτεψε. «Το σενάριο είναι τέλειο!»
« Ένα… πάμε!»
«Γεια σας» είπε η Ελίζαμπεθ κοιτώντας κατευθείαν στην
κάμερα. «Ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ και βλέπετε το Δείπνο στις
έξι».
«Καλά μέχρι στιγμής» μονολόγησε ψιθυριστά ο Ουόλτερ.
ΧΑΜΟΓΕΛΑ, της έκανε νόημα χωρίς να μιλήσει, τραβώντας τις
άκρες των χειλιών του σ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
«Καλώς ορίσατε στην κουζίνα μου» είπε εκείνη αυστηρά, με
τον θλιμμένο Χριστό να μισοφαίνεται στα αριστερά της.
«Σήμερα θα περάσουμε μαζί…»
Σταμάτησε φτάνοντας στη λέξη «τέλεια».
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή. Ο καμεραμάν γύρισε και κοίταξε
τον Ουόλτερ.
«Πάλι διαφημίσεις;» τον ρώτησε με νοήματα.
OXI, απάντησε ο Ουόλτερ, σχηματίζοντας τις λέξεις με το
στόμα δίχως να ακούγεται. ΟΧΙ! ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΕΥΧΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΤΟ ΚΑΝΕΙ! ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΕΥΧΗ, ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ!
συνέχισε,
κουνώντας συγχρόνως τα χέρια σαν τρελός.
Όμως η Ελίζαμπεθ έμοιαζε να βρίσκεται αλλού, και τίποτα –
ούτε ο Ουόλτερ που κουνούσε τα χέρια ούτε ο καμεραμάν που
ετοιμαζόταν να διακόψει για διαφημίσεις ούτε η μακιγιέζ που
πουδράριζε το δικό της πρόσωπο με το πον πον που είχε
χρησιμοποιήσει νωρίτερα στην Ελίζαμπεθ– δεν μπορούσε να
την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μα τι πρόβλημα είχε
τελικά;
Ο Ουόλτερ σχημάτισε με τα χείλη του τη λέξη ΜΟΥΣΙΚΗ προς
τον ηχολήπτη.
Αλλά πριν ξεκινήσει η μουσική, το τικ τακ του ρολογιού της
Ελίζαμπεθ τράβηξε την προσοχή της και ξαφνικά ζωντάνεψε.
«Με συγχωρείτε» είπε. «Τι λέγαμε λοιπόν;» Κοίταξε τις
κάρτες, σώπασε ξανά για λίγο κι έπειτα έδειξε με μια απότομη
κίνηση το μεγάλο ρολόι πάνω απ’ το κεφάλι της. «Προτού
ξεκινήσω, θα ήθελα να σας συμβουλέψω να αγνοή­σετε, σας
παρακαλώ, αυτό το ρολόι. Δεν δουλεύει».
Από την καρέκλα του παραγωγού, ο Ουόλτερ ξεφύσηξε
ηχηρά.
«Παίρνω τη μαγειρική στα σοβαρά, και ξέρω πως την
παίρνετε κι εσείς στα σοβαρά» συνέχισε η Ελίζαμπεθ, αγνοώ-­
ντας παντελώς τις κάρτες. Έπειτα πήρε το καλαθάκι με τα
ραπτικά από τον πάγκο και το έχωσε σ’ ένα συρτάρι. «Ξέρω
επίσης» είπε, εισχωρώντας με το βλέμμα της στα ελάχιστα
σπίτια που έτυχε να έχουν τις τηλεοράσεις τους ανοιχτές σ’
αυτό το κανάλι, «ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος. Κι ο δικός
μου επίσης. Ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία εσείς κι εγώ…».
«Μαμά!» φώναξε βαριεστημένα ένα αγοράκι καθισμένο
μπροστά στην τηλεόραση στο Βαν Νάις της Καλιφόρνιας. «Δεν
παίζει τίποτα».
«Κλείσ’ την, τότε» απάντησε από την κουζίνα η μαμά του
μικρού αγοριού. «Εγώ είμαι απασχολημένη. Βγες έξω να
παίξεις…»
«Μαμάαα… Μαμάαα…» ξαναφώναξε το αγόρι.
«Μα για όνομα του Θεού, Πίτι!» είπε η γυναίκα μπαίνοντας
φουριόζα στο δωμάτιο. Στο βρεγμένο χέρι της κρατούσε μια
μισοξεφλουδισμένη
πατάτα,
ενώ
το
μωρό
έκλαιγε
στο
καρεκλάκι του στην κουζίνα. «Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω;»
Όμως, καθώς πήγαινε να κλείσει την τηλεόραση, η Ελίζαμπεθ
της μίλησε.
«Η εμπειρία μού έχει δείξει ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν
εκτιμούν τη δουλειά και τις θυσίες που απαιτεί ο ρόλος μιας
συζύγου, μιας μητέρας, μιας γυναίκας. Ε λοιπόν, εγώ δεν
είμαι απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Στο τέλος των τριά­ντα
λεπτών που θα περάσουμε μαζί θα έχουμε κάνει κάτι που θα
αξίζει τον κόπο. Θα έχουμε δημιουργήσει κάτι που δεν θα
περάσει απαρατήρητο. Θα έχουμε ετοιμάσει ένα δείπνο. Και θα
έχει ουσία».
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η μητέρα του Πίτι.
«Δεν ξέρω» απάντησε το παιδί.
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν» είπε η Ελίζαμπεθ.
Αργότερα, ενώ βρισκόταν στο καμαρίνι της, πέρασε να τη
χαιρετήσει η Ρόζα, η κομμώτρια και μακιγιέζ της εκπομπής.
«Πάντως, εμένα μου άρεσε αυτό με το μολύβι στα μαλλιά».
«Ορίστε;»
«Ο Λέμπενσμαλ ουρλιάζει εδώ και είκοσι λεπτά στον
Ουόλτερ».
«Για το μολύβι;»
«Επειδή δεν ακολούθησες το σενάριο».
«Ναι, γιατί οι κάρτες αυτές δεν διαβάζονταν».
«Α» έκανε η Ρόζα, εμφανώς ανακουφισμένη. «Αυτός ήταν ο
λόγος λοιπόν; Δεν ήταν αρκετά μεγάλα τα γράμματα;»
«Όχι, όχι. Εννοούσα ότι οι κάρτες ήταν παραπλανητικές».
«Ελίζαμπεθ!» είπε ο Ουόλτερ, προβάλλοντας στην πόρτα του
καμαρινιού με πρόσωπο κατακόκκινο.
«Τέλος πάντων» ψιθύρισε η Ρόζα. «Αντίο για πάντα». Και
έσφιξε απαλά το μπράτσο της.
«Γεια σου, Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ. « Έφτιαχνα μια λίστα
με μερικά πράγματα που θα πρέπει ν’ αλλάξουμε αμέσως».
«Άσε τις χαιρετούρες τώρα» την έκοψε εκείνος απότομα. «Τι
στον διάολο έπαθες;»
«Τίποτα δεν έπαθα. Νομίζω, μάλιστα, πως πήγε αρκετά
καλά. Παραδέχομαι ότι στην αρχή τα έχασα, αλλά είχα
σοκαριστεί. Δεν θα ξανασυμβεί, ειδικά εφόσον θα φτιάξουμε
και το σκηνικό».
Ο Ουόλτερ διέσχισε με βαριές δρασκελιές το δωμάτιο και
σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
«Ελίζαμπεθ» είπε. «Κάνεις μια δουλειά. Έχεις δύο καθήκοντα:
να χαμογελάς και να διαβάζεις κάρτες. Αυτό είναι όλο. Δεν
μπορείς να έχεις άποψη για το σκηνικό ή για τις κάρτες».
«Κι όμως έχω».
«Όχι!»
«Πάντως, αυτές τις κάρτες δεν μπορούσα να τις διαβάσω».
«Ανοησίες! Κάναμε δοκιμές με διαφορετικές γραμματοσειρές
και μεγέθη, το ξέχασες; Οπότε ξέρω ότι μπορείς να τις
διαβάσεις τις αναθεματισμένες κάρτες. Για όνομα του Θεού,
Ελίζαμπεθ! Ο Λέμπενσμαλ είναι έτοιμος να ακυρώσει την
εκπομπή. Συνειδητοποιείς ότι έχεις θέσει σε κίνδυνο τις
δουλειές και των δυο μας;»
«Συγγνώμη. Θα πάω τώρα κιόλας να του μιλήσω».
«Αχ, όχι!» έσπευσε να την αποτρέψει ο Ουόλτερ. «Μην πας».
«Γιατί;» απόρησε εκείνη. «Θέλω να διευκρινίσω μερικά
πράγματα, ιδίως σχετικά με το σκηνικό. Όσο για τις κάρτες,
σου επαναλαμβάνω: Λυπάμαι, Ουόλτερ. Δεν εννοούσα ότι δεν
μπορούσα να τις διαβάσω. Εννοούσα ότι η συνείδησή μου δεν
μου επέτρεπε να τις διαβάσω. Γιατί ήταν απαίσιες. Ποιος έγραψε
το σενάριο;»
Ο Ουόλτερ σούφρωσε τα χείλη.
«Εγώ».
«Α!» έκανε εκείνη ξαφνιασμένη. «Όμως αυτά τα λόγια…
ακούγονταν εντελώς άσχετα μ’ εμένα».
«Ναι» είπε εκείνος με σφιγμένα δόντια. «Σκόπιμα το έκανα».
Η Ελίζαμπεθ έδειξε έκπληκτη.
«Μα μου είπες να είμαι ο εαυτός μου».
«Όχι αυτός ο εαυτός σου» απάντησε ο Ουόλτερ. «Όχι ο εαυτός
σου που περιπλέκει τα πράγματα. Όχι ο εαυτός σου που λέει
ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εκτιμούν τη δουλειά και τις
θυσίες που απαιτεί ο ρόλος μιας συζύγου, μιας μητέρας, μιας
γυναίκας. Κανείς δεν θέλει ν’ ακούει τέτοια πράγματα,
Ελίζαμπεθ. Πρέπει να είσαι θετική, πρόσχαρη, ευχάριστη!»
«Μα δεν είμαι έτσι εγώ».
«Θα μπορούσες να γίνεις όμως».
Η Ελίζαμπεθ σκέφτηκε τη ζωή της μέχρι τώρα.
«Σε καμία περίπτωση».
«Μπορούμε ν’ αφήσουμε τις διαφωνίες κατά μέρος;» είπε ο
Ουόλτερ, με την καρδιά του να σφυροκοπά δυσάρεστα στο
στήθος του. «Εγώ είμαι ο υπεύθυνος του απογευματινού
προγράμματος, και σου έχω ήδη εξηγήσει πώς λειτουργεί το
πράγμα».
«Κι εγώ είμαι μια γυναίκα που απευθύνεται σε ένα
αποκλειστικά γυναικείο κοινό».
Ξαφνικά πρόβαλε στο κατώφλι μια γραμματέας.
«Κύριε Πάιν» είπε. «Δεχόμαστε τηλεφωνήματα για την
εκπομπή. Δεν ξέρω τι να κάνω».
«Παναγιά
μου!»
έκανε
εκείνος.
«Άρχισαν
κιόλας
τα
παράπονα».
«Ρωτάνε για τη λίστα με τα ψώνια. Επικρατεί μια σύγχυση για
τα αυριανά συστατικά. Ειδικά για το CH3COOH».
«Οξικό οξύ» εξήγησε η Ελίζαμπεθ. «Το ξίδι είναι κατά
τέσσερα τοις εκατό οξικό οξύ. Συγγνώμη, μάλλον θα έπρεπε να
γράψω τη λίστα χρησιμοποιώντας τους κοινούς όρους».
«Μάλλον;» έκανε ο Ουόλτερ.
«Σας ευχαριστώ πολύ» είπε η γραμματέας κι εξαφανίστηκε.
«Από πού σου ήρθε η ιδέα για τη λίστα με τα ψώνια;»
απαίτησε να μάθει. «Δεν μιλήσαμε ποτέ για λίστες, ιδίως
γραμμένες σαν χημικές φόρμουλες».
«Το ξέρω» είπε η Ελίζαμπεθ. «Μου ήρθε τη στιγμή που
ετοιμαζόμουν να εγκαταλείψω το πλατό. Το βρίσκω καλή ιδέα,
δεν συμφωνείς;»
Ο Ουόλτερ έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του. Ήταν
πράγματι καλή ιδέα, απλώς δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» διαμαρτυρήθηκε με πνιχτή
φωνή. «Δεν μπορείς να κάνεις ό,τι στον διάολο θέλεις».
«Δεν κάνω ό,τι στον διάολο θέλω» απάντησε η Ελίζαμπεθ.
«Αν έκανα ό,τι στον διάολο ήθελα, θα βρισκόμουν σ’ ένα
εργαστήριο διεξάγοντας έρευνα. Άκου» συνέχισε «αν δεν κάνω
λάθος, βιώνεις μια αύξηση στα επίπεδα της κορτικοστερόνης
σου – είναι αυτό που εσύ αποκαλείς Ζώνη Μεσημεριανής
Κατάπτωσης. Μάλλον θα πρέπει να φας κάτι».
«Μη μου κάνεις εμένα διάλεξη για τη Ζώνη Μεσημεριανής
Κατάπτωσης!» της αντιγύρισε εκείνος απότομα.
Για τα επόμενα λεπτά έμειναν και οι δύο βυθισμένοι στη
σιωπή, ο ένας κοιτάζοντας το πάτωμα κι ο άλλος τον τοίχο.
Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη.
Μια άλλη γραμματέας πρόβαλε το κεφάλι της στην πόρτα.
«Κύριε Πάιν; Ο κύριος Λέμπενσμαλ πρέπει να προλάβει το
αεροπλάνο του, αλλά μου ζήτησε να σας υπενθυμίσω ότι έχετε
προθεσμία μέχρι το τέλος της εβδομάδας για να διορθώσετε τα
πράγματα.
Με
συγχωρείτε,
δεν
ξέρω
σε
τι
ακριβώς
αναφέρεται. Είπε να φροντίσετε να γίνει…» Έριξε μια ματιά
στις σημειώσεις της και συμπλήρωσε κοκκινίζοντας: «…σέξι.
Μου ζήτησε να σας δώσω κι αυτό». Και του παρέδωσε ένα
χειρόγραφο σημείωμα από τον Λέμπενσμαλ: Τι απέγινε το
γαμημένο το κοκτέιλ;
«Ευχαριστώ» είπε ο Ουόλτερ.
«Συγγνώμη» απάντησε εκείνη.
«Κύριε Πάιν» είπε η πρώτη γραμματέας, που εμφανίστηκε
πάλι την ώρα που έφευγε η δεύτερη. «Είναι αργά… πρέπει να
πάω στο σπίτι. Αλλά τα τηλέφωνα…»
«Πήγαινε, Πόλα. Θα αναλάβω εγώ».
«Μήπως μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ.
«Αρκετά βοήθησες για σήμερα» την αποπήρε ο Ουόλτερ.
«Οπότε, όταν λέω “όχι, ευχαριστώ”, το εννοώ».
Και κατευθύνθηκε προς το γραφείο της γραμματέως, με την
Ελίζαμπεθ να τον ακολουθεί καταπόδας. Σήκωσε το ακουστικό.
«KCTV» είπε αποκαμωμένος. «Ναι. Συγγνώμη. Είναι το ξίδι».
«Ξίδι» είπε κι η Ελίζαμπεθ σε μια άλλη γραμμή.
«Ξίδι».
«Ξίδι».
«Ξίδι».
«Ξίδι».
Για την εκπομπή με τους κλόουν ούτε ένας άνθρωπος δεν του
είχε τηλεφωνήσει ποτέ.
26
Η κηδεία
«Γ εια σας, ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ και βλέπετε το Δείπνο
στις έξι».
Από τη θέση του παραγωγού, ο Ουόλτερ έκλεισε σφιχτά τα
μάτια.
«Σε
παρακαλώ!»
ψιθύρισε.
«Σε
παρακαλώ,
σε
θερμοπαρακαλώ». Ήταν η δέκατη πέμπτη μέρα που έβγαινε η
εκπομπή στον αέρα και είχε εξουθενωθεί. Ξανά και ξανά της
εξηγούσε πως, όπως ο ίδιος δεν διάλεγε το γραφείο στο οποίο
καθόταν, έτσι κι εκείνη δεν γινόταν να διαλέξει την κουζίνα
όπου θα μαγείρευε. Το θέμα δεν ήταν προσωπικό. Τα σκηνικά,
όπως και τα γραφεία, επιλέγονται με βάση συγκεκριμένες
έρευνες και προϋπολογισμούς. Μα κάθε φορά που εξέθετε τα
επιχειρήματά
του,
εκείνη
κουνούσε
το
κεφάλι
σαν
να
καταλάβαινε και μετά έλεγε: «Ναι, αλλά…». Και ξεκινούσαν
πάλι από την αρχή. Το ίδιο ίσχυε και για το σενάριο. Της έλεγε
ότι η δουλειά της ήταν να ξεσηκώσει το κοινό, όχι να το κάνει να
βαρεθεί. Και, με όλα αυτά τα κουραστικά συστατικά της,
γινόταν πολύ βαρετή. Γι’ αυτό και ο Ουόλτερ αποφάσισε πως
είχε έρθει η ώρα να προσθέσουν ζωντανό κοινό στην εκπομπή.
Διότι ήξερε πως οι αληθινοί άνθρωποι που θα κάθονταν λίγα
μέτρα μακριά της θα της έδειχναν κατευθείαν πόσο επικίνδυνο
είναι να γίνεσαι βαρετός.
«Καλώς ορίσατε στην πρώτη μας εκπομπή με ζωντανό κοινό»
είπε η Ελίζαμπεθ.
Μέχρι εδώ καλά.
«Κάθε απόγευμα, από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή, θα
φτιάχνουμε το δείπνο μαζί».
Ακριβώς αυτά που της είχε γράψει.
«Ας ξεκινήσουμε με το αποψινό μας δείπνο: σπανάκι
σουφλέ».
Δαμάστηκε το άλογο. Επιτέλους, ακολουθεί τους κανόνες.
«Αλλά πρώτα πρέπει να καθαρίσουμε τον πάγκο εργασίας
μας».
Ο Ουόλτερ γούρλωσε τα μάτια βλέποντάς τη να παίρνει το
καφετί κουβάρι και να το πετάει στο κοινό.
Όχι, όχι! ικέτεψε σιωπηλά.
Ο καμεραμάν τον κοίταξε, ενώ το κοινό ξέσπασε σε νευρικά
γέλια.
«Μήπως χρειάζεται κανείς λαστιχάκια;» ρώτησε, σηκώνοντας
ψηλά το μπαλάκι από λαστιχάκια. Υψώθηκαν αρκετά χέρια κι
εκείνη πέταξε το μπαλάκι στο κοινό.
Ο Ουόλτερ, αποσβολωμένος, γράπωσε τα μπράτσα της
πτυσσόμενης πάνινης καρέκλας του.
«Θέλω να έχω ελεύθερο χώρο όταν δουλεύω» εξήγησε εκείνη.
« Έτσι υπογραμμίζεται η ιδέα ότι η δουλειά που θα κάνουμε
εσείς κι εγώ είναι σημαντική. Και σήμερα έχω πολλά να κάνω,
οπότε θα ήθελα τη βοήθειά σας για να αδειάσω κι άλλο τον
χώρο. Μήπως θέλει κανείς ένα βάζο για μπισκότα;»
Μπροστά στα έντρομα μάτια του Ουόλτερ, σχεδόν όλα τα
χέρια σηκώθηκαν και, πριν το καλοκαταλάβει, ο κόσμος άρχισε
να ανεβαίνει στο πλατό, με την Ελίζαμπεθ να τους παροτρύνει
να πάρουν ό,τι θέλουν. Μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό είχαν
εξαφανιστεί τα πάντα, ακόμα και οι πίνακες από τους τοίχους.
Το μόνο που έμεινε ήταν το ψεύτικο παράθυρο και το μεγάλο
ρολόι.
«Εντάξει» είπε τελικά η Ελίζαμπεθ με σοβαρό ύφος, ενώ το
κοινό επέστρεφε στις θέσεις του. «Ας αρχίσουμε λοιπόν».
Ο Ουόλτερ ξεροκατάπιε. Ένας από τους βασικούς κανόνες της
τηλεόρασης –πέρα από τη διασκέδαση– είναι να προσποιείσαι
πως ό,τι κι αν συμβαίνει αποτελεί μέρος του σχεδίου. Αυτό
εκπαιδεύονται να κάνουν οι παρουσιαστές, και ο Ουόλτερ, που
ουδέποτε υπήρξε παρουσιαστής, αποφάσισε εκείνη τη στιγμή
να το δοκιμάσει. Ανακάθισε στην πάνινη καρέκλα του κι έγειρε
εμπρός, λες και ήταν ο ίδιος που είχε ενορχηστρώσει όλη αυτή
την
κατάφωρη
παραβίαση
των
κανόνων
τηλεοπτικής
συμπεριφοράς. Όμως, φυσικά, δεν ήταν έτσι, πράγμα το οποίο
γνώριζαν καλά όλοι, με τον καθένα να αντιδρά στην
ανικανότητά του με τον δικό του τρόπο: ο καμεραμάν
κουνώντας
αποδοκιμαστικά
το
κεφάλι,
ο
ηχολήπτης
αναστενάζοντας, ο σκηνογράφος κάνοντας κωλοδάχτυλο στον
Ουόλτερ από τα δεξιά της σκηνής. Εντωμεταξύ, η Ελίζαμπεθ
έκοβε στο πλατό μια τεράστια μάζα από σπανάκι με το
μεγαλύτερο μαχαίρι του κόσμου.
Ο Λέμπενσμαλ σίγουρα θα τον καρύδωνε.
Έκλεισε
τα
μάτια
για
μερικά
δευτερόλεπτα
και
αφουγκράστηκε τους ήχους του κοινού στο στούντιο: τις
μικρές μετακινήσεις στις θέσεις, τα βηχαλάκια. Κάπου πέρα
μακριά άκουγε την Ελίζαμπεθ να μιλάει για τον ρόλο που
διαδραματίζουν το κάλιο και το μαγνήσιο στον οργανισμό. Η
ατάκα που είχε γράψει για το συγκεκριμένο σημείο ήταν από
τις αγαπημένες του. Δεν έχει ωραίο χρώμα το σπανάκι; Πράσινο… Μου
θυμίζει άνοιξη. Εκείνη απλώς την προσπέρασε.
«…Πολλοί πιστεύουν ότι το σπανάκι μάς δυναμώνει επειδή
περιέχει σχεδόν τόσο σίδηρο όσο και το κρέας. Όμως η αλήθεια
είναι ότι το σπανάκι περιέχει μεγάλη ποσότητα οξαλικού οξέος,
το οποίο περιορίζει την απορρόφηση του σιδήρου. Άρα, όταν ο
Ποπάι ισχυρίζεται ότι δυναμώνει τρώγοντας σπανάκι, μην τον
πιστεύετε».
Τέλεια. Έβγαλε και τον Ποπάι ψεύτη.
«Ωστόσο το σπανάκι έχει μεγάλη θρεπτική αξία, και θα
μιλήσουμε γι’ αυτήν, καθώς και για πολλά άλλα» είπε
κραδαίνοντας το μαχαίρι της προς την κάμερα «αμέσως μετά το
διάλειμμα».
Γαμώ τον Χριστό μου! Δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί από
την καρέκλα του.
«Ουόλτερ» του είπε δευτερόλεπτα αργότερα, σπεύδοντας
προς το σημείο όπου καθόταν. «Πώς σου φάνηκε; Ακολούθησα
τη συμβουλή σου. Ξεσήκωσα το κοινό».
Στράφηκε προς το μέρος της με πρόσωπο ανέκφραστο.
« Έκανα αυτό ακριβώς που μου έλεγες: χάρισα διασκέδαση
στο κοινό. Μιας και χρειαζόμουν περισσότερο χώρο στους
πάγκους μου, σκέφτηκα το μπέιζμπολ, τους πλανόδιους
πωλητές που πετάνε τα φιστίκια στον κόσμο. Και τελικά
λειτούργησε».
«Ναι» απάντησε κοφτά εκείνος. «Κι ύστερα τους κάλεσες
όλους να μπουν στο γήπεδο και να σηκώσουν τα πάντα:
ρόπαλα, γάντια κι ό,τι άλλο βρουν τριγύρω».
Η Ελίζαμπεθ ξαφνιάστηκε.
«Φαίνεσαι θυμωμένος».
«Σε τριάντα δευτερόλεπτα, κυρία Ζοτ» είπε ο καμεραμάν.
«Όχι, όχι» συνέχισε ήρεμα ο Ουόλτερ «δεν είμαι θυμωμένος.
Έξαλλος είμαι».
«Μα εσύ μου είπες να τους διασκεδάσω».
«Όχι. Αυτό που έκανες ήταν ότι πήρες πράγματα που δεν σου
ανήκαν και τα χάρισες».
«Μα χρειαζόμουν τον χώρο».
«Τη Δευτέρα ετοιμάσου να πεθάνεις» της δήλωσε. «Πρώτα
εγώ και μετά εσύ».
Η Ελίζαμπεθ του γύρισε την πλάτη.
«Να με πάλι!» την άκουσε να λέει με εκνευρισμένη φωνή,
ενώ το κοινό την υποδεχόταν χειροκροτώντας.
Ευτυχώς, ύστερα απ’ αυτό δεν άκουσε πολλά, αν και η αιτία
ήταν το στομάχι του που πονούσε και η καρδιά του που
σφυροκοπούσε στο στήθος του με τρόπο που έλπιζε πως
έδειχνε ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Έκλεισε τα μάτια για να
επισπεύσει τον θάνατό του – εγκεφαλικό ή ανακοπή, του
έκαναν και τα δύο.
Σήκωσε το βλέμμα και είδε την Ελίζαμπεθ να ανεμίζει τα
χέρια της στην άδεια κουζίνα.
«Η μαγειρική είναι χημεία» έλεγε. «Και η χημεία είναι ζωή. Η
ικανότητά σας ν’ αλλάξετε τα πάντα –συμπεριλαμβανομένου
του εαυτού σας– ξεκινάει εδώ».
Θεούλη μου!
Η γραμματέας του έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι για τον
Λέμπενσμαλ που ήθελε να τον δει πρωί πρωί. Έκλεισε πάλι τα
μάτια. Χαλάρωσε, είπε από μέσα του. Πάρε μια βαθιά ανάσα.
Πίσω από τα κλειστά βλέφαρά του είδε κάτι που δεν ήθελε
καθόλου να δει: τον εαυτό του σε μια κηδεία –στη δική του
κηδεία– και πλήθος κόσμου να συρρέει φορώντας χρωματιστά
ρούχα. Άκουσε κάποιον –τη γραμματέα του ίσως– να εξηγεί
πώς πέθανε. Ήταν μια βαρετή ιστορία και δεν του άρεσε, αλλά
ταίριαζε
στο
προφίλ
του
απογευματινού
προγράμματος.
Τέντωσε τ’ αυτιά του ελπίζοντας ν’ ακούσει κάτι για τη ζωή του
διανθισμένο με φιλοφρονήσεις, όμως οι περισσότεροι έλεγαν
πράγματα όπως: «Λοιπόν, τι θα κάνετε το Σαββατοκύριακο;».
Κάπου πέρα μακριά άκουσε την Ελίζαμπεθ να μιλάει για τη
σπουδαιότητα της δουλειάς. Πάλι κήρυγμα έκανε, γεμίζοντας
τα
κεφάλια
των
παρευρισκόμενων
με
ιδέες
περί
αυτοσεβασμού. «Να παίρνετε ρίσκα» έλεγε. «Μη φοβάστε να
πειραματιστείτε».
Μην είστε σαν τον Ουόλτερ, εννοούσε.
Μα δεν θα έπρεπε οι άνθρωποι στις κηδείες να φοράνε
μαύρα;
«Το θάρρος στην κουζίνα μεταφράζεται σε θάρρος στη ζωή»
δήλωνε η Ζοτ.
Μα ποιος της ζήτησε να αναλάβει τη νεκρολογία του; Ο Φιλ;
Τι αγένεια. Και τραγική ειρωνεία, αν σκεφτόταν κανείς ότι το
μοναδικό ρίσκο που είχε πάρει ο Ουόλτερ Πάιν στη ζωή του –η
πρόσληψή της– είχε γίνει και η αιτία του πρόωρου θανάτου του.
Να παίρνετε ρίσκα, μη φοβάστε να πειραματιστείτε, και κολοκύθια
τούμπανα, Ζοτ. Και ποιος κατέληξε νεκρός;
Συνέχιζε ν’ ακούει τη φωνή της στο βάθος, συνοδευόμενη
από τον επίμονο κρότο ενός μαχαιριού. Και δέκα περίπου
λεπτά αργότερα η ατάκα της για το κλείσιμο της εκπομπής:
«Παιδιά, στρώστε το τραπέζι. Η μητέρα σας χρειάζεται λίγο
χρόνο για τον εαυτό της».
Με λίγα λόγια, αρκετά με τον πεθαμένο Ουόλτερ, ας
επιστρέψουμε σ’ εμένα.
Οι πενθούντες χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Ώρα για ποτό.
Κι αυτό ήταν. Δυστυχώς, ο νοερός θάνατός του έμοιαζε πολύ
με τη ζωή του. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι η φράση «πλήξη μέχρι
θανάτου» ίσως να ήταν κάτι παραπάνω από λόγια.
«Κύριε Πάιν;»
«Ουόλτερ;»
Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του.
«Μήπως να φωνάξω γιατρό;» ρώτησε μια φωνή.
« Ίσως θα έπρεπε» είπε μια άλλη.
Άνοιξε τα μάτια και είδε τη Ζοτ και τη Ρόζα όρθιες μπροστά
του.
«Μάλλον λιποθύμησες» τον πληροφόρησε η Ζοτ.
«Είχατε γείρει στην καρέκλα» πρόσθεσε η Ρόζα.
«Οι
σφυγμοί
σου
είναι
ανεβασμένοι»
ανακοίνωσε
η
Ελίζαμπεθ, με τα δάχτυλά της στον καρπό του.
«Να φωνάξω γιατρό;» ρώτησε πάλι η Ρόζα.
« Έχεις φάει τίποτα, Ουόλτερ; Πότε ήταν η τελευταία φορά
που έφαγες κάτι;»
«Καλά είμαι» είπε ο Ουόλτερ με τραχιά φωνή. «Φύγετε».
Όμως δεν ένιωθε πολύ καλά.
«Μεσημεριανό δεν έφαγε» την ενημέρωσε η Ρόζα. «Δεν πήρε
τίποτε από το τρόλεϊ με τα φαγητά. Και ξέρουμε ότι δεν έφαγε
βραδινό».
«Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ, παίρνοντας τα ηνία. «Πάρε
αυτό μαζί σου στο σπίτι». Έβαλε στα χέρια του ένα μεγάλο
ταψί. «Είναι το σπανάκι σουφλέ που μόλις έφτιαξα. Βάλ’ το
στον φούρνο στους εκατόν ογδόντα βαθμούς για σαράντα
λεπτά. Μπορείς να το κάνεις;»
«Όχι» απάντησε εκείνος και ανακάθισε. «Δεν μπορώ. Εξάλλου
η
Αμάντα
απεχθάνεται
το
σπανάκι,
οπότε
ΟΧΙ».
Και,
συνειδητοποιώντας ότι ακουγόταν σαν καπριτσιόζικο παιδάκι,
γύρισε προς την κομμώτρια-μακιγιέζ –μα πώς την έλεγαν;– και
της είπε: «Λυπάμαι που σε ανησύχησα…» –ψελλίζοντας μέσα
από τα δόντια του έναν ακατάληπτο συνδυασμό πιθανών
ονομάτων– «αλλά είμαι μια χαρά. Καλή σου νύχτα».
Για να αποδείξει πόσο καλά ένιωθε, σηκώθηκε από την
καρέκλα και πήγε παραπατώντας στο γραφείο του, όπου
περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί ότι είχαν εγκαταλείψει και οι
δύο το κτίριο, για να φύγει κι αυτός. Φτάνοντας ωστόσο στο
πάρκινγκ, βρήκε το ταψί πάνω στο καπό του. Στους 180 για
σαράντα λεπτά, έλεγε το σημείωμα.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, μόνο και μόνο επειδή ήταν
υπερβολικά κουρασμένος, έβαλε το παλιόπραμα στον φούρνο
και λίγο αργότερα κάθισε να φάει με τη μικρή του κόρη.
Ύστερα από τρεις μπουκιές η Αμάντα δήλωσε ότι ήταν το
ωραιότερο φαγητό που είχε φάει ποτέ της.
27
Τα πάντα για μένα
ΜΑΪΟΣ 1960
«Α γόρια και κορίτσια» ανακοίνωσε την επόμενη άνοιξη η
κυρία Μάντφορντ «θα ξεκινήσουμε μια καινούργια εργασία.
Λέγεται “Τα πάντα για μένα”».
Η Μάντλεν πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ζητήστε, παρακαλώ, από τις μητέρες σας να συμπληρώσουν
αυτό. Ονομάζεται “οικογενειακό δέντρο”. Τα όσα γραφτούν σ’
αυτό το δέντρο θα σας βοηθήσουν να μάθετε πράγματα για
έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο. Φαντάζεται κανείς ποιος
μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος; Για να σας βοηθήσω λιγάκι,
θα σας πω ότι η απάντηση κρύβεται στον τίτλο της καινούργιας
μας εργασίας: “Τα πάντα για μένα”».
Τα παιδιά κάθισαν σχηματίζοντας ένα πρόχειρο ημικύκλιο
μπροστά στα πόδια της κυρίας Μάντφορντ, με το πιγούνι
στηριγμένο στα χέρια τους.
«Ποιος θέλει να μαντέψει πρώτος;» ρώτησε η Μάντφορντ.
«Ναι, Τόμι».
«Να πάω τουαλέτα;»
«“Μπορώ να πάω τουαλέτα;” λέμε Τόμι, και όχι, δεν μπορείς.
Πλησιάζει το σχόλασμα. Θα πας σε λίγο».
«Ο Πρόεδρος» πέταξε η Λίνα.
«“Μήπως
είναι
ο
Πρόεδρος;”»
τη
διόρθωσε
η
κυρία
Μάντφορντ. «Και όχι, κάνεις λάθος, Λίνα».
«Μήπως είναι η Λάσι;» πρότεινε η Αμάντα.
«Όχι, Αμάντα. Οικογενειακό δέντρο θα φτιάξουμε, όχι
σκυλόσπιτο. Για ανθρώπους μιλάμε, όχι για ζώα».
«Μα οι άνθρωποι είναι ζώα» δήλωσε η Μάντλεν.
«Όχι, δεν είναι, Μάντλεν». Η κυρία Μάντφορντ ξεφύσηξε
εκνευρισμένη. «Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι».
«Ο Γιόγκι ο Αρκούδος, τότε;» ρώτησε ένα άλλο παιδί.
«“Μήπως είναι ο Γιόγκι ο Αρκούδος;”» διόρθωσε ενοχλημένη η
κυρία Μάντφορντ. «Φυσικά και όχι. Το οικογενεια­κό δέντρο
δεν έχει αρκούδες και σίγουρα δεν έχει σχέση με τηλεοπτικές
εκπομπές. Άνθρωποι είμαστε».
«Μα οι άνθρωποι είναι ζώα» επέμεινε η Μάντλεν.
«Μάντλεν!» είπε απότομα η κυρία Μάντφορντ. «Αρκετά!»
«Είμαστε ζώα;» ρώτησε ο Τόμι τη Μάντλεν με γουρλωμένα
μάτια.
«ΟΧΙ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ!» φώναξε η κυρία Μάντφορντ.
Μα ο Τόμι είχε ήδη χώσει τα δάχτυλά του στις μασχάλες του
και είχε αρχίσει να χοροπηδάει στην τάξη τσιρίζοντας σαν
χιμπατζής. «Ιιιι, ιιιιι!» φώναζε στα άλλα νήπια, τα μισά από τα
οποία τον ακολούθησαν αμέσως στο παιχνίδι. «Ιιιιοοοο!
Ιιιιιιοοοο!»
«ΣΤΑΜΑΤΑ,
ΤΟΜΙ!»
φώναξε
η
κυρία
Μάντφορντ.
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΟΛΟΙ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ
ΠΑΤΕ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ!» Η αγριάδα της φωνής
της σε συνδυασμό με την απειλή της ανώτερης εξουσίας
έστειλε τα παιδιά πίσω στις θέσεις τους στο πάτωμα.
«ΛΟΙΠΟΝ» συνέχισε κοφτά «όπως σας έλεγα, θα μάθετε
καινούργια πράγματα για έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο.
ΑΝΘΡΩΠΟ» τόνισε, αγριοκοιτάζοντας τη Μάντλεν. «Ποιος
μπορεί να είναι λοιπόν αυτός ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;»
Κανείς δεν σάλεψε.
«ΠΟΙΟΣ;» απαίτησε εκείνη.
Μερικά κεφαλάκια κουνήθηκαν.
«Ε λοιπόν, είστε ΕΣΕΙΣ, παιδιά» φώναξε θυμωμένη.
«Τι; Γιατί;» ρώτησε η Τζούντι, ελαφρώς ανήσυχη. «Τι έκανα;»
«Μην είσαι κουτή, Τζούντι» είπε η κυρία Μάντφορντ. «Για
όνομα του Θεού!»
«Η μαμά μου λέει ότι δεν θα δώσει πια στο σχολείο δεκάρα
τσακιστή» δήλωσε ένα ατημέλητο αγόρι, ο Ρότζερ.
«Ποιος
μίλησε
για
λεφτά,
Ρότζερ;»
τσίριξε
η
κυρία
διόρθωσε
η
κυρία
Μάντφορντ.
«Να δω το δέντρο;» ρώτησε η Μάντλεν.
«“Μπορώ να
δω
το
δέντρο;”»
τη
Μάντφορντ.
«Μπορώ;» επέμεινε η Μάντλεν.
«ΟΧΙ,
ΔΕΝ
ΜΠΟΡΕΙΣ!»
τσίριξε
η
κυρία
Μάντφορντ,
διπλώνοντας το χαρτί στα τέσσερα, λες και έτσι θα το
προστάτευε από το κορίτσι. «Αυτό το δέντρο δεν είναι για σένα,
Μάντλεν, είναι για τη μητέρα σου. Λοιπόν, παιδιά» συνέχισε,
προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχο, «μπείτε στη σειρά,
ένας ένας. Θα καρφιτσώσω το χαρτί στα μπλουζάκια σας. Κι
ύστερα θα πάτε σπίτι».
«Η μαμά μου δεν θέλει να καρφιτσώνετε πράγματα πάνω
μου» είπε η Τζούντι. «Λέει ότι κάνετε τρύπες στα ρούχα μου».
Η μάνα σου είναι μια ψεύτρα σκρόφα, θα ήθελε πολύ να απαντήσει
η κυρία Μάντφορντ, αλλά αντί γι’ αυτό είπε:
«Δεν
πειράζει,
Τζούντι.
Στο
δικό
σου
θα
βάλουμε
συνδετήρα».
Ένα ένα, τα παιδιά άφησαν την κυρία Μάντφορντ να
στερεώσει τα χαρτιά στα μπλουζάκια τους κι έπειτα βγήκαν στη
σειρά από την πόρτα. Μόλις πέρασαν το κατώφλι, ανέπτυξαν
αμέσως ταχύτητα, σαν μικρά πόνι που είχαν μείνει για ώρες
δεμένα.
«Όχι εσύ, Μάντλεν. Εσύ μείνε εδώ».
«Για να καταλάβω» είπε η Χάριετ όταν η Μάντλεν της εξήγησε
γιατί είχε αργήσει. « Έπρεπε να μείνεις μετά το σχόλασμα
επειδή είπες στη δασκάλα σου ότι οι άνθρωποι είναι ζώα; Μα
γιατί το είπες αυτό, γλυκιά μου; Δεν είναι και πολύ ωραίο».
«Δεν είναι;» απόρησε η Μάντλεν. «Μα γιατί; Αφού είμαστε
ζώα».
Η Χάριετ αναρωτήθηκε αν το κοριτσάκι είχε δίκιο, αν ήταν
πράγματι οι άνθρωποι ζώα. Δεν ήξερε.
«Μερικές φορές είναι καλύτερα να μη διαφωνούμε. Η
δασκάλα σου αξίζει τον σεβασμό σου, και κάποιες φορές αυτό
σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνείς μαζί της, ακόμα κι αν
διαφωνείς. Έτσι λειτουργεί η διπλωματία».
«Εγώ νόμιζα ότι διπλωματία σημαίνει να είμαστε ευγενικοί».
«Αυτό ακριβώς εννοώ».
«Ακόμα κι αν μας λένε λάθος πράγματα;»
«Ναι».
Η Μάντλεν δάγκωσε απαλά το χειλάκι της.
«Εσύ δεν κάνεις λάθος κάποιες φορές; Σίγουρα δεν θα ήθελες
να σε διορθώσει κάποιος μπροστά σε κόσμο, έτσι δεν είναι; Η
κυρία Μάντφορντ θα ντράπηκε μάλλον».
«Δεν έδειξε να ντρέπεται. Και δεν είναι η πρώτη φορά που
μας λέει λάθος πληροφορίες. Την περασμένη εβδομάδα μάς
είπε πως ο Θεός δημιούργησε τη Γη».
«Πολλοί άνθρωποι το πιστεύουν αυτό» είπε η Χάριετ. «Δεν
είναι κακό να πιστεύεις κάτι τέτοιο».
«Εσύ το πιστεύεις;»
«Ας ρίξουμε, καλύτερα, μια ματιά στο σημείωμα» είπε,
ξεκαρφιτσώνοντας γρήγορα το χαρτί από την μπλούζα της
μικρής.
«Είναι μια εργασία για το οικογενειακό μας δέντρο» την
ενημέρωσε η Μάντλεν, αφήνοντας το φαγητοδοχείο της στον
πάγκο. «Πρέπει να το συμπληρώσει η μαμά».
«Δεν μου αρέσουν αυτά τα πράγματα…» μουρμούρισε η
Χάριετ καθώς περιεργαζόταν την κακοσχεδιασμένη βελανιδιά
που τα κλαδιά της απαιτούσαν ονόματα συγγενών –ζωντανών,
χαμένων, νεκρών– οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους λόγω
γάμου, γέννησης ή κακοτυχίας. «Η αδιάκριτη! Παντού τη
χώνει τη μύτη της. Μήπως σκοπεύει να μας στείλει και
κανέναν δικαστικό κλητήρα;»
«Γιατί, θα έπρεπε;» ρώτησε με δέος η Μάντλεν.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;» είπε η Χάριετ, διπλώνοντας πάλι το
χαρτί. «Λέω ότι αυτά τα δέντρα είναι μια κακή προσπάθεια να
νιώσει κανείς σπουδαίος πατώντας πάνω σε κάποιον άλλον.
Αποτελούν επίσης σοβαρή παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του
ατόμου. Η μητέρα σου θα γίνει έξαλλη. Στη θέση σου, δεν θα
της το έδειχνα».
«Μα εγώ δεν ξέρω τις απαντήσεις. Δεν ξέρω τίποτα για τον
μπαμπά μου». Θυμήθηκε το σημείωμα που είχε βάλει η μητέρα
της στο φαγητοδοχείο της κάποιο πρωί: Η βιβλιο­θηκάριος είναι η
πιο σημαντική δασκάλα σ’ ένα σχολείο. Ό,τι δεν γνωρίζει, μπορεί να το
μάθει. Αυτό δεν είναι απλώς μια άποψη, είναι γεγονός. Μην αποκαλύψεις
αυτό το γεγονός στην κυρία Μάντφορντ.
Όταν όμως η Μάντλεν ζήτησε από τη βιβλιοθηκάριο του
σχολείου να της δείξει που βρίσκονταν οι επετηρίδες του
Κέμπριτζ, εκείνη συνοφρυώθηκε και της έδωσε ένα περιοδικό.
«Ξέρεις πολλά για τον πατέρα σου» συνέχισε η Χάριετ. «Για
παράδειγμα, ξέρεις ότι οι γονείς του πατέρα σου –ο παππούς
και η γιαγιά σου– σκοτώθηκαν σε ένα δυστύχημα με τρένο όταν
εκείνος ήταν μικρός. Και ότι πήγε να μείνει με τη θεία του,
ώσπου σκοτώθηκε κι εκείνη πέφτοντας με το αυτοκίνητό της
σ’ ένα δέντρο. Και μετά πήγε να μείνει σ’ ένα ορφανοτροφείο
με κάπως κοριτσίστικο όνομα, που όμως δεν το θυμάμαι. Και
ότι ο πατέρας σου είχε μια νονά, αν και οι νονές δεν έχουν
θέση στα οικογενειακά δέντρα».
Την ίδια στιγμή που ανέφερε τη νονά, η Χάριετ το μετάνιωσε.
Γνώριζε για εκείνη μόνο επειδή έχωνε τη μύτη της παντού, και
προφανώς δεν επρόκειτο για κανονική νονά αλλά για κάτι σαν
νεραϊδονονά. Όλα αυτά η Χάριετ τα ήξερε επειδή μια μέρα,
πολύ καιρό πριν γνωρίσει την Ελίζαμπεθ, ο Κάλβιν είχε φύγει
βιαστικά για τη δουλειά αφήνοντας την εξώπορτά του ανοιχτή,
και η ίδια, σαν καλή γειτόνισσα, πήγε να την κλείσει.
Φυσικά,
επειδή
η
Χάριετ
ήταν
άνθρωπος
που
πάντα
υπερέβαλλε εαυτόν, μπήκε μέσα στο σπίτι για να βεβαιωθεί ότι
δεν είχε γίνει διάρρηξη. Μια προσεκτική επιθεώρηση την
έπεισε ότι δεν είχε συμβεί τίποτε απολύτως στο διάστημα των
σαράντα έξι δευτερολέπτων από την αναχώρηση του Κάλβιν.
Άπαξ και βρέθηκε μέσα όμως, ανακάλυψε αρκετά πράγματα.
Πρώτον, ο Κάλβιν Έβανς ήταν σπουδαίος επιστήμονας – μέχρι
που είχε γίνει εξώφυλλο σε περιοδικό. Δεύτερον, ήταν
ακατάστατος.
Τρίτον,
είχε
μεγαλώσει
σ’
ένα
άθλιο
ορφανοτροφείο θρησκευτικού χαρακτήρα κάπου στο Σιου Σίτι.
Έμαθε για το ορφανοτροφείο επειδή είδε ένα χαρτί πάνω πάνω
στον σκουπιδοτενεκέ του. Ένα χαρτί το οποίο η Χάριετ είχε
σπεύσει να περισώσει αμέσως από τα σκουπίδια, γιατί καμιά
φορά τυχαίνει κανείς να πετάξει κάτι που στην πραγματικότητα
ήθελε να το κρατήσει. Σύμφωνα με το χαρτί λοιπόν, το
ορφανοτροφείο χρειαζόταν χρήματα. Έχοντας χάσει τον βασικό
χρηματοδότη του –τον άνθρωπο που είχε φροντίσει κάποτε
ώστε τα αγόρια να έχουν «επιστημονικές εκπαιδευτικές
ευκαιρίες και επωφελείς για την υγεία τους εξωτερικές
δραστηριότητες»–, το ορφανοτροφείο έκανε τώρα έκκληση σε
παλιούς τροφίμους του. Μήπως ο Κάλβιν Έβανς θα μπορούσε
να βοηθήσει; Πείτε ναι! Κάντε μια δωρεά στο Ορφανοτροφείο Αρρένων
Άγιοι Πάντες σήμερα κιόλας! Η απάντησή του βρισκόταν κι αυτή
στα σκουπίδια. Το γενικό νόημα ήταν: πώς τολμάτε, άντε
γαμηθείτε, θα έπρεπε να είστε φυλακή όλοι σας.
«Τι είναι νονά;» ρώτησε η Μάντλεν.
«Μια στενή φίλη της οικογένειας ή κάποια συγγενής»
απάντησε η Χάριετ, βγάζοντας κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό
της.
«Κάποια
που
υποτίθεται
πως
φροντίζει
για
την
πνευματική σου ζωή».
«Εγώ έχω;»
«Νονά;»
«Πνευματική ζωή».
«Α» έκανε η Χάριετ. «Δεν ξέρω. Πιστεύεις σε πράγματα που
δεν μπορείς να δεις;»
«Μου αρέσουν τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα».
«Εμένα όχι» είπε η Χάριετ. «Δεν μ’ αρέσει να με ξεγελούν».
«Όμως πιστεύεις στον Θεό».
«Εεε, ναι».
«Γιατί;»
«Απλώς πιστεύω. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν».
«Η μαμά μου δεν πιστεύει».
«Το
ξέρω».
Η
Χάριετ
προσπάθησε
να
κρύψει
την
αποδοκιμασία της. Η ίδια έβρισκε λάθος το να μην πιστεύεις
στον Θεό. Το θεωρούσε έλλειψη ταπεινότητας. Κατά τη γνώμη
της, η πίστη στον Θεό ήταν απαραίτητη, όπως το βούρτσισμα
των δοντιών ή τα εσώρουχα. Σίγουρα όλοι οι ευπρεπείς
άνθρωποι πίστευαν στον Θεό – ακόμα και απρεπείς άνθρωποι,
σαν τον άντρα της, πίστευαν. Ο Θεός ήταν ο λόγος που οι δυο
τους εξακολουθούσαν να είναι παντρεμένοι, καθώς ο γάμος
τους ήταν το βάρος που έπρεπε να σηκώσει – γιατί της είχε
δοθεί από τον Θεό. Ο Θεός ήταν απλόχερος με τα βάρη, έδινε
στον καθέναν κι από ένα. Εξάλλου, αν δεν πίστευες στον Θεό,
δεν πίστευες και στον παράδεισο και την κόλαση, κι εκείνη
ήθελε πολύ να πιστεύει στην κόλαση, γιατί ήθελε πολύ να
πιστεύει ότι εκεί θα κατέληγε ο κύριος Σλόουν. Σηκώθηκε
όρθια. «Πού είναι το σκοινί σου; Ώρα να εξασκηθείς στους
κόμπους».
«Τους ξέρω ήδη όλους» είπε η Μάντλεν.
«Μπορείς να τους κάνεις και με κλειστά μάτια;»
«Ναι».
«Και με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη; Μπορείς;»
«Ναι».
Η Χάριετ παρίστανε ότι ενθάρρυνε τα παράξενα χόμπι της
Μάντλεν, όμως η αλήθεια ήταν άλλη. Στο παιδί δεν άρεσαν οι
Μπάρμπι ή τα πεντόβολα – προτιμούσε τους κόμπους, τα
βιβλία
για
πολέμους,
τις
φυσικές
καταστροφές.
Την
προηγούμενη μέρα η Χάριετ είχε ακούσει τη Μάντλεν να
ρωτάει τη βιβλιοθηκάριο της γειτονιάς για το ηφαίστειο
Κρακατόα: Πότε πίστευε ότι μπορεί να συνέβαινε η επόμενη
έκρηξη; Πώς θα ειδοποιούσαν τους κατοίκους; Περίπου πόσοι
άνθρωποι θα πέθαιναν;
Η Χάριετ γύρισε το κεφάλι και είδε τη Μάντλεν να κοιτάζει το
οικογενειακό
δέντρο,
με
τα
μεγάλα
γκρίζα
μάτια
της
καρφωμένα στα άδεια κλαδιά, τα δοντάκια της να δαγκώνουν
επίμονα το κάτω χείλος της. Και ο Κάλβιν δάγκωνε τα χείλια
του. Άραγε θα μπορούσε να είναι κληρονομικό κάτι τέτοιο; Δεν
ήταν σίγουρη. Η ίδια είχε κάνει τέσσερα παιδιά, το ένα
εντελώς
διαφορετικό
από
το
άλλο
και
όλα
απολύτως
διαφορετικά από εκείνη. Και τώρα; Ήταν όλα σαν ξένα, το
καθένα σε μια μακρινή πόλη, με τη δική του ζωή και τα δικά
του παιδιά. Ήθελε να πιστεύει πως υπήρχε ένας ατσάλινος
δεσμός που τα ένωνε μαζί της για πάντα, όμως δεν ήταν έτσι.
Η οικογένεια απαιτεί συνεχή προσπάθεια.
«Πεινάς;» ρώτησε η Χάριετ. «Θέλεις λίγο τυρί;» Έχωσε το χέρι
στο βάθος του ψυγείου, ενώ η Μάντλεν έβγαλε ένα βιβλίο από
την τσάντα της: Πέντε χρόνια με τους κανίβαλους του Κονγκό.
Η Χάριετ στράφηκε πίσω και της έριξε μια λοξή ματιά.
«Γλυκιά μου, ξέρει η δασκάλα σου ότι διαβάζεις αυτό το
βιβλίο;»
«Όχι».
«Ας μην το μάθει καλύτερα».
Αυτός ήταν ένας ακόμα τομέας τον οποίο εκείνη και η
Ελίζαμπεθ δεν αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο: η ανάγνωση.
Δεκαπέντε μήνες πριν η Χάριετ υπέθετε ότι η Μάντλεν απλώς
παρίστανε πως διάβαζε. Στα παιδιά αρέσει να μιμούνται τους
γονείς τους. Όμως πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η Ελίζαμπεθ όχι
μόνο είχε μάθει στη Μάντλεν ανάγνωση αλλά και την
παρότρυνε
να
διαβάζει
ιδιαίτερα
περίπλοκα
πράγματα:
εφημερίδες, μυθιστορήματα, επιστημονικά περιοδικά.
Η Χάριετ είχε αναλογιστεί την πιθανότητα να είναι το παιδί
ιδιοφυΐα – εξάλλου ο πατέρας της ήταν. Όμως όχι, απλώς η
Μάντλεν είχε καλή δασκάλα, την Ελίζαμπεθ. Η οποία αρνιόταν
να αποδεχτεί όρια όχι μόνο για τον εαυτό της αλλά και για τους
άλλους. Περίπου έναν χρόνο μετά τον θάνατο του κυρίου
Έβανς, η Χάριετ είχε δει κάτι σημειώσεις στο γραφείο της
Ελίζαμπεθ που της έδωσαν να καταλάβει πως προσπαθούσε να
μάθει στον Εξίμισι έναν εξωφρενικό αριθμό λέξεων. Τότε το
είχε αποδώσει στο προσωρινά σαλεμένο μυαλό της λόγω του
πένθους. Όταν όμως η Μάντλεν ήταν τριών ετών, ρώτησε αν
είχε δει κανείς το γιογιό της και ο Εξίμισι το έφερε αμέσως και
το άφησε μπροστά της.
Το Δείπνο στις έξι χαρακτηριζόταν από το ίδιο ακριβώς στοιχείο
του
ανέφικτου.
Η
Ελίζαμπεθ
ξεκινούσε
κάθε
εκπομπή
επιμένοντας πως η μαγειρική δεν είναι εύκολη και πως τα
επόμενα τριάντα λεπτά μπορεί να αποδειχτούν μαρτυρικά.
«Η μαγειρική δεν είναι μια ακριβής επιστήμη» είχε πει μόλις
την προηγούμενη μέρα. «Η ντομάτα που κρατάω στο χέρι μου
είναι διαφορετική από αυτήν που κρατάτε στο δικό σας. Για
τον λόγο αυτόν πρέπει να γνωρίζετε καλά τα συστατικά σας.
Πειραματιστείτε:
δοκιμάστε,
αφουγκραστείτε,
ελέγξτε,
αγγίξτε,
μυρίστε,
αξιολογήστε».
Και
κοιτάξτε,
συνέχισε
αναλύοντας διεξοδικά για τους τηλεθεατές της τις διαδικασίες
της χημικής διάσπασης, οι οποίες, όταν προκαλούνταν από τον
συνδυασμό
θερμοκρασίες,
ανόμοιων
συστατικών
οδηγούσαν
σε
ένα
σε
συγκεκριμένες
περίπλοκο
μείγμα
ενζυματικών αλληλεπιδράσεων, για να καταλήξουν σε ένα
νόστιμο φαγητό. Μιλούσε συχνά για οξέα, βάσεις και ιόντα
υδρογόνου, πράγματα τα οποία η Χάριετ, ακούγοντάς τα
διαρκώς επί τόσες εβδομάδες, είχε αρχίσει, περιέργως, να
καταλαβαίνει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας η Ελίζαμπεθ, με
έκφραση σοβαρή, διαβεβαίωνε τους θεατές της πως ήταν
απόλυτα ικανοί να αντιμετωπίσουν τη δύσκολη πρόκληση, πως
ήξερε ότι ήταν ικανοί κι επινοητικοί άνθρωποι και πως πίστευε
σ’ αυτούς. Τι παράξενη εκπομπή! Όχι ακριβώς ψυχαγωγική.
Περισσότερο σε ορειβασία έφερνε. Κάτι για το οποίο νιώθεις
καλά μόνο αφού τελειώσει.
Παρ’ όλα αυτά, η Χάριετ και η Μάντλεν παρακολουθούσαν
μαζί το Δείπνο στις έξι κάθε μέρα, κρατώντας την ανάσα τους,
σίγουρες πως κάθε επεισόδιο θα ήταν και το τελευταίο.
Η Μάντλεν είχε ανοίξει το βιβλίο της και περιεργαζόταν τώρα
ένα χαρακτικό που έδειχνε έναν άνθρωπο να μασουλάει το
μηριαίο οστό ενός άλλου ανθρώπου.
« Έχουν νόστιμη γεύση οι άνθρωποι;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω» απάντησε η Χάριετ, τοποθετώντας μπροστά στο
παιδί ένα πιάτο με τυρί κομμένο σε κυβάκια. «Φαντάζομαι πως
είναι θέμα μαγειρέματος. Η μητέρα σου, ας πούμε, θα
μπορούσε να κάνει τον οποιονδήποτε να έχει ωραία γεύση».
Εκτός από τον κύριο Σλόουν, φυσικά, σκέφτηκε. Γιατί είναι σάπιος.
Η Μάντλεν κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Σε όλους αρέσουν τα φαγητά της μαμάς».
«Σε ποιους όλους δηλαδή;»
«Στα παιδιά» εξήγησε η Μάντλεν. «Μάλιστα, μερικά φέρνουν
τώρα το ίδιο φαγητό με το δικό μου».
«Αλήθεια;» απόρησε η Χάριετ. «Αποφάγια; Από το δείπνο της
προηγουμένης;»
«Ναι».
«Δηλαδή οι μαμάδες τους βλέπουν την εκπομπή της μαμάς
σου;»
«Μάλλον».
«Αλήθεια;»
«Ναι» είπε με έμφαση η Μάντλεν, λες και η Χάριετ ήταν
αργόστροφη και δεν τα έπιανε.
Η Χάριετ υπέθετε πως το Δείπνο στις έξι είχε πολύ λίγους
τηλεθεατές, κάτι που της είχε επιβεβαιώσει η Ελίζαμπεθ όταν
της εμπιστεύτηκε πως η εξάμηνη δοκιμαστική περίοδος έφτανε
στο τέλος της, πως έδινε μονίμως μάχη και πως ένιωθε σχεδόν
σίγουρη ότι δεν θα ανανέωναν το συμβόλαιό της.
«Μα δεν μπορείτε να τα βρείτε κάπως;» τη ρωτούσε η Χάριετ,
προσπαθώντας να μην ακούγεται απελπισμένη. Της άρεσε
πολύ να βλέπει την Ελίζαμπεθ στην τηλεόραση. « Ίσως… αν
δοκίμαζες να χαμογελάς λιγάκι;»
«Να χαμογελάω;» απόρησε η Ελίζαμπεθ. «Οι χειρουργοί
χαμογελάνε όταν κάνουν αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας; Όχι. Θα
ήθελες να χαμογελάνε; Όχι. Η μαγειρική, όπως και η
χειρουργική, απαιτεί αυτοσυγκέντρωση. Και, τέλος πάντων, ο
Φιλ Λέμπενσμαλ θέλει να φέρομαι λες κι απευθύνομαι σε
ηλίθιους. Δεν θα το κάνω, Χάριετ. Δεν πρόκειται να
συντηρήσω τον μύθο ότι οι γυναίκες είναι ανίκανες. Αν θέλουν
να κόψουν την εκπομπή μου, ας την κόψουν. Θα βρω κάτι
άλλο να ασχοληθώ».
Αλλά όχι κάτι που να πληρώνει τόσο καλά, σκέφτηκε η Χάριετ. Χάρη
στα χρήματα από την τηλεόραση, η Ελίζαμπεθ είχε τηρήσει τον
λόγο της: την πλήρωνε πλέον. Ήταν η πρώτη φορά που η
Χάριετ έπαιρνε μισθό, και δεν μπορούσε να το πιστέψει πόσο
δυνατή την έκανε να νιώθει αυτό.
«Συμφωνώ» είπε διστακτικά η Χάριετ. «Όμως ίσως θα
μπορούσες απλώς να προσποιηθείς ότι κάνεις αυτό που θέλουν.
Να παίξεις το παιχνίδι τους».
Η Ελίζαμπεθ έγειρε στο πλάι το κεφάλι.
«Να παίξω το παιχνίδι τους;»
«Ξέρεις τι εννοώ» συνέχισε η Χάριετ. «Είσαι έξυπνη. Κι αυτό
ίσως να είναι ενοχλητικό για τον κύριο Πάιν ή γι’ αυτόν τον
άλλον, τον Λέμπενσμαλ. Τους ξέρεις δα τους άντρες, δεν τους
ξέρεις;»
Η Ελίζαμπεθ αναλογίστηκε τα λόγια της. Όχι, δεν τους ήξερε
τους άντρες. Με εξαίρεση τον Κάλβιν, τον νεκρό αδερφό της
Τζον, τον δόκτορα Μέισον και ίσως τον Ουόλτερ Πάιν, έμοιαζε
να βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο εαυτό τους. Ήθελαν να
την ελέγχουν ή να την αγγίζουν ή να της επιβάλλονται ή να τη
φιμώνουν ή να τη διορθώνουν ή να της λένε τι να κάνει. Δεν
καταλάβαινε
γιατί
δεν
μπορούσαν
απλώς
να
την
αντιμετωπίζουν ως συνάνθρωπο, ως συνάδελφο, ως φίλη, ως
ίση, ή έστω όπως θα αντιμετώπιζαν μιαν άγνωστη στον δρόμο,
κάποιον στον οποίο αυτομάτως δείχνεις σεβασμό, μέχρι ν’
ανακαλύψεις το φρικιαστικό μυστικό που κρύβει.
Η Χάριετ ήταν η μοναδική πραγματική φίλη της, και
συμφωνούσαν στα περισσότερα πράγματα, όμως όχι σ’ αυτό.
Σύμφωνα με τη Χάριετ, οι άντρες ήταν ένας άλλος, εντελώς
διαφορετικός κόσμος. Χρειάζονταν ντάντεμα, είχαν ευάλωτο
εγώ, δεν μπορούσαν να ανεχτούν την ευφυΐα ή την ικανότητα
μιας γυναίκας αν ξεπερνούσε τη δική τους. «Μα αυτό είναι
γελοίο, Χάριετ» υποστήριζε η Ελίζαμπεθ. «Άντρες και γυναίκες
είμαστε ανθρώπινα όντα. Και, ως ανθρώπινα όντα, είμαστε
προϊόντα
της
ανατροφής
μας,
θύματα
των
βαρετών
εκπαιδευτικών συστημάτων και ικανοί να επιλέγουμε τον
τρόπο που θα συμπεριφερθούμε. Εν ολίγοις, ο υποβιβασμός
των γυναικών σε μια θέση κατώτερη από των αντρών και η
εξύψωση των αντρών σε μια θέση ανώτερη από των γυναικών
δεν έχει βιολογική βάση, είναι καθαρά πολιτισμική η διάκριση.
Και ξεκινάει με δύο λέξεις: ροζ και γαλάζιο. Για να βγει
εντελώς εκτός ελέγχου στη συνέχεια».
Μιλώντας για βαρετά εκπαιδευτικά συστήματα, μόλις την
περασμένη εβδομάδα είχε ζητήσει να τη δει η Μάντφορντ για
να συζητήσουν ένα σχετικό πρόβλημα: την άρνηση της
Μάντλεν να συμμετάσχει σε κοριτσίστικες δραστηριότητες,
όπως, για παράδειγμα, να παίξει τις κουμπάρες.
«Η Μάντλεν θέλει να κάνει πράγματα που ταιριάζουν
περισσότερο σε αγόρια» της είπε η Μάντφορντ. «Δεν είναι
σωστό. Προφανώς πιστεύετε ότι η θέση της γυναίκας είναι στο
σπίτι, δεδομένης κι αυτής της…» –ξερόβηξε για να καθαρίσει
τον
λαιμό
Μιλήστε
της–
της
«τηλεοπτικής εκπομπής που παρουσιάζετε.
λοιπόν.
Ήθελε
να
μπει
στην
ομάδα
περιφρούρησης αυτή την εβδομάδα».
«Και πού είναι το πρόβλημα;»
«Μόνο αγόρια μπαίνουν στην ομάδα περιφρούρησης. Τα
αγόρια
προστατεύουν
μεγαλόσωμα».
τα
κορίτσια.
Επειδή
είναι
πιο
«Μα η Μάντλεν είναι η πιο ψηλή σε όλη την τάξη».
«Άλλο πρόβλημα κι αυτό» είπε η Μάντφορντ. «Το ύψος της
κάνει τα αγόρια να νιώθουν άσχημα».
«Οπότε όχι, Χάριετ» το ξέκοψε η Ελίζαμπεθ, επανερχόμενη στο
θέμα τους. «Δεν θα παίξω το παιχνίδι τους».
Η Χάριετ βάλθηκε να καθαρίσει τη βρόμα κάτω από ένα νύχι
της καθώς η Ελίζαμπεθ ξεσπάθωνε για τις γυναίκες που
αποδέχονταν
την
υποτελή
θέση
τους
σαν
να
ήταν
προκαθορισμένη, που πίστευαν ότι τα πιο μικροκαμωμένα
σώματά τους αποτελούσαν βιολογική ένδειξη ότι είχαν και
μικρότερους εγκεφάλους, που είχαν πειστεί ότι ήταν εκ
φύσεως υποδεέστερες, αλλά με γοητευτικό τρόπο. Και το
χειρότερο ήταν ότι πολλές από τις γυναίκες μετέφεραν αυτές
τις αντιλήψεις στα παιδιά τους, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως
« Έτσι είναι τ’ αγόρια» ή «Ξέρεις τώρα πώς είναι τα κορίτσια».
«Τι πρόβλημα έχουν οι γυναίκες;» απαίτησε να μάθει η
Ελίζαμπεθ.
«Γιατί
καταπίνουν
όλα
αυτά
τα
πολιτισμικά
στερεότυπα; Ακόμα χειρότερα, γιατί τα διαιωνίζουν; Δεν
γνωρίζουν τίποτα για τον κυρίαρχο ρόλο των θηλυκών στις
μακρινές φυλές του Αμαζονίου; Δεν έχουν διαβάσει ποτέ
Μάργκαρετ Μιντ;» Σταμάτησε να μιλάει μόνο όταν η Χάριετ
σηκώθηκε όρθια, δείχνοντας πως δεν ήθελε να υπομείνει άλλο
ένα ατέρμονο κήρυγμα.
