Σχετικά με τον Συγγραφέα Gaston Leroux Ο Γάλλος συγγραφέας Γκαστόν Λερού (Gaston Leroux, 1868-1927), γνωστός κυρίως για το περίφημο μυθιστόρημά του Το Φάντασμα της Όπερας, που μεταφέρθηκε πολλές φορές στον κινηματογράφο αλλά και στο θέατρο, υπήρξε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας και έζησε πλουσιοπάροχα μέχρι το 1890, οπότε και έφτασε κοντά στη χρεοκοπία. Έχοντας σπουδάσει νομικά, άρχισε να δουλεύει ως δικαστικός ανταποκριτής αλλά και κριτικός θεάτρου. Το 1905, ως επίσημος διεθνής ανταποκριτής της εφημερίδας Le Matin, πήγε στη Ρωσία για να καλύψει τις εξεγέρσεις εναντίον του τσάρου. Εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία το 1907 και άρχισε να γράφει μυθιστορήματα, με πρώτο το Μυστήριο του Κίτρινου Δωματίου, όπου και παρουσιάζει για πρώτη φορά τον περίφημο δημοσιογράφο-ντετέκτιβ του Ζοζέφ Ρουλεταμπίλ. Το 1909, ίδρυσε μαζί με τον Arthur Bernede την εταιρεία Societe des Cineromans, προκειμένου να δημοσιεύουν μυθιστορήματα και στη συνέχεια να τα μεταφέρουν στον κινηματογράφο. Η συνεισφορά του Γκαστόν Λερού στη γαλλική αστυνομική λογοτεχνία θεωρείται εφάμιλλη με εκείνη του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ στην αγγλική και του Έντγκαρ Άλαν Πόε στην αμερικανική. LEROUX GASTON ΜΠΑΛΑΟΟ 1912 Αστυνομική Λογοτεχνία 2021 ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗ Jordanfromrhodes ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Μια φωνή μέσα στη νύχτα. Ήταν δέκα το βράδυ. Στους δρόμους του Σαιν Μαρτέν - ντε – Μπουά δεν φαινόταν ψυχή ζώσα. Ούτε ένα παράθυρο φωτισμένο. Ερημιά και απόλυτη σιωπή. Κλεισμένοι στα σπίτια τους οι κάτοικοι, με κανένα τρόπο δεν θα δέχονταν να ξανανοίξουν τις πόρτες τους, αν δεν ξημέρωνε. Και ενώ όλα φαίνονταν κοιμισμένα, ξαφνικά ένας θόρυβος βημάτων από παπούτσια με καρφιά ακούστηκε στον ηχηρό δρόμο της οδού Νέβ. Νόμιζες πως έτρεχε πλήθος ολόκληρο. Κι αμέσως ακούστηκαν φωνές, επικλήσεις, ξεφωνητά από ανθρώπους που κανείς δεν ήξερε από που έρχονται. Ούτε ένα παράθυρο, ούτε μια πόρτα δεν άνοιξε στο πέρασμα του πλήθους αυτού. Χωρίς αμφιβολία, πολλά αυτιά θα στυλώθηκαν για ν' ακούσουν, αλλά κανείς δεν ξεμύτισε για να μάθει τι συμβαίνει. Τους έφτανε να το μάθουν την άλλη μέρα. Η αλήθεια είναι πως ο τόπος βρισκόταν τελευταία κάτω από 6 τη φριχτή εντύπωση δύο δολοφονιών: Του Λομπάρ – του κουρέα της οδού Νασιονάλ, και του Καμύς-του ράφτη της Οδού Βέρτ. Οι δολοφονίες είχαν γίνει ύστερα από μια σειρά γεγονότων πότε «φρικιαστικών, πότε τραγικών και συχνά ανεξήγητων. Κανείς δεν τολμούσε πια να περάσει από τους δρόμους. Πλούσιοι χωρικοί, επιστρέφοντας απ' τις μεγάλες αγορές του Σατελντόν και του Τιέρ έπεφταν στα χέρια ληστών με προσωπίδες και αναγκάζονταν, για να σώσουν τη ζωή τους, να παραδώσουν τα χρήματά τους. Μερικές κλοπές, έγιναν με τέτοια αυθάδεια που ανάγκασαν την δικαστική αρχή να προβεί σε ανακρίσεις. Οι ανακρίσεις αυτές όμως δεν έφεραν κανένα σοβαρό αποτέλεσμα. Τα ίδια θύματα δεν φαίνονταν πρόθυμα να καταγγείλουν τους δράστες. Τέλος, όταν ύστερα από τις νυχτερινές επιθέσεις, τις κλοπές, τούς εμπρησμούς, και άλλα μικροεγκλήματα, ήρθαν και οι παράδοξες δολοφονίες του Καμύς και του Λομπάρ, η δικαιοσύνη βρέθηκε αναγκασμένη να βάλει τα δυνατά της. Φοβέρισε τους πιο δειλούς για να τους κάμει να μιλήσουν, αλλά, του κάκου. Όλοι ήταν τρομαγμένοι και προτιμούσαν να τους κόψουν τη γλώσσα παρά να πουν λέξη. Έτσι η δικαιοσύνη απελπίστηκε πως θα έβρισκε άνθρωπο να της δώσει ορισμένη μαρτυρία για ορισμένο πρόσωπο. Και το μυστήριο γινόταν πιο σκοτεινό. Τα πιο παράξενο ήταν ότι, κοντά σ' αυτά τα τρομαχτικά γεγονότα, σημειώθηκαν και μυστηριώδεις επιθέσεις εναντίον διαβατών. Νοικοκυραίοι εμπορευόμενοι, παραδείγματος χάρη, το βράδυ, στο κεντρικότερο σημείο της οδού Νέβ, χαστουκίστηκαν, χωρίς να μπορέσουν να πούνε από που τους είχαν έρθει αυτά τα χαστούκια. Η κυρία Τουσαίν βρέθηκε ένα βράδυ στην αυλή του σπιτιού της δαρμένη στα γερά, και κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος την χτύπησε. Όλα αυτά τα μυστήρια είχαν κατατρομάξει τον κόσμο. Άρχιζαν σιγά-σιγά να τα αποδίδουν σε κάποιο αόρατο μάγο, σε κανένα βρικόλακα, σε κάποιο φάντασμα. Ένα πρωί, ο αγαθός γιατρός του τόπου Ονορά μ' όλο που οι πόρτες του σπιτιού του ήτανε αμπαρωμένες, μόλις άνοιξε τα μάτια του αντελήφθη πώς του ‘χαν κλέψει το μπαουλάκι του και το κομοντίνο του. Η αλήθεια είναι πως συνήθιζε να κοιμάται μ' ανοιχτό το παράθυρο. Δεν είχε όμως και καμμιά όρεξη ν' ανοίξει δουλειές με τις 7 αστυνομίες κ' έτσι αρκέστηκε ν' ανακοινώσει το παράδοξο φαινόμενο στο φίλο του το δήμαρχο, τον κύριο Ζυλ. Ο δήμαρχος, αντί για άλλη συμβουλή, του είπε να κοιμάται με κλειστά παράθυρα. Ύστερα απ' όλ' αυτά τα εγκλήματα κι αυτές τις επιθέσεις κανένας δεν τολμούσε να περάσει και ημέρα ακόμη το δάσος του χωριού. Και τώρα, ποια καινούργια τρομάρα έκανε τους χωρικούς του Σερντόν να τρέχουν εκείνο το βράδυ στην οδόν Λεβ, που ήτανε συνήθως έρημη; Είχε γίνει μια δολοφονική επίθεση κατά των επιβατών του τοπικού τρένου που ενώνει τη γραμμή Μπελ Ετάμπλ και Μουλέν, στα σύνορα του Μπουρμποννέ. Αυτό ήταν η αιτία όλου εκείνου του θορύβου. Κάποιο εγκληματικό και μυστηριώδες χέρι είχε μετατοπίσει και τα σίδερα της γραμμής στην έξοδο του τούνελ που βγάζει στο Σερντόν. Αν το τρένο που έπρεπε να περάσει πάνω από μια γέφυρα που την επιδιόρθωναν, δεν έφτανε στο σημείο εκείνο με ταχύτητα πολύ μετριασμένη, η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη. Ευτυχώς όλοι την γλύτωσαν φτηνά. Και οι ταξιδιώτες - καμμιά εικοσαριά όλοι τους με την ψυχή στα δόντια από την ταραχή, έφευγαν τρέχοντας από τους κάμπους ως το Σαιν-Μαρτέν-ντε- Μπουά και ξεφωνίζοντας, ενθυμούμενοι τις στιγμές της αγωνίας που πέρασαν μέσα στο τρένο. **** Εκτός από δύο ή τρεις που κατοικούσαν στο χωριό, οι άλλοι ταξιδιώτες πήγαν στους Ρουμπιόν, οι οποίοι διηύθυναν το ξενοδοχείο με την επιγραφή : «Ο Χρυσός Ήλιος στη γωνία της Δημοτικής πλατείας και της οδού Νέβ. Στο ξενοδοχείο η σύγχυση ήτανε μεγαλύτερη. Όλοι ζητούσαν δωμάτια, ή και κανένα αχυρώνα τουλάχιστον, συζητώντας για τον κίνδυνο που διέτρεξαν. Η καλότυχη κυρία Ρουμπιόν προσπαθούσε να τους ευχαριστήσει όλους, μα δεν ήταν εύκολο. Τέλος, αφού ταχτοποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα, παρουσιάστηκε έξαφνα ο τελευταίος ταξιδιώτης, μ' ένα επίδεσμο στο μέτωπο. Ήταν ο μόνος πληγωμένος. – Μπα, σεις είστε, κύριε Πατρίκιε; Είστε πληγωμένος; ρώτησε με ενδιαφέρον ο ξενοδόχος, γυρνώντας προς τον καινούργιο πελάτη. 8 Ήταν ένας νέος εικοσιτεσσάρων ή εικοσιπέντε χρόνων, με συμπαθητικό εξωτερικό, με μάτια γαλάζια και μουστακάκια ξανθά. – Ω! Ένα γδάρσιμο, δεν είναι τίποτα σπουδαίο, είπε. Αύριο θα έχει κλείσει. Έχετε κανένα δωμάτιο; – Δωμάτιο, κύριε Πατρίκιε... Δεν μου μένει παρά το μπιλιάρδο ελεύθερο. – Ε, λοιπόν, θα κοιμηθώ πάνω στο μπιλιάρδο! αποκρίθηκε ο νέος χαμογελώντας. Τότε η κυρία Ρουμπιόν πήγε να περιποιηθεί τον κύριο Γουσταύο Μπλαντέλ, ένα περιοδεύοντα αντιπρόσωπο νεωτερισμών από τα πρώτα εργοστάσια του Κλεομέν Φοράν, ο οποίος προσπαθούσε να ετοιμάσει το κρεβάτι του σ’ ένα τραπέζι και ζητούσε με επιμονή ένα μαξιλάρι. Εν τω μεταξύ έφτασαν στο ξενοδοχείο ο δήμαρχος Ζυλ με τον δόκτορα Ονορά. Γυρνούσαν και οι δύο από το σταθμό, όπου πληροφορήθηκαν από τους υπαλλήλους τι συνέβη. Ήταν και οι δύο τους χλωμοί και ταραγμένοι. – Καινούργια κακοριζικιά, δήμαρχε! είπε ο ξενοδόχος. – Μάλιστα, κύριε Ζυλ, επιδοκίμασε μια φωνή που έτρεμε ακόμα από τη συγκίνηση. Ευτυχώς που δεν έχουμε να κλάψουμε κανένα θύμα. Μια παγερή σιωπή υποδέχθηκε τα λόγια αυτά. Όλων τα βλέμματα στράφηκαν ξαφνικά προς κάποιο άτομο που μπήκε, ενώ όλοι παραμέριζαν κάνοντάς του τόπο. Ήταν ένας άνθρωπος ντυμένος με χοντρό κιτρινωπό βελούδο ριγωτό και με μπότες ως τα γόνατα. Το ανοιχτό, ξετραχηλισμένο πουκάμισό του έδειχνε ένα σβέρκο ταύρου. Το καπέλο του, ριγμένο πίσω, μισοσκέπαζε τα κοκκινωπά και αχτένιστα μαλλιά του. Το γαλήνιο πρόσωπό του φανέρωνε ενεργητικότητα. Τα πράσινα μάτια του ήταν ήσυχα. Όσο για την κορμοστασιά του, ο άνθρωπος αυτός φαινόταν πως ήτανε πολύ γερός. Η ράχη του ήταν λίγο καμπουρωτή, και γενικώς το σύνολο του φανέρωνε μια δύναμη ζωώδη. Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού προχώρησε μέσα σε μια παγερή σιωπή προς το τζάκι, όπου είχε τραβηχτεί ο δήμαρχος. – Καλησπέρα, κύριε Ζυλ – Καλησπέρα, Ουμπέρ. Και ο δήμαρχος αναγκάστηκε να του σφίξη το χέρι. 9 Ο Ουμπέρ πήρε θέση κοντά του σαν να ήθελε να ζεσταθεί στη φωτιά και παράγγειλε ένα ποτήρι κρασί άσπρο, που του το έφερε ο Ρουμπιόν με ύφος πολύ περιποιητικό. Ήπιε το κρασί του ήσυχα-ήσυχα, έριξε ένα βλέμμα σ' όλη την αίθουσα, πέταξε μερικές δεκάρες στο τραπέζι και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα πριν περάσει το κατώφλι, γύρισε και είπε: – Πάω να βρω τους συντρόφους. Αλήθεια. Έρχομαι από το τούνελ και είδα την καταστροφή!... Μωρέ, όποιος το έκανε είναι μάστορας με τα όλα του! Θα το πω στον Ηλία και στον Συμεών. Πρέπει όμως να βρούμε τον ένοχο! Δεν μπορεί πια κανείς να ζήσει εδώ πέρα. Και με τα λόγια από τα γύρισε την πλάτη και χάθηκε. **** Ύστερα από λίγες στιγμές η σάλα άδειασε. Θ’ έλεγε κανείς, ότι η αναχώρηση του ανθρώπου αυτού, ξανάδωσε στους ταξιδιώτες την ελευθερία των κινήσεων. Ο Ρουμπιόν και η γυναίκα του, βοηθούμενοι από τους υπηρέτες έκλεισαν τις πόρτες με μεγαλύτερη προσοχή από άλλες φορές. Στη σάλα δεν έμεινε παρά ο νέος Πατρίκιος, που τον είχαν πια καληνυχτίσει οι δύο σύζυγοι. Αλλά, αν και μόνος μπροστά στο μπιλιάρδο, άκουγε κάποιο θόρυβο κοντά του. Αμέσως κατάλαβε ότι κάποιος γδυνόταν στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν ο μπουφές. Η πόρτα ήτανε βέβαια κλειστή, αλλά συγκοινωνούσε με τη σάλα μ' ένα παραθυράκι απ' όπου περνούσαν τα πιάτα. Σε λίγο αναγνώρισε τη φωνή του Μπλοντέλ, που, σκυμμένος στο παραθυράκι αυτό του έλεγε: – Καληνύχτα, κύριε Πατρίκιε. Αν με χρειαστείτε, μου μιλάτε από δω. – Καληνύχτα, απάντησε μ’ εγκαρδιότητα ο Πατρίκιος στο Μπλοντέλ και ξάπλωσε στο στρώμα που ήταν ριγμένο πάνω στο μπιλιάρδο. Όταν πλάγιασαν και οι δύο, άνοιξαν μια μικρή κουβεντούλα. – Γιατί δεν πήγατε να κοιμηθείτε στο θείο σας; ρώτησε ο Μπλοντέλ. – Χτύπησα την πόρτα του, μα φαίνεται όμως πως όλοι κοιμούνται, γιατί κανείς δεν απάντησε. Κι' εγώ δεν επέμεινα. – Η δεσποινίς Μαγδαληνή είναι καλά; 10 – Το ελπίζω, ευχαριστώ. – Και πότε οι γάμοι; – Ρωτήστε το θείο μου… Ο Μπλοντέλ κατάλαβε πως φάνηκε αδιάκριτος, έστρεψε την κουβέντα, και ύστερα από λίγες φράσεις, άρχισε να μιλά για την απόπειρα και για τα τελευταία εγκλήματα, ενοχοποιώντας γι' αυτά τούς αδελφούς Βωτρέν. – Ω! έκαμε ο Πατρίκιος. Εν πρώτης δεν υπάρχουν αποδείξεις. Έπειτα και στο Χλερμότ - Φερράν, όπως κι εδώ συμφωνούν και αναγνωρίζουν ότι, λογικά σκεπτόμενοι, δεν μπορούν να ενοχοποιήσουν τους τρεις αδελφούς. – Μόνο τους τρεις αδελφούς, όχι, βέβαια. – Τους τρεις αδελφούς και την αδελφή! – Το περίεργο όμως είναι εξακολούθησε ο Πατρίκιος, ότι δεν βρέθηκε κανένα ίχνος των δολοφόνων. Στο σημείο αυτό οι δύο άντρες σώπασαν και στηρίχτηκαν στους αγκώνες, με τ' αυτιά τεντωμένα. Από τον δρόμο ακούγονταν βογγητά. – Ακούτε;… ρώτησε ο Μπλοντέλ ανήσυχος. Ο Πατρίκιος δεν είχε τη δύναμη ν' απαντήσει. Άκουσε τον περιοδεύοντα αντιπρόσωπο να κατεβαίνει από το πρόχειρο κρεβάτι και να μπαίνει με μεγάλη προσοχή στη σάλα του μπιλιάρδου. – Θαρρείς πως κάποιον σκοτώνουν πίσω από την εξώπορτα! Είπε ο Μπλοντέλ. Ο Πατρίκιος που ήταν πρώτος υπάλληλος στα συμβολαιογραφείο του πατέρα του, στην οδό Εκύ στο Κλερμόν-Φερράν, έδειχνε πάντα χαρακτήρα πολύ άτολμο. Κι' αυτή τη φορά ακόμα, με μεγάλα τρόμο κατέβηκε από το μπιλιάρδο, ενώ ο Μπλοντέλ πλησίασε στην εξώπορτα, πίσω από την οποία είχαν ακουστεί τα βογγητά. Τα βογγητά τώρα είχαν πάψει. Ο Μπλοντέλ και ο Πατρίκιος κοιτάχτηκαν σιωπηλοί στο πένθιμο φως μιας καπνισμένης λάμπας. Και οι δύο θυμήθηκαν την τραγωδία του Καμύς και του Λομπάρ. Έτσι και τότε το έγκλημα ανακαλύφτηκε από βογγητά… Τη στιγμή αυτή γύρισαν και κοίταξαν προς την πόρτα της σάλας που έφερνε στο πάνω πάτωμα. Ήταν ανοιχτή! Στο άνοιγμά της φάνηκε ο Ρουμπιόν μ' ένα ρεβόλβερ στο χέρι. – Ακούσατε;... τους ρώτησε με αγωνία. 11 Ο Ρουμπιόν, όπως και η γυναίκα του, ήταν ψηλός, δυνατός, σωστός κολοσσός και όμως τώρα έτρεμε σαν το φύλλο. Και οι τρείς τους έμειναν για μια στιγμή όρθιοι πίσω από την εξώπορτα με το αυτί τεντωμένο. Τη σιωπή τους τίποτα δεν ήρθε να την ταράξει. – Μήπως γελαστήκαμε; Ρώτησε ο Ρουμπιόν ύστερα από ένα μεγάλο δισταγμό. Ο Μπλοντέλ, που είχε βρει πάλι την ψυχραιμία του, κούνησε το κεφάλι αρνητικά. – Αυτό θα το δούμε, είπε. – Πώς;... Δεν σκέπτεστε να ανοίξετε;... διαμαρτυρήθηκε ο ξενοδόχος. Ο Μπλοντέλ δεν απάντησε και πλησίασε στο τζάκι, για να δυναμώσει τη φωτιά. Η νύχτα δεν ήταν ζεστή, αν και η άνοιξη είχε αρχίσει. Όταν η φλόγα ζωήρεψε, οι τρεις άντρες κάθισαν γύρω στο τζάκι, με το αυτί πάντα τεντωμένο, για να μην τους ξεφύγει και ο παραμικρό θόρυβος. Ο Ρουμπιόν τους πρόσφερε κρασί για να τους κάνει να συνέλθουν. – Αν μπορούσε κανείς να πιάσει τους ληστές επ’ αυτοφώρω, είπε ο περιοδεύων αντιπρόσωπος. Πιστεύω πως θα γλυτώναμε μια και καλή! Σωπάστε! ψιθύρισε ο Ρουμπιόν. Μην ανακατεύεστε μ’ αυτούς. Θα σας φέρει γρουσουζιά! Σκεφθείτε τον Καμύς και το Λομπάρ! Έτσι μιλούσαν κι αυτοί για τους δολοφόνους και λίγο έλειψε να τους σκοτώσουν… **** Ο Μπλοντέλ, που ταξίδευε όταν έγιναν τα δύο πρώτα εγκλήματα, ζήτησε πληροφορίες. Ο Ρουμπιόν πήγε πρώτα να ακούσει στην πόρτα, έπειτα, μην ακούγοντας τίποτα, γύρισε στους συντρόφους του. – Να πώς έγινε η τραγωδία, είπε: Ο Λομπάρ και η θειά του είχαν πλαγιάσει, αφού κλείδωσαν και αμπάρωσαν το σπίτι τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν από κάμποσο καιρό. Τα δωμάτια και των δύο ήταν στο υπόγειο. Ο κουρέας κοιμόταν, όταν ξαφνικά ένιωσε να τον σκουντά η γριά θειά του, πού όρθια κοντά στο κρεβάτι του, του έλεγε ν' ακούσει τι γινόταν έξω. Ο Λομπάρ αφουγκράστηκε και άκουσε βογγητά. Ήταν σαν αγκομαχητά, ανακατεμένα με πνιγμένες κραυγές. Σηκώθηκε 12 αμέσως από το κρεβάτι, άναψε το κερί και πήρε ένα ρεβόλβερ. Η θεία του βλέποντας τον να οπλίζεται του φώναξε: – Για τ' όνομα του Θεού, μην την ανοίξεις! Μα ο Λομπάρ πλησίασε στην πόρτα και, χωρίς να την ανοίξει, ρώτησε: – Ποιος είν' εκεί; Ποιος κλαίει; Και αμέσως μια φωνή του αποκρίθηκε: – Είμαι εγώ, η Ζωή. Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων! – Τι ήθελε να πει; ρώτησε ο Μπλοντέλ. – Είναι μια έκφραση της Ζωής. Το κορίτσι αυτό ζει σαν ζώο πότε στην καλύβα των αδελφών της, πότε στο δάσος. Κι επειδή τ' αδέλφια της μιλάνε μεταξύ τους ένα δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, αυτή μιλάει μ' έναν αλλιώτικο τρόπο απ’ ότι μιλούν οι άλλοι άνθρωποι. – Ε, τότε είναι φως φανάρι πως αυτή ήταν! – Περιμένετε… Η ώρα ήταν δέκα και μισή το βράδυ και ο Λομπάρ, παρά τη συμβουλή της θείας του, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε στο δρόμο. Η νύχτα ήταν φωτεινή, μα αυτός δεν είδε τίποτα. Τα βογγητά είχαν πάψει, και γύρω βασίλευε σιωπή. Τότε έκλεισε τη πόρτα και ξαναπλάγιασε. Επίσης και η θεία πλάγιασε, αλλά δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. – Δεν μπορώ να το πιστέψω!... είπε ο Πατρίκιος. Αν δεν είχε κλείσει μάτι, όπως λέει, τότε θα άκουγε! – Η γριά ορκίζεται πως δεν έκλεισε μάτι και βεβαιώνει ακόμα ότι η πόρτα της κάμαρας της που συγκοινωνεί με την κάμαρα του ανιψιού της είχε μείνει ανοιχτή. Το πρωί σηκώθηκε και όπως πάντα άνοιξε τα παραθυρόφυλλα της κάμαρας του ανιψιού της. Γυρνώντας ξαφνιάστηκε μη βλέποντας τον στο κρεβάτι του. Τα σεντόνια ήταν μισογυρισμένα, σαν να είχε σηκωθεί πια ο νέος. Μη μπορώντας να εξηγήσει το πράγμα, η θεία του μπήκε στο μαγαζί που συγκοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού και την ίδια στιγμή έμπηξε μια τρομερή κραυγή. Το σώμα του δυστυχισμένου του κουρέα κρεμόταν στο ταβάνι του μαγαζιού, από το σωλήνα του γκαζιού. Την πρώτη στιγμή φαντάστηκε πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Αλλά ο γιατρός Ονορά και ο ιατροδικαστής πιστοποίησαν, ότι πρώτα έγινε ο στραγγαλισμός και ύστερα το κρέμασμα. – Ω! φοβερός στραγγαλισμός!... 