«Χάριετ. Χάριετ!» επανέλαβε η Μάντλεν. «Μ’ ακούς; Χάριετ; Τι
απέγινε; Πέθανε κι αυτή;»
«Ποια;» ρώτησε αφηρημένα εκείνη, με το μυαλό της στο ότι
δεν είχε διαβάσει ποτέ Μάργκαρετ Μιντ. Το Όσα παίρνει ο άνεμος
δεν είχε γράψει;7
«Η νονά».
«Α, αυτή. Ιδέα δεν έχω. Άλλωστε δεν ήταν πραγματική
νονά».
«Μα εσύ μου είπες…»
« Ήταν νεραϊδονονά. Δηλαδή κάποιο άτομο που έδωσε στο
ίδρυμα όπου βρισκόταν ο μπαμπάς σου μερικά χρήματα. Αυτό
εννοούσα. Νεραϊδονονά. Μάλιστα, τα έδωσε για όλα τα παιδιά
του ορφανοτροφείου, όχι μόνο για τον μπαμπά σου».
«Ποιος ήταν;»
«Ιδέα δεν έχω. Έχει σημασία; “Νεραϊδονονά” είναι μία ακόμα
λέξη για τον φιλάνθρωπο. Για κάποιον πλούσιο που δίνει
χρήματα για καλό σκοπό – σαν τον Άντριου Κάρνεγκι και τις
βιβλιοθήκες του. Αν και πρέπει να ξέρεις ότι έχει και
φοροαπαλλαγές η φιλανθρωπία, άρα δεν είναι κάτι εντελώς
ανιδιοτελές. Έχεις άλλη δουλειά για το σπίτι, Μάντλεν; Εκτός
απ’ αυτό το παλιοδέντρο;»
«Θα
μπορούσα
ίσως
να
γράψω
ένα
γράμμα
στο
ορφανοτροφείο του μπαμπά και να ρωτήσω ποιος ήταν ο
νεραϊδονονός του. Και μετά να βάλω τ’ όνομά του στο δέντρο,
ως ένα βελανίδι ίσως. Όχι ως ολόκληρο κλαδί».
«Όχι. Δεν έχουν βελανίδια τα οικογενειακά δέντρα. Επίσης, οι
νεραϊδονονές, δηλαδή οι φιλάνθρωποι, είναι μυστικοπαθείς
άνθρωποι. Το ορφανοτροφείο δεν πρόκειται να σου πει ποιος
τους έδωσε λεφτά με το τσουβάλι. Και, τρίτον, δεν λέμε
“νεραϊδονονός”. Η νεράιδα είναι πάντα θηλυκού γένους, γι’
αυτό και μιλάμε για “νεραϊδονονές”».
«Εξαιτίας των νονών του οργανωμένου εγκλήματος;» ρώτησε
η Μάντλεν.
Η
Χάριετ
ξεφύσηξε,
με
ένα
μείγμα
θαυμασμού
κι
εκνευρισμού συνάμα.
«Το θέμα είναι ότι οι νεραϊδονονές δεν μπαίνουν στα
οικογενειακά δέντρα. Επειδή δεν είναι εξ αίματος συγγενείς κι
επειδή
είναι
μυστικοπαθείς.
Αναγκάζονται
να
είναι
μυστικοπαθείς, διαφορετικά θα τους κυνηγούσαν όλοι από
πίσω ζητώντας χρήματα».
«Μα είναι λάθος να κρατάμε μυστικά».
«Όχι πάντα».
«Εσύ κρατάς μυστικά;»
«Όχι» είπε ψέματα η Χάριετ.
«Λες η μαμά μου να κρατάει;»
«Όχι» απάντησε η Χάριετ, και αυτή τη φορά το εννοούσε.
Πόσο θα ήθελε να κρατούσε μερικά μυστικά η Ελίζαμπεθ, ή
τουλάχιστον να κρατούσε τις απόψεις της κρυφές. «Ας
γεμίσουμε λοιπόν το δέντρο με φούμαρα. Ούτε που θα
καταλάβει κάτι η δασκάλα σου κι εμείς θα μπορέσουμε να
δούμε ανενόχλητες την εκπομπή της μαμάς σου».
«Δηλαδή θέλεις να πω ψέματα;»
«Σου
είπα
εγώ
τίποτα
για
ψέματα,
Μάντλεν;»
είπε
ενοχλημένη η Χάριετ.
«Οι νεράιδες δεν έχουν αίμα;»
«Φυσικά και έχουν αίμα οι νεράιδες!» τσίριξε η Χάριετ. Έφερε
το χέρι στο μέτωπό της. «Ας το αφήσουμε αυτό για την ώρα.
Πήγαινε έξω να παίξεις».
«Μα…»
«Πήγαινε πέτα την μπάλα στον Εξίμισι».
«Πρέπει να πάω και μια φωτογραφία στο σχολείο, Χάριετ»
πρόσθεσε η Μάντλεν. «Με όλη την οικογένεια».
Ο Εξίμισι, κάτω από το τραπέζι, ακούμπησε το κεφάλι του
στο κοκαλιάρικο γόνατο του παιδιού.
«Όλη την οικογένεια» επανέλαβε με έμφαση η Μάντλεν.
«Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι κι ο μπαμπάς μου».
«Όχι, δεν σημαίνει κάτι τέτοιο».
Ο Εξίμισι σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα της
Ελίζαμπεθ.
«Αν δεν θέλεις να παίξεις μπάλα με τον Εξίμισι, τότε πάρ’ τον
και πηγαίντε στη βιβλιοθήκη. Έπρεπε να τα έχεις ήδη
επιστρέψει τα βιβλία σου. Μόλις που προλαβαίνεις μέχρι ν’
αρχίσει η εκπομπή της μαμάς σου».
«Δεν έχω όρεξη».
«Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε κάτι, κι ας μην έχουμε
όρεξη».
«Εσύ τι κάνεις χωρίς να έχεις όρεξη;»
Η Χάριετ έκλεισε τα μάτια. Έφερε στον νου της τον κύριο
Σλόουν.
7 Η Χάριετ συγχέει την ανθρωπολόγο Μάργκαρετ Μιντ με τη Μάργκαρετ Μίτσελ,
συγγραφέα του μυθιστορήματος Όσα παίρνει ο άνεμος. (Σ.τ.Μ.)
28
Άγιοι
«Μ άντλεν»
είπε η βιβλιοθηκάριος. «Σε τι μπορώ να σε
βοηθήσω σήμερα;»
«Θέλω να βρω τη διεύθυνση ενός μέρους στην Άιοβα».
«Ακολούθησέ με». Η βιβλιοθηκάριος οδήγησε τη Μάντλεν
στη δαιδαλώδη βιβλιοθήκη. Κοντοστάθηκε μια στιγμή για να
επιπλήξει έναν αναγνώστη που τσάκιζε τις σελίδες για να
μαρκάρει κάποια σημεία κι έναν άλλον επειδή είχε απλώσει τα
πόδια του πάνω στη διπλανή του καρέκλα. «Βρίσκεστε στη
Βιβλιοθήκη Κάρνεγκι» ψιθύρισε οργισμένα. «Μπορώ να σας
απαγορεύσω την είσοδο διά παντός».
«Εκεί
πάνω
είναι,
Μάντλεν»
είπε
λίγο
αργότερα
στο
κοριτσάκι, δείχνοντας ένα ράφι με τηλεφωνικούς καταλόγους.
«Είπες Άιοβα, σωστά;» Άπλωσε το χέρι και τράβηξε τρεις
χοντρούς τόμους. «Ενδιαφέρεσαι για κάποια συγκεκριμένη
πόλη;»
«Ψάχνω ένα ορφανοτροφείο αγοριών» είπε η Μάντλεν «αλλά
με όνομα που ακούγεται κάπως κοριτσίστικο. Μόνο αυτό
ξέρω».
«Χρειαζόμαστε περισσότερες πληροφορίες» της επισήμανε η
βιβλιοθηκάριος. «Δεν είναι μικρή η Άιοβα».
«Βάζω στοίχημα ότι ψάχνετε το Σιου Σίτι» ακούστηκε να λέει
μια φωνή.
«Το “Σιου” δεν είναι κοριτσίστικο όνομα» είπε γυρίζοντας το
κεφάλι
η
βιβλιοθηκάριος.
«Είναι
ινδιάνικο
όνομα.
Ω,
αιδεσιμότατε! Γεια σας. Χίλια συγγνώμη, ξέχασα να βρω το
βιβλίο που μου ζητήσατε! Θα το κάνω αμέσως».
«Όμως θα μπορούσε κάλλιστα να το περάσει κανείς για
κοριτσίστικο όνομα, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ο άντρας με το
σκουρόχρωμο ράσο. «Σου αντί για Σιου. Ένα παιδί θα ήταν
εύκολο να μπερδευτεί».
«Όχι αυτό το παιδί» είπε η βιβλιοθηκάριος.
«Δεν βλέπω τίποτα εδώ» είπε η Μάντλεν ύστερα από
δεκαπέντε λεπτά, διατρέχοντας με το δαχτυλάκι της τη στήλη
του
όμικρον.
«Δεν
υπάρχει
ορφανοτροφείο
αρρένων»
πρόσθεσε.
«Α!» έκανε ο αιδεσιμότατος από την άλλη άκρη του
τραπεζιού. «Ξέχασα να αναφέρω ότι μερικές φορές αυτά τα
μέρη έχουν ονόματα αγίων».
«Γιατί;»
«Επειδή οι άνθρωποι που φροντίζουν τα παιδιά άλλων
ανθρώπων είναι άγιοι».
«Γιατί;»
«Επειδή η φροντίδα των παιδιών είναι δύσκολο πράγμα».
Η Μάντλεν γούρλωσε τα μάτια.
«Για δοκίμασε… Άγιος Βικέντιος» πρότεινε, περνώντας το
δάχτυλό του μέσα από το κολάρο του για να πάρει λίγο αέρα.
«Τι διαβάζετε;» τον ρώτησε η Μάντλεν, γυρίζοντας στη
σελίδα τού άλφα.
«Θρησκευτικά πράγματα» απάντησε εκείνος. «Είμαι ιερέας».
«Όχι, για το άλλο λέω… Να, αυτό εκεί» επέμεινε η Μάντλεν,
δείχνοντας ένα περιοδικό που είχε χώσει ο αιδεσιμότατος
ανάμεσα στις σελίδες των Γραφών.
«Α» έκανε ντροπιασμένος εκείνος. «Αυτό είναι κάτι… έτσι,
για πλάκα».
«Περιοδικό Mad» διάβασε δυνατά η Μάντλεν, τραβώντας το
έξω από την κρυψώνα του.
«Είναι χιουμοριστικό» εξήγησε ο αιδεσιμότατος, παίρνοντάς
το γρήγορα πίσω.
«Μπορώ να το δω;»
«Δεν νομίζω πως θα το ενέκρινε η μητέρα σου».
«Επειδή έχει γυμνές φωτογραφίες;»
«Όχι!» είπε εκείνος. «Όχι, όχι, δεν είναι τέτοιο πράγμα! Είναι
απλώς κάτι που με κάνει να γελάω καμιά φορά. Το χρειάζομαι.
Η δουλειά μου δεν έχει και πολλή πλάκα».
«Γιατί;»
Ο αιδεσιμότατος δίστασε.
«Μάλλον επειδή ο Θεός δεν είναι πολύ αστείος. Εσύ γιατί
ψάχνεις αυτό το ορφανοτροφείο;»
«Γιατί
εκεί
μεγάλωσε
ο
μπαμπάς
μου.
Φτιάχνω
ένα
οικογενειακό δέντρο».
«Μάλιστα» είπε ο άντρας χαμογελώντας. «Διασκεδαστικό
ακούγεται το οικογενειακό δέντρο».
«Αυτό είναι αμφισβητήσιμο».
«Αμφισβητήσιμο;»
«Σημαίνει συζητήσιμο» εξήγησε η Μάντλεν.
«Φυσικά» έκανε εκείνος έκπληκτος. «Μου επιτρέπεις να σε
ρωτήσω πόσων ετών είσαι;»
«Δεν επιτρέπεται να δίνω προσωπικές πληροφορίες».
«Α» έκανε ο ιερέας κοκκινίζοντας. «Βέβαια. Πολύ καλά
κάνεις».
Η Μάντλεν μασούλησε την άκρη της γόμας της.
«Πάντως» συνέχισε εκείνος «θα έχει πλάκα να μαθαίνεις για
τους προγόνους σου, σωστά; Εγώ έτσι νομίζω. Πού έχεις
φτάσει μέχρι στιγμής;»
«Λοιπόν…» άρχισε η Μάντλεν, κουνώντας τα ποδαράκια της
κάτω από το τραπέζι. «Από την πλευρά της μαμάς μου, ο
μπαμπάς της είναι στη φυλακή επειδή έκαψε κάτι ανθρώπους,
η μαμά της είναι στη Βραζιλία επειδή χρωστάει φόρους και ο
αδερφός της είναι πεθαμένος».
«Ω…»
«Από την πλευρά του μπαμπά μου δεν έχω τίποτε ακόμη.
Αλλά σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι στο ορφανοτροφείο είναι κάτι
σαν οικογένεια».
«Από ποια άποψη;»
«Επειδή τον φρόντισαν».
Ο αιδεσιμότατος έτριψε το σβέρκο του. Σύμφωνα με τις
εμπειρίες του, αυτά τα ιδρύματα ήταν γεμάτα παιδόφιλους.
«Αγίους τους αποκαλέσατε» του θύμισε.
Ο αιδεσιμότατος αναστέναξε ενδόμυχα. Το πρόβλημα με τη
δουλειά του ιερέα ήταν τα ψέματα που αναγκαζόταν να λέει
μέσα σε μία και μόνο μέρα. Κι αυτό επειδή οι άνθρωποι
χρειάζονταν συνεχή επιβεβαίωση ότι τα πράγματα πάνε καλά ή
θα πάνε καλά, παρά την προφανή πραγματικότητα ότι τα
πράγματα είναι άσχημα και απλώς θα χειροτερέψουν. Την
περασμένη εβδομάδα είχε τελέσει μια κηδεία –κάποιος από το
ποίμνιό του είχε πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα–, και το
μήνυμά του προς τους συγγενείς, που όλοι τους κάπνιζαν σαν
φουγάρα, δεν ήταν ότι ο άνθρωπος πέθανε επειδή κάπνιζε
τέσσερα πακέτα τη μέρα, αλλά επειδή τον ήθελε κοντά του ο
Θεός. Οι συγγενείς, παίρνοντας όλοι βαθιές ανάσες, τον
ευχαρίστησαν για τη σοφία του.
«Και γιατί θέλεις να γράψεις γράμμα στο ορφανοτροφείο;» τη
ρώτησε. «Γιατί δεν ρωτάς τον μπαμπά σου;»
«Επειδή έχει πεθάνει» είπε το κορίτσι μ’ έναν στεναγμό.
«Θεέ και Κύριε!» έκανε ο αιδεσιμότατος, κουνώντας το
κεφάλι. «Πολύ λυπάμαι».
«Σας ευχαριστώ» απάντησε με ύφος σοβαρό η Μάντλεν.
«Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν μπορεί να σου λείπει
κάτι που δεν είχες ποτέ, αλλά εγώ διαφωνώ. Εσείς;»
«Απολύτως» συμφώνησε εκείνος, αγγίζοντας πάλι τον σβέρκο
του κι εντοπίζοντας μια μικρή τούφα μαλλιών που ήταν
ελαφρώς πιο μακριά απ’ όσο θα έπρεπε. Κάποτε που είχε
επισκεφτεί έναν φίλο του στο Λίβερπουλ είχαν πάει να δουν
ένα καινούργιο μουσικό συγκρότημα, τους Beatles. Ήταν
Βρετανοί και είχαν φράντζες. Οι φράντζες ήταν κάτι σχεδόν
ανήκουστο για τους άντρες, ωστόσο εκείνος διαπίστωσε ότι του
άρεσε το στιλ τους σχεδόν όσο και η μουσική τους.
«Τι ψάχνετε εκεί;» τον ρώτησε το κορίτσι δείχνοντας το βιβλίο
του.
« Έμπνευση» της απάντησε. «Κάτι για ν’ ανεβάσει το ηθικό
στο κυριακάτικο κήρυγμα».
«Τι θα λέγατε για τις νεραϊδονονές;» τον ρώτησε.
«Νεραϊδο… τι;»
«Το ορφανοτροφείο του μπαμπά μου είχε μια νεραϊδονονά.
Έδινε χρήματα στο ίδρυμα».
«Α» έκανε εκείνος. «Εννοείς ευεργέτη. Μπορεί και να είχε
πολλούς τέτοιους. Απαιτούνται πολλά λεφτά για τη λειτουργία
τέτοιων ιδρυμάτων».
«Όχι» επέμεινε το κορίτσι. «Εννοώ νεραϊδονονά. Νομίζω πως
πρέπει κανείς να είναι κάπως μαγικός για να δώσει χρήματα σε
ανθρώπους που δεν γνωρίζει».
Ο αιδεσιμότατος ξαφνιάστηκε πάλι.
«Πράγματι» παραδέχτηκε.
«Βέβαια, η Χάριετ λέει ότι είναι καλύτερο να κερδίζεις μόνος
σου τον μισθό σου. Δεν της αρέσουν τα μαγικά».
«Ποια είναι η Χάριετ;»
«Η γειτόνισσά μου. Είναι καθολική. Δεν μπορεί να πάρει
διαζύγιο. Η Χάριετ πιστεύει ότι πρέπει να γεμίσω το δέντρο με
φούμαρα, αλλά εγώ δεν θέλω. Αν το κάνω, θα νιώθω ότι έχει
κάποιο πρόβλημα η οικογένειά μου».
«Ε λοιπόν» είπε προσεκτικά ο αιδεσιμότατος, σκεπτόμενος
ότι κατά πάσα πιθανότητα υπήρχε πράγματι κάποιο πρόβλημα
με την οικογένεια του παιδιού, «μάλλον η Χάριετ εννοεί ότι
κάποια πράγματα είναι προσωπικά».
«Εννοείτε μυστικά;»
«Όχι, εννοώ προσωπικά. Για παράδειγμα, όταν σε ρώτησα
την ηλικία σου, μου απάντησες πολύ σωστά ότι αυτή είναι μια
προσωπική πληροφορία. Δεν είναι μυστική, απλώς δεν με
ξέρεις αρκετά καλά για να μου την πεις. Το μυστικό, από την
άλλη, είναι κάτι που δεν το λέμε επειδή, αν κάποιος το μάθει,
ίσως να το χρησιμοποιήσει εναντίον μας ή να μας κάνει να
νιώσουμε άσχημα. Τα μυστικά συνήθως αφορούν πράγματα για
τα οποία ντρεπόμαστε».
«Εσείς έχετε μυστικά;»
«Ναι» παραδέχτηκε. «Εσύ;»
«Κι εγώ» είπε εκείνη.
«Είμαι σίγουρος ότι όλοι έχουν μυστικά. Ιδίως εκείνοι που
λένε ότι δεν έχουν. Αποκλείεται να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή
χωρίς να νιώσεις αμηχανία ή ντροπή για κάτι».
Η Μάντλεν έγνεψε καταφατικά.
«Βέβαια, οι άνθρωποι νομίζουν ότι μαθαίνουν περισσότερα
για τον εαυτό τους απ’ όλα αυτά τα ασήμαντα κλαδιά με
ονόματα ανθρώπων τους οποίους ούτε καν έχουν συναντήσει.
Για παράδειγμα, ξέρω κάποιον που καμαρώνει πολύ επειδή
είναι άμεσος απόγονος του Γαλιλαίου και κάποια άλλη που οι
ρίζες της φτάνουν μέχρι το Μέιφλαουερ. Μιλάνε και οι δύο για
την καταγωγή τους λες κι έχουν στα χέρια τους κάποιο
πιστοποιητικό καθαροαιμίας, όμως δεν έχουν. Οι συγγενείς
σου δεν σε κάνουν έξυπνο, ούτε σημαντικό. Δεν σε κάνουν να
είσαι εσύ».
«Τότε, τι με κάνει να είμαι εγώ;»
«Αυτό που επιλέγεις να κάνεις. Ο τρόπος που ζεις τη ζωή
σου».
«Όμως πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να επιλέξουν τον τρόπο
που ζουν. Όπως οι σκλάβοι».
«Ναι» είπε ο αιδεσιμότατος, ταπεινωμένος από την απλοϊκή
σοφία της. «Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια». Έμειναν για λίγο
σιωπηλοί. Η Μάντλεν διέτρεχε με το δάχτυλο τις σελίδες του
τηλεφωνικού
καταλόγου,
ο
αιδεσιμότατος
σκεφτόταν
ν’
αγοράσει μια κιθάρα. «Ωστόσο» πρόσθεσε τελικά «θεωρώ ότι τα
οικογενειακά δέντρα δεν είναι και πολύ έξυπνος τρόπος για να
κατανοήσει κάποιος τις ρίζες του».
Η Μάντλεν σήκωσε το βλέμμα της πάνω του.
«Μα πριν από λίγο είπατε ότι θα έχει πλάκα να μάθω για τους
προγόνους μου».
«Ναι, αλλά είπα ψέματα» παραδέχτηκε εκείνος.
Γέλασαν και οι δύο. Από την άλλη άκρη η βιβλιοθηκάριος
ύψωσε το κεφάλι προειδοποιητικά.
«Είμαι
ο
αιδεσιμότατος
Γουέικλι»
ψιθύρισε,
γνέφοντας
απολογητικά στη συνοφρυωμένη βιβλιοθηκάριο. «Της Πρώτης
Πρεσβυτεριανής».
«Μαντ Ζοτ» συστήθηκε η Μάντλεν. «Μαντ, σαν το περιοδικό
σας».
«Λοιπόν, Μαντ» είπε εκείνος προσεκτικά, ενώ την ίδια ώρα
σκεφτόταν πως το όνομα μάλλον είχε γαλλική προέλευση, «αν
δεν βρεις κάτι στον Άγιο Βικέντιο, δοκίμασε τον Άγιο Έλμο.
Ή… για στάσου… δοκίμασε τους Αγίους Πάντες. Αυτή την
ονομασία δίνουν όταν δεν μπορούν να καταλήξουν σε έναν
μόνο άγιο».
«Άγιοι Πάντες» επανέλαβε το κορίτσι, διατρέχοντας τη σελίδα
με το δάχτυλο. «Αβ… Αγ… Άγιο… Μια στιγμή. Να το. Άγιοι
Πάντες Ορφανοτροφείο Αρρένων!» Μα ο ενθουσιασμός της δεν
κράτησε πολύ. «Δεν έχει διεύθυνση. Μόνο ένα τηλέφωνο».
«Και είναι πρόβλημα αυτό;»
«Η μαμά μου λέει ότι κάνουμε υπεραστικά τηλεφωνήματα
μόνο όταν πεθαίνει κάποιος».
«Τότε, θα μπορούσα ίσως να κάνω εγώ το τηλεφώνημα, από
το γραφείο μου. Κάνω συνεχώς υπεραστικά τηλεφωνήματα. Θα
πω ότι βοηθάω κάποιον από το ποίμνιό μου».
«Δηλαδή θα πείτε ψέματα πάλι. Το συνηθίζετε;»
«Θα είναι ένα αθώο ψέμα, Μαντ» είπε εκείνος, ελαφρώς
ενοχλημένος. Μα γιατί δεν καταλάβαινε κανείς τις αντιφάσεις
της δουλειάς του; « Ή μπορείς ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή
της Χάριετ» συνέχισε με κάπως αιχμηρό τόνο «και να γεμίσεις
το δέντρο σου με φούμαρα – που δεν είναι και τόσο κακή ιδέα.
Γιατί πολλές φορές το παρελθόν ανήκει μόνο στο παρελθόν».
«Γιατί;»
«Γιατί μόνο εκεί βγάζει νόημα».
«Όμως ο μπαμπάς μου δεν ανήκει στο παρελθόν. Είναι ακόμη
μπαμπάς μου».
«Φυσικά και είναι» είπε ο αιδεσιμότατος, μαλακώνοντας
τώρα. «Απλώς εννοούσα ότι, αν τηλεφωνήσω εγώ στους Αγίους
Πάντες, ίσως να νιώσουν πιο άνετα, επειδή ανήκω κι ο ίδιος
στον θρησκευτικό χώρο. Όπως σίγουρα κι εσύ νιώθεις πιο
άνετα μιλώντας με τα παιδιά στο σχολείο σου για πράγματα
σχολικά».
Η Μάντλεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Ουδέποτε είχε νιώσει
άνετα μιλώντας με παιδιά στο σχολείο.
«Α, το βρήκα» συνέχισε ο ιερέας, νιώθοντας ξαφνικά την
ανάγκη να απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη ευθύνη. «Μπορείς
να ζητήσεις από τη μητέρα σου να τηλεφωνήσει. Σύζυγός της
ήταν, σίγουρα θα τη βοηθήσουν. Ίσως να της ζητήσουν κάποιο
αποδεικτικό του γάμου –ένα πιστοποιητικό, για παράδειγμα–
προτού δεχτούν να της αποκαλύψουν κάτι σημαντικό, αλλά
αυτό, βέβαια, είναι απλό ζήτημα».
Η Μάντλεν κοκάλωσε.
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι…» έσπευσε να πει, γράφοντας
γρήγορα κάτι σε ένα χαρτί. «Να το όνομα του πατέρα μου».
Έπειτα πρόσθεσε τον αριθμό τηλεφώνου της και του τον
έδωσε. «Πότε θα μπορέσετε να τηλεφωνήσετε;»
Ο ιερέας κοίταξε το όνομα.
«Κάλβιν Έβανς;» είπε έκπληκτος.
Τον καιρό που φοιτούσε στη Θεολογική Σχολή του Χάρβαρντ, ο
Γουέικλι γράφτηκε σε ένα μάθημα χημείας. Ο στόχος του ήταν
να μάθει πώς το στρατόπεδο του αντιπάλου εξηγούσε τη
Δημιουργία, για να μπορέσει να αντικρούσει τα επιχειρήματά
του. Όμως, ύστερα από έναν χρόνο παρακολούθησης, βρέθηκε
ξαφνικά στα βαθιά. Εξαιτίας των καινούργιων γνώσεών του
περί ατόμων, ύλης, στοιχείων και μορίων, δυσκολευόταν πια
να πιστέψει ότι ο Θεός είχε δημιουργήσει οτιδήποτε. Σίγουρα
όχι τον ουρανό, ούτε τη γη. Ούτε καν μια πίτσα.
Κι αυτό ήταν τεράστιο πρόβλημα για έναν ιερέα πέμπτης
γενιάς που φοιτούσε σε μια από τις σημαντικότερες θεολογικές
σχολές του κόσμου. Και δεν ήταν το ζήτημα μόνο οι
προσδοκίες της οικογένειας. Το βασικό θέμα ήταν η επιστήμη.
Η οποία βασιζόταν σε κάτι που εκείνος σπανίως θα συναντούσε
στη μελλοντική του δουλειά: στα τεκμήρια. Και στο επίκεντρο
αυτής της επιστήμης βρισκόταν ένας νεαρός άντρας. Το όνομά
του: Κάλβιν Έβανς.
Ο Έβανς είχε επισκεφτεί το Χάρβαρντ για να συμμετάσχει σε
ένα ανοιχτό πάνελ συζήτησης με γενετιστές ερευνητές. Ο
Γουέικλι, που δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει εκείνο το
σαββατόβραδο, παρακολούθησε την εκδήλωση. Ο Έβανς, που
ήταν με διαφορά ο νεότερος στο πάνελ, δεν μίλησε σχεδόν
καθόλου. Οι υπόλοιποι φλυαρούσαν ατελείωτα για τον τρόπο
που συγκροτούνται οι χημικοί δεσμοί, διασπώνται και στη
συνέχεια επανασχηματίζονται με βάση κάτι που ονομάζεται
«αποτελεσματική σύγκρουση». Το όλο πράγμα ήταν κάπως
βαρετό, αν ήθελε να είναι ειλικρινής. Παρ’ όλα αυτά, ένας από
τους
ομιλητές
επέμενε
να
απεραντολογεί
για
το
πώς
οποιαδήποτε πραγματική αλλαγή μπορεί να επέλθει μόνο μέσα
από την άσκηση κινητικής ενέργειας. Τότε κάποιος από το
ακροατήριο ζήτησε ένα παράδειγμα «μη αποτελεσματικής
σύγκρουσης» – κάτι που στερούνταν ενέργειας και δεν άλλαζε
ποτέ, κι ωστόσο ασκούσε μεγάλη επίδραση. Ο Έβανς πλησίασε
το μικρόφωνό του. «Η θρησκεία» είπε. Κι ύστερα σηκώθηκε κι
έφυγε.
Το σχόλιο περί θρησκείας τον κατέτρωγε, κι έτσι αποφάσισε να
γράψει στον Έβανς και να του το πει. Προς μεγάλη του
έκπληξη, του απάντησε. Κι ύστερα απάντησε εκείνος στον
Έβανς, και ο Έβανς έγραψε σ’ αυτόν και πάει λέγοντας. Παρότι
διαφωνούσαν, ήταν προφανές πως έτρεφαν ο ένας για τον
άλλον μια αμοιβαία συμπάθεια. Γι’ αυτό και, αφού ξεπέρασαν
τα εμπόδια που έθεταν η θρησκεία και η επιστήμη, οι
επιστολές τους απέκτησαν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Και τότε
ανακάλυψαν πως είχαν όχι μόνο την ίδια ηλικία αλλά και δύο
ακόμα κοινά: μια σχεδόν παθιασμένη αγάπη για τα αθλήματα
στο νερό (ο Κάλβιν ήταν κωπηλάτης και ο Γουέικλι σέρφερ) και
μια εμμονή με τον ηλιόλουστο καιρό. Επιπλέον, κανείς από
τους δύο δεν είχε φιλενάδα. Σε κανέναν από τους δύο δεν
άρεσε το πανεπιστήμιο. Κανείς τους δεν ήξερε τι να περιμένει
από τη ζωή του μετά την αποφοίτηση.
Και τότε ο Γουέικλι τα κατέστρεψε όλα γράφοντας κάτι
σχετικά με το ότι ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του.
Αναρωτιόταν αν και ο Έβανς έκανε το ίδιο. Σε απάντηση, ο
Κάλβιν του έγραψε με κεφαλαία γράμματα ότι μισεί τον πατέρα
του κι ελπίζει να είναι νεκρός.
Ο Γουέικλι σοκαρίστηκε. Προφανώς ο Έβανς είχε πληγωθεί
βαθιά από τον πατέρα του, και, γνωρίζοντας τον Κάλβιν, το
μίσος του σίγουρα θα βασιζόταν σε κάτι απολύτως ψυχρό κι
αδιαμφισβήτητο: σε στοιχεία.
Ήθελε να του γράψει, όμως δεν έβρισκε τι να του πει. Αυτός!
Ο ιερέας! Ο άνθρωπος που ετοίμαζε διδακτορικό με τίτλο Η
ανάγκη για παρηγοριά στη σύγχρονη κοινωνία. Και δεν έβρισκε λόγια.
Η διά αλληλογραφίας φιλία τους έλαβε τέλος.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή του ο πατέρας του πέθανε
απροσδόκητα. Επέστρεψε στο Κόμονς για την κηδεία και
αποφάσισε να μείνει. Βρήκε ένα μικρό σπιτάκι πάνω στην
παραλία, ανέλαβε το ποίμνιο του πατέρα του, ετοίμασε τη
σανίδα του για το σερφ.
Έμενε ήδη κάποια χρόνια εκεί, όταν έμαθε ξαφνικά ότι
βρισκόταν κι ο Έβανς στο Κόμονς. Απίστευτο του φάνηκε.
Αδιανόητο! Όμως, προτού προλάβει να βρει το θάρρος για να
επανασυνδεθεί με τον διάσημο φίλο του, ο Κάλβιν σκοτώθηκε
σε ένα τρομερό δυστύχημα.
Κάποιος ιερέας έπρεπε να χοροστατήσει στην κηδεία του. Ο
Γουέικλι προθυμοποιήθηκε. Ένιωθε την ανάγκη να πει το
στερνό αντίο σ’ έναν από τους λίγους ανθρώπους που θαύμαζε,
να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε το πνεύμα του Έβανς
να οδηγηθεί σ’ έναν γαλήνιο τόπο. Επιπλέον, ένιωθε και
κάποια περιέργεια. Άραγε ποιος θα παρευρισκόταν στην
τελετή; Ποιος θα πενθούσε για την απώλεια αυτού του
μεγαλοφυούς άντρα;
Η απάντηση: μια γυναίκα κι ένας σκύλος.
«Πείτε τους ότι ο μπαμπάς μου ήταν κωπηλάτης, μήπως και
βοηθήσει» πρόσθεσε η Μάντλεν.
Ο Γουέικλι έφερε στον νου του το ασυνήθιστα μακρύ φέρετρο.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε πει στη νεαρή
γυναίκα που στεκόταν δίπλα στον τάφο. Λυπάμαι για την απώλειά
σας; Μάλλον. Σκόπευε να της μιλήσει μετά την τελετή, όμως,
πριν προλάβει να ολοκληρώσει την τελευταία προσευχή, εκείνη
έφυγε, με τον σκύλο στο κατόπι της. Τότε είπε από μέσα του
ότι θα πήγαινε να τη δει, όμως δεν ήξερε το όνομά της, ούτε
πού έμενε, και, παρότι δεν θα δυσκολευόταν να το μάθει, δεν
το επιδίωξε κιόλας. Κάτι επάνω της τον έκανε να νιώσει πως
μια συζήτηση για την ψυχή του Έβανς μάλλον θα επιδείνωνε
την κατάσταση.
Για μήνες ολόκληρους μετά την τελετή αδυνατούσε να βγάλει
απ’ το μυαλό του τη σύντομη ζωή του Έβανς. Ήταν τόσο λίγοι
οι άνθρωποι στον κόσμο που έκαναν πράγματα τα οποία ήταν
όντως σημαντικά – ανακαλύψεις που μπορούσαν ν’ αλλάξουν
τον κόσμο. Ο Έβανς είχε καταφέρει να εισχωρήσει μέσα από τις
σχισμές του αγνώστου και να εξερευνήσει το σύμπαν μ’ έναν
τρόπο που η θεολογία απέφευγε παντελώς. Και για ένα μικρό
χρονικό διάστημα είχε νιώσει κι ο ίδιος κομμάτι αυτού του
πράγματος.
Όμως αυτό ήταν τότε. Τώρα ήταν ιερέας πλέον, δεν
χρειαζόταν την επιστήμη. Αυτό που πραγματικά χρειαζόταν ήταν
ευφάνταστους και αποτελεσματικούς τρόπους για να πείσει τα
μέλη στο ποίμνιό του να είναι ακέραιοι άνθρωποι, να πάψουν
να είναι τόσο κακοί με τους συνανθρώπους τους, να φέρονται
καλά. Οπότε τελικά, παρά τις αμφιβολίες του, είχε γίνει
ιερέας, όμως ποτέ του δεν ξέχασε τον εκπληκτικό Έβανς. Και
να που τώρα ετούτο το κοριτσάκι ισχυριζόταν πως ήταν κόρη
του. Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου, πράγματι.
«Απλώς για να είμαι σίγουρος» είπε. «Μιλάμε για τον Κάλβιν
Έβανς που σκοτώθηκε πριν από πέντε χρόνια περίπου σε
αυτοκινητικό».
«Βασικά, έφταιγε το λουρί, αλλά ναι».
«Μάλιστα… Όμως το θέμα είναι ότι ο Κάλβιν Έβανς δεν είχε
παιδιά. Και δεν ήταν ούτε…» Δίστασε.
«Τι;»
«Τίποτα» έσπευσε να πει o Γουέικλι. Προφανώς το κοριτσάκι,
εκτός των άλλων, ήταν και νόθο. «Κι αυτό εκεί τι είναι;» τη
ρώτησε, δείχνοντας ένα κιτρινισμένο απόκομμα εφημερίδας
που εξείχε από το σημειωματάριό της. «Κι άλλη εργασία;»
«Πρέπει να βάλω και μια οικογενειακή φωτογραφία» είπε το
κορίτσι, βγάζοντας το απόκομμα, υγρό ακόμη από τα σάλια
του σκύλου. Το κρατούσε προστατευτικά, όπως θα κρατούσε
κανείς έναν αναντικατάστατο θησαυρό. «Είναι η μοναδική
όπου είμαστε όλοι».
Ο Γουέικλι το ξεδίπλωσε προσεκτικά. Ήταν ένα άρθρο για την
κηδεία του Κάλβιν Έβανς, με μια φωτογραφία που έδειχνε
εκείνη τη γυναίκα και τον σκύλο. Είχαν την πλάτη γυρισμένη
στον φακό, αλλά η δυστυχία τους ήταν ολοφάνερη καθώς
παρακολουθούσαν το χώμα να καταπίνει το φέρετρο που
εκείνος είχε μόλις ευλογήσει. Τον πλημμύρισε ένα κύμα
μελαγχολίας.
«Μα πώς γίνεται να λες αυτή τη φωτογραφία οικογενειακή;»
«Να, αυτή είναι η μαμά μου». Η Μάντλεν έδειξε την πλάτη
της Ελίζαμπεθ. «Και ο Εξίμισι» είπε δείχνοντας τον σκύλο. «Κι
εγώ βρίσκομαι μέσα στη μαμά μου – να, εκεί» συμπλήρωσε
δείχνοντας πάλι την Ελίζαμπεθ. «Κι ο μπαμπάς μου είναι στο
κουτί».
Ο Γουέικλι είχε περάσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής
του παρηγορώντας ανθρώπους, όμως ο απερίφραστος τρόπος
με τον οποίο μιλούσε αυτό το κορίτσι για την απώλειά του τον
άφησε άφωνο.
«Μαντ, θέλω να καταλάβεις κάτι» της είπε, παρατηρώντας
σοκαρισμένος πως στη φωτογραφία φαίνονταν και τα χέρια
του.
«Οι
οικογένειες
δεν
είναι
φτιαγμένες
για
να
τακτοποιούνται σε δέντρα. Ίσως επειδή εμείς οι άνθρωποι δεν
ανήκουμε στο φυτικό βασίλειο, ανήκουμε στο ζωικό βασίλειο».
«Ακριβώς!»
αναφώνησε
η
Μάντλεν.
«Αυτό
ακριβώς
προσπαθούσα να πω στην κυρία Μάντφορντ».
«Αν
ήμασταν
δέντρα»
πρόσθεσε,
ανησυχώντας
για
τη
στεναχώρια που θα αναγκαζόταν να βιώσει αυτό το παιδί
προσπαθώντας να εξηγήσει τις καταβολές του, «ίσως να
ήμασταν πιο σοφοί. Χάρη στη μακροβιότητά μας».
Μα τότε συνειδητοποίησε ότι η ζωή του Κάλβιν Έβανς ήταν
εξαιρετικά σύντομη και ότι ο ίδιος είχε μόλις υπονοή­σει πως
αυτό ίσως να οφειλόταν στη μειωμένη ευφυΐα του. Τι
απαράδεκτος ιερέας που ήταν! Χειρότερος δεν γινόταν!
Η Μάντλεν φάνηκε να συλλογίζεται την απάντησή του κι
έπειτα έσκυψε προς το μέρος του πάνω απ’ το τραπέζι.
«Γουέικλι» είπε με σιγανή φωνή «πρέπει τώρα να πάω να
παρακολουθήσω τη μαμά μου, αλλά αναρωτιόμουν: κρατάς
μυστικό;».
«Ναι» της απάντησε, απορώντας την ίδια στιγμή τι να
εννοούσε λέγοντας ότι θα παρακολουθούσε τη μητέρα της.
Άρρωστη ήταν;
Τον κοίταξε προσεκτικά σαν να προσπαθούσε να καταλάβει
αν της έλεγε πάλι ψέματα, έπειτα σηκώθηκε από την καρέκλα
της, πήγε δίπλα του και του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί με τέτοια
ένταση, που εκείνος γούρλωσε τα μάτια του με δέος. Πριν
προλάβει να το καλοσκεφτεί, έφερε το χέρι του κοντά στ’ αυτί
της και έκανε κι εκείνος το ίδιο. Έπειτα τραβήχτηκαν κι οι δυο
προς τα πίσω έκπληκτοι.
«Αυτό δεν είναι και τόσο κακό, Γουέικλι» είπε η Μάντλεν.
«Αλήθεια».
Όμως για το δικό της εκείνος δεν είχε λόγια.
29
Δεσμοί
«Ο νομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ και βλέπετε το Δείπνο στις έξι».
Με τα χέρια στη μέση, τα χείλη βαμμένα σε χρώμα κεραμιδί,
τα πλούσια μαλλιά της πιασμένα σε έναν απλό κότσο τον οποίο
είχε στερεώσει μ’ ένα μολύβι νούμερο δύο, η Ελίζαμπεθ
κοίταξε κατευθείαν στην κάμερα με βλέμμα ανέκφραστο.
« Έχω συναρπαστικά νέα» δήλωσε. «Σήμερα θα ασχοληθούμε
με
τρία
διαφορετικά
είδη
χημικών
δεσμών:
ιοντικούς,
ομοιοπολικούς και υδρογόνου. Γιατί να μάθετε για τους
δεσμούς; Γιατί έτσι θα είστε σε θέση να κατανοήσετε τα ίδια τα
θεμέλια της ζωής. Επιπλέον, τα κέικ σας θα φουσκώνουν
πάντα».
Σε όλα τα σπίτια της Νότιας Καλιφόρνιας οι γυναίκες πήραν
μολύβι και χαρτί.
«Ο ιοντικός είναι ο χημικός δεσμός τον οποίο θα μπορούσαμε
να περιγράψουμε με τη φράση “τα ετερώνυμα έλκονται”»
εξήγησε
η
Ελίζαμπεθ,
εγκαταλείποντας
τον
πάγκο
της
κουζίνας για να σχεδιάσει κάτι σ’ ένα καβαλέτο. «Για
παράδειγμα, ας πούμε πως εσείς γράφετε τη διατριβή σας για
την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, όμως η δουλειά του
συζύγου σας είναι ν’ αλλάζει λάστιχα. Αγαπιέστε, αλλά
πιθανότατα δεν έχει καμία όρεξη να ακούσει για το Αόρατο
Χέρι.8 Και γιατί να έχει άλλωστε; Ούτως ή άλλως, το Αόρατο
Χέρι, αν θέλετε να ξέρετε, δεν είναι παρά μια φιλελεύθερη
ανοησία».
Κοίταξε το ζωντανό κοινό της και είδε ότι πολλοί κρατούσαν
σημειώσεις, αρκετές από τις οποίες έλεγαν: Αόρατο Χέρι =
φιλελεύθερη ανοησία.
«Το θέμα είναι ότι εσείς και ο σύζυγός σας είστε εντελώς
διαφορετικοί, παρ’ όλα αυτά έχετε έναν ισχυρό δεσμό. Και
αυτό είναι καλό. Και ιοντικό επίσης».
Έκανε μια μικρή παύση για να γυρίσει τη σελίδα πάνω από
την κορυφή του καβαλέτου, αποκαλύπτοντας μία ακόμα
άγραφη κόλα.
« Ή μπορεί ο γάμος σας να μοιάζει με ομοιοπολικό δεσμό»
συνέχισε, σχεδιάζοντας έναν άλλον τύπο χημικού δεσμού. «Κι
αν είναι έτσι, είστε τυχερές, γιατί αυτό σημαίνει πως έχετε και
οι δύο δυνατά σημεία που όταν συνδυάζονται δημιουργούν
κάτι ακόμα καλύτερο. Για παράδειγμα, όταν το υδρογόνο
ενώνεται με το οξυγόνο, τι έχουμε; Νερό – ή Η2Ο, όπως είναι
γνωστό. Από πολλές απόψεις, ο ομοιοπολικός δεσμός δεν
διαφέρει πολύ από ένα πάρτι… ένα πάρτι το οποίο έγινε
καλύτερο χάρη στην πίτα που φτιάξατε εσείς και στο κρασί που
αγόρασε ο άντρας σας. Εκτός κι αν δεν σας αρέσουν τα πάρτι –
όπως σ’ εμένα–, στην οποία περίπτωση μπορείτε να δείτε τον
ομοιοπολικό δεσμό ως μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα… την
Ελβετία, ας πούμε». Κι έγραψε στο καβαλέτο: Άλπεις + ισχυρή
οικονομία = όλοι θα ήθελαν να ζουν εκεί.
Σ’ ένα σαλόνι στη Λα Χόγια της Καλιφόρνιας τρία παιδιά
μάλωναν και η αιτία ήταν ένα παιχνίδι, ένα ανατρεπόμενο
φορτηγό, με τον σπασμένο άξονά του πεταμένο δίπλα σ’ ένα
βουνό από ρούχα για σιδέρωμα τα οποία απειλούσαν να
καταρρεύσουν πάνω σε μια μικροκαμωμένη γυναίκα με ρόλεϊ
στα μαλλιά κι ένα μικρό μπλοκάκι στο χέρι. Ελβετία, έγραφε.
Μετακόμιση.
«Και φτάνουμε στον τρίτο δεσμό, τον δεσμό υδρογόνου»
ολοκλήρωσε την παρουσίαση η Ελίζαμπεθ, δείχνοντας ένα άλλο
σύνολο μορίων. «Τον πιο εύθραυστο, τον πιο ευαίσθητο απ’
όλους. Εγώ τον ονομάζω “έρωτα με την πρώτη ματιά”, επειδή
και τα δύο μέρη αρχικά έλκονται βασισμένα αποκλειστικά και
μόνο σε οπτικές πληροφορίες: σου αρέσει το χαμόγελό του,
του αρέσουν τα μαλλιά σου. Όμως μετά πιάνετε συζήτηση και
διαπιστώνεις ότι είναι κρυφοναζιστής και ότι θεωρεί τις
γυναίκες υπερβολικά γκρινιάρες. Παφ! Έτσι απλά, ο ευαίσθητος
δεσμός σπάει. Αυτό είναι ο δεσμός υδρογόνου, κυρίες μου: μια
χημική υπενθύμιση ότι, αν τα πράγματα φαίνονται πολύ καλά
για να είναι αληθινά, τότε μάλλον δεν είναι αληθινά».
Πέρασε πάλι πίσω από τον πάγκο και, αντικαθιστώντας τον
μαρκαδόρο με ένα μαχαίρι, έδωσε μια σε ένα μεγάλο κίτρινο
κρεμμύδι και το έκοψε στα δύο.
«Ώρα για κοτόπιτα» ανακοίνωσε. «Ξεκινάμε».
«Βλέπεις;» είπε με έμφαση μια γυναίκα στη Σάντα Μόνικα
απευθυνόμενη στη μουτρωμένη δεκαεπτάχρονη κόρη της, που
είχε τόσο πολύ αϊλάινερ γύρω από τα μάτια της, ώστε έμοιαζε
σαν να φορούσε μάσκα. «Τι σου έλεγα; Η σχέση σου μ’ αυτό το
αγόρι είναι δεσμός υδρογόνου. Πότε θα ξυπνήσεις και θα
πάρεις χαμπάρι τι παίζει με τα ιόντα;»
«Αχ, όχι πάλι αυτή η κουβέντα!»
«Θα μπορούσες να σπουδάσεις. Να γίνεις κάτι!»
«Μα μ’ αγαπάει!»
«Σε κρατάει πίσω!»
«Περισσότερα μετά το διαφημιστικό διάλειμμα» ανακοίνωσε η
Ελίζαμπεθ, πιάνοντας τα νοήματα που της έκανε ο καμεραμάν.
O Ουόλτερ Πάιν ήταν σωριασμένος στην καρέκλα του
παραγωγού. Ύστερα από ατελείωτο γλείψιμο, είχε καταφέρει να
πείσει τον Φιλ Λέμπενσμαλ να παρατείνει το συμβόλαιο της Ζοτ
για άλλους έξι μήνες, με τον όρο να γίνει η εκπομπή πιο σέξι
και να αφήσουν την επιστήμη κατά μέρος. Όμως ο χρόνος τους
τελείωνε, τον προειδοποίησε ο Φιλ, καθώς, σύμφωνα με τα
λεγόμενά του, δέχονταν πολλά παράπονα. Ο Ουόλτερ έθιξε το
θέμα στην Ελίζαμπεθ λίγο πριν από την έναρξη της εκπομπής.
«Πρέπει να κάνουμε μερικές αλλαγές» της εξήγησε.
Εκείνη τον άκουσε προσεκτικά, κουνώντας το κεφάλι
στοχαστικά, σαν να εξέταζε προσεκτικά κάθε αλλαγή που της
πρότεινε.
«Όχι» δήλωσε τελικά.
Πέρα απ’ αυτό το μικρό πρόβλημα, η Αμάντα είχε να κάνει
και μια ανόητη εργασία με ένα οικογενειακό δέντρο, για την
οποία χρειαζόταν μια πρόσφατη οικογενειακή φωτογραφία με
τη μαμάκα, παρότι η μαμάκα βρισκόταν εκτός κάδρου καιρό
τώρα. Το χειρότερο ήταν ότι η εργασία υποτίθεται πως θα
τιμούσε τον βιολογικό δεσμό ανάμεσα στον ίδιο και στο παιδί
του, έναν δεσμό που ούτε υπήρξε ποτέ ούτε και θα μπορούσε
να υπάρξει. Προφανώς σκόπευε να αποκαλύψει την αλήθεια
στην Αμάντα, και μάλιστα σύντομα. Ότι δηλαδή η απαίσια
μάνα της δεν θα γύριζε ποτέ πίσω και ότι τυπικά εκείνος κι
εκείνη δεν είχαν καμία συγγένεια. Τα υιοθετημένα παιδιά
δικαιούνται να γνωρίζουν. Απλώς περίμενε την κατάλληλη
στιγμή. Στα γενέθλιά της. Τα τεσσαρακοστά…
«Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ, πηγαίνοντας προς το μέρος του.
«Είχες καθόλου νέα από την ασφαλιστική εταιρεία; Όπως
ξέρεις, η αυριανή εκπομπή εστιάζει στην ανάφλεξη και, παρότι
εξακολουθώ
να
πιστεύω
πως
ουσιαστικά
δεν
υπάρχει
σημαντικός κίνδυνος, νομίζω ότι… Ουόλτερ;» Κούνησε το χέρι
της μπροστά στο πρόσωπό του. «Ουόλτερ;»
«Εξήντα δευτερόλεπτα, Ζοτ» ανακοίνωσε ο καμεραμάν.
«Δεν
θα
έβλαπτε
πυροσβεστήρες
αν
πρόχειρους.
είχαμε
κάνα
Προσωπικά,
δυο
θα
επιπλέον
προτιμούσα
αυτούς με το άζωτο ως προωθητικό παρά τους καινούργιους με
το νερό και τον αφρό, αν και αυτό είναι, βέβαια, απλώς η
προσωπική μου άποψη. Είμαι σίγουρη πως κάνουν και οι δύο
τη δουλειά τους. Ουόλτερ; Με ακούς; Απάντησέ μου». Η
Ελίζαμπεθ συνοφρυώθηκε και προχώρησε προς το πλατό. «Θα
τα πούμε στο επόμενο διάλειμμα».
Καθώς εκείνη επέστρεφε στο πλατό, ο Ουόλτερ γύρισε το
κεφάλι και την είδε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, με το μπλε
παντελόνι της –ναι, φορούσε παντελόνι!– σφιγμένο με ζώνη
ψηλά στη μέση. Μα ποια νόμιζε πως ήταν; Η Κάθριν
Χέπμπορν; Έξαλλος θα γινόταν ο Λέμπενσμαλ. Στράφηκε προς
τη μακιγιέζ και της έκανε νόημα.
«Μάλιστα, κύριε Πάιν» είπε η Ρόζα, με τα χέρια γεμάτα
μικρά σφουγγαράκια. «Χρειάζεστε κάτι; Το πρόσωπο της Ζοτ,
πάντως, είναι μια χαρά. Δεν γυαλίζει».
Εκείνος αναστέναξε.
«Ποτέ δεν γυαλίζει» σχολίασε. «Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι
προβολείς μπορούν να ψήσουν μπριζόλα μέσα σε τριάντα
δευτερόλεπτα, εκείνη δεν χύνει ποτέ ούτε μια στάλα ιδρώτα.
Μα πώς είναι δυνατόν;»
«Είναι πράγματι ασυνήθιστο» συμφώνησε η Ρόζα.
«Να
μαστε
πάλι»
άκουσε
την
Ελίζαμπεθ
να
λέει,
σημαδεύοντας και με τα δυο της χέρια την κάμερα.
«Σε παρακαλώ, φέρσου φυσιολογικά» ικέτεψε ο Ουόλτερ ψιθυριστά.
«Λοιπόν» είπε η Ελίζαμπεθ απευθυνόμενη στους τηλεθεατές
της. «Είμαι σίγουρη πως αξιοποιήσατε αυτό το μικρό διάλειμμα
κόβοντας τα καρότα, το σέλερι και τα κρεμμύδια σε μικρά
ανομοιόμορφα κομμάτια, δημιουργώντας έτσι την κατάλληλη
επιφάνεια για την υποδοχή των μπαχαρικών, καθώς και για τη
συντόμευση του χρόνου μαγειρέματος. Οπότε το φαγητό μας
αυτή τη στιγμή δείχνει κάπως έτσι». Και έγειρε ένα τηγάνι προς
την κάμερα για να δείξει τα περιεχόμενά του. «Προσθέστε
τώρα μια γενναιόδωρη ποσότητα χλωριούχου νατρίου…»
«Μα τι θα πάθαινε αν το έλεγε “αλάτι”;» μουρμούρισε ο
Ουόλτερ. «Τι θα πάθαινε;»
«Εμένα μ’ αρέσει που χρησιμοποιεί επιστημονικές λέξεις»
είπε η Ρόζα. «Με κάνει να νιώθω… δεν ξέρω… ικανή».
«Ικανή;» απόρησε ο Ουόλτερ. «Ικανή; Δηλαδή δεν θέλεις να
νιώθεις κομψή και όμορφη; Και τι στον διάολο τρέχει μ’ αυτά
τα παντελόνια; Πώς προέκυψαν;»
«Είστε καλά, κύριε Πάιν;» τον ρώτησε η Ρόζα. «Μήπως
θέλετε να σας φέρω κάτι;»
«Ναι, θέλω» απάντησε εκείνος. «Υδροκυάνιο».
Πέρασαν αρκετά λεπτά ακόμα, με την Ελίζαμπεθ να αναλύει
στους θεατές τη χημική σύσταση διαφόρων υλικών, εξηγώντας
τι δεσμοί δημιουργούνταν κάθε φορά που πρόσθετε ένα στο
τηγάνι.
«Ορίστε» είπε, γέρνοντας πάλι το τηγάνι προς την κάμερα.
«Τι έχουμε τώρα; Ένα μείγμα, δηλαδή έναν συνδυα­σμό δύο ή
περισσότερων αμιγών ουσιών στον οποίο η κάθε ουσία διατηρεί
τις ξεχωριστές χημικές ιδιότητές της. Στην περίπτωση της
κοτόπιτας θα ήθελα να παρατηρήσετε πως τα καρότα, τα
μπιζέλια, τα κρεμμύδια και το σέλερι έχουν μεν αναμειχθεί,
αλλά παραμένουν διακριτές οντότητες. Για σκεφτείτε το: μια
πετυχημένη κοτόπιτα είναι σαν μια κοινωνία που λειτουργεί σε
ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας. Όπως η
Σουηδία, για παράδειγμα. Εδώ το κάθε λαχανικό έχει τη θέση
του.
Κανένα
απολύτως
υλικό
δεν
απαιτεί
να
είναι
σημαντικότερο από κάποιο άλλο. Κι όταν προσθέτουμε τα
μπαχαρικά –σκόρδο, θυμάρι, πιπέρι και χλωριούχο νάτριο–,
δημιουργούμε μια γεύση που όχι μόνο αναδεικνύει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της κάθε ουσίας αλλά εξισορροπεί και την
οξύτητα. Το αποτέλεσμα; Επιδόματα παιδιών. Βέβαια, είμαι
σίγουρη ότι και η Σουηδία θα έχει τα προβλήματά της. Καρκίνο
του δέρματος, αν μη τι άλλο». Προσέχοντας το νόημα που της
έκανε ο καμεραμάν, πρόσθεσε: «Θα επανέλθουμε αμέσως
ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα».
«Τι ήταν πάλι αυτό;» ρώτησε ο Ουόλτερ ξέπνοος. «Τι ήταν
αυτό που είπε;»
«Επιδόματα παιδιών» απάντησε η Ρόζα, σκουπίζοντας μ’ ένα
σφουγγαράκι το μέτωπό του. «Θα πρέπει να τα βάλουμε στη
λίστα με τις διεκδικήσεις». Έσκυψε μπροστά, προσέχοντας μια
φλεβίτσα να πάλλεται στο μέτωπο του Ουόλτερ. «Ακούστε, λέω
να πάω να σας φέρω λίγο ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Θα…»
«Τι
είπες;»
μούγκρισε
εκείνος,
σπρώχνοντας
πέρα
το
σφουγγαράκι της.
«Επιδόματα παιδιών».
«Όχι αυτό, το άλλο».
«Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ;»
«Ασπιρίνη» τη διόρθωσε κοφτά. «Εδώ στο κανάλι τη λέμε
ασπιρίνη. Ασπιρίνη της Bayer. Θέλεις να μάθεις γιατί; Γιατί η
Bayer είναι ένας από τους χορηγούς μας. Από τους ανθρώπους
που πληρώνουν τον μισθό μας. Κατάλαβες; Πες το λοιπόν.
Ασπιρίνη».
«Ασπιρίνη» επανέλαβε εκείνη. «Επιστρέφω αμέσως».
«Ουόλτερ» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Ελίζαμπεθ από
πάνω του, κάνοντάς τον να αναπηδήσει.
«Χριστέ μου, Ελίζαμπεθ!» αναφώνησε ο Ουόλτερ. «Γιατί
πλησίασες έτσι στα μουλωχτά;»
«Δεν πλησίασα στα μουλωχτά. Είχες κλειστά τα μάτια».
«Σκεφτόμουν».
«Για τους πυροσβεστήρες; Κι εγώ. Ας τους κάνουμε τρεις.
Δύο είναι αρκετοί, αλλά οι τρεις θα απαλείψουν σχεδόν
ολοκληρωτικά την πιθανότητα τραγωδίας. Κατά ενενήντα
εννέα τοις εκατό ή και λίγο παραπάνω».
«Θεέ μου!» μονολόγησε ο Ουόλτερ, σκουπίζοντας τις υγρές
παλάμες του στο παντελόνι του. «Μήπως βλέπω εφιάλτη; Και
γιατί δεν ξυπνάω, τότε;»
«Σε ανησυχεί το ένα τοις εκατό» συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Δεν
χρειάζεται. Αυτό το απειροελάχιστο ποσοστό αφορά βασικά
θεομηνίες: σεισμούς, τσουνάμι, πράγματα που δεν μπορούμε
να προβλέψουμε, επειδή η επιστήμη δεν έχει φτάσει ακόμη
εκεί». Έκανε μια σύντομη παύση και ίσιωσε τη ζώνη της.
«Ουόλτερ, δεν σου φαίνεται ενδιαφέρον που οι άνθρωποι
χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο: θεομηνία; Δεδομένου ότι οι
περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους την εικόνα του Θεού
συνυφασμένη με αρνάκια, αγάπη και μωρά σε φάτνες; Ωστόσο
αυτή η ίδια υποτιθέμενη καλοσυνάτη οντότητα πλήττει αθώους
ανθρώπους
αριστερά
δεξιά,
επιδεικνύοντας
ένα
σοβαρό
πρόβλημα διαχείρισης θυμού – ίσως και μανιοκατάθλιψη. Σε
μια ψυχιατρική κλινική ένας τέτοιος ασθενής θα υποβαλλόταν
σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Την οποία προσωπικά δεν
εγκρίνω. Στο κάτω κάτω, η αποτελεσματικότητα της θεραπείας
με ηλεκτροσόκ εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό
ατεκμηρίω­τη. Όμως δεν είναι ενδιαφέρον το ότι οι θεομηνίες
και η θεραπεία με ηλεκτροσόκ παρουσιάζουν τόσο πολλά κοινά
στοιχεία; Είναι βίαιες, σκληρές…»
«Εξήντα δευτερόλεπτα, Ζοτ».
«…ανελέητες, βάρβαρες…»
«Χριστέ μου, Ελίζαμπεθ, σε παρακαλώ!»
«Πάντως, ας κάνουμε τους πυροσβεστήρες τρεις. Όλες οι
γυναίκες οφείλουν να ξέρουν πώς να σβήσουν μια φωτιά. Θα
ξεκινήσουμε με την τεχνική της στέρησης οξυγόνου, κι όταν
αυτή αποτύχει, θα περάσουμε στο άζωτο».
«Σαράντα δευτερόλεπτα, Ζοτ».
«Και τι τρέχει με το παντελόνι, τέλος πάντων;» ρώτησε ο
Ουόλτερ με τα δόντια του τόσο σφιγμένα, ώστε μετά βίας
βγήκαν από το στόμα του οι λέξεις.
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ».
«Σ’ αρέσει; Δεν μπορεί να μη σ’ αρέσει. Κι εσύ τα φοράς
συνέχεια, και καταλαβαίνω το γιατί. Είναι πολύ βολικά. Μην
ανησυχείς, σκοπεύω να σου αποδώσω εξ ολοκλήρου τα
εύσημα».
«Όχι! Ελίζαμπεθ, εγώ ποτέ δεν…»
«Ορίστε η ασπιρίνη σας, κύριε Πάιν» διέκοψε η Ρόζα,
προβάλλοντας στο πλευρό του. «Και… Ζοτ, για να σου ρίξω μια
γρήγορη ματιά. Ωραία, ωραία. Γύρνα λιγάκι κι από την άλλη…
Ωραία, τέλεια. Εντάξει, είσαι έτοιμη».
«Ζοτ, δέκα δευτερόλεπτα» φώναξε ο καμεραμάν.
«Μήπως είσαι άρρωστος, Ουόλτερ;»
«Είδες καθόλου την εργασία με το οικογενειακό δέντρο;» της
ψιθύρισε εκείνος.
«Οκτώ δευτερόλεπτα, Ζοτ».
«Φαίνεσαι χλωμός, Ουόλτερ».
«Το δέντρο» ψέλλισε εκείνος, με τη φωνή του μετά βίας να
βγαίνει.
«Κόλιαντρο; Όχι, δεν πάει στην κοτόπιτα που φτιάχνω
σήμερα».
Η Ελίζαμπεθ ανέβηκε πάλι στο πλατό και, γυρνώντας προς
την κάμερα, είπε:
«Επιστρέψαμε λοιπόν».
«Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι μου έδωσες» είπε απότομα ο
Ουόλτερ στη Ρόζα «πάντως δεν βοηθάει καθόλου».
«Θέλει χρόνο».
«Μόνο που εγώ δεν έχω χρόνο» απάντησε εκείνος. «Δώσ’ μου
το μπουκαλάκι».
«Μα έχετε ήδη πάρει πολλές».
«Μπα, αλήθεια;» Ο Ουόλτερ άρπαξε το φιαλίδιο. «Για
εξήγησέ μου τότε, γιατί έχει κι άλλες εδώ;»
«Και τώρα ρίξτε τη δική σας Σουηδία» έλεγε τώρα η
Ελίζαμπεθ «στη μοριακή δομή από άμυλο, λιπίδια και
πρωτεΐνες που φτιάξατε νωρίτερα –τη ζύμη σας–, της οποίας οι
χημικοί δεσμοί ενεργοποιήθηκαν με τη χρήση του μορίου Η2Ο,
για να προκύψει ένα τέλειο πάντρεμα σταθερότητας και
συγκρότησης».
Έκανε μια παύση, με τα αλευρωμένα πλέον χέρια της να
δείχνουν μια ζύμη γεμισμένη με λαχανικά και κοτόπουλο.
«Σταθερότητα και συγκρότηση» επανέλαβε, κοιτάζοντας το
κοινό στο στούντιο. «Η χημεία δεν μπορεί να διαχωριστεί από
τη ζωή. Εξ ορισμού, η χημεία είναι ζωή. Ωστόσο, όπως και η
πίτα σας, η ζωή απαιτεί μια δυνατή βάση. Στο σπιτικό σας
αυτή η βάση είστε εσείς. Κουβαλάτε μια τεράστια ευθύνη:
κάνετε την πιο υποτιμημένη δουλειά στον κόσμο, η οποία,
εντούτοις, κρατάει τα πάντα ενωμένα, εμποδίζοντάς τα να
διαλυθούν».
Αρκετές γυναίκες από το κοινό στο στούντιο έγνεψαν έντονα.
«Τώρα πάρτε λίγο χρόνο για να θαυμάσετε το πείραμά σας»
συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Χρησιμοποιήσατε την κομψότητα των
χημικών δεσμών για να κατασκευάσετε μια ζύμη που θα
φιλοξενήσει και θα αναδείξει τις γεύσεις των συστατικών σας.
Δοκιμάστε
άλλη
μια
φορά
τη
γέμισή
σας
κι
ύστερα
αναρωτηθείτε: Τι χρειάζεται η Σουηδία σας; Κιτρικό οξύ; Ίσως.
Χλωριούχο
νάτριο;
Μάλλον.
Διορθώστε.
Όταν
νιώσετε
ικανοποιημένες, τοποθετήστε τη δεύτερη ζύμη από πάνω σαν
κουβέρτα, πιέζοντας τις άκρες για να κολλήσουν και να
σφραγίσετε το περιεχόμενο με ασφάλεια. Έπειτα κάντε μερικές
μικρές χαρακιές στο επάνω μέρος για να δημιουργήσετε
αεραγωγούς. Ο σκοπός είναι να δοθεί στα μόρια του νερού ο
χώρος που χρειάζονται για να μετατραπούν σε ατμό και να
διαφύγουν. Δίχως τα μικρά αυτά ανοίγματα η πίτα σας θα γίνει
Βεζούβιος. Για να προστατέψετε λοιπόν τους χωρικούς από
βέβαιο θάνατο, κάντε πάντα μερικές χαρακιές». Πήρε ένα
μαχαίρι και έκανε τρεις μικρές χαρακιές. «Ορίστε» είπε. «Τώρα
βάλτε τη στον φούρνο, στους εκατόν ενενήντα βαθμούς, και
ψήστε τη για περίπου σαράντα πέντε λεπτά».
Σήκωσε το βλέμμα της στο ρολόι.
«Μας μένει λίγος χρόνος ακόμα. Μήπως θέλει κανείς από το
κοινό να μου κάνει κάποια ερώτηση;»
Κοίταξε τον καμεραμάν, που έσυρε το δάχτυλο στον λαιμό
του σαν να προσπαθούσε να τον κόψει. Σχημάτισε με τα χείλη
του τη λέξη ΟΧΙ τρεις φορές.
«Παρακαλώ» είπε η Ελίζαμπεθ, δείχνοντας μια γυναίκα στην
μπροστινή σειρά, με γυαλιά στερεωμένα στο φουσκωτό
χτένισμά της και καλσόν με ενίσχυση στα χοντρά της πόδια.
«Είμαι η κυρία Τζορτζ Φίλις από το Κέρνβιλ» είπε αμήχανα η
γυναίκα καθώς σηκωνόταν όρθια. «Είμαι τριάντα οκτώ χρονών.
Ήθελα μόνο να σας πω πόσο πολύ μου αρέσει η εκπομπή σας.
Έχω μάθει τόσο πολλά, μου φαίνεται απίστευτο. Ξέρω ότι δεν
είμαι κανένα σαΐνι» πρόσθεσε με πρόσωπο κατακόκκινο από
ντροπή «μου το λέει διαρκώς ο άντρας μου, όμως την
περασμένη εβδομάδα, όταν είπατε ότι η ώσμωση είναι η
κίνηση ενός αραιότερου διαλύματος μέσα από μια ημιπερατή
μεμβράνη προς ένα άλλο, πιο πυκνό διάλυμα, βρέθηκα να
συλλογίζομαι μήπως… ε…»
«Συνεχίστε».
«…μήπως
το
οίδημα
στα
πόδια
μου
είναι
υποπροϊόν
ελαττωματικής υδραυλικής αγωγιμότητας σε συνδυασμό με
έναν ασταθή συντελεστή ανάκλασης του ωσμωτικά δραστικού
παράγοντα στις πρωτεΐνες του πλάσματος».
«Πολύ λεπτομερής διάγνωση, κυρία Φίλις» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Ποια ειδικότητα της ιατρικής ασκείτε;»
«Α όχι» ψέλλισε η γυναίκα «όχι, δεν είμαι γιατρός. Μια απλή
νοικοκυρά είμαι».
«Καμία γυναίκα στον κόσμο δεν είναι μια απλή νοικοκυρά»
επισήμανε η Ελίζαμπεθ. «Τι άλλο κάνετε;»
«Τίποτα. Έχω μερικά χόμπι μόνο. Μου αρέσει να διαβάζω
ιατρικά περιοδικά».
«Ενδιαφέρον. Τι άλλο;»
«Να ράβω».
«Ρούχα;»
«Κορμιά».
«Ανοιχτές πληγές;»
«Ναι. Έχω πέντε αγόρια. Όλο ράμματα θέλουν».
«Και όταν ήσασταν στην ηλικία τους ονειρευόσασταν να
γίνετε…»
«Μια στοργική σύζυγος και μητέρα».
«Όχι, σοβαρά τώρα…»
«Καρδιοχειρουργός» απάντησε η γυναίκα δίχως δεύτερη
σκέψη.
Απλώθηκε μια φορτισμένη σιωπή, με το βάρος του γελοίου
ονείρου της να κρέμεται σαν μουσκεμένη μπουγάδα σε
απόλυτη άπνοια. Καρδιοχειρουργός; Για μια στιγμή φάνηκε λες
και ολόκληρος ο κόσμος περίμενε τα γέλια που σίγουρα θα
ακολουθούσαν. Μα τότε από ένα σημείο του κοινού ακούστηκε
ένα
απροσδόκητο
μοναχικό
χειροκρότημα,
κι
αμέσως
ακολούθησε άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι ύστερα άλλα δέκα, κι
άλλα είκοσι, και πολύ σύντομα όλοι στο ακροατήριο είχαν
σηκωθεί όρθιοι, και τότε κάποιος φώναξε «Δόκτωρ Φίλις,
καρδιοχειρουργός»
και
τα
χειροκροτήματα
έγιναν
εκκωφαντικά.
«Όχι, όχι» επέμεινε η γυναίκα μέσα στη φασαρία. «Απλώς
αστειευόμουν. Θα ήταν αδύνατο να κάνω κάτι τέτοιο. Άλλωστε
είναι πολύ αργά πια».
«Ποτέ δεν είναι αργά» επέμεινε η Ελίζαμπεθ.
«Μα δεν θα μπορούσα. Δεν μπορώ».
«Γιατί;»
«Επειδή είναι δύσκολο».
«Και δεν είναι δύσκολο να μεγαλώνεις πέντε αγόρια;»
Η γυναίκα άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά της τους μικροσκοπικούς
κόμπους ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της.
«Μα… από πού θα ξεκινούσα;»
«Από τη βιβλιοθήκη» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Και στη
συνέχεια εισαγωγικές εξετάσεις, σχολή και ειδικότητα».
Η γυναίκα ξαφνικά φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι
η
Ελίζαμπεθ την έπαιρνε στα σοβαρά.
«Ειλικρινά πιστεύετε ότι θα τα κατάφερνα;» ρώτησε με
τρεμάμενη φωνή.
«Ποιο είναι το μοριακό βάρος του χλωριούχου βαρίου;»
«208,23».
«Μια χαρά θα τα καταφέρετε».
«Μα ο σύζυγός μου–»
«Είναι τυχερός. Παρεμπιπτόντως, σήμερα είναι η μέρα των
δώρων, κυρία Φίλις» είπε η Ελίζαμπεθ. «Πρόκειται για κάτι
που μόλις πρόσφατα σκέφτηκε ο παραγωγός μου. Ως ένδειξη
της υποστήριξής μας και της πίστης μας στο ελπιδοφόρο
μέλλον σας, θα φύγετε σήμερα αποδώ με την κοτόπιτά μου.
Ελάτε να την πάρετε».
Μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων, η Ελίζαμπεθ έδωσε
την κοτόπιτα, σκεπασμένη με αλουμινόχαρτο, στην κυρία
Φίλις, που τώρα έδειχνε αποφασισμένη.
«Ο χρόνος μας τελείωσε για σήμερα» κατέληξε η Ελίζαμπεθ.
«Αλλά ελπίζω να είστε κοντά μας πάλι αύριο, για να
εξερευνήσουμε τον ρόλο της φωτιάς στην κουζίνα».
Έπειτα κοίταξε κατευθείαν στον φακό της κάμερας, κι ήταν
λες και, με κάποιον μαγικό τρόπο, το βλέμμα της καρφώθηκε
στα έκπληκτα πρόσωπα των πέντε παιδιών της κυρίας Τζορτζ
Φίλις, που ήταν στρωμένα μπροστά στην τηλεόραση στο
Κέρνβιλ, με γουρλωμένα μάτια και στόματα ανοιχτά, λες κι
έβλεπαν τη μητέρα τους για πρώτη φορά.
«Αγοράκια, στρώστε το τραπέζι» πρόσταξε η Ελίζαμπεθ. «Η
μητέρα σας χρειάζεται λίγο χρόνο για τον εαυτό της».
8 Μεταφορά που χρησιμοποίησε ο οικονομολόγος και φιλόσοφος Άνταμ Σμιθ για να
περιγράψει την αρχή της «πεφωτισμένης ιδιοτέλειας», σύμφωνα με την οποία ένα
άτομο που δρα με γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον τείνει να προωθεί και το
συμφέρον της κοινότητάς του. (Σ.τ.Μ.)
30
Ενενήντα εννέα τοις εκατό
«Μ άντλεν»
είπε προσεκτικά η Ελίζαμπεθ μία εβδομάδα
αργότερα «μου τηλεφώνησε η κυρία Μάντφορντ στη δουλειά
σήμερα. Μου είπε κάτι για μια… ανάρμοστη οικογενειακή
φωτογραφία;»
Το ενδιαφέρον της Μάντλεν μονοπώλησε ξαφνικά ένα κάκαδο
στο γόνατό της.
«Και αυτή τη φωτογραφία συνόδευε ένα οικογενειακό
δέντρο» συνέχισε γλυκά η Ελίζαμπεθ. «Στο οποίο ισχυριζόσουν
ότι είσαι άμεση απόγονος…» –έκανε μια παύση για να
συμβουλευτεί μια λίστα– «…της Νεφερτίτης, της Σοτζούρνερ
Τρουθ και της Αμέλια Έρχαρτ. Σου λέει κάτι αυτό;»
Η Μάντλεν την κοίταξε αθώα.
«Μπα, όχι».
«Και
το
δέντρο
είχε
κι
ένα
βελανίδι
που
έγραφε
“Νεραϊδονονά”».
«Χμ».
«Και στη βάση του κάποιος έγραψε: “Οι άνθρωποι είναι ζώα”.
Υπογραμμισμένο τρεις φορές. Και πιο κάτω έλεγε: “Εσωτερικά
οι άνθρωποι είναι ενενήντα εννέα τοις εκατό ίδιοι γενετικά”».
Η Μάντλεν κοίταξε το ταβάνι.
«Ενενήντα εννέα τοις εκατό;» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ.
«Τι;» απόρησε η Μάντλεν.
«Αυτό είναι ανακριβές».
«Μα…»
«Στην επιστήμη η ακρίβεια είναι πολύ σημαντική».
«Μα…»
«Η αλήθεια είναι ότι η ομοιότητα μπορεί να φτάνει μέχρι και
ενενήντα εννέα κόμμα εννέα τοις εκατό. Ενενήντα εννέα κόμμα
εννέα». Ύστερα η Ελίζαμπεθ σώπασε και αγκάλιασε την κόρη
της. «Δικό μου το λάθος, γλυκιά μου. Αν εξαιρέσουμε το π, δεν
έχουμε καλύψει ακόμη τους δεκαδικούς».
«Συγγνώμη που διακόπτω» είπε η Χάριετ, μπαίνοντας από
την πίσω πόρτα. «Τηλεφωνικά μηνύματα. Ξέχασα να σου τ’
αφήσω». Έβαλε μια λίστα μπροστά στην Ελίζαμπεθ και γύρισε
να φύγει.
«Χάριετ» τη σταμάτησε η Ελίζαμπεθ, σαρώνοντας με το
βλέμμα τη λίστα. «Ποιος είναι αυτός ο αιδεσιμότατος της
Πρώτης Πρεσβυτεριανής;»
Η Μάντλεν ένιωσε να της σηκώνεται η τρίχα.
«Μάλλον θα είναι κανένας απ’ αυτούς που ζητάνε οικονομική
ενίσχυση για την εκκλησία τους. Ζήτησε να μιλήσει με τη
Μαντ. Θα έκανε λάθος, υποθέτω. Τέλος πάντων, βασικά ήθελα
να δεις αυτό εδώ» πρόσθεσε, χτυπώντας με το δάχτυλο ένα
σημείο στη λίστα. «Από τους LA Times».
«Μου έχουν τηλεφωνήσει και στη δουλειά» απάντησε η
Ελίζαμπεθ. «Θέλουν συνέντευξη».
«Συνέντευξη!»
«Θα βγεις πάλι στις εφημερίδες;» ρώτησε ανήσυχη η
Μάντλεν. Δύο φορές είχε εμφανιστεί η οικογένειά της σε
εφημερίδα: μία όταν πέθανε ο πατέρας της και άλλη μία όταν η
επιτύμβια στήλη του διαλύθηκε από μια σφαίρα. Όχι και πολύ
καλό ιστορικό.
«Όχι, Μάντλεν» την καθησύχασε η Ελίζαμπεθ. «Αυτός που
θέλει
να
μου
πάρει
συνέντευξη
δεν
είναι
καν
του
επιστημονικού ρεπορτάζ, γράφει τη γυναικεία στήλη. Ήδη μου
ξεκαθάρισε ότι δεν τον ενδιαφέρει να μιλήσουμε για χημεία,
μόνο για μαγειρική. Προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα
δύο είναι αδιαχώριστα. Και υποψιάζομαι ότι θέλει να μου κάνει
κι ερωτήσεις για την οικογένειά μας, παρότι αυτό το θέμα δεν
θα έπρεπε να τον αφορά καθόλου».
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Μάντλεν. «Τι πρόβλημα έχει η οικογένειά
μας;»
Κάτω από το τραπέζι, ο Εξίμισι σήκωσε το κεφάλι του. Τον
ενοχλούσε που το κοριτσάκι σκεφτόταν ότι είχε κάποιο
πρόβλημα η οικογένειά τους. Όσο για τη Νεφερτίτη και τις
άλλες, δεν ήταν απλώς ευσεβείς πόθοι της Μάντλεν. Κατά μία
πολύ ουσιαστική έννοια, αυτό που ισχυριζόταν ήταν σωστό:
όλοι οι άνθρωποι μοιράζονταν έναν κοινό πρόγονο. Πώς ήταν
δυνατόν να μην το γνωρίζει αυτό η Μάντφορντ; Εκείνος ήταν
σκύλος, κι όμως το γνώριζε. Παρεμπιπτόντως, σε περίπτωση
που ενδιαφερόταν κανείς, είχε μόλις μάθει μια καινούργια
λέξη: ημερολόγιο, ένα μέρος όπου κάποιος γράφει άσχημα
πράγματα για την οικογένειά του και τους φίλους του,
παρακαλώντας τον Θεό να μην τα δουν ποτέ. Μαζί με το
ημερολόγιο, οι λέξεις που ήξερε έφταναν τις εξακόσιες
σαράντα οκτώ.
«Θα τα πούμε το πρωί» είπε η Χάριετ, κλείνοντας πίσω της
την πόρτα.
«Τι πρόβλημα έχει η οικογένειά μας, μαμά;» επανέλαβε η
Μάντλεν.
«Κανένα
πρόβλημα»
απάντησε
κοφτά
η
Ελίζαμπεθ,
μαζεύοντας το τραπέζι. «Εξίμισι, βοήθησέ με. Θέλω να
προσπαθήσω να καθαρίσω τα πιάτα χρησιμοποιώντας ατμό
υδρογονάνθρακα».
«Πες μου για τον μπαμπά».
«Σου τα έχω πει όλα, γλυκιά μου» είπε η Ελίζαμπεθ, με το
πρόσωπό της να φωτίζεται ξαφνικά από τρυφερότητα. « Ήταν
ένας
ευφυής,
κωπηλάτης
και
έντιμος,
στοργικός
χαρισματικός
άνθρωπος.
χημικός.
Ήταν
Σπουδαίος
ψηλός
και
γκριζομάτης, σαν εσένα, και είχε πολύ μεγάλα χέρια. Οι γονείς
του πέθαναν σε μια τρομερή σύγκρουση μ’ ένα τρένο και η
θεία του σκοτώθηκε πέφτοντας με το αυτοκίνητο σ’ ένα
δέντρο. Και τότε πήγε να μείνει σ’ ένα ορφανοτροφείο για
αγόρια». Η Ελίζαμπεθ σώπασε. Το φόρεμά της με τα
γαλανόλευκα καρό κυμάτισε στις γάμπες της, καθώς εκείνη
ξανασκεφτόταν το πείραμα που σκόπευε να κάνει με το
πλύσιμο των πιάτων. «Κάνε μου μια χάρη, Μάντλεν, και
φόρεσε αυτή τη μάσκα οξυγόνου. Κι εσύ, Εξίμισι, έλα να σου
βάλω προστατευτικά γυαλιά. Ορίστε» είπε, προσαρμόζοντας
όλους τους ιμάντες. «Κι ύστερα ο πατέρας σου πήγε στο
Κέμπριτζ, όπου…»
«Το ο-φανοτ-οφείο» πρόφερε η Μάντλεν με δυσκολία εξαιτίας
της μάσκας.
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, γλυκιά μου. Δεν ξέρω πολλά
πράγματα για το ορφανοτροφείο. Ο πατέρας σου δεν ήθελε να
μιλάει γι’ αυτό. Ήταν κάτι προσωπικό».
«Π-ο-ωπικό; Ή μυ-τικό;» μίλησε πάλι άναρθρα μέσα από τη
μάσκα.
«Προσωπικό» είπε αυστηρά η μητέρα της. «Μερικές φορές
συμβαίνουν άσχημα πράγματα. Κι αυτό είναι κομμάτι της
ζωής. Όσο για το ορφανοτροφείο, ο πατέρας σου δεν το
συζητούσε επειδή, υποθέτω, ήξερε ότι δεν θα άλλαζε κάτι
έτσι. Μεγάλωσε χωρίς οικογένεια, χωρίς γονείς για να βασιστεί
πάνω τους, χωρίς την προστασία και την αγάπη που δικαιούται
κάθε παιδί. Όμως άντεξε. Συχνά ο καλύτερος τρόπος για να
αντιμετωπίσουμε
κάτι
κακό»
συνέχισε,
απλώνοντας
αντανακλαστικά το χέρι για να πιάσει το μολύβι της, «είναι να
το αντιστρέψουμε, να το μετατρέψουμε σε δύναμη, να μην
επιτρέψουμε στο κακό να μας καθορίσει. Να το πολεμήσουμε».
Ο τρόπος που το είπε, σαν πολεμίστρια, έκανε τη Μάντλεν να
ανησυχήσει.
«Σου έχουν συμβεί κι άλλα άσχημα πράγματα, μαμά;»
προσπάθησε να τη ρωτήσει. «Εκτός από τον θάνατο του
μπαμπά;» Όμως το πείραμα του πλυσίματος των πιάτων
βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και η ερώτησή της χάθηκε πίσω
από τη μάσκα της και διακόπηκε από το κουδούνισμα του
τηλεφώνου.
«Ναι, Ουόλτερ» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Ελπίζω να μην ενοχλώ…»
«Κάθε άλλο» του απάντησε, παρά το γεγονός ότι ένα
ασυνήθιστο βουητό ακουγόταν κάπου στο βάθος. «Σε τι μπορώ
να σε βοηθήσω;»
«Σου τηλεφωνώ για δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η εργασία
με το οικογενειακό δέντρο. Αναρωτιόμουν αν…»
«Ναι» του επιβεβαίωσε εκείνη. «Είχαμε πρόβλημα».
«Κι εμείς» είπε ο Ουόλτερ θλιμμένα. «Προφανώς η δασκάλα
κατάλαβε ότι τα ονόματα που έβαλα στα κλαδιά ήταν
επινοημένα. Αυτό κάνατε κι εσείς;»
«Όχι» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Η Μάντλεν έκανε ένα
μαθηματικό λάθος».
Ο Ουόλτερ σάστισε.
«Πρέπει να δω τη Μάντφορντ αύριο» συνέχισε εκείνη.
«Πάντως, δεν ξέρω αν το έμαθες, τα κορίτσια μας θα είναι πάλι
στη δική της τάξη το φθινόπωρο. Θα διδάσκει την πρώτη τάξη
– κι όταν λέω “θα διδάσκει”, το λέω, φυσικά, ειρωνικά. Έχω
ήδη υποβάλει παράπονο».
«Θεέ μου!» αναστέναξε εκείνος.
«Και το δεύτερο ποιο είναι, Ουόλτερ;»
«Ο Φιλ» απάντησε εκείνος. «Δεν… δεν είναι… καθόλου
ευχαριστημένος».
«Ούτε εγώ είμαι» αντιγύρισε η Ελίζαμπεθ. «Μα πώς έγινε
αυτός ο άνθρωπος γενικός διευθυντής του σταθμού; Δεν έχει
ούτε όραμα ούτε ηγετικές ικανότητες ούτε τρόπους. Και ο
τρόπος που συμπεριφέρεται στις γυναίκες του σταθμού είναι
απαράδεκτος».
«Ναι» είπε ο Ουόλτερ, φέρνοντας στο μυαλό του τη σκηνή
που διαδραματίστηκε πριν από μερικές εβδομάδες, όταν, ενώ
συζητούσε με τον Λέμπενσμαλ για την Ελίζαμπεθ, εκείνος
κυριολεκτικά έφτυσε. «Συμφωνώ, μπορεί να γίνει λιγάκι
δύσκολος».
«Δεν γίνεται δύσκολος, Ουόλτερ. Προσβλητικός γίνεται. Θα
υποβάλω παράπονο στο διοικητικό συμβούλιο».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Άντε πάλι με τα παράπονα.
«Ελίζαμπεθ, ο Φιλ είναι μέλος του συμβουλίου».
«Πάντως, πρέπει να ενημερωθούν όλοι για τη συμπεριφορά
του».
Ο Ουόλτερ αναστέναξε.
«Σίγουρα θα έχεις πια καταλάβει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος
από ανθρώπους σαν τον Φιλ. Το καλύτερο που έχουμε να
κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να πηγαίνουμε με τα νερά
του. Να αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε μια άσχημη
κατάσταση. Δεν μπορείς απλώς να προ­σπαθήσεις;»
Η Ελίζαμπεθ δοκίμασε να βρει έναν καλό λόγο να αξιο­ποιήσει
όσο καλύτερα μπορούσε τον Φιλ Λέμπενσμαλ. Όχι, δεν έβρισκε
ούτε έναν.
«Άκου, έχω μια ιδέα» συνέχισε ο Ουόλτερ. «Ο Φιλ έχει
προσεγγίσει έναν πιθανό χορηγό: μια εταιρεία που πουλάει
έτοιμες σούπες. Θέλει να χρησιμοποιήσεις μια τέτοια σούπα
στην εκπομπή σου, σε κάποιο φαγητό. Αν το κάνεις αυτό και
καταφέρεις
να
φέρεις
στον
σταθμό
αυτόν
τον
μεγάλο
σπόνσορα, θα μας αφήσει λίγο ήσυχους, νομίζω».
« Έτοιμες σούπες; Εγώ δουλεύω μόνο με φρέσκα συστατικά».
«Μα ούτε μία παραχώρηση δεν μπορείς να κάνεις;» την
ικέτεψε. «Για μια κονσέρβα σούπας μιλάμε. Σκέψου λίγο και
τους άλλους, όλους αυτούς τους ανθρώπους που δουλεύουν
στην
εκπομπή
σου.
Έχουμε
οικογένειες
να
ταΐσουμε,
Ελίζαμπεθ, τις χρειαζόμαστε τις δουλειές μας».
Στην άλλη άκρη της γραμμής έπεσε σιωπή, λες και η
Ελίζαμπεθ ζύγιζε τα λόγια του.
«Θα ήθελα να συναντηθώ με τον Φιλ πρόσωπο με πρόσωπο»
είπε τελικά. «Να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα».
«Όχι!» είπε με έμφαση ο Ουόλτερ. «Αυτό ποτέ. Αποκλείε­ται».
Εκείνη ξεφύσηξε ηχηρά.
«Καλά. Σήμερα είναι Δευτέρα. Φέρε μου την κονσέρβα την
Πέμπτη. Θα δω τι μπορώ να κάνω».
Ωστόσο η εβδομάδα πήγε από το κακό στο χειρότερο. Την
επόμενη μέρα, την Τρίτη, οι αποκαλύψεις που έφερε στην
επιφάνεια το οικογενειακό δέντρο είχαν γίνει θέμα συζήτησης
σε όλο το σχολείο. Η Μάντλεν είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Η
Αμάντα δεν είχε μητέρα. Ο πατέρας του Τόμι Ντίξον ήταν
αλκοολικός. Όχι ότι κανένα απ’ τα παιδιά ενδιαφερόταν για όλα
αυτά, όμως η Μάντφορντ, με τα μοχθηρά μάτια της υγρά από
την έξαψη, καταβρόχθιζε τις πληροφορίες σαν λαίμαργος ιός κι
ύστερα τις μεταβίβαζε στις άλλες μητέρες, που τις σκορπούσαν
σε όλο το σχολείο σαν κομφετί.
Την Τετάρτη κάποιος έχωσε κρυφά κάτω από την πόρτα της
Ελίζαμπεθ ένα χαρτί με τις απολαβές όλων των υπαλλήλων του
καναλιού. Εκείνη έμεινε να κοιτάζει τα νούμερα. Έπαιρνε
μόλις το ένα τρίτο απ’ όσα έβγαζε αυτός που έλεγε τις
αθλητικές ειδήσεις; Ο τύπος έμενε στον αέρα λιγότερο από
τρία λεπτά τη μέρα και η μοναδική δεξιότητα που απαιτούνταν
από αυτόν ήταν να διαβάζει τα σκορ! Ακόμα χειρότερα,
φαινόταν να υπάρχει κάτι που ονομαζόταν «διαμοιρασμός
κερδών» στο κανάλι, όμως συμμετείχαν μόνο οι άντρες
υπάλληλοι.
Ωστόσο εκείνο που πραγματικά έβγαλε εκτός εαυτού την
Ελίζαμπεθ ήταν η όψη της Χάριετ όταν ήρθε στο σπίτι το πρωί
της Πέμπτης.
Η Ελίζαμπεθ είχε μόλις βάλει στο φαγητοδοχείο της Μάντλεν
ένα σημείωμα –Η ύλη δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί ούτε να
καταστραφεί, αλλά μπορεί να αναδιαταχθεί. Με άλλα λόγια, μην κάτσεις
δίπλα στον Τόμι Ντίξον–, όταν η Χάριετ κάθισε στο τραπέζι και,
παρά το λιγοστό ακόμη φως, δεν έβγαλε τα γυαλιά ηλίου της.
«Χάριετ;» είπε η Ελίζαμπεθ γεμάτη ανησυχία.
Με φωνή που προσπαθούσε να περάσει το μήνυμα ότι δεν
είχε γίνει και τίποτα σπουδαίο, η Χάριετ της εξήγησε ότι ο
κύριος Σλόουν δεν ήταν πολύ στα καλά του το προηγούμενο
βράδυ. Του είχε πετάξει μερικά από τα πονηρά περιοδικά του,
οι Ντότζερς είχαν χάσει, δεν του είχε αρέσει καθόλου ο τρόπος
που η Ελίζαμπεθ είχε παροτρύνει εκείνη τη γυναίκα να γίνει
χειρουργός. Της πέταξε ένα άδειο μπουκάλι μπίρας κι εκείνη
έπεσε προς τα πίσω σαν στόχος σε διαγωνισμό σκοποβολής.
«Θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία» δήλωσε η Ελίζαμπεθ,
έτοιμη να σηκώσει το ακουστικό.
«Όχι» την απέτρεψε η Χάριετ, πιέζοντας το χέρι στο μπράτσο
της. «Δεν θα κάνουν τίποτα, και δεν θέλω να του δώσω αυτή
την ικανοποίηση. Άλλωστε τον κοπάνησα κι εγώ με την τσάντα
μου».
«Θα πάω αποκεί τώρα αμέσως» επέμεινε η Ελίζαμπεθ.
«Πρέπει να καταλάβει ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι
ανεκτή» πρόσθεσε και σηκώθηκε όρθια. «Θα πάρω και το
ρόπαλο του μπέιζμπολ».
«Όχι. Αν του επιτεθείς, η αστυνομία θα κατηγορήσει εσένα,
όχι εκείνον».
Η Ελίζαμπεθ το σκέφτηκε λιγάκι. Η Χάριετ είχε δίκιο. Το
σαγόνι της σφίχτηκε κι ένιωσε ένα γνώριμο κύμα οργής να την
κατακλύζει στη θύμηση της δικής της εμπειρίας με την
αστυνομία πριν από χρόνια. Μήπως θα θέλατε να κάνετε μια δήλωση
μετανοίας; Άπλωσε το χέρι κι έψαξε μηχανικά για το μολύβι της.
«Μπορώ να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου. Δεν με
φοβίζει, Ελίζαμπεθ, με αηδιάζει. Υπάρχει διαφορά».
Γνώριζε και η ίδια πολύ καλά αυτό το συναίσθημα. Έσκυψε
και αγκάλιασε τη Χάριετ. Παρά τη φιλία τους, οι δύο γυναίκες
σπάνια άγγιζαν η μια την άλλη.
«Θα έκανα τα πάντα για σένα» είπε η Ελίζαμπεθ, σφίγγοντάς
την πάνω της. «Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
Η Χάριετ, ξαφνιασμένη, σήκωσε το βλέμμα στην Ελίζαμπεθ,
με τα μάτια της να γυαλίζουν από τα δάκρυα.
«Κι εγώ για σένα. Παρομοίως». Κι ύστερα η μεγαλύτερη
γυναίκα
αποτραβήχτηκε.
«Καλά
θα
είμαι»
υποσχέθηκε,
σκουπίζοντας το πρόσωπό της. «Ας το ξεχάσουμε».
Όμως η Ελίζαμπεθ δεν ήταν από τους ανθρώπους που τα
ξεχνούν κάτι τέτοια. Καθώς έβαζε μπρος το αυτοκίνητο πέντε
λεπτά αργότερα, είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο.
«Γεια σας, θεατές μου» είπε η Ελίζαμπεθ τρεις ώρες αργότερα.
«Καλώς ορίσατε πάλι. Το βλέπετε αυτό;» Ύψωσε προς την
κάμερα μια κονσέρβα σούπας. «Πολύ καλό όταν θες να
γλιτώσεις χρόνο».
Από τη θέση του παραγωγού ο Ουόλτερ έμεινε με το στόμα
ανοιχτό. Χρησιμοποιούσε τη σούπα! Ένιωσε να τον πλημμυρίζει
ευγνωμοσύνη.
«Κι αυτό συμβαίνει επειδή είναι γεμάτο χημικά» επισήμανε η
Ελίζαμπεθ, πετώντας την κονσέρβα σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ
δίπλα της. «Δώστε συχνά στους δικούς σας απ’ αυτό, και
τελικά θα πεθάνουν και θα σας γλιτώσουν μπόλικο χρόνο,
εφόσον δεν θα χρειάζεται πια να τους ταΐζετε».
Ο καμεραμάν στράφηκε προς τον Ουόλτερ αποσβολωμένος.
Εκείνος καμώθηκε πως κοίταζε το ρολόι του σαν να είχε
ξεχάσει κάποιο σημαντικό ραντεβού. Έπειτα σηκώθηκε και
βγήκε έξω, πηγαίνοντας κατευθείαν στο πάρκινγκ, όπου πήρε
το αυτοκίνητό του και γύρισε στο σπίτι του.
«Ευτυχώς, υπάρχουν πολύ πιο γρήγοροι τρόποι να σκοτώσετε
τους αγαπημένους σας» συνέχισε η Ελίζαμπεθ, πηγαίνοντας
προς το καβαλέτο, πάνω στο οποίο υπήρχαν αραδιασμένες
εικόνες από κάμποσα μανιτάρια. «Και τα μανιτάρια είναι μια
εξαιρετικά καλή αρχή. Εγώ προσωπικά θα επέλεγα τον αμανίτη
τον φαλλοειδή» –έδειξε ένα από τα μανιτάρια– «γνωστό και ως
θανατίτη. Το δηλητήριό του αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες,
γεγονός που το καθιστά ιδανικό για ένα σουφλέ που θα
φαίνεται εντελώς αθώο, ενώ μοιάζει και πάρα πολύ με τα
ακίνδυνα ξαδερφάκια του τα αγαρικά. Έτσι, αν κάποιος
πεθάνει και γίνει έρευνα, μπορείτε κάλλιστα να το παίξετε
χαζές και να ισχυριστείτε ότι τα μπερδέψατε».
Ο Φιλ Λέμπενσμαλ σήκωσε το βλέμμα από το γραφείο του και
το κάρφωσε σε μια από τις πολλές οθόνες γύρω του. Τι ήταν
αυτό που μόλις άκουσε;
«Το σπουδαίο με τα δηλητηριώδη μανιτάρια» συνέχισε η
Ελίζαμπεθ
«είναι
το
πόσο
εύκολα
προσαρμόζονται
σε
διαφορετικούς τρόπους μαγειρέματος. Αν δεν τα κάνετε
σουφλέ, γιατί να μη δοκιμάσετε να τα φτιάξετε γεμιστά; Είναι
ένα πιάτο που εύκολα μπορείτε να το μοιραστείτε με τον
γείτονά σας, εκείνον που βάζει τα δυνατά του για να κάνει τη
ζωή της γυναίκας του κόλαση. Άλλωστε βρίσκεται ήδη με το
ένα πόδι στον τάφο, γιατί λοιπόν να μην τον βοηθήσετε να
βάλει και το άλλο;».
Αναπάντεχα γέλια ακούστηκαν εκείνη τη στιγμή από το
ακροατήριο, καθώς και ένα χειροκρότημα. Εντωμεταξύ, η
κάμερα συνέλαβε αρκετά χέρια να σημειώνουν προσεκτικά τις
λέξεις: αμανίτης ο φαλλοειδής.
«Φυσικά, αστειευόμουν μιλώντας για το ενδεχόμενο να
δηλητηριάσετε τους αγαπημένους σας» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Είμαι βέβαιη ότι οι σύζυγοι και τα παιδιά σας είναι υπέροχοι
άνθρωποι που πάντοτε φροντίζουν να σας λένε πόσο εκτιμούν
τη σκληρή δουλειά που κάνετε γι’ αυτούς. Ή, στη σπάνια
περίπτωση που εργάζεστε εκτός σπιτιού, είμαι σίγουρη πως το
δίκαιο αφεντικό σας φροντίζει να πληρώνεστε όσο και οι
άντρες συνάδελφοί σας». Ακούστηκαν κι άλλα γέλια και
χειροκροτήματα από το κοινό, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι
που η Ελίζαμπεθ πήρε πάλι θέση πίσω από τον πάγκο της.
«Σήμερα είναι βραδιά για μπρόκολο και μανιτάρια ογκρατέν»
είπε, σηκώνοντας ψηλά ένα καλάθι με αγαρικά (μάλλον;). «Ας
ξεκινήσουμε λοιπόν».
Εκείνο το βράδυ κανείς στην Καλιφόρνια δεν άγγιξε το πιάτο
του – προφανώς.
«Ζοτ» είπε η Ρόζα η μακιγιέζ καθώς ετοιμαζόταν να φύγει. «Ο
Λέμπενσμαλ θέλει να σε δει στις επτά».
«Στις επτά;» ρώτησε παραξενεμένη η Ελίζαμπεθ. «Σίγουρα ο
άνθρωπος δεν έχει παιδιά. Παρεμπιπτόντως, μήπως είδες τον
Ουόλτερ; Μου έχει θυμώσει, νομίζω».
« Έφυγε νωρίς» απάντησε η Ρόζα. «Άκου, δεν νομίζω ότι
πρέπει να πας μόνη σου στον Λέμπενσμαλ. Θα έρθω κι εγώ
μαζί σου».
«Μην ανησυχείς, Ρόζα, θα είμαι μια χαρά».
«Μήπως να ενημέρωνες τον Ουόλτερ πρώτα; Ποτέ δεν μας
αφήνει να συναντιόμαστε με τον Λέμπενσμαλ κατ’ ιδίαν».
«Το ξέρω» είπε η Ελίζαμπεθ. «Μην ανησυχείς».
Η κοπέλα κοίταξε το ρολόι διστάζοντας.
«Πήγαινε σπίτι. Δεν είναι τίποτα σοβαρό».
«Ενημέρωσε τουλάχιστον τον Ουόλτερ πρώτα» επέμεινε η
Ρόζα. «Να το ξέρει» πρόσθεσε και άρχισε να μαζεύει τα
πράγματά της. «Α, και μου άρεσε πολύ η αποψινή εκπομπή.
Τη βρήκα αστεία».
Η Ελίζαμπεθ την κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια.
«Αστεία;» απόρησε.
Λίγα
λεπτά
πριν
από
τις
επτά,
αφού
ολοκλήρωσε
τις
σημειώσεις της για την εκπομπή της επομένης, η Ελίζαμπεθ
πέρασε τη μεγάλη τσάντα της στον ώμο και βγήκε στους
άδειους διαδρόμους του καναλιού, πηγαίνοντας προς το
γραφείο του Λέμπενσμαλ. Χτύπησε δύο φορές και μπήκε.
«Ζητήσατε να με δείτε, Φιλ;»
Ο Λέμπενσμαλ καθόταν πίσω από ένα πελώριο γραφείο
γεμάτο στοίβες από χαρτιά και μισοφαγωμένα φαγητά. Η
ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τη βαριά μυρωδιά του
τσιγάρου. Τέσσερις γιγάντιες τηλεοράσεις έπαιζαν δυνατά
επαναλήψεις σε απόκοσμο ασπρόμαυρο χρώμα. Η μια συσκευή
έδειχνε μια σαπουνόπερα, κάποια άλλη τον Τζακ Λαλέιν, μια
τρίτη ένα παιδικό πρόγραμμα και η τέταρτη το Δείπνο στις έξι.
Πρώτη φορά έβλεπε η Ελίζαμπεθ την εκπομπή της, πρώτη
φορά άκουγε τον ήχο της φωνής της να βγαίνει από ηχείο. Της
φάνηκε χάλια.
«Καιρός
ήταν»
της
πέταξε
με
ύφος
εκνευρισμένο
ο
Λέμπενσμαλ, σβήνοντας το τσιγάρο του σε ένα διακοσμητικό
μπολάκι από ταγιαρισμένο κρύσταλλο. Έδειξε μια καρέκλα,
υπονοώντας πως, αν ήθελε, η Ελίζαμπεθ μπορούσε να καθίσει.
Έπειτα πήγε στην πόρτα, την έκλεισε κοπανώντας την και την
κλείδωσε.
«Μου είπαν να έρθω στις επτά» τον ενημέρωσε.
«Σου έδωσα εγώ την άδεια να μιλήσεις;» γάβγισε εκείνος.
Κάπου στα αριστερά της άκουσε τον εαυτό της να εξηγεί την
επίδραση της θερμότητας στη φρουκτόζη. Έστρεψε το κεφάλι
της στην τηλεόραση. Το είχε πει σωστά το pH; Ναι, σωστό
ήταν.
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» είπε εκείνος με επιτακτικό τόνο
από την άλλη άκρη του δωματίου. Όμως ο εκκωφαντικός ήχος
από τις τηλεοράσεις σκέπαζε τα λόγια του.
«Αν ξέρω… γιογιό;»
«Σε ρώτησα» επανέλαβε, μιλώντας τώρα πιο δυνατά και
επιστρέφοντας στο γραφείο του, «αν ξέρεις ποιος είμαι εγώ».
«Ναι, ο Φιλ ΛΕΜΠΕΝΣΜΑΛ» φώναξε η Ελίζαμπεθ για να
ακουστεί. «Σας πειράζει να κλείσω τις τηλεοράσεις; Δεν ακούω
καλά».
«Μη με δουλεύεις εμένα!» μούγκρισε εκείνος. «Όταν σε
ρωτάω αν ξέρεις ποιος είμαι εγώ, εννοώ αν ξέρεις ποιος είμαι
εγώ!»
Για μια στιγμή η Ελίζαμπεθ φάνηκε να σαστίζει.
«Όπως είπα και πριν, είστε ο Φιλ Λέμπενσμαλ. Αν πιστεύετε
όμως
ότι
χρειάζεται,
μπορούμε
να
ελέγξουμε
και
την
ταυτότητά σας».
Ο Φιλ την αγριοκοίταξε.
«Επικύψεις!» φώναξε ο Τζακ Λαλέιν.
«Ώρα για χορό!» γέλασε ένας κλόουν.
«Ποτέ μου δεν σ’ αγάπησα» παραδέχτηκε μια νοσοκόμα.
«Όξινο pH» άκουσε τον εαυτό της να λέει.
«Είμαι ο κύριος Λέμπενσμαλ, γενικός διευθυντής του–»
«Συγγνώμη, Φιλ» τον διέκοψε εκείνη, δείχνοντας το ηχείο της
τηλεόρασης που ήταν πιο κοντά της, «αλλά ειλικρινά δεν
μπορώ να…». Και πήγε να χαμηλώσει την ένταση.
«ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΙΣ ΜΟΥ!»
βρυχήθηκε
εκείνος.
Σηκώθηκε
απότομα,
αρπάζοντας
μια
στοίβα
φακέλους, διέσχισε ορμητικά το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά
της με τα πόδια ανοιχτά. «Ξέρεις τι είναι αυτά;» ρώτησε,
κουνώντας τους φακέλους μπροστά στη μούρη της.
«Φάκελοι αρχειοθέτησης».
«Μη μου κάνεις την έξυπνη εμένα! Είναι ερωτηματολόγια
συμπληρωμένα
Αποτελέσματα
από
τους
θεατές
διαφημιστικών
του
Δείπνου
πωλήσεων.
στις
έξι.
Μετρήσεις
τηλεθέασης».
«Αλήθεια;» είπε εκείνη. «Πολύ θα ήθελα να…» Πριν όμως
προλάβει να ρίξει μια ματιά, εκείνος τα πήρε από μπροστά της.
«Λες και θα μπορούσες να ερμηνεύσεις εσύ τα στοιχεία» την
αποπήρε. «Αφού δεν έχεις την παραμικρή ιδέα από τέτοια
πράγματα». Κοπάνησε τους φακέλους πάνω στον μηρό του κι
έπειτα επέστρεψε με μεγάλες δρασκελιές στο γραφείο του.
«Αρκετά ανέχτηκα όλες αυτές τις ανοησίες. Ο Ουόλτερ δεν
κατάφερε να σου περάσει χαλινάρι, αλλά εγώ θα το κάνω. Αν
θέλεις να κρατήσεις τη δουλειά σου, θα φοράς αυτά που
διαλέγω εγώ, θα φτιάχνεις τα κοκτέιλ που θέλω και θα
μαγειρεύεις χρησιμοποιώντας κανονικές λέξεις. Επίσης, θα…»
Άφησε την πρότασή του μισοτελειωμένη, ξαφνιασμένος από
την αντίδρασή της – ή μάλλον από την απουσία αντίδρασης.
Ήταν ο τρόπος που καθόταν στην καρέκλα της, σαν γονιός που
περιμένει να τελειώσει το ξέσπασμα του παιδιού του.
«Τώρα
που
παρορμητικά
το
ξανασκέφτομαι»
«απολύεσαι!».
Όταν
είπε
εκείνη
ο
Φιλ
και
εντελώς
πάλι
δεν
αντέδρασε, σηκώθηκε όρθιος, πήγε με φόρα στις τέσσερις
τηλεοράσεις και τις έκλεισε, σπάζοντας και δύο κουμπιά στην
πορεία. «ΟΛΟΙ ΑΠΟΛΥΟΝΤΑΙ!» κραύγασε. «Εσύ, ο Πάιν, όλοι
ανεξαιρέτως όσοι έχουν παίξει έστω και τον παραμικρό ρόλο
βοηθώντας και ενθαρρύνοντας τις ανοησίες σου. Φεύγετε
ΟΛΟΙ!» Βαριανασαίνοντας, επέστρεψε στο γραφείο του και
έκατσε ορμητικά στην καρέκλα του, αναμένοντας τις μόνες
δύο αντιδράσεις από μέρους της που θα μπορούσαν ή θα
έπρεπε να ακολουθήσουν αναπόφευκτα: κλάματα ή απολογίες
– ακόμα καλύτερα, και τα δύο.
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι μέσα στην ησυχία που
επικρατούσε πλέον στο δωμάτιο και έστρωσε με το χέρι της το
ύφασμα του παντελονιού της.
«Με απολύετε εξαιτίας του σημερινού επεισοδίου με τα
δηλητηριώδη μανιτάρια. Καθώς και όποιον άλλον έχει σχέση με
την εκπομπή».
«Ακριβώς» είπε με έμφαση εκείνος, ανίκανος να κρύψει την
έκπληξή του που η απειλή του δεν την είχε πτοήσει. «Όλοι
απολύονται, και το σφάλμα είναι δικό σου. Χάνουν τις δουλειές
τους. Εξαιτίας σου. Τέρμα». Έγειρε πίσω στην καρέκλα του,
περιμένοντας να συρθεί εκείνη στα πόδια του.
«Για να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν» συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Με
απολύετε επειδή δεν φοράω τα ρούχα που θέλετε και δεν
χαμογελάω στην κάμερά σας, αλλά και επειδή –διορθώστε με
αν κάνω λάθος– δεν ξέρω “ποιος είστε εσείς”. Και, για να
περάσετε καλύτερα το μήνυμα που θέλετε, απολύετε και
όποιον έχει σχέση με το Δείπνο στις έξι, ακόμα κι αν οι άνθρωποι
αυτοί δουλεύουν και σε τέσσερις πέντε άλλες εκπομπές, από
τις οποίες ξαφνικά θα απουσιάσουν. Πράγμα που σημαίνει ότι
αυτές οι άλλες εκπομπές θα επηρεαστούν επίσης και δεν θα
μπορέσουν καν να βγουν στον αέρα».
Εκνευρισμένος από την προφανή λογική της, ο Φιλ σφίχτηκε
ολόκληρος.
«Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες θα έχω βρει αντικαταστάτες»
είπε, κάνοντας στράκα με τα δάχτυλά του για έμφαση. «Και σε
λιγότερο, μη σου πω».
«Και αυτή είναι η οριστική σας απόφαση, παρά την επιτυχία
της εκπομπής».
«Ναι, είναι η οριστική μου απόφαση. Και όχι, η εκπομπή δεν
έχει επιτυχία. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα». Σήκωσε πάλι τους
φακέλους και τους ανέμισε στον αέρα. «Κάθε μέρα δεχόμαστε
παράπονα: για σένα, για τις απόψεις σου, για την επιστήμη
σου… Οι χορηγοί μας απειλούν να μας εγκαταλείψουν. Ο τύπος
με τις σούπες μάλλον θα μας κάνει μήνυση».
«Οι χορηγοί…» είπε η Ελίζαμπεθ, ενώνοντας τα ακροδάχτυλα
των δύο χεριών της και χτυπώντας τα μεταξύ τους σαν να
χαιρόταν που της είχε θυμίσει το ζήτημα. «Σκόπευα να σας
μιλήσω γι’ αυτούς. Χαπάκια για οισοφαγική παλινδρόμηση;
Ασπιρίνες; Προϊόντα σαν αυτά είναι σαν να υπονοούν ότι το
δείπνο της εκπομπής θα πέσει βαρύ».
«Επειδή πέφτει βαρύ» απάντησε ο Φιλ. Είχε ήδη μασουλήσει
πάνω από δέκα αντιόξινα δισκία τις δύο τελευταίες ώρες, κι
όμως τα σωθικά του ήταν ακόμη άνω κάτω.
«Όσο για τα παράπονα, έχουν γίνει, ναι» παραδέχτηκε η
Ελίζαμπεθ. «Αλλά δεν είναι τίποτα μπροστά στα γράμματα
υποστήριξης που καταφτάνουν. Πράγμα που εγώ δεν περίμενα
με τίποτα. Γενικά, είμαι άνθρωπος που δεν χωράει σε
καλούπια, Φιλ, ωστόσο αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό ακριβώς
είναι που κάνει την εκπομπή να πηγαίνει καλά».
«Η εκπομπή δεν πηγαίνει καλά» επέμεινε εκείνος. «Είναι σκέτη
καταστροφή!» Μα τι γινόταν εδώ πέρα; Γιατί συνέχιζε να του
μιλάει σαν να μην την είχε απολύσει;
«Είναι απαίσιο να νιώθεις ότι δεν ταιριάζεις πουθενά»
συνέχισε εκείνη ατάραχη. «Οι άνθρωποι από τη φύση τους
έχουν την ανάγκη ν’ ανήκουν κάπου – είναι θέμα βιολογίας.
Όμως η κοινωνία μάς κάνει να νιώθουμε ότι ποτέ δεν είμαστε
αρκετά καλοί ώστε ν’ ανήκουμε κάπου. Καταλαβαίνετε τι λέω,
Φιλ; Επειδή μετράμε την αξία μας με βάση άχρηστα κριτήρια
όπως το φύλο, η φυλή, η θρησκεία, η πολιτική, οι σπουδές.
Ακόμα και το ύψος ή το βάρος…»
«Τι;»
«Αντιθέτως, το Δείπνο στις έξι επικεντρώνεται στα κοινά μας
στοιχεία: στη χημεία μας. Κι έτσι, ακόμα κι αν οι θεατές μας
βρίσκονται
εγκλωβισμένοι
σε
επιβεβλημένα
κοινωνικά
στερεότυπα –όπως, ας πούμε, ότι οι γέροι είναι έτσι ή οι
γυναίκες είναι αλλιώς–, η εκπομπή τούς παροτρύνει να
σκεφτούν πέρα από αυτές τις πολιτισμικές υπεραπλουστεύσεις.
Να σκεφτούν λογικά. Όπως ένας επιστήμονας».
Ο Φιλ βούλιαξε στην καρέκλα του, μην έχοντας συνηθίσει το
αίσθημα της ήττας.
«Γι’ αυτό θέλετε να με απολύσετε. Επειδή επιθυμείτε μια
εκπομπή που να ενισχύει τα κοινωνικά στερεότυπα. Που να
περιορίζει
το
δυναμικό
του
ατόμου.
Σας
καταλαβαίνω
απόλυτα».
Οι κρόταφοι του Φιλ άρχισαν να πάλλονται. Με τρεμάμενα
χέρια, άρπαξε ένα πακέτο Μάρλμπορο, έβγαλε ένα τσιγάρο και
το άναψε. Για λίγο επικράτησε σιωπή, καθώς έπαιρνε μια βαθιά
τζούρα, με την κόκκινη καύτρα να τσιτσιρίζει υπόκωφα, σαν
φωτιά σε κατασκήνωση κούκλας. Φύσηξε τον καπνό και
περιεργάστηκε το πρόσωπό της. Σηκώθηκε απότομα όρθιος, με
το κορμί του σαν τεντωμένη χορδή από την ένταση, και
κατευθύνθηκε προς έναν μπουφέ πάνω στον οποίο ήταν
αραδιασμένα κεχριμπαρένια ουίσκι και μπέρμπον άριστης
ποιότητας. Πήρε ένα μπουκάλι, το αναποδογύρισε πάνω από
ένα χοντρό σφηνοπότηρο και άφησε το υγρό να φτάσει μέχρι
πάνω, απειλώντας να ξεχειλίσει. Το ήπιε μονορούφι, έβαλε
άλλο ένα κι έπειτα γύρισε και την κοίταξε.
«Υπάρχει μια ιεραρχία εδώ» της επισήμανε. «Κι είναι καιρός
να μάθεις πώς δουλεύει το πράγμα».
Εκείνη τον κοίταξε ατάραχη.
«Θα ήθελα να τονίσω ότι ο Ουόλτερ Πάιν έκανε ό,τι περνούσε
από το χέρι του για να με πείσει να ακολουθήσω τις προτάσεις
σας. Παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος πιστεύει πως η εκπομπή
μπορεί και πρέπει να είναι κάτι περισσότερο. Δεν είναι σωστό να
τιμωρηθεί για τις δικές μου πράξεις. Είναι καλός άνθρωπος,
πιστός υπάλληλος».
Στο άκουσμα του ονόματος του Ουόλτερ, ο Λέμπενσμαλ
άφησε κάτω το ποτήρι του και τράβηξε άλλη μια τζούρα από το
τσιγάρο του. Δεν του άρεσε να αμφισβητούν την αυθεντία του
και δεν μπορούσε –ούτε και σκόπευε– να ανεχτεί κάτι τέτοιο
από μια γυναίκα. Με το ριγέ σακάκι του ανοιχτό, κάρφωσε το
βλέμμα του πάνω της κι άρχισε να ξεκουμπώνει αργά αργά τη
ζώνη του.
« Έπρεπε να το είχα κάνει από την αρχή» είπε, τραβώντας τη
ζώνη από τα θηλύκια της. « Έπρεπε να είχα ξεκαθαρίσει τους
βασικούς
κανόνες.
Αλλά
στην
περίπτωσή
σου
ας
το
θεωρήσουμε ένα αποχαιρετιστήριο μάθημα».
Η Ελίζαμπεθ έσφιξε με δύναμη τα μπράτσα της καρέκλας
της. Με φωνή σταθερή, του είπε:
«Θα σας συμβούλευα να μη με πλησιάσετε, Φιλ».
Εκείνος την κοίταξε μοχθηρά.
«Δεν εννοείς να καταλάβεις ποιος κάνει κουμάντο εδώ πέρα,
ε; Αλλά θα το καταλάβεις». Και χαμήλωσε το βλέμμα,
ανοίγοντας με μια κίνηση το κουμπί και κατεβάζοντας το
φερμουάρ του παντελονιού του. Βγάζοντας το μόριό του έξω,
προχώρησε ατσούμπαλα προς το μέρος της, με τα γεννητικά
του όργανα να ταλαντεύονται άτονα λίγα μόλις εκατοστά από
το πρόσωπό της.
Η Ελίζαμπεθ κούνησε το κεφάλι της με απορία. Ειλικρινά δεν
καταλάβαινε γιατί οι άντρες πίστευαν πως οι γυναίκες έβρισκαν
τα αναπαραγωγικά τους όργανα εντυπωσιακά ή τρομακτικά.
Έσκυψε γρήγορα κι έχωσε το χέρι στην τσάντα της.
«Εγώ ξέρω πολύ καλά ποιος είμαι!» φώναξε ο Φιλ βραχνά,
ορμώντας πάνω της. «Το ερώτημα είναι ποια στον διάολο
νομίζεις ότι είσαι εσύ».
«Είμαι η Ελίζαμπεθ Ζοτ» απάντησε εκείνη ήρεμα, με ένα
φρεσκοακονισμένο κουζινομάχαιρο τριάντα πέντε εκατοστών
στο χέρι. Όμως δεν ήταν σίγουρη αν την άκουσε. Γιατί έπεσε
κάτω ξερός.
31
Η ευχετήρια κάρτα
Ή
ταν καρδιακή προσβολή. Όχι πολύ σοβαρή, όμως το 1960
οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επιζούσαν ούτε έπειτα από
ήπιες καρδιακές προσβολές. Στάθηκε τυχερός που έζησε. Οι
γιατροί είπαν ότι θα παρέμενε στο νοσοκομείο για τρεις
εβδομάδες κι ύστερα θα έμενε κλινήρης στο σπίτι για
τουλάχιστον έναν χρόνο. Η δουλειά αποκλειόταν εντελώς.
«Εσύ κάλεσες το ασθενοφόρο;» απόρησε ο Ουόλτερ. « Ή­σουν
εκεί;» της είπε την επομένη, μόλις έμαθε τα νέα.
«Ναι» απάντησε η Ελίζαμπεθ.
«Κι αυτός τι έκανε; Ήταν πεσμένος στο πάτωμα; Σφίγγοντας
το στήθος του; Βαριανασαίνοντας;»
«Όχι ακριβώς».
«Τότε;» ρώτησε ο Ουόλτερ, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του
απαυδισμένος, ενώ η Ελίζαμπεθ και η μακιγιέζ αντάλλασσαν
βλέμματα με νόημα. «Τι έγινε;»
«Εγώ θα ξανάρθω σε λίγο» έσπευσε να πει η Ρόζα,
μαζεύοντας το βαλιτσάκι της. Πριν φύγει, έσφιξε τον ώμο της
Ελίζαμπεθ. «Τιμή μου, Ζοτ. Τιμή μου, ειλικρινά».
Ο Ουόλτερ παρακολούθησε αυτή τη σκηνή με τα φρύδια
υψωμένα σε μια έκφραση πανικού.
« Έσωσες τη ζωή του Φιλ» είπε γεμάτος νευρικότητα μόλις
έκλεισε η πόρτα. «Αυτό το κατάλαβα. Όμως τι ακριβώς
συνέβη; Πες τα μου όλα, και πρώτα πρώτα πες μου τι δουλειά
είχες εκεί. Και μάλιστα μετά τις επτά. Δεν βγάζει νόημα. Πες
μου. Μην παραλείψεις τίποτα».
Η Ελίζαμπεθ έστρεψε την καρέκλα της προς το μέρος του
Ουόλτερ. Αφαίρεσε το μολύβι από τον κότσο της, το στερέωσε
στο αυτί της κι έπειτα ήπιε μια γουλιά καφέ.
«Ζήτησε να με συναντήσει» του εξήγησε. «Είπε ότι ήταν
επείγον».
«Να σε συναντήσει;» ρώτησε τρομοκρατημένος ο Ουόλτερ.
«Μα σου έχω πει… ξέρεις… το έχουμε συζητήσει το θέμα. Δεν
συναντάς ποτέ μόνη σου τον Φιλ. Όχι επειδή δεν πιστεύω ότι
μπορείς να τα βγάλεις πέρα, αλλά επειδή είμαι ο παραγωγός
σου, και θεωρώ πως είναι πάντα καλύτερα να…» Έβγαλε ένα
μαντίλι και σκούπισε το μέτωπό του. «Ελίζαμπεθ» συνέχισε,
χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Μεταξύ μας, ο Φιλ
Λέμπενσμαλ δεν είναι καλός άνθρωπος… Καταλαβαίνεις τι
εννοώ; Δεν μπορείς να τον εμπιστεύεσαι. Έχει έναν τρόπο ν’
αντιμετωπίζει τα προβλήματα που…»
«Με απέλυσε».
Ο Ουόλτερ άσπρισε.
«Κι εσένα επίσης».
«Χριστέ μου!»
«Μαζί με όλους τους ανθρώπους της εκπομπής».
«Όχι!»
«Είπε ότι δεν κατάφερες να μου περάσεις χαλινάρι».
Ο Ουόλτερ έγινε κάτωχρος.
«Πρέπει να καταλάβεις…» της είπε, σφίγγοντας το μαντίλι
του. «Ξέρεις τη γνώμη μου για τον Φιλ, ξέρεις ότι δεν
συμφωνώ με όλα όσα λέει. Αν σου πέρασα χαλινάρι; Ας
γελάσω. Σε ανάγκασα εγώ ποτέ να φορέσεις εκείνα τα γελοία
ρούχα; Ποτέ. Σε ικέτεψα ποτέ να διαβάσεις τις πρόσχαρες
ατάκες; Ε, ναι, αλλά μόνο επειδή τις έγραφα εγώ». Σήκωσε
απότομα τα χέρια ψηλά. «Άκου, ο Φιλ μου έδωσε δύο
εβδομάδες διορία… δύο εβδομάδες για να βρω έναν τρόπο να
τον κάνω να δει ότι ο εξωφρενικός τρόπος σου λειτουργεί, ότι
έχεις
περισσότερα
γράμματα
θαυμαστών,
περισσότερα
τηλεφωνήματα, περισσότερους ανθρώπους να στέκονται στην
ουρά για να συμμετέχουν στο ζωντανό κοινό σου στο στούντιο
απ’ ό,τι όλες οι άλλες εκπομπές μαζί. Και μόνο γι’ αυτούς τους
λόγους, θα έπρεπε να μείνεις. Αλλά ξέρεις ότι δεν μπορώ να
πάω έτσι απλά στο γραφείο του και να του πω: “Φιλ, έχεις
άδικο κι εκείνη έχει δίκιο”. Κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη
αυτοκτονία. Ναι. Όταν έχεις ν’ αντιμετωπίσεις τον Φιλ, πρέπει
να του τονώσεις το εγώ του, να πας με τα νερά του, να του
πεις αυτό που θέλει ν’ ακούσει. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Όταν
έδειξες στην κάμερα την κονσέρβα με τη σούπα, νόμιζα πως
τον είχαμε στο τσεπάκι μας. Αλλά μετά είπες σε όλο τον κόσμο
ότι η σούπα είναι δηλητήριο».
«Επειδή είναι».
«Κοίτα» συνέχισε ο Ουόλτερ «εγώ ζω στον αληθινό κόσμο, και
στον κόσμο αυτόν λέμε και κάνουμε πράγματα προκειμένου να
κρατήσουμε τις χαζοδουλειές μας. Έχεις ιδέα πόσες ανοησίες
έχω ανεχτεί τον τελευταίο χρόνο; Επίσης, δεν ξέρω αν το
γνωρίζεις, αλλά οι χορηγοί μας θα μας παρατήσουν».
«Σ’ το είπε ο Φιλ;»
«Ναι. Και να σου πω και κάτι άλλο; Δεν έχει σημασία πόσα
ένθερμα γράμματα παίρνεις, αν οι σπόνσορες πουν ότι μισούν
τη Ζοτ, τέρμα. Και η έρευνα του Φιλ λέει ότι σε μισούν». Έβαλε
το μαντίλι πίσω στην τσέπη του, έπειτα σηκώθηκε και γέμισε
ένα χάρτινο κυπελλάκι με νερό, προσπαθώντας να κλείσει τ’
αυτιά του στο γλουγλούκισμα της μεγάλης κανάτας, έναν ήχο
δυσάρεστο που πάντα του θύμιζε το έλκος στο στομάχι του.
«Άκου» είπε, φέρνοντας ασυνείδητα το χέρι στην κοιλιά του.
«Όλα
αυτά
πρέπει
να
μείνουν
μεταξύ
μας
μέχρι
ν’
αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Πόσοι το ξέρουν; Μόνο εγώ κι
εσύ, σωστά;»
«Το είπα σε όλους στην εκπομπή».
«Όχι!».
«Υποθέτω πως το έχει ήδη μάθει όλο το κτίριο».
«Όχι!» επανέλαβε εκείνος, χτυπώντας με την παλάμη το
κούτελό του. «Να πάρει, Ελίζαμπεθ! Μα τι σκεφτόσουν; Δεν
ξέρεις πώς πάει το πράγμα με τις απολύσεις; Πρώτον: δεν λες
σε κανέναν την αλήθεια, ισχυρίζεσαι ότι κέρδισες το λότο,
κληρονόμησες μια φάρμα στο Ουαϊόμινγκ, δέχτηκες μια
τρομερή πρόταση στη Νέα Υόρκη, τέτοιου είδους πράγματα.
Δεύτερον: πίνεις ασταμάτητα μέχρι ν’ αποφασίσεις τι θα
κάνεις. Χριστέ μου! Είναι λες και δεν έχεις ιδέα από τους
πρωτόγονους νόμους της τηλεόρασης!»
Η Ελίζαμπεθ ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ.
«Θέλεις να μάθεις τι έγινε ή όχι;»
«Υπάρχει και συνέχεια;» ρώτησε ανήσυχα εκείνος. «ΤΙ; Θα
μας πάρει πίσω τ’ αυτοκίνητα;»
Τον κοίταξε κατάματα, με το λείο μέτωπό της να ζαρώνει
ξαφνικά, κάτι που έκανε την προσοχή του να φύγει εντελώς
από τον εαυτό του και να στραφεί σ’ εκείνη. Ο Ουόλτερ ένιωσε
αμηχανία. Είχε παραβλέψει εντελώς το πιο κρίσιμο στοιχείο της
συνάντησής της με τον Φιλ: τον είχε συναντήσει μόνη.
«Πες
μου»
της
είπε,
νιώθοντας
τα
σωθικά
του
ν’
ανακατεύονται. «Μίλησέ μου, σε παρακαλώ». Άραγε να ήταν
έτσι οι περισσότεροι άντρες; Σαν τον Φιλ; Κατά τη γνώμη του
Ουόλτερ,
όχι.
Τι
έκαναν
ωστόσο
οι
περισσότεροι,
συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, για τους άντρες σαν τον Φιλ;
Τίποτα. Όμως, όσο επαίσχυντο ή δειλό κι αν ήταν αυτό,
ειλικρινά, τι θα μπορούσε να κάνει κανείς; Δεν τα βάζεις μ’
έναν άνθρωπο σαν τον Φιλ. Για ν’ αποφύγεις τέτοιες εξελίξεις,
κάνεις απλώς αυτό που σου λένε. Όλοι το ήξεραν και όλοι αυτό
έκαναν. Όμως η Ελίζαμπεθ δεν ήταν όπως όλοι. Έφερε το
τρεμάμενο χέρι του στο μέτωπό του, νιώθοντας να μισεί κάθε
οστό του άνευρου κορμιού του. «Προσπάθησε να σου κάνει
τίποτα; Χρειάστηκε να προβάλεις αντίσταση;» ψιθύρισε.
Εκείνη κάθισε πιο στητή στην καρέκλα της, με τα φώτα στον
καθρέφτη της τουαλέτας της να τονίζουν την αύρα δυναμισμού
που εξέπεμπε. Ο Ουόλτερ περιεργάστηκε το πρόσωπό της με
δέος. Κάπως έτσι θα έμοιαζε και η Ιωάννα της Λωρραίνης λίγο
πριν την κάψουν στην πυρά, σκέφτηκε.
«Ναι, προσπάθησε».
«Θεέ μου!» κραύγασε, συνθλίβοντας το χάρτινο κυπελλάκι
στο χέρι του. «Θεέ μου, όχι!»
«Ουόλτερ, ηρέμησε. Δεν τα κατάφερε».
Εκείνος δίστασε.
«Επειδή
έπαθε
καρδιακή
προσβολή»
είπε
τελικά
ανακουφισμένος. «Φυσικά! Τι απίστευτος συγχρονισμός. Η
καρδιακή προσβολή, εννοώ. Σ’ ευχαριστώ, Θεούλη μου!»
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε εξεταστικά, έπειτα έχωσε το χέρι
στην τσάντα της, στην ίδια τσάντα που είχε μαζί της και στο
γραφείο του Φιλ.
«Εγώ δεν θα ευχαριστούσα τον Θεό» είπε, βγάζοντας το ίδιο
κουζινομάχαιρο.
Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Όπως οι περισσότεροι
μάγειρες, η Ελίζαμπεθ χρησιμοποιούσε πάντα τα δικά της
μαχαίρια. Τα έφερνε κάθε πρωί και τα έπαιρνε στο σπίτι της
κάθε απόγευμα. Όλοι το ήξεραν. Όλοι εκτός από τον Φιλ.
«Δεν τον άγγιξα» εξήγησε. «Απλώς κατέρρευσε».
«Χριστέ μου…» ψιθύρισε ο Ουόλτερ.
«Κάλεσα ασθενοφόρο, αλλά ξέρεις πώς είναι η κίνηση αυτές
τις ώρες της ημέρας. Έναν αιώνα έκανε να φτάσει. Έτσι, όση
ώρα περίμενα αξιοποίησα τον χρόνο μου. Ορίστε, ρίξε μια
ματιά». Του έδωσε τους φακέλους που κούναγε μπροστά στη
μούρη της ο Λέμπενσμαλ. «Προτάσεις για εκμίσθωση των
δικαιωμάτων προβολής» εξήγησε, καθώς εκείνος είχε μείνει να
κοιτάζει άφωνος τα περιεχόμενα των φακέλων. «Το ήξερες ότι
η Πολιτεία της Νέας Υόρκης προβάλλει εδώ και τρεις μήνες την
εκπομπή μας; Επίσης, εκεί μέσα υπάρχουν και κάποιες
ενδιαφέρουσες προσφορές από υποψήφιους σπόνσορες. Σε
αντίθεση με τα όσα σου έλεγε ο Φιλ, οι χορηγοί κάνουν σαν
τρελοί για να μπουν στην εκπομπή μας. Για παράδειγμα, αυτός
εδώ» είπε δείχνοντας μια διαφήμιση της δισκογραφικής
εταιρείας RCA Victor.
Ο
Ουόλτερ
όλη
αυτή
την
ώρα
κρατούσε
το
βλέμμα
χαμηλωμένο, καρφωμένο στη στοίβα με τους φακέλους. Έκανε
νόημα στην Ελίζαμπεθ να του δώσει το κυπελλάκι με τον καφέ
του και τον κατέβασε μονορούφι.
«Συγγνώμη» κατάφερε να πει τελικά. «Μου έπεσαν πολλά όλα
αυτά».