13 – Και τόσο αιφνίδιος, που ο δυστυχισμένος δεν μπόρεσε να φωνάξει. Γιατί και ένα βογγητό να έβγαζε, η γριά θα το άκουγε. Εκείνο που μπερδεύει το μυστήριο είναι η μεταφορά του πτώματος στο μαγαζί. Δεν ανακάλυψαν κανένα σημάδι ποδαριού μες στο μαγαζί που η γριά από βραδίς το είχε στρώσει με άμμο για το σκούπισμα. Και έπειτα, αυτό που αποδεικνύει, ότι ο Λομπάρ δεν κρεμάστηκε μόνος του, είναι ότι κοντά στα πτώμα δεν βρέθηκε κανένα σκαμνί αναποδογυρισμένο. – Διάβαλε !... έκανε ο Μπλοντέλ. Τυχεροί οι άθλιοι!... Και πώς έγινε η δολοφονία του Καμύς; – Με τον ίδιο τρόπο... Κι' αυτός μες στην καρδιά της νύχτας άκουσε βογγητά και αναγνώρισε τη φωνή της Ζωής. Ο Καμύς ήταν φίλος του Λομπάρ. Ξέρετε ότι ήταν κουτσός σαν και εκείνον, και επειδή ήταν οι μόνοι κουτσοί του χωριού, ένοιωθε συμπάθεια ο ένας για τον άλλον, εξαιτίας του ελαττώματός των. Λοιπόν, ο Καμύς πίστεψε ότι η ευκαιρία ήταν κατάλληλη ν' ανακαλύψει τον δολοφόνο του κουρέα και να εκδικηθεί το θάνατό του. Οπλίστηκε, άνοιξε την πόρτα και όπως ο άλλος, ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα. Μόνο ξανακλείνοντας την εξώπορτα, δεν πλάγιασε. Σαν φρόνιμος που ήταν, άναψε τα φώτα του μαγαζιού και, με το ρεβόλβερ κοντά του κάθισε μπροστά στο πάγκο και βάλθηκε να περάσει την ώρα του, κάνοντας λογαριασμούς. Ο μικρός του παραγιός, Κλαρίς, το πρωί, μπαίνοντας στο μαγαζί, είδε κρεμασμένο τ’ αφεντικό του από το σιδερένιο χαλκά του ταβανιού. Το ρεβόλβερ ήταν στο πάγκο και η κάσα με τα λεπτά απείραχτη. Όταν τον ξεκρέμασαν ο λαιμός του είχε τα ίδια σημάδια στραγγαλισμού που βρέθηκαν και στο λαιμό του Λομπάρ, και ούτε και στο δικό του σπίτι μπόρεσαν να βρούνε τα ίχνη του δρόμου που ακολούθησαν οι δολοφόνοι για να μπουν!... Είπαν, και λένε ακόμη, ότι οι ένοχοι είναι οι Βωτρέν!... Οι Βωτρέν! Ε, λοιπόν! Αυτοί οι ίδιοι πήγαν τη μικρή τους Ζωή στον ανακριτή και εκεί το κορίτσι δεν δυσκολεύτηκε να παρουσιάσει ένα «άλλοθι» πειστικότατο! – Πού ήταν η μικρή; ρώτησε ο Μπλοντέλ. – Είχε πάει να βοηθήσει την υπηρέτρια του δημάρχου στο πλύσιμο. Είχε δοθεί μεγάλο γεύμα στο σπίτι του κυρίου Ζυλ. – Και τους αδελφούς τους ανέκριναν; – Ο δικαστής θέλησε να τους ανακρίνει. Αυτοί τότε απάντησαν ότι η Ζωή μίλησε για όλη την οικογένεια και έστειλαν στον κύριο 14 Μερεντέν, τον ανακριτή, ένα πιστοποιητικό περί των σχέσεων τους με τη δικαιοσύνη, που ήταν πραγματικώς λευκό, με την εξής σημείωση : « Αφήστε μας ήσυχους ». – Μωρέ, κουράγιο!... – Ακούστε! διέκοψε ο Πατρίκιος. Τα βογγητά ακούστηκαν πάλι. Στη στιγμή οι τρεις άνδρες σηκώθηκαν όρθιοι. Ο Πατρίκιος έτρεμε και παρ' ολίγο να πέσει κάτω από τον τρόμο του, όταν άκουσε απ' έξω καθαρά τη φωνή της Ζωής να φωνάζει την απαίσια φράση: – Είμαι εγώ, η Ζωή ! Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων! Ο Ρουμπιόν με το ρεβόλβερ στο χέρι είχε γίνει σαν το κερί. Ο Μπλοντέλ είπε με χαμηλή φωνή: – Είναι η ίδια η Ζωή. Αναγνωρίζω τη φωνή! Και τράβηξε κατά την πόρτα για ν' αφουγκραστεί. Τα βογγητά τώρα ήταν πιο κοντά. Φαινόταν σαν να έβγαιναν μέσα από το ίδιο δωμάτιο. Μια φωνή ξανάπε, σχεδόν στ' αυτιά των τριών ανδρών, την παράδοξη απελπισμένη φράση: – Λυπηθείτε! Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων! Ο Μπλοντέλ γύρισε αμέσως και έτρεξε στο μπιλιάρδο για πάρει μια στέκα. – Α! Όχι! Μην ανοίγετε! παρακάλεσε ο Ρουμπιόν. Οι δολοφόνοι του Λομπάρ και του Καμύς έτσι έκαμαν την εμφάνισή τους! Μην ανοίγετε, αλλιώς είμαστε χαμένοι! Τόσο πολύ έτρεμε, πού ο Μπλοντέλ αηδίασε. – Μονάχα δειλοί υπάρχουν σ' αυτό τον τόπο! Τι τρέχει επιτέλους εκεί έξω; Ή κάποιος κακοποιεί το κορίτσι, ή κάποιος γελά με μας! Δεν θα μου φαινόταν παράξενο, αν ήταν ο Ουμπέρ που θέλει να εκδικηθεί. Μα είμαστε τρείς τώρα! Έχετε το ρεβόλβερ, Ρουμπιόν; – Μην ανοίγετε !... επέμενε και ο ξενοδόχος. – Πρέπει να μάθουμε τι συμβαίνει διαμαρτυρήθηκε ο Μπλοντέλ, οπλισμένος με τη στέκα του μπιλιάρδου. Ύστερα, με αποφασιστική φωνή, ρώτησε: – Ποιος είναι εκεί; Ποιος κλαίει; Εσύ είσαι, Ζωή; Αντί για άλλη απάντηση άκουσε μουγκρητά. Τότε, τράβηξε απότομα τον σύρτη. – Θέλω να δω αυτούς τους κακούργους ! φώναξε. Άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι και στάθηκε στο κατώφλι. Η γωνία εκείνη της οδού Νέβ ήταν καλά φωτισμένη, αλλά 15 ο Μπλοντέλ δεν διέκρινε τίποτα. Με ένα γνέψιμο κάλεσε τον Πατρίκιο και τον Ρουμπιόν. Αυτοί νικώντας τον τρόμο τους τον πλησίασαν. – Βλέπετε τίποτα; ρώτησε ο παραγγελιοδόχος. Εγώ δεν βλέπω τίποτα! – Όχι, δεν βλέπουμε απολύτως τίποτα! – Σταθείτε εδώ! Εγώ πάω ως εκείνη τη γωνιά. – Κύριε Μπλαντέλ, δεν κάνετε καλά! Δεν κάνετε καλά!... Ο άλλος όμως είχε κιόλας προχωρήσει. Περπατούσε σιγά και καθώς ήταν ξυπόλητος δεν ακουγόταν καθόλου. Έφτασε στη γωνία του δρόμου, κοίταξε δεξιά κι αριστερά, αφουγκράστηκε, μα ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα. Το φανάρι το γκαζιού κινούσε στον αντικρινό τοίχο τη μεγαλωμένη σκιά του Μπλοντέλ πάντα οπλισμένου με τη στέκα του μπιλιάρδου. Μια σιωπή νεκρική, ακατανόητη ύστερα απ' τα μουγκρητά που είχαν ακουστεί προ ολίγου, βάραινε πάνω στο κοιμισμένο χωριό και η σιωπή φάνηκε στον Πατρίκιο πιο τρομαχτική και από τα βογγητά. Την ώρα που οι τρεις άντρες γύριζαν, η κυρία Ρουμπιόν περισσότερο πεθαμένη από το φόβο της, παρά ζωντανή, τους πλησίασε. Κι' αυτή είχε ακούσει φωνές, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί, πως ο Ρουμπιόν θα είχε την ανοησία να αφήσει ν' ανοίξουν την πόρτα του ξενοδοχείου. Κι έτσι, βλέποντας ότι η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή και τυφλωμένη από το φόβο, όρμησε με τις γροθιές στον άντρα της, τον ανάγκασε να τραβηχτεί πίσω και κλειδώνοντας την πόρτα, πήρε το κλειδί, για να ‘ναι βέβαιη πως κανένας δεν θα μπορούσε να την ξανανοίξει. **** Όταν οι δύο ξενοδόχοι αποσύρθηκαν, ο Μπλαντέλ γύρισε στον Πατρίκιο που πάντα έτρεμε και του είπε: – Αγαπητέ μου, βλέπω ότι συγκινείστε πάρα πολύ και σκέπτομαι, ότι δεν θα μπορέσετε να κλείσετε μάτι. Όσο για μένα εγώ γελώ για όλες αυτές τις ιστορίες. Όλα αυτά που τώρα μας κάνουν να τρομάζουμε, μπορούν να εξηγηθούν μ' ένα σωρό συμπτώσεις. Όσο για τους αδελφούς Βωτρέν, παραδέχομαι, ότι είναι άξιοι για όλα. Τους είδα τι κουμάσια είναι στις τελευταίες εκλογές. Ωραία! 16 Αν θέλουν να έρθουν να με βρούνε, ας έρθουν! Εγώ θα κοιμηθώ εδώ, κοντά στην πόρτα, πάνω στο μπιλιάρδο. Θα τους περιμένω ευχαρίστως! Ντροπιασμένος λίγο για τον ακατανίκητο τρόμο του, ο Πατρίκιος τραύλισε: – Μα είναι για να κοιμηθεί κανείς, ύστερα από ένα τέτοιο επεισόδιο; Αλλά ο άλλος είχε κιόλας πάρει τα σεντόνια του Πατρικίου και τα έβαλε επάνω στο πρόχειρο κρεβατάκι στην κάμαρα της υπηρεσίας, ξαναγυρίζοντας ύστερα από λίγες στιγμές με τις δικές του κουβέρτες. Ο Πατρίκιος τον άφησε να κάνει ότι ήθελε, ευχαριστημένος κατά βάθος που θα έφευγε από το δωμάτιο αυτό, που βρισκόταν τόσο κοντά στο δρόμο. Πριν χωριστούν, ήπιαν ακόμη ένα ποτήρι, ύστερα καληνυχτίστηκαν. Ο Πατρίκιος ήθελε να δικαιολογηθεί. Όμως ο Μπλοντέλ τον έσπρωξε αποφασιστικά λέγοντας: – Μα πηγαίνετε, λοιπόν! Και κοιτάξτε να κοιμηθείτε! Πήδησε στο μπιλιάρδο και πλάγιασε μουρμουρίζοντας: – Ορίστε η σημερινή νεότητα! Ένας άντρας εικοσιπέντε χρονών να τρέμει σαν κοριτσάκι! Με το κεφάλι στο προσκέφαλο, άναψε ένα τσιγάρο κι' έστειλε στον αέρα τούφες καπνού. Ο Πατρίκιος μπορούσε να τον βλέπει πολύ καλά από το παραθυράκι απ' όπου περνούσαν τα πιάτα, γιατί είχε πλαγιάσει έτσι, ώστε το κεφάλι του