Εκείνη κοίταξε με ανυπομονησία το ρολόι.
«Δεν το πιστεύω ότι είμαστε απολυμένοι!» συνέχισε ο
Ουόλτερ. «Δηλαδή έχουμε στα χέρια μας μια εκπομπή που
κάνει τεράστια επιτυχία, και είμαστε απολυμένοι;»
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε με κάποια ανησυχία.
«Όχι, Ουόλτερ» του είπε αργά και καθαρά. «Δεν είμαστε
απολυμένοι. Είμαστε επικεφαλής».
Τέσσερις μέρες μετά ο Ουόλτερ καθόταν στο παλιό γραφείο του
Φιλ. Από τον χώρο είχαν εξαφανιστεί τα σταχτοδοχεία, έλειπε
το περσικό χαλί και οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν πάρει φωτιά
από σημαντικά τηλεφωνήματα.
«Ουόλτερ, προχώρα στις αλλαγές που ξέρεις ότι πρέπει να
γίνουν» του είπε η Ελίζαμπεθ, θυμίζοντάς του ότι εκτελούσε
χρέη γενικού διευθυντή τώρα. Κι όταν εκείνος ένιωσε να
πελαγώνει
μπροστά
στις
τόσες
ευθύνες,
του
έκανε
τα
πράγματα πιο λιανά: «Απλώς πράξε αυτό που θεωρείς σωστό,
Ουόλτερ. Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Κι ύστερα πες και στους
άλλους να κάνουν το ίδιο».
Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο το έκανε ν’ ακούγεται. Ο
μοναδικός τρόπος διαχείρισης που είχε γνωρίσει ο Ουόλτερ
μέχρι τότε ήταν ο εκφοβισμός και η χειραγώγηση – εκείνον έτσι
τον διαχειρίζονταν πάντα. Όμως η Ελίζαμπεθ έδειχνε να
πιστεύει –Θεέ μου, πόσο αφελής ήταν!– ότι οι υπάλληλοι
γίνονται πιο παραγωγικοί όταν νιώθουν πως τους σέβονται.
«Σταμάτα να αμφιταλαντεύεσαι, Ουόλτερ!» του είπε ενώ
στέκονταν έξω από το Δημοτικό Σχολείο Γούντι, περιμένοντας
για μία ακόμα συνάντηση με τη Μάντφορντ. «Πάρε το τιμόνι.
Προχώρα. Κι αν αμφιβάλλεις, προσποιήσου ότι ξέρεις».
Να προσποιηθεί. Ναι, αυτό μπορούσε να το κάνει. Μέσα σε
λίγες
μέρες
είχε
κλείσει
μια
σειρά
από
συμφωνίες,
εκμισθώνοντας τα δικαιώματα προβολής του Δείπνου στις έξι από
τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη. Έπειτα έκανε
διαπραγματεύσεις
με
καινούργιους
χορηγούς,
που
θα
διπλασίαζαν τα καθαρά κέρδη του καναλιού. Τέλος, πριν τον
εγκαταλείψει το θάρρος του, κάλεσε σε σύσκεψη όλο το
προσωπικό του σταθμού, για να ενημερώσει τους πάντες για
την πορεία της υγείας του Φιλ και για τον ρόλο της Ελίζαμπεθ
στη διάσωσή του. Με την ευκαιρία, εξέφρασε την ελπίδα του
ότι, παρά το «ατυχές περιστατικό», όλοι θα συνέχιζαν να
απολαμβάνουν τη σημαντική εργασία που έκαναν στο κανάλι.
Απ’ όλα όσα συζητήθηκαν το σημείο που συγκέντρωσε το
μεγαλύτερο χειροκρότημα ήταν η καρδιακή προσβολή του Φιλ.
«Ζήτησα από τον γραφίστα μας να φτιάξει μια κάρτα για να
του ευχηθούμε περαστικά» είπε, σηκώνοντας ψηλά μια
γιγάντια κάρτα με μια καρικατούρα του Φιλ να βάζει το
νικητήριο γκολ σ’ έναν αγώνα ράγκμπι. Μόνο που, αντί να
σφίγγει στα χέρια του μια μπάλα, έσφιγγε την καρδιά του –
τώρα που το ξανασκεφτόταν ο Ουόλτερ, δεν φαινόταν και πολύ
καλή επιλογή. «Παρακαλώ, αφιερώστε λίγο χρόνο για να την
υπογράψετε» τους παρότρυνε. «Κι αν θέλετε, προσθέστε και
ένα προσωπικό μήνυμα».
Αργότερα την ίδια μέρα, όταν η κάρτα επέστρεψε στα χέρια
του για να την υπογράψει κι ο ίδιος, έριξε μια ματιά σε όλες τις
ευχές. Οι περισσότερες ήταν το στερεότυπο «Περαστικά!»,
ωστόσο κάποιες είχαν πιο σκοτεινό χαρακτήρα.
Άντε γαμήσου, Λέμπενσμαλ.
Εγώ δεν θα καλούσα ασθενοφόρο.
Ψόφα επιτέλους.
Αναγνώρισε
τον
γραφικό
χαρακτήρα
του
τελευταίου
μηνύματος – ανήκε σε μια από τις γραμματείς του Φιλ.
Παρότι ήξερε πως δεν ήταν ο μόνος που μισούσε το
αφεντικό, δεν φανταζόταν κιόλας ότι ανήκε σε μια τόσο
πολυμελή λέσχη. Το γεγονός αυτό του προκαλούσε ένα
αίσθημα δικαίωσης, αλλά και στεναχώριας ταυτόχρονα. Επειδή
ως παραγωγός αποτελούσε μέρος της διοικητικής του ομάδας,
και αυτό σήμαινε πως ήταν υπεύθυνος για την προώθηση των
σκοπών του Φιλ, παραβλέποντας εκείνους που πλήρωναν στο
τέλος το τίμημα. Πήρε ένα στιλό και για τέταρτη φορά μέσα
στην ίδια μέρα ακολούθησε την απλή συμβουλή της Ελίζαμπεθ
Ζοτ.
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΕΛΘΕΙΣ ΠΟΤΕ, έγραψε με πελώρια
γράμματα στο κέντρο της κάρτας. Έπειτα την έβαλε στον
γιγάντιο φάκελό της, την τοποθέτησε στη θήκη με τα
εξερχόμενα κι έδωσε στον εαυτό του μια σοβαρή υπόσχεση. Τα
πράγματα έπρεπε ν’ αλλάξουν. Θα ξεκινούσε λοιπόν από τον
εαυτό του.
32
Σπάνιο χάρισμα
«Τ ο ξέρει η μαμά;» ρώτησε η Μάντλεν καθώς η Χάριετ την
έβαζε στο αυτοκίνητό της, μια Κράισλερ. Η καινούργια σχολική
χρονιά είχε ξεκινήσει για τα καλά και, όπως ήδη γνώριζαν, είχε
πάλι δασκάλα την κυρία Μάντφορντ. Γι’ αυτό και η Χάριετ
πίστευε πως δεν πείραζε αν έχανε μία μέρα. Ή και είκοσι.
«Αν είναι δυνατόν, όχι!» είπε εκείνη, προσαρμόζοντας τον
κεντρικό καθρέφτη. «Αν το ήξερε, θα το κάναμε;»
«Μα δεν θα θυμώσει;»
«Μόνο αν το μάθει».
«Την έκανες πολύ καλά την υπογραφή της» παρατήρησε η
Μάντλεν, κοιτάζοντας το σημείωμα που είχε γράψει η Χάριετ
για να γλιτώσει σήμερα το σχολείο. «Εκτός από το Ε και το Ζ».
«Ε λοιπόν» είπε ενοχλημένη η Χάριετ «είμαι τυχερή που το
σχολείο δεν διαθέτει γραφολόγους».
«Ναι, είσαι» συμφώνησε η Μάντλεν.
«Άκου τι θα κάνουμε» συνέχισε η Χάριετ, αγνοώντας την.
«Θα σταθούμε στην ουρά, όπως όλοι, κι όταν βρεθούμε μέσα,
θα πάμε κατευθείαν στα τελευταία καθίσματα. Κανείς δεν θέλει
να κάθεται πίσω. Εμείς θέλουμε να κάτσουμε εκεί γιατί, αν
κάτι
πάει
στραβά,
θα
βρισκόμαστε
δίπλα
στην
έξοδο
κινδύνου».
«Μα η έξοδος κινδύνου χρησιμοποιείται μόνο σε περίπτωση
κινδύνου» επισήμανε η Μάντλεν.
«Ναι, κι αν η μητέρα σου μας εντοπίσει, τότε θα είμαστε σε
κίνδυνο».
«Μα οι πόρτες θα έχουν συναγερμό».
«Ναι, κι αυτό είναι υπέρ μας. Αν χρειαστεί να φύγουμε
βιαστικά, ο θόρυβος θα αποσπάσει την προσοχή της».
«Είσαι σίγουρη ότι πρέπει να το κάνουμε, Χάριετ;» ρώτησε η
Μάντλεν. «Η μαμά λέει ότι τα τηλεοπτικά στούντιο δεν είναι
ασφαλή».
«Ανοησίες».
«Λέει ότι είναι…»
«Είναι ασφαλές, Μάντλεν. Πρόκειται για ένα περιβάλλον
μάθησης. Η μητέρα σου διδάσκει μαγειρική στην τηλεόραση,
έτσι δεν είναι;»
«Διδάσκει χημεία» τη διόρθωσε η Μάντλεν.
«Τι είδους κίνδυνο θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε;»
Η Μάντλεν κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.
«Υπερβολική ραδιενέργεια» είπε.
Η Χάριετ ξεφύσηξε δυνατά. Το παιδί γινόταν ίδιο η μητέρα
του. Κανονικά, αυτό το πράγμα συνέβαινε σε μεταγενέστερο
στάδιο, όμως η Μαντ ήταν πολύ πιο μπροστά από την ηλικία
της. Η Χάριετ φαντάστηκε τη Μάντλεν ενήλικη. Χίλιες φορές σ’
το έχω πει, θα φώναζε στο δικό της παιδί. Ποτέ μην αφήνεις χωρίς
επίβλεψη έναν λύχνο Μπούνσεν.
«Φτάσαμε!» είπε ξαφνικά η Μάντλεν μόλις φάνηκε μπροστά
τους το πάρκινγκ του στούντιο. «KCTV! Πωπώ!» Όμως αμέσως
μετά κατσούφιασε. «Χάριετ, κοίτα την ουρά».
«Να πάρει ο διάολος!» βλαστήμησε η Χάριετ, αντικρίζοντας
το τεράστιο πλήθος που σχημάτιζε μια φιδογυριστή ουρά στο
πάρκινγκ. Εκατοντάδες άνθρωποι, κυρίως γυναίκες με τις
τσάντες τους στερεωμένες κάτω απ’ τα ιδρωμένα μπράτσα
τους,
αλλά
και
μερικές
ντουζίνες
άντρες
με
σακάκια
κρεμασμένα στον ώμο. Όλοι χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδιες
βεντάλιες: χάρτες, καπέλα, εφημερίδες.
«Όλοι αυτοί ήρθαν να δουν την εκπομπή της μαμάς;» ρώτησε
με δέος η Μάντλεν.
«Όχι, αγάπη μου, γυρίζονται πολλές εκπομπές εδώ».
«Με συγχωρείτε, κυρία μου». Ένας υπάλληλος του πάρκινγκ
έκανε νόημα στη Χάριετ να σταματήσει. Σκύβοντας προς το
παράθυρο της Μάντλεν, πρόσθεσε: «Δεν είδατε την πινακίδα;
Είναι πλήρες το πάρκινγκ».
«Εντάξει, και τότε πού να παρκάρω;»
« Ήρθατε για το Δείπνο στις έξι;»
«Ναι».
«Λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν θα μπείτε» είπε,
δείχνοντας
την
ουρά.
«Όλοι
αυτοί,
ή
τουλάχιστον
οι
περισσότεροι απ’ αυτούς, ήρθαν για το τίποτα. Άνθρωποι
έρχονται
να
στηθούν
στην
ουρά
από
τις
τέσσερις
τα
ξημερώματα. Το κοινό στο στούντιο έχει ήδη επιλεγεί σχεδόν
όλο».
«Τι;» απόρησε η Χάριετ. «Ιδέα δεν είχα».
«Είναι πολύ δημοφιλής η εκπομπή» είπε ο άντρας.
Η Χάριετ δίστασε.
«Μα το παιδί δεν πήγε σχολείο για να έρθουμε».
«Λυπάμαι, γιαγιάκα» απάντησε εκείνος. Ύστερα έσκυψε
ακόμα πιο μέσα στ’ αμάξι. «Λυπάμαι, μικρούλα μου. Διώχνω
πολύ κόσμο κάθε μέρα. Δεν είναι ευχάριστη δουλειά, πιστέψτε
με. Άνθρωποι μου φωνάζουν όλη την ώρα».
«Αυτό δεν θ’ αρέσει καθόλου στη μαμά μου» δήλωσε η
Μάντλεν. «Δεν της αρέσει να φωνάζει κανείς σε κανέναν».
«Πολύ γλυκιά μού ακούγεται η μαμά σου. Όμως… μπορείτε
να προχωρήσετε σιγά σιγά; Έχω κι άλλους να διώξω».
«Εντάξει» είπε η Μάντλεν. «Αλλά μήπως θα μπορούσατε να
μου κάνετε μια μικρή χάρη; Να γράψετε τ’ όνομά σας στο
τετράδιό μου; Θέλω να πω στη μαμά μου πόσο δύσκολη είναι η
δουλειά σας εδώ έξω».
«Μάντλεν!» έκανε αγριεμένα η Χάριετ.
«Μου ζητάς αυτόγραφο;» απόρησε ο άντρας γελώντας.
«Πρώτη φορά μού συμβαίνει αυτό». Και, προτού προλάβει η
Χάριετ να τον εμποδίσει, πήρε το τετράδιο της Μάντλεν και
έγραψε «Σέιμουρ Μπράουνι», φροντίζοντας να ακολουθεί τις
γραμμές που έδειχναν πόσο μεγάλα έπρεπε να είναι τα
κεφαλαία και πόσο μικρά τα πεζά γράμματα. Έπειτα έκλεισε το
τετράδιο. Και τότε οι δύο λέξεις που είδε στο εξώφυλλο τον
έκαναν ν’ αναπηδήσει σαν να τον είχε διαπεράσει ηλεκτρικό
ρεύμα.
«Μάντλεν Ζοτ;» διάβασε με δυσπιστία.
Το στούντιο ήταν σκοτεινό και ψυχρό, με χοντρά καλώδια από
τη μια άκρη ως την άλλη και πελώριες κάμερες σε κάθε
πλευρά, έτοιμες να στρίψουν και να καταγράψουν ό,τι φώτιζαν
οι προβολείς από ψηλά.
«Να μαστε» είπε η γραμματέας του Ουόλτερ Πάιν, οδηγώντας
τη Μάντλεν και τη Χάριετ σε δύο ως διά μαγείας άδειες θέσεις
στην πρώτη σειρά. «Οι καλύτερές μας θέσεις».
«Αν δεν σας πειράζει» δοκίμασε η Χάριετ «θα θέλαμε να
καθίσουμε πίσω, στην τελευταία σειρά».
«Α όχι!» αναφώνησε η γυναίκα. «Θα με σκοτώσει ο κύριος
Πάιν».
«Σίγουρα
κάποιος
θα
σκοτώσει
κάποιον
σήμερα.
Δεν
γλιτώνουμε» μουρμούρισε η Χάριετ.
«Εμένα μ’ αρέσουν αυτές οι θέσεις» ανακοίνωσε η Μάντλεν
και κάθισε.
«Είναι πολύ διαφορετικό να παρακολουθείς μια εκπομπή
ζωντανά από το να τη βλέπεις απ’ το σπίτι» εξήγησε η
γραμματέας. «Τώρα δεν τη βλέπετε απλώς, είστε μέρος της.
Και οι προβολείς… σας διαβεβαιώνω ότι αλλάζουν τα πάντα.
Πιστέψτε με, εδώ πρέπει να καθίσετε».
«Απλώς δεν θέλουμε να αποσπάσουμε την προσοχή της
κυρίας Ζοτ» είπε η Χάριετ, κάνοντας μια δεύτερη προσπάθεια.
«Να της προκαλέσουμε νευρικότητα».
«Νευρικότητα στη Ζοτ;» Η γραμματέας γέλασε. «Τι αστείο!
Άλλωστε δεν μπορεί να δει το κοινό. Τα φώτα των προβολέων
την τυφλώνουν».
«Σίγουρα;» ρώτησε η Χάριετ.
«Όσο σίγουρος είναι ο θάνατος και οι φόροι».
«Όλοι πεθαίνουν κάποτε» παρατήρησε η Μάντλεν. «Αλλά δεν
πληρώνουν όλοι φόρους».
«Τι ώριμο παιδάκι που είσαι εσύ!» σχολίασε η γραμματέας, με
φωνή ξαφνικά ενοχλημένη. Πριν όμως προλάβει η Μάντλεν να
αναφέρει κάποιες στατιστικές για τη φοροδιαφυγή, άρχισε να
παίζει το μουσικό σήμα του Δείπνου στις έξι και η γραμματέας
έγινε καπνός. Κάπου στ’ αριστερά η Μάντλεν είδε τον Ουόλτερ
Πάιν να βολεύεται σε μια σπαστή πάνινη καρέκλα. Έκανε ένα
νεύμα, η κάμερα πήρε τη θέση της κι ένας άντρας με
ακουστικά έδωσε σήμα να ξεκινήσουν υψώνοντας και τους δύο
αντίχειρες. Καθώς το τραγουδάκι πλησίαζε στο τέλος του, μια
γνώριμη φιγούρα διέσχισε μεγαλοπρεπώς το πλατό με το
κεφάλι ψηλά, το σώμα στητό, τα μαλλιά να λάμπουν κάτω από
τα έντονα φώτα.
Η Μάντλεν είχε δει τη μαμά της σε χιλιάδες διαφορετικές
φάσεις: όταν ξυπνούσε το πρωί, πριν πέσει για ύπνο το βράδυ,
να τραβιέται μακριά από έναν λύχνο Μπούνσεν, να κοιτάζει σ’
ένα μικροσκόπιο, να αντιμετωπίζει την κυρία Μάντφορντ, να
συνοφρυώνεται μπροστά στην πουδριέ­ρα της, να βγαίνει από
το ντους, να την παίρνει στην αγκαλιά της. Όμως δεν είχε δει
ποτέ τη μητέρα της έτσι – ποτέ έτσι. Μαμά! είπε από μέσα της,
με την καρδούλα της να ξεχειλίζει από περηφάνια. Μαμάκα!
«Γεια σας» είπε η Ελίζαμπεθ. «Ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ και
βλέπετε το Δείπνο στις έξι».
Είχε δίκιο η γραμματέας. Υπήρχε κάτι στο φως που έριχναν οι
προβολείς, αποκαλύπτοντας τα πράγματα με έναν τρόπο που
ήταν αδύνατο να το κάνει η ασπρόμαυρη τηλεό­ραση στο σπίτι.
«Ώρα για μπριζόλα» ανακοίνωσε η Ελίζαμπεθ, σηκώνοντας
ένα τεράστιο κομμάτι κιλότο. «Πράγμα που σημαίνει ότι θα
εξερευνήσουμε τη χημική σύνθεση του κρέατος, με έμφαση
κυρίως στις διαφορές ανάμεσα στο “δεσμευμένο νερό” και στο
“ελεύθερο νερό”, επειδή –κι αυτό μπορεί να σας ξαφνιάσει– το
κρέας αποτελείται κατά εβδομήντα δύο τοις εκατό από νερό».
«Σαν το μαρούλι» ψιθύρισε η Χάριετ.
«Όχι, φυσικά, σαν το μαρούλι» είπε η Ελίζαμπεθ «που
περιέχει πολύ περισσότερο νερό: περίπου ενενήντα έξι τοις
εκατό. Γιατί είναι σημαντικό το νερό; Επειδή είναι το πιο κοινό
μόριο στο σώμα μας, αποτελώντας το εξήντα τοις εκατό της
σύνθεσής μας. Ενώ το σώμα μας μπορεί ν’ αντέξει χωρίς τροφή
μέχρι και τρεις εβδομάδες, χωρίς νερό πεθαίνουμε σε τρεις
μέρες. Τέσσερις το πολύ».
Από το ακροατήριο ακούστηκε ένα μουρμουρητό.
«Γι’ αυτό» συνέχισε η Ελίζαμπεθ «όταν σκέφτεστε να
ανεφοδιάσετε το σώμα σας, σκεφτείτε πρώτα το νερό. Όμως
τώρα
ας
επιστρέψουμε
στο
κρέας».
Πήρε
ένα
μεγάλο
γυαλιστερό μαχαίρι, κι ενώ έδειχνε πώς γίνεται μια δια­μήκης
τομή για να κοπεί σε λεπτότερες φέτες το τεράστιο κομμάτι,
άρχισε να μιλάει για τα θρεπτικά στοιχεία που περιέχει το
κρέας, εξηγώντας όχι μόνο πώς το σώμα χρησιμοποιεί τον
σίδηρο, τον ψευδάργυρο και τις βιταμίνες Β, αλλά και γιατί η
πρωτεΐνη είναι καίρια για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Έπειτα
εξήγησε τι ποσοστό νερού στον μυϊκό ιστό υπάρχει σε μορφή
ελεύθερων μορίων, τελειώνοντας με τους συναρπαστικούς
κατά τη γνώμη της ορισμούς για το ελεύθερο και το
δεσμευμένο νερό.
Όση ώρα εξηγούσε, το κοινό στο στούντιο ήταν καθηλωμένο.
Δεν
ακούγονταν
ούτε
βηχαλάκια
ούτε
ψίθυροι
ούτε
στριφογυρίσματα στις θέσεις. Αν υπήρχε κάποιος ήχος, ήταν
μόνο το σποραδικό σύρσιμο του μολυβιού πάνω στο χαρτί
καθώς κάποιοι κρατούσαν σημειώσεις.
«Ώρα για διάλειμμα» ανακοίνωσε η Ελίζαμπεθ, πιάνοντας το
νόημα του καμεραμάν. «Μείνετε μαζί μας, εντάξει;» Έπειτα
άφησε το μαχαίρι και εγκατέλειψε το πλατό, κάνοντας μόνο μια
σύντομη στάση για να της σκουπίσει η μακιγιέζ το μέτωπο μ’
ένα σφουγγάρι και να της διορθώσει ελαφρώς τα μαλλιά. Η
Μάντλεν στράφηκε και κοίταξε το κοινό. Κάθονταν όλοι σε
αναμμένα
κάρβουνα,
ανυπομονώντας
να
ξαναδούν
την
Ελίζαμπεθ Ζοτ. Ένιωσε ένα μικρό κέντρισμα ζήλιας. Ξαφνικά
συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μοιράζεται τη μητέρα της με
πολύ κόσμο. Και δεν της άρεσε.
«Αφού τρίψετε την μπριζόλα σας με μια σκελίδα σκόρδο» είπε
η Ελίζαμπεθ μερικά λεπτά αργότερα «πασπαλίστε και τις δύο
πλευρές με χλωριούχο νάτριο και πιπερίνη. Στη συνέχεια, όταν
δείτε το βούτυρο να αφρίζει» –έδειξε προς ένα καυτό
μαντεμένιο σκεύος– «τοποθετήστε το κρέας στο τηγάνι. Είναι
σημαντικό να περιμένετε μέχρι ν’ αφρίσει το βούτυρο. Ο αφρός
δείχνει ότι το νερό που περιέχει το βούτυρο έχει βράσει και
εξατμιστεί. Αυτό είναι καίριας σημασίας. Επειδή τώρα το κρέας
θα μαγειρευτεί σε λιπίδια αντί να απορροφήσει Η2Ο».
Ενώ η μπριζόλα τσιτσίριζε, έβγαλε έναν φάκελο από την
τσέπη της ποδιάς της. «Καθώς το κρέας θα μαγειρεύε­ται, θα
ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα γράμμα που έλαβα από τη
Νανέτ Χάρισον στο Λονγκ Μπιτς. Μου γράφει η Νανέτ:
“Αγαπητή κυρία Ζοτ, είμαι χορτοφάγος. Όχι για θρησκευτικούς
λόγους, απλώς νομίζω ότι δεν είναι ωραίο να τρώμε ζωντανά
πλάσματα. Ο άντρας μου λέει ότι το σώμα χρειάζεται κρέας κι
ότι είμαι χαζή, μα εγώ δεν αντέχω στη σκέψη ότι ένα ζώο
έδωσε τη ζωή του για μένα. Αυτό έκανε κι ο Χριστός, και να τι
έπαθε. Ειλικρινά δική σας, κυρία Νανέτ Χάρισον, Λονγκ
Μπιτς, Καλιφόρνια”. Νανέτ, έθιξες ένα πολύ ενδιαφέρον
θέμα» συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Ό,τι κι αν τρώμε, έχει
συνέπειες σε άλλα ζωντανά πλάσματα. Και τα φυτά είναι
ζωντανά πλάσματα, κι όμως σπανίως μας περνάει απ’ το μυαλό
ότι είναι ακόμη ζωντανά όταν τα ψιλοκόβουμε, τα συνθλίβουμε
με τα δόντια μας, τα σπρώχνουμε στον οισοφάγο μας κι ύστερα
τα χωνεύουμε στο στομάχι μας, που είναι γεμάτο υδροχλωρικό
οξύ. Εν ολίγοις, σε επικροτώ, Νανέτ. Σκέφτεσαι προτού φας.
Όμως
πρόσεξε:
συντηρήσεις
τη
εξακολουθείς
δική
σου.
να
Αυτό
αφαιρείς
δεν
ζωή
μπορούμε
για
να
να
το
αποφύγουμε. Όσο για τον Χριστό, ουδέν σχόλιον». Στράφηκε
και, βγάζοντας το κρέας από το τηγάνι, με τα ζουμιά του να
στάζουν κατακόκκινα, κοίταξε κατευθείαν την κάμερα. «Και
τώρα δύο λόγια από τον χορηγό μας».
Η Χάριετ και η Μάντλεν αλληλοκοιτάχτηκαν με γουρλωμένα
μάτια.
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είναι τόσο
διάσημη» ψιθύρισε η Χάριετ.
«Με
συγχωρείτε,
κυρίες
μου»
είπε
η
γραμματέας,
επιστρέφοντας κοντά τους. «Ο κύριος Πάιν ρωτάει αν μπορεί
να σας μιλήσει λιγάκι;» Το έθεσε ως ερώτηση, όμως δεν ήταν.
«Θα μ’ ακολουθήσετε;» Τις οδήγησε μακριά από το πλατό και
διέσχισαν έναν διάδρομο, ώσπου έφτασαν σ’ ένα γραφείο όπου
ο Ουόλτερ Πάιν βημάτιζε πάνω κάτω. Τέσσερις τηλεοράσεις
ήταν στημένες στη σειρά στον τοίχο, κι έδειχναν όλες το Δείπνο
στις έξι.
«Γεια σου, Μάντλεν» είπε εκείνος. «Χαίρομαι πολύ που σε
βλέπω, αλλά ξαφνιάστηκα κιόλας. Δεν θα έπρεπε να είσαι στο
σχολείο σου;»
Η Μάντλεν έγειρε το κεφάλι στο πλάι.
«Γεια, κύριε Πάιν». Έδειξε τη συνοδό της. «Αυτή είναι η
Χάριετ. Ήταν δική της ιδέα. Πλαστογράφησε το σημείωμα».
Η Χάριετ την αγριοκοίταξε.
«Ουόλτερ Πάιν» είπε, σφίγγοντας το χέρι της. «Επιτέλους.
Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω, Χάριετ… Σλόουν, αν δεν κάνω
λάθος; Έχω ακούσει τα καλύτερα για εσάς. Αλλά» συνέχισε
χαμηλώνοντας τη φωνή του «πού το είχατε το μυαλό σας και οι
δυο; Αν μάθει ότι είστε εδώ–».
«Ξέρω, ξέρω» τον έκοψε η Χάριετ. «Πάντως, εμείς ζητήσαμε
να καθίσουμε πίσω».
« Ήθελε και η Αμάντα να έρθει» τον ενημέρωσε η Μάντλεν
«αλλά η Χάριετ δεν ήθελε να επιβαρύνει τη θέση της. Η
πλαστογραφία είναι πλημμέλημα, αλλά η απαγωγή–»
«Πολύ
σωστά
το
σκεφτήκατε,
κυρία
Σλόουν»
διέκοψε
εκείνος. «Αν και, να ξέρετε και οι δύο, αν εξαρτιόταν από
μένα, θα ήσασταν πάντα ευπρόσδεκτες. Όμως δεν εξαρτάται
από μένα. Η μητέρα σου» είπε και στράφηκε στη Μάντλεν
«θέλει απλώς να σε προστατέψει».
«Από τη ραδιενέργεια;»
Ο Ουόλτερ δίστασε.
«Είσαι πολύ έξυπνο κοριτσάκι, Μάντλεν, οπότε, αν σου πω
ότι η μαμά σου προσπαθεί να σε προστατέψει από τη
δημοσιότητα, είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Θέλει να προστατέψει την ιδιωτική σου ζωή. Να σε
προφυλάξει απ’ όλα τα πράγματα που λένε και σκέφτονται οι
άνθρωποι για κάποιον που βρίσκεται στα φώτα της δημοσιό-­
τητας. Για κάποιον διάσημο».
«Πόσο διάσημη είναι η μαμά μου;»
«Μετά την εκμίσθωση των δικαιωμάτων της εκπομπής» είπε
ο Ουόλτερ, αγγίζοντας το μέτωπό του με τα ακροδάχτυλά του,
«έγινε ακόμα πιο γνωστή. Επειδή τώρα μπορούν να βλέπουν τη
μαμά σου και άνθρωποι στο Σικάγο, στη Βοστόνη και στο
Ντένβερ».
«Ψιλοκόψτε
το
δεντρολίβανο»
ακουγόταν
η
φωνή
της
Ελίζαμπεθ από τις οθόνες του γραφείου «με το πιο κοφτερό
μαχαίρι σας. Έτσι περιορίζεται η ζημιά στο φυτό και
αποφεύγεται η υπερβολική διαρροή ηλεκτρολυτών».
«Γιατί είναι κακό να είσαι διάσημος;» ρώτησε η Μάντλεν.
«Δεν θα έλεγα ότι είναι κακό» απάντησε ο Ουόλτερ. «Απλώς η
διασημότητα συνοδεύεται από κάποιες εκπλήξεις, που δεν
είναι όλες καλές. Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να
δείχνουν ότι γνωρίζουν μια διασημότητα σαν τη μαμά σου σε
προσωπικό επίπεδο. Για να νιώσουν σημαντικοί. Αλλά για να
το κάνουν αυτό επινοούν ιστορίες για τη μαμά σου, που δεν
είναι όλες καλές. Εκείνη απλώς προσπαθεί να βεβαιωθεί πως
κανείς δεν θα επινοήσει κάποια ιστορία για σένα».
«Επινοούν οι άνθρωποι ιστορίες για τη μαμά μου;» ρώτησε
ανήσυχη η Μάντλεν. Μάλλον έφταιγαν τα φώτα από τους
προβολείς, που έκαναν τη μητέρα της να μοιάζει ακατάβλητη.
Αυτό χρειαζόταν το κοινό να δει: μια γυναίκα που απαιτούσε
τον σεβασμό και τον είχε – παρότι η μητέρα της αντιμετώπιζε
προβλήματα όπως όλος ο κόσμος. Η Μάντλεν υπέθετε πως
ήταν περίπου το ίδιο όπως όταν εκείνη παρίστανε πως δεν
μπορεί να διαβάσει πολύ καλά. Κάνεις αυτό που πρέπει για να
τα βγάλεις πέρα.
«Μην ανησυχείς» είπε ο Ουόλτερ, ακουμπώντας το χέρι του
στον κοκαλιάρικο ώμο της. «Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που
ξέρει να προσέχει τον εαυτό του, είναι η μητέρα σου. Ελάχιστοι
θα προσπαθήσουν να τα βάλουν με την Ελίζαμπεθ Ζοτ. Κι
εκείνη
θέλει
απλώς
να
βεβαιωθεί
ότι
κανείς
δεν
θα
προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί εσένα. Κατάλαβες; Αυτό ισχύει
και για εσάς, κυρία Σλόουν» είπε γυρνώντας προς τη Χάριετ.
«Περνάτε
περισσότερο
χρόνο
με
την
Ελίζαμπεθ
απ’
οποιονδήποτε άλλον, είμαι σίγουρος πως το φιλικό περιβάλλον
σας θα ήθελε να μάθει τα μυστικά της».
«Δεν έχω πολλές φιλίες» απάντησε η Χάριετ. «Αλλά ακόμα κι
αν είχα, δεν θα έκανα κάτι τέτοιο».
«Είστε έξυπνη γυναίκα» είπε ο Ουόλτερ. «Ούτε κι εγώ έχω
πολλές φιλίες».
Μόνο μία φίλη είχε, είπε από μέσα του, την Ελίζαμπεθ Ζοτ.
Και δεν ήταν απλώς μια φίλη, ήταν η καλύτερή του φίλη. Δεν
της το είχε πει ποτέ, αλλά έτσι ήταν. Ναι, σίγουρα πολλοί
άνθρωποι θα βιάζονταν να υποστηρίξουν ότι ένας άντρας και
μια γυναίκα δεν μπορούν να είναι αληθινοί φίλοι. Όμως έκαναν
λάθος. Εκείνος και η Ελίζαμπεθ συζητούσαν τα πάντα,
πράγματα προσωπικά: για τον θάνατο, για το σεξ, για τα
παιδιά. Επιπλέον, υποστήριζαν ο ένας τον άλλον, όπως κάνουν
οι φίλοι. Μάλιστα, γελούσαν κιόλας παρέα, όπως κάνουν οι
φίλοι. Βέβαια, η Ελίζαμπεθ δεν ήταν άνθρωπος που γελούσε
πολύ. Και, παρά την ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα της
εκπομπής της, έδειχνε πιο θλιμμένη από ποτέ.
«Λοιπόν» συνέχισε ο Ουόλτερ «δεν πάμε να φύγουμε αποδώ,
πριν μας δει η μαμά σου και πνιγούμε όλοι μας στα γαστρικά
οξέα;».
«Γιατί όμως πιστεύετε ότι έχει γίνει τόσο δημοφιλής η μαμά
μου;»
ρώτησε
η
Μάντλεν,
ευχόμενη
ενδόμυχα
να
μη
χρειαζόταν να τη μοιράζεται.
«Επειδή λέει αυτό ακριβώς που σκέφτεται» απάντησε ο
Ουόλτερ. «Πράγμα πολύ σπάνιο. Κι επειδή τα φαγητά που
φτιάχνει είναι πολύ, πάρα πολύ καλά. Αλλά κι επειδή φαίνεται
πως όλοι θέλουν να μάθουν χημεία. Περιέργως».
«Γιατί όμως είναι σπάνιο να λέει κανείς αυτό που σκέφτεται;»
«Επειδή υπάρχουν συνέπειες» είπε η Χάριετ.
«Σοβαρές συνέπειες» συμφώνησε ο Ουόλτερ.
Από μια τηλεόραση στη γωνία η Ελίζαμπεθ είπε: «Φαίνεται
πως σήμερα έχουμε τον χρόνο να δεχτούμε μία ερώτηση από το
κοινό μας στο στούντιο. Ναι, εσείς εκεί, με το βιολετί
φόρεμα».
Μια γυναίκα σηκώθηκε όρθια, λάμποντας ολόκληρη.
«Ναι, γεια σας, με λένε Έντνα Φλάτισταϊν και είμαι από την
Τσάινα Λέικ. Ήθελα απλώς να πω ότι λατρεύω την εκπομπή
σας και ότι μου άρεσε πολύ που είπατε πως πρέπει να είμαστε
ευγνώμονες για την τροφή μας. Αναρωτιόμουν αν έχετε κάποια
αγαπημένη προσευχή που λέτε πριν από κάθε γεύμα, για να
ευχαριστήσετε τον Κύριο και Σωτήρα μας για τα ελέη Του!
Πολύ θα ήθελα να την ακούσω! Σας ευχαριστώ!»
Η Ελίζαμπεθ έφερε το χέρι πάνω από τα μάτια της κόντρα στο
φως των προβολέων, προσπαθώντας να δει καλύτερα την
Έντνα.
«Γεια σου, Έντνα» είπε. «Σ’ ευχαριστώ για την ερώτησή σου.
Η απάντηση είναι όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη προσευχή. Η
αλήθεια είναι ότι δεν λέω καμία προσευχή».
Όρθιοι στο γραφείο, ο Ουόλτερ και η Χάριετ χλώμιασαν.
«Σε παρακαλώ» ψιθύρισε ο Ουόλτερ. «Μην το πεις».
«Επειδή είμαι άθεη» συνέχισε ατάραχα η Ελίζαμπεθ.
«Τα θαλάσσωσε» μουρμούρισε η Χάριετ.
«Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω στον Θεό» ανακοίνωσε η
Ελίζαμπεθ στο αποσβολωμένο κοινό.
«Για μια στιγμή… Αυτό είναι σπάνιο;» πετάχτηκε η Μάντλεν.
«Το να μην πιστεύεις στον Θεό είναι ένα απ’ αυτά τα σπάνια
πράγματα;»
«Πιστεύω όμως στους ανθρώπους χάρη στους οποίους έχουμε
το φαγητό στο τραπέζι μας» συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Στους
αγρότες, στους εργάτες που κάνουν τη συγκομιδή, στους
φορτηγατζήδες, στους υπαλλήλους των παντοπωλείων. Αλλά
κυρίως πιστεύω σ’ εσένα, Έντνα. Που ετοίμασες το γεύμα για
να θρέψεις την οικογένειά σου. Χάρη σ’ εσένα μεγαλώνει με
υγεία μια νέα γενιά. Χάρη σ’ εσένα ζουν κάποιοι άλλοι».
Έκανε μια παύση για να κοιτάξει το ρολόι κι έπειτα στράφηκε
κατευθείαν στην κάμερα.
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο για σήμερα. Ελπίζω να είστε κοντά
μου και αύριο, για να εξερευνήσουμε τον συναρπαστικό κόσμο
της θερμότητας και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τη
γεύση». Κι έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της προς τα αριστερά,
σαν να αναλογιζόταν μήπως το είχε παρατραβήξει το σκοινί ή
μήπως δεν το είχε τραβήξει αρκετά. «Παιδιά, στρώστε το
τραπέζι» είπε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. «Η μητέρα
σας χρειάζεται λίγο χρόνο για τον εαυτό της».
Δευτερόλεπτα μετά το τηλέφωνο του Ουόλτερ άρχισε να
χτυπάει χωρίς σταματημό.
33
Πίστη
Ε
ν έτει 1960 δεν μπορούσε κανείς να βγει στην τηλεόραση
να πει ότι δεν πιστεύει στον Θεό κι ύστερα να περιμένει
ότι θα συνέχιζε να βγαίνει στην τηλεόραση. Απόδειξη ήταν το
γεγονός ότι το τηλέφωνο του Ουόλτερ κατακλύστηκε από
απειλές χορηγών και θεατών που ήθελαν η Ελίζαμπεθ Ζοτ να
απολυθεί, να μπει φυλακή και/ή να λιθοβοληθεί μέχρι
θανάτου. Το τελευταίο αίτημα προερχόταν από άτομα που
αυτοπροσδιορίζονταν ως «άνθρωποι του Θεού» – του ίδιου
Θεού που κήρυττε την ανοχή και τη συγχώρεση.
«Να πάρει η ευχή, Ελίζαμπεθ!» είπε ο Ουόλτερ, έχοντας
βγάλει κρυφά τη Χάριετ και τη Μάντλεν από την πλαϊνή πόρτα
μόλις δέκα λεπτά πριν. «Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να
μη λέγονται!» Οι δυο τους κάθονταν στο καμαρίνι της, η
Ελίζαμπεθ με την καρό κίτρινη ποδιά της δεμένη ακόμη σφιχτά
γύρω από τη μέση της. « Έχεις κάθε δικαίωμα να πιστεύεις ό,τι
θέλεις, αλλά δεν πρέπει να επιβάλλεις τα πιστεύω σου στους
άλλους, ιδίως σε πανεθνική προβολή».
«Και πώς επέβαλα δηλαδή τα πιστεύω μου στους άλλους;»
ρώτησε εκείνη έκπληκτη.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ».
«Η Έντνα Φλάτισταϊν μου έκανε μια ξεκάθαρη ερώτηση και
της απάντησα. Χαίρομαι που νιώθει ελεύθερη να εκφράσει την
πίστη της στον Θεό και σέβομαι το δικαίωμά της να το κάνει.
Όμως θα πρέπει να έχω κι εγώ την ίδια αντιμετώπιση. Πολλοί
άνθρωποι δεν πιστεύουν στον Θεό. Κάποιοι πιστεύουν στην
αστρολογία ή στα ταρό. Η Χάριετ πιστεύει ότι φυσώντας τα
ζάρια σου φέρνεις καλύτερο νούμερο».
«Νομίζω πως γνωρίζουμε και οι δύο» είπε με σφιγμένα δόντια
ο Ουόλτερ «ότι άλλο Θεός κι άλλο ζάρια».
«Συμφωνώ» είπε η Ελίζαμπεθ. «Τα ζάρια έχουν πλάκα».
«Θα το πληρώσουμε ακριβά αυτό που έγινε» προειδοποίησε ο
Ουόλτερ.
« Έλα τώρα, Ουόλτερ» τον αποπήρε εκείνη. « Έχε λίγη πίστη».
Η
πίστη
υποτίθεται
πως
αποτελούσε
ειδικότητα
του
αιδεσιμότατου Γουέικλι, όμως σήμερα δυσκολευόταν κι ο ίδιος
να τη βρει. Αφού πέρασε ώρες προσπαθώντας να παρηγορήσει
έναν γκρινιάρη πιστό που κατηγορούσε τους πάντες για τα
πάντα, γύρισε στο γραφείο του, επιθυμώντας να μείνει μόνος.
Όμως βρήκε εκεί τη δεσποινίδα Φρασκ, που δούλευε για
εκείνον ως δακτυλογράφος μερικής απασχόλησης, να γράφει
στη γραφομηχανή του, μετά βίας τριάντα λέξεις το λεπτό, με
τα μάτια της κολλημένα στην οθόνη της τηλεόρασης.
«Κοιτάξτε καλά αυτή την ντομάτα» άκουσε να λέει μια
αόριστα γνώριμη γυναικεία μορφή στην τηλεόραση, με ένα
μολύβι στερεωμένο στα μαλλιά της. «Μπορεί να μην πιστεύετε
ότι έχετε κάτι κοινό με αυτό το φρούτο, όμως έχετε: DNA. Έως
εξήντα τοις εκατό. Και τώρα γυρίστε και κοιτάξτε τον διπλανό
σας. Σας φαίνεται οικείος; Ίσως ναι, ίσως όχι. Ωστόσο
μοιράζεστε με τον διπλανό σας το ενενήντα εννέα κόμμα εννέα
τοις εκατό του DNA – όπως και με κάθε άνθρωπο στον
πλανήτη». Η Ελίζαμπεθ άφησε κάτω την ντομάτα και πήρε στα
χέρια της μια φωτογραφία της Ρόζας Παρκς. «Γι’ αυτό και
υποστηρίζω τους ηγέτες του κινήματος των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θαρραλέας Ρόζας
Παρκς. Οι διακρίσεις με βάση το χρώμα του δέρματος δεν είναι
μόνο επιστημονικά γελοίες, αποτελούν και σημάδι βαθύτατης
άγνοιας».
«Δεσποινίς Φρασκ» είπε ο Γουέικλι.
«Μισό λεπτό, αιδεσιμότατε» απάντησε εκείνη, σηκώνοντας
ένα δάχτυλο. «Σχεδόν τελείωσε. Ορίστε το κήρυγμά σας»
πρόσθεσε, τραβώντας ένα χαρτί από τη γραφομηχανή.
«Θα περίμενε κανείς ότι οι αδαείς θα αφανίζονταν νωρίτερα»
συνέχισε η Ελίζαμπεθ. «Όμως ο Δαρβίνος παρέβλεψε το
γεγονός ότι οι αδαείς σπανίως ξεχνούν να φάνε».
«Τι είναι αυτό;»
«Το Δείπνο στις έξι. Δεν ξέρετε το Δείπνο στις έξι;»
«Μας μένει λίγος χρόνος για μία ερώτηση» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Ναι… εσείς εκεί».
«Γεια σας, λέγομαι Φρανσίν Λάφτσον και είμαι από το Σαν
Ντιέγκο! Θέλω να σας πω ότι είμαι μεγάλη θαυμάστριά σας, κι
ας μην πιστεύετε στον Θεό! Αναρωτιόμουν μήπως υπάρχει
κάποια δίαιτα που θα προτείνατε. Ξέρω πως πρέπει να χάσω
βάρος, αλλά δεν θέλω και να πεινάω. Παίρνω καθημερινά
χάπια διαίτης. Σας ευχαριστώ».
«Σ’ ευχαριστώ, Φρανσίν. Όμως βλέπω ξεκάθαρα πως δεν είσαι
υπέρβαρη.
Συνεπώς
υποθέτω
επηρεαστεί
από
ανελέητες
τις
πως
έχεις
εικόνες
αδικαιο­λόγητα
των
υπερβολικά
αδύνατων γυναικών που κατακλύζουν τα περιοδικά μας,
καταστρέφοντας
το
ηθικό
σου
και
διαλύοντας
την
αυτοεκτίμησή σου. Αντί για δίαιτα και χάπια διαίτης…» Έκανε
μια
μικρή
παύση.
«Να
ρωτήσω
κάτι;
Πόσοι
εδώ
στο
ακροατήριο παίρνετε χάπια διαίτης;»
Υψώθηκαν μερικά χέρια, κάπως αμήχανα.
Η Ελίζαμπεθ περίμενε.
Υψώθηκαν και όλα τα υπόλοιπα σχεδόν.
«Σταματήστε να παίρνετε αυτά τα χάπια» πρόσταξε η
Ελίζαμπεθ. «Είναι αμφεταμίνες. Μπορεί να οδηγήσουν σε
ψύχωση».
«Μα δεν μου αρέσει η γυμναστική» είπε η Φρανσίν.
«Μπορεί να μην έχεις βρει την κατάλληλη».
«Βλέπω τον Τζακ Λαλέιν».
Στο άκουσμα του ονόματος του Τζακ, η Ελίζαμπεθ έκλεισε τα
μάτια.
«Τι θα έλεγες για κωπηλασία;» πρότεινε, νιώθοντας ξαφνικά
κουρασμένη.
«Κωπηλασία;»
«Κωπηλασία» επανέλαβε, ανοίγοντας τα μάτια. «Είναι μια
σκληρή ταλαιπωρία, σχεδιασμένη έτσι ώστε να δοκιμάζει κάθε
μυ του σώματος και του μυαλού σου. Την κάνεις πριν χαράξει,
ενίοτε και με βροχή. Βγάζεις σκληρούς κάλους. Γυμνάζονται
τα μπράτσα σου, το στέρνο και οι μηροί. Ραγίζεις τα πλευρά
σου,
αποκτάς
φουσκάλες.
Πολλές
φορές,
μάλιστα,
οι
κωπηλάτες αναρωτιούνται: μα γιατί το κάνω αυτό;»
«Θεούλη
μου!»
είπε
ανήσυχη
η
Φρανσίν.
«Απαίσιο
ακούγεται!»
Η Ελίζαμπεθ φάνηκε να σαστίζει.
«Το θέμα είναι ότι με την κωπηλασία δεν χρειάζονται δίαιτα
και χάπια. Επίσης, κάνει καλό στην ψυχή».
«Μα νόμιζα ότι δεν πιστεύετε στην ψυχή».
Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε. Έκλεισε πάλι τα μάτια. Αχ, Κάλβιν!
Δηλαδή θέλεις να πεις ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν κωπηλασία;
«Κάποτε δούλευα μαζί της» είπε η Φρασκ, κλείνοντας την
τηλεόραση. «Στο Χέιστινγκς, ώσπου μας απέλυσαν και τις δύο.
Σοβαρά δεν την έχετε ακουστά; Την Ελίζαμπεθ Ζοτ; Η
εκπομπή της προβάλλεται σχεδόν σε όλη τη χώρα».
«Κάνει κι εκείνη κωπηλασία;» ρώτησε εντυπωσιασμένος ο
Γουέικλι.
«Κι εκείνη;» απόρησε η Φρασκ. «Γιατί, γνωρίζετε κι άλλους
κωπηλάτες;»
«Μάντλεν, γιατί δεν μου είπες ότι η μητέρα σου έχει εκπομπή
στην τηλεόραση;» ρώτησε ο Γουέικλι, κοιτάζοντας τον πελώριο
σκύλο που είχε φέρει το κοριτσάκι μαζί του στο πάρκο.
«Νόμιζα ότι το ξέρατε. Όλοι το ξέρουν. Ειδικά τώρα που δεν
πιστεύει στον Θεό».
«Δεν πειράζει να μην πιστεύεις στον Θεό» είπε ο Γουέι­κλι.
«Είναι ένα από τα πράγματα στα οποία αναφερόμαστε όταν
λέμε ότι αυτή είναι μια ελεύθερη χώρα. Οι άνθρωποι μπορούν
κάλλιστα να πιστεύουν ό,τι θέλουν, αρκεί τα πιστεύω τους να
μη βλάπτουν τους άλλους. Εξάλλου προσωπικά θεωρώ ότι η
επιστήμη είναι μια μορφή θρησκείας».
Η Μάντλεν ανασήκωσε το φρύδι της.
«Ποιος είναι αυτός, παρεμπιπτόντως;» ρώτησε ο Γουέι­κλι,
απλώνοντας το χέρι του για να το μυρίσει ο σκύλος.
«Ο Εξίμισι» απάντησε το κορίτσι, την ίδια στιγμή που έτυχε
να περνάνε από δίπλα τους δύο γυναίκες που κουβέντιαζαν
δυνατά.
«Πες μου αν κάνω λάθος, Σίλα» έλεγε η μια «όμως δεν είπε
ότι ο χυτοσίδηρος απαιτεί 0,11 θερμίδα για να αυξήσει τη
θερμοκρασία ενός γραμμαρίου μάζας ατόμου κατά έναν βαθμό
Κελσίου;».
«Ακριβώς, Ιλέιν» απάντησε η άλλη. «Γι’ αυτό και θ’ αγοράσω
καινούργιο τηγάνι».
«Τον
θυμήθηκα
προσπέρασαν
οι
τώρα»
δύο
είπε
γυναίκες.
ο
Γουέικλι
«Από
την
όταν
τους
οικογενειακή
φωτογραφία. Τι όμορφος σκύλος!»
Ο Εξίμισι πίεσε το κεφάλι στην παλάμη του. Καλός άνθρωπος.
«Τέλος πάντων, σίγουρα θα νόμιζες ότι το είχα ξεχάσει, τόσος
καιρός που πέρασε, όμως τελικά προχώρησα το θέμα με τους
Αγίους Πάντες. Η αλήθεια είναι πως τους τηλεφώνησα αρκετές
φορές μετά την πρώτη μας συνάντηση, αλλά ο επίσκοπος
έλειπε. Όμως σήμερα βρήκα τη γραμματέα του και μου είπε
ότι δεν υπάρχει στο αρχείο τους Κάλβιν Έβανς. Μάλλον κάναμε
λάθος στο ορφανοτροφείο».
«Όχι» είπε η Μάντλεν. «Αυτό είναι, είμαι σίγουρη».
«Μάντλεν, δεν νομίζω πως μια γραμματέας της εκκλησίας θα
έλεγε ψέματα».
«Γουέικλι» αντιγύρισε εκείνη «όλοι λένε ψέματα».
34
Άγιοι Πάντες
«Π ώς
είπαμε ότι λέγεται; Άγιοι Πάντες;» επανέλαβε
σοκαρισμένος ο επίσκοπος. Ήταν το έτος 1933, και, παρότι
έλπιζε πως θα τον έστελναν σε μια πλούσια ενορία με άφθονο
σκοτσέζικο ουίσκι, κατέληξε σ’ ένα άθλιο ορφανοτροφείο
αρρένων στη μέση του πουθενά, όπου πάνω από εκατό αγόρια
διαφόρων ηλικιών, όλα τους μελλοντικοί εγκληματίες, θα
φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν καθημερινά πως την επόμενη
φορά που θα του ερχόταν να περιγελάσει έναν αρχιεπίσκοπο
δεν θα έπρεπε να το κάνει μπροστά του.
«Άγιοι Πάντες» απάντησε ο αρχιεπίσκοπος. «Το ίδρυμα
χρειάζεται πειθαρχία. Ακριβώς όπως κι εσύ».
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι καλός με τα παιδιά» δοκίμασε
εκείνος. «Με τις χήρες, με τις πόρνες… εκεί είναι που
διαπρέπω. Γιατί δεν με στέλνετε στο Σικάγο;»
«Εκτός από πειθαρχία» συνέχισε ο αρχιεπίσκοπος, αγνοώ­ντας
την έκκλησή του, «το μέρος αυτό χρειάζεται και χρήματα.
Μέρος της δουλειάς σου εκεί θα είναι να εξασφαλίσεις
μακροχρόνιες χρηματοδοτήσεις. Αν το κάνεις, ίσως σου βρω
κάτι καλύτερο στο μέλλον».
Όμως το μέλλον έμοιαζε να μην έρχεται ποτέ. Και τέσσερα
χρόνια μετά ο επίσκοπος δεν είχε λύσει ακόμη το οικονομικό
πρόβλημα. Το μοναδικό παραγωγικό πράγμα που είχε κάνει
ήταν να συμπυκνώσει τη δεκασέλιδη λίστα του με όλα τα
πράγματα που μισούσε σ’ αυτό το μέρος σε πέντε βασικά
προβλήματα: στους τριτοκλασάτους ιερείς, στο αμυλούχο
φαγητό, στη μούχλα, στους παιδόφιλους και στη σταθερή
εισροή
αγοριών
υπερβολικά
ατίθασων
ή
υπερβολικά
πεινασμένων για να αποτελέσουν κομμάτι μιας κανονικής
οικογένειας. Ήταν τα παιδιά που κανείς δεν ήθελε – πράγμα το
οποίο ο επίσκοπος καταλάβαινε απόλυτα, μιας και ούτε ο ίδιος
τα ήθελε.
Μέχρι στιγμής τα κουτσοέβγαζαν πέρα με τις γνωστές
μεθόδους των Καθολικών: πωλήσεις σέρι και σελιδοδεικτών,
επαιτεία και κολακεία. Όμως εκείνο που χρειάζονταν στην
πραγματικότητα ήταν αυτό ακριβώς που είχε προτείνει ο
αρχιεπίσκοπος: δωρεές και χορηγίες. Το πρόβλημα ήταν πως οι
πλούσιοι συνήθιζαν να δίνουν χρήματα για πράγματα που δεν
είχαν καμία σχέση με το ορφανοτροφείο. Ακαδημαϊκές έδρες.
Υποτροφίες.
Δωρεές
εις
μνήμην.
Όσο
σκληρά
και
να
προσπαθούσε να προωθήσει την ιδέα μιας χορηγίας, οι
δυνητικοί ευεργέτες διέκριναν αμέσως τα μοιραία ψεγάδια.
«Υποτροφίες;» έλεγαν χλευαστικά. Το ορφανοτροφείο δεν ήταν
σχολείο, με τον ίδιο τρόπο που και η φυλακή δεν είναι τόπος
αναμόρφωσης – κανείς δεν θέλει να βρεθεί εκεί. Ίδρυση έδρας;
Μα το ορφανοτροφείο δεν είχε καν τμήματα, πόσο μάλλον
έδρες. Δωρεές εις μνήμην; Οι τρόφιμοι ήταν πολύ νέοι για να
πεθάνουν – κι άλλωστε ποιος θα ήθελε να μνημονεύσει εκείνα
ακριβώς τα παιδιά που όλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν;
Να λοιπόν που τέσσερα χρόνια μετά εξακολουθούσε να
βρίσκεται εγκλωβισμένος στη μέση του πουθενά με ένα μάτσο
εγκαταλειμμένα παιδιά. Κι ήταν σαφές ότι, όσο και να
προσευχόταν, αυτό δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει. Για να περνάει
την ώρα του, μερικές φορές κατέτασσε τα παιδιά ανάλογα με
τα προβλήματα που προκαλούσαν, όμως κι αυτό χάσιμο χρόνου
ήταν, γιατί στην κορυφή της λίστας βρισκόταν μονίμως το ίδιο
παιδί: ο Κάλβιν Έβανς.
«Πάλι τηλεφώνησε από την Καλιφόρνια εκείνος ο ιερέας για
τον Κάλβιν Έβανς» ενημέρωσε η γραμματέας τον κατά πολύ
μεγαλύτερο και ασπρομάλλη πλέον επίσκοπο, αφήνοντας
μερικούς φακέλους στο γραφείο του. «Ενώ είχα ήδη κάνει αυτό
που μου είπατε: τον διαβεβαίωσα ότι έλεγξα τα αρχεία μας και
ότι δεν υπήρξε ποτέ κανείς μ’ αυτό το όνομα εδώ».
«Θεούλη μου! Μα γιατί δεν μας αφήνει ήσυχους επιτέλους;»
αναφώνησε ο επίσκοπος, σπρώχνοντας στην άκρη τους
φακέλους. «Αχ αυτοί οι Προτεστάντες! Δεν ξέρουν πότε πρέπει
να τα παρατήσουν!»
«Ποιος ήταν τελικά αυτός ο Κάλβιν Έβανς» ρώτησε με
περιέργεια η γραμματέας. «Κάποιος ιερέας;»
«Όχι» απάντησε ο επίσκοπος, φέρνοντας στον νου του το
αγόρι εξαιτίας του οποίου εκείνος εξακολουθούσε να βρίσκεται
στην Άιοβα δεκαετίες μετά. «Κατάρα ήταν».
Όταν έφυγε η γραμματέας, ο επίσκοπος κούνησε το κεφάλι
φέρνοντας στο μυαλό του όλες εκείνες τις φορές που ο Κάλβιν
είχε βρεθεί στο γραφείο του ένοχος για ένα ακόμα παράπτωμα:
επειδή είχε σπάσει ένα παράθυρο, είχε κλέψει ένα βιβλίο, είχε
μαυρίσει το μάτι κάποιου ιερέα που ήθελε μόνο να του δείξει
λίγη αγάπη. Καλοπροαίρετα ζευγάρια έρχονταν ενίοτε στο
ίδρυμα για να υιοθετήσουν κάποιο αγόρι, όμως κανείς δεν
έδειξε ποτέ ενδιαφέρον για τον Κάλβιν. Και ποιος θα μπορούσε
να τους κατηγορήσει;
Μια μέρα όμως εμφανίστηκε από το πουθενά εκείνος ο
άντρας, ο Ουίλσον. Είπε ότι ερχόταν από το Ίδρυμα Πάρκερ,
έναν οικονομικά πανίσχυρο καθολικό οργανισμό. Μόλις ο
επίσκοπος έμαθε πως βρισκόταν στο κτίριο κάποιος από το
Ίδρυμα Πάρκερ, πίστεψε πως είχε έρθει επιτέλους η ώρα του.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα στη σκέψη της
τεράστιας δωρεάς που ίσως του πρότεινε αυτός ο Ουίλσον. Θα
άκουγε την προσφορά του κι ύστερα, με τρόπο αξιοπρεπή, θα
πίεζε για περισσότερα.
«Χαίρετε, επίσκοπε» είπε ο κύριος Ουίλσον με ύφος βιαστικό,
σαν να μην είχε χρόνο για χάσιμο. «Ψάχνω για ένα μικρό αγόρι,
δέκα
ετών,
πιθανότατα
ψηλό
και
ξανθωπό».
Συνέχισε
εξηγώντας ότι το αγόρι αυτό είχε χάσει την οικογένειά του
εξαιτίας μιας σειράς δυστυχημάτων πριν από τέσσερα χρόνια
περίπου. Είχε λόγους να πιστεύει πως το αγόρι βρισκόταν εκεί,
στους Αγίους Πάντες. Το παιδί είχε εν ζωή συγγενείς που είχαν
πληροφορηθεί πρόσφατα την ύπαρξή του και το ήθελαν κοντά
τους. «Το όνομά του είναι Κάλβιν Έβανς» κατέληξε, ρίχνοντας
μια ματιά στο ρολόι του σαν να είχε κι άλλο ραντεβού σύντομα.
«Αν βρίσκεται εδώ κάποιο αγόρι που να ταιριάζει στην
περιγραφή, θα ήθελα να το γνωρίσω. Μάλιστα, σκοπεύω να το
πάρω μαζί μου».
Ο επίσκοπος έμεινε να κοιτάζει τον Ουίλσον με χείλη
κρεμασμένα από την απογοήτευση. Στο μικρό διάστημα που
είχε μεσολαβήσει απ’ όταν έμαθε για την άφιξη αυτού του
πλούσιου ανθρώπου μέχρι τη στιγμή που του έδωσε το χέρι για
χειραψία, είχε ήδη προλάβει να φτιάξει στο μυαλό του το
ευχαριστήριο λογύδριό του.
«Είστε καλά;» ρώτησε ο κύριος Ουίλσον. «Δεν θέλω να γίνω
πιεστικός, αλλά σε δύο ώρες πρέπει να βρίσκομαι στο
αεροδρόμιο».
Καμία αναφορά σε χρήματα. Ο επίσκοπος έβλεπε το Σικάγο
να απομακρύνεται. Παρατήρησε τον Ουίλσον προσεκτικά.
Ήταν ψηλός και υπερόπτης. Ακριβώς σαν τον Κάλβιν.
«Θα μπορούσα ίσως να βγω έξω και να κάνω μια βόλτα
ανάμεσα στα παιδιά. Να δω μήπως και τον αναγνωρίσω μόνος
μου».
Ο επίσκοπος στράφηκε προς το παράθυρο. Εκείνο το πρωί
είχε τσακώσει τον Κάλβιν να πλένει τα χέρια του στην
κολυμπήθρα. «Τίποτα το ιερό δεν έχει αυτό το νερό» του
δήλωσε το αγόρι. «Από τη βρύση είναι».
Όσο όμως κι αν λαχταρούσε να ξεφορτωθεί τον Κάλβιν, το
μεγαλύτερο πρόβλημά του –τα χρήματα– παρέμενε άλυτο.
Κοίταξε έξω τις καμιά δεκαριά χορταριασμένες και γερμένες
επιτύμβιες στήλες που ασχήμαιναν την αυλή. Εις μνήμην,
έλεγαν.
«Επίσκοπε;»
Ο
Ουίλσον
είχε
σηκωθεί
όρθιος.
Ο
χαρτοφύλακάς του κρεμόταν ήδη στο χέρι του.
Ο επίσκοπος δεν απάντησε. Δεν του άρεσε αυτός ο
άνθρωπος, ούτε τα φανταχτερά ρούχα του ούτε το γεγονός ότι
είχε εμφανιστεί εκεί απροειδοποίητα. Για όνομα του Θεού, είχε
απέναντί του έναν επίσκοπο, πού ήταν ο σεβασμός του;
Ξερόβηξε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, με το βλέμμα στις
επιτύμβιες στήλες όλων των ταλαίπωρων προκατόχων του. Δεν
μπορούσε ν’ αφήσει να του ξεφύγουν έτσι το Ίδρυμα Πάρκερ
και η υπόσχεση για κολοσσιαία χρηματοδότηση.
Στράφηκε στον Ουίλσον.
« Έχω πολύ άσχημα νέα» του είπε. «Ο Κάλβιν Έβανς είναι
νεκρός».
«Παρεμπιπτόντως, αν ξανατηλεφωνήσει αυτός ο ενοχλητικός
ιερέας» είπε ο ηλικιωμένος επίσκοπος καθώς η γραμματέας του
καθάριζε το φλιτζάνι του καφέ του «πες του ότι πέθανα. Ή
μάλλον όχι, πες του» συνέχισε, ενώνοντας τα ακροδάχτυλά του
και χτυπώντας τα μεταξύ τους, «ότι έμαθες πως υπήρχε ένας
Κάλβιν Έβανς σε κάποιο άλλο ίδρυμα κάπου στο… δεν ξέρω…
στο Πουκίπσι. Αλλά το κτίριο κάηκε και χάθηκαν όλα τα
αρχεία».
«Θέλετε στ’ αλήθεια να πω κάτι που θα το έχω βγάλει απ’ το
μυαλό μου;» ρώτησε εκείνη ανήσυχη.
«Δεν θα το έχεις βγάλει απ’ το μυαλό σου ακριβώς» της
απάντησε. «Κτίρια καίγονται όλη την ώρα. Κανείς δεν παίρνει
στα σοβαρά τους κανονισμούς δόμησης».
«Μα…»
«Κάνε αυτό που σου λέω» της είπε επιτακτικά ο επίσκοπος.
«Αυτός ο ιερέας σπαταλάει τον χρόνο μας. Πρέπει να
επικεντρωθούμε στη συγκέντρωση χρημάτων, το ξέχασες;
Χρημάτων για τα αγαπημένα μας ζωντανά παιδιά. Αν δεχτείς
τηλεφώνημα για λεφτά, να μου το περάσεις. Όμως αυτές οι
ανοησίες περί Κάλβιν Έβανς… είναι σκέτο αδιέξοδο».
Ο Ουίλσον νόμιζε ότι παράκουσε.
«Τι… τι είπατε;»
«Ο Κάλβιν πέθανε πρόσφατα από πνευμονία» είπε κοφτά ο
επίσκοπος. «Τρομερό σοκ. Ήταν ο αγαπημένος μας εδώ».
Καθώς ύφαινε την ιστορία του, αναφέρθηκε στους καλούς
τρόπους του παιδιού, στις διακρίσεις του όσον αφορά το
μάθημα
μελέτης
της
Βίβλου,
στην
αγάπη
του
για
το
καλαμπόκι. Όσο περισσότερες λεπτομέρειες έδινε, τόσο πιο
σκυθρωπός γινόταν ο Ουίλσον. Παρασυρμένος από τη ροή της
ιστορίας του, ο επίσκοπος πήγε σε μια αρχειοθήκη για να φέρει
μια φωτογραφία. «Αυτήν θα χρησιμοποιήσω για τη δημιουργία
ενός φιλανθρωπικού ταμείου εις μνήμην» είπε δείχνοντας μια
ασπρόμαυρη φωτογραφία του αγοριού με τα χέρια στη μέση, το
σώμα ελαφρώς γερμένο μπροστά, το στόμα ορθάνοιχτο σαν να
κατσάδιαζε κάποιον. «Τη λατρεύω αυτή τη φωτογραφία. Είναι
χαρακτηριστική του Κάλβιν».
Είδε τον Ουίλσον να παρατηρεί τη φωτογραφία αμίλητος.
Περίμενε πως θα του ζητούσε κάποια απόδειξη, όμως όχι,
φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, ίσως και πένθους.