να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το κεφάλι του Μπλοντέλ. Ξαφνικά, αυτό που είδε ο Πατρίκιος από εκείνο το μικρό παραθυράκι τον γέμισε από τέτοια φρίκη που οι τρίχες της κεφαλής του σηκώθηκαν όρθιες!... Είδε το πρόσωπο του Μπλοντέλ. Αλλά τι πρόσωπο ήταν εκείνο!... Ο τρόμος ποτέ δεν χαράχτηκε με γραμμές πιο χτυπητές σε ανθρώπινη όψη! Με τα μάτια έξω από τις κόγχες, με το στόμα ανοιχτό, ανίκανο όμως να βγάλει και μια φωνή, με το πρόσωπο τρομαχτικά συσπασμένο, ο Μπλοντέλ κοίταζε το ταβάνι ακίνητος... Ο Πατρίκιος δεν είχε τη δύναμη, δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει αυτό που προξενούσε τέτοιο τρόμο στο φίλο του. Έκανε μια κίνηση για να σηκωθεί. Ναι... είχε αυτή τη δύναμη κι αυτό το θάρρος, γιατί φοβόταν πως από την άλλη μεριά του παραθυριού θα κατέβαινε 17 βέβαια κάτι τι τρομαχτικό... Μα δεν ήταν κι αυτό παρά μια σύντομη αναλαμπή του θάρρους του, που έσβησε στη στιγμή από την παρέμβαση ενός καινούργιου μυστηριώδους γεγονότος... Ένας αλλόκοτος θόρυβος ακούστηκε από το άλλο δωμάτιο. Ήθελαν λοιπόν να τον κάμουν να πεθάνει από τον τρόμο του... Άκουσε να φτάνει από το ταβάνι μια βροντερή φωνή που πρόφερε τ’ όνομα του… Ναι… τ’ όνομα του!... «Πατρίκιε!...» Και ήταν στ’ αλήθεια, μια διαταγή επιτακτική... ήταν μια φοβέρα που τον κάρφωνε στη θέση του! Και δεν κινήθηκε πια! Με μια έκφραση φρίκης που διαρκώς μεγάλωνε, εξακολουθούσε να κοιτάζει από το μικρό άνοιγμα του παραθυριού απ' όπου διακρινόταν το υπνωτισμένο πρόσωπο του Μπλοντέλ. Και ξαφνικά, ο νέος είδε να κατεβαίνουν ψηλά από το ταβάνι, το κρυμμένο από το βλέμμα του, δύο χέρια συσπασμένα κάτω από δύο μανικέτια, που σχημάτιζαν δυο κάτασπρες κηλίδες, οι οποίες διακρίνονταν καθαρά-καθαρά μες στο μισοσκόταδο. Ήτανε δύο χέρια τρομερά, που απλώθηκαν αρπακτικά προς τον Μπλαντέλ, τον έσφιξαν απ' το λαιμό και ξανανέβηκαν προς τα ταβάνι, κρατώντας τον πάντα με δύναμη, στραγγαλίζοντάς τον, πνίγοντάς τον. Και ο Μπλοντέλ δεν είχε βγάλει την παραμικρή κραυγή. Το κεφάλι του έγερνε προς τα πίσω και τα μάτια του είχαν βγει έξω από τις κόγχες!... Τα μυστηριώδη χέρια σήκωσαν ακόμη πιο ψηλά τον Μπλαντέλ, πτώμα πλέον, αλύγιστο, ξυλιασμένο. Φρίκη! Φρίκη! Α! να μπορούσε να φωνάξει... να μπορούσε να κινηθεί... να μπορούσε να φύγει!... να φωνάξει βοήθεια!... Αλλά όχι. Ο Πατρίκιος δεν μπόρεσε να κάμει τίποτα! Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να βγάλει έξω από τα σεντόνια το ένα του πόδι. Δεν είχε τη δύναμη να τραβήξει έξω και το άλλο, και να σωθεί... Του φαινόταν πώς τα πόδια του ήταν από μολύβι... Και να πάλι, από κει... από την άλλη μεριά τα ταβανιού ακούστηκε η ίδια φωνή να λέει τ' όνομά του... «Πατρίκιε!». Αυτή τη φορά ο Πατρίκιος κατόρθωσε να βγάλει και το άλλο του πόδι από τα σεντόνια. Ακούμπησε τα δύο του πόδια κατά γης, και έμεινε με τη ράχη ακουμπισμένη στο στρώμα... Γιατί ακούστηκε για δεύτερη φορά τ’ όνομά του. – Πατρίκιε!... 18 Ο άνθρωπος από το ταβάνι ήξερε λοιπόν πως αυτός βρισκόταν εκεί μέσα αφού τον είχε φωνάξει. Από ευσπλαχνία τον προειδοποιούσε φαίνεται να μην κουνηθεί. Και ο Πατρίκιος δεν κουνήθηκε πια! Και η φωνή σώπασε... Η τεράστια πνοή που έρχονταν από το ταβάνι δεν του άγγιξε πια το πρόσωπο… Για λίγες στιγμές δεν είδε πια τίποτα από το άνοιγμα του μικρού παραθυριού. Έπειτα, αργά - αργά, ξαναφάνηκε κάτι... που κατέβαινε… Ήταν τα πόδια του Μπλαντέλ που σάλευαν, σάλευαν... και σιγά – σιγά, έπαψαν να κινούνται... και έμειναν ακίνητα, κρεμασμένα στον αέρα! Από κει και πέρα μια σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Ο Πατρίκιος Σαιντ- Ωμπέν είχε μείνει αναίσθητος. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο δολοφόνος θα ήταν ακόμη εκεί. Γιατί, αν μπήκε, όταν η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή, θα περίμενε αναγκαστικά να ξανανοίξει η πόρτα αυτή για να βγει... ΚΕΦΑΛΑΙΟ B' Το πιο παράξενο σημάδι του κόσμου Το πρωί της επομένης οι κάτοικοι του Σαιν-Μαρτέν-ντε-Μπουά, είχαν σηκωθεί νωρίτερα από το συνηθισμένο. Όλοι βιάζονταν να μάθουν την αιτία της νυχτερινής εκείνης φασαρίας. Σε λίγες στιγμές πληροφορήθηκαν για την απόπειρα της γέφυρας του Σερντόν. Αυτοί όμως οι δυστυχισμένοι οι κάτοικοι που τόσο φριχτά είχαν δοκιμαστεί, νόμισαν ότι θα τρελαθούν, όταν είδαν το Ρουμπιόν, τον ξενοδόχο, ν' ανοίγει την πόρτα του ξενοδοχείου και να φεύγει σαν τρελός προς το σπίτι του δημάρχου. Βέβαια κάτι θα είχε συμβεί. Όλοι ήθελαν να ρωτήσουν τον Ρουμπιόν· κανείς όμως δεν έλαβε απάντηση. Τότε το πλήθος τον ακολούθησε ως στην πόρτα του κυρίου Ζυλ. Μόλις έφτασε εκεί, ο Ρουμπιόν χτύπησε με απελπισμένη επιμονή το κουδούνι. Ο κύριος Ζυλ παρουσιάστηκε στο παράθυρο μισοκοιμισμένος ακόμη. Βλέποντας τον Ρουμπιόν με όλη εκείνη τη συνοδεία, κατέβηκε ν' ανοίξει. Μετά τρία λεπτά βγήκε από το σπίτι μαζί με τον ξενοδόχο, όχι λιγότερο τρομαγμένος 21 απ' αυτόν. Χωρίς ν' απαντήσουν σε κανένα, οι δύο άντρες τράβηξαν για το ξενοδοχείο. Το πλήθος τους ακολούθησε. Αλλά μόλις έφτασαν στο ξενοδοχείο δεν επέτρεψαν σε κανέναν να μπει. Μπήκαν μόνο ο δήμαρχος και ο Ρουμπιόν. Ύστερα από λίγο έφτασε ο γιατρός Ονορά, ειδοποιημένος από ένα υπηρέτη του ξενοδοχείου. Ο γιατρός μπήκε, αλλά ο καμαριέρης έμεινε έξω και πληροφόρησε τους περιέργους τι είχε συμβεί. Είχαν δολοφονήσει τον Μπλοντέλ !... Εντελώς παράξενα. Μυστηριωδώς!... Ήταν φρίκη!... Σε λίγα λεπτά όλο το χωριό βρισκόταν μπροστά στο ξενοδοχείο. Αλλά οι πόρτες του έμεναν καλά κλεισμένες. Οι ταξιδιώτες που πέρασαν εκεί τη νύχτα τους έφυγαν κρυφά από την πίσω πόρτα. Και μετά τρία τέταρτα βγήκαν από την ίδια πόρτα ο Ρουμπιόν και ο δήμαρχος, για να πάνε στο σταθμό και να περιμένουν τον κύριο Εριμάν ντε Μερεντέν, τον ανακριτή. Όση ώρα περίμεναν το τρένο που επρόκειτο να φέρει τον ανακριτή, ο δήμαρχος και ο ξενοδόχος βημάτιζαν με το κεφάλι σκυφτό, κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, σαν να φοβόνταν μην τους ακούσουν οι αδελφοί Βωτρέν, που βρίσκονταν μεταξύ του πλήθους. Ο κύριος Ζυλ παραδεχόταν βέβαια ότι οι τρεις αδελφοί δεν ήταν από εκείνα τα υποκείμενα που τιμούν το χωριό. Οπωσδήποτε όμως μπορούσε να εγγυηθεί ότι ήταν ανίκανοι να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα. – Αυτοί δολοφόνοι! μουρμούρισε. Είναι απίστευτο... Ο Ρουμπιόν με υπόκωφη φωνή του έλεγε: – Σωπάστε!... Σωπάστε!... Mα το έλεγε με τέτοιον τρόπο που άφηνε να υποτεθεί ότι κάτι περισσότερο απ' αυτόν ήξερε για τους Βωτρέν. Ο δήμαρχος κουνούσε το κεφάλι, λέγοντας, ότι τα εγκλήματα αυτά όσο πήγαιναν γίνονταν πιο ανεξήγητα, πιο σκοτεινά. Ο Λομπάρ και ο Καμύς δεν είχαν κάνει κακό σε κανένα, δεν είχαν δημιουργήσει εχθροπάθειες και δεν ήταν μαλωμένοι με τους Βωτρέν. Ο Λομπάρ μάλιστα τους ξύριζε μια φορά το χρόνο χάρισμα. Και ο Καμύς που τους έραβε με πίστωση, δεν τους γύρευε ποτέ να του πληρώσουν το λογαριασμό. Ο Ρουμπιόν, αφού κοίταξε γύρω-γύρω, προφυλακτικά είπε: – Μπορεί να είναι όπως λέτε, αλλά ο Μπλαντέλ δεν τα είχε καλά 22 μαζί τους. – Για τα κομματικά. – Ακριβώς. Και να μου επιτρέψετε να σας πω, κύριε δήμαρχε, ότι κάνατε άσχημα να ανακατέψετε τους τρεις αυτούς αδελφούς στα εκλογικά σας. – Δεν τους ανακάτεψα εγώ. Μόνοι τους ανακατεύτηκαν. Ενώ κουβέντιαζαν έτσι, έφτασε ο γιατρός Ονορά, φέρνοντας πληροφορίες στο Δήμαρχο. Είχε μεταφέρει τον Πατρίκιο, σχεδόν αποβλακωμένο, στο σπίτι του θείου του, του γέρο Κοριολίς ΣαίντΩμπέν. Όσο για το πτώμα του Μπλοντέλ, το είχαν τοποθετήσει επάνω στο μπιλιάρδο. Ο γιατρός δεν ήθελε να πει καμμιά γνώμη, πριν φτάσει ο ανακριτής. Είχε συμβουλέψει στον Πατρίκιο τέλεια ανάπαυση και δεν τον βασάνισε με ερωτήσεις. – Κάνατε πολύ καλά, είπε ο Ζυλ. Άλλωστε απ’ όσα μπόρεσα, να καταλάβω από τα μονοσύλλαβα του, αυτός δεν είδε τον δολοφόνο. – Ο ανακριτής είναι ο αρμόδιος ν' αποφασίσει, αποκρίθηκε ο γιατρός. – Ο δικαστής είναι στο χέρι του βουλευτή. Να δείτε ότι κι αυτή τη φορά δεν θα κάνει τίποτα! – Α! Ας