Ξαφνικά αναρωτήθηκε μήπως αυτός ο κύριος Ουίλσον δεν
ήταν ένας από καιρό χαμένος συγγενής, όπως διατεινόταν.
Σίγουρα ένα πράγμα ταίριαζε: το ύψος. Άραγε ο Κάλβιν να
ήταν ανιψιός του; Ή μήπως ήταν… γιος του; Θεούλη μου! Αν
ήταν έτσι, τότε φτηνά τη γλίτωνε ο τύπος, κι ας μην το ήξερε.
Ξεροκατάπιε κι άφησε να περάσουν μερικά ακόμα λεπτά για να
χωνέψει ο Ουίλσον το θλιβερό νέο.
«Φυσικά, θα κάνουμε δωρεά στη μνήμη του Κάλβιν» είπε
τελικά ο Ουίλσον με τρεμάμενη φωνή. «Το Ίδρυμα Πάρκερ θα
τιμήσει αυτό το μικρό αγόρι». Ξεφύσηξε δυνατά, μοιάζοντας
ξαφνικά σαν άδειο σακί, κι ύστερα έβγαλε το μπλοκ των
επιταγών του.
«Φυσικά» είπε με ύφος συμπονετικό ο επίσκοπος. «Δωρεά εις
μνήμην Κάλβιν Έβανς. Ένας ξεχωριστός φόρος τιμής για ένα
ξεχωριστό αγόρι».
«Θα επικοινωνήσω μαζί σας για τις λεπτομέρειες σχετικά με
τη
συνεχιζόμενη
χρηματοδότηση
από
μέρους
μας
του
φιλανθρωπικού ταμείου, επίσκοπε» είπε με δυσκολία ο
Ουίλσον «αλλά στο μεταξύ σας παρακαλώ να δεχτείτε αυτή την
επιταγή εκ μέρους του Ιδρύματος Πάρκερ. Σας ευχαριστούμε
για όλα όσα… κάνατε».
Ο επίσκοπος κατέβαλε προσπάθεια για να πάρει την επιταγή
χωρίς να την κοιτάξει, μόλις όμως βγήκε ο Ουίλσον από την
πόρτα, την ακούμπησε στο γραφείο του για να τη μελετήσει.
Γερή μπάζα. Και έπονταν κι άλλες, χάρη στην ιδέα του να
δημιουργήσει ένα ταμείο στη μνήμη κάποιου που δεν είχε καν
πεθάνει. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του και έπλεξε τα δάχτυλά
του πάνω στο στήθος του. Αν κάποιος ήθελε μια επιπλέον
απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, δεν χρειαζόταν να ψάξει
παραπέρα. Άγιοι Πάντες: ο τόπος όπου ο Θεός πράγματι
βοηθούσε εκείνους που βοη­θούσαν τον εαυτό τους.
Αφού άφησε τη Μάντλεν στο πάρκο, ο Γουέικλι επέστρεψε στο
γραφείο του και σήκωσε διστακτικά το ακουστικό του
τηλεφώνου. Ο μοναδικός λόγος που τηλεφωνούσε πάλι στους
Αγίους Πάντες ήταν για ν’ αποδείξει στο κοριτσάκι ότι έκανε
λάθος. Δεν λένε όλοι ψέματα. Όμως τι ειρωνεία! Έπρεπε πρώτα
να πει ψέματα ο ίδιος.
«Καλησπέρα σας» είπε με βρετανική προφορά στο άκουσμα
της γνώριμης φωνής της γραμματέως. «Θα ήθελα να μιλήσω με
κάποιον από το τμήμα δωρεών. Σκέφτομαι να κάνω μια
σημαντική δωρεά».
«Α!» έκανε πρόσχαρα η γραμματέας. «Θα σας συνδέσω
απευθείας με τον επίσκοπο».
« Έμαθα ότι θέλετε να κάνετε μια δωρεά» είπε ο ηλικιωμένος
επίσκοπος στον Γουέικλι λίγο αργότερα.
«Σωστά» απάντησε ψέματα ο Γουέικλι. «Η ενορία μου είναι
αφοσιωμένη στην αρωγή των… χμ… παιδιών» συμπλήρωσε,
φέρνοντας στον νου του το μακρουλό πρόσωπο της Μάντλεν.
«Ιδίως των ορφανών». Ήταν όμως ορφανός ο Κάλβιν Έβανς;
αναρωτήθηκε από μέσα του. Τον καιρό που αλληλογραφούσαν,
ο Κάλβιν του είχε ξεκαθαρίσει ότι ο πατέρας του ήταν
ζωντανός. ΜΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ.
Μπορούσε ακόμη να δει μπροστά του τη δήλωση με κεφαλαία
γράμματα. «Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ψάχνω το μέρος
όπου μεγάλωσε ο Κάλβιν Έβανς».
«Ο Κάλβιν Έβανς; Λυπάμαι, αλλά το όνομα δεν μου λέει
τίποτα».
Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Γουέικλι σώπασε. Ο τύπος
έλεγε
ψέματα.
Κάθε
μέρα
μιλούσε
με
ψεύτες,
τους
αναγνώριζε. Απίστευτο, δύο άνθρωποι της εκκλησίας να λένε
ψέματα ο ένας στον άλλον την ίδια στιγμή.
«Κρίμα» είπε προσεκτικά ο Γουέικλι. «Διότι η δωρεά μου
προορίζεται αποκλειστικά για το ορφανοτροφείο όπου πέρασε
την παιδική του ηλικία ο Κάλβιν Έβανς. Είμαι βέβαιος πως
κάνετε θαυμάσιο έργο, αλλά σίγουρα θα γνωρίζετε καλά πόσο
ιδιόρρυθμοι μπορούν να είναι οι δωρητές. Αγύριστα κεφάλια».
Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο επίσκοπος πίεσε τα δάχτυλά
του πάνω στα βλέφαρά του. Ναι, γνώριζε πολύ καλά πόσο ιδιόρρυθμοι
μπορούσαν να γίνουν οι δωρητές. Το Ίδρυμα Πάρκερ είχε κάνει τη
ζωή του πραγματική κόλαση, πρώτα με τα επιστημονικά βιβλία
και τις βλακείες περί κωπηλασίας, ύστερα με την υπερβολική
τους αντίδραση όταν ανακάλυψαν ότι η δωρεά τους τιμούσε
κάποιον που στην πραγματικότητα δεν ήταν… ε ναι λοιπόν,
δεν ήταν νεκρός. Και πώς το έμαθαν; Επειδή ο καλός μας ο
Κάλβιν είχε καταφέρει να νεκραναστηθεί και να εμφανιστεί στο
εξώφυλλο ενός άγνωστου περιοδικού που λεγόταν Chemistry
Today. Και δύο δευτερόλεπτα αργότερα μια γυναίκα ονόματι
Έιβερι Πάρκερ τον πήρε τηλέφωνο απειλώντας τον με εκατό
διαφορετικές μηνύσεις.
Ποια ήταν η Έιβερι Πάρκερ; Η Πάρκερ πίσω από το Ίδρυμα
Πάρκερ.
Πρώτη φορά μιλούσε μαζί της ο επίσκοπος. Μέχρι τότε
επικοινωνούσε
μόνο
με
τον
Ουίλσον,
που
τώρα
αντιλαμβανόταν πως ήταν ο εκπρόσωπος και δικηγόρος της.
Βέβαια, τώρα που το καλοσκεφτόταν, θυμόταν μια αδέξια
υπογραφή πλάι σ’ εκείνη του Ουίλσον σε κάθε έγγραφο δωρεάς
τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
«Είπατε ψέματα στο Ίδρυμα Πάρκερ» του φώναξε στο
τηλέφωνο. «Είπατε ότι ο Κάλβιν Έβανς πέθανε από πνευμονία
όταν ήταν δέκα ετών, μόνο και μόνο για να αποσπάσετε μια
δωρεά».
Εκείνος σκεφτόταν από μέσα του: Κυρία μου, ιδέα δεν έχετε πόσο
άσχημα είναι εδώ στην Άιοβα.
«Κυρία Πάρκερ» είπε με ύφος καθησυχαστικό «κατανοώ την
αναστάτωσή σας. Όμως σας ορκίζομαι πως ο Κάλβιν Έβανς που
βρισκόταν εδώ είναι πράγματι νεκρός. Αυτός που εμφανίστηκε
στο εξώφυλλο του περιοδικού έχει απλώς το ίδιο όνομα, τίποτα
παραπάνω. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο όνομα».
«Όχι» επέμεινε εκείνη. « Ήταν ο Κάλβιν. Τον αναγνώρισα
αμέσως».
«Τον είχατε ξαναδεί τον Κάλβιν λοιπόν;»
Εκείνη δίστασε.
«Ε… όχι».
«Μάλιστα…» έκανε, μ’ έναν τόνο που της έδινε να καταλάβει
ότι οι ισχυρισμοί της ήταν γελοίοι.
Δευτερόλεπτα αργότερα οι δωρεές ματαιώθηκαν διά παντός.
«Η δουλειά μας είναι δύσκολη, έτσι δεν είναι, αιδεσιμότατε
Γουέικλι;» είπε ο επίσκοπος. «Οι δωρητές ξεγλιστράνε σαν τα
ψάρια. Όμως οφείλω να είμαι ειλικρινής: τη χρεια­ζόμαστε τη
χρηματική συνδρομή σας. Ακόμα κι αν αυτός ο Κάλβιν Έβανς
δεν βρισκόταν ποτέ εδώ, έχουμε άλλα αγόρια που αξίζουν το
ίδιο».
«Είμαι βέβαιος» συμφώνησε ο Γουέικλι. «Όμως τα χέρια μου
είναι δεμένα. Μπορώ να δώσω τη δωρεά αυτή –πρόκειται για
πενήντα χιλιάδες δολάρια, αν δεν σας το ανέφερα ήδη– μόνο
εκεί που ο Κάλβιν Έβανς…»
«Μια στιγμή!» τον διέκοψε ο επίσκοπος, με την καρδιά του να
χτυπάει σαν τρελή στο άκουσμα του ποσού. «Σας παρακαλώ,
προσπαθήστε να καταλάβετε ότι πρόκειται για ζήτημα αυστηρά
προσωπικό. Δεν επιτρέπεται να δίνουμε πληροφορίες. Ακόμα
κι αν αυτό το αγόρι ζούσε εδώ, δεν επιτρέπεται να το πούμε».
«Μάλιστα… Τότε…»
Ο επίσκοπος κοίταξε το ρολόι. Σε λίγο θα άρχιζε η αγαπημένη
του εκπομπή, το Δείπνο στις έξι.
«Όχι, όχι, περιμένετε» μούγκρισε, μη θέλοντας να χάσει ούτε
τη δωρεά ούτε την εκπομπή. «Με έχετε φέρει σε αδιέξοδο.
Εντελώς μεταξύ μας λοιπόν, ναι, εδώ μεγάλωσε ο Κάλβιν
Έβανς».
«Αλήθεια;» είπε ο Γουέικλι και όρθωσε τον κορμό του. « Έχετε
αποδείξεις γι’ αυτό;»
«Φυσικά και έχω αποδείξεις!» Ο επίσκοπος, προσβεβλημένος,
άγγιξε μία μία τις ρυτίδες που του είχε κοστίσει ο Κάλβιν στο
πέρασμα των χρόνων. «Ειδάλλως γιατί να έχουμε ολόκληρο
Φιλανθρωπικό Ταμείο Εις Μνήμην Κάλβιν Έβανς;»
Ο Γουέικλι ξαφνιάστηκε.
«Ορίστε;»
«Το Φιλανθρωπικό Ταμείο Εις Μνήμην Κάλβιν Έβανς. Το
δημιουργήσαμε πριν από χρόνια για να τιμήσουμε αυτό το
αξιαγάπητο αγόρι που εξελίχτηκε σε έναν σπουδαίο χημικό.
Μπορείτε άνετα να βρείτε τις φορολογικές αποδείξεις της
ύπαρξής του. Όμως το Ίδρυμα Πάρκερ, που έκανε τις δωρεές,
επέμενε να μην το δημοσιοποιήσουμε, και φαντάζομαι πως
μαντεύετε την αιτία. Προφανώς δεν θα μπορούσαν να
χρηματοδοτούν κάθε ορφανοτροφείο που έχανε ένα παιδί».
«Που έχανε ένα παιδί;» απόρησε ο Γουέικλι. «Μα ο Έβανς
ήταν ενήλικας όταν πέθανε».
«Ν-ν-ναι» τραύλισε ο επίσκοπος. «Σωστά. Απλώς εμείς
εξακολουθούμε να αποκαλούμε τους παλιούς μας τροφίμους
“παιδιά”. Επειδή ως παιδιά τούς γνωρίσαμε. Ο Κάλβιν Έβανς,
μάλιστα, ήταν ένα θαυμάσιο αγόρι. Πανέξυπνος. Πολύ ψηλός.
Όσο για τη δωρεά που λέγαμε…»
Μερικές μέρες μετά ο Γουέικλι συναντήθηκε πάλι με τη
Μάντλεν στο πάρκο.
« Έχω και καλά και κακά νέα» της είπε. «Είχες δίκιο. Ο
μπαμπάς
σου
ήταν
στους
Αγίους
Πάντες».
Συνέχισε
μεταφέροντάς της όσα του είχε πει ο επίσκοπος: ότι ο Κάλβιν
ήταν
ένα
«θαυμάσιο
παιδί»
και
«πανέξυπνο».
«Είχαν
δημιουργήσει, μάλιστα, και ένα φιλανθρωπικό ταμείο στη
μνήμη του Κάλβιν Έβανς. Το επιβεβαίωσα στην εφορία. Το
χρηματοδοτούσε επί δεκαπέντε χρόνια περίπου το Ίδρυμα
Πάρκερ».
Η Μάντλεν συνοφρυώθηκε.
«Αλλά όχι πια;»
«Το ίδρυμα διέκοψε τη χρηματοδότηση πριν από λίγο καιρό.
Συμβαίνει αυτό κάποιες φορές. Οι προτεραιότητες αλλάζουν».
«Μα, Γουέικλι, ο μπαμπάς μου πέθανε πριν από έξι χρόνια».
«Ε και;»
«Τότε, γιατί το Ίδρυμα Πάρκερ χρηματοδοτούσε ένα ταμείο
στη μνήμη του για δεκαπέντε χρόνια; Αφού» είπε μετρώντας
με τα δάχτυλα «τα πρώτα εννιά από τα δεκαπέντε χρόνια δεν
ήταν νεκρός;».
«Α» έκανε κοκκινίζοντας ο Γουέικλι. Δεν είχε αντιληφθεί τη
χρονική ανακολουθία. «Ε λοιπόν, μπορεί να μην ξεκίνησε ως
ταμείο στη μνήμη του, Μάντλεν. Μπορεί να ήταν τιμητικό
ταμείο – άλλωστε ο επίσκοπος μου είπε ότι έγινε προς τιμήν του
μπαμπά σου».
«Κι αφού είχαν τέτοιο ταμείο, γιατί δεν το είπαν την πρώτη
φορά που τους τηλεφώνησες;»
« Ήταν ζήτημα προστασίας προσωπικών δεδομένων» της
απάντησε,
επαναλαμβάνοντας
τα
λόγια
του
επισκόπου.
Τουλάχιστον αυτό έβγαζε κάποιο νόημα. «Τα καλά νέα πάντως
είναι τα εξής: ερεύνησα λιγάκι το Ίδρυμα Πάρκερ και
διαπίστωσα ότι διοικείται από κάποιον κύριο Ουίλσον. Μένει
στη Βοστόνη». Την κοίταξε με ανυπομονησία. «Ουίλσον»
επανέλαβε. «Αλλιώς γνωστός ως “νεραϊδονονά”». Έγειρε πίσω
στο παγκάκι, περιμένοντας μια θετική αντίδραση. Όμως το
παιδί δεν μίλησε, κι έτσι εκείνος πρόσθεσε: «Πολύ καλός
άνθρωπος μου ακούγεται αυτός ο Ουίλσον».
«Παραπληροφορημένος μου φαίνεται εμένα» είπε η Μάντλεν
καθώς περιεργαζόταν ένα κακάδι. «Σαν να μην έχει διαβάσει
ποτέ τον Όλιβερ Τουίστ».
Είχε κάποιο δίκιο η Μάντλεν. Ωστόσο ο Γουέικλι είχε
αφιερώσει πολύ χρόνο στο θέμα και περίμενε ότι εκείνη θα
έδειχνε μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Ή έστω ευγνωμοσύνη. Όμως
γιατί να περιμένει κάτι τέτοιο; Κανείς δεν είχε εκφράσει ποτέ
ευγνωμοσύνη για το έργο του. Δοκιμαζόταν καθημερινά
παρηγορώντας ανθρώπους, συζητώντας για τα βάσανα και τις
δοκιμασίες τους, και το μόνο που άκουγε ήταν η ίδια
κουραστική ατάκα: Γιατί με τιμωρεί ο Θεός; Χριστέ μου! Και πού
στον διάολο να ξέρει αυτός;
«Τέλος πάντων» είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί
αποκαρδιωμένος. «Αυτά έμαθα».
Η
Μάντλεν
σταύρωσε
τα
μπράτσα
στο
στήθος
της
απογοητευμένη.
«Γουέικλι, αυτά υποτίθεται πως ήταν τα καλά νέα ή τα κακά;»
«Αυτά ήταν τα καλά νέα» είπε εκείνος με έμφαση. Είχε
ελάχιστη εμπειρία με παιδιά, κι άρχιζε να πιστεύει ότι ήθελε
ακόμα λιγότερη. «Τα μόνα κακά νέα είναι ότι, παρότι έχω τη
διεύθυνση κάποιου Ουίλσον στο Ίδρυμα Πάρκερ, είναι μια
σκέτη ταχυδρομική θυρίδα».
«Και πού είναι το πρόβλημα;»
«Οι πλούσιοι χρησιμοποιούν θυρίδες για να προστατεύο­νται
από
την
ενοχλητική
αλληλογραφία.
Είναι
κάτι
σαν
σκουπιδοτενεκέδες για γράμματα». Έχωσε το χέρι στο σακίδιό
του, κι αφού ψαχούλεψε λιγάκι, έβγαλε ένα φύλλο χαρτί. Της
το έδωσε. «Ορίστε ο αριθμός της θυρίδας. Αλλά, σε παρακαλώ,
Μάντλεν, μην έχεις πολλές ελπίδες».
«Δεν έχω ελπίδες» του εξήγησε εκείνη ενώ περιεργαζόταν τη
διεύθυνση. « Έχω πίστη».
Την κοίταξε έκπληκτος.
«Περίεργο να το λες εσύ αυτό».
«Γιατί;»
«Γιατί… Ε, ξέρεις γιατί. Η θρησκεία βασίζεται στην πίστη».
«Καταλαβαίνεις όμως» απάντησε εκείνη προσεκτικά, σαν να
μην ήθελε να τον φέρει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση, «ότι η
πίστη δεν βασίζεται στη θρησκεία. Σωστά;».
35
Η οσμή της αποτυχίας
Τ
ο πρωί της Δευτέρας στις τέσσερις και τριάντα τα
ξημερώματα η Ελίζαμπεθ έφυγε από το σπίτι της αχάραγα,
ως συνήθως, φορώντας ζεστά ρούχα, για να πάει στο
λεμβοστάσιο. Μπαίνοντας όμως στο πάρκινγκ, που κανονικά
τέτοια ώρα ήταν σχεδόν άδειο, αντιλήφθηκε πως σχεδόν όλες
οι θέσεις ήταν πιασμένες. Πρόσεξε επίσης κάτι ακόμα:
γυναίκες. Πολλές γυναίκες. Βάδιζαν προς το κτίριο μέσα στο
σκοτάδι.
«Θεέ μου!» ψιθύρισε και, φορώντας την κουκούλα της,
πέρασε ανάμεσα από τον κόσμο, ελπίζοντας να βρει τον
δόκτορα Μέισον έγκαιρα για να του δώσει εξηγήσεις. Όμως
ήταν πολύ αργά. Εκείνος καθόταν στο μακρύ τραπέζι και
μοίραζε αιτήσεις εγγραφής. Κάρφωσε πάνω της το βλέμμα του
αγέλαστος.
«Ζοτ».
«Θα αναρωτιέσαι προς τι όλα αυτά» είπε εκείνη χαμηλόφωνα.
«Μπα, όχι».
«Αυτό που συνέβη ήταν ότι, όταν κάποια από το κοινό μου
στο στούντιο μου ζήτησε να της προτείνω μια δίαιτα, εγώ της
είπα ν’ αρχίσει σωματική άσκηση. Ίσως να ανέφερα την
κωπηλασία».
« Ίσως».
«Πιθανόν».
Μια γυναίκα που στεκόταν στην ουρά στράφηκε προς τη φίλη
της.
«Αυτό που ήδη μου αρέσει στην κωπηλασία» είπε δείχνοντας
μια φωτογραφία με οκτώ άντρες σε μια λέμβο «είναι ότι την
κάνεις καθιστή».
«Για να δούμε αν αυτό θα σου φρεσκάρει κάπως τη μνήμη»
είπε ο Μέισον, δίνοντας ένα στιλό στην επόμενη γυναίκα στη
σειρά. «Πρώτα περιέγραψες την κωπηλασία λες και ήταν η
σκληρότερη μορφή τιμωρίας κι έπειτα πρότεινες να τη
δοκιμάσουν όλες οι γυναίκες της χώρας».
«Καλά, δεν νομίζω ότι τα είπα έτσι ακριβώς–»
«Κι όμως έτσι τα είπες. Το ξέρω επειδή είδα την εκπομπή σου
ενόσω περίμενα να ξεκινήσει η διαστολή μιας ασθενούς μου.
Την είδε και η γυναίκα μου. Δεν χάνει ποτέ εκπομπή σου».
«Συγγνώμη, Μέισον, ειλικρινά. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι–»
«Αλήθεια;»
την
έκοψε
εκείνος.
«Γιατί
πριν
από
δύο
εβδομάδες μια ασθενής μου αρνιόταν να σπρώξει μέχρι να
ολοκληρώσεις την εξήγηση της χημικής αντίδρασης Μαγιάρ».
Σήκωσε έκπληκτη το βλέμμα της κι έπειτα φάνηκε να το
σκέφτεται.
«Πάντως είναι μια περίπλοκη αντίδραση».
«Σ’
έπαιρνα
τηλέφωνο
από
την
Παρασκευή
για
το
συγκεκριμένο ζήτημα» της είπε με έμφαση.
Η Ελίζαμπεθ σάστισε. Πράγματι την έπαιρνε. Της είχε
τηλεφωνήσει στο στούντιο και στο σπίτι, όμως, μέσα στα
χιλιάδες πράγματα που είχε να κάνει, είχε αμελήσει να τον
πάρει πίσω.
«Συγγνώμη. Ήμουν πολύ απασχολημένη» απολογήθηκε.
«Θα μπορούσες να με βοηθήσεις να οργανώσουμε αυτό το
χάλι».
«Ναι».
«Είναι προφανές ότι δεν θα κωπηλατήσουμε σήμερα».
«Και πάλι ζητώ συγγνώμη».
«Ξέρεις τι είναι αυτό που με σκοτώνει πραγματικά;» είπε,
δείχνοντας μια γυναίκα που έκανε επιτόπου πηδηματάκια με
ταυτόχρονες εκτάσεις κι ανατάσεις. «Προσπαθώ εδώ και χρόνια
να πείσω τη γυναίκα μου να κωπηλατήσει. Όπως ξέρεις,
πιστεύω πως οι γυναίκες αντέχουν περισσότερο τον πόνο.
Ωστόσο, ό,τι κι αν έλεγα, δεν μπορούσα να την πείσω. Όμως
ήταν αρκετή μία μόνο λέξη από την Ελίζαμπεθ Ζοτ για…»
Η γυναίκα που έκανε τα πηδηματάκια σταμάτησε και ύψωσε
τους αντίχειρες προς την Ελίζαμπεθ.
«…για να έρθει τρέχοντας».
«Μάλιστα…» είπε αργά η Ελίζαμπεθ, κάνοντας ταυτόχρονα
ένα αδιόρατο επιδοκιμαστικό νεύμα προς τη γυναίκα. «Άρα
στην πραγματικότητα είσαι χαρούμενος».
«Εγώ–»
«Άρα αυτό που θέλεις πραγματικά να μου πεις είναι:
“Ευχαριστώ, Ελίζαμπεθ”».
«Όχι».
«Παρακαλώ, δόκτορα Μέισον».
«Όχι».
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε πάλι τη γυναίκα.
«Η σύζυγός σου μπαίνει στο κωπηλατικό μηχάνημα».
«Θεέ μου!» φώναξε ο Μέισον. «Μπέτσι, όχι εκεί».
Κάτι ανάλογο συνέβη και σε άλλα λεμβοστάσια σε ολόκληρη τη
χώρα. Από παντού κατέφταναν γυναίκες και σε ορισμένους
ομίλους τις παρότρυναν να γραφτούν. Όχι όμως σε όλους. Δεν
άρεσαν αυτά που έλεγε η Ελίζαμπεθ σε όλους όσοι έβλεπαν την
εκπομπή της.
«ΑΘΕΗ, ΑΠHΣΤΗ!» έγραφε ένα ανορθόγραφο πανό με μια
ζωγραφιά που θύμιζε αόριστα την Ελίζαμπεθ. Το κρατούσε μια
γυναίκα με μοχθηρή όψη που στεκόταν ακριβώς έξω από το
στούντιο του KCTV.
Ήταν η δεύτερη φορά από το πρωί που η Ελίζαμπεθ έμπαινε
σ’ ένα πάρκινγκ και το έβρισκε πιο γεμάτο απ’ ό,τι συνήθως.
«Διαδηλωτές» εξήγησε ο Ουόλτερ πλησιάζοντάς τη. «Γι’ αυτό
δεν λέμε ορισμένα πράγματα στην τηλεόραση, Ελίζαμπεθ» της
θύμισε. «Γι’ αυτό κρατάμε τις απόψεις μας για τον εαυτό μας».
«Ουόλτερ» απάντησε η Ελίζαμπεθ «η ειρηνική διαμαρτυρία
είναι μια σημαντική μορφή έκφρασης διαφωνίας».
«Αυτό το λες έκφραση διαφωνίας;» τη ρώτησε εκείνος τη
στιγμή που κάποιος φώναζε: «Να καείς στην κόλαση!».
«Επιζητούν την προσοχή» του είπε σαν να μιλούσε από
προσωπική
εμπειρία.
«Θα
το
ξεχάσουν
τελικά
και
θα
προχωρήσουν παρακάτω».
Όμως εκείνος ανησυχούσε. Η Ελίζαμπεθ δεχόταν απειλές για
τη ζωή της. Ο Ουόλτερ είχε ενημερώσει την αστυνομία και την
ασφάλεια του στούντιο. Επίσης, είχε τηλεφωνήσει στη Χάριετ
Σλόουν και της το είχε πει. Ωστόσο δεν το είχε πει στην
Ελίζαμπεθ, διότι ήξερε πως θα έπαιρνε την κατάσταση στα
χέρια της. Άλλωστε η αστυνομία ήταν πολύ καθησυχαστική.
« Ένα μάτσο ακίνδυνοι παλαβιάρηδες», έτσι του είπαν.
Κάποιες ώρες μετά, στην άλλη άκρη της πόλης, στο σαλόνι της
Ζοτ, ο Εξίμισι είχε αρχίσει επίσης να ανησυχεί. Στο τέλος της
εκπομπής της προηγούμενης ημέρας είχε παρατηρήσει ότι δεν
χειροκροτούσαν όλοι. Το ίδιο και στη σημερινή εκπομπή.
Κάποιος δεν χειροκροτούσε.
Περίμενε να βρει την ευκαιρία κάποια στιγμή που το πλάσμα
και η Χάριετ θα ήταν απασχολημένες στο εργαστήριο, και τότε
ξεγλίστρησε από την πίσω πόρτα, διέσχισε τέσσερα τετράγωνα
προς τον νότο, έπειτα δύο προς τα δυτικά, ώσπου βρήκε το
κατάλληλο σημείο κοντά σε μια ράμπα εισόδου. Όταν ένα
φορτηγό σταμάτησε πίσω από μια σειρά αυτοκινήτων έτοιμων
να βγουν στον αυτοκινητόδρομο, ο Εξίμισι πήδηξε στην
καρότσα του.
Προφανώς και ήξερε πώς να βρει το κανάλι. Όποιος είχε
διαβάσει το Απίστευτο ταξίδι της Σίλα Μπέρνφορντ καταλάβαινε
ότι το να βρίσκουν οι σκύλοι σχεδόν τα πάντα δεν είναι
καθόλου απίστευτο. Είχε εντυπωσιαστεί από εκείνη την ιστορία
που του είχε πει η Ελίζαμπεθ για τη βελόνα στ’ άχυρα – και είχε
εντυπωσιαστεί επειδή ο ίδιος δεν έβρισκε καμία δυσκολία στον
εντοπισμό μιας βελόνας στ’ άχυρα. Η μυρωδιά του ατσαλιού με
υψηλή
περιεκτικότητα
σε
άνθρακα
ήταν
απόλυτα
χαρακτηριστική.
Εν ολίγοις, δεν ήταν δύσκολο να φτάσει στο κανάλι. Να μπει
μέσα ήταν.
Καθώς περιπλανιόταν στο πάρκινγκ, ελισσόμενος ανάμεσα σε
αυτοκίνητα που οι προφυλακτήρες και τα σήματα στα καπό
τους στραφτάλιζαν στον καυτό ήλιο, αναζητούσε μια είσοδο.
«Γεια σου, σκυλάκο» είπε ένας μεγαλόσωμος άντρας με
σκούρα μπλε στολή. Στεκόταν μπροστά από μια πόρτα που
φαινόταν σημαντική. «Πού νομίζεις ότι πας;»
Ο Εξίμισι ήθελε να του πει «μέσα», να του εξηγήσει πως,
όπως κι εκείνος, με την μπλε στολή του, ήταν της ασφάλειας,
το ίδιο κι αυτός. Όμως, εφόσον οι εξηγήσεις αποκλείονταν,
αποφάσισε να παίξει θέατρο – να μιλήσει δηλαδή στη γλώσσα
της τηλεόρασης.
«Ωχ ωχ!» έκανε ο άντρας βλέποντας τον Εξίμισι να σωριάζεται
μπροστά του απολύτως πειστικά. «Περίμενε, αγόρι μου, πάω
να φέρω βοήθεια!» Χτύπησε την πόρτα ώσπου να του ανοίξει
κάποιος, σήκωσε τον Εξίμισι και τον κουβάλησε μέσα στη
δροσιά του κλιματιζόμενου κτιρίου. Ένα λεπτό αργότερα ο
σκύλος έπινε νερό σε ένα από τα μπολ που χρησιμοποιούσε για
τα μείγματά της η Ελίζαμπεθ.
Ό,τι κι αν μπορούσε κανείς να πει για τους ανθρώπους, η
ικανότητά τους για καλοσύνη ήταν εκείνο που, κατά τη γνώμη
του, τους τοποθετούσε στην κορυφή της ιεραρχίας όλων των
ειδών.
«Εξίμισι!»
Ελίζαμπεθ!
Έτρεξε κοντά της μ’ έναν τρόπο που σίγουρα δεν θα
μπορούσε να τρέξει ένας σκύλος με θερμοπληξία.
«Μα τι στο…» ψέλλισε ο άντρας με την μπλε στολή βλέποντας
το θαύμα της αιφνίδιας ανάκαμψής του.
«Πώς
ήρθες
εδώ,
Εξίμισι;»
ρώτησε
η
Ελίζαμπεθ
αγκαλιάζοντας το σκυλί. «Πώς με βρήκες; Αυτός είναι ο
σκύλος μου, Σέιμουρ» εξήγησε στον άντρα με την μπλε στολή.
«Ο Εξίμισι».
«Όχι, κυρία, πέντε και μισή είναι η ώρα, αλλά ακόμη σκάει ο
τζίτζικας εκεί έξω. Πάντως, ο σκύλος σωριάστηκε κάτω, γι’
αυτό και τον έφερα εδώ».
«Σ’ ευχαριστώ, Σέιμουρ. Σου χρωστάω χάρη. Θα ήρθε
τρέχοντας μέχρι εδώ» είπε με δυσπιστία. «Και είναι δεκαπέντε
χιλιόμετρα».
«Μπορεί να ήρθε με το κοριτσάκι σας» υπέθεσε ο Σέιμουρ.
«Κι εκείνη τη γιαγιά με την Κράισλερ. Όπως δύο εβδομάδες
πριν».
«Για μια στιγμή!» έκανε απότομα η Ελίζαμπεθ. «Τι είπες;»
«Μπορώ να σου εξηγήσω». Ο Ουόλτερ σήκωσε τα χέρια ψηλά
σαν να ήθελε ν’ αποφύγει πιθανή επίθεση.
Η Ελίζαμπεθ είχε από καιρό ξεκαθαρίσει πως η Μάντλεν δεν
θα ερχόταν ποτέ στο στούντιο. Ο ίδιος δεν μπορούσε να
καταλάβει τον λόγο. Η Αμάντα ερχόταν όλη την ώρα. Όμως
όποτε το ανέφερε η Ελίζαμπεθ, απλώς έγνεφε σαν να
καταλάβαινε και να συμφωνούσε, παρότι δεν είχε ιδέα γιατί
επέμενε τόσο, ούτε και τον ένοιαζε ιδιαίτερα.
«Είχε να κάνει μια εργασία για το σχολείο» της είπε ψέματα.
«Με θέμα “Οι γονείς στον εργασιακό τους χώρο”». Πραγματικά
δεν καταλάβαινε γιατί αισθανόταν ξαφνικά την ανάγκη να βρει
ένα άλλοθι για τη Χάριετ Σλόουν, ωστόσο ένιωθε ότι έκανε το
σωστό. «Είσαι πολύ απασχολημένη, μάλλον θα το ξέχασες».
Η Ελίζαμπεθ σάστισε. Ίσως και να το είχε ξεχάσει. Το ίδιο
ακριβώς δεν της είχε πει και ο Μέισον νωρίτερα το πρωί;
«Απλώς δεν θέλω η κόρη μου να με θεωρεί άνθρωπο της
τηλεόρασης» εξήγησε, σηκώνοντας το ένα μανίκι. «Δεν θέλω
να νομίζει ότι είμαι… ξέρεις… ότι υποδύομαι κάποιον ρόλο».
Έφερε στον νου της τον πατέρα της και η έκφρασή της
σκλήρυνε σαν πέτρα.
«Μην ανησυχείς» την καθησύχασε ο Ουόλτερ. «Κανείς δεν
πρόκειται να σκεφτεί ποτέ ότι παίζεις θέατρο».
Εκείνη έγειρε ελαφρώς μπροστά και του είπε με θέρμη:
«Σ’ ευχαριστώ».
Μπήκε η γραμματέας του κρατώντας μια μεγάλη στοίβα
γράμματα.
« Έβαλα πάνω πάνω εκείνα που απαιτούν την άμεση προσοχή
σας, κύριε Πάιν» του είπε. «Και, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε,
αλλά βρίσκεται ένας μεγάλος σκύλος στον διάδρομο».
« Ένας τι;»
«Δικός μου είναι» έσπευσε να διευκρινίσει η Ελίζαμπεθ.
«Είναι ο Εξίμισι. Χάρη σ’ αυτόν έμαθα για τη Μάντλεν και την
επίσκεψή της. Μου το είπε ο Σέιμουρ…»
Ακούγοντας το όνομά του, ο Εξίμισι σηκώθηκε και μπήκε στο
γραφείο, μυρίζοντας τον αέρα. Ουόλτερ Πάιν. Υποφέρει από χαμηλή
αυτοεκτίμηση.
Γουρλώνοντας τα μάτια, ο Ουόλτερ κόλλησε πίσω στην
καρέκλα του. Ο σκύλος ήταν πελώριος. Πήρε μια κοφτή ανάσα
κι έπειτα έστρεψε την προσοχή του στη στοίβα με τα
γράμματα, μισοακούγοντας την Ελίζαμπεθ που περιέγραφε τι
μπορούσε να κάνει αυτός ο σκύλος: να κάθεται, να μένει
ακίνητος, να φέρνει αυτό που του πετάς κι ένας Θεός ξέρει τι
άλλο. Οι άνθρωποι που έχουν σκύλους πάντα κομπάζουν δίχως
τέλος,
καμαρώνοντας
γελοιωδώς
για
τα
ασήμαντα
κατορθώματα των κατοικιδίων τους. Ωστόσο η ακατάπαυστη
φλυαρία της του πρόσφερε τον χρόνο που χρειαζόταν για να
σκεφτεί πόσο σύντομα έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Χάριετ
Σλόουν και να τη βάλει στο κόλπο για να υποστηρίξει κι εκείνη
την ιστορία του.
«Τις λες; Άλλωστε ήθελες να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο»
είπε η Ελίζαμπεθ. «Θα λειτουργήσει, πιστεύεις;»
«Γιατί όχι;» απάντησε εκείνος ευπροσήγορα, δίχως να ξέρει σε
τι συμφωνούσε.
«Τέλεια. Να ξεκινήσουμε αύριο λοιπόν;»
«Μια χαρά!»
«Γεια σας» είπε η Ελίζαμπεθ την επόμενη μέρα. «Ονομάζομαι
Ελίζαμπεθ Ζοτ και βλέπετε το Δείπνο στις έξι. Θα ήθελα να σας
συστήσω τον σκύλο μου, τον Εξίμισι. Πες γεια στον κόσμο,
Εξίμισι».
Ο Εξίμισι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και το κοινό γέλασε
και χειροκρότησε. Ο Ουόλτερ, έχοντας πληροφορηθεί μόλις
δέκα λεπτά πριν ότι όχι μόνο βρισκόταν πάλι ένας σκύλος στο
κτίριο αλλά και ότι η κομμώτρια είχε περιποιηθεί το τρίχωμά
του για να τον προετοιμάσει για τα κοντινά του, σωριάστηκε
στην καρέκλα του παραγωγού και ορκίστηκε να μην ξαναπεί
ποτέ ψέματα.
Όταν πια ο Εξίμισι έκλεισε έναν μήνα συμμετοχής στην
εκπομπή, έμοιαζε σχεδόν αδιανόητο που δεν συμμετείχε
εξαρχής. Όλοι τον λάτρευαν. Δεχόταν, μάλιστα, και γράμματα
θαυμαστών.
Το μοναδικό άτομο που εξακολουθούσε να μην ενθουσιάζεται
με την παρουσία του ήταν ο Ουόλτερ. Υπέθετε ότι αυτό
οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνος δεν ήταν «άνθρωπος των
σκύλων» – μια έννοια που και ο ίδιος δυσκολευόταν να
κατανοήσει.
«Τριάντα δευτερόλεπτα πριν ανοίξουν οι πόρτες, Ζοτ» άκουσε
τον καμεραμάν να λέει καθώς ο Εξίμισι έπαιρνε τη θέση του στ’
αριστερά του πλατό, προσπαθώντας να σκεφτεί καινούργιους
τρόπους να κερδίσει τον Ουόλτερ. Την περασμένη εβδομάδα
είχε πετάξει ένα μπαλάκι στα πόδια του προσκαλώντας τον να
παίξουν, παρότι δεν του άρεσε να του πετάνε την μπάλα και να
τη φέρνει πίσω, καθώς έβρισκε το παιχνίδι ανούσιο. Προφανώς
το ίδιο ίσχυε και για τον Ουόλτερ.
«Εντάξει, πείτε τους να περάσουν» είπε τελικά κάποιος, και
οι
πόρτες
άνοιξαν.
Οι
ευγνώμονες
θεατές,
αφήνοντας
επιφωνήματα θαυμασμού, πήραν τις θέσεις τους, με κάποιους
απ’ αυτούς να δείχνουν το μεγάλο ρολόι που έλεγε πάντα ώρα
έξι σαν να ήταν τουρίστες που αντίκριζαν το όρος Μάουντ
Ράσμορ.
«Να το» έλεγαν. «Να το ρολόι».
«Να κι ο σκύλος! Κοιτάξτε, ο Εξίμισι!»
Ο Εξίμισι δεν καταλάβαινε γιατί δεν άρεσε στην Ελίζαμπεθ
που ήταν σταρ. Σ’ εκείνον άρεσε πολύ.
Δέκα λεπτά αργότερα η Ελίζαμπεθ έλεγε:
«Η φλούδα της πατάτας αποτελείται από φελλοποιημένα
κύτταρα, που συνθέτουν το εξωτερικό στρώμα στο περιδέρμιο
του βολβού. Αποτελούν τον μηχανισμό προστασίας της
πατάτας…»
Ο Εξίμισι στεκόταν δίπλα της σαν πράκτορας των μυστικών
υπηρεσιών, σαρώνοντας με το βλέμμα του το κοινό.
«…αποδεικνύοντας ότι ακόμα και οι βολβοί αντιλαμβάνονται
πως η καλύτερη άμυνα είναι μια καλή επίθεση».
Το κοινό ήταν εκστασιασμένο, κι έτσι ο Εξίμισι μπορούσε
εύκολα να αποτυπώσει στη μνήμη του το κάθε πρόσωπο.
«Η φλούδα της πατάτας είναι γεμάτη γλυκοαλκαλοειδή»
συνέχισε η Ελίζαμπεθ «μια τοξίνη τόσο ανθεκτική, που μπορεί
να επιβιώσει και στο μαγείρεμα και στο τηγάνισμα. Ωστόσο
εγώ χρησιμοποιώ τη φλούδα όχι μόνο επειδή είναι πλούσια σε
ίνες αλλά και επειδή αποτελεί μια καθημερινή υπενθύμιση ότι
στις πατάτες, όπως και στη ζωή, ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού.
Η καλύτερη στρατηγική είναι να μη φοβάσαι τον κίνδυνο, αλλά
να τον σέβεσαι. Και μετά» πρόσθεσε παίρνοντας ένα μαχαίρι
«να τον αντιμετωπίζεις». Η κάμερα ζούμαρε καθώς εκείνη
αφαιρούσε μια φύτρα από την πατάτα. «Να αφαιρείτε πάντα
τους οφθαλμούς και τα πράσινα μέρη» συμβούλεψε το κοινό
της, καθαρίζοντας μία ακόμα πατάτα. «Εκεί υπάρχει η
μεγαλύτερη συγκέντρωση γλυκοαλκαλοειδών».
Ο
Εξίμισι
περιεργάστηκε
συγκεκριμένο
πρόσωπο.
το
Και
κοινό,
να
τη.
αναζητώντας
ένα
Εκείνη
δεν
που
χειροκροτούσε.
Η Ελίζαμπεθ ανακοίνωσε πως είχε έρθει η ώρα για διάλειμμα
και βγήκε από το πλατό. Εκείνος συνήθως την ακολουθούσε,
σήμερα όμως πήγε στο κοινό, ξεσηκώνοντας ενθουσιώδη
χειροκροτήματα και παροτρύνσεις όπως « Έλα εδώ, εδώ, αγόρι
μου!». Ο Ουόλτερ υποστήριζε πως δεν έπρεπε να το κάνει,
γιατί κάποιοι μπορεί να φοβούνταν τα σκυλιά ή να ήταν
αλλεργικοί, όμως ο Εξίμισι το συνέχιζε επειδή ήξερε ότι ήταν
σημαντικό να έρχεται σ’ επαφή με τον κόσμο κι επειδή ήθελε
να πλησιάσει αυτήν που δεν χειροκροτούσε.
Καθόταν στην άκρη της τέταρτης σειράς, με το πρόσωπό της
συσπασμένο σε μια αποδοκιμαστική έκφραση και τα χείλη της
σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Ο Εξίμισι γνώριζε καλά αυτόν
τον τύπο ανθρώπου. Καθώς άλλα άτομα που κάθονταν στην
ίδια σειρά άπλωναν το χέρι να τον χαϊδέψουν, εκείνος
σκανάρισε με το βλέμμα του τη γυναίκα σαν να της έβγαζε
ακτινογραφία. Ήταν σκληρή, αμείλικτη. Στην πραγματικότητα,
τη λυπόταν λιγάκι. Κανείς δεν μπορούσε να είναι τόσο κακός
χωρίς να έχει πέσει κι ο ίδιος θύμα ανάλογης κακίας.
Η γυναίκα με τα σφιγμένα χείλη γύρισε και τον κοίταξε με
έκφραση σκληρή. Έβαλε προσεκτικά το χέρι της στη μεγάλη
τσάντα της κι έβγαλε ένα τσιγάρο, χτυπώντας το δύο φορές
πάνω στον μηρό της.
Καπνίστρια.
Προφανώς.
Ήταν
ευρέως
γνωστό
πως
οι
άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν το εξυπνότερο είδος πάνω στη Γη,
ωστόσο ήταν το μοναδικό ζώο που συνειδητά επέλεγε να
εισπνέει κάτι καρκινογόνο. Ο Εξίμισι ετοιμάστηκε να φύγει,
αλλά ξαφνικά σταμάτησε, γιατί τον χτύπησε στη μύτη μια άλλη
μυρωδιά πέρα από τη νικοτίνη. Αμυδρή αλλά γνώριμη.
Ρουθούνισε πάλι τη στιγμή που το κουαρτέτο του Δείπνου στις έξι
άρχισε να παίζει τον σκοπό που σηματοδοτούσε την επιστροφή
της παρουσιάστριας. Κοίταξε πάλι τη βλοσυρή γυναίκα, που
απίθωσε την τσάντα της ξανά στο πάτωμα στην άκρη του
διαδρόμου. Το χέρι της έτρεμε καθώς έφερνε το τσιγάρο στα
χείλη.
Σήκωσε τη μουσούδα του ψηλά. Νιτρογλυκερίνη; Αποκλείεται.
«Γεμίστε μια μεγάλη κατσαρόλα με Η2Ο και μετά πάρτε τις
πατάτες σας…» έλεγε η Ελίζαμπεθ από το πλατό.
Ρουθούνισε ξανά. Νιτρογλυκερίνη. Αν δεν προσέξεις κατά τον
χειρισμό της, κάνει έναν τρομερό κρότο, σαν πυροτέχνημα ή –
ξεροκατάπιε φέρνοντας στον νου του τον Κάλβιν– σαν σκάσιμο
εξάτμισης.
«…και τοποθετήστε τες στην κατσαρόλα σας, σε δυνατή
φωτιά».
Βρες τη, που να πάρει! ήταν σαν να άκουγε τον χειριστή του στο
Στρατόπεδο Πέντλετον να τον προστάζει. Βρες τη τη γαμημένη τη
βόμβα!
«Το άμυλο της πατάτας, ένας υδατάνθρακας αποτελούμενος
από μόρια αμυλόζης και αμυλοπηκτίνης…»
Νιτρογλυκερίνη. Η οσμή της αποτυχίας.
«…καθώς το άμυλο αρχίζει να διασπάται…»
Η οσμή έβγαινε από την τσάντα της βλοσυρής γυναίκας.
Στο Στρατόπεδο Πέντλετον ο σκύλος έπρεπε μόνο να εντοπίσει
τη βόμβα, όχι να την απομακρύνει – η απομάκρυνση ήταν
δουλειά του χειριστή. Όμως μερικές φορές κάποιοι από τους
φιγουρατζήδες –τους γερμανικούς ποιμενικούς– έκαναν ακόμα
κι αυτό.
Παρά
τη
δροσιά
στο
στούντιο,
ο
Εξίμισι
άρχισε
να
βαριανασαίνει. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα μπροστά, όμως
τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Σταμάτησε. Το μόνο που
χρειαζόταν να κάνει, είπε από μέσα του, ήταν να παίξει το
παιχνίδι που του άρεσε λιγότερο απ’ όλα (το «Φέρε»),
εντοπίζοντας
παράλληλα
την
οσμή
που
απεχθανόταν
περισσότερο απ’ όλες: τη νιτρογλυκερίνη. Και μόνο στη σκέψη,
του ήρθε αναγούλα.
«Τι στο καλό είναι αυτό;» είπε ο Σέιμουρ Μπράουνι βλέποντας
μια γυναικεία τσάντα με χερούλι που για κάποιον λόγο ήταν
νωπό ακουμπισμένη πάνω στο τραπεζάκι του λίγο πιο μέσα
από την πόρτα. «Σίγουρα κάποια κυρία θα έχει τρελαθεί που
την έχασε». Ξεκούμπωσε την τσάντα αναζητώντας κάποια
ταυτότητα, μόλις όμως την άνοιξε, του κόπηκε η ανάσα.
Σήκωσε αμέσως το ακουστικό του τηλεφώνου του.
«Και τώρα σταθείτε με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος»
πρότεινε ένας ρεπόρτερ στον Σέιμουρ, ενώ τοποθετούσε
καινούργιο
φλας
στην
κάμερά
του.
«Πάρτε
ύφος
σκληροτράχηλο, δίνοντας το μήνυμα ότι τα έβαλαν με λάθος
άνθρωπο».
Περιέργως, ήταν ο ίδιος ρεπόρτερ, εκείνος του νεκροταφείου.
Προσπαθώντας ακόμη να βελτιώσει τη δημοσιογραφική του
καριέρα,
είχε
πρόσφατα
τοποθετήσει
παράνομα
αστυνομικό ασύρματο στο αυτοκίνητό του, και
έναν
σήμερα
επιτέλους η κίνησή του είχε αποδώσει καρπούς: κάποιος είχε
βρει μια μικρή βόμβα σε μια γυναικεία τσάντα στο στούντιο
του KCTV.
Κρατούσε σημειώσεις ενόσω ο Σέιμουρ του εξηγούσε ότι η
τσάντα είχε απλώς εμφανιστεί ξαφνικά πάνω στο τραπέζι του.
Ο ίδιος δεν είχε ιδέα πώς είχε βρεθεί εκεί. Την είχε ανοίξει για
να ψάξει για κάποια ταυτότητα, όμως έπεσε πάνω σε μερικές
μπροσούρες
που
κατηγορούσαν
την
Ελίζαμπεθ
Ζοτ
χαρακτηρίζοντάς την άθεη κομμουνίστρια, καθώς και σε δύο
δυναμίτες ενωμένους με κάτι καλώδια τόσο λεπτά, που το όλο
πράγμα έμοιαζε με ξεχαρβαλωμένο παιχνίδι.
«Μα γιατί στο καλό να θελήσει κάποιος να βάλει βόμβα στο
KCTV;»
ρώτησε
ο
ρεπόρτερ.
«Εσείς
δεν
έχετε
κυρίως
απογευματινά προγράμματα, σαπουνόπερες και παιδικά;»
« Έχουμε όλων των ειδών τις εκπομπές» είπε ο Σέιμουρ,
περνώντας το τρεμάμενο χέρι του πάνω απ’ το κεφάλι του.
«Αλλά από τότε που μια από τις παρουσιάστριές μας δήλωσε
ότι
δεν
πιστεύει
στον
Θεό
αντιμετωπίζουμε
μερικά
προβλήματα».
«Ορίστε;» έκανε με δυσπιστία ο ρεπόρτερ. «Ποια δεν πιστεύει
στον Θεό; Και τι είδους εκπομπή έχει;»
«Σέιμουρ! Σέιμουρ!» φώναξε ο Ουόλτερ Πάιν, περνώντας με
τη
συνοδεία
ενός
αστυνομικού
ανάμεσα
από
κάποιους
ανήσυχους υπαλλήλους. «Σέιμουρ, δόξα τω Θεώ, είσαι καλά!
Μ’ αυτό που έκανες… διακινδύνευσες τη ζωή σου!»
«Καλά είμαι, κύριε Πάιν» τον διαβεβαίωσε ο Σέιμουρ. «Και
δεν έκανα τίποτα. Αλήθεια».
«Κι όμως, κύριε Μπράουνι, κάνατε» είπε ο αστυνομικός,
κοιτάζοντας τις σημειώσεις
του. «Αυτή την κυρία την
παρακολουθούσαμε καιρό τώρα. Είναι σκληροπυρηνική οπαδός
του Μακάρθι, σαλεμένη για τα καλά. Εδώ και μήνες έστελνε
απειλητικά
μηνύματα».
Έκλεισε
το
σημειωματάριό
του.
«Μάλλον βαρέθηκε να την αγνοούν».
«Απειλητικά μηνύματα;» είπε ζωηρεύοντας ο ρεπόρτερ. «Και τι
εκπομπή είναι αυτή τελικά: ειδησεογραφική, πολιτική, με
συνεντεύξεις;»
«Μαγειρική» απάντησε ο Ουόλτερ.
«Αν δεν εντοπίζατε αυτή την τσάντα, κύριε Μπράουνι, η
μέρα μπορεί να τελείωνε πολύ διαφορετικά. Πώς το κάνατε;»
ρώτησε ο αστυνομικός. «Πώς της πήρατε την τσάντα χωρίς να
το καταλάβει;»
«Μα αυτό λέω σε όλους συνέχεια: δεν την πήρα εγώ» επέμεινε
ο Σέιμουρ. «Απλώς τη βρήκα στο τραπεζάκι μου».
«Παραείσαι σεμνός» του είπε ο Ουόλτερ, χτυπώντας τον
φιλικά στον ώμο.
« Έτσι είναι οι πραγματικοί ήρωες» συμφώνησε ο αστυνομικός
κουνώντας το κεφάλι.
«Ο αρχισυντάκτης μου θα ξετρελαθεί» σχολίασε ο ρεπόρτερ
ενθουσιασμένος.
Ο Εξίμισι, καθισμένος σε μια γωνιά, παρακολουθούσε από
μακριά τους άντρες, εξαντλημένος.
«Μερικές ακόμα φωτογραφίες μόνο και…» Με την άκρη του
ματιού του ο ρεπόρτερ είδε τον Εξίμισι. « Έι!» έκανε. «Κάπου
τον ξέρω αυτόν τον σκύλο. Ναι, τον ξέρω».
«Όλοι τον ξέρουν αυτόν τον σκύλο» είπε ο Σέιμουρ. «Παίζει
στην εκπομπή».
Ο ρεπόρτερ κοίταξε τον Ουόλτερ σαστισμένος.
«Μα εσείς είπατε ότι είναι εκπομπή μαγειρικής».
«Είναι».
«Και τι δουλειά έχει ένας σκύλος σε μια εκπομπή μαγειρικής;
Τι ακριβώς κάνει ο σκύλος;»
Ο Ουόλτερ δίστασε.
«Τίποτα» παραδέχτηκε. Μόλις όμως άρθρωσε αυτή τη λέξη,
ένιωσε άσχημα.
Ο Εξίμισι τον κοίταξε από την άλλη άκρη της αίθουσας. Τα
βλέμματά τους συναντήθηκαν. Μπορεί ο Ουόλτερ να μην ήταν
«άνθρωπος των σκύλων», ωστόσο αμέσως κατάλαβε πως ο
κοπρίτης είχε στεναχωρηθεί.
36
Ζωή9 και θάνατος
Σ
«πουδαία νέα!» είπε ο Ουόλτερ έναν μήνα μετά, τρέμοντας
σύγκορμος από ενθουσιασμό καθώς καθόταν στο τραπέζι
παρέα με την Ελίζαμπεθ, τη Χάριετ, τη Μάντλεν και την
Αμάντα – κάτι που είχε γίνει τακτική συνήθεια: κυριακάτικο
δείπνο στο εργαστήριο της Ελίζαμπεθ. «Τηλεφώνησαν σήμερα
από το περιοδικό Life. Θέλουν να σε κάνουν εξώφυλλο!»
«Δεν ενδιαφέρομαι» δήλωσε η Ελίζαμπεθ.
«Μα μιλάμε για το Life!»
«Θα θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες από την προσωπική μου
ζωή – πράγματα που δεν είναι δική τους δουλειά. Ξέρω πώς
λειτουργούν όλα αυτά».
«Άκου» είπε ο Ουόλτερ. «Το χρειαζόμαστε αυτό. Οι απειλές
σταμάτησαν, όμως θα μας κάνει καλό λίγη θετική προβολή».
«Όχι».
« Έχεις απορρίψει όλα τα περιοδικά, Ελίζαμπεθ. Δεν γίνεται
να συνεχίσεις έτσι».
«Θα έδινα ευχαρίστως συνέντευξη στο Chemistry Today».
«Ναι, καλά» είπε εκείνος με μια γκριμάτσα. «Τέλεια. Δεν
απευθύνεται
στο
κοινό
μας
βέβαια,
αλλά
είμαι
τόσο
απεγνωσμένος, που τους τηλεφώνησα».
«Και;» ρώτησε εκείνη γεμάτη ανυπομονησία.
«Μου είπαν ότι δεν ενδιαφέρονται να πάρουν συνέντευξη από
μια κυρία που μαγειρεύει στην τηλεόραση».
Η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε και βγήκε έξω.
«Βοήθησέ με, Χάριετ» την παρακάλεσε ο Ουόλτερ ενώ
κάθονταν οι δυο τους στο σκαλοπάτι της πίσω πόρτας μετά το
δείπνο.
«Δεν έπρεπε να την πεις τηλεμαγείρισσα».
«Το ξέρω, το ξέρω. Αλλά ούτε κι εκείνη έπρεπε να πει σε όλο
τον κόσμο ότι δεν πιστεύει στον Θεό. Ποτέ δεν θα το
ξεπεράσουμε αυτό».
Ξαφνικά άνοιξε η σήτα της πόρτας.
«Χάριετ;» διέκοψε η Αμάντα. « Έλα να παίξουμε».
«Σε λιγάκι» απάντησε εκείνη, αγκαλιάζοντας το κοριτσάκι με
το ένα της χέρι. «Φτιάξτε πρώτα ένα φρούριο με τη Μάντλεν,
και θα ’ρθω».
«Η Αμάντα σε συμπαθεί πολύ, Χάριετ» είπε ο Ουόλτερ σιγανά
καθώς
η
κόρη
του
ξανάμπαινε
τρέχοντας
στο
σπίτι.
Συγκρατήθηκε και δεν πρόσθεσε: Κι εγώ το ίδιο. Τους
τελευταίους μήνες οι συχνές επισκέψεις του στη Ζοτ είχαν ως
αποτέλεσμα να βλέπει ολοένα και περισσότερο τη Χάριετ. Κάθε
φορά που έφευγε κατέληγε να τη σκέφτεται για ώρες. Ωστόσο
ήταν παντρεμένη – αν και όχι ευτυχισμένη, σύμφωνα με την
Ελίζαμπεθ. Όμως και πάλι αποκλειόταν να έδειχνε ενδιαφέρον
για εκείνον. Και ποιος θα την κατηγορούσε άλλωστε; Ήταν
πενήντα
έξι
ετών,
έχανε
τα
μαλλιά
του,
αντιμετώπιζε
προβλήματα στη δουλειά του κι είχε ένα μικρό παιδί που
τυπικά δεν ήταν δικό του. Αν υπήρχε ένα εγχειρίδιο με τα
λιγότερο επιθυμητά χαρακτηριστικά αντρών, θα είχε σίγουρα
αυτόν στο εξώφυλλο.
«Αλήθεια;» έκανε η Χάριετ, κοκκινίζοντας στο άκουσμα του
κομπλιμέντου. Ίσιωσε το φόρεμά της νευρικά, τραβώντας το
προς τα κάτω, μέχρι τους αστραγάλους. «Θα μιλήσω στην
Ελίζαμπεθ» υποσχέθηκε. «Αλλά πρέπει πρώτα να μιλήσεις εσύ
με τον αρθρογράφο. Να του πεις ν’ αποφύγει τις προσωπικές
ερωτήσεις. Ιδίως οτιδήποτε σχετικά με τον Κάλβιν Έβανς. Να
περιοριστεί στην Ελίζαμπεθ, σε όσα έχει πετύχει εκείνη».
Η συνέντευξη κανονίστηκε για την επόμενη εβδομάδα. Ο
ρεπόρτερ, ο Φράνκλιν Ροθ, ένας βραβευμένος δημοσιογράφος,
ήταν πασίγνωστος για την ικανότητά του να κερδίζει την
εμπιστοσύνη ακόμα και των λιγότερο συνεργάσιμων αστέρων.
Καθώς γλιστρούσε στο κάθισμά του, στο κέντρο των θέσεων για
το κοινό της εκπομπή Δείπνο στις έξι, η Ελίζαμπεθ βρισκόταν
ήδη στο πλατό και ψιλόκοβε έναν μεγάλο σωρό λαχανικών.
«Πολλοί πιστεύουν πως η πρωτεΐνη προέρχεται από το κρέας,
το αυγό και το ψάρι» έλεγε «όμως η πρωτεΐνη προέρ­χεται από
τα φυτά, και τα μεγαλύτερα και πιο δυνατά ζώα στον κόσμο
τρέφονται με φυτά». Σήκωσε ψηλά ένα περιο­δικό National
Geographic που έδειχνε ένα κοπάδι ελεφάντων κι έπειτα άρχισε
να εξηγεί με άπειρες λεπτομέρειες τη μεταβολική διαδικασία
του μεγαλύτερου ζώου στον κόσμο, ζητώντας από την κάμερα
να ζουμάρει σε μια φωτογραφία με περιττώματα ελέφαντα.
«Μπορείτε κυριολεκτικά να δείτε τις ίνες» είπε χτυπώντας
εμφατικά τη φωτογραφία.
Ο Ροθ είχε δει αρκετές φορές την εκπομπή και την είχε βρει
αλλόκοτα διασκεδαστική, όμως τώρα, καθισμένος ανάμεσα στο
κοινό, μπορούσε να καταλάβει ότι ο κόσμος γύρω του –που
αποτελούνταν κατά ενενήντα οκτώ τοις εκατό από γυναίκες–
ήταν κομμάτι της ιστορίας όσο και η Ζοτ. Όλοι είχαν έρθει
εξοπλισμένοι με τετράδια και μολύβια, κάποιοι μάλιστα είχαν
και εγχειρίδια χημείας. Όλοι έδειχναν απόλυτα προσηλωμένοι,
όπως πρέπει να είναι κανείς σε μια πανεπιστημιακή παράδοση
ή στην εκκλησία αλλά σπανίως το κάνει.
Κατά
τη
διάρκεια
ενός
διαλείμματος
για
διαφημίσεις
στράφηκε στη γυναίκα δίπλα του.
«Αν
μου
επιτρέπετε»
είπε
ευγενικά,
δείχνοντας
τα
διαπιστευτήριά του, «τι σας αρέσει σ’ αυτή την εκπομπή;».
«Ότι με παίρνουν στα σοβαρά».
«Και όχι οι συνταγές;»
Τον κοίταξε επιφυλακτικά.
«Μερικές φορές σκέφτομαι» είπε εκείνη μιλώντας αργά «ότι,
αν ένας άντρας αναγκαζόταν να περάσει μία μέρα ως γυναίκα
στην Αμερική, δεν θα τα έβγαζε πέρα ούτε μέχρι το μεσημέρι».
Η γυναίκα που καθόταν στη διπλανή του θέση από την άλλη
μεριά τον σκούντηξε στο γόνατο.
«Ετοιμαστείτε για επανάσταση».
Μετά την εκπομπή πήγε στα παρασκήνια, όπου η Ζοτ του
έσφιξε το χέρι και ο σκύλος της, ο Εξίμισι, τον μύρισε σαν
μπάτσος που κάνει σωματικό έλεγχο. Ύστερα από κάποιες
σύντομες
συστάσεις,
εκείνη
κάλεσε
τον
ίδιο
και
τον
φωτογράφο του στο καμαρίνι της, όπου του μίλησε για την
εκπομπή – ή μάλλον για τη χημεία που είχε αναλύσει στην
εκπομπή. Την άκουσε ευγενικά κι έπειτα σχολίασε το
παντελόνι της, αποκαλώντας το τολμηρή επιλογή. Τον κοίταξε
ξαφνιασμένη και του έδωσε συγχαρητήρια που είχε κάνει την
ίδια τολμηρή επιλογή. Ο τόνος της ήταν ειρωνικός.
Καθώς ο φωτογράφος τραβούσε αθόρυβα φωτογραφίες, ο
δημοσιογράφος άλλαξε θέμα και σχολίασε το χτένισμά της. Η
Ελίζαμπεθ τον κοίταξε ψυχρά.
Ο φωτογράφος στράφηκε στον Ροθ ανήσυχος. Είχε λάβει την
εντολή να τραβήξει έστω και μία χαμογελαστή φωτογραφία της
Ελίζαμπεθ Ζοτ. Έκανε ένα αδιόρατο νόημα στον δημοσιογράφο
σαν να του έλεγε: Κάνε κάτι. Πες κάτι αστείο.
«Μπορώ να σας ρωτήσω για το μολύβι στα μαλλιά σας;» είπε
ο Ροθ.
«Φυσικά» απάντησε εκείνη. «Είναι ένα μολύβι νούμερο δύο.
Το δύο εκφράζει τη σκληρότητα του μολύβδου, αν και τα
μολύβια
στην
πραγματικότητα
δεν
περιέχουν
μόλυβδο,
περιέχουν γραφίτη, ένα αλλότροπο του άνθρακα».
«Όχι, εννοούσα γιατί ένα…»
« Ένα μολύβι αντί για στιλό; Επειδή, σε αντίθεση με το
μελάνι, ο γραφίτης μπορεί να σβηστεί. Οι άνθρωποι κάνουν
λάθη, κύριε Ροθ. Ένα μολύβι μάς επιτρέπει να σβήσουμε το
λάθος
μας
και
να
προχωρήσουμε
παρακάτω.
Για
τους
επιστήμονες τα λάθη είναι κάτι αναμενόμενο, και εξαιτίας
αυτού του γεγονότος αποδεχόμαστε την αποτυχία» δήλωσε η
Ελίζαμπεθ και κοίταξε αποδοκιμαστικά το στιλό του.
Ο φωτογράφος έκανε μια γκριμάτσα.
«Ακούστε» είπε ο Ροθ, κλείνοντας το σημειωματάριό του.
«Είχα την εντύπωση πως είχατε συμφωνήσει γι’ αυτή τη
συνέντευξη, όμως καταλαβαίνω πως σας το επέβαλαν. Ποτέ
δεν παίρνω συνέντευξη από κάποιον χωρίς τη θέλησή του.
Λυπάμαι ειλικρινά για την αναστάτωση».
Στράφηκε στον φωτογράφο και του έκανε νεύμα με το κεφάλι
προς την πόρτα. Είχαν φτάσει στο πάρκινγκ, όταν ο Σέιμουρ
Μπράουνι τους σταμάτησε.
«Η Ζοτ είπε να περιμένετε εδώ» τους ενημέρωσε.
Πέντε λεπτά αργότερα ο Ροθ καθόταν δίπλα στην Ελίζαμπεθ
στην παλιά μπλε Πλίμουθ της, ενώ ο σκύλος και ο φωτογράφος
είχαν εξοριστεί στο πίσω κάθισμα.
«Δεν δαγκώνει, έτσι;» ρώτησε ο φωτογράφος, κολλημένος
στο παράθυρο.
«Όλοι οι σκύλοι είναι ικανοί να δαγκώσουν» απάντησε η
Ελίζαμπεθ, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. «Όπως όλοι οι
άνθρωποι είναι ικανοί να προκαλέσουν ζημιά. Το κόλπο είναι
να συμπεριφέρεσαι συνετά, ώστε να μη χρειαστεί να γίνει
ζημιά».
«Αυτό σημαίνει ναι;» επέμεινε ο φωτογράφος, όμως εκείνη τη
στιγμή έβγαιναν στον αυτοκινητόδρομο και η ερώτησή του
χάθηκε μέσα στον βρυχηθμό της μηχανής.
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Ροθ.
«Στο εργαστήριό μου».
Όταν όμως σταμάτησαν στην εξώπορτα μιας μικρής καφετιάς
μονοκατοικίας
σε
μια
συνηθισμένη
αλλά
περιποιημένη
γειτονιά, σκέφτηκε ότι μάλλον θα είχε παρακούσει.
«Φοβάμαι πως τώρα είμαι εγώ εκείνη που σας χρωστάει μια
συγγνώμη» είπε στον Ροθ καθώς τον οδηγούσε μέσα. «Ο
φυγοκεντρωτής μου έχει χαλάσει. Ωστόσο καφέ μπορώ να σας
φτιάξω».
Και στρώθηκε στη δουλειά, με τον φωτογράφο να κλικάρει
διαρκώς. Ο Ροθ έμεινε με το στόμα ανοιχτό αντικρίζοντας έναν
χώρο που κάποτε θα πρέπει να ήταν κουζίνα. Θύμιζε κάτι
ανάμεσα σε χειρουργείο και εγκατάσταση υψηλού βιολογικού
κινδύνου.
« Έφταιξε
μια
μη
ισορροπημένη
μάζα»
του
εξήγησε,
προσθέτοντας κάτι σχετικά με τον διαχωρισμό των υγρών βάσει
της πυκνότητας καθώς του έδειχνε ένα μεγάλο ασημένιο
πράγμα. Τον φυγοκεντρωτή ίσως; Ιδέα δεν είχε ο Ροθ. Άνοιξε
πάλι το σημειωματάριό του. Εκείνη άφησε μπροστά του ένα
πιάτο με μπισκότα.
«Είναι κινναμαλδεΰδη» του εξήγησε.
Γύρισε
το
κεφάλι
του
και
είδε
τον
σκύλο
να
τον
παρακολουθεί.
«Ασυνήθιστο το όνομα “Εξίμισι” για σκύλο» είπε. «Τι
σημαίνει;»
«Τι σημαίνει;» Στράφηκε και τον κοίταξε ενώ άναβε τον λύχνο
Μπούνσεν, με το πρόσωπό της να συνοφρυώνεται, λες και δεν
καταλάβαινε γιατί ο άνθρωπος αυτός επέμενε να ρωτάει τόσο
αυτονόητα πράγματα. Έπειτα έκανε μια λεπτομερή περιγραφή
του πολιτισμού των Βαβυλωνίων, οι οποίοι βασίζονταν σε ένα
εξηνταδικό σύστημα αρίθμησης –μετρώντας δηλαδή ανά
εξήντα, εξήγησε– για τα μαθηματικά και την αστρονομία.
«Ελπίζω να σας διαφώτισα» πρόσθεσε.
Εντωμεταξύ, ο φωτογράφος, στον οποίο είχε προτείνει να
ρίξει μια ματιά τριγύρω, τη ρώτησε για το μηχάνημα που
βρισκόταν στη μέση του σαλονιού.
«Το
εργόμετρο;»
ρώτησε
εκείνη.
«Είναι
κωπηλατικό
μηχάνημα. Κωπηλατώ. Πολλές γυναίκες κωπηλατούν». Ο Ροθ
άφησε το σημειωματάριό του στο τραπέζι και τους ακολούθησε
στο διπλανό δωμάτιο, όπου η Ελίζαμπεθ τους έδειξε κάποιες
κωπηλατικές κινήσεις. «Το έργιο είναι μια μονάδα ενέργειας»
εξήγησε ενώ κινούνταν μπρος πίσω με τρόπο που φαινόταν
εξουθενωτικός, με τον φωτογράφο να τραβάει φωτογραφίες
της από διάφορες γωνίες. «Απαιτούνται πολλά έργια για να
κωπηλατήσει κανείς». Έπειτα σηκώθηκε και ο φωτογράφος
τράβηξε φωτογραφία τους κάλους στα χέρια της, πριν
επιστρέψουν όλοι στο εργαστήριο, όπου ο Ροθ βρήκε τον σκύλο
να σαλιώνει τις σημειώσεις του.
Έτσι κύλησε η συνέντευξη, εντελώς ανιαρά. Εκείνος συνέχισε
να κάνει τις ερωτήσεις του κι εκείνη απαντούσε σε όλες
ευγενικά, φιλότιμα, επιστημονικά. Με άλλα λόγια, ο Ροθ δεν
είχε τίποτα στα χέρια του.
Η Ελίζαμπεθ άφησε μπροστά του ένα φλιτζάνι καφέ. Γενικά
δεν του πολυάρεσε ο καφές –παραήταν πικρός για τα γούστα
του–, όμως εκείνη είχε μπει σε μεγάλο κόπο για να του τον
φτιάξει: φλασκιά, σωλήνες, πιπέτες, ατμοί. Από ευγένεια,
ήπιε μια γουλιά. Κι αμέσως μετά άλλη μια.
«Είναι στ’ αλήθεια καφές;» τη ρώτησε έκπληκτος.
«Μήπως θέλετε να δείτε πώς με βοηθάει ο Εξίμισι στο
εργαστήριο;»
του
πρότεινε.
Στερέωσε
κάτι
ειδικά
προστατευτικά γυαλιά στον σκύλο και μετά άρχισε να μιλάει για
τον τομέα της έρευνάς της: την αβιογένεση, όπως του είπε ότι
ονομαζόταν – έπιασε μάλιστα να του λέει τα γράμματα της
λέξης ένα ένα: α-β-ι-ο…, όμως μετά άρπαξε το σημειωματάριό
του και του την έγραψε με κεφαλαία γράμματα. Εντωμεταξύ, ο
φωτογράφος τραβούσε απανωτές φωτογραφίες τον Εξίμισι να
πατάει ένα κουμπί για να ανεβάσει και να κατεβάσει τον
απαγωγό αερίων.
«Σκέφτηκα να σας φέρω εδώ» εξήγησε στον Ροθ «επειδή θέλω
οι αναγνώστες σας να καταλάβουν ότι ουσιαστικά δεν είμαι
παρουσιάστρια τηλεοπτικής εκπομπής για τη μαγειρική, είμαι
χημικός. Για καιρό προσπαθούσα να λύσω ένα από τα
μεγαλύτερα χημικά μυστήρια της εποχής μας».
Άρχισε να εξηγεί την αβιογένεση με έκδηλο ενθουσιασμό,
χρησιμοποιώντας ακριβείς περιγραφές για να δώσει μια
ολοκληρωμένη
εικόνα.
Ήταν
πολύ
μεταδοτική,
συνειδητοποίησε ο Ροθ, έχοντας έναν τρόπο να κάνει πράγματα
βαρετά
να
μοιάζουν
συναρπαστικά.
Εκείνος
κρατούσε
λεπτομερείς σημειώσεις καθώς η Ελίζαμπεθ κουνούσε τα χέρια
της δείχνοντας διάφορα αντικείμενα στο εργαστήριό της,
αραδιάζοντας αποτελέσματα δοκιμών και τις ερμηνείες της,
ζητώντας
πάλι
φυγοκεντρωτή,
συγγνώμη
εξηγώντας
για
ότι
ένα
τον
προβληματικό
οικιακό
κύκλοτρο
αποκλειόταν, διότι οι κανονισμοί για τις κατοικημένες περιοχές
απαγόρευαν την εγκατάσταση μιας ραδιενεργούς συσκευής.
«Οι πολιτικοί μάς δυσκολεύουν τη ζωή, δεν συμφωνείτε;»
κατέληξε. «Όπως και να έχει, την προέλευση της ζωής, αυτό
αναζητούσα».
«Αλλά όχι πια;» τη ρώτησε.
«Όχι πια» του απάντησε.
Ο Ροθ στριφογύρισε στη θέση του. Ουδέποτε είχε το
παραμικρό ενδιαφέρον για τις επιστήμες, το αντικείμενό του
ήταν οι άνθρωποι. Ωστόσο με την Ελίζαμπεθ Ζοτ ήταν
αδύνατον να προχωρήσει πέρα από αυτό που έκανε για να μπει
στην ουσία τού ποια ήταν. Υπέθετε ότι υπήρχε τρόπος να το
καταφέρει, όμως ο Ουόλτερ τον είχε προειδοποιήσει ευθέως να
μην το δοκιμάσει, διότι, αν το έκανε, η συνέντευξη θα
κατέληγε άσχημα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ροθ αποφάσισε να το
ρισκάρει.
«Πείτε μου για τον Κάλβιν Έβανς» της ζήτησε.
Μόλις άκουσε το όνομα του Κάλβιν, η Ελίζαμπεθ στράφηκε
απότομα, με βλέμμα γεμάτο απογοήτευση. Κοίταξε επίμονα
τον Ροθ για κάμποση ώρα, με τον τρόπο που κοιτάζει κανείς
κάποιον ο οποίος μόλις αθέτησε μιαν υπόσχεση.
«Ενδιαφέρεστε λοιπόν περισσότερο για το έργο του Κάλβιν»
είπε ξερά.
Ο φωτογράφος κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά και
ξεφύσηξε σαν να του έλεγε: Ωραία τα κατάφερες, εξυπνάκια.
Παραδίνοντας
τα
όπλα,
τοποθέτησε
το
κάλυμμα
της
φωτογραφικής μηχανής του και ανακοίνωσε μπουχτισμένος:
«Θα περιμένω έξω».
«Δεν ενδιαφέρομαι για το έργο του» διευκρίνισε ο Ροθ. «Θέλω
να μάθω για τη σχέση σας με τον Έβανς».
«Από πού κι ως πού σας αφορά αυτό;»
Ο Ροθ ένιωσε πάλι το βάρος από το βλέμμα του σκύλου πάνω
του. Έχω εντοπίσει και σημειώσει στο μυαλό μου τη θέση της καρωτίδας
σου.
«Είναι απλώς ότι ακούγονται πολλά για τα όσα συνέβησαν
μεταξύ σας».
«Ακούγονται πολλά…»
«Ξέρω πως εκείνος προερχόταν από εύπορο περιβάλλον –ήταν
κωπηλάτης, φοίτησε στο Κέμπριτζ– κι ότι εσείς…» –έριξε μια
ματιά στις σημειώσεις του– «…κάνατε το μεταπτυχιακό σας στο
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Αν και πρόσεξα ότι δεν πήρατε
το βασικό σας πτυχίο αποκεί. Πού σπουδάζατε πριν; Επίσης,
έμαθα πως σας απέλυσαν από το Χέιστινγκς».
«Ελέγξατε, βλέπω, τα διαπιστευτήριά μου».
«Είναι κομμάτι της δουλειάς μου».
«Θα ελέγξατε και του Κάλβιν, τότε».
«Λοιπόν, όχι, δεν χρειάστηκε να το κάνω. Ήταν τόσο
διάσημος, που…»
Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι μ’ έναν τρόπο που τον
ανησύχησε.
«Δεσποινίς Ζοτ» έσπευσε να συμπληρώσει «είστε κι εσείς
πολύ διάσημη…».
«Η φήμη δεν μ’ ενδιαφέρει».
«Μην αφήνετε τον κόσμο να λέει την ιστορία σας όπως θέλει,
δεσποινίς Ζοτ» την προειδοποίησε ο Ροθ. «Θα διαστρεβλώσει
την αλήθεια».
«Το ίδιο κάνουν και οι δημοσιογράφοι» παρατήρησε εκείνη
και κάθισε στο σκαμπό δίπλα του. Για μια στιγμή φάνηκε
έτοιμη να συνεργαστεί, όμως το ξανασκέφτηκε κι έστρεψε την
προσοχή της στον τοίχο.
Έμειναν έτσι καθισμένοι αρκετή ώρα – τόση, που ο καφές
κρύωσε και ακόμα κι οι χτύποι του ρολογιού στον καρπό της
φάνηκαν να χάνουν τον ρυθμό τους. Απέξω ακούστηκε μια
κόρνα και μια γυναίκα φώναξε: «Σ’ το έχω πει χίλιες φορές…».
Αν υπάρχει ένα κλισέ στη δημοσιογραφία, είναι σίγουρα το
εξής: μόνο όταν ο ρεπόρτερ σταματάει να ρωτάει, αρχίζει ο
συνεντευξιαζόμενος να μιλάει. Ο Ροθ το ήξερε καλά, ωστόσο
δεν έμενε γι’ αυτό σιωπηλός, αλλά επειδή ξαφνικά μισούσε τον
εαυτό του. Τον είχαν προειδοποιήσει να μην ξεπεράσει το
συγκεκριμένο όριο, κι όμως το έκανε. Κέρδισε πρώτα την
εμπιστοσύνη της και στη συνέχεια την ποδοπάτησε. Ένιωθε
την ανάγκη να απολογηθεί, αλλά, ως γραφιάς, ήξερε καλά ότι
δεν υπήρχαν λέξεις για να το κάνει. Συνήθως έτσι είναι όταν
κανείς μετανιώνει πραγματικά για κάτι.
Ξαφνικά ακούστηκε το ουρλιαχτό μιας σειρήνας κι εκείνη
τινάχτηκε σαν τρομαγμένο ελάφι.
Η Ελίζαμπεθ έσκυψε μπροστά και άνοιξε το σημειωματάριό
του.
«Θέλετε να μάθετε για τον Κάλβιν κι εμένα;» του είπε
απότομα. Και μετά άρχισε να του παραθέτει το μόνο πράγμα
που δεν πρέπει κανείς ποτέ να λέει σ’ έναν δημοσιογράφο: τη
γυμνή, απόλυτη αλήθεια. Κι εκείνος ούτε που ήξερε τι να την
κάνει.
9 Η λέξη «ζωή» αναφέρεται ταυτόχρονα και στην επωνυμία του γνωστού περιοδικού
Life και γράφεται και στο πρωτότυπο κείμενο με πλάγια γραφή προκειμένου να
τονιστεί η διπλή έννοιά της. (Σ.τ.Μ.)
37
Ξεπούλημα
Η
Ελίζαμπεθ Ζοτ είναι αναμφίβολα ο πιο επιδραστικός και ευφυής
άνθρωπος στην τηλεόραση σήμερα, έγραψε καθισμένος στη
θέση 21C στο αεροπλάνο της επιστροφής στη Νέα Υόρκη.
Σταμάτησε και παρήγγειλε ένα ακόμα ουίσκι με νερό,
χαζεύοντας το κενό απέξω. Έγραφε ωραία κι ήταν καλός
ρεπόρτερ, και ο συνδυασμός αυτών των ικανοτήτων του, μαζί
με μια γενναία ποσότητα αλκοόλ, σήμαινε πως θα κατέληγε σε
κάτι καλό – ή έτσι έλπιζε. Η ιστορία της δεν ήταν χαρούμενη,
και στη δουλειά του αυτό συνήθως αποδεικνυόταν καλό. Όμως
στην προκειμένη περίπτωση και με αυτήν τη γυναίκα…
Χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι μπροστά
του. Οι ρεπόρτερ ακολουθούν έναν βασικό κανόνα: στέκονται
πάντα στο κέντρο, αμερόληπτοι και μακριά από συναισθήματα.
Να
όμως
που
τώρα
έκλινε
προς
το
ένα
μέρος,
και
συγκεκριμένα προς το δικό της, εντελώς απρόθυμος να δει
οποιαδήποτε άλλη πλευρά. Ο Ροθ μετακινήθηκε νευρικά στη
θέση του και κατέβασε το ποτό του μονοκοπανιά.
Να πάρει η ευχή. Είχε μιλήσει με πολλούς άλλους: με τον
Ουόλτερ Πάιν, με τη Χάριετ Σλόουν, με κάποιους από το
Χέιστινγκς, καθώς και με όλα τα μέλη της εκπομπής. Μέχρι
που είχε αποκτήσει και πρόσβαση στο παιδί, τη Μάντλεν, που
περιφερόταν στο εργαστήριο διαβάζοντας – άραγε να διάβαζε
πράγματι το Η βουή και η μανία; Βέβαια, στο κοριτσάκι δεν έκανε
καμία ερώτηση, επειδή δεν το έβρισκε σωστό, αλλά κι επειδή
τον εμπόδιζε ο σκύλος, μπαίνοντας διαρκώς ανάμεσά τους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή που η Ελίζαμπεθ περιποιόταν ένα
κοψιματάκι στο πόδι της Μάντλεν, ο Εξίμισι γύρισε προς το
μέρος του και του έδειξε τα δόντια του.
Όμως, ό,τι κι αν είχαν πει όλοι οι άλλοι, τα δικά της λόγια
ήταν αυτά που θα έμεναν χαραγμένα στο μυαλό του για μια
ζωή.
«Ο Κάλβιν κι εγώ ήμασταν αδελφές ψυχές». Έτσι είχε ξεκινήσει
η Ελίζαμπεθ.
Κι ύστερα συνέχισε περιγράφοντας τα συναισθήματά της γι’
αυτόν τον παράξενο, κυκλοθυμικό άντρα με μια ένταση που
τον έκανε να τα χάσει.
«Δεν χρειάζεται να είσαι ειδήμονας στη χημεία για να
εκτιμήσεις τη σπανιότητα της σχέσης μας» του είπε. «Ο Κάλβιν
κι εγώ δεν έτυχε απλώς να συναντηθούμε, πέσαμε ο ένας πάνω
στον άλλον. Κυριολεκτικά. Στο φουαγέ ενός θεάτρου. Έκανε
εμετό πάνω μου. Σίγουρα θα γνωρίζετε τη θεωρία της Μεγάλης
Έκρηξης;»
Συνέχισε να μιλάει για τη σχέση τους χρησιμοποιώντας λέξεις
όπως «διόγκωση», «πυκνότητα», «θερμότητα», τονίζοντας ότι
το υπόστρωμα του πάθους τους ήταν ο αμοιβαίος σεβασμός
του ενός για τις ικανότητες του άλλου.
«Ξέρετε πόσο ασυνήθιστο και εξαιρετικό είναι αυτό;» είπε.
« Ένας άντρας να αντιμετωπίζει το έργο της ερωμένης του
εξίσου σοβαρά με το δικό του;»
Ο Ροθ πήρε μια κοφτή ανάσα.
«Προφανώς είμαι χημικός, κύριε Ροθ» του είπε. «Πράγμα που
επιφανειακά εξηγεί γιατί ο Κάλβιν ενδιαφερόταν για την
έρευνά μου. Όμως έχω δουλέψει με πολλούς άλλους χημικούς,
και κανείς τους δεν πίστευε ότι βρισκόμουν εκεί που έπρεπε.
Εκτός από τον Κάλβιν και έναν ακόμα». Το βλέμμα της
αγρίεψε. «Ο άλλος είναι ο δόκτωρ Ντονάτι, ο διευθυντής του
Τμήματος Χημείας στο Χέιστινγκς. Εκείνος ήξερε όχι μόνο ότι
ανήκα εκεί αλλά και ότι βρισκόμουν σε καλό δρόμο για μια
σημαντική ανακάλυψη. Η αλήθεια είναι ότι έκλεψε την έρευνά
μου. Τη δημοσίευσε και την παρουσίασε ως δική του».
Ο Ροθ γούρλωσε τα μάτια.
«Την ίδια μέρα παραιτήθηκα».
«Γιατί δεν το καταγγείλατε στο έντυπο όπου έγινε η
δημοσίευση;» ρώτησε. «Γιατί δεν απαιτήσατε να σας δοθούν τα
εύσημα;»
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε τον Ροθ σαν να ερχόταν από άλλον
πλανήτη.
«Υποθέτω ότι αστειεύεστε».
Ο Ροθ ένιωσε ντροπή. Φυσικά. Ποιος θα πίστευε τον λόγο
μιας γυναίκας έναντι του άντρα που ήταν επικεφαλής ενός
ολόκληρου τμήματος; Κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής, όφειλε
να παραδεχτεί ότι ούτε ο ίδιος ήξερε ποιον θα πίστευε.
«Ερωτεύτηκα τον Κάλβιν» συνέχισε η Ελίζαμπεθ «επειδή ήταν
έξυπνος και καλός, αλλά κι επειδή ήταν ο πρώτος άντρας που
με πήρε στα σοβαρά. Φανταστείτε να έπαιρναν όλοι οι άντρες
στα σοβαρά τις γυναίκες! Η εκπαίδευση θα άλλαζε. Θα ερχόταν
επανάσταση στους εργασιακούς χώρους. Οι σύμβουλοι γάμου
θα έμεναν χωρίς δουλειά. Με καταλαβαίνετε;»
Την καταλάβαινε, αν και πραγματικά δεν θα ήθελε. Η
γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει πρόσφατα λέγοντάς του ότι
δεν σεβόταν τη δουλειά της ως νοικοκυράς και μητέρας. Μα το
να είσαι νοικοκυρά και μητέρα δεν είναι δουλειά, σωστά;
Μάλλον ρόλος περισσότερο. Πάντως, η γυναίκα του τον
άφησε.
«Γι’ αυτό θέλησα να χρησιμοποιήσω το Δείπνο στις έξι για να
διδάξω χημεία. Διότι, όταν οι γυναίκες κατανοούν τη χημεία,
αρχίζουν να κατανοούν πώς λειτουργούν τα πράγματα».
Ο Ροθ φάνηκε να σαστίζει.
«Αναφέρομαι στα άτομα και στα μόρια, Ροθ» του εξήγησε.
«Στους πραγματικούς κανόνες που διέπουν τον κόσμο της
ύλης. Όταν οι γυναίκες κατανοήσουν αυτές τις βασικές
έννοιες, θ’ αρχίσουν να βλέπουν τα λανθασμένα όρια που τους
έχουν τεθεί».
«Από τους άντρες, εννοείτε;»
«Εννοώ, από πολιτισμικές και θρησκευτικές πολιτικές που
επιφυλάσσουν για τον άντρα τον αποκλειστικό ηγετικό ρόλο,
πράγμα εξαιρετικά αφύσικο. Ακόμα και μια στοιχειώδης
κατανόηση της χημείας αποκαλύπτει τους κινδύνους αυτής της
τόσο μονόπλευρης προσέγγισης».
«Λοιπόν» είπε ο Ροθ, συνειδητοποιώντας ότι ποτέ πριν δεν
είχε δει έτσι τα πράγματα, «συμφωνώ ότι η κοινωνία έχει πολλά
περιθώρια βελτίωσης, όμως όσον αφορά τη θρησκεία, τείνω να
πιστεύω ότι μας κάνει ταπεινούς και μας διδάσκει τη θέση μας
στον κόσμο».
«Αλήθεια;» απόρησε η Ελίζαμπεθ. «Εγώ νομίζω ότι απλώς
μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας. Νομίζω πως μας
μαθαίνει ότι τίποτα δεν είναι δικό μας λάθος, ότι κάτι ή
κάποιος άλλος κινεί τα νήματα, ότι τελικά δεν φταίμε εμείς για
την πορεία των πραγμάτων, ότι για να τα βελτιώ­σουμε πρέπει
να προσευχόμαστε. Ενώ η αλήθεια είναι ότι είμαστε οι
αποκλειστικοί υπεύθυνοι για όλα τα κακά στον κόσμο. Και
έχουμε τη δύναμη να τα διορθώσουμε».
«Δεν φαντάζομαι να εννοείτε ότι οι άνθρωποι μπορούν να
διορθώσουν το σύμπαν;»
«Μπορούμε να διορθώσουμε εμάς, κύριε Ροθ, τα λάθη μας. Η
φύση λειτουργεί σε ένα υψηλότερο διανοητικό επίπεδο.
Μπορούμε
να
μάθουμε
περισσότερα,
να
προχωρήσουμε
παραπέρα, αλλά για να το πετύχουμε πρέπει ν’ ανοίξουμε τις
πόρτες μας. Πάρα πολλά λαμπρά μυαλά μένουν μακριά από
την
επιστημονική
έρευνα
εξαιτίας
ανόητων
διακρίσεων
βασισμένων στο φύλο και στη φυλή. Με εξοργίζει, και θα
έπρεπε να εξοργίζει κι εσάς. Η επιστήμη έχει να αντιμετωπίσει
μεγάλα προβλήματα: λιμούς, ασθένειες, εξαφάνιση ειδών. Κι
εκείνοι
που
σκόπιμα
χρησιμοποιώντας
κλείνουν
βολικές,
την
πόρτα
ξεπερασμένες
σε
άλλους
πολιτισμικές
αντιλήψεις δεν είναι μόνο ανέντιμοι, είναι και εν γνώσει τους
τεμπέληδες. Το Ίδρυμα Ερευνών Χέιστινγκς είναι γεμάτο από
τέτοιους».
Ο Ροθ σταμάτησε να γράφει. Κάτι του θύμιζε αυτό. Ο ίδιος
εργαζόταν σ’ ένα αξιόλογο περιοδικό, ωστόσο ο καινούργιος
αρχισυντάκτης του είχε έρθει από τον Hollywood Reporter, μια
παλιοφυλλάδα, και ο Ροθ, παρά το Πούλιτζερ που είχε
κερδίσει, έπρεπε τώρα να δίνει αναφορά σ’ έναν τύπο που
αναφερόταν στις ειδήσεις με τη λέξη «βρόμα» και επέμενε τα
«άπλυτα» των εμπλεκόμενων να αποτελούν σημαντικό μέρος
κάθε ιστορίας. Η δημοσιογραφία είναι μια επιχείρηση που έχει στόχο το
κέρδος! του υπενθύμιζε συνεχώς το αφεντικό του. Ο κόσμος τη
θέλει τη βρομιά!
«Είμαι άθεη, κύριε Ροθ» είπε μ’ έναν ανεπαίσθητο στεναγμό.
« Ή μάλλον ανθρωπίστρια. Όμως οφείλω να παραδεχτώ ότι
υπάρχουν μέρες που το ανθρώπινο είδος μού προκαλεί
αναγούλα».
Σηκώθηκε όρθια, μάζεψε τα φλιτζάνια και τα άφησε κοντά
στον σταθμό πλύσης οφθαλμών. Ο Ροθ αποκόμισε την
εντύπωση ότι η συνέντευξη είχε λάβει τέλος, όμως τότε εκείνη
γύρισε πάλι προς το μέρος του.
«Όσον αφορά το βασικό μου πτυχίο» είπε «δεν έχω, ούτε
ισχυρίστηκα ποτέ ότι είχα. Η εισαγωγή μου στο μεταπτυχιακό
πρόγραμμα του Μέγερς βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στην
προσωπική μου μελέτη. Όσο για τον ίδιο τον Μέγερς…». Η
φωνή της πήρε έναν μεταλλικό τόνο καθώς αφαιρούσε το
μολύβι από τα μαλλιά της. «Πρέπει να σας πω κάτι». Και του
αφηγήθηκε όλη την ιστορία, εξηγώντας του ότι είχε αναγκαστεί
να φύγει από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος
Άντζελες επειδή, όταν οι άνδρες βιάζουν γυναίκες, προτιμούν
αυτές οι γυναίκες να κρατάνε το στόμα τους κλειστό.
Ο Ροθ ξεροκατάπιε.
«Τώρα, αναφορικά με το παρελθόν μου…» συνέχισε. «Με
μεγάλωσε ο αδερφός μου. Εκείνος μου έμαθε να διαβάζω,
εκείνος μου έδειξε τα θαύματα που κρύβουν οι βιβλιοθήκες,
εκείνος προσπάθησε να με προστατέψει από την παραδοπιστία
των
γονιών
μου.
Την
ημέρα
που
βρήκαμε
τον
Τζον
κρεμασμένο από το δοκάρι της αποθήκης, ο πατέρας μου δεν
περίμενε καν να έρθει η αστυνομία. Δεν ήθελε ν’ αργήσει για
την παράστασή του». Ο πατέρας της, όπως του εξήγησε, ήταν
ένας καταστροφολόγος σόουμαν που εξέτιε ποινή φυλάκισης
είκοσι πέντε ετών επειδή είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους ενώ
εκτελούσε ένα από τα θαύματά του – το αληθινό θαύμα ήταν
ότι δεν είχε σκοτώσει περισσότερους. Όσο για τη μητέρα της,
είχε να τη δει πάνω από δώδεκα χρόνια. Ζούσε τη ζωή της στη
Βραζιλία
με
την
καινούργια
της
οικογένεια.
Καθώς
η
φοροδιαφυγή αποδεικνυόταν μια ισόβια δέσμευση.
«Νομίζω όμως ότι η παιδική ηλικία του Κάλβιν τα ξεπερνάει
όλα». Και μίλησε για τον θάνατο των γονιών του κι έπειτα της
θείας του, που τον οδήγησε σ’ ένα καθολικό ορφανοτροφείο,
όπου βίωσε την κακοποίηση στα χέρια ιερέων, ώσπου
μεγάλωσε αρκετά για να μπορέσει να βάλει ένα τέλος. Είχε βρει
το παλιό του ημερολόγιο χωμένο μέσα στις κούτες που είχαν
κλέψει με τη Φρασκ. Παρότι οι παιδικές καλικαντζούρες του
ήταν σε κάποια σημεία αδύνατο να διαβαστούν, η θλίψη ήταν
διάχυτη παντού.
Εκείνο που δεν είπε στον Ροθ ήταν πως στις σελίδες του
ημερολογίου του είχε ανακαλύψει την αιτία της μνησικακίας
του. Βρίσκομαι εδώ ενώ δεν θα έπρεπε, έγραφε, σαν να υπονοούσε
ότι υπήρχε άλλη εναλλακτική. Και ποτέ μα ποτέ δεν θα συγχωρήσω
αυτόν τον άντρα. Εκείνον. Ποτέ. Ποτέ όσο ζω. Έχοντας διαβάσει την
αλληλογραφία του με τον Γουέικλι, είχε καταλάβει ότι εκείνος
ήταν ο πατέρας που έλπιζε να είναι νεκρός. Εκείνος τον οποίο
είχε υποσχεθεί να μισεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Και
κράτησε την υπόσχεσή του.
Ο Ροθ χαμήλωσε το βλέμμα στο τραπέζι. Τα δικά του παιδικά
χρόνια ήταν μια χαρά: δύο γονείς, καμία αυτοκτονία, καμία
δολοφονία, ούτε καν κάποιο ύποπτο άγγιγμα από τον παπά της
ενορίας του. Και παρ’ όλα αυτά έβρισκε συνεχώς λόγους για να
παραπονιέται. Μα ποιο ήταν το πρόβλημά του τελικά; Ήταν
πολύ κακή η συνήθεια των ανθρώπων να αδιαφορούν για τα
προβλήματα και τις τραγωδίες των άλλων, αλλά και η συνήθεια
να μην εκτιμούν αυτά που έχουν. Ή είχαν. Πόσο πολύ του
έλειπε τώρα η γυναίκα του!
«Όσο για τον θάνατο του Κάλβιν» συνέχισε η Ελίζαμπεθ
«είμαι εκατό τοις εκατό υπεύθυνη». Ο Ροθ έγινε κάτωχρος
ακούγοντάς τη να περιγράφει το ατύχημα, το λουρί και τις
σειρήνες, καθώς και την απόφασή της να μην περιορίσει ποτέ
ξανά κανέναν, σε καμία περίπτωση. Όπως το έβλεπε εκείνη, ο
θάνατός του είχε φέρει μια σειρά από άλλες αποτυχίες:
τυφλωμένη από θυμό μετά την ανακάλυψη της απάτης του
Ντονάτι, είχε εγκαταλείψει την έρευνά της· μες στην αγωνία
της να βοηθήσει την κόρη της να αισθανθεί πως ανήκε κάπου,
την είχε γράψει σ’ ένα σχολείο όπου σίγουρα δεν είχε μπορέσει
να ενσωματωθεί· και, το χειρότερο απ’ όλα, η ίδια είχε γίνει
αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, καταλήγοντας να δίνει
παραστάσεις σαν τον πατέρα της. Α, και εξαιτίας της είχε
πάθει καρδιακή προσβολή ο Φιλ Λέμπενσμαλ. «Αν και το
τελευταίο δεν το θεωρώ αποτυχία» πρόσθεσε.
«Τι λέγατε τόση ώρα οι δυο σας εκεί μέσα;» τον ρώτησε ο
φωτογράφος καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο. « Έχασα τίποτα
σημαντικό;»
«Τίποτα» είπε ψέματα ο Ροθ.
Πριν μπει στο ταξί, είχε ήδη αποφασίσει πως δεν θα
αποκάλυπτε ποτέ όσα είχε μάθει. Θα παρέδιδε το άρθρο του
έγκαιρα, περιλαμβάνοντας τα εντελώς απαραίτητα κι ούτε λέξη
παραπάνω. Θα έγραφε πολλά χωρίς να λέει στην ουσία τίποτα.
Θα μιλούσε για εκείνη, όμως δεν θα την πρόδιδε. Με άλλα
λόγια, θα ήταν συνεπής προς την προθεσμία του, πράγμα που
στη δημοσιογραφία ισοδυναμούσε με το ενενήντα εννέα τοις
εκατό της δουλειάς.
Παρά τα όσα λέει η Ελίζαμπεθ Ζοτ, το Δείπνο στις έξι δεν είναι απλώς
μια εισαγωγή στη χημεία, έγραψε τη μέρα εκείνη στο αεροπλάνο.
Είναι ένα τριαντάλεπτο μάθημα ζωής, πέντε ημέρες την εβδομάδα. Όχι για
το ποιοι είμαστε ή από τι είμαστε φτιαγμένοι, αλλά για το τι είμαστε ικανοί
να γίνουμε.
Αντί για προσωπικές πληροφορίες, έγραψε μια περιγραφή της
αβιογένεσης
έκτασης
δύο
χιλιάδων
λέξεων,
που
την
ακολούθησε ένα κομμάτι πεντακοσίων λέξεων για τον τρόπο
που μεταβολίζει την τροφή ο ελέφαντας.
«Δεν είναι λαβράκι αυτό!» εξανέστη ο αρχισυντάκτης του
αφού διάβασε το προσχέδιο. «Πού είναι τα άπλυτα της Ζοτ;»
«Δεν είχε άπλυτα» απάντησε ο Ροθ.
Μόλις δύο μήνες μετά, να τη στο εξώφυλλο του Life, με τα
μπράτσα διπλωμένα στο στήθος, με ένα αδιόρατο μειδίαμα και
με έναν τίτλο που έλεγε: «Γιατί τρώμε ό,τι μας σερβίρει». Το
εξασέλιδο άρθρο περιλάμβανε δεκαπέντε φωτογραφίες της
Ελίζαμπεθ εν δράσει: στην εκπομπή, στο εργόμετρο, στο
μακιγιάζ, χαϊδεύοντας τον Εξίμισι, κουβεντιάζοντας με τον
Ουόλτερ Πάιν, διορθώνοντας το χτένισμά της. Ξεκινούσε με
τον ισχυρισμό του Ροθ ότι η Ελίζαμπεθ είναι ο πιο ευφυής
άνθρωπος στην τηλεόραση σήμερα, μόνο που ο αρχισυντάκτης
είχε αντικαταστήσει το “ευφυής” με το “ελκυστικός”. Συνέχιζε
με μια σύντομη περιγραφή των πιο επιτυχημένων επεισοδίων:
εκείνων με τον πυροσβεστήρα, με τα δηλητηριώδη μανιτάρια,
με τη δήλωση της αθεΐας της και πολλών άλλων. Για να κλείσει
με την παρατήρηση ότι η εκπομπή της ήταν ένα μάθημα ζωής.
Κι όλα τα υπόλοιπα;
«Είναι ο άγγελος του θανάτου» ήταν η δήλωση που κατάφερε
να αποσπάσει ένας φιλόδοξος εκπαιδευόμενος ρεπόρτερ από
τον πατέρα της Ζοτ κατά το επισκεπτήριο στις φυλακές Σινγκ
Σινγκ. «Σπορά του διαβόλου. Κι είναι και ψηλομύτα».
Ο ίδιος ρεπόρτερ κατόρθωσε να πάρει κι ένα σχόλιο από τον
δόκτορα Μέγερς στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος
Άντζελες, ο οποίος περιέγραψε τη Ζοτ ως μια «εντελώς άχρωμη
φοιτήτρια που περισσότερο ενδιαφερόταν για τους άντρες παρά
για τα μόρια», προσθέτοντας ότι δεν ήταν τόσο όμορφη από
κοντά όσο στην τηλεόραση.
«Ποια;» ρώτησε ο Ντονάτι όταν ο ρεπόρτερ πρωτοανέφερε
την πρόσληψη της Ζοτ. «Ζοτ; Α, μια στιγμή, εννοείτε τη
Λιμπιστή Λίζι; Έτσι τη λέγαμε, Λιμπιστή» εξήγησε «κι εκείνη
διαμαρτυρόταν με τον τρόπο που έχουν οι γυναίκες όταν στην
πραγματικότητα δεν διαμαρτύρονται». Χαμογέλασε και, ως
απόδειξη των ισχυρισμών του, έφερε την παλιά εργαστηριακή
ποδιά της Ελίζαμπεθ, που είχε ακόμη πάνω τα αρχικά της: Ε.Ζ.
« Ήταν σπουδαία τεχνικός εργαστηρίου η Λιμπιστή Λίζι μας –
αυτή είναι μια θέση που έχουμε για ανθρώπους οι οποίοι
θέλουν ν’ ασχοληθούν με την επιστήμη, αλλά δεν διαθέτουν το
μυαλό».
Η τελευταία δήλωση ήταν από την κυρία Μάντφορντ. «Η
θέση των γυναικών είναι στο σπίτι, και το γεγονός ότι η
Ελίζαμπεθ Ζοτ δεν βρίσκεται στο σπίτι έχει σοβαρές αρνητικές
επιπτώσεις στην ευημερία του παιδιού της. Συχνά υπερβάλλει
για τις ικανότητες της κόρης της, κι αυτό είναι το πρώτο
σημάδι ενός γονιού που τον απασχολεί ιδιαίτερα το κύρος του.
Φυσικά, όταν η κόρη της ήταν μαθήτριά μου, δούλεψα πολύ
σκληρά για να τη βοηθήσω». Η δήλωση της Μάντφορντ
συνοδεύτηκε, φυσικά, από το οικογενειακό δέντρο της
Μάντλεν. «Ψέματα!» είχε γράψει στην κορυφή της σελίδας η
Μάντφορντ. «Επικοινωνήστε μαζί μου!»
Απ’ όλα όσα δημοσιεύτηκαν στο άρθρο τη μεγαλύτερη ζημιά
την έκανε το δέντρο. Επειδή σε αυτό η Μάντλεν είχε
συμπεριλάβει όχι μόνο τον Ουόλτερ ως συγγενή –με τους
αναγνώστες να υποθέτουν κατευθείαν πως η Ελίζαμπεθ
κοιμόταν με τον παραγωγό της– αλλά και διάφορες ζωγραφιές
που έδειχναν έναν παππού με τη ριγέ στολή της φυλακής, μια
γιαγιά να τρώει ταμάλες στη Βραζιλία, έναν μεγάλο σκύλο να
διαβάζει κάποιο βιβλίο με ήρωα έναν σκύλο, ένα βελανίδι με
τη λέξη «νεραϊδονονά» πάνω του, μια γυναίκα με το όνομα
Χάριετ να δηλητηριάζει τον άντρα της, την επιτύμβια πλάκα
ενός νεκρού πατέρα, ένα παιδί με μια θηλιά γύρω από τον
λαιμό του, καθώς και κάποιους νεφελώδεις δεσμούς με τη
Νεφερτίτη, τη Σοτζούρνερ Τρουθ και την Αμέλια Έρχαρτ.
Το περιοδικό ξεπούλησε μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις
ώρες.
38
Μπράουνι
ΙΟΥΛΙΟΣ 1961
Κ
άποιοι λένε ότι δεν υπάρχει κακή δημοσιότητα, και στην
προκειμένη περίπτωση έχουν δίκιο. Η δημοτικότητα του
Δείπνου στις έξι εκτοξεύτηκε.
«Ελίζαμπεθ» είπε ο Ουόλτερ καθώς εκείνη έπαιρνε θέση
απέναντί του στο γραφείο του εντελώς ανέκφραστη. «Ξέρω ότι
αναστατώθηκες με το άρθρο, όλοι μας αναστατωθήκαμε. Αλλά
ας δούμε τη θετική πλευρά. Οι διαφημιζόμενοι συρρέουν
κοπαδιαστά. Αρκετές εταιρείες μάς ικετεύουν να φτιάξουν
ολοκαίνουργιες
σειρές
προϊόντων
με
το
όνομά
σου:
κατσαρόλες, μαχαίρια, κάθε λογής πράγματα!»
Σούφρωσε τα χείλη της μ’ έναν τρόπο που προμήνυε
μπελάδες.
«Μέχρι και η Mattel μάς έστειλε προτάσεις για ένα
κοριτσίστικο σετ εξοπλισμού χημείας–»
«Σετ εξοπλισμού χημείας;» επανέλαβε και σαν να ζωήρεψε
λίγο.
«Σε
παρακαλώ,
μην
ξεχνάς
ότι
πρόκειται
απλώς
για
προτάσεις» είπε εκείνος προσεκτικά, δείχνοντάς της τα σχετικά
έγγραφα. «Είμαι σίγουρος ότι–»
«“Κορίτσια!”» διάβασε εκείνη δυνατά. «“Φτιάξτε το δικό σας
άρωμα… με τη βοήθεια της επιστήμης!” Θεούλη μου, Ουόλτερ!
Και ροζ κουτί; Πάρ’ τους τηλέφωνο αμέσως, θέλω να τους πω
πού να τα βάλουν τα πλαστικά φιαλίδιά τους».
«Ελίζαμπεθ» προσπάθησε να την ηρεμήσει ο Ουόλτερ «δεν
χρειάζεται να λέμε ναι σε όλα, αλλά εδώ υπάρχουν μερικές
σοβαρές προοπτικές για ισόβια οικονομική εξασφάλιση. Όχι
μόνο για εμάς τους ίδιους αλλά και για τα κορίτσια μας. Δεν
πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας».
«Δεν έχουμε να κάνουμε με σκέψη, Ουόλτερ, αλλά με
μάρκετινγκ».
«Κύριε Πάιν» τους διέκοψε μια γραμματέας. «Ο κύριος Ροθ
στη γραμμή δύο».
«Μην απαντήσεις!» τον προειδοποίησε η Ελίζαμπεθ, με την
έκφρασή
της
να
μαρτυρά
πόσο
είχε
πληγωθεί
που
κακολογήθηκε έτσι.
«Γεια σας» είπε η Ελίζαμπεθ μερικές εβδομάδες μετά.
«Ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ και βλέπετε το Δείπνο στις έξι».
Στεκόταν πίσω από μια σανίδα κοπής, με μια σειρά από
λαχανικά σε εντυπωσιακά χρώματα απλωμένα μπροστά της.
«Στο αποψινό μας δείπνο θα έχει την τιμητική της η μελιτζάνα»
είπε, σηκώνοντας το μαβί λαχανικό ψηλά. « Ή βαζάνι, όπως
είναι γνωστή σε άλλα μέρη του κόσμου. Η μελιτζάνα έχει
εξαιρετικά υψηλή θρεπτική αξία, αλλά μπορεί να πικρίζει
κάπως επειδή περιέχει φαινόλες. Για να εξαλείψουμε αυτή την
πίκρα, την…» Σταμάτησε ξαφνικά, στριφογυρίζοντας στα χέρια
της τη μελιτζάνα λες και κάτι στο όλο θέμα δεν την
ικανοποιούσε. «Επιτρέψτε μου να αναδιατυπώσω: για να
αντιμετωπίσουμε την τάση της μελιτζάνας να πικρίζει…»
Σταμάτησε πάλι, ξεφύσηξε δυνατά και άφησε τη μελιτζάνα
στην άκρη. «Ξεχάστε το» είπε. «Αρκετά πικρή είναι η ζωή
ούτως ή άλλως». Στράφηκε απότομα πίσω της, άνοιξε ένα
ντουλάπι κι έβγαλε αποκεί κάποια άλλα υλικά. «Αλλαγή
σχεδίου» ανακοίνωσε. «Θα φτιάξουμε μπράουνι».
Η Μάντλεν ξάπλωσε μπρούμυτα μπροστά στην τηλεόραση με
τα πόδια στον αέρα.
«Πάλι μπράουνι θα φάμε σήμερα, Χάριετ. Πέντε μέρες στη
σειρά».
«Όταν έχω τις μαύρες μου, φτιάχνω μπράουνι» παραδέχτηκε
η Ελίζαμπεθ. «Δεν προσπαθώ να ισχυριστώ ότι η σακχαρόζη
είναι ένα συστατικό απαραίτητο για την ευημερία μας, όμως
εγώ προσωπικά νιώθω καλύτερα όταν την τρώω. Ας αρχίσουμε
λοιπόν».
«Μάντλεν, πρέπει να πεταχτώ για λίγο έξω, εντάξει;» είπε η
Χάριετ την ώρα που μιλούσε η Ελίζαμπεθ στην τηλεόραση,
φρεσκάροντας το κραγιόν της και δίνοντας όγκο στα μαλλιά
της. «Μην ανοίξεις την πόρτα, μην απαντήσεις στο τηλέφωνο
και μη βγεις από το σπίτι. Θα έχω γυρίσει πριν επιστρέψει η
μαμά σου. Κατάλαβες; Μάντλεν, με ακούς;»
«Τι;»
«Τα λέμε σε λίγο». Η πόρτα έκλεισε πίσω της.
«Τα μπράουνι είναι καλύτερα όταν φτιάχνονται είτε με
υψηλής ποιότητας κακάο σε σκόνη είτε με άγλυκη σοκολάτα
ζαχαροπλαστικής»
συνέχισε
η
Ελίζαμπεθ.
«Προσωπικά,
προτιμώ το ολλανδικό κακάο. Είναι εξαιρετικά πλούσιο σε
πολυφαινόλες, οι οποίες, όπως γνωρίζετε, προστατεύουν το
σώμα από οξειδωτικά μέσα…»
Η Μάντλεν παρακολουθούσε προσεκτικά καθώς η μητέρα της
αναμείγνυε τη σκόνη κακάο με το λιωμένο βούτυρο και τη
ζάχαρη, ανακατεύοντας με την ξύλινη κουτάλα με τόση
ένταση, που το μπολ έμοιαζε να κινδυνεύει να γίνει κομμάτια.
Όταν κυκλοφόρησε το Life, η Μάντλεν είχε νιώσει πολύ
περήφανη. Η μαμά της εξώφυλλο! Πριν προλάβει όμως να
διαβάσει το άρθρο, η μητέρα της έχωσε όλα τα αντίτυπα –μαζί
και της Χάριετ– σε μια σακούλα σκουπιδιών και τα πέταξε. «Δεν
πρόκειται να επιτρέψω να διαβάσεις ένα κάρο ψέματα» είπε
στη Μάντλεν. «Κατάλαβες; Σε καμία περίπτωση».
Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά. Όμως την επόμενη μέρα
πήγε κατευθείαν στη βιβλιοθήκη και διάβασε απνευστί το
άρθρο, με το δάχτυλό της να οδηγεί το βλέμμα της στις
αράδες. «Όχι» έλεγε κάθε τόσο πνιγμένη από την αγανάκτηση.
«Όχι, όχι, όχι». Δάκρυα κύλησαν σε μια φωτογραφία που
έδειχνε τη μητέρα της να φτιάχνει τα μαλλιά της λες και δεν
έκανε τίποτε άλλο όλη μέρα. «Η μαμά μου είναι επιστήμονας.
Χημικός».
Έστρεψε την προσοχή της πάλι στην τηλεόραση, όπου η μητέρα
της έσπαγε καρύδια. «Τα καρύδια περιέχουν ασυνήθιστα
υψηλά επίπεδα βιταμίνης Ε, με τη μορφή γ-τοκοφερόλης»
έλεγε. «Που αποδεδειγμένα προστατεύει την καρδιά». Αν και ο
τρόπος με τον οποίο συνέχιζε να τα σπάει μαρτυρούσε πως τα
καρύδια δεν θα βοηθούσαν καθόλου στη ζημιά που είχε
υποστεί η δική της καρδιά.
Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι και η Μάντλεν αναπήδησε. Η
Χάριετ δεν την άφηνε ν’ ανοίγει την πόρτα, όμως εκείνη τη
στιγμή έλειπε. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο, περιμένοντας
να δει έναν ξένο, αλλά είδε τον Γουέικλι.
«Μάντλεν» είπε ο αιδεσιμότατος Γουέικλι μόλις του άνοιξε.
«Ανησύχησα πάρα πολύ».
Από την τηλεόραση η Ελίζαμπεθ Ζοτ εξηγούσε πώς ο αέρας
μεταφέρεται στις τραχιές επιφάνειες των κρυστάλλων της
ζάχαρης κι έπειτα περικλείεται από μια λεπτή στρώση λίπους,
δημιουργώντας αφρό. «Όταν προσθέσω τα αυγά, η πρωτεΐνη
του αυγού δεν θα αφήσει τις φυσαλίδες αυτές του αέρα να
σκάσουν λόγω της θερμότητας». Και, ακουμπώντας στον
πάγκο το μπολ, πρόσθεσε: «Θα επιστρέψουμε μετά το
διάλειμμα».
«Ελπίζω να μην πειράζει που πέρασα αποδώ» είπε ο Γουέικλι.
«Σκέφτηκα ότι θα σ’ έβρισκα στο σπίτι την ώρα της εκπομπής
της μητέρας σου. Μα φτιάχνει στ’ αλήθεια μπράουνι για
βραδινό;»
«Είχε μια άσχημη μέρα».
«Ναι, αυτό το άρθρο στο περιοδικό Life… Καταλαβαίνω. Πού
είναι η νταντά σου;»
«Η Χάριετ θα γυρίσει σε λιγάκι». Και κάπως διστακτικά,
επειδή γνώριζε πως μάλλον δεν έπρεπε, τον ρώτησε: «Γουέι-­
κλι, θέλεις να μείνεις για φαγητό;».
Ο
ιερέας
παρέμεινε
σιωπηλός.
Αν
οι
άσχημες
μέρες
υπαγόρευαν το καθημερινό μενού, τότε εκείνος θα έπρεπε να
τρώει μπράουνι σε κάθε γεύμα για μια ζωή.
«Δεν μου αρέσει που ήρθα έτσι απρόσκλητος, Μάντλεν.
Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά. Νιώθω απαίσια που
δεν κατάφερα να σε βοηθήσω περισσότερο με το οικογενειακό
σου δέντρο, αν και είμαι περήφανος γι’ αυτό που έκανες.
Σκιαγράφησες την οικογένειά σου με ξεκάθαρες, ειλικρινείς
πινελιές. Η οικογένεια είναι πολύ περισσότερα από απλή
βιολογία».
«Το ξέρω».
Κοίταξε γύρω το μικρό δωμάτιο που ήταν γεμάτο βιβλία και
το βλέμμα του καρφώθηκε στο εργόμετρο.
«Α, να το!» είπε με δέος. «Το κωπηλατικό μηχάνημα. Το είδα
στο περιοδικό. Ο πατέρας σου ήταν πολύ επιδέξιος».
«Κι η μαμά μου είναι πολύ επιδέξια» τον διαβεβαίωσε.
«Μετέτρεψε την κουζίνα μας σε…»
Πριν όμως προλάβει να του δείξει το εργαστήριο, η Ελίζαμπεθ
επέστρεψε για ν’ ανακοινώσει ότι το διάλειμμα είχε τελειώσει.
« Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν στη μαγειρική» είπε
καθώς πρόσθετε το αλεύρι «είναι η εγγενής χρησιμότητά της.
Όταν φτιάχνουμε φαγητό, δεν δημιουργούμε απλώς κάτι
νόστιμο για να φάμε, δημιουργούμε κάτι που παρέχει ενέργεια
στα κύτταρά μας, κάτι που μας κρατάει στη ζωή. Διαφέρει
πολύ απ’ αυτό που δημιουργούν κάποιοι άλλοι. Όπως, για
παράδειγμα…» –έκανε μια μικρή παύση κι έπειτα κοίταξε την
κάμερα με ύφος αγριεμένο– «…τα περιοδικά».
«Η καημένη η μητέρα σου!» είπε ο Γουέικλι, κουνώντας το
κεφάλι.
Και τότε η πίσω πόρτα άνοιξε απότομα.
«Χάριετ;» φώναξε η Μάντλεν.
«Όχι, γλυκιά μου, εγώ είμαι» ακούστηκε μια κουρασμένη
φωνή. «Γύρισα νωρίτερα».
Ο Γουέικλι πάγωσε.
«Η μαμά σου;»
Δεν ήταν προετοιμασμένος να συναντήσει την Ελίζαμπεθ Ζοτ.
Του ήταν αρκετό που βρισκόταν στο σπίτι όπου κάποτε ζούσε ο
Κάλβιν, αλλά να συναντήσει ξαφνικά τη γυναίκα που δεν είχε
καταφέρει να παρηγορήσει στην κηδεία του Έβανς; Τη διάσημη
άθεη τηλεπαρουσιάστρια; Το άτομο που κοσμούσε το τελευταίο
εξώφυλλο του Life; Όχι. Έπρεπε να φύγει αμέσως, προτού
εκείνη δει έναν ενήλικα με τη μικρή της κόρη σ’ ένα κατά τ’
άλλα άδειο σπίτι. Θεέ μου! Μα πού το είχε το μυαλό του; Πόσο
άσχημο θα φαινόταν όλο αυτό…
«Αντίο»
σφύριξε
στη
Μάντλεν,
πηγαίνοντας
προς
την
εξώπορτα.
Πριν όμως προλάβει να την ανοίξει, βρέθηκε στο πλευρό του
ο Εξίμισι.
Γουέικλι!
«Μάντλεν;» φώναξε η Ελίζαμπεθ, αφήνοντας τις τσάντες της
στο εργαστήριο και προχωρώντας προς το σαλόνι. «Πού
είναι…» άρχισε να λέει κι έπειτα σώπασε. «Ω!» έκανε και
συνοφρυώθηκε αντικρίζοντας έκπληκτη έναν άντρα με κολάρο
κληρικού να πιάνει το πόμολο της εξώπορτάς της.
«Γεια σου, μαμάκα» είπε η Μάντλεν, προσπαθώντας να φανεί
χαλαρή. «Αυτός είναι ο Γουέικλι. Είναι φίλος μου».
«Αιδεσιμότατος
Γουέικλι»
συστήθηκε
εκείνος,
αφήνοντας
διστακτικά το πόμολο της πόρτας κι απλώνοντας το χέρι. «Από
την Πρώτη Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Λυπάμαι πολύ για την
ενόχληση, κυρία Ζοτ» έσπευσε να συμπληρώσει. «Πάρα μα
πάρα πολύ. Θα είστε σίγουρα πολύ κουρασμένη ύστερα από
μια τόσο κοπιαστική μέρα. Η Μάντλεν κι εγώ γνωριστήκαμε
πριν από λίγο καιρό στη βιβλιοθήκη, και έχει δίκιο, είμαστε
φίλοι… ναι… και μόλις έφευγα».
«Ο Γουέικλι με βοήθησε με το οικογενειακό δέντρο».
«Απαράδεκτη εργασία!» σχολίασε εκείνος. «Πέρα για πέρα
λάθος. Με βρίσκουν απόλυτα αντίθετο οι εργασίες που
εισχωρούν σε προσωπικά οικογενειακά ζητήματα. Αλλά όχι,
πρακτικά δεν βοήθησα καθόλου. Μακάρι να είχα βοηθήσει. Ο
Κάλβιν Έβανς άσκησε τεράστια επιρροή στη ζωή μου, το έργο
του… Εμ, μπορεί να φανεί περίεργο δεδομένης της δουλειάς
που κάνω, αλλά ήμουν θαυμαστής του – ή και οπαδός, θα
έλεγα. Ο Έβανς κι εγώ ήμασταν…» Έκανε μια παύση. «Και πάλι
λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας, είμαι βέβαιος πως δεν…»
Ο Γουέικλι καταλάβαινε ότι τα λόγια του έβγαιναν ορμητικά
και ανεξέλεγκτα σαν ποταμός που ξεχειλίζει. Όσο φλυαρούσε
ακατάληπτα τόσο περισσότερο η Ελίζαμπεθ Ζοτ τον κοιτούσε
με ένα ύφος που τον τρόμαζε.
«Πού είναι η Χάριετ;» ρώτησε απευθυνόμενη στη Μάντλεν.
«Σε δουλειές».
Από την τηλεόραση η Ελίζαμπεθ Ζοτ είπε: «Μου μένει χρόνος
για μια δυο ερωτήσεις».
«Είστε στ’ αλήθεια χημικός;» ρώτησε κάποιος. «Γιατί στο
περιοδικό Life έλεγε…»
«Ναι, είμαι» πέταξε εκείνη τραχιά. « Έχει κανείς καμιά
πραγματική ερώτηση;»
Στο σαλόνι της η Ελίζαμπεθ έμοιαζε πανικόβλητη.
«Κλείσε αμέσως την τηλεόραση» είπε. Προτού όμως προλάβει
να πατήσει το κουμπί, μια γυναίκα από το κοινό στο στούντιο
έκανε μια αδιάκριτη ερώτηση:
«Αληθεύει ότι το παιδί σας είναι νόθο;».
Ο Γουέικλι έκανε δύο βήματα προς την τηλεόραση και την
έκλεισε.
«Αγνόησέ το αυτό, Μάντλεν» τη συμβούλεψε. «Ο κόσμος
κατακλύζεται από άγνοια». Έπειτα κοίταξε γύρω του σαν να
ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν είχε αφήσει κάτι πίσω του και
πρόσθεσε: «Πολύ λυπάμαι για την ενόχληση».
Μόλις όμως έκανε ν’ αγγίξει πάλι το πόμολο, η Ελίζαμπεθ Ζοτ
τον έπιασε από το μανίκι.
«Αιδεσιμότατε Γουέικλι» του είπε με την πιο θλιμμένη φωνή
που είχε ακούσει ποτέ εκείνος. « Έχουμε ξανασυναντηθεί».
«Δεν μου το είχες πει αυτό!» τον επέπληξε η Μάντλεν,
παίρνοντας και δεύτερο μπράουνι. «Γιατί δεν μου είπες ότι
ήσουν στην κηδεία του μπαμπά μου;»
«Επειδή δεν ήμουν παρά ένας κομπάρσος» απάντησε ο
Γουέικλι. «Θαύμαζα πάρα πολύ τον μπαμπά σου, αυτό όμως
δεν σημαίνει ότι τον ήξερα. Ήθελα να φανώ χρήσιμος, έλπιζα
πως θα έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις για να βοηθήσω τη μαμά
σου να αντιμετωπίσει την απώλειά της, αλλά απέτυχα. Βλέπεις,
δεν είχα συναντήσει ποτέ τον μπαμπά σου, ωστόσο ένιωθα πως
τον καταλάβαινα. Υποθέτω πως αυτό πρέπει ν’ ακούστηκε
κάπως πομπώδες» είπε γυρνώντας προς την Ελίζαμπεθ.
«Συγγνώμη».
Κατά τη διάρκεια του δείπνου η Ελίζαμπεθ είχε μιλήσει
ελάχιστα, όμως η εξομολόγηση του Γουέικλι φάνηκε να την
αγγίζει με κάποιον αόριστο τρόπο. Έγνεψε καταφατικά.
«Μάντλεν» είπε «νόθο είναι ένα παιδί που γεννιέται εκτός
γάμου. Σημαίνει ότι ο μπαμπάς σου κι εγώ δεν ήμασταν
παντρεμένοι».
«Ξέρω τι σημαίνει. Απλώς δεν ξέρω γιατί γίνεται ολόκληρο
θέμα».
«Ολόκληρο θέμα το κάνουν μόνο οι πολύ ανόητοι» επενέβη ο
Γουέικλι. «Όλη μέρα συζητάω με ανόητους, τους γνωρίζω πολύ
καλά. Ως ιερέας, έλπιζα να βάλω κάποιο φρένο σε αυτού του
είδους την ανοησία, να κάνω τους ανθρώπους να δουν ότι οι
πράξεις τους προκαλούν τόσον περιττό… Τέλος πάντων, η
μητέρα σου έχει απόλυτο δίκιο σ’ αυτά που λέει στο άρθρο: ότι
η κοινωνία μας βασίζεται κυρίως σε μύθους, ότι η κουλτούρα
μας, η θρησκεία και η πολιτική μας τείνουν να διαστρεβλώνουν
την αλήθεια. Ένας από τους μύθους είναι κι αυτός για τα νόθα
παιδιά. Μη δίνεις καμία σημασία σ’ αυτή τη λέξη και σε όποιον
τη χρησιμοποιεί».
Η Ελίζαμπεθ σήκωσε έκπληκτη το βλέμμα.
«Αυτά δεν δημοσιεύτηκαν στο άρθρο του Life».
«Ποια;»
«Το σημείο για τους μύθους. Για τη διαστρέβλωση της
αλήθειας».
Τότε ήρθε η σειρά του να δείξει έκπληξη.
«Σωστά, δεν δημοσιεύτηκαν στο Life. Αλλά στου Ροθ το
καινούργιο…» Τότε κοίταξε τη Μάντλεν λες και μόλις εκείνη τη
στιγμή είχε θυμηθεί γιατί είχε περάσει από το σπίτι της.
«Θεούλη μου!»
Έσκυψε κι έβγαλε έναν ασφράγιστο υπόλευκο φάκελο από το
σακίδιό του και τον άφησε μπροστά στην Ελίζαμπεθ. Τρεις
λέξεις ήταν γραμμένες στην μπροστινή πλευρά: Ελίζαμπεθ Ζοτ.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ.
«Μαμά» έσπευσε να πει η Μάντλεν. «Ο κύριος Ροθ ήρθε εδώ
πριν από μερικές μέρες. Δεν άνοιξα την πόρτα, επειδή δεν μ’
αφήνεις να ανοίγω, αλλά κι επειδή ήταν ο Ροθ, και η Χάριετ
λέει ότι ο Ροθ είναι o Εχθρός Νούμερο Ένα». Σώπασε και
έσκυψε
το
κεφάλι.
«Διάβασα
το
άρθρο
του
στο
Life»
παραδέχτηκε. «Ξέρω ότι μου είπες να μην το διαβάσω, όμως το
διάβασα, και ήταν απαίσιο. Επίσης, δεν ξέρω πού βρήκε ο Ροθ
το οικογενειακό μου δέντρο, αλλά το βρήκε, και φταίω εγώ,
και…» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
«Γλυκιά μου» είπε η Ελίζαμπεθ, χαμηλώνοντας τον τόνο της
φωνής της όπως έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της. «Όχι,
φυσικά και δεν φταις εσύ, για τίποτε απ’ όλα αυτά δεν φταις
εσύ. Εσύ δεν έκανες τίποτα κακό».
«Κι όμως, έκανα» είπε πνιγμένη στ’ αναφιλητά η Μάντλεν
καθώς η μητέρα της χάιδευε τα μαλλιά της. «Αυτό» εξήγησε,
δείχνοντας τον υπόλευκο φάκελο που είχε αφήσει στο τραπέζι
ο ιερέας, «αυτό είναι από τον Ροθ. Το είχε αφήσει στο κατώφλι
και το άνοιξα. Και, παρότι έγραφε “προσωπικό”, το διάβασα.
Και μετά το έδωσα στον Γουέικλι».
«Μάντλεν,
γιατί
να
κάνεις
τέτοιο…»
μουρμούρισε
η
Ελίζαμπεθ, όμως ξαφνικά σώπασε και κοίταξε τον Γουέικλι
ανήσυχη. «Για μια στιγμή, το διαβάσατε κι εσείς;»
«Δεν ήμουν εκεί όταν πέρασε η Μάντλεν να το αφήσει»
εξήγησε ο Γουέικλι «αλλά η δακτυλογράφος μου μου είπε ότι
είχε έρθει κι ότι ήταν πολύ αναστατωμένη. Έτσι, το ομολογώ,
διάβασα το άρθρο. Μάλιστα, το διάβασε και η δακτυλογράφος
μου…».
«Θεέ μου!» ξέσπασε η Ελίζαμπεθ. «Μα τι πρόβλημα έχετε
όλοι σας; Δεν σημαίνει τίποτα πια η λέξη “προσωπικό”;»
Άρπαξε απότομα τον φάκελο από το τραπέζι.
«Όμως, Μάντλεν» συνέχισε ο Γουέικλι, παραβλέποντας το
ξέσπασμα της Ελίζαμπεθ, «γιατί αναστατώθηκες τόσο; Ο
κύριος Ροθ προσπαθεί να διορθώσει τα πράγματα. Τουλάχιστον
εκείνος έγραψε την αλήθεια».
«Την αλήθεια; Ποια αλήθεια;» είπε η Ελίζαμπεθ. «Αυτός ο
άνθρωπος δεν έχει ιδέα από…» Όμως, μόλις έβαλε το χέρι της
στον φάκελο και έβγαλε τα περιεχόμενά του, σώπασε. «Γιατί το
μυαλό τους μετράει» ήταν ο τίτλος του καινούργιου άρθρου.
Ήταν ένα προσχέδιο, δεν είχε δημοσιευτεί ακόμη. Κάτω από
τον
τίτλο
υπήρχε
μια
φωτογραφία
της
Ελίζαμπεθ
στο
εργαστήριό της, με τον Εξίμισι στο πλευρό της φορώντας τα
προστατευτικά γυαλιά του. Γύρω της ένα φωτογραφικό κολάζ
με γυναίκες επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο στα εργαστήριά
τους. Κι ο υπότιτλος: «Η μεροληψία της επιστήμης και πώς την
αντιμετωπίζουν αυτές οι γυναίκες».
Ένα σημείωμα ήταν πιασμένο με συνδετήρα στο άρθρο.
Συγγνώμη, Ζοτ. Παραιτήθηκα από το Life. Ακόμη προσπαθώ να βγάλω
στο φως την αλήθεια – όχι ότι θέλει να την ακούσει κανείς. Δέχτηκα ήδη
απόρριψη από δέκα επιστημονικά περιοδικά. Φεύγω για να καλύψω ένα
θέμα σε εξέλιξη σε κάποιο μέρος που λέγεται Βιετνάμ. Δικός σου, Φ.Ρ.
Η Ελίζαμπεθ διάβασε το καινούργιο άρθρο κρατώντας την
ανάσα της. Ήταν όλα εκεί: οι στόχοι της, τα πειράματά της.
Και αυτές οι άλλες γυναίκες και το έργο τους… οι μάχες τους
την ενδυνάμωναν, η πρόοδός τους την ενέπνεε.
Ωστόσο η Μάντλεν έκλαιγε απαρηγόρητη.
«Γλυκιά
μου»
της
είπε.
«Δεν
καταλαβαίνω.
Γιατί
σε
αναστάτωσε τόσο αυτό; Ο κύριος Ροθ έκανε τη δουλειά του.
Είναι ένα καλό άρθρο. Δεν σου έχω θυμώσει. Χαίρομαι που το
διάβασες. Έγραψε κάτι αληθινό για μένα και γι’ αυτές τις
γυναίκες, και ειλικρινά ελπίζω να δημοσιευτεί. Κάπου».
Κοίταξε πάλι το σημείωμα. Είχε ήδη απορριφθεί από δέκα
επιστημονικά περιοδικά; Μα σοβαρά τώρα;
«Το ξέρω» απάντησε η Μάντλεν, σκουπίζοντας τη μύτη με το
χέρι της. «Αλλά γι’ αυτό στεναχωριέμαι, μαμά. Επειδή ανήκεις
σε κάποιο εργαστήριο. Κι αντί να είσαι εκεί, φτιάχνεις φαγητά
στην τηλεόραση, και… και… γι’ αυτό φταίω εγώ».
«Όχι» της είπε γλυκά η Ελίζαμπεθ. «Δεν είναι αλήθεια αυτό.
Κάθε γονιός πρέπει να βγάζει χρήματα. Έτσι είναι οι ενήλικες».
«Όμως δεν δουλεύεις σε εργαστήριο εξαιτίας μου…»
«Όχι, ούτε αυτό είναι αλήθεια».
«Ναι, είναι. Μου το είπε η δακτυλογράφος του Γουέικλι».
Η Ελίζαμπεθ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Χριστούλη μου!» αναφώνησε ο Γουέικλι, φέρνοντας το χέρι
στο στόμα του.
«Τι;» έκανε η Ελίζαμπεθ. «Ποια είναι αυτή η δακτυλογράφος
σας;»
«Νομίζω πως τη γνωρίζετε» απάντησε ο Γουέικλι.
«Άκουσέ με, Μάντλεν» είπε εκείνη. «Πολύ προσεκτικά.
Εξακολουθώ να είμαι χημικός. Χημικός στην τηλεόραση».
«Όχι» είπε θλιμμένα η Μάντλεν. «Όχι, δεν είσαι».
39
Αξιότιμοι κύριοι
Δ
ύο μέρες πριν, η δεσποινίς Φρασκ είχε πάρει φόρα.
Συνήθως δακτυλογραφούσε περίπου εκατόν σαράντα
πέντε λέξεις το λεπτό –γρήγορα, όπως και να το πάρει κανείς–,
όμως το παγκόσμιο ρεκόρ ήταν διακόσιες δεκαέξι λέξεις το
λεπτό, και τη μέρα αυτήν η Φρασκ, που είχε πάρει τρία χάπια
διαίτης μαζί με τον καφέ της, διαισθανόταν ότι θα το έσπαγε.
Ωστόσο, καθώς πλησίαζε στον στόχο της, με τα δάχτυλά της να
χτυπάνε τα πλήκτρα και το χρονόμετρο να μετράει δίπλα της,
άκουσε ξαφνικά δύο απροσδόκητες λέξεις.
«Με συγχωρείτε».
«Αν είναι δυνατόν!» φώναξε, σπρώχνοντας την καρέκλα της
μακριά από το γραφείο. Γύρισε το κεφάλι προς τα αριστερά και
είδε ένα αδύνατο παιδί να κρατάει σφιχτά έναν υπόλευκο
φάκελο.
«Γεια σας» είπε το παιδί.
«Τι στον διάολο!» μούγκρισε η Φρασκ.
«Είστε πολύ γρήγορη, κυρία».
Εκείνη έφερε το χέρι στην καρδιά της σαν να ήθελε να την
κρατήσει μέσα στο σώμα της.
«Σε… σε ευχαριστώ» ψέλλισε.
«Οι κόρες σας έχουν διασταλεί».
«Ορίστε;»
«Είναι εδώ ο Γουέικλι;»
Η Φρασκ έγειρε πίσω στην καρέκλα της, με την καρδιά της
να φτερουγίζει, ενώ το παιδί έσκυψε και κοίταξε τι έγραφε στη
γραφομηχανή.
«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε η Φρασκ.
«Υπολογίζω» εξήγησε το παιδί. Και έκανε πίσω με δέος.
«Πωπώωω! Κοντράρετε στα ίσα τη Στέλλα Πατζούνας».
«Πού την ξέρεις εσύ τη Στέλλα;»
«Είναι η πιο γρήγορη δακτυλογράφος στον κόσμο. Διακόσιες
δεκαέξι λέξεις το…»
Η Φρασκ γούρλωσε τα μάτια.
«Αλλά σας διέκοψα, άρα πρέπει να το υπολογίσετε και…»
«Ποια είσαι;» ρώτησε επίμονα η Φρασκ.
« Έχετε ιδρώσει, κυρία».
Η Φρασκ έφερε το χέρι στο υγρό της μέτωπο.
«Είστε στις εκατόν ογδόντα λέξεις το λεπτό. Περίπου».
«Πώς σε λένε;»
«Μάντλεν» είπε το παιδί.
Η Φρασκ περιεργάστηκε τα σαρκώδη μαβιά χείλη του
κοριτσιού, τα άχαρα μακριά άκρα του.
« Έβανς;» ρώτησε δίχως δεύτερη σκέψη.
Αλληλοκοιτάχτηκαν, έκπληκτες και οι δύο.
«Η μαμά σου, ο μπαμπάς σου κι εγώ κάποτε δουλεύαμε μαζί»
εξήγησε η Φρασκ στη Μάντλεν καθώς έτρωγαν μπισκοτάκια
διαίτης. «Στο Χέιστινγκς. Ήμουν στο Τμήμα Ανθρώπινου
Δυναμικού, ενώ η μαμά κι ο μπαμπάς σου ήταν κι οι δυο στο
Τμήμα Χημείας. Ο μπαμπάς σου ήταν πολύ διάσημος – θα το
ξέρεις σίγουρα. Και τώρα είναι κι η μαμά σου».
«Εξαιτίας του περιοδικού» είπε το παιδί, χαμηλώνοντας το
κεφάλι.
«Όχι» απάντησε αυστηρά η Φρασκ. «Ανεξάρτητα απ’ αυτό».
«Πώς ήταν ο μπαμπάς μου;» ρώτησε η Μάντλεν, κόβοντας
μια μικρή δαγκωνιά από ένα μπισκότο.
« Ήταν…» Η Φρασκ δίστασε. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε
ιδέα πώς ήταν ο Έβανς. « Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη μητέρα
σου».
Το πρόσωπο της Μάντλεν φωτίστηκε.
«Αλήθεια;»
«Και η μητέρα σου» συνέχισε, για πρώτη φορά δίχως ίχνος
ζήλιας, «ήταν απόλυτα ερωτευμένη μαζί του».
«Τι άλλο;» ρώτησε με ανυπομονησία η Μάντλεν.
« Ήταν ευτυχισμένοι μαζί. Τόσο ευτυχισμένοι, που πριν
πεθάνει ο πατέρας σου άφησε στη μητέρα σου ένα δώρο.
Ξέρεις ποιο ήταν αυτό το δώρο;» Έκλινε το κεφάλι της προς τη
Μάντλεν. «Εσύ».
Το κοριτσάκι γύρισε τα μάτια ελαφρώς προς τα πάνω
αποδοκιμαστικά. Κάτι τέτοια συνήθιζαν να λένε οι μεγάλοι
όταν ήθελαν να κουκουλώσουν κάτι πιο σκοτεινό. Είχε ακούσει
κάποτε τον Γουέικλι να λέει σε μια βιβλιοθηκάριο ότι, παρότι η
ξαδέρφη της η Τζόις είχε πεθάνει –σωριάστηκε νεκρή μέσα σε
ένα κατάστημα σφίγγοντας την καρδιά της–, δεν υπέφερε πια.
Μπα, αλήθεια; Τη ρώτησε κανείς την Τζόις;
«Και μετά τι έγινε;»
Τι έγινε; είπε από μέσα της η Φρασκ. Ε λοιπόν, διέδωσα κακίες για
τη μητέρα σου, που οδήγησαν στην απόλυσή της, που οδήγησε στη φτώχεια
της, που οδήγησε στην επιστροφή της στο Χέιστινγκς, που οδήγησε τη
μητέρα σου να μου βάλει τις φωνές στις τουαλέτες, που μας οδήγησε στην
ανακάλυψη ότι είχαμε υποστεί και οι δύο σεξουαλική κακοποίηση, που
οδήγησε στην αδυναμία μας να ολοκληρώσουμε τα διδακτορικά μας, που
οδήγησε σε καριέρες που δεν μας γέμιζαν σε μια εταιρεία που τη διοικούσε
ένα μάτσο από ανίκανους μαλάκες. Να τι έγινε.
Όμως τελικά είπε:
«Να, η μαμά σου αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ πιο
διασκεδαστικό να μείνει στο σπίτι και ν’ αποκτήσει εσένα».
Η Μάντλεν άφησε το μπισκότο της. Να το πάλι. Οι ενήλικες
και η ασταθής σχέση τους με την αλήθεια.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν διασκεδαστικό»
παρατήρησε η Μάντλεν.
«Τι εννοείς;»
«Δεν ήταν στεναχωρημένη;»
Η γυναίκα απέστρεψε το βλέμμα της.
«Εγώ όταν είμαι στεναχωρημένη δεν θέλω να μένω μόνη μου»
συνέχισε το κοριτσάκι.
«Μπισκοτάκι;» το ρώτησε με μισή καρδιά η Φρασκ.
«Μόνη στο σπίτι» συνέχισε η Μάντλεν. «Χωρίς τον μπαμπά.
Χωρίς δουλειά. Χωρίς φίλους».
Η Φρασκ έστρεψε ξαφνικά το ενδιαφέρον της σε ένα
περιοδικό με τίτλο Ο Επιούσιος Άρτος.
«Τι πραγματικά έγινε;» επέμεινε η Μάντλεν.
«Απολύθηκε» είπε η Φρασκ, δίχως να αναλογιστεί την επίπτωση
που μπορεί να είχαν τα λεγόμενά της. «Απολύθηκε επειδή ήταν
έγκυος σ’ εσένα».
Η Μάντλεν κλονίστηκε σαν να δέχτηκε σφαίρα στην πλάτη.
«Και πάλι δεν φταις εσύ» διαβεβαίωσε η Φρασκ το παιδί, που
έκλαιγε επί δέκα λεπτά. «Αλήθεια. Δεν φαντάζεσαι πόσο
στενόμυαλοι είναι οι άνθρωποι στο Χέιστινγκς. Εντελώς
ηλίθιοι». Τότε θυμήθηκε πως ανήκε κι εκείνη στην ομάδα των
ηλιθίων και έφαγε τα υπόλοιπα μπισκότα, ενώ η Μάντλεν, με
την ανάσα της να κόβεται από τους λυγμούς, τόνισε ότι τα
γλυκίσματα
αυτά
περιείχαν
ταρτραζίνη,
μια
συνθετική
χρωστική που είχε συνδεθεί με την κακή λειτουργία των
νεφρών και του ήπατος. «Τέλος πάντων, το έχεις πάρει
στραβά» συνέχισε η Φρασκ. «Η μητέρα σου δεν έφυγε από το
Χέιστινγκς εξαιτίας σου. Γλίτωσε αποκεί χάρη σ’ εσένα. Κι
ύστερα πήρε μια κακή απόφαση να επιστρέψει, αλλά αυτό είναι
μια άλλη ιστορία».
Η Μάντλεν αναστέναξε.
«Πρέπει να φύγω» είπε, φυσώντας τη μύτη της ενώ κοιτούσε
το ρολόι. «Συγγνώμη που σας χάλασα την προσπάθειά σας στη
δακτυλογράφηση. Μπορείτε να δώσετε αυτό στον Γουέικλι;»
Έδειξε τον ασφράγιστο φάκελο που πάνω του έγραφε: Ελίζαμπεθ
Ζοτ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ.
«Ναι» υποσχέθηκε η Φρασκ και την πήρε αγκαλιά. Όμως δεν
πρόλαβε να κλείσει η πόρτα πίσω της, και, αγνοώντας τις
οδηγίες του παιδιού, άνοιξε τον φάκελο. «Να πάρει ο διάολος!»
ξέσπασε διαβάζοντας το πρόσφατο άρθρο του Ροθ. «Είναι άλλο
πράγμα αυτή η Ζοτ».
Αξιότιμοι κύριοι, άρχισε τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα να
δακτυλογραφεί με μανία, απευθυνόμενη στους αρχισυντάκτες
του περιοδικού Life. Διάβασα το γελοίο άρθρο σας για την Ελίζαμπεθ
Ζοτ και νομίζω πως ο άνθρωπος που διασταυρώνει τις πληροφορίες για
εσάς θα πρέπει ν’ απολυθεί. Γνωρίζω την Ελίζαμπεθ Ζοτ –κάποτε δούλευα
μαζί της– και ξέρω πολύ καλά πως όλα όσα γράφετε στο άρθρο αυτό είναι
ψέματα. Δούλευα επίσης και με τον δόκτορα Ντονάτι. Ξέρω τι έκανε στο
Χέιστινγκς και έχω τα απαιτούμενα έγγραφα για να στηρίξω τους
ισχυρισμούς μου.
Συνέχισε το γράμμα της απαριθμώντας τα επιτεύγματα της
Ελίζαμπεθ ως χημικού –τα περισσότερα από τα οποία είχε
ανακαλύψει αφού διάβασε το καινούργιο άρθρο του Ροθ– και
τονίζοντας παράλληλα τις αδικίες που είχε υποστεί στο
Χέιστινγκς: Ο Ντονάτι οικειοποιήθηκε τη χρηματοδότησή της κι έπειτα
την απέλυσε χωρίς λόγο. Το ξέρω, παραδέχτηκε, επειδή έπαιξα κι εγώ
τον ρόλο μου σ’ αυτό – μια αμαρτία για την οποία προσπαθώ πλέον να
εξιλεωθώ δακτυλογραφώντας θρησκευτικά κηρύγματα για να ζήσω.
Έπειτα συνέχισε εξηγώντας πώς αργότερα ο Ντονάτι όχι μόνο
έκλεψε την έρευνα της Ζοτ αλλά και είπε ασύστολα ψέματα σε
σημαντικούς επενδυτές. Και τελείωσε λέγοντας πως, παρότι το
Life σίγουρα δεν θα είχε τα κότσια να δημοσιεύσει την επιστολή
της, εκείνη αισθανόταν πως όφειλε ούτως ή άλλως να τη
γράψει.
Δημοσιεύτηκε στο επόμενο τεύχος.
«Ελίζαμπεθ, διάβασε αυτό!» είπε γεμάτη ενθουσιασμό η
Χάριετ, κρατώντας το τελευταίο τεύχος του περιοδικού στα
χέρια της. «Γυναίκες απ’ όλη τη χώρα έχουν στείλει επιστολές
διαμαρτυρίας στο Life. Πρόκειται για πραγματική επανάσταση,
οι πάντες είναι στο πλευρό σου. Κάποια, μάλιστα, ισχυρίζεται
ότι δούλευε μαζί σου στο Χέιστινγκς».
«Δεν μ’ ενδιαφέρει».
Αφού τακτοποίησε τα συνηθισμένα σημειωματάκια που έβαζε
στο φαγητοδοχείο της Μάντλεν, η Ελίζαμπεθ έκλεισε το
καπάκι και προσποιήθηκε ότι ασχολούνταν με τον λύχνο
Μπούνσεν. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε βάλει τα δυνατά της
να κρατήσει ψηλά το κεφάλι. Αγνόησε το άρθρο, έλεγε στον εαυτό
της. Προχώρα. Μ’ αυτήν ακριβώς τη στρατηγική τα είχε βγάλει
πέρα με την αυτοκτονία του αδερφού της, με τη σεξουαλική
επίθεση, με τα ψέματα, με την κλοπή και με την ολέθρια
απώλεια. Το ίδιο θα έκανε και τώρα. Μόνο που δεν γινόταν.
Αυτή τη φορά, όσο ψηλά κι αν κρατούσε το κεφάλι, τα ψέματα
που είχε γράψει για εκείνη το Life την ανάγκαζαν να το σκύψει.
Η ζημιά έμοιαζε ανεπανόρθωτη, ένα ανεξίτηλο στίγμα. Δεν θα
το ξεπερνούσε ποτέ.
Η Χάριετ άρχισε να διαβάζει δυνατά τα γράμματα.
«Αν δεν ήταν η Ελίζαμπεθ Ζοτ…»
«Χάριετ, σου είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι» την έκοψε. Η ζωή
της είχε τελειώσει.
«Και για το αδημοσίευτο άρθρο του Ροθ τι έχεις να πεις;»
ρώτησε η Χάριετ, αγνοώντας τον τόνο της Ελίζαμπεθ. «Το
επιστημονικό. Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν τόσες γυναίκες
επιστήμονες – εκτός από σένα και την Κιουρί, δηλαδή. Το
διάβασα δύο φορές. Το βρήκα καθηλωτικό. Και αυτό κάτι
σημαίνει, γιατί ξέρεις… Επιστήμη».
«Το έχουν ήδη απορρίψει δέκα επιστημονικά περιοδικά»
επισήμανε η Ελίζαμπεθ με παραιτημένη φωνή. «Ο κόσμος δεν
ενδιαφέρεται για γυναίκες επιστήμονες». Πήρε τα κλειδιά του
αυτοκινήτου της. «Πάω να δώσω ένα φιλί στη Μάντλεν και
φεύγω».
«Κάνε μου μια χάρη: προσπάθησε να μην την ξυπνήσεις
πάλι».
«Χάριετ» είπε η Ελίζαμπεθ. «Πάντα δεν προσπαθώ;»
Μόλις άκουσε την Ελίζαμπεθ να κάνει όπισθεν με την Πλίμουθ
στο δρομάκι τους, η Χάριετ άνοιξε το φαγητοδοχείο της
Μάντλεν, περίεργη να δει τι σοφά λόγια της είχε γράψει η
μητέρα της αυτή τη φορά. Δεν είναι της φαντασίας σου, έλεγε το
σημείωμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πράγματι απαίσιοι.
Η Χάριετ πίεσε τους κροτάφους της γεμάτη ανησυχία. Άρχισε
να βηματίζει πάνω κάτω στο εργαστήριο, συγυρίζοντας τους
πάγκους. Η βαθιά μελαγχολία της Ελίζαμπεθ ήταν έκδηλη
παντού, μ’ έναν τρόπο που δεν είχε παρατηρήσει ποτέ πριν:
στον σωρό με τα άδεια σημειωματάρια, στις ανέγγιχτες
προμήθειες
των
χημικών
υλικών,
στα
μολύβια
με
τις
φαγωμένες μύτες. Καταραμένο να ’ναι το παλιοπεριοδικό, είπε από
μέσα της η Χάριετ. Μπορεί το όνομά του να σήμαινε «Ζωή»,
όμως τη ζωή της Ελίζαμπεθ την είχε καταστρέψει, την είχε
αποτελειώσει, εξαιτίας κυρίως των αισχρών ψεμάτων που
έλεγαν άνθρωποι σαν τον Ντονάτι και τον Μέγερς.
«Αχ, γλυκιά μου!» είπε η Χάριετ μόλις φάνηκε η Μάντλεν στο
κατώφλι. «Σε ξύπνησε η μαμά σου;»
«Είναι μια καινούργια μέρα».
Κάθισαν μαζί κι άρχισαν να τσιμπολογούν τα μάφιν που είχε
φτιάξει η Ελίζαμπεθ νωρίτερα το πρωί.
«Ανησυχώ πολύ, Χάριετ» εξομολογήθηκε η Μάντλεν. «Για τη
μαμά».
«Είναι πράγματι πολύ πεσμένη» συμφώνησε εκείνη. «Αλλά θα
συνέλθει σύντομα. Θα το δεις».
«Είσαι σίγουρη;»
Η Χάριετ έστρεψε αλλού το βλέμμα. Όχι, δεν ήταν σίγουρη.
Ποτέ δεν υπήρξε λιγότερο σίγουρη για κάτι στη ζωή της. Όλοι
έχουν τα όριά τους. Και ανησυχούσε μήπως η Ελίζαμπεθ είχε
τελικά ξεπεράσει τα δικά της.
Έστρεψε την προσοχή της στο τελευταίο τεύχος του Ladies’
Home Journal. Μπορείτε να εμπιστευτείτε την κομμώτριά σας; ρωτούσε
ένα άρθρο. Η χρονιά που η μπλούζα θα κάνει τη διαφορά,
πληροφορούσε ένα άλλο. Αναστενάζοντας πήρε ένα ακόμα
μάφιν. Εκείνη είχε πείσει την Ελίζαμπεθ να δώσει συνέντευξη
στο Life. Αν έφταιγε κάποιος, έφταιγε η ίδια.
Έμειναν σιωπηλές, καθώς η Μάντλεν ξετύλιγε το χαρτί του
μάφιν της, ενώ η Χάριετ σκεφτόταν την Ελίζαμπεθ που έλεγε
ότι κανείς δεν ήθελε να διαβάζει για γυναίκες επιστήμονες.
Δίκιο είχε μάλλον.
Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Για στάσου μια στιγμή, Μάντλεν» είπε αργά αργά, καθώς
μια ιδέα σχηματιζόταν στο μυαλό της. «Για στάσου μια στιγμή,
που να πάρει η ευχή!»
40
Φυσιολογικό
«Σ κέφτομαι συχνά τον θάνατο» ομολόγησε η Ελίζαμπεθ στον
Γουέικλι μετά το δείπνο μερικά βράδια αργότερα.
«Κι εγώ» είπε εκείνος.
Κάθονταν μαζί στο σκαλοπάτι της πίσω πόρτας μιλώντας
χαμηλόφωνα. Η Μάντλεν ήταν μέσα κι έβλεπε τηλεόραση.
«Δεν νομίζω ότι είναι φυσιολογικό».
«Μπορεί» συμφώνησε εκείνος. «Αλλά τελικά δεν ξέρω τι είναι
φυσιολογικό. Η επιστήμη αναγνωρίζει το φυσιολογικό; Εσύ
πώς θα προσδιόριζες το φυσιολογικό;»
«Ε λοιπόν, νομίζω ότι το φυσιολογικό είναι κάτι σαν τον μέσο
όρο».
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Το φυσιολογικό δεν είναι σαν
τον καιρό: δεν μπορείς να αναμένεις το φυσιολογικό. Ούτε καν
να το φτιάξεις δεν μπορείς. Κατά τη γνώμη μου, το
φυσιολογικό μπορεί και να μην υπάρχει καν».
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε λοξά.
«Παράξενα λόγια για κάποιον που βρίσκει φυσιολογική τη
Βίβλο».
«Κάθε άλλο» της απάντησε. «Μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι
δεν υπάρχει ούτε ένα φυσιολογικό γεγονός στη Βίβλο. Ίσως
αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που έχει τέτοια
απήχηση. Ποιος θέλει να πιστεύει ότι η ζωή είναι ακριβώς
όπως φαίνεται;»
Τον κοίταξε παραξενεμένη.
«Ωστόσο τις πιστεύεις αυτές τις ιστορίες. Τις κηρύττεις».
«Πιστεύω κάποια πράγματα» τη διόρθωσε. «Κυρίως αυτά που
λένε ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας, ότι δεν πρέπει
να αφηνόμαστε στο σκοτάδι. Όσο για τη λέξη “κηρύττω”,
προτιμώ να λέω ότι αφηγούμαι. Άλλωστε δεν έχει σχέση το τι
πιστεύω εγώ. Εκείνο που νομίζω είναι ότι νιώθεις νεκρή, κι
έτσι πιστεύεις ότι είσαι νεκρή. Όμως δεν είσαι νεκρή. Είσαι
απόλυτα ζωντανή. Κι αυτό σε φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση».
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ».
«Είσαι παράξενος ιερέας».
«Όχι, είμαι απαίσιος ιερέας» τη διόρθωσε.
Εκείνη δίστασε.
«Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι, Γουέικλι. Διάβασα τα
γράμματά σου. Την αλληλογραφία σου με τον Κάλβιν. Ξέρω ότι
ήταν προσωπικά, αλλά τα βρήκα στα πράγματά του και τα
διάβασα. Πριν από χρόνια».
Ο Γουέικλι γύρισε και την κοίταξε.
«Τα κράτησε ο Έβανς;» Ένιωσε ξαφνικά νοσταλγία για τον
παλιό του φίλο.
«Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά εσύ είσαι η αιτία που δέχτηκε τη
θέση στο Χέιστινγκς».
«Τι;»
«Του είχες πει ότι το Κόμονς έχει τον πιο ωραίο καιρό».
«Αλήθεια;»
«Ξέρεις πόση σημασία είχε για τον Κάλβιν το θέμα του
καιρού. Θα μπορούσε να είχε πάει σε ένα εκατομμύριο άλλα
μέρη και να έβγαζε πολύ περισσότερα χρήματα, όμως ήρθε
εδώ, στο Κόμονς. “ Έχει τον καλύτερο καιρό στον κόσμο”, έτσι
του είχες γράψει, νομίζω».
Ο
Γουέικλι
ένιωσε
άξαφνα
το
βάρος
της
επιπόλαιης
συμβουλής του. Εξαιτίας της ο Έβανς είχε έρθει στο Κόμονς και
πέθανε στο Κόμονς.
«Αλλά ο καιρός είναι καλός πιο αργά μέσα στη μέρα» είπε λες
και όφειλε εξηγήσεις. «Είναι καλός αφού πρώτα διαλυθεί η
πρωινή ομίχλη. Μου φαίνεται απίστευτο που μετακόμισε εδώ
για να κωπηλατεί στη λιακάδα. Δεν έχει ήλιο, όχι την ώρα που
βγαίνουν οι κωπηλάτες για προπόνηση».
«Δεν χρειάζεται να μου τα λες όλα αυτά».
«Εγώ
είμαι
υπεύθυνος!»
είπε
ο
Γουέικλι
έντρομος,
αναγνωρίζοντας τώρα πλήρως τον ρόλο που είχε παίξει στον
πρώιμο θάνατο του Κάλβιν. «Εγώ φταίω».
«Όχι, όχι!» Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε. «Εγώ αγόρασα το
λουρί».
Κάθισαν
έτσι
παρέα
ακούγοντας
τη
Μάντλεν
που
σιγοτραγουδούσε το μουσικό θέμα στην τηλεόραση: Το άλογο
είναι άλογο, ω ναι, μα ναι, και τ’ άλογα δεν μιλούνε, όχι, δεν μιλούν, εκτός,
ω ναι, μα ναι, απ’ τον διάσημο κύριο Εντ!10
Ξαφνικά ο Γουέικλι θυμήθηκε το μυστικό που του είχε
ψιθυρίσει στο αυτί η Μάντλεν εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη.
Ο σκύλος μου ξέρει εννιακόσιες ογδόντα μία λέξεις. Είχε παραξενευτεί.
Γιατί ένα παιδί σαν τη Μάντλεν, που είχε τόση εμμονή με την
αλήθεια, να πει ένα τόσο προφανές ψέμα;
Όσο για το μυστικό που της είχε πει εκείνος; Ήταν το
χειρότερο που θα μπορούσε να υπάρξει: Δεν πιστεύω στον Θεό.
«Αύριο είναι η επέτειος θανάτου του Κάλβιν» είπε απότομα η
Ελίζαμπεθ.
Ο
Γουέικλι
στράφηκε
και
την
κοίταξε,
με
έκφραση
σκοτεινιασμένη ξαφνικά.
«Το ξέρω» απάντησε.
Εκείνη έκλεισε για λίγο τα μάτια της και ξερόβηξε για να
καθαρίσει τον λαιμό της.
«Είχα έναν αδερφό, Γουέικλι» είπε σαν να εξομολογούνταν
μια αμαρτία. «Πέθανε κι εκείνος».
Ο Γουέικλι συνοφρυώθηκε.
«Αδερφό; Λυπάμαι πολύ. Πότε; Τι συνέβη;»
« Έχει
περάσει
πολύς
καιρός.
Ήμουν
δέκα
ετών.
Κρεμάστηκε».
«Θεούλη μου!» αναφώνησε ο Γουέικλι με τρεμάμενη φωνή.
Και ξαφνικά θυμήθηκε το γενεαλογικό δέντρο της Μάντλεν.
Στα κάτω κλαδιά υπήρχε ένα παιδί με μια θηλιά γύρω από τον
λαιμό του.
«Παραλίγο να πεθάνω κι εγώ κάποτε» συνέχισε η Ελίζαμπεθ.
«Πήδηξα σε μια λιμνούλα. Δεν ήξερα κολύμπι. Ακόμη δεν
ξέρω».
«Τι;»
«Ο αδερφός μου βούτηξε ξοπίσω μου. Κατάφερε να με βγάλει
στην όχθη».
«Μάλιστα» είπε ο Γουέικλι, ξετυλίγοντας σιγά σιγά το κουβάρι
των ενοχών της. «Ο αδερφός σου σε έσωσε, άρα πιστεύεις πως
θα έπρεπε κι εσύ να είχες καταφέρει να τον σώσεις. Σωστά;»
Γύρισε και τον κοίταξε με άδεια έκφραση.
«Μα, Ελίζαμπεθ, εσύ δεν ήξερες κολύμπι, γι’ αυτό βούτηξε
να σε σώσει. Πρέπει να καταλάβεις ότι η αυτοκτονία είναι
εντελώς διαφορετικό πράγμα. Πολύ πιο περίπλοκο».
«Γουέικλι» του είπε. «Ούτε εκείνος ήξερε κολύμπι».
Σταμάτησαν να μιλάνε, ο Γουέικλι απελπισμένος επειδή δεν
ήξερε τι να πει, η Ελίζαμπεθ λυπημένη επειδή δεν ήξερε τι να
κάνει. Ο Εξίμισι βγήκε έξω σπρώχνοντας τη σήτα κι έτριψε τη
μουσούδα του πάνω στην Ελίζαμπεθ.
«Δεν συγχώρησες ποτέ τον εαυτό σου» είπε τελικά ο Γουέικλι.
«Όμως τον αδερφό σου είναι που πρέπει να συγχωρήσεις.
Πρέπει να αποδεχτείς αυτό που έγινε».
Η Ελίζαμπεθ έβγαλε έναν θλιμμένο ήχο σαν λάστιχο που χάνει
σιγά σιγά τον αέρα του.
«Είσαι επιστήμονας» συνέχισε εκείνος. «Η δουλειά σου είναι
ν’ αμφισβητείς τα πάντα, να αναζητάς απαντήσεις. Όμως
μερικές φορές –και γι’ αυτό είμαι σίγουρος– απλώς δεν
υπάρχουν απαντήσεις. Ξέρεις την προσευχή που ξεκινάει
λέγοντας: “Θεέ μου, δώσ’ μου τη γαλήνη να δέχομαι τα
πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω”;»
Η Ελίζαμπεθ συνοφρυώθηκε.
«Σίγουρα δεν ταιριάζει σ’ εσένα».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Η χημεία είναι αλλαγή, και η αλλαγή βρίσκεται στον πυρήνα
των πεποιθήσεών σου. Πράγμα καλό, γιατί χρειαζόμαστε
περισσότερο απ’ αυτό: από ανθρώπους που αρνούνται να
δεχτούν το κατεστημένο, που δεν φοβούνται να τα βάλουν με
αυτό που θεωρούν μη αποδεκτό. Όμως μερικές φορές το μη
αποδεκτό –η αυτοκτονία του αδερφού σου, ο θάνατος του
Κάλβιν–
δεν
μπορεί
ν’
αλλάξει,
Ελίζαμπεθ.
Δυσάρεστα
πράγματα συμβαίνουν. Απλώς συμβαίνουν».
«Μερικές φορές καταλαβαίνω γιατί έφυγε ο αδερφός μου»
παραδέχτηκε ψιθυριστά. « Ύστερα απ’ όλα όσα έχουν συμβεί,
μερικές φορές νιώθω ότι θέλω κι εγώ να φύγω».
«Καταλαβαίνω» είπε ο Γουέικλι, που σκέφτηκε πόσο μεγάλη
ζημιά είχε προκαλέσει το άρθρο του Life. «Όμως πίστεψέ με,
δεν είναι αυτό το πρόβλημά σου. Δεν είναι ότι θέλεις να
φύγεις».
Η Ελίζαμπεθ γύρισε και τον κοίταξε σαστισμένη.
«Είναι ότι θέλεις να επανέλθεις».
10 Ελεύθερη απόδοση του τραγουδιού των τίτλων της αμερικάνικης σειράς Ο κύριος
Εντ (Mister Ed, 1961-1966), η οποία είχε για πρωταγωνιστή ένα άλογο που μιλούσε.
(Σ.τ.Μ.)
41
Επαναδέσμευση
«Γ εια σας» είπε η Ελίζαμπεθ. «Ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Ζοτ
και βλέπετε το Δείπνο στις έξι».
Από τη θέση του παραγωγού, ο Ουόλτερ Πάιν έκλεισε τα
μάτια και σκέφτηκε την ημέρα που γνωρίστηκαν.
Είχε προσπεράσει αποφασιστικά τις γραμματείς του με τη
λευκή εργαστηριακή ποδιά της, τα μαλλιά πιασμένα πίσω,
φωνή στεντόρεια. Θυμήθηκε πόσο τον είχε εντυπωσιάσει.
Εντάξει, ήταν ελκυστική, αλλά μονάχα τώρα συνειδητοποιούσε
ότι μικρό ρόλο έπαιζε η εμφάνισή της. Όχι, ήταν η
αυτοπεποίθησή της, η σιγουριά που πήγαζε από το ότι ήξερε
ποια ήταν. Την οποία έσπερνε γύρω της, και ο σπόρος ρίζωνε
μέσα στους άλλους.
«Θα ξεκινήσω τη σημερινή εκπομπή με μια σημαντική
ανακοίνωση: Φεύγω από το Δείπνο στις έξι, και μάλιστα άμεσα».
Ένα επιφώνημα δυσπιστίας από το κοινό.
«Τι;» απορούσαν όλοι. «Τι είπε;»
«Αυτή θα είναι η τελευταία μου εκπομπή» επιβεβαίωσε.
Σε ένα ράντσο στο Ρίβερσαϊντ μια γυναίκα άφησε τα αυγά που
κρατούσε να της πέσουν στο πάτωμα.
«Δεν μπορεί να σοβαρολογείτε!» φώναξε κάποιος από την
τρίτη σειρά.
«Πάντοτε σοβαρολογώ» απάντησε η Ελίζαμπεθ.
Ένα κύμα στεναχώριας κατέκλυσε το στούντιο.
Αιφνιδιασμένη, η Ελίζαμπεθ στράφηκε στον Ουόλτερ. Την
κοίταξε και της έγνεψε ενθαρρυντικά. Ήταν το μόνο που
μπορούσε να κάνει δίχως να καταρρεύσει και ο ίδιος.
Εκείνη είχε πάει στο σπίτι του το προηγούμενο βράδυ
απροειδοποίητα. Παραλίγο να μην της άνοιγε την πόρτα, είχε
καλεσμένους στο σπίτι. Όταν όμως κοίταξε από το ματάκι και
την είδε να στέκεται εκεί, με τη Μάντλεν αποκοιμισμένη στο
αυτοκίνητο και τον Εξίμισι στριμωγμένο πίσω από το τιμόνι
του οδηγού σαν να ήταν έτοιμος να γκαζώσει για να το
σκάσουν, άνοιξε την πόρτα γεμάτος ανησυχία.
«Ελίζαμπεθ» είπε με την καρδιά του να σφυροκοπάει. «Τι
συμβαίνει… τι έγινε;»
«Η Ελίζαμπεθ είναι;» ακούστηκε μια ανήσυχη φωνή ακριβώς
πίσω του. «Παναγίτσα μου, τι έγινε; Έπαθε τίποτα η Μάντλεν;
Χτύπησε;»
«Χάριετ;» έκανε αιφνιδιασμένη η Ελίζαμπεθ.
Οι τρεις τους έμειναν για λίγο αμίλητοι, σαν ηθοποιοί που
ξέχασαν τα λόγια τους. Τελικά ο Ουόλτερ κατάφερε να πει
«Προσπαθούμε να το κρατήσουμε μυστικό για λίγο ακόμα», η
Χάριετ συμπλήρωσε «Μέχρι να βγει το διαζύγιό μου», εκείνος
έσπευσε να της πιάσει το χέρι, η Ελίζαμπεθ έβγαλε μια κραυγή
έκπληξης, ξαφνιάζοντας τον Εξίμισι, που κατά λάθος πάτησε
την κόρνα, επανειλημμένα, πράγμα που ξύπνησε τη Μάντλεν
και μετά την Αμάντα, καθώς και όλους τους γείτονες που είχαν
κάνει το λάθος να πάνε νωρίς για ύπνο.
Η Ελίζαμπεθ στεκόταν μαρμαρωμένη στο κατώφλι.
«Ιδέα δεν είχα» έλεγε και ξανάλεγε. «Πώς γίνεται να μην είχα
ιδέα; Τόσο τυφλή είμαι;»
Η Χάριετ και ο Ουόλτερ αλληλοκοιτάχτηκαν σαν να έλεγαν: Ε,
ναι.
«Θα σου την πούμε σύντομα την ιστορία» είπε ο Ουόλτερ.
«Όμως γιατί είσαι εδώ; Είναι εννιά η ώρα». Η Ελίζαμπεθ είχε
έρθει απρόσκλητη, κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ. «Τι
συμβαίνει;»
«Όλα καλά» τον καθησύχασε η Ελίζαμπεθ. «Απλώς νιώθω
άσχημα για τον λόγο που μ’ έκανε να έρθω. Τα δικά σας νέα
είναι τόσο ευχάριστα, ενώ τα δικά μου…»
«Τι; Τι;»
«Για την ακρίβεια» είπε, διορθώνοντας αμέσως την αντίδρασή
της, «και τα δικά μου νέα ευχάριστα είναι».
Ο
Ουόλτερ
κούνησε
με
ανυπομονησία
τα
χέρια
του,
παροτρύνοντάς τη να μιλήσει.
«Εγώ… εγώ αποφάσισα ν’ αφήσω την εκπομπή».
«Τι;» ψέλλισε ο Ουόλτερ.
«Αύριο» πρόσθεσε εκείνη.
«Όχι!» είπε η Χάριετ.
«Παραιτούμαι» δήλωσε η Ελίζαμπεθ.
Ο τόνος της φωνής της έδειχνε ξεκάθαρα πως, παρότι ήταν
μια παρορμητική απόφαση, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει
πίσω. Κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης ήταν μάταιη, δεν
υπήρχε λόγος να γίνει αναφορά σε ασήμαντα πράγματα όπως
συμβόλαια ή χαμένες περιουσίες ή το κενό που θα άφηνε πίσω
της και πώς θα γέμιζε.
Η απόφασή της ήταν οριστική, και γι’ αυτό ο Ουόλτερ άρχισε
να κλαίει.
Η Χάριετ, καταλαβαίνοντας επίσης τι σήμαινε ο τόνος της
φωνής της και καμαρώνοντας με τον τρόπο που μια μητέρα
παριστάνει ότι καμαρώνει όταν το παιδί της ανακοινώνει πως
αποφάσισε ν’ αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι με πενιχρές
απολαβές, άρχισε επίσης να κλαίει. Απλώνοντας τα δυο της
χέρια, τράβηξε τον Ουόλτερ και την Ελίζαμπεθ κοντά της.
«Πραγματικά
παρουσιάστρια
απόλαυσα
στο
το
διάστημα
Δείπνο στις έξι,
που
αλλά
πέρασα
ως
αποφάσισα
να
επιστρέψω στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας» συνέχισε η
Ελίζαμπεθ, κοιτάζοντας σταθερά την κάμερα. «Θέλω ν’ αδράξω
αυτή την ευκαιρία για να σας ευχαριστήσω όλες, όχι μόνο
επειδή με βλέπατε…» –ανέβασε τον τόνο της φωνής της για ν’
ακουστεί μέσα στην αναστάτωση που επικρατούσε– «αλλά και
για τη φιλία σας. Πετύχαμε πολλά τα δύο τελευταία χρόνια
μαζί. Φτιάξαμε εκατοντάδες γεύματα, όσο απίστευτο κι αν
φαίνεται. Όμως δεν γράψαμε μόνο συνταγές, κυρίες μου.
Γράψαμε ιστορία».
Έκανε ένα βήμα πίσω, ξαφνιασμένη στη θέα του ακροα­τηρίου
που σηκωνόταν όρθιο για να εκφράσει διά βοής τη συμφωνία
του.
«ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ» είπε φωνάζοντας τώρα για ν’ ακουστεί
«ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΠΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ…».
Σήκωσε τα χέρια ψηλά για να κάνει ησυχία το κοινό. «Θυμάται
κανείς την κυρία Τζορτζ Φίλις, τη γυναίκα που είχε το θάρρος
να μας πει πως ήθελε να γίνει καρδιοχειρουργός;» Έβαλε το
χέρι στην τσέπη της ποδιάς της και έβγαλε ένα γράμμα.
«Υπάρχουν εξελίξεις. Φαίνεται ότι η κυρία Φίλις όχι μόνο
ολοκλήρωσε την προετοιμασία σε χρόνο ρεκόρ αλλά και έγινε
δεκτή σε ιατρική σχολή, όπου θα ξεκινήσει να φοιτά το
φθινόπωρο. Συγχαρητήρια, κυρία Τζορτζ… ή μάλλον όχι, με
συγχωρείτε, Μάρτζορι Φίλις. Δεν αμφιβάλλαμε ούτε λεπτό».
Στο άκουσμα αυτής της είδησης, το ακροατήριο ζωήρεψε
ξανά, και η Ελίζαμπεθ, παρά τη σοβαρή της ιδιοσυγκρασία,
φέρνοντας στον νου της τη δόκτορα Φίλις στο χειρουργείο, δεν
κρατήθηκε: χαμογέλασε.
«Στοιχηματίζω όμως ότι η Μάρτζορι θα συμφωνούσε»
συνέχισε υψώνοντας και πάλι τον τόνο της φωνής της «πως το
δύσκολο δεν είναι η επιστροφή στη σχολή, αλλά το να βρεις το
θάρρος να το κάνεις».
Πήγε δίπλα στο καβαλέτο με τον μαρκαδόρο στο χέρι. Η
ΧΗΜΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΑΓΗ, έγραψε.
«Όταν
πάτε
ν’
αμφισβητήσετε
τον
εαυτό
σας»
είπε,
γυρνώντας πάλι προς το ακροατήριο, «όταν νιώθετε να
φοβάστε, θυμηθείτε: το θάρρος είναι το θεμέλιο της αλλαγής,
και η αλλαγή είναι αυτό για το οποίο είμαστε χημικά
σχεδιασμένοι. Όταν λοιπόν ξυπνήσετε αύριο το πρωί, δώστε
αυτή την υπόσχεση στον εαυτό σας. Μην αυτοπεριορίζεστε
πια. Μην υιοθετείτε τις γνώμες άλλων για τα όσα μπορείτε ή
δεν μπορείτε να πετύχετε. Και μην επιτρέψετε ξανά σε κανέναν
να σας στριμώξει σε άχρηστες κατηγορίες με βάση το φύλο, τη
φυλή, το οικονομικό επίπεδο και τη θρησκεία. Μην αφήνετε
τα ταλέντα σας να πάνε χαμένα, κυρίες μου. Σχεδιάστε το
μέλλον σας. Όταν γυρίσετε στο σπίτι σήμερα, αναρωτηθείτε τι
θα αλλάξετε. Και ξεκινήστε».
Γυναίκες απ’ όλες τις γωνιές της χώρας πετάχτηκαν όρθιες
από τους καναπέδες τους και κοπάνησαν το χέρι στο τραπέζι
της κουζίνας, κραυγάζοντας ενθουσιασμένες με τα λόγια της
και λυπημένες για την αποχώρησή της.
«Πριν ΦΥΓΩ» φώναξε για ν’ ακουστεί πάνω από τον σάλο «θα
ήθελα να ευχαριστήσω μια πολύ ξεχωριστή ΦΙΛΗ. Ονομάζεται
ΧΑΡΙΕΤ ΣΛΟΟΥΝ».
Στο σαλόνι της Ελίζαμπεθ, η Χάριετ έμεινε με το στόμα
ανοιχτό.
«Χάριετ» είπε ξέπνοη η Μάντλεν. « Έγινες διάσημη!»
«Όπως ξέρετε» συνέχισε η Ελίζαμπεθ, κουνώντας πάλι τα
χέρια για να ησυχάσει το ακροατήριο, «πάντοτε έκλεινα την
εκπομπή μου λέγοντας στα παιδιά σας να στρώσουν το τραπέζι
για να έχετε λίγο χρόνο για τον εαυτό σας. “Λίγο χρόνο για τον
εαυτό σου”, αυτή ήταν η συμβουλή που μου έδωσε η Χάριετ
Σλόουν τη μέρα που τη γνώρισα, κι αυτή η συμβουλή με
οδήγησε τώρα στην απόφασή μου ν’ αφήσω το Δείπνο στις έξι.
Ήταν η Χάριετ εκείνη που μου είπε τότε να χρησιμοποιώ αυτόν
τον χρόνο για να επανασυνδεθώ με τις προσωπικές μου
ανάγκες, ν’ αναγνωρίσω την πραγματική μου κατεύθυνση, να
επαναδεσμευτώ.
κατάφερα».
Και
χάρη
στη
Χάριετ,
επιτέλους
τα
«Παναγίτσα μου!» έκανε η Χάριετ κάτωχρη.
«Ωχ, ο Πάιν θα σε σκοτώσει» παρατήρησε η Μάντλεν.
«Σ’ ευχαριστώ, Χάριετ» είπε η Ελίζαμπεθ. «Σας ευχαριστώ
όλους» πρόσθεσε, γνέφοντας στο ακροατήριο. «Κι έτσι, για
τελευταία φορά, θα ήθελα να ζητήσω από τα παιδιά σας να
στρώσουν το τραπέζι. Και μετά θα ζητήσω απ’ όλες εσάς να
επωφεληθείτε από αυτόν τον χρόνο για να ανανεώ­σετε τη
δέσμευσή σας σε αυτό που θέλετε να κάνετε. Τολμήστε, κυρίες
μου. Χρησιμοποιήστε τους νόμους της χημείας και αλλάξτε το
κατεστημένο».
Και πάλι το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο, και πάλι το
χειροκρότημα
ξέσπασε
εκκωφαντικό.
Όταν
όμως
εκείνη
στράφηκε να φύγει, φάνηκε ξεκάθαρα πως το ακροατήριο δεν
είχε σκοπό να πάει πουθενά. Όχι δίχως μια τελευταία οδηγία.
Μην ξέροντας τι να κάνει, η Ελίζαμπεθ στράφηκε στον
Ουόλτερ. Εκείνος κούνησε το χέρι σαν να είχε μια ιδέα, έπειτα
έγραψε κάτι σε μια κάρτα και τη σήκωσε ψηλά για να τη δει. Η
Ζοτ έγνεψε καταφατικά και κοίταξε πάλι την κάμερα.
«Κι
έτσι
ολοκληρώθηκε
η
ανακοίνωσε. «Είστε ελεύθεροι».
εισαγωγή
σας
στη
χημεία»
42
Ανθρώπινο δυναμικό
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1962
Ό
λοι –η Χάριετ, ο Ουόλτερ, ο Γουέικλι, ο Μέισον και η ίδια
η Ελίζαμπεθ– υπέθεταν ότι θα κατακλυζόταν από
προτάσεις για δουλειά: από πανεπιστήμια, από ερευνητικά
εργαστήρια, ίσως ακόμα κι από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας.
Παρά τη διαστρέβλωση της ζωής της από το περιοδικό Life,
ήταν
μια
εξέχουσα
προσωπικότητα,
μια
τηλεοπτική
διασημότητα.
Μα δεν έγινε έτσι. Τίποτα δεν συνέβη. Όχι μόνο δεν δέχτηκε
ούτε ένα τηλεφώνημα αλλά και τα βιογραφικά που έστειλε σε
ερευνητικά
ιδρύματα
αγνοήθηκαν
παντελώς.
Παρά
τη
δημοτικότητά της, η επιστημονική κοινότητα συνέχιζε να
διατηρεί
σοβαρές
επιφυλάξεις
για
τα
ακαδημαϊκά
διαπιστευτήριά της. Ο δόκτωρ Μέγερς και ο δόκτωρ Ντονάτι,
αμφότεροι πολύ σημαντικοί χημικοί, είχαν δηλώσει στο
περιοδικό
Life
ότι
η
Ελίζαμπεθ
δεν
ήταν
πραγματική
επιστήμονας. Και αυτό αρκούσε.
Έτσι γνώρισε το άλλο χαρακτηριστικό της φήμης: την
προσωρινή φύση της. Η μοναδική Ελίζαμπεθ Ζοτ για την οποία
ενδιαφέρονταν όλοι ήταν εκείνη που φορούσε μαγειρική
ποδιά.
«Μπορείς πάντα να επιστρέψεις στην εκπομπή» πρότεινε η
Χάριετ όταν η Ελίζαμπεθ μπήκε μέσα με την αγκαλιά γεμάτη
βιβλία από τη βιβλιοθήκη και με τον Εξίμισι στο πλευρό της.
«Το ξέρεις ότι ο Ουόλτερ θα σε έβγαζε στον αέρα σήμερα
κιόλας, αν το ήθελες».
«Το ξέρω» απάντησε, αφήνοντας κάτω τα βιβλία. «Αλλά δεν
μπορώ. Τουλάχιστον οι επαναλήψεις πάνε καλά. Θέλεις καφέ;»
ρώτησε, ανάβοντας τον λύχνο Μπούνσεν.
«Δεν προλαβαίνω. Έχω ραντεβού με τον δικηγόρο μου. Αλλά
κοίτα». Η Χάριετ έβγαλε ένα σημείωμα από την ποδιά της. «Ο
δόκτωρ Μέισον θέλει να κουβεντιάσετε για τις καινούργιες
στολές της γυναικείας ομάδας. Και –άκουσον άκουσον!–
τηλεφώνησαν από το Χέιστινγκς. Παραλίγο να τους το κλείσω.
Το φαντάζεσαι; Από το Χέιστινγκς! Έχουν μεγάλο θράσος».
«Ποιος ήταν;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ, προσπαθώντας να κρύψει
την αγωνία της. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια ζούσε με την
αγωνία πότε θα αντιλαμβάνονταν στο Χέιστινγκς ότι έλειπαν οι
κούτες του Κάλβιν.
«Η υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού. Της είπα να πάει στον
διάολο».
«Γυναίκα ήταν;»
Η Χάριετ έριξε μια ματιά στις σημειώσεις της.
«Ναι. Κάποια δεσποινίς Φρασκ».
«Η Φρασκ δεν δουλεύει στο Χέιστινγκς» είπε ανακουφισμένη
η
Ελίζαμπεθ.
«Την
απέλυσαν
πριν
από
πέντε
χρόνια.
Δακτυλογραφεί τα κηρύγματα του Γουέικλι».
«Ενδιαφέρον» σχολίασε η Χάριετ. «Πάντως, ισχυρίστηκε πως
είναι υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού στο Χέιστινγκς».
Η Ελίζαμπεθ συνοφρυώθηκε.
«Της αρέσει ν’ αστειεύεται».
Μόλις το αμάξι της Χάριετ έφυγε, η Ελίζαμπεθ έβαλε να πιει
έναν καφέ και πήρε ένα τηλέφωνο.
«Γραφείο δεσποινίδος Φρασκ, εδώ δεσποινίς Φιντς» είπε μια
φωνή.
«Γραφείο δεσποινίδος Φρασκ;» επανέλαβε η Ελίζαμπεθ.
«Ορίστε;» απόρησε η φωνή.
Η Ελίζαμπεθ δίστασε.
«Με συγχωρείτε, ποια είστε;» ρώτησε.
«Εσείς ποια είστε;» απαίτησε να μάθει η φωνή.
«Εντάξει, εντάξει» είπε η Ελίζαμπεθ. «Όπως επιθυμείτε.
Είμαι η Ελίζαμπεθ Ζοτ και τηλεφωνώ για τη δεσποινίδα
Φρασκ».
«Η Ελίζαμπεθ Ζοτ» επανέλαβε η φωνή. «Καλό κι αυτό».
«Γιατί, υπάρχει πρόβλημα;» ρώτησε η Ζοτ.
Ήταν ο τόνος της φωνής της. Η γυναίκα στην άλλη άκρη της
γραμμής την αναγνώρισε αμέσως.
«Α!» έκανε. «Είστε πράγματι εσείς. Με συγχωρείτε, δεσποινίς
Ζοτ. Είμαι μεγάλη θαυμάστριά σας. Είναι τιμή μου που μιλάω
μαζί σας. Περιμένετε, παρακαλώ».
«Ζοτ!» ακούστηκε μια άλλη φωνή ύστερα από λίγο. «Καιρός
ήταν, ρε γαμώτο!»
«Γεια σου, Φρασκ» είπε η Ελίζαμπεθ. «Υπεύθυνη Ανθρώπινου
Δυναμικού στο Χέιστινγκς; Το ξέρει ο Γουέικλι ότι κάνεις
φάρσες;»
«Τρία πράγματα έχω να σου πω, Ζοτ. Πρώτον, το λάτρεψα το
άρθρο. Ανέκαθεν πίστευα ότι θα σε ξανάβλεπα εξώφυλλο, αλλά
εκεί; Ιδιοφυές! Αν θες να πιεις νερό, πρέπει να πας κατευθείαν
στην πηγή».
«Ορίστε;»
«Δεύτερον, λατρεύω την οικονόμο σου».
«Δεν είναι οικονόμος μου η Χάριετ…»
«Μόλις άκουσε ότι είμαι από το Χέιστινγκς, με διαολόστειλε.
Μου έφτιαξε τη μέρα».
«Φρασκ–»
«Τρίτον, θέλω να έρθεις εδώ το συντομότερο δυνατό. Σήμερα
κιόλας, μέσα στην επόμενη ώρα, αν μπορείς. Θυμάσαι εκείνον
τον βαρβάτο χορηγό; Επέστρεψε».
Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε.
«Φρασκ, το ξέρεις ότι μ’ αρέσουν τα αστεία, αλλά…»
Η Φρασκ γέλασε.
«Σ’ αρέσουν τα αστεία; Εσένα; Τι είναι τώρα αυτό, αστείο; Όχι,
Ζοτ, άκου. Έχω γυρίσει στο Χέιστινγκς, και μάλιστα ως
επικεφαλής του τμήματος. Ο χορηγός σου είδε το γράμμα που
έστειλα στο Life και επικοινώνησε μαζί μου. Θα σου πω
αργότερα
λεπτομέρειες,
ξεσκαρτάρισμα.
Θεέ
δεν
μου,
προλαβαίνω
τώρα.
πόσο
αρέσουν
μ’
Κάνω
τα
ξεσκαρταρίσματα! Θα έρθεις, ναι ή όχι; Επίσης –δεν το
πιστεύω αυτό που πάω να πω!–, μήπως μπορείς να φέρεις και
τον αναθεματισμένο τον σκύλο σου; Ο χορηγός θέλει να τον
γνωρίσει».
Η Χάριετ μπήκε στο δικηγορικό γραφείο Χάνσον & Χάνσον με
χέρια
που
έτρεμαν.
Τα
τελευταία
τριάντα
χρόνια
είχε
εξομολογηθεί στον ιερέα της ότι ο άντρας της έπινε, έβριζε,
δεν πήγαινε ποτέ στη λειτουργία, την αντιμετώπιζε σαν
σκλάβα του και τη στόλιζε μ’ ένα σωρό βρισιές. Και για τα
τελευταία τριάντα χρόνια ο ιερέας κουνούσε το κεφάλι και της
εξηγούσε ότι το διαζύγιο αποκλειόταν, αλλά είχε πολλές άλλες
επιλογές. Για παράδειγμα, να προσευχηθεί για να βρει τρόπους
να γίνει μια καλύτερη σύζυγος, να ρίξει μια προσεκτική ματιά
στον εαυτό της και να προσπαθήσει να καταλάβει γιατί τον
εκνεύριζε, να φροντίζει περισσότερο την εμφάνισή της.
Γι’ αυτό και είχε γίνει συνδρομήτρια όλων εκείνων των
γυναικείων περιοδικών: επειδή ήταν όλα σαν μια βίβλος
αυτοβελτίωσης που θα της έδειχνε τι να κάνει. Όμως, όποια
συμβουλή κι αν ακολουθούσε, τα πράγματα ανάμεσα σ’ εκείνη
και στον κύριο Σλόουν δεν βελτιώνονταν. Κάποιες φορές,
μάλιστα, οι συμβουλές τής γύριζαν μπούμερανγκ – όπως τότε
που είχε κάνει περμανάντ, κάτι που, σύμφωνα με το
περιοδικό, θα τον ανάγκαζε «να γυρίσει και να την κοιτάξει πιο
προσεκτικά», όμως, αντιθέτως, είχε οδηγήσει σε ατέλειωτα
παράπονα για την άσχημη μυρωδιά των μαλλιών της. Και τότε
ήρθε
στη
ζωή
της
η
Ελίζαμπεθ
Ζοτ,
κι
επιτέλους
συνειδητοποίησε ότι ίσως να μη χρειαζόταν καινούργια ρούχα ή
διαφορετικό χτένισμα. Ίσως να χρειαζόταν μια καριέρα. Σε
περιοδικό.
Ποιος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο ήξερε περισσότερα
για τα περιοδικά από εκείνη; Κανείς. Και για του λόγου το
αληθές,
ήξερε
ακριβώς
από
πού
ν’
αρχίσει.
Από
το
αδημοσίευτο ακόμη άρθρο του Ροθ.
Κατά τη γνώμη της Χάριετ, ο Ροθ είχε κάνει το κλασικό
σφάλμα εκτίμησης σχετικά με τους πιθανούς αποδέκτες του
άρθρου του: είχε υποθέσει πως μόνο επιστημονικά περιοδικά
θα ενδιαφέρονταν για ένα κομμάτι σχετικό με γυναίκες
επιστήμονες.
Η
Χάριετ
ήξερε
πως
έκανε
λάθος.
Του
τηλεφώνησε, έτοιμη να του εκθέσει τα επιχειρήματά της, αλλά
ο τηλεφωνητής του της αποκάλυψε ότι ο Ροθ βρισκόταν ακόμη
στο… πώς το είπε; Α, ναι, στο Βιετνάμ. Έτσι, υπέβαλε το
άρθρο του χωρίς την άδειά του. Γιατί όχι; Αν γινόταν δεκτό, θα
την ευχαριστούσε, αν όχι, δεν θα είχε χάσει και τίποτα.
Πήγε το δέμα στο ταχυδρομείο για να το ζυγίσουν, πρόσθεσε
και έναν άδειο φάκελο με συμπληρωμένη τη διεύθυνσή της και
γραμματόσημο, για να εξασφαλίσει μια γρήγορη απάντηση,
έπειτα είπε τρεις προσευχές, έκανε δύο φορές τον σταυρό της,
πήρε μια βαθιά ανάσα και το έριξε στο κουτί.
Ύστερα από δύο εβδομάδες χωρίς απάντηση, άρχισε ν’
ανησυχεί λιγάκι. Τέσσερις μήνες αργότερα, η απόρριψη την
έτσουζε πολύ. Προσπάθησε να δει την αλήθεια κατάματα.
Μάλλον τελικά δεν ήξερε από περιοδικά τόσο καλά όσο νόμιζε.
Ίσως να μην ήθελε κανείς τη Χάριετ και το άρθρο του Ροθ,
όπως δεν ήθελε κανείς και την Ελίζαμπεθ με την αβιογένεσή
της.
Ή ίσως ο κύριος Σλόουν, χολωμένος με την καινούργια
ευτυχία που είχε βρει η σύζυγός του, είχε αποφασίσει να
δοκιμάσει καινούργιους τρόπους για να την τιμωρήσει.
Πετώντας, ας πούμε, την αλληλογραφία της.
«Δεσποινίς Ζοτ!» αναφώνησε η υπάλληλος της υποδοχής στο
Χέιστινγκς, έτοιμη να λιποθυμήσει μόλις είδε την Ελίζαμπεθ να
μπαίνει στον προθάλαμο. «Θα ενημερώσω τη δεσποινίδα
Φρασκ για τον ερχομό σας» πρόσθεσε κι έβαλε ένα βύσμα στον
πίνακα του τηλεφωνικού κέντρου. «Είναι εδώ!» σφύριξε σε
κάποιον στην άλλη άκρη της γραμμής. «Θα σας πείραζε να μου
το υπογράψετε;» είπε τείνοντας ένα αντίτυπο από το βιβλίο του
Δαρβίνου Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ. «Μόλις ξεκίνησα νυχτερινό
σχολείο».
«Με μεγάλη μου χαρά». Η Ελίζαμπεθ υπέγραψε στο
εσώφυλλο. «Μπράβο σας».
«Χάρη σ’ εσάς, δεσποινίς Ζοτ» δήλωσε με ειλικρίνεια η νεαρή
γυναίκα. «Επίσης, αν δεν σας κάνει κόπο, μήπως μπορείτε να
υπογράψετε και στο περιοδικό μου;»
«Όχι» είπε η Ελίζαμπεθ. «Δεν υπάρχει Life για μένα».
«Α, με συγχωρείτε. Δεν διαβάζω το Life. Εγώ μιλούσα για την
πρόσφατη δημοσίευση» διευκρίνισε η γυναίκα, δείχνοντάς της
ένα χοντρό γυαλιστερό περιοδικό.
Η Ελίζαμπεθ χαμήλωσε το βλέμμα στο περιοδικό και
αντίκρισε έκπληκτη το πρόσωπό της.
«Γιατί το μυαλό τους μετράει» ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλο του
Vogue.
Καθώς περπατούσαν στον διάδρομο, με τον ήχο των τακουνιών
τους να έρχεται σε οξεία αντίθεση με τους μουντούς ήχους που
έβγαζαν οι γεννήτριες και οι ανεμιστήρες από τα διάφορα
εργαστήρια, η Φρασκ ενημέρωσε την Ελίζαμπεθ ότι η
συνάντηση θα γινόταν στο παλιό εργαστήριο του Κάλβιν.
«Γιατί εκεί;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ.
«Επέμενε ο χορηγός».
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω, δεσποινίς Ζοτ» είπε ο Ουίλσον,
ξεδιπλώνοντας τα μακριά του πόδια από τη θέση του στο
σκαμνί.
Έτεινε
το
χέρι
του,
ενώ
η
Ελίζαμπεθ
τον
περιεργαζόταν: περιποιημένα γκρίζα μαλλιά, λαδιά μάτια, ριγέ
μάλλινο κοστούμι. Ο Εξίμισι, με τη σειρά του, τον μύρισε καλά
καλά κι έπειτα στράφηκε στην Ελίζαμπεθ: Όλα εντάξει.
« Ήθελα καιρό τώρα να σας γνωρίσω» δήλωσε ο Ουίλσον.
«Εκτιμούμε ιδιαίτερα την προθυμία σας να μας συναντήσετε
έτσι βιαστικά».
«Να σας συναντήσω;» απόρησε η Ελίζαμπεθ.
«Εννοεί
εμένα»
διευκρίνισε
μια
πενηντάρα
γυναίκα,
μπαίνοντας από τον χώρο των προμηθειών του εργαστηρίου με
ένα ντοσιέ στο χέρι. Τα μαλλιά της ήταν κάποτε ξανθά, όμως
παραδίδονταν σιγά σιγά στον χρόνο που περνούσε. Όπως ο
Ουίλσον έτσι κι εκείνη φορούσε κοστούμι, όμως το δικό της
είχε φωτεινό μπλε χρώμα και, παρότι καλοραμμένο, έδειχνε
λιγότερο σοβαρό χάρη σε μια φτηνιάρικη καρφίτσα σε σχήμα
μαργαρίτας που ήταν στερεωμένη στο πέτο της. « Έιβερι
Πάρκερ»
συστήθηκε
αμήχανα,
σφίγγοντας
το
χέρι
της
Ελίζαμπεθ. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω».
Ο Εξίμισι, αφού ολοκλήρωσε την επιθεώρηση του Ουίλ­σον,
πήγε να διερευνήσει την Πάρκερ. Οσφράνθηκε το πόδι της.
«Γεια σου, Εξίμισι» είπε εκείνη. Έσκυψε κι έφερε το κεφάλι
του στον μηρό της. Εκείνος τη μύρισε προσεκτικά κι έπειτα
έκανε πίσω έκπληκτος. «Θα μύρισε τον σκύλο μου μάλλον»
υπέθεσε η γυναίκα και τον τράβηξε πάλι κοντά της. «Ο
Μπίνγκο είναι θαυμαστής σου» τον ενημέρωσε, χαμηλώνοντας
το βλέμμα της πάνω του. «Λάτρευε να σε βλέπει στην
εκπομπή».
Τι εξαιρετικά ευφυές ανθρώπινο ον.
«Θα χρειαστούμε έναν πλήρη κατάλογο των υλικών από κάθε
εργαστήριο» είπε γυρνώντας προς τη Φρασκ. «Επίσης, θα
πρέπει να μας πείτε τι χρειάζεστε, δεσποινίς Ζοτ, για την
έρευνά σας» πρόσθεσε με σεβασμό. «Την έρευνά σας εδώ στο
Χέιστινγκς εννοώ».
«Για να συνεχίσετε τη δουλειά σας με την αβιογένεση»
παρενέβη
ο
Ουίλσον.
«Στην
τελευταία
εκπομπή
σας
ανακοινώσατε την πρόθεσή σας να επιστρέψετε στην έρευνα.
Γιατί όχι εδώ λοιπόν; Ποιο μέρος θα ήταν καλύτερο;»
Η Ελίζαμπεθ έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Πολλά» είπε ξερά.
Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί σ’ αυτό το δωμάτιο ήταν
μαζί της και η Φρασκ, μόνο που τότε την ενημέρωνε πως τα
πράγματα του Κάλβιν είχαν μεταφερθεί, πως ο Εξίμισι δεν
έπρεπε να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί και πως κουβαλούσε
τη Μάντλεν στην κοιλιά της. Κοίταξε τον θλιβερό πίνακα που
ήταν γεμάτος με τις σημειώσεις κάποιου άλλου κι έπειτα
έστρεψε το βλέμμα της στον κύριο Ουίλσον. Ήταν καθισμένος
στο παλιό σκαμνί του Κάλβιν, ακίνητος σαν άγαλμα.
«Πραγματικά δεν θέλω να σπαταλάω τον χρόνο σας. Δεν
μπορώ να με φανταστώ να επιστρέφω στο Χέιστινγκς. Είναι
προσωπικό το θέμα».
«Καταλαβαίνω» είπε η Έιβερι Πάρκερ. « Ύστερα απ’ όσα
έγιναν εδώ, κανείς δεν σας κατηγορεί. Ωστόσο θα ήθελα να
μου δώσετε την ευκαιρία να σας αλλάξω γνώμη».
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε γύρω της και το βλέμμα της έπεσε σε
μια από τις παλιές πινακίδες του Κάλβιν. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕ­ΤΑΙ Η
ΕΙΣΟΔΟΣ, προειδοποιούσε.
«Λυπάμαι. Άδικος κόπος».
Η Έιβερι Πάρκερ κοίταξε τον Ουίλσον, που με τη σειρά του
κοίταξε τη Φρασκ.
«Τι θα λέγατε για λίγο καφέ;» πρότεινε εκείνη και σηκώθηκε
όρθια. «Πάω να τον φτιάξω. Μέχρι να ετοιμαστεί, το Ίδρυμα
Πάρκερ θα σε ενημερώσει για κάποια από τα σχέδιά του».
Πριν όμως προλάβει να διασχίσει το δωμάτιο, άνοιξε απότομα
η πόρτα.
«Ουίλσον!» φώναξε ο Ντονάτι σαν να χαιρετούσε έναν φίλο
απ’ τα παλιά. «Μόλις έμαθα ότι βρίσκεστε στα μέρη μας».
Έσπευσε προς το μέρος του με το χέρι τεντωμένο σαν
ανυπόμονος πωλητής. «Τα παράτησα όλα και ήρθα. Πρακτικά,
είμαι
ακόμη
σε
διακοπές,
όμως…»
Σώπασε
ξαφνικά
αντικρίζοντας έκπληκτος ένα γνώριμο πρόσωπο. «Δεσποινίς
Φρασκ;
Μα
τι…»
Ύστερα
γύρισε
το
κεφάλι
προς
μια
συνοφρυωμένη μεσόκοπη γυναίκα που κρατούσε ένα ντοσιέ.
Και λίγο πιο πίσω στεκόταν –μα τι στον διάολο;– η Ελίζαμπεθ Ζοτ.
«Γεια σας, δόκτορα Ντονάτι» είπε η Έιβερι, τείνοντάς του το
χέρι την ίδια στιγμή που το δικό του έπεφτε σαν μαραμένο.
«Χαίρομαι που επιτέλους σας συναντώ από κοντά».
«Με συγχωρείτε, αλλά εσείς είστε…» είπε αυτός υπεροπτικά,
προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει το βλέμμα της Ζοτ
όπως αποφεύγει κανείς μια έκλειψη ηλίου.
«Είμαι η Έιβερι Πάρκερ» συστήθηκε η γυναίκα, τραβώντας
πίσω το χέρι της. Κι επειδή εξακολουθούσε να δείχνει
σαστισμένος, πρόσθεσε: «Πάρκερ όπως λέμε Ίδρυμα Πάρκερ».
Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Λυπάμαι
που
διακόψαμε
τις
διακοπές
σας,
δόκτορα
Ντονάτι» συνέχισε η Έιβερι. «Αλλά το ευχάριστο είναι πως πολύ
σύντομα θα έχετε άφθονο χρόνο στη διάθεσή σας».
Ο Ντονάτι κούνησε το κεφάλι και στράφηκε πάλι προς τον
Ουίλσον.
«Όπως σας είπα, αν ήξερα ότι θα ερχόσασταν…»
«Μα δεν θέλαμε να ξέρετε ότι ερχόμασταν» του εξήγησε
ήρεμα ο Ουίλσον. «Θέλαμε να σας κάνουμε έκπληξη. Ή
μάλλον, για να το θέσω πιο σωστά, να σας κάνουμε
αιφνιδιασμό».
«Ο-ορίστε;»
«Αιφνιδιασμό» επανέλαβε ο Ουίλσον. «Ξέρετε εσείς. Αυτό
ακριβώς που κάνατε σ’ εμάς όταν ιδιοποιηθήκατε τα χρήματα
του Ιδρύματος Πάρκερ. Κι αυτό που κάνατε στη δεσποινίδα Ζοτ
–ή μήπως θα έπρεπε να πω στον κύριο Ζοτ;– όταν κλέψατε τη
δουλειά της».
Από την άλλη άκρη του δωματίου η Ελίζαμπεθ ανασήκωσε
έκπληκτη τα φρύδια.
«Για ακούστε εδώ!» είπε ο Ντονάτι, κουνώντας το δάχτυλο
προς τη μεριά της Ζοτ. «Δεν ξέρω τι σας είπε αυτή η γυναίκα,
αλλά
σας
διαβεβαιώνω…»
Άφησε
την
πρότασή
του
μισοτελειωμένη. «Κι εσύ τι στον διάολο κάνεις εδώ;» απαίτησε
να μάθει δείχνοντας τη Φρασκ. «Μετά τα γελοία ψέματα που
έγραψες στο άθλιο γραμματάκι που έστειλες στο Life; Ο
δικηγόρος μου θα υποβάλει μήνυση». Στράφηκε στον Ουίλσον.
«Προφανώς δεν το γνωρίζετε, κύριε Ουίλ­σον, αλλά απολύσαμε
τη Φρασκ πριν από χρόνια. Έχει απωθημένα».
«Ναι, έχει» συμφώνησε ο Ουίλσον. «Και πολλά μάλιστα».
«Ακριβώς» είπε ο Ντονάτι.
«Κι αυτό το γνωρίζω» συνέχισε ο Ουίλσον. «Επειδή είμαι ο
δικηγόρος της».
Εκείνος γούρλωσε τα μάτια.
«Ντονάτι» είπε η Έιβερι Πάρκερ καθώς έβγαζε από την
τσάντα της ένα χαρτί. «Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά έχουμε
λίγο χρόνο στη διάθεσή μας. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι
μια γρήγορη υπογραφή κι έπειτα είστε ελεύθερος». Στο
έγγραφο που κρατούσε στα χέρια της ξεχώριζαν δύο λέξεις:
ειδοποίηση απόλυσης.
Άφωνος, ο Ντονάτι χαμήλωσε το βλέμμα του στο χαρτί, ενώ ο
Ουίλσον του εξηγούσε ότι το Ίδρυμα Πάρκερ είχε αποκτήσει
πρόσφατα την πλειοψηφία των μετοχών στο Χέιστινγκς. Ήταν
το γράμμα της Φρασκ στο περιοδικό Life, εξήγησε, εκείνο που
τους είχε κάνει να ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά και… μπλα
μπλα μπλα… παρανομίες… μπλα μπλα μπλα… αποφάσισαν
τελικά να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους… Τα αυτιά του
Ντονάτι βούιζαν. Το παλιό εργαστήριο του Κάλβιν Έβανς δεν ήταν αυτό;
Από κάπου μακριά άκουγε τον Ουίλσον να μιλάει για
«κακοδιαχείριση»,
«πλαστά
αποτελέσματα
ερευνών»,
«λογοκλοπή». Θεούλη μου, πόσο χρειαζόταν ένα ποτό!
«Θα κάνουμε μερικές περικοπές» ανακοίνωσε η Φρασκ.
«Θα κάνουμε;» πετάχτηκε ξαφνικά ο Ντονάτι.
«Θα κάνω κάποιες περικοπές» διευκρίνισε η Φρασκ.
«Μα εσύ είσαι γραμματέας» είπε ο Ντονάτι ξεφυσώντας, σαν
να είχε βαρεθεί όλο αυτό το τσίρκο. «Και έχεις απολυθεί, το
ξέχασες;»
«Η Φρασκ είναι η νέα υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού» τον
πληροφόρησε ο Ουίλσον. «Της ζητήσαμε να μας βρει νέο
διευθυντή για το Τμήμα Χημείας».
«Μα εγώ είμαι ο διευθυντής του Τμήματος Χημείας» του
υπενθύμισε ο Ντονάτι.
«Αποφασίσαμε να προσφέρουμε τη θέση σε κάποιον άλλον»
παρενέβη η Έιβερι Πάρκερ και έκανε ένα νεύμα προς την
Ελίζαμπεθ.
Εκείνη τινάχτηκε ξαφνιασμένη.
«Αποκλείεται!» άστραψε και βρόντηξε ο Ντονάτι.
«Δεν
σας
ρώτησα»
του
αντιγύρισε
η
Έιβερι,
με
την
ειδοποίηση απόλυσης στο χέρι. «Αν το προτιμάτε όμως,
μπορούμε να αφήσουμε ν’ αποφασίσει για την εργασιακή σας
τύχη κάποιος που γνωρίζει πραγματικά τη δουλειά σας». Και
έτεινε για δεύτερη φορά το κεφάλι προς τη μεριά της
Ελίζαμπεθ.
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της, όμως εκείνη δεν
φάνηκε να το προσέχει. Είχε επικεντρωθεί στον έξαλλο
Ντονάτι. Με τα χέρια στη μέση, έσκυψε ελαφρώς μπροστά,
μισοκλείνοντας τα μάτια σαν να κοιτούσε σε μικροσκόπιο.
Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Έπειτα ίσιωσε πάλι το σώμα
της, σαν να είχε δει αρκετά.
«Λυπάμαι, Ντονάτι» του είπε, δίνοντάς του ένα στιλό.
«Απλώς δεν είσαι αρκετά έξυπνος».
43
Θνησιγενές
«Ε λάχιστοι άνθρωποι με εκπλήσσουν, κυρία Πάρκερ» είπε η
Ελίζαμπεθ, παρακολουθώντας με το βλέμμα τη Φρασκ που
συνόδευε έξω τον Ντονάτι. «Κι εσείς είστε ένας απ’ αυτούς».
Η Έιβερι Πάρκερ κούνησε το κεφάλι.
«Ωραία. Η πρόταση που σας κάνουμε είναι ειλικρινής. Ελπίζω
να την αποδεχτείτε. Και, παρεμπιπτόντως, είναι δεσποινίς
Πάρκερ. Δεν είμαι παντρεμένη. Μάλιστα, δεν υπήρ­ξα ποτέ
παντρεμένη» πρόσθεσε.
«Ούτε εγώ» είπε η Ελίζαμπεθ.
«Ναι» απάντησε η Έιβερι Πάρκερ, με τη φωνή της να
χαμηλώνει μία οκτάβα. «Το γνωρίζω».
Η Ελίζαμπεθ διέκρινε τη διαφορά στη χροιά της κι ένιωσε
έναν στιγμιαίο εκνευρισμό. Εξαιτίας του Life, όλος ο κόσμος
ήξερε
ότι
η
Μάντλεν
είχε
γεννηθεί
εκτός
γάμου,
με
αποτέλεσμα ν’ ακούει όλη την ώρα αυτόν τον τόνο στη φωνή
των ανθρώπων γύρω της.
«Δεν ξέρω τι γνωρίζετε για το Ίδρυμα Πάρκερ» άρχισε να λέει
ο Ουίλσον, κόβοντας βόλτες στο εργαστήριο και σταματώντας
κάθε τόσο για να διαβάσει μια περιγραφή σε κάποιον φάκελο.
«Γνωρίζω ότι επικεντρώνεται στην επιστημονική έρευνα»
απάντησε η Ελίζαμπεθ, στρέφοντας το βλέμμα της πάνω του.
«Αλλά ότι ξεκίνησε ασχολούμενο με αγαθοεργίες σε καθολικά
θρησκευτικά ιδρύματα: εκκλησίες, χορωδίες, ορφανοτροφεία–»
Σταμάτησε ξαφνικά, έχοντας αίφνης αντιληφθεί τη σημασία
της τελευταίας λέξης της. Παρατήρησε τον Ουίλσον πιο
προσεκτικά.
«Ναι, οι ιδρυτές μας ήταν αφοσιωμένοι σε αγαθοεργίες
θρησκευτικού χαρακτήρα, ωστόσο η δική μας αποστολή έχει
καθαρά κοσμική φύση: προσπαθούμε να εντοπίζουμε τους
καλύτερους επιστήμονες που ασχολούνται με τα πιο καίρια
θέματα της εποχής μας». Άφησε στην άκρη τον φάκελο που
κρατούσε, σαν να έλεγε ότι δεν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία.
«Πριν από επτά χρόνια, όταν χρηματοδοτήσαμε την έρευνά σας
για την αβιογένεση, ο λόγος ήταν ακριβώς αυτός. Είτε το
γνωρίζετε είτε όχι, δεσποινίς Ζοτ, εσείς ήσασταν εξαρχής η
αιτία που ήρθαμε σε επαφή με το Χέιστινγκς. Εσείς και ο
Κάλβιν Έβανς».
Μόλις άκουσε το όνομα του Κάλβιν, ένιωσε το στήθος της να
σφίγγεται.
«Περίεργη αυτή η ιστορία με τον Έβανς» συνέχισε ο Ουίλσον.
«Κανείς δεν φαίνεται να ξέρει τι απέγινε το έργο του».
Τα λόγια του τη χτύπησαν σαν κυκλώνας. Πήρε ένα σκαμνί
και
κάθισε,
παρακολουθώντας
τον
να
τριγυρίζει
στο
εργαστήριο ψαχουλεύοντας εδώ κι εκεί σαν αρχαιολόγος,
εξετάζοντας κάθε γωνιά λες και θα τον οδηγούσε σε κάτι
σημαντικό.
«Ξέρω πως έχετε ήδη ξεκαθαρίσει τη θέση σας» πήρε πάλι τον
λόγο «αλλά θεώρησα πως θα σας ενδιέφερε να μάθετε ότι
σκοπεύουμε
να
αναβαθμίσουμε
μεγάλο
μέρος
του
εξοπλισμού». Έδειξε ένα ράφι όπου στεκόταν αχρησιμοποίητη
μια ξεπερασμένη συσκευή απόσταξης. Όπως σήκωσε το χέρι
του, φάνηκε φευγαλέα ένα γυαλιστερό μανικετόκουμπο μέσα
από το μανίκι του σακακιού του. «Αυτό εκεί, για παράδειγμα,
μοιάζει να μην έχει χρησιμοποιη­θεί εδώ και χρόνια».
Όμως η Ελίζαμπεθ δεν αντέδρασε. Είχε μαρμαρώσει.
Όταν ο Κάλβιν ήταν δέκα ετών, είχε γράψει στο ημερολόγιό του
για έναν ψηλό άντρα που φαινόταν πλούσιος, φορούσε
γυαλιστερά
μανικετόκουμπα
και
είχε
καταφτάσει
στο
ορφανοτροφείο με μια εντυπωσιακή λιμουζίνα. Πίστευε ότι
μάλλον
χάρη
σ’
αυτόν
τον
άντρα
είχε
αποκτήσει
το
ορφανοτροφείο καινούργια επιστημονικά βιβλία. Όμως, αντί
να χαρεί με το νέο υλικό για διάβασμα, ο Κάλβιν είχε
καταρρακωθεί. Βρίσκομαι εδώ ενώ δεν θα έπρεπε, έγραφε. Και ποτέ
μα ποτέ δεν θα συγχωρήσω αυτόν τον άντρα. Εκείνον. Ποτέ. Ποτέ όσο ζω.
«Κύριε
Ουίλσον».
Η
φωνή
της
Ελίζαμπεθ
ακούστηκε
ιδιαίτερα ψυχρή. «Είπατε ότι το ίδρυμά σας χρηματοδοτεί μόνο
έργα κοσμικής φύσεως. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτά και η
εκπαίδευση;»
«Η
εκπαίδευση;
Μα
ναι,
φυσικά»
απάντησε
εκείνος.
«Στηρίζουμε πολλά πανεπιστήμια…»
«Όχι, εννοώ αν έχετε ποτέ προμηθεύσει βιβλία σε κάποιο
σχολείο…»
«Περιστασιακά, αλλά…»
«Σε ορφανοτροφείο;»
Ο Ουίλσον δεν μίλησε. Το βλέμμα του στράφηκε στην
Πάρκερ.
Στο μυαλό της Ελίζαμπεθ ήρθε το γράμμα του Κάλβιν στον
Γουέικλι: ΜΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ.
«Και συγκεκριμένα σε κάποιο καθολικό ορφανοτροφείο
αρρένων;» διευκρίνισε η Ελίζαμπεθ.
Και πάλι ο Ουίλσον κοίταξε την Πάρκερ.
«Στο Σιου Σίτι της Άιοβα;»
Έπεσε βαριά σιωπή, την οποία διέκοπτε μονάχα το ξαφνικό
θρόισμα ενός ανεμιστήρα.
Η Ελίζαμπεθ κοιτούσε επίμονα τον Ουίλσον με βλέμμα
εχθρικό.
Ξαφνικά όλα έμοιαζαν ξεκάθαρα. Η δουλειά που της
πρόσφεραν ήταν ένα τέχνασμα. Βρίσκονταν εκεί για έναν και
μοναδικό λόγο: να πάρουν στα χέρια τους το έργο του Κάλβιν.
Οι κούτες. Ήξεραν για τις κούτες. Ίσως να τους το είπε η
Φρασκ, ίσως να το μάντεψαν. Πάντως, ο Ουίλσον και η
Πάρκερ είχαν αγοράσει το Χέιστινγκς, κι έτσι το έργο του
Κάλβιν τούς ανήκε νόμιμα. Τη βομβάρδιζαν με φιλοφρονήσεις
και υποσχέσεις με την ελπίδα ότι θα αρκούσαν για να βγουν
στην επιφάνεια οι κούτες. Κι αν δεν τα κατάφερναν έτσι, είχαν
κι έναν τελευταίο άσο στο μανίκι τους.
Ο Κάλβιν Έβανς είχε έναν συγγενή εξ αίματος.
«Ουίλσον, μας επιτρέπεις;» είπε η Πάρκερ με τρεμάμενη
φωνή. «Θα ήθελα να μιλήσω ιδιαιτέρως με τη δεσποινίδα Ζοτ».
«Όχι!» έκανε κοφτά η Ελίζαμπεθ. « Έχω πολλές ερωτήσεις.
Θέλω την αλήθεια…»
Η Πάρκερ κοίταξε τον συνεργάτη της αποκαμωμένη.
«Μην ανησυχείς, Ουίλσον. Θα τα πούμε σε λίγα λεπτά».
Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Ελίζαμπεθ στράφηκε στην Έιβερι
Πάρκερ.
«Ξέρω πολύ καλά τι ακριβώς γίνεται εδώ» της είπε. «Ξέρω
γιατί μου ζητήσατε να έρθω».
«Σας ζητήσαμε να έρθετε για να σας προσφέρουμε δουλειά»
απάντησε η Πάρκερ. «Αυτός είναι ο μοναδικός μας στόχος.
Θαυμάζουμε το έργο σας από καιρό».
Η Ελίζαμπεθ περιεργάστηκε το πρόσωπο της γυναίκας,
αναζητώντας σημάδια εξαπάτησης.
«Κοιτάξτε» συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή «δεν έχω κάποιο
πρόβλημα μαζί σας. Μόνο με τον Ουίλσον. Πόσον καιρό τον
ξέρετε;».
«Δουλεύουμε μαζί σχεδόν τριάντα χρόνια, άρα θα έλεγα ότι
τον ξέρω πολύ καλά».
« Έχει παιδιά;»
Η Πάρκερ κοίταξε απορημένη την Ελίζαμπεθ.
«Δεν νομίζω ότι αυτό είναι δική σας δουλειά. Αλλά όχι».
«Είστε σίγουρη;»
«Φυσικά και είμαι σίγουρη. Είναι ο δικηγόρος μου. Το ίδρυμα
είναι δικό μου, δεσποινίς Ζοτ, αλλά ο άνθρωπος που φαίνεται
είναι εκείνος».
«Και γιατί αυτό;» επέμεινε η Ελίζαμπεθ.
Η Έιβερι Πάρκερ την κοίταξε ατάραχα.
«Εκπλήσσομαι που ρωτάτε. Μπορεί να έχω σημαντικά
περιουσιακά
στοιχεία,
αλλά,
όπως
συμβαίνει
με
τις
περισσότερες γυναίκες στον κόσμο, τα χέρια μου είναι δεμένα.
Ούτε
μια
επιταγή
δεν
μπορώ
να
κόψω
αν
δεν
την
προσυπογράψει και ο Ουίλσον».
«Μα πώς γίνεται αυτό; Μιλάμε για το Ίδρυμα Πάρκερ» τόνισε
η Ελίζαμπεθ. «Όχι για το Ίδρυμα Ουίλσον».
Η Πάρκερ ρουθούνισε.
«Ναι, ένα ίδρυμα που κληρονόμησα με την προϋπόθεση ότι ο
σύζυγός μου θα έπαιρνε όλες τις οικονομικές αποφάσεις. Κι
επειδή ήμουν ανύπαντρη, το συμβούλιο διόρισε διαχειριστή
τον Ουίλσον. Εφόσον εξακολουθώ να είμαι ανύπαντρη, ο
Ουίλσον συνεχίζει να κρατάει τα ηνία. Δεν είστε η μόνη που
στη ζωή της αγωνίστηκε μάταια, δεσποινίς Ζοτ». Σηκώθηκε
όρθια, στρώνοντας με απότομες κινήσεις το σακάκι της.
«Ωστόσο είμαι τυχερή, ο Ουίλσον είναι έντιμος άνθρωπος».
Στράφηκε απότομα να φύγει. Καθώς απομακρυνόταν, η
Ελίζαμπεθ της έκανε άλλη μια ερώτηση, αλλά η Έιβερι Πάρκερ
την αγνόησε. Μα τι στο καλό είχε στο μυαλό της; Η Ελίζαμπεθ Ζοτ
δεν ήθελε να επιστρέψει στο Χέιστινγκς, και ίσως, δεδομένων
των δηκτικών σχολίων της για τον Ουίλσον –και για όλα τα
υπόλοιπα θέματα–, θα ήταν καλύτερα για όλους να μην
επέστρεφε. Η Έιβερι σήκωσε ενστικτωδώς το χέρι της και
άγγιξε τη φτηνιάρικη καρφίτσα με τη μαργαρίτα στο πέτο της.
Τι ανόητη γυναίκα που ήταν! Να αγοράσει το Χέιστινγκς, να
κουβαληθεί μέχρι εδώ για να γνωρίσει τη Ζοτ… Εντάξει,
ανέκαθεν τη γοήτευε εκείνη και η έρευνά της – κάποτε
ονειρευόταν και η ίδια να γίνει επιστήμονας. Όμως, αντί γι’
αυτό, είχε ανατραφεί για να γίνει αποκλειστικά και μόνο ένα
πράγμα: ευπρεπής. Δυστυχώς, σύμφωνα με τους γονείς της
και την Καθολική Εκκλησία, είχε αποτύχει και σ’ αυτό.
«Δεσποινίς Πάρκερ…» επέμεινε η Ελίζαμπεθ.
«Δεσποινίς Ζοτ» αντιγύρισε με αντίστοιχη έμφαση η Έιβερι.
« Έκανα λάθος. Δεν θέλετε να γυρίσετε στο Χέιστινγκς. Εντάξει
λοιπόν. Δεν θα σας παρακαλέσω κιόλας».
Η Ελίζαμπεθ, έκπληκτη, πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Μια ζωή παρακαλάω» συνέχισε η Πάρκερ. «Βαρέθηκα πια».
Η Ελίζαμπεθ παραμέρισε μια τούφα μαλλιά από το πρόσωπό
της.
«Στο κάτω κάτω, δεν είμαι εγώ αυτό που θέλετε, έτσι δεν
είναι;» είπε με ένταση. «Μόνο οι κούτες σάς ενδιαφέρουν».
Η Έιβερι έγειρε το κεφάλι στο πλάι σαν να μην άκουσε καλά.
«Οι κούτες;»
«Καταλαβαίνω. Αγοράσατε το Χέιστινγκς, σας ανήκουν. Αλλά
όλη αυτή η κωμωδία…»
«Ποια κωμωδία;»
«Θέλω να μάθω για τους Αγίους Πάντες. Έχω δικαίωμα να
μάθω».
«Ορίστε;» έκανε η Πάρκερ. «Δικαίωμα; Επιτρέψτε μου να σας
πω ένα μικρό μυστικό για τα δικαιώματα: δεν υπάρχουν».
«Για τους πλούσιους υπάρχουν, δεσποινίς Πάρκερ» είπε
απότομα η Ελίζαμπεθ. «Μιλήστε μου για τον Ουίλσον. Για τον
Ουίλσον και τον Κάλβιν».
Η Έιβερι Πάρκερ την κοίταξε σαστισμένη.
«Για τον Ουίλσον και τον Κάλβιν; Όχι, όχι…» μουρμούρισε,
κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.
«Σας επαναλαμβάνω ότι έχω το δικαίωμα να μάθω».
Η Έιβερι στηρίχτηκε με τα δυο της χέρια στον πάγκο.
«Δεν σκόπευα να το κάνω σήμερα αυτό».
«Ποιο;»
« Ήθελα πρώτα να σας γνωρίσω καλύτερα» συνέχισε η Έιβερι.
«Και αυτό είναι, νομίζω, δικό μου δικαίωμα. Να μάθω ποια
είστε εσείς».
Η Ελίζαμπεθ σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος.
«Ορίστε;»
Η Έιβερι πήρε το σφουγγάρι του πίνακα.
«Ακούστε, πρέπει… Πρέπει να σας πω μια ιστορία».
«Δεν ενδιαφέρομαι για ιστορίες».
«Είναι για ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι» συνέχισε απτόη­τη η
Έιβερι Πάρκερ «που ερωτεύτηκε έναν νεαρό άντρα. Είναι μια
αρκετά συνηθισμένη ιστορία» συμπλήρωσε με κάποια πικρία.
«Το νέο κορίτσι έμεινε έγκυος και οι επιφανείς γονείς της,
γεμάτοι ντροπή για την ανηθικότητα της κόρης τους, την
έστειλαν σ’ ένα καθολικό ίδρυμα για ανύπαντρες μητέρες».
Γύρισε την πλάτη της στην Ελίζαμπεθ. «Μπορεί να έχετε
ακούσει γι’ αυτά τα ιδρύματα, δεσποινίς Ζοτ. Είναι σαν
φυλακές. Γεμάτα νεαρές γυναίκες με παρόμοια προβλήματα.
Γεννούν
τα
μωρά
τους
κι
ύστερα
τα
παραδίδουν.
Οι
περισσότερες υπογράφουν ένα επίσημο έγγραφο. Εκείνες που
αρνούνται να το κάνουν δέχονται απειλές ότι θα γεννήσουν
ολομόναχες,
με
κίνδυνο
να
πεθάνουν.
Παρά
τις
προειδοποιήσεις, το δεκαεπτάχρονο κορίτσι αρνήθηκε να
υπογράψει. Επέμενε ότι είχε δικαιώματα».
Η Πάρκερ σώπασε και κούνησε το κεφάλι σαν να μην
μπορούσε ακόμη να πιστέψει την τόση αφέλεια.
«Όταν έφτασε η ώρα του τοκετού, τηρώντας τις υποσχέσεις
τους, την έκλεισαν μόνη σ’ ένα δωμάτιο και κλείδωσαν την
πόρτα. Έμεινε εκεί ουρλιάζοντας από τους πόνους για μία
ολόκληρη μέρα. Κάποια στιγμή ο γιατρός, εξοργισμένος από τη
φασαρία, αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Μπήκε μέσα και της
έκανε αναισθησία. Όταν συνήλθε ώρες αργότερα, της είπαν το
θλιβερό νέο. Το μωρό της ήταν θνησιγενές. Είχε γεννηθεί
νεκρό. Σοκαρισμένη, ζήτησε να το δει, όμως ο γιατρός τής
είπε ότι το είχαν ήδη ξεφορτωθεί».
Γυρίζοντας προς την Ελίζαμπεθ, η Έιβερι Πάρκερ συνέχισε,
με το πιγούνι σφιγμένο από την ένταση:
«Δέκα χρόνια αργότερα μια νοσοκόμα από το ίδρυμα των
ανύπαντρων μητέρων επικοινώνησε με την εικοσιεπτάχρονη
πλέον νεαρή γυναίκα. Της ζήτησε χρήματα για να της πει την
αλήθεια. Της αποκάλυψε πως το μωρό της δεν είχε πεθάνει,
αλλά, όπως και όλα τα υπόλοιπα μωρά, είχε δοθεί για υιοθεσία.
Μόνο που οι θετοί γονείς του είχαν σκοτωθεί σε ένα τραγικό
δυστύχημα, το ίδιο και η θεία του που είχε αναλάβει να το
μεγαλώσει. Το παιδί είχε μεταφερθεί σ’ ένα ορφανοτροφείο
στην Άιοβα με την ονομασία Άγιοι Πάντες».
Η Ελίζαμπεθ έμεινε αποσβολωμένη.
«Τη μέρα εκείνη» είπε η Έιβερι Πάρκερ με βλέμμα απλανές
και φωνή θλιμμένη «η νεαρή γυναίκα άρχισε την αναζήτηση
για να βρει τον γιο της». Σώπασε για λίγο κι ύστερα πρόσθεσε:
«Τον γιο μου».
Η Ελίζαμπεθ έκανε πίσω ξαφνιασμένη. Το πρόσωπό της
έχασε μεμιάς όλο του το χρώμα.
«Είμαι η βιολογική μητέρα του Κάλβιν Έβανς» είπε αργά η
Έιβερι Πάρκερ, με τα γκρίζα μάτια της γεμάτα δάκρυα. «Και,
με την άδειά σας, δεσποινίς Ζοτ, θα ήθελα πολύ να γνωρίσω
την εγγονή μου».
44
Το βελανίδι
Ή
ταν λες και στο δωμάτιο δεν υπήρχε αέρας. Η Ελίζαμπεθ
κοιτούσε επίμονα την Έιβερι Πάρκερ, μην ξέροντας τι να
κάνει. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Ο Κάλβιν στο ημερολόγιό
του έλεγε ότι η βιολογική του μητέρα είχε πεθάνει στη γέννα.
«Δεσποινίς Πάρκερ» είπε διστακτικά, σαν να περπατούσε
πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. «Πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν
στο πέρασμα των χρόνων να εκμεταλλευτούν τον Κάλβιν.
Παριστάνοντας σε πολλές περιπτώσεις ότι ήταν χαμένοι
συγγενείς του. Η ιστορία σας…» Σώπασε. Έφερε στο μυαλό της
όλα εκείνα τα γράμματα που είχε κρατήσει ο Κάλβιν. Την
πονεμένη μητέρα που του είχε γράψει πολλές φορές. «Εφόσον
ξέρατε ότι βρίσκεται στο ορφανοτροφείο, γιατί δεν πήγατε να
τον πάρετε;»
«Πήγα» απάντησε η Έιβερι Πάρκερ. « Ή μάλλον έστειλα τον
Ουίλσον. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν είχα το θάρρος να
πάω η ίδια». Σηκώθηκε όρθια και προχώρησε κατά μήκος του
πάγκου. «Πρέπει να καταλάβετε. Για πολύ καιρό νόμιζα ότι το
παιδί μου ήταν νεκρό. Και ξαφνικά έμαθα πως ζούσε.
Φοβόμουν ακόμα και να ελπίζω. Όπως ο Κάλβιν έτσι κι εγώ
μπήκα πολλές φορές στο στόχαστρο απατεώνων. Δεκάδες
άνθρωποι έχουν κατά καιρούς ισχυριστεί ότι ήταν συγγενείς
μου. Έτσι, έστειλα τον Ουίλσον» επανέλαβε, χαμηλώνοντας το
κεφάλι σαν να μετάνιωνε για εκείνη την απόφασή της για
πεντηκοστή φορά. «Τον έστειλα στους Αγίους Πάντες την
επόμενη κιόλας μέρα».
Η αντλία κενού τέθηκε πάλι σε λειτουργία, πλημμυρίζοντας
το εργαστήριο μ’ έναν ήχο σαν σφύριγμα.
«Και…» την παρότρυνε η Ελίζαμπεθ.
«Και… ο επίσκοπος ενημέρωσε τον Ουίλσον ότι ο Κάλβιν
ήταν…» Δίστασε να συνεχίσει.
« Ήταν τι;» επέμεινε η Ελίζαμπεθ. «Τι;»
Το πρόσωπο της γυναίκας σκοτείνιασε.
«Νεκρός».
Η
Ελίζαμπεθ
έμεινε
εμβρόντητη.
Το
ορφανοτροφείο
χρειαζόταν χρήματα, ο επίσκοπος διέκρινε μια ευκαιρία και
επινόησε ένα ταμείο εις μνήμην του υποτιθέμενου νεκρού
παιδιού. Τα γεγονότα ξεχύνονταν από το στόμα της δύστυχης
γυναίκας άχρωμα και βιαστικά.
«Εσείς έχετε χάσει ποτέ κάποιον δικό σας;» ρώτησε ξαφνικά η
Έιβερι με έναν ψυχρό τόνο στη φωνή.
«Τον αδερφό μου».
«Από ασθένεια;»
«Αυτοκτονία».
«Θεέ μου!» αναφώνησε η Έιβερι. «Άρα ξέρετε πώς είναι να
νιώθεις υπεύθυνη για τον θάνατο κάποιου».
Η Ελίζαμπεθ ταράχτηκε. Τα λόγια αυτά είχαν χτυπήσει
φλέβα, κάνοντας το στομάχι της να σφιχτεί σαν κορδόνια
παπουτσιών δεμένα διπλό κόμπο.
«Μα δεν σκοτώσατε εσείς τον Κάλβιν» παρατήρησε με βαριά
καρδιά.
«Όχι» απάντησε η Πάρκερ με φωνή που μαρτυρούσε τις
αφόρητες ενοχές της. « Έκανα κάτι πολύ χειρότερο: τον
έθαψα».
Από
τη
βορινή
πλευρά
του
δωματίου
ακούστηκε
ένας
χρονοδιακόπτης και η Ελίζαμπεθ πήγε τρέμοντας να τον
κλείσει. Έπειτα έμεινε για λίγο ακίνητη εκεί και κοίταξε τη
γυναίκα που στεκόταν δίπλα στον πίνακα. Έγερνε προς τα
δεξιά. Ο Εξίμισι σηκώθηκε και πλησίασε την Έιβερι. Πίεσε τη
μουσούδα του πάνω στον μηρό της. Ξέρω πώς είναι ν’ απογοη­τεύεις
κάποιον που αγαπάς.
«Οι γονείς μου χρηματοδοτούσαν από καιρό ιδρύματα για
ανύπαντρες μητέρες και ορφανοτροφεία» συνέχισε η Έιβερι, με
το χέρι της στο κεφάλι του σκύλου. «Νόμιζαν πως αυτό τους
έκανε καλούς ανθρώπους. Ωστόσο εξαιτίας της τυφλής πίστης
τους στην Καθολική Εκκλησία ο γιος μου έμεινε ορφανός».
Έκανε μια παύση. «Χρηματοδότησα ένα φιλανθρωπικό ταμείο
εις μνήμην του γιου μου πριν καν πεθάνει, δεσποινίς Ζοτ» είπε
με κομμένη ανάσα. «Τον έθαψα δύο φορές».
Η Ελίζαμπεθ ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα ναυτίας.
«Όταν γύρισε από το ορφανοτροφείο ο Ουίλσον, έπεσα σε
βαθιά κατάθλιψη. Δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να δω τον γιο
μου, να τον πάρω στην αγκαλιά μου, ν’ ακούσω τη φωνή του.
Και, ακόμα χειρότερα, θα έπρεπε να ζήσω γνωρίζοντας πόσο
είχε υποφέρει. Είχε χάσει εμένα, είχε χάσει τους θετούς γονείς
του και τη θεία του και είχε καταλήξει σ’ ένα άθλιο
ορφανοτροφείο. Κι όλες αυτές οι απώλειες είχαν την υπογραφή
και τη σφραγίδα της εκκλησίας». Σώπασε απότομα και
κοκκίνισε.
«Εσείς
δεν
πιστεύετε
στον
Θεό
για
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, δεσποινίς Ζοτ» ξέσπασε. «Ε
λοιπόν, εγώ δεν πιστεύω στον Θεό για ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ».
Τα λόγια της ήταν σαν μαχαιριές. Η Ελίζαμπεθ προσπάθησε
να μιλήσει, αλλά δεν έβγαινε ούτε λέξη από το στόμα της.
«Η μοναδική απόφαση που κατάφερα να πάρω» συνέχισε η
Έιβερι Πάρκερ, προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχο της
φωνής της, «ήταν να εξασφαλίσω ότι όλα τα χρήματα της
δωρεάς θα δίνονταν για την επιστημονική κατάρτιση των
παιδιών. Βιολογία. Χημεία. Φυσική. Και γυμναστική. Ο
πατέρας του Κάλβιν –ο βιολογικός του πατέρας, εννοώ– ήταν
αθλητής.
Κωπηλάτης.
Γι’
αυτό
και
τα
αγόρια
στο
Ορφανοτροφείο των Αγίων Πάντων μάθαιναν κωπηλασία. Ήταν
μια συμβολική χειρονομία. Προς τιμήν του».
Η Ελίζαμπεθ έφερε στο μυαλό της τον Κάλβιν. Ήταν σαν να
τον έβλεπε μπροστά της. Οι δυο τους βρίσκονταν στη δίκωπη
λέμβο και το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φως της αυγής.
Χαμογελούσε, με το ένα του χέρι στο κουπί και το άλλο
απλωμένο προς το μέρος της.
« Έτσι μπήκε στο Κέμπριτζ» παρατήρησε, ενώ η εικόνα
έσβηνε αργά αργά. «Με υποτροφία στην κωπηλασία».
Το σφουγγάρι έπεσε από το χέρι της Έιβερι.
«Δεν είχα ιδέα».
Τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν σιγά σιγά στη θέση τους, αλλά
κάτι εξακολουθούσε να μην της κολλάει.
«Όμως… πώς μάθατε τελικά ότι ο Κάλβιν…»
«Από το περιοδικό Chemistry Today» εξήγησε η Πάρκερ και
ήρθε να καθίσει στο σκαμνί δίπλα στην Ελίζαμπεθ. «Αυτό που
τον είχε εξώφυλλο. Ακόμη τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ο
Ουίλσον όρμησε στο γραφείο μου κραδαίνοντάς το. “Δεν θα το
πιστέψετε” μου είπε. Σήκωσε επιτόπου το τηλέφωνο και
κάλεσε τον επίσκοπο. Φυσικά, εκείνος επέμεινε ότι επρόκειτο
απλώς για σύμπτωση. “Το όνομα Έβανς” είπε “είναι πολύ
συνηθισμένο”. Ήξερα ότι έλεγε ψέματα και σκόπευα να κάνω
μήνυση, όμως ο Ουίλσον με έπεισε πως η δημοσιότητα θα
ήταν όχι μόνο καταστροφική για το ίδρυμά μας αλλά και
ντροπιαστική για τον Κάλβιν». Έγειρε πίσω και πήρε μια βαθιά
ανάσα
προτού
συνεχίσει:
«Διέκοψα
κατευθείαν
τη
χρηματοδότηση. Έπειτα έγραψα στον Κάλβιν – αρκετές φορές.
Στα γράμματά μου του εξηγούσα την κατάσταση όσο καλύτερα
μπορούσα, του ζητούσα να συναντηθούμε, τον ενημέρωνα ότι
ήθελα να χρηματοδοτήσω την έρευνά του. Φαντάζομαι τι θα
σκέφτηκε…» είπε θλιμμένα. «Μια γυναίκα να του γράφει
ξαφνικά και να ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του! Ίσως
πράγματι όλα αυτά να είναι της φαντασίας μου, γιατί δεν μου
απάντησε ποτέ».
Η Ελίζαμπεθ σάστισε. Τα γράμματα της πονεμένης μητέρας
ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια της, με την υπογραφή να
αποκτά ξαφνικά μια ανελέητη καθαρότητα: Έιβερι Πάρκερ.
«Μα σίγουρα αν κανονίζατε να τον συναντήσετε… Αν
ερχόσασταν αεροπορικώς στην Καλιφόρνια…»
Το πρόσωπο της Έιβερι έγινε κάτωχρο.
«Ακούστε: είναι άλλο πράγμα να αναζητάς απεγνωσμένα ένα
παιδί κι άλλο το παιδί να έχει γίνει ενήλικας. Αυτό αλλάζει τα
πάντα. Αποφάσισα να προχωρήσω αργά. Να του δώσω χρόνο
να επεξεργαστεί την πιθανότητα της ύπαρξής μου, να ελέγξει
το ίδρυμά μου, να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχα λόγο να τον
εξαπατήσω. Ήξερα ότι μπορεί να περνούσαν και χρόνια.
Πιέστηκα για να δείξω υπομονή. Όμως, καθώς φαίνεται…
δεδομένων των εξελίξεων…» Κάρφωσε το βλέμμα της σε μια
στοίβα από σημειωματάρια. «Μάλλον περίμενα υπερβολικά
πολύ».
«Θεούλη μου!» έκανε η Ελίζαμπεθ κι έκρυψε το πρόσωπό της
στα χέρια της.
«Ωστόσο» συνέχισε μονότονα η Πάρκερ «παρακολουθούσα
την πορεία της καριέρας του. Σκεφτόμουν ότι ίσως μου δινόταν
μια ευκαιρία, ίσως έβρισκα έναν τρόπο να τον βοηθήσω. Αλλά
αποδείχτηκε πως δεν χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Εσύ όμως τη
χρειαζόσουν».
«Μα πώς ξέρατε ότι ο Κάλβιν κι εγώ ήμασταν…»
«Μαζί;» Ένα αδιόρατο μελαγχολικό χαμόγελο σχηματίστηκε
στα χείλη της. «Όλοι γι’ αυτό μιλούσαν. Από τη στιγμή που ο
Ουίλσον πάτησε το πόδι του στο Χέιστινγκς άκουγε συνεχώς
υπονοούμενα για τον Κάλβιν Έβανς και για το σκάνδαλο της
σχέσης του. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που, όταν ο
Ουίλσον ανακοίνωσε πως είχε έρθει για να χρηματοδοτήσει την
αβιογένεση, ο Ντονάτι έβαλε τα δυνατά του να τον στρέψει
αλλού. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να πετύχει ο
Κάλβιν ή οποιοσδήποτε σχετιζόταν μαζί του. Έπειτα, ήσουν και
γυναίκα. Ο Ντονάτι υπέθετε ότι οι περισσότεροι χρηματοδότες
δεν θα επιχορηγούσαν μια γυναίκα».
«Και πώς μπορέσατε εσείς, απ’ όλους τους ανθρώπους, να
ανεχτείτε κάτι τέτοιο;»
«Σχεδόν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, αλλά ένα κομμάτι μου
το ευχαριστιόταν βλέποντάς τον στριμωγμένο κατ’ αυτόν τον
τρόπο. Ξεπέρασε τον εαυτό του για να πείσει τον Ουίλσον ότι
είστε άντρας. Όμως ο Ουίλσον σχεδίαζε να σας συναντήσει
χωρίς να το μάθει ο Ντονάτι. Είχε κλείσει, μάλιστα, και
εισιτήριο για να έρθει αεροπορικώς. Αλλά τότε…» Η φωνή της
έσβησε.
«Τι;»
«Τότε πέθανε ο Κάλβιν» είπε εκείνη. «Και η δουλειά σας
φάνηκε να πεθαίνει μαζί του».
Η Ελίζαμπεθ πήρε μια έκφραση σαν να είχε μόλις φάει
χαστούκι.
«Δεσποινίς Πάρκερ, με απέλυσαν».
Η Έιβερι Πάρκερ άφησε έναν στεναγμό.
«Τώρα το ξέρω, χάρη στη δεσποινίδα Φρασκ. Όμως τότε είχα
σκεφτεί πως ίσως θέλατε να προχωρήσετε στη ζωή σας. Με τον
Κάλβιν δεν είχατε παντρευτεί. Υπέθεσα πως τα αισθήματά σας
μπορεί να μην ήταν αμοιβαία. Όλοι έλεγαν ότι ήταν πολύ
δύσκολος άνθρωπος, μνησίκακος. Προφανώς δεν είχα ιδέα ότι
είχατε μείνει έγκυος. Στη νεκρολογία των LA Times αναφερόταν
πως τον γνωρίζατε ελάχιστα». Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Παρεμπιπτόντως, ήμουν εκεί. Στην κηδεία του».
Η Ελίζαμπεθ γούρλωσε τα μάτια.
«Ο Ουίλσον κι εγώ σταθήκαμε μερικά μέτρα παραπέρα. Ήρθα
για να τον θάψω για τελευταία φορά και να μιλήσω μαζί σας.
Πριν
όμως
καταφέρω
να
βρω
το
θάρρος,
φύγατε.
Απομακρυνθήκατε πριν καν τελειώσει η τελετή». Έκρυψε το
πρόσωπο στα χέρια της, ξεσπώντας σε κλάματα. «Όσο κι αν
ήθελα να πιστέψω πως κάποιος είχε αγαπήσει τον γιο μου…»
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Ελίζαμπεθ λύγισε κάτω από το
ανελέητο βάρος της παρερμήνευσης.
«Μα τον αγαπούσα τον γιο σας, δεσποινίς Πάρκερ!» φώναξε.
«Τον αγαπούσα με όλη μου την καρδιά. Ακόμη τον αγαπάω».
Περιέφερε
το
βλέμμα
της
στο
εργαστήριο
όπου
είχαν
πρωτογνωριστεί με πρόσωπο καταρρακωμένο από τη θλίψη. «Ο
Κάλβιν Έβανς ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στη ζωή μου»
είπε πνιχτά. « Ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο τρυφερός, ο πιο
καλός, ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος…» Σταμάτησε απότομα.
«Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εξηγήσω» είπε με τη φωνή της να
σπάει. «Θα πω μόνο ότι είχαμε χημεία. Αληθινή χημεία. Και
δεν ήταν θέμα τύχης».
Μην αντέχοντας άλλο, τσακισμένη από το συντριπτικό βάρος
της απώλειας, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της Έιβερι
Πάρκερ και έκλαψε όπως ποτέ άλλοτε.
45
Δείπνο στις έξι
Μ
έσα
στο
εργαστήριο
ο
χρόνος
έμοιαζε
να
έχει
σταματήσει. Ο Εξίμισι σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τις
δύο γυναίκες. Τα χέρια της μεσόκοπης κυρίας τύλιγαν την
Ελίζαμπεθ σαν προστατευτικό κουκούλι, καθώς και η ίδια
γνώριζε πολύ καλά αυτό το αίσθημα της απώλειας. Μπορεί ο
Εξίμισι να μη γινόταν ποτέ χημικός, ωστόσο ήταν σκύλος. Και,
ως σκύλος, μπορούσε να καταλάβει έναν μόνιμο δεσμό όταν
τον έβλεπε.
«Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου χωρίς να ξέρω τι
είχε απογίνει ο γιος μου» είπε η Πάρκερ, σφίγγοντας πάνω της
την Ελίζαμπεθ, που έτρεμε ολόκληρη. «Δεν έχω ιδέα πώς ήταν
η θετή του οικογένεια, αν η ιστορία του επισκόπου ήταν εξ
ολοκλήρου ψεύτικη ή εν μέρει αληθινή. Ούτε καν ξέρω τι τον
έφερε στο Χέιστινγκς. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθώ να
γνωρίζω ελάχιστα. Ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε μέχρι πριν από
τρεις μήνες. Οπότε μου ήρθε αυτό το γράμμα».
Έβαλε το χέρι της στην τσάντα κι έβγαλε ένα γράμμα.
Η Ελίζαμπεθ αναγνώρισε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα.
Ήταν της Μάντλεν.
«Η κόρη σας έγραψε στον Ουίλσον αναφέροντας μια εργασία
για ένα γενεαλογικό δέντρο – αυτό που δημοσιεύτηκε και στο
Life. Επέμενε ότι ο πατέρας της είχε μεγαλώσει σ’ ένα
ορφανοτροφείο στο Σιου Σίτι. Με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι το
είχε χρηματοδοτήσει στο παρελθόν ο Ουίλσον. Ήθελε να τον
ευχαριστήσει προσωπικά και να του πει ότι το Ίδρυμα Πάρκερ
συμπεριλαμβανόταν στο δέντρο της. Αρχικά σκέφτηκα πως
ίσως το γράμμα να ήταν μια φάρσα, όμως περιείχε τόσο πολλές
λεπτομέρειες
που
ταίριαζαν…
Συνήθως
οι
φάκελοι
των
υιοθεσιών είναι σφραγισμένοι, δεσποινίς Ζοτ –μια άσπλαχνη
τακτική–, ωστόσο, με βάση τις πληροφορίες της Μάντλεν,
ένας ιδιωτικός ερευνητής κατάφερε επιτέλους να φέρει στο
φως την αλήθεια. Τα έχω όλα εδώ». Έβαλε πάλι το χέρι στην
τσάντα της κι έβγαλε έναν μεγάλο φάκελο. «Κοίτα» είπε με
φωνή γεμάτη αγανάκτηση, τείνοντας το πλαστό πιστοποιητικό
θανάτου της, που ήταν η εκδίκηση του ιδρύματος για τις
ανύπαντρες μητέρες επειδή είχε αρνηθεί να συνεργαστεί. « Έτσι
ξεκίνησαν όλα».
Η Ελίζαμπεθ πήρε το πιστοποιητικό στα χέρια της. Η
Μάντλεν είχε πει κάποτε ότι ο Γουέικλι πίστευε πως κάποια
πράγματα ανήκουν στο παρελθόν, γιατί μόνο εκεί βγάζουν
νόημα. Κι όπως συνέβαινε συχνά με τα λόγια του Γουέικλι, η
Ελίζαμπεθ
καταλάβαινε
τώρα
τη
σοφία
τους.
Ωστόσο
αισθανόταν ότι υπήρχε ένα τελευταίο πράγμα που ο Κάλβιν θα
ήθελε να ρωτήσει.
«Δεσποινίς Πάρκερ» είπε διστακτικά «τι απέγινε ο βιολογικός
πατέρας του Κάλβιν;».
Η Έιβερι Πάρκερ άνοιξε πάλι τον φάκελο και έβγαλε άλλο ένα
πιστοποιητικό θανάτου, μόνο που αυτό ήταν αληθινό.
«Πέθανε από φυματίωση» απάντησε. «Πριν καν γεννηθεί ο
Κάλβιν. Έχω μια φωτογραφία του».
Άνοιξε το πορτοφόλι της και έβγαλε μια ξεθωριασμένη
φωτογραφία.
«Μα αυτός…» είπε η Ελίζαμπεθ με κομμένη την ανάσα
κοιτάζοντας τον νεαρό άντρα που στεκόταν δίπλα σε μια πολύ
νεότερη Έιβερι.
«Είναι ολόιδιος ο Κάλβιν. Το ξέρω». Έβγαλε ένα τεύχος του
περιοδικού Chemistry Today και το τοποθέτησε δίπλα στη
φωτογραφία.
Οι
δύο
γυναίκες,
καθισμένες
πλάι
πλάι,
κοιτούσαν τους δύο άντρες, τον Κάλβιν και τον νεαρό πατέρα
του, να τις ατενίζουν από τις χωριστές ιστορίες τους.
«Τι άνθρωπος ήταν;»
«Ατίθασος» είπε η Έιβερι. « Ήταν μουσικός, ή ήθελε να γίνει.
Συναντηθήκαμε τυχαία. Με χτύπησε με το ποδήλατό του».
«Τραυματιστήκατε;»
«Ναι. Ευτυχώς. Γιατί με πήρε αγκαλιά, με κάθισε στο τιμόνι
του ποδηλάτου, μου είπε να κάνω κουράγιο και με πήγε στον
γιατρό. Δέκα ράμματα μετά» –κι έδειξε μια παλιά ουλή στο
μπράτσο της– «ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Μου χάρισε αυτή
την καρφίτσα». Της έδειξε την ασύμμετρη μαργαρίτα στο πέτο
της. «Τη φοράω κάθε μέρα». Κοίταξε γύρω της το εργαστήριο.
«Λυπάμαι που συναντηθήκαμε εδώ. Τώρα καταλαβαίνω πόσο
δύσκολο θα σας είναι. Λυπάμαι. Απλώς ήθελα να βρίσκομαι
στον χώρο όπου…» Σώπασε.
«Καταλαβαίνω» έσπευσε να πει η Ελίζαμπεθ. «Ειλικρινά
καταλαβαίνω. Και χαίρομαι που είμαστε εδώ μαζί. Εδώ
πρωτογνωριστήκαμε εγώ κι ο Κάλβιν. Ακριβώς εκεί» πρόσθεσε,
δείχνοντας. «Χρειαζόμουν ποτήρια ζέσεως κι έκλεψα τα δικά
του».
«Πολύ επινοητικό μου ακούγεται» σχολίασε η Έιβερι. « Ήταν
έρωτας με την πρώτη ματιά;»
«Όχι ακριβώς» απάντησε η Ελίζαμπεθ, φέρνοντας στο μυαλό
της τον τρόπο που ο Κάλβιν είχε απαιτήσει να επικοινωνήσει
μαζί του το αφεντικό της. «Αλλά καταλήξαμε μαζί χάρη στο
δικό μας ευτυχές ατύχημα. Θα σας αφηγηθώ την ιστορία
κάποια στιγμή».
«Πολύ θα ήθελα να την ακούσω» είπε η Έιβερι. «Μακάρι να
τον είχα γνωρίσει. Ίσως το καταφέρω μέσα από εσάς». Πήρε
τρέμοντας μια ανάσα και ξεροκατάπιε. «Θα ήθελα πολύ να
αποτελώ κι εγώ κομμάτι της οικογένειάς σας, δεσποινίς Ζοτ»
πρόσθεσε. «Ελπίζω να μη βρίσκετε υπερβολικά τολμηρή την
επιθυμία μου».
«Να με λες Ελίζαμπεθ. Και είσαι οικογένεια, Έιβερι. Η
Μάντλεν το είχε καταλάβει από καιρό. Δεν έβαλε τον Ουίλσον
στο οικογενειακό δέντρο, αλλά εσένα».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Εσύ είσαι το βελανίδι».
Η Έιβερι, με τα γκρίζα μάτια της υγρά, άφησε το βλέμμα της
να πλανηθεί κάπου πέρα μακριά.
«Η νεραϊδονονά στο βελανίδι» μονολόγησε. «Είμαι εγώ».
Άκουσαν βήματα απέξω κι έπειτα ένα χτύπημα. Η πόρτα
άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα ο Ουίλσον.
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση» είπε διστακτικά «αλλά
ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλα είναι…».
«Είναι» είπε η Έιβερι Πάρκερ. «Επιτέλους είναι».
«Δόξα τω Θεώ!» αναφώνησε εκείνος, φέρνοντας το χέρι του
στο στήθος. «Τότε λοιπόν, όσο και να μη θέλω ν’ αναφερθώ σε
δουλειές αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πολλά ζητήματα που
απαιτούν την προσοχή σου, Έιβερι, προτού φύγουμε αύριο».
« Έρχομαι».
«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ ξαφνιασμένη καθώς ο
Ουίλσον έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Δυστυχώς, πρέπει» απάντησε η Έιβερι. «Όπως ανέφερα και
πριν, δεν σκόπευα να σου τα πω όλα αυτά τώρα, όχι προτού
γνωριστούμε καλύτερα». Και πρόσθεσε γεμάτη ελπίδα: «Όμως
θα ξαναβρεθούμε σύντομα, σ’ το υπόσχομαι».
«Δείπνο στις έξι, τότε» είπε η Ελίζαμπεθ, μη θέλοντας να την
αφήσει να φύγει. «Στο εργαστήριο που έχω φτιάξει στο σπίτι
μου. Όλοι: εσύ, ο Ουίλσον, η Μάντλεν, ο Εξίμισι, εγώ, η
Χάριετ, ο Ουόλτερ. Κάποια στιγμή θα πρέπει να γνωρίσεις τον
Γουέικλι και τον Μέισον επίσης. Όλη η οικογένεια μαζί».
Η Έιβερι Πάρκερ, με το γνώριμο χαμόγελο του Κάλβιν να
διαγράφεται ξαφνικά στο πρόσωπό της, πήρε τα χέρια της
Ελίζαμπεθ στα δικά της.
«Όλη η οικογένεια» επανέλαβε.
Όταν έκλεισε πίσω τους η πόρτα, η Ελίζαμπεθ έσκυψε και
χάιδεψε τον Εξίμισι στο κεφάλι.
«Εσύ από πότε το είχες καταλάβει;» τον ρώτησε κοιτώντας
τον κατάματα.
Από τις δύο και σαράντα ένα. Κι έτσι σκοπεύω να τη φωνάζω, ήθελε να
της πει.
Όμως απλώς γύρισε απότομα και πήδηξε στον απέναντι
πάγκο, απ’ όπου άρπαξε ένα σημειωματάριο. Η Ελίζαμπεθ
τράβηξε το μολύβι από τα μαλλιά της, του πήρε το σημειω-­
ματάριο και το άνοιξε στην πρώτη σελίδα.
«Αβιογένεση» είπε. «Ξεκινάμε λοιπόν!»
Ευχαριστίες
Η
συγγραφή είναι μια μοναχική προσπάθεια, αλλά χρειά-­
ζεται ένας στρατός ολόκληρος για να φτάσει ένα βιβλίο
στα ράφια. Θέλω λοιπόν να ευχαριστήσω τον στρατό μου.
Από τη Ζυρίχη, τους φίλους μου που διάβασαν τα πρώτα
κεφάλαια: Morgane Ghilardi, CS Wilde, Sherida Deeprose,
Sarah Nickerson, Meredith Wadley-Suter, Alison Baillie και
John Collette
Τους διαδικτυακούς φίλους μου στο λογοτεχνικό πρακτορείο
Curtis Brown: Tracey Stewart, Anna Marie Ball, Morag
Hastie, Al Wright, Debbie Richardson, Sarah Lothian,
Denise Turner, Jane Lawrence, Erika Rawnsley, Garret
Symth και Deborah Gasking.
Τους
απίστευτα
υποστηρικτικούς
και
ταλαντούχους
μυθιστοριογράφους που συνάντησα στα τρίμηνα σεμινάρια
δημιουργικής γραφής του πρακτορείου Curtis Brown: Lizzie
Mary Cullen, Kausar Turabi, Matthew Cunningham, Rosie
Oram, Elliot Sweeney, Yasmina Hatem, Simon Hardman
Lea, Malika Browne, Melanie Stacey, Neil Daws, Michelle
Garrett, Ness Lyons, Ian Shaw, Mark Sapwell και την
υπέροχη Charlotte Mendelson, που μας ώθησε να γίνουμε
καλύτεροι.
Την Anna Davis για τη διακριτική καθοδήγησή της· τους
ακατάβλητους
Jack
Hadley,
Katie
Smart
και
Jennifer
Kerslake· τη Lisa Babalis, η οποία πολύ γενναιόδωρα δέχτηκε
να διαβάσει τα πρώτα μου δείγματα γραφής και μου έδωσε
ελπίδα· τις Sarah Harvey, Katie Harrison και Jodi Fabbri, οι
οποίες
αποτελούν
την
καλύτερη
ομάδα
διαχείρισης
δικαιωμάτων στον κόσμο· τη Rosie Pierce, που χειρίστηκε και
την παραμικρή λεπτομέρεια με ψυχραιμία· την Jennifer Joel,
μια πάντα καθησυχαστική και γεμάτη πεποίθηση φωνή όταν τα
πράγματα
γίνονταν
περίπλοκα·
τον
Luke
Speed,
που
πιθανότατα διεξάγει κάποιου είδους επιστημονικό πείραμα για
να διαπιστώσει πόσον καιρό μπορεί να συνεχίσει ένας
άνθρωπος χωρίς ύπνο· και την Anna Weguelin, που, είμαι
αρκετά σίγουρη, επίσης δεν κοιμάται.
Εδώ που τα λέμε, δεν είμαι σίγουρη αν κοιμάται ποτέ κανείς
από τα πρακτορεία Curtis Brown και ICM.
Ένα ιδιαίτερα μεγάλο ευχαριστώ στη Felicity Blunt από το
Curtis Brown. Πριν από μερικά χρόνια, πριν μετακομίσω στο
Λονδίνο, έκανα μια έρευνα για ατζέντηδες, και τότε είδα μια
συνέντευξη της Felicity και θυμάμαι ότι σκέφτηκα: Μακάρι να
την είχα ατζέντισσα. Και να που τελικά την έχω! Σ’ ευχαριστώ,
Felicity, για την πίστη σου σ’ εμένα, για την οξυδέρκειά σου,
για την καλοσύνη σου, για τη σκληρότητά σου και για την
αδιάκοπη
υποστήριξή
σου.
Τώρα
που
το
βιβλίο
αυτό
ολοκληρώθηκε, μπορείς πλέον να παίξεις ελεύθερα με τα
παιδιά σου.
Στο εκδοτικό κομμάτι τώρα, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω
στους Jane Lawson και Lee Boudreaux, τους ευφυέστερους
επιμελητές που θα ευχόταν να έχει ένας συγγραφέας, στον
Thomas Tebbe για την ενθουσιώδη στήριξή του, στις Beci
Kelly και Emily Mahon για τα εντυπωσιακά εξώφυλλα, στον
Timba
Smits
για
το
εξαιρετικό
ταλέντο
του
στην
εικονογράφηση, στη Maria Carella για τον όμορφο εσωτερικό
σχεδιασμό, στην Cara Reily, που έχει τα πάντα υπό έλεγχο, και
στη χαρισματική διορθώτρια Amy Ryan. Ευχαριστώ επίσης
τους εκδότες μου Larry Finlay και Bill Thomas, τους
ταλαντούχους υπευθύνους δημοσίων σχέσεων Alison Barrow,
Elena Hershey και Michael Goldsmith, τους εκπληκτικούς
υπεύθυνους μάρκετινγκ Vicky Palmer και Todd Doughty, τους
Lilly Cox, Sophie MacVeigh, Kristin Fassler, Lauren Weber,
Lindsay Mandel και Erin Merlo για τα υπέροχα δημιουργικά
μυαλά τους. Ένα πελώριο ευχαριστώ στην υπομονετική Ellen
Feldman, που έχει αετίσιο μάτι και παίζει τα της παραγωγής
στα δάχτυλα, καθώς και στη Lorraine Hyland. Τεράστιες
ευχαριστίες οφείλω επίσης
στους
Tom Chicken, Laura
Richetti, Emily Harvey, Laura Garrod, Hana Sparks, Sarah
Adams και σε ολόκληρο το τμήμα πωλήσεων. Τέλος, ένα
ιδιαίτερο ευχαριστώ στη Madeline McIntosh. Η ενθάρρυνση
και η υποστήριξή σου είναι ανεκτίμητες.
Είναι άλλο πράγμα να κάνεις έρευνα στη χημεία κι άλλο να
την κάνεις σωστά. Γι’ αυτό θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη
δόκτορα Mary Koto, παλιά φίλη, λαμπρή βιολόγο και λάτρη
των παγωτών, και τη δόκτορα Beth Mundy, εκπληκτική
χημικό και αναγνώστρια από το Σιάτλ. Αμφότερες είχαν την
καλοσύνη να ελέγξουν σχολαστικά όλες τις λεπτομέρειες.
Μεγάλη στοργή κι ευγνωμοσύνη αισθάνομαι για όλους τους
συναθλητές μου κωπηλάτες στη Λέσχη Πόκοκ στο Γκριν Λέικ
του Σιάτλ, ενώ ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην κωπηλάτρια
Donya Burns, που επέμενε το κατάκοπο πλήρωμά μας να
«επαναδεσμεύεται με την κάθε κουπιά». Αυτή η παρότρυνση
κόλλησε στο μυαλό μου και τελικά έγινε η συμβουλή που
έδωσε η Χάριετ στην Ελίζαμπεθ.
Πολλές ευχαριστίες στις συγγραφείς που καταλαβαίνουν πόσο
αληθινός είναι ο αγώνας αυτός: Joannie Stangeland, μια
εκπληκτική ποιήτρια, Diane Arieff, που είναι ο πιο αστείος
άνθρωπος στον κόσμο, Sue Monshaw, επειδή παραμένει
πιστή, και Laura Kasischke, που πιθανότατα δεν θα με
θυμάται, αλλά οι συμβουλές της σχετικά με τη συγγραφή και η
ενθάρρυνσή
της
με
βοήθησαν
πολύ.
Τέλος,
ιδιαίτερες
ευχαριστίες στη Susan Biskeborn, την πιο καθησυχαστική,
καταπραϋντική, υποστηρικτική φωνή μέσα στην ερημιά της
συγγραφής. Σ’ ευχαριστώ, Susan, που πάντα ήξερες τι να πεις
και πότε να το πεις.
Από τα βάθη της καρδιάς μου ευχαριστώ κάποιους ανθρώπους
με τους οποίους θα ήθελα να τα μοιραστώ όλα αυτά αλλά δεν
μπορώ: τους γονείς μου, ισόβιους αναγνώστες μου, και την
Helen Martin, την πιο παλιά και αγαπημένη φίλη μου. Μου
λείπεις, Ογδονταέξι.
Και για τους τρεις ανθρώπους που ήταν συνεχώς δίπλα μου:
Sophie, σ’ ευχαριστώ που με ώθησες
προς αυτή την
κατεύθυνση στέλνοντάς μου εκείνο το λινκ για το πρακτορείο
Curtis Brown. Δεν έχω λόγια να σου πω πόσα σου χρωστάω! Σ’
ευχαριστώ επίσης για τη συνεχή υποστήριξή σου και για το
σκωπτικό χιούμορ σου, για την ενσυναίσθηση και την
κατανόησή
συγγραφικής
σου
όσον
αφορά
τα
δημιουργικότητας,
σκαμπανεβάσματα
για
την
της
εκδοτική
διορατικότητά σου και για την αέναη ετοιμότητά σου να
ρωτήσεις και να απαντήσεις στο αιώνιο δίλημμα: μπισκοτάκια
ή κεκάκια;
Zoë, σ’ ευχαριστώ για την κατανόησή σου στις άσχημες
στιγμές και για τη χαρά σου στις καλές, για την τρομακτικά
εντυπωσιακή
ικανότητά
σου
να
ανακαλύπτεις
περίεργες
γραμματοσειρές, για τις φωτογραφίες σου που με κάνουν να
γελάω και για την εξαιρετικά προσεγμένη συλλογή σου από
μιμίδια που μάλλον ανήκουν σε μουσεία. Παρά τα όσα σε
βάραιναν, έβρισκες πάντα τον χρόνο για λίγη κουβεντούλα.
Όσο για τον David, το ευχαριστώ είναι πολύ λίγο, γι’ αυτό το
γράφω με κεφαλαία γράμματα: Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Επειδή είσαι
πάντα πρόθυμος να διαβάσεις, επειδή είσαι ο καλύτερος
μάγειρας, επειδή με παρασέρνεις σε ατελείωτες συζητήσεις και
κυρίως επειδή προσποιήθηκες ότι δεν ανησύχησες καθόλου
όταν διαπίστωσες πόσο χρόνο περνάω μιλώντας μόνη μου κατά
τη διάρκεια της μέρας. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ
ότι ένας άνθρωπος θα είχε τόση πλάκα – για να μην αναφερθώ
στην απίστευτη ικανότητα να κατεβαίνει ανά επτά από το
τριακόσια μέχρι το μείον τριακόσια μέσα σε λιγότερο από ένα
λεπτό. Σ’ αγαπώ και σε θαυμάζω.
Τέλος, ευχαριστώ τον σκύλο μου Friday, που έφυγε μα δεν
λησμονήθηκε, και τον πάντα στωικό 99. Ζητώ συγγνώμη για
όλες τις φορές που σας είπα «Αφήστε με να τελειώσω αυτή την
παράγραφο και μετά φύγαμε».
Download