ελπίσουμε ότι όχι! Αν ξέρετε όμως τίποτα, σχετικά γιατρέ, μιλήστε!... ικέτευσε ο Ρουμπιόν. – Έχω σοβαρούς λόγους να είμαι προσεκτικός στις κουβέντες μου, απάντησε ο γιατρός. Εγώ, αγαπητέ μου είμαι για να βγαίνω συχνά, περασμένα μεσάνυχτα, σ' ερημικούς δρόμους με τ' αμαξάκι μου. Και δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με τους διάφορους κακοποιούς. Άλλωστε το μόνο που μπορούσε να πει ο γιατρός, ήταν να διηγηθεί ότι είχε πιάσει τους Βωτρέν δύο-τρεις φορές να σέρνουν προς το μέρος του Μαύρου Δάσους μ' έναν τρόπο κλέφτικο, ένα καροτσάκι σκεπασμένο με κλαδιά κάτω από τα οποία θα βρίσκονταν «κάτι που θα ήθελαν να το κρύψουν.» – Θα έπρεπε να ερευνήσετε σχετικώς, είπε ο Ζυλ. Ο γιατρός του έπιασε το χέρι. – Τι λέτε, κύριε Ζυλ! Να τα βάλω μ' αυτούς τους ανθρώπους;… μ' αυτούς τους δολοφόνους;... – Δολοφόνοι ... μουρμούρισε ο δήμαρχος. Με κάνατε να θυμώσω μ' αυτές σας τις υποψίες. Τέλος, πρέπει να μάθετε ότι ανακαλύφθηκαν στο ξενοδοχείο ίχνη, τα οποία δεν είναι δυνατόν 23 να τα άφησαν οι τρεις αδελφοί. – Τι ίχνη; – Πρώτα απ' όλα του λαιμού... – Μπα! έκανε ο γιατρός. Τι θέλετε να με κάνετε να πιστέψω; Εγώ τα είδα τ' αποτυπώματα του λαιμού. – Δεν είδατε τίποτα! – Τι είναι αυτά που λέτε; – Ο ανακριτής, θα σας εξηγήσει. Βαρέθηκα αυτές τις ιστορίες. Κουράστηκα ν' ακούω διαρκώς: «Οι Βωτρέν! Οι Βωτρέν!» Όχι γιατρέ, δεν είδατε τίποτε! – Μα εγώ ήμουν ο πρώτος που εξέτασα το λαιμό του Καμύς και του Λομπάρ κατόπιν! – Σας το λέω, χωρίς να θέλω να σας προσβάλω. Αν δίνατε μεγαλύτερη προσοχή στην εξέταση, όπως έκανε ο ιατροδικαστής, θα διακρίνατε, ότι τα τρομερά σημάδια του στραγγαλισμού ήταν ανάποδα... – Πώς ανάποδα; – Είναι τόσο απίστευτο, εξακολούθησε ο κύριος Ζυλ, ώστε δεν είναι παράξενο πώς δεν το παρατηρήσατε. Εσείς είδατε τα αποτυπώματα των δακτύλων και αυτό σας έφτασε! Δεν παρατηρήσατε, ότι το αποτύπωμα του αντίχειρα ήταν προς τα κάτω και των άλλων δακτύλων προς τα επάνω! Για να το παρατηρήσει κανείς αυτό, θα έπρεπε να υποθέσει ότι, όταν έγιναν τα δύο εγκλήματα, ο δολοφόνος βρίσκονταν με το κεφάλι προς τα κάτω! Ο γιατρός και ο Ρουμπιόν κοίταξαν το δήμαρχο, όπως θα κοίταζαν ένα τρελό. Ο γιατρός αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους. – Δεν έκανα την παρατήρηση αυτή, είπε, γιατί το έκρινα περιττό. Ο στραγγαλισμός με τα δάκτυλα ήταν φανερός. Μα ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι το έγκλημα είχε γίνει υπό ανώμαλες περιπτώσεις. Θα ήταν απλούστερο να υποθέσει κανείς, ότι ο δολοφόνος άρπαξε το θύμα του από τους ώμους, και ότι, για να το στραγγαλίσει του αναποδογύρισε το κεφάλι προς τα πίσω. – Υπόθεση απορριφθείσα από τα πορίσματα της ανακρίσεως, έκαμε ο δήμαρχος με τόνο τραχύ – Μα τότε και... ρώτησε ο Ρουμπιόν. – Τότε, πρόσθεσε ο δήμαρχος, μη με ξαναενοχλήσετε 24 για τους τρεις αδελφούς. Μήπως τους είδατε να περπατούν ποτέ με το κεφάλι κάτω; Ο Ρουμπιόν και ο γιατρός και κοιτάχθηκαν πάλι. Ύστερα ο γιατρός ρώτησε: – Τότε τι υποθέτει ο ανακριτής; – Ρωτήστε τον ίδιο. Να το τραίνο ! **** Το τρένο πραγματικά έφτασε. Ο πρώτος άνθρωπος που κατέβηκε ήταν ακριβώς ο κύριος Ερμάν ντε Μερεντέν, ο οποίος, μόλις πάτησε καταγής, κατευθύνθηκε προς το δήμαρχο. Ήταν ένας άνθρωπος παχουλός, με πρόσωπο στρογγυλό και συμπαθητικό. Τον ακολουθούσε ένας δικαστικής κλητήρας. Χωρίς να δώσει καιρό στο δήμαρχο να πει λέξη, ο δικαστής είπε: – Μα γιατί, κύριε Ζυλ, δεν με είχατε ειδοποιήσει ότι προ δεκαπέντε μηνών βρέθηκαν κρεμασμένα όλα τα σκυλιά του τόπου σας; – Ναι!… Έχετε δίκιο... Αλλά σήμερα έχω κάποιο νέο να σας πω... – Ώστε είναι αλήθεια; είπε ο ανακριτής συνεχίζοντας την κουβέντα του. Και κανείς δεν έμαθε πως έγιναν τα πράγματα; Γιατί, στο κάτω-κάτω τα σκυλιά δεν θα κρεμάστηκαν μόνα τους! – Όχι, βέβαια κύριε ανακριτά... Αλλά αφήστε το μυστήριο αυτό για αργότερα. Σήμερα πρόκειται να μας απασχολήσει κάτι πιο σοβαρό. Κύριε ανακριτά, απόψε την νύχτα δολοφονήθηκε ένας ακόμα άνθρωπος!... – Τι λέτε; – Ότι πρέπει να θρηνήσουμε ένα άλλο θύμα στο πρόσωπο του Μπλοντέλ, του παραγγελιοδόχου. Βρέθηκε στραγγαλισμένος και κρεμασμένος στο Ξενοδοχείο του Ρουμπιόν! Ο ανακριτής κοίταξε και τους τρεις άνδρες και φώναξε: – Διάβολε! Έπειτα κατσούφιασε απότομα και πρόσθεσε: Ελάτε! Ανέβηκαν στο λεωφορείο του «Χρυσού Ήλιου», για να πάνε στο ξενοδοχείο. Ήταν οι μόνοι επιβάτες κι έτσι μπόρεσαν να εξακολουθήσουν τη συζήτηση. Μα πρώτα απ' όλα ο ανακριτής έδωσε ένα φύλλο χαρτί στο δήμαρχο, λέγοντας: – Διαβάστε δυνατά. Ο κύριος Ζυλ διάβασε. Ήταν η έκθεση του ιατροδικαστή 25 για τα δύο πρώτα εγκλήματα, σύντομη και σαφής: «Τα αποτυπώματα στον λαιμό του Λομπάρ και του Καμύς είναι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνουν την εντύπωση, ότι έγιναν από κάποιον, ο οποίος βάδισε με το κεφάλι προς τα κάτω. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο δολοφόνος προχώρησε εναντίον του θύματός του βαδίζοντας όχι επί του εδάφους, αλλά επί της οροφής με το κεφάλι κάτω! Έτσι μόνον εξηγείται και οι θέσεις των αποτυπωμάτων». – Τι σας έλεγα προ ημερών; Βλέπετε ότι δεν ήταν επινοήσεις της φαντασίας μου; είπε ο ανακριτής, παίρνοντας πίσω την έκθεση με μια υπερήφανη χειρονομία. Ο δήμαρχος αναστέναξε. Ο γιατρός και ο Ρουμπιόν χαμήλωσαν το κεφάλι σαστισμένοι και δυσαρεστημένοι. Μετά πέντε λεπτά, ο δήμαρχος, ο ανακριτής, ο κλητήρας και ο γιατρός μπήκαν στο ξενοδοχείο. – Είχαν ανάψει τα φώτα στην αίθουσα του μπιλιάρδου και το πρώτο πράγμα που είδε ο ανακριτής μπαίνοντας ήταν το πτώμα του Μπλοντέλ. Σκύβοντας από πάνω του, ο δικαστής αντίκρυσε αμέσως στο λαιμό του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου τα φοβερά και μυστηριώδη αποτυπώματα, τα ανάποδα καμωμένα, τα οποία ήταν όμοια με εκείνα που είχε ανακαλύψει στα άλλα δύο θύματα. Αφού τελείωσε την εξέταση, ο ανακριτής σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι και είπε: – Ανοίξτε τα παράθυρα! Τα παραθυρόφυλλα ανοίχτηκαν. Την ίδια στιγμή διάφορα κεφάλια πρόβαλαν από το δρόμο μέσα στην αίθουσα και κραυγές φρίκης γέμισαν τη σάλα. Ήταν ο κόσμος που ‘χε μαζευτεί απέξω. Ύστερα, βλέποντας ότι ο ανακριτής είχε σηκωμένο το κεφάλι προς τα επάνω, κοίταξαν όλοι προς το ταβάνι. Και ένας-ένας είδε εκείνο που έβλεπε και δικαστής, ο οποίος με τα μπράτσα κρεμασμένα και το στόμα ανοιχτό, εξακολουθούσε να κοιτάζει ψηλά. Και μια άλλη κραυγή αντήχησε τότε στην αίθουσα… – Σημάδια στο ταβάνι!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ Ένας μπάτσος μυστηριώδης και ένα φίλημα ακολουθούμενο από μια βροντή... Ναι, αποτυπώματα βημάτων φαίνονταν καθαρά-καθαρά στο άσπρο ταβάνι. Αναχωρούσαν από διάφορα σημεία, για να συναντηθούν στο μπρούντζινο σωλήνα που στήριζε τη λάμπα, απ' την οποία βρήκαν κρεμασμένο τον Μπλοντέλ. Την ομόφωνη κραυγή του πλήθους, είχε διαδεχθεί τώρα μια σιωπή κατάπληξης. Έπειτα ζωηρά σχόλια ξεπήδησαν από το πλήθος που έβλεπε προς τα παράθυρα, ενώ ο ανακριτής, πάντα ακίνητος δεν έπαυε να βλέπει το σημάδι εκείνο πού, χωρίς άλλο, ήταν το πιο παράδοξο σημάδι του κόσμου. – Είναι δυνατόν οι δολοφόνοι να περπατούν σαν τις μύγες στο ταβάνι; έλεγε μια γυναίκα με τρόμο... Ο κόσμος απ' έξω απ' το ξενοδοχείο εξακολουθούσε να συζητά τρομαγμένος… – Ναι, ναι, έλεγαν. Σκότωσαν τον Μπλοντέλ! Τώρα μόλις 28 τον ξεκρέμασαν... Σε ένα γνέψιμο του ανακριτή, ο Ταμπούρ έκλεισε τα παράθυρα. Ύστερα ο δικαστής είπε και τράβηξαν λίγο παράμερα το πτώμα και ανέβηκε στο μπιλιάρδο για να εξετάσει από πιο κοντά τα σημάδια του ταβανιού. Ήταν αποτυπώματα από ένα πόδι μακρύ, με φτέρνα χοντρή, με το μεγάλο δάχτυλο ανεπτυγμένο. Τα αποτυπώματα αυτά ήταν πολύ ευδιάκριτα, αν και τα πόδια δεν είχαν πατήσει στο ταβάνι εντελώς γυμνά, αλλά φορώντας κάλτσες. Ο άνθρωπος που είχε βαδίσει στο ταβάνι, είχε φροντίσει να βγάλει τα παπούτσια του πριν μπει στο σπίτι, γιατί οι κάλτσες, υγρές ακόμη από τη μαύρη λάσπη του δρόμου, είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους. – Είτε φάρσα, είτε όχι, είπε ανακριτής, όποιος άφησε αυτά τα σημάδια, θα τα πληρώσει με το κεφάλι του! Κατέβηκε κατόπιν καταγής και είπε με επισημότητα: – Κύριοι, και τώρα σε αναζήτηση του ανθρώπου που περπατάει με το κεφάλι κάτω! Ύστερα απ’ αυτό, ο ανακριτής πήρε ιδιαιτέρως τον Ρουμπιόν και τον ρώτησε αν υπήρχε γύρω από το ξενοδοχείο μαύρη λάσπη. Ο Ρουμπιόν τον οδήγησε προς το πίσω μέρος του σπιτιού, όπου και οι δυο μαζί διέκριναν τα ίδια σημάδια του ταβανιού. Οι πατημασιές σταματούσαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς τοίχους χωρίς πόρτες και χωρίς παράθυρα και δεν μπορούσαν και οι δύο να καταλάβουν πώς δεν βρίσκονταν και σε άλλο μέρος τέτοια σημάδια. Η φάρσα εξακολουθεί! έκανε μουρμουριστά ο κύριος ντε Μερεντέν. Και τώρα ας πάμε στον κύριο Σαιντ- Ωμπέν! Ο ανακριτής είχε πληροφορηθεί και ήξερα πια ότι ο Πατρίκιος είχε λιποθυμήσει μες στο δωμάτιο της υπηρεσίας, ενώ το βράδυ, πριν πλαγιάσει, είχε αποφασίσει να κοιμηθεί επάνω στο μπιλιάρδο· και αυτή η αλλαγή της θέσεως του φαινόταν παράδοξη... Ο θείος του Πατρικίου, ο κύριος Κοριολίς Μπουσάκ Σαιντ-Ωμπέν κατοικούσε στην άκρη του χωριού, κοντά στο δάσος, σε μια παλιά ιδιοκτησία του. Ο δικαστής πήγε αμέσως εκεί μαζί με το γιατρό. **** Τους άνοιξε η Γερτρούδη η υπηρέτρια, η οποία τους πληροφόρησε ότι και Πατρίκιος αναπαυόταν. Η καλή γυναίκα φαινόταν πολύ 29 ταραγμένη. Ο Κοριολίς παρουσιάστηκε σχεδόν αμέσως. Ήταν στεναχωρημένος και με τόνο τραχύ παραπονέθηκε για την ταραχή αυτή που του έφερναν στο σπίτι του. – Θα ήθελα να δω αμέσως τον ανιψιό σας! απάντησε ο ανακριτής εκνευρισμένος. Αμέσως, καταλαβαίνετε; – Ο Πατρίκιος κοιμάται. – Θα τον ξυπνήσουμε! Ο γέρος γύρισε τις πλάτες κι έφυγε, χωρίς να απαντήσει, ενώ μια νέα συμπαθητική και χαριτωμένη μπήκε λέγοντας στον ανακριτή: – Ακολουθήστε με! Μπήκαν στο δωμάτιο του Πατρικίου, τη στιγμή που ο νέος φαινόταν πώς βασανιζόταν από κάποιο όνειρο και κινούσε τα χέρια σαν να ήθελε να διώξει κάποιο τρομακτικό όραμα. Άξαφνα πρόφερε φράσεις ακατανόητες: «Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων!...» – Καλύτερα να τον ξυπνήσουμε. Το όνειρο αυτό μπορεί να του φέρει πυρετό, είπε ο γιατρός. Ο κύριος ντε Μερεντέν έγνεψε στο γιατρό να σωπάσει και έσκυψε πάνω από τον κοιμισμένο, για ν' ακούσει καλύτερα τα λόγια του. Αλλά ο Πατρίκιος δεν έβγαζε τώρα παρά άναρθρες φωνές. Ο ανακριτής γύρισε στο γέρο Κοριολίς που είχε μπει στη δωμάτιο. – Δεν περιμένατε τον ανιψιό σας αυτό το βράδυ που έγινε το έγκλημα; ρώτησε. – Ο Πατρίκιος λέει ότι μου είχε στείλει ένα τηλεγράφημα. Μα εγώ δεν το έλαβα. Και έτσι εξηγείται, γιατί δεν του άνοιξε κανείς τη νύχτα, όταν ήρθε και χτύπησε την πόρτα μας. – Κλητήρας! διέταξε ο κύριος ντε Μερεντέν, πηγαίνετε να ρωτήσετε την κυρία Γκοντεφρουά, την υπάλληλο του τηλεγραφείου, εάν έλαβε ένα τηλεγράφημα για τον κύριο Μπουσάκ -Σαιντ-Ωμπέν. Στο μεταξύ ο Πατρίκιος ξύπνησε. Ο ανακριτής αναστέναξε με ανακούφιση. Θα μάθαινε επιτέλους τι ήταν αυτό το πράγμα, που περπατούσε στο ταβάνι με χέρια που στραγγάλιζαν και που το είχε δει ο Πατρίκιος. Το πρώτο πράγμα που διέκρινε ο νέος ανοίγοντας τα μάτια ήταν το γλυκό πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αντιθέτως προς τον μνηστήρα της που ήτανε μελαχρινός, εκείνη ήταν ξανθή με μάτια γαλάζια. Οι δύο νέοι αγαπιούνταν από πολύ καιρό, από την εποχή που, 30 παιδιά ακόμα, βρίσκονταν μαζί όλη την περίοδο των διακοπών, στο σπίτι του πατέρα του, Σαιντ- Ωμπέν. Η Μαγδαληνή σπούδαζε στη Γαλλία, ενώ ο πατέρας της κέρδιζε το ψωμί του στην Παταβία, ως πρόξενος της πατρίδας του. Ο Πατρίκιος κοίταζε ακόμη με τρυφερό θαυμασμό την αρραβωνιαστικιά του, όταν ο γιατρός Ονορά έλαβε τον λόγο, για να του παρουσιάσει τον ανακριτή. Κατόπιν του σύστησε ψυχραιμία και ειλικρίνεια. Είχε φτάσει η στιγμή να φερθεί με θάρρος και να μη φοβηθεί να πει ό,τι μπόρεσε να καταλάβει και να δει. Επρόκειτο για την ασφάλεια όλου του τόπου. Ενώ ο ανακριτής επιδοκίμαζε τα τελευταία αυτά λόγια με μια κίνηση του κεφαλιού, ο κλητήρας μπήκε στο δωμάτιο λαχανιάζοντας και αποκαμωμένος, σε μια κατάσταση μεγάλης ταραχής. Με τις γροθιές σηκωμένες εναντίον κάποιου που δεν τον είχε βέβαια κοντά του, διηγήθηκε μια μπερδεμένη ιστορία, για τα πει ότι του είχαν δώσει ένα μπάτσο. – Ένα μπάτσο;... ρώτησε ο ανακριτής. – Ναι, έναν μπάτσο! Ο κλητήρας είχε μια έκφραση τόσο αλλόκοτη ώστε η Μαγδαληνή δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Όσο για τη γριά Γερτρούδη, αυτή γέλασε φανερά. – Δεν είναι ώρα για γέλια! δήλωσε ο κλητήρας. Σας μιλώ σοβαρά και σας λέω ότι με μπάτσισαν... Να μπατσίσουν εμένα... ένα κλητήρα!... Ω! όποιος τόλμησε να μου το κάνει αυτό, θα μου το πληρώσει... – Έλα, έλα, κύριε Μπομπάρντ, πέστε μας τι έγινε, είπε ο ανακριτής. Ο κλητήρας έτριψε το μάγουλό του, κοίταξε με θυμό τη Γερτρούδη και είπε: – Γύριζα από το ταχυδρομείο και πήγαινα με κανονικό βήμα, όταν σκούντησα ελαφρά, ω! πολύ ελαφρά!, ένα άτομο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις που τον άγγιξα, σας βεβαιώ. Αμέσως ζήτησα συγγνώμη και ετοιμαζόμουν να συνεχίσω το δρόμο μου, όταν, χρατς, μου έρχεται ένας μπάτσος! Ναι, ένας μπάτσος, κύριε ανακριτά, ένας μπάτσος πού με κόλλησε στον τοίχο και μ' έκανε να μου φανεί ο ουρανός σφοντύλι! Ετοιμαζόμουν να αρπάξω τον άνθρωπο αυτόν, όταν κατάλαβα ότι είχε χαθεί, λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Πού είχε πάει; Πού είχε τρυπώσει; Έψαξα, 31 τον φοβέρισα, τον φώναξα... Του κάκου... Δεν τον είδα πια… Ένα μπάτσο, σε μένα!... Είναι φοβερό, ξέρετε! – Ναι... ναι... είπε ο ανακριτής σκεπτικός. Ένας μπάτσος είναι κάτι το φοβερό!... Καλά, θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό. Προς το παρόν, κύριε Μπομπάρντ, καθίστε και πάρτε τις σημειώσεις. Και πρώτα απ' όλα, πέστε μου, τι απάντηση σας έδωσε η υπάλληλος του τηλεγραφείου. – Μου είπε, ότι είχε λάβει χτες ένα τηλεγράφημα για τον κύριο Κοριολίς και ότι το είχε δώσει στον υπηρέτη του κυρίου Κοριολίς, που έμπαινε ακριβώς τη στιγμή εκείνη στο κατάστημα, για να ταχυδρομήσει την αλληλογραφία του κυρίου του. – Πώς;... Ο Νοέλ δεν μου το έδωσε! φώναξε ο Κοριολίς εξοργισμένος. Γερτρούδη, πήγαινε να τον φωνάξεις αμέσως! Η γριά έφυγε, αλλά ξαναμπήκε σχεδόν αμέσως χτυπώντας το μέτωπο και λέγοντας: – Αχ! που τα ‘χω τα μυαλά μου!... Δεν αξίζω πια για τίποτα... Πρέπει να με διώξετε, κύριε! Ο Νοέλ μου είχε δώσει αυτό το τηλεγράφημα, για να σας το παραδώσω, εγώ το έβαλα στην τσέπη μου και ύστερα το ξέχασα… Αχ! είναι κακό πράγμα να γερνάει κανείς! – Πολύ καλά!, έκαμε ο Κοριολίς ζαρώνοντας μες στο χέρι το τηλεγράφημα. Και τώρα πηγαίνετε! Η Γερτρούδη δεν περίμενε να της το ξαναπεί. Ο Κοριολίς τότε διάβασε το τηλεγράφημα, ο δε ανακριτής ζήτησε να το δει και ο ίδιος. – Παράξενο μου φαίνεται να σας ενδιαφέρει τόσο πολύ το τηλεγράφημα του ανιψιού μου... είπε ο Κοριολίς. – Ενδιαφέρομαι υπερβολικά, κύριε! Είναι υψίστης σημασίας να ξέρω, αν τον ανεψιό σας την περίμεναν ή όχι στο Σαιν-Μαρτέν, γιατί πρόκειται να εξακριβώσω, αν ήθελαν να δολοφονήσουν αυτόν και όχι τον κύριο Μπλοντέλ... **** Στα λόγια αυτά η Μαγδαληνή έβγαλε μια κραυγή φρίκης και έγινε τόσο χλωμή, όσο και ο ίδιος ο Πατρίκιος. Ο δυστυχισμένος ο νέος δέχτηκε την υπόθεση του ανακριτή σαν μια τσεκουριά στο κεφάλι. Ένιωσε μια βοή στ' αυτιά και γύρισε πως θα ξαναλιποθυμίσει Όσο για τον Κοριολίς, απέκλεισε την ιδέα, ότι θα μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος ν' απασχοληθεί μ' αυτόν τον κουτοανεψιό του, 32 και μουρμούρισε: – Αυτός είναι ένα πλάσμα άκακο. Ποτέ του δεν ανακατεύτηκε στις εσωτερικές μας διαμάχες, και ποτέ δεν χωρίστηκε από τα μισοφούστανα της μητέρες του. Ο γιατρός παραπονέθηκε ότι ο ανακριτής έδειχνε τόση αδιαφορία για έναν άρρωστο. – Σκεφθείτε ότι είναι ασθενής!... είπε. Ο ανακριτής δεν είχε βέβαια κανένα ενδιαφέρον για τον νέο. Το εναντίον· πήγε εκεί με το σκοπό να τον ταράξει, για να μπορέσει να το βγάλει κάτι από το στόμα. Γι' αυτό τούς έβγαλε όλους έξω, εκτός από τον κλητήρα και έμεινε μόνος με τον Πατρίκιο, ο οποίος μουρμούριζε: – Και γιατί θα βρισκόταν άνθρωπος να θέλει να με σκοτώσει; Δεν έχω εχθρούς, κύριε ανακριτά, και δεν γνωρίζω κανένα!... – Πάντα νομίζουμε πως δεν έχουμε εχθρούς, είπε αποφθεγματικά ο κύριος ντε Μερεντέν, και τη στιγμή ακριβώς που φανταζόμαστε πως είμαστε ασφαλείς, μας έρχεται από πίσω το χτύπημα! Πέστε μου ό,τι ξέρετε. Μην φοβάστε αντίποινα από κανένα, γιατί εγώ θα ενεργήσω με τη μεγαλύτερη περίσκεψη. Όλα θα μείνουν μεταξύ μας. Εμπιστευθείτε σε μένα! Ο Πατρίκιος τότε διηγήθηκε με λεπτομέρεια τα γεγονότα της νύχτας. Και, όσο μιλούσε, η υπόθεση του ανακριτή τού φαινόταν πιο αληθοφανής και ανατρίχιαζε... Όταν τελείωσε, κοίταξε με αγωνία τον κύριο ντε Μερεντέν, ο οποίος, τρομερά μπερδεμένος, χάιδευε τις φαβορίτες του. – Και δεν είδατε, αλήθεια, τίποτα άλλο; ρώτησε ο ανακριτής αυστηρά. Δεν είχατε, δεν λέω το θάρρος, αλλά την περιέργεια, να συρθείτε ως στο παραθυράκι, για να δείτε τι γινόταν στο ταβάνι; – Κύριε ανακριτά, είχα κυριολεκτικά ξυλιάσει από τη φρίκη. Και αφού μου έλειπε το θάρρος, δεν μπορούσα βέβαια να έχω την περιέργεια! Ο κύριος ντε Μερεντέν μόλις κρατιόταν για να μη δείξει τη δυσαρέσκεια του. – Και αφήσατε να πεθάνει έτσι αυτός ο δυστυχισμένος άνθρωπος; – Μα, κύριε ανακριτά… – Αντί για σας!... εξακολούθησε ο δικαστής άγριος. Ναι, αντί για σας!... Γιατί ο άλλος πίστευε, χωρίς άλλο, ότι σας είχε κρεμάσει, κύριε! Περιμένετε, μη λιποθυμάτε αυτή τη στιγμή!... 33 Απαντήστε σε όλες μου τις ερωτήσεις... Όλοι το ήξεραν ότι επρόκειτο να κοιμηθείτε επάνω στο μπιλιάρδο;… – Μάλιστα, κύριε... – Είχατε μπει στο ξενοδοχείο, μ' ένα επίδεσμο στο μέτωπο. Και ο Μπλοντέλ πλαγιάζοντας είχε δέσει κι αυτός ένα μαντήλι στο μέτωπο! – Μάλιστα, κύριε… – Είστε βέβαιος, ότι ακούσατε προφερόμενο το όνομά σας από μια φωνή που ερχόταν από ψηλά;... – Μάλιστα, κύριε, και πολύ ευδιάκριτα μάλιστα. – Περιμένετε!... Είπατε πως στην κατάσταση που βρισκόσασταν, δεν μπορούσατε να καταλάβετε τι γίνετε γύρω σας. Μιλήσατε εν τούτοις για μια τερατώδη αναπνοή, ανάμεσα στην οποία είχατε ακούσει προφερόμενο το όνομά σας. Είστε βέβαιος, ότι δεν ήταν ο Μπλοντέλ που σας φώναζε να τον βοηθήσετε;... – Κύριε, αυτό δεν είναι φυσικό! Θα φώναζε «βοήθεια», δεν θα πρόφερε το όνομά μου! Εξάλλου τον Μπλοντέλ τον γνώριζα πολύ λίγο. Δεν θα με φώναζε μόνο με το βαπτιστικό μου... – Σωστά, έκαμε ο ανακριτής πάντα περισσότερο δυσαρεστημένος, γιατί η ανάκριση δεν έμπαινε στο δρόμο που αυτός επιθυμούσε. Ναι, σωστά... Τότε λοιπόν θα ήταν ο δολοφόνος που μίλησε! Και θα ήταν η αναπνοή του τερατώδης, ισχυρή, γιατί, φυσικά, δυσκολευόταν ν' αναπνέει με το κεφάλι κάτω. Και τι εξέφραζε η φωνή που πρόφερε το όνομά σας; – Μα... το μίσος νομίζω. – Βλέπετε;... Και πόσα είναι τα πρόσωπα που σας φωνάζουν μόνο με το βαπτιστικά σας; – Τέσσερα. Οι γονείς μου, ο θείος μου και η Μαγδαληνή. Ακολούθησε σιωπή στο διάστημα της οποίας ο ανακριτής σκέφτονταν δαγκώνοντας τα χείλη. Ύστερα ρώτησε: – Και πίσω από την πόρτα ακούσατε να λένε: «Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων;» – Μάλιστα, το ακούσαμε πολύ καθαρά. – Και, κατά τη γνώμη σας, τι σημαίνουν αυτές οι φράσεις; – Δεν ξέρω τίποτα, κύριε... – Ούτε κι εγώ, έκαμε ο ανακριτής. Και ο δολοφόνος φορούσε μανικέτια; Πώς ήταν; – Δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Είδα ένα πράγμα άσπρο που έβγαινε 34 από τα μανίκια... – Θα ήθελα να μάθω τι ιδέα σχηματίσατε, όταν είδατε να κατεβαίνει προς το λαιμό του Μπλοντέλ εκείνο το λίγο πού μπορέσατε να δείτε από τον δολοφόνο, τα χέρια του δηλαδή... – Τη στιγμή εκείνη ήμουν υπερβολικά ταραγμένος· κατάλαβα όμως, ότι τα δύο χέρια κατέβαιναν για να πνίξουν τον Μπλοντέλ. – Ως ποιο σημείο τα είδατε; – Σχεδόν ως τον αγκώνα. – Θα μπορούσατε να τον αναγνωρίσετε; – Μα την πίστη μου, όχι. Τα μανίκια ήταν σκούρα και η σάλα σχεδόν σκοτεινή. – Αυτό ακριβώς εξηγεί πώς ο δολοφόνος λάθεψε στραγγαλίζοντας τον άλλο αντί για εσάς... Το πράγμα όσο πάει, μου φαίνεται πάντοτε πιθανότερο. Σκεφθείτε καλά... Βοηθήστε με, με όλες σας τις δυνάμεις, με όλη σας την ευφυΐα. – Mα, κύριε, δεν καταλαβαίνω τίποτα!... – Ούτε και εγώ! – Μα, τέλος πάντων, κύριε ανακριτά, πώς μπήκε ο δολοφόνος; Πώς μπήκε; – Αυτό ακριβώς περιμένω να σας ρωτήσω, έκαμε ο ανακριτής και σηκώθηκε. Μόλις μπορέσετε να σηκωθείτε από το κρεβάτι, και ελπίζω γρήγορα, να πάτε στο ξενοδοχείο και να ρωτήσετε τον μαστρο- Ταμπούρ ο οποίος φυλάει την είσοδο, να σας δείξει τα σημάδια που άφησε ο δολοφόνος... – Άφησε σημάδια στο πάτωμα; – Όχι... στο ταβάνι... Αφού τα είπε αυτά ο ανακριτής χαιρέτησε κι έφυγε αφήνοντας τον Πατρίκιο κλαμένο σαν κανένα μωρό. **** Ευτυχώς ο γέρο Κοριολίς και η Μαγδαληνή μπήκαν αμέσως και έπεισαν το δυστυχισμένο το νέο, ότι ο κύριος ντε Μερεντέν ήταν ένας βλάκας. Ο θείος μάλιστα ήταν έξω φρενών εναντίον του ανακριτή... Ποτέ οι Σαιντ - Ωμπέν δεν είχαν ανακατεύει σε τέτοιες ιστορίες ή σε πολιτικά ζητήματα, των οποίων ο Μπλοντέλ ήταν το τελευταίο θύμα. Ο Κοριολίς μάλιστα από τον καιρό που γύρισε από 35 την Παταβία, δεν ασχολείτο παρά μόνο στη μελέτη του δέντρου μανιόκα, του οποίου ο καρπός, όταν ψηθεί στο φούρνο, μπορεί ν' αντικαταστήσει το ψωμί. Δεν μπορούσε λοιπόν, εφόσον ζούσε τόσο ήσυχα να δημιουργήσει εχθρούς θανάσιμους. Ο Κοριολίς ήταν βέβαιος, ότι κανείς δεν θα μπορούσε να του κάνει κακό. Και προπάντων οι αδελφοί Βωτρέν, στους οποίους απέδιδαν τα εγκλήματα αυτά. Ο Κοριολίς μάλιστα τους είχε υποχρεώσει με ένα σωρό ευκολίες. Ποτέ δεν τους είχε ζητήσει να του εξοφλήσουν το νοίκι της καλύβας, όπου κατοικούσαν στην άκρη του δάσος και επειδή ο πύργος, όπου έμενε μαζί με τη Μαγδαληνή, ήταν αρκετά απομονωμένος, δεν δίστασε να αναθέσει τη φύλαξή του στους τρεις αυτούς αδελφούς. Κατά την γνώμη του, αυτό ήταν μια ιδέα μεγαλοφυής. Ο γέρο Κοριολίς πάντα γελούσε, όταν το συλλογιζόταν. Να φυλάνε το σπίτι του κλέφτες!... Ο γέρος δεν πήγαινε πια κυνήγι, κι έτσι ήταν σαν να είχε παραχωρήσει όλα του τ' αγρίμια στους τρεις αδελφούς, οι οποίοι θα τα κυνηγούσαν βέβαια, χωρίς, την άδειά του. Και μ' όλ' αυτά, τους πλήρωνε και για δασοφύλακες! Τι σήμαινε όμως; Με την πληρωμή αυτή είχε την ασφάλειά του και μπορούσε να κοιμάται ήσυχος στο κρεβάτι του... Και τώρα, αυτός ο ηλίθιος ο ανακριτής που δεν τα ήξερε όλα αυτά τα πράγματα, επέμενε να λέει πως κάποιος ήθελε να σκοτώσει τον ανιψιό του! Ο γέρος ανάγκασε τον Πατρίκιο να σηκωθεί, και για να δώσει άλλο δρόμο στις σκέψεις του, του είπε να πάει στον κήπο και να συναντήσει τη Μαγδαληνή. Κατόπιν, επειδή βιαζόταν να γυρίσει στα φυτά του, άφησε σε λίγο τους εξαδέλφους μόνους. Η Μαγδαληνή επωφελήθηκε από την ελευθερία αυτή, για τα πει αμέσως στον αρραβωνιαστικό της: – Το σκέφτηκα πολύ αυτό που σου είπε ο ανακριτής... Ε, λοιπόν, είναι ένας βλάκας! Άκουσε: Ή γνώριζε ο δολοφόνος ή δεν γνώριζε. Αν σε γνώριζε, γιατί σε φώναξε με το όνομά σου και σου σύστησε να μην κουνηθείς; Επίσης αφού σε γνώριζε, πώς θα μπορούσε να κάνει λάθος τόσο πολύ, ώστε να σε μπερδέψει μ' έναν άλλο;... Για πες μου, υπήρχε φως μες στη σάλα του μπιλιάρδου; – Βέβαια, έφεγγε αρκετά… Έβλεπα πολύ καλά το πρόσωπο 36 του Μπλοντέλ... – Τότε και ο δολοφόνος θα έβλεπε. Πείστηκες λοιπόν, Πατρίκιε; Έλα. Ξέχασε την αυτή τη φοβερή ιστορία. Σκέψου ότι πρόκειται για πολιτικές αντεκδικήσεις, που δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου... Είχαν φτάσει στα κάγκελα που έβλεπαν προς τους κάμπους. – Πρόσεχε, μη μιλάς δυνατά! είπε η Μαγδαληνή. Πάντα κάποιος τριγυρίζει εδώ! Έμειναν μια στιγμή μπροστά στα κάγκελα κοιτάζοντας μια στέγη που ξεπρόβαινε ανάμεσα από τις φυτείες, στο βάθος του δρόμου. Ήταν η κατοικία των Βωτρέν. Ουμπέρ, Συμεών, Ηλίας: Ήταν οι τρίδυμοι αδελφοί που η μητέρα τους, τούς είχε φέρει στον κόσμο σαν να ήταν λυκόπουλα. Τα τρία μικρά που στην παιδική τους ηλικία ήταν το γλέντι του χωριού, είχαν γίνει ο τρόμος όλων. Και επειδή τους φοβούνταν, καθένας κοίταζε να είναι φίλος τους. Όταν τους συναντούσαν φρόντιζαν να τους δίνουν το χέρι. Προτιμότερο μας είναι να μην τους συναντά κανείς και ιδίως προς το βράδυ. Γι' αυτό, καθένας, φτάνοντας στο Σαιν-Μαρτέν-ντε-Μπουά, αποφεύγει να περάσει από τα μέρη που είναι κοντά στο δάσος, ή κοντά στην καλύβα, που είναι χωμένη ανάμεσα σε δύο μικρούς λόφους, σχεδόν στην άκρη του δρόμου. Σ' αυτή την απαίσια κατοικία η γριά Βωτρέν, παράλυτη, τέλειωσε τις μέρες της διηγούμενη φοβερές ιστορίες για τον άντρα της που βρισκόταν στα κάτεργα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Βωτρέν ν' ανακατευτούν στην πολιτική του τόπου τους, ως επικίνδυνοι μπράβοι. Όλοι ήξεραν, ότι σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές εκλογές της περιφερείας Μπελ Ετάμπλ, οι τρεις αδελφοί είχαν συντελέσει στην εκλογή ενός βουλευτή, πότε μοιράζοντας μανιφέστα, πότε δημιουργώντας θορυβώδη επεισόδια στις διαδηλώσεις κάνοντας αδύνατη τη διανομή στους αντιπάλους, οι οποίοι πίστευαν ότι η ζωή τους διέτρεχε κίνδυνο. Φτάνει να ήθελαν και θα μπορούσαν να πάρουν καμμιά τιμητική θέση στο χωριό. Αλλά ποτέ δεν είχαν τέτοιες φιλοδοξίες. Μια φορά μόνο προσπάθησαν να γίνουν προσωπικότητες και δέχτηκαν την υπηρεσία της παραδόσεως των τηλεγραφημάτων. Ακόμα τρέμουν στο Σαιν-Μαρτέν-ντε-Μπουά και στο Σερντόν, όταν θυμούνται την εποχή αυτή! Οι τρεις αδελφοί περίμεναν την καρδιά της νύχτας για να φέρουν ένα τηλεγράφημα που είχε ληφθεί 37 στις έξι το βράδυ, και ξυπνούσαν ολόκληρη την οικογένεια για να τους αναγκάσουν να τους ετοιμάσουν ένα καλό δείπνο... Ύστερα απ' αυτό, δεν έφευγαν χωρίς να τσεπώσουν κανένα νόμισμα των πέντε φράγκων, που εύκολα το έπαιρναν χάρις στη μικροψυχία των φορολογουμένων. Ευτυχώς το πρόσωπο του τηλεγραφικού επιθεωρητού δεν ήταν συμπαθητικό στους τρεις αδελφούς, οι οποίοι έδωσαν την παραίτησή τους, αφού υποσχέθηκαν στον άξιο εκείνο ανώτερο υπάλληλο ότι θα τα καταφέρουν να τον αντικαταστήσουν· και κράτησαν την υπόσχεσή τους με μεγάλη ευσυνειδησία... Την εποχή του τρύγου οι τρεις αδελφοί έπεφταν στη δουλειά με τα μούτρα, ώσπου πια χόρταιναν από κρασί. Η άλλη τους ζωή περνούσε μέσα στο δάσος, και ακριβώς μέσα στο Μαύρο Δάσος. Απέραντο δάσος από έλατα, φήγους και βελανιδιές που σκέπαζαν μια απέραντη έκταση του Μεντανσέλ και όπου οι τρεις αδελφοί ήταν απόλυτοι κύριοι. Αν και η κατοικία τους φαινόταν μέτρια, αυτοί ήταν πλούσιοι. Ο κόσμος έλεγε, ότι μέσα στις βαθιές και μυστηριώδεις σπηλιές της Μοαμπή έκρυβαν ότι είχαν κερδίσει από αρπαγές. Κι' αυτό εξηγούσε, γιατί δεν πέτυχαν οι έρευνες που είχαν γίνει στα τριγύρω μέρη της κατοικίας τους, για κλοπές που συχνά είχαν γίνει στη ζώνη αυτή. Μολαταύτα οι Βωτρέν διασκέδαζαν με την ιδέα πως ήταν ο τρόμος του χωριού. Στις ταβέρνες ή στα μαγειρεία έφταναν ως το σημείο να υποβοηθούν τις φήμες αυτές εις βάρος τους. – Ε, λοιπόν, τι λένε για μας; Κάναμε κανένα καινούργιο κόλπο σήμερα;… Όταν μάθαιναν τα νέα γεγονότα, σήκωναν τους ώμους, λέγοντας ότι ήταν φοβερά πράγματα και ορκίζονταν ότι πάντα είναι πρόθυμοι να σκοτωθούν για τη Δημοκρατία. Ύστερα έφευγαν γελώντας. Όταν όμως σοβαρεύονταν, ήταν τρομεροί! Έμοιαζαν υπερβολικά και οι τρεις· ο Ουμπέρ όμως ήταν ο πιο δυνατός· ο Ηλίας και ο Συμεών είχανε μαλλιά πιο ξανθά, γι' αυτό τους έλεγαν οι «αλμπίνοι», όπως λέγεται ένα παράδοξο είδος ανθρώπων που γεννιούνται με άσπρα σχεδόν μαλλιά. **** 38 Ο Πατρίκιος τράβηξε με τη Μαγδαληνή μακριά. – Πώς μπορείτε και μένετε σ' έναν τέτοιο τόπο! της είπε. A! να ήξερες πως βιάζομαι να σε πάρω από δω! Ίσως ο πατέρας σου να μη σου είπε ακόμη τίποτα. Ω, είναι τρομερό! Και να μην έχω το θάρρος να τον ρωτήσω, εξαιτίας του χαρακτήρα του! – Θα σου εμπιστευθώ ένα μυστικό, Πατρίκιε. Ο μπαμπάς κουράστηκε πια στον τόπο αυτό... τον σιχάθηκε!... – Να το πιστέψω; – Και θα φύγουμε στην πρώτη ευκαιρία! – Α!... – Ναι... Θα πάμε να εγκατασταθούμε στο Παρίσι και οι γάμοι μας θα γίνουν εκεί. – Ο Θεός να δώσει να γίνει αυτό όσο το δυνατόν γρηγορότερα! Σε βεβαιώνω πως δεν θα ‘χω καμμιά όρεξη να σε ξαναφέρω στο ΣαινΜαρτέν... Δεν καταλαβαίνω γιατί ο πατέρας σου διάλεξε το Παρίσι για να εγκατασταθεί, αλλά, στο κάτω-κάτω, οποιοσδήποτε άλλος τόπος είναι προτιμότερος από τούτον εδώ. Τι περιμένετε για να φύγετε; – Ο μπαμπάς αυτό τον καιρό έχει να κάνει κάποια πειράματα για την καλλιέργεια της μανιόκας του... Λέει πως δεν είναι ακόμη έτοιμη, πρόσθεσε η Μαγδαληνή κοκκινίζοντας. – Το ξέρεις πως είναι αλλόκοτη η μανία του πατέρα σου μ' αυτό το φυτό; Ακούς να σου λέει πώς μπορεί να αντικαταστήσει το ψωμί!... Περπατούσαν χειροπιασμένοι, αλλάζοντας τα τρυφερά τους αισθήματα, νοιώθοντας τον εαυτό τους ευχαριστημένο, σαν να βρίσκονταν στο ίδιο τους το σπίτι, μες στο θελκτικό αυτό κήπο, τον εγκαταλελειμμένο, όπου όλα μεγάλωναν ελεύθερα, γιατί ο Κοριολίς ποτέ δεν ήθελε να πάρει άλλον υπηρέτη, εκτός της γριάς Γερτρούδης και του Νοέλ, ενός νέου ήσυχου, ήμερου σαν αρνάκι, που δεν έλεγε πάνω από είκοσι λέξεις την ημέρα και που ο γέρος τον είχε φέρει μαζί του από την Άπω Ανατολή με την περίφημη μανιόκα. Ο Νοέλ τώρα δεν είχε καιρό να φροντίσει για τον κήπο. Περνούσε τις μέρες του μαζί με τον κύριο του σε μια γωνιά του υποστατικού, όπου βρισκόταν ένα μικρό κτίριο, λίγο κατεστραμμένο, με μια σέρρα μπροστά. Εκεί καλλιεργείτο η μανιόκα, την οποία λίγες φορές είχε κατορθώσει να δει ο Πατρίκιος, χωρίς και να καταλαβαίνει τίποτα από τις εργασίες του θείου του. 39 Γύρω από το κτίριο αυτό υπήρχε ένας κήπος με οπωροφόρα δέντρα, περιτριγυρισμένος από ένα φράχτη και κλεισμένος με κάγκελα που κανείς δεν είχε το δικαίωμα να περάσει. Όλο αυτό το μέρος ήταν προορισμένο για τα πειράματα του Κοριολίς. Τα συμπεράσματα των πειραμάτων του ο Κοριολίς τα σημείωνε μόνο τη νύχτα στο ιδιαίτερο γραφείο του, κλειδώνοντας ζηλότυπα τις σημειώσεις αυτές μέσα στο χρηματοκιβώτιο του. Το γραφείο του Κοριολίς βρισκόταν στον πύργο της έπαυλης. Πολλές φορές ο γέρος κλεινόταν εκεί μέσα νύχτες ολόκληρες για να γράφει, αφού είχε αφιερώσει τις ώρες της ημέρας στην καλλιέργεια του δεντρόκηπου. Όλα αυτά είχαν φανεί μυστηριώδη στον Πατρίκιο στους πρώτους καιρούς, όταν ο θείος του έδειξε τη δυσαρέσκειά του για τις επισκέψεις του. Την εποχή αυτή του ήταν απαγορευμένο να μπαίνει στον δεντρόκηπο. Αλλά εδώ και τρία χρόνια η αυστηρότητα της απαγόρευσης είχε μετριαστεί και έτσι ο Πατρίκιος μπορούσε να περνάει απ' όπου ήθελε με τη Μαγδαληνή, όταν φυσικά, ο θείος είχε τελειώσει τη δουλειά του. Οι δύο αρραβωνιασμένοι λοιπόν εξακολουθούσαν να προχωρούν αλλάζοντας τα τρυφερά τους αισθήματα, όταν σε κάποια στιγμή θυμήθηκαν ότι δεν είχαν ακόμα φιληθεί. Τότε ο Πατρίκιος, συναισθανόμενος τα δικαιώματά του και τα καθήκοντά του σαν αρραβωνιαστικός, έδωσε ένα αγνό φιλί στα μαλλιά της Μαγδαληνής. Αμέσως όμως ακούστηκε μια βροντή. Η Μαγδαληνή ανασκίρτησε, χλώμιασε και έριξε ένα βλέμμα ταραγμένο στον αρραβωνιαστικό της. Ο Πατρίκιος από ένστικτο κοίταξε τον ουρανό, όπου δεν υπήρχε κανένα σύννεφο. – Περίεργο ! μουρμούρισε παραξενεμένος. Είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει τέτοιο πράγμα! – Τι πράγμα; ρώτησε η αθώα Μαγδαληνή, που χωρίς κανένα λόγο είχε γίνει κατακόκκινη. – Να βροντά, όταν σε φιλώ! ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' Ο Αλμπίνος. – Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Πατρίκιε. Θα ‘ναι αποτέλεσμα της ζέστης, γιατί δεν φαίνονται σύννεφα. Τι λες; Επιστρέφουμε; Δεν θα κάναμε άσχημα. – Θυμάσαι την τελευταία μου επίσκεψη; Σας αποχαιρετούσα και βρισκόμασταν ακριβώς στην πόρτα. Ο πατέρας σου μου είπε : «Έλα φίλησέ την». Ήμουν έτοιμος να σε φιλήσω, όταν μπουμ! έσκασε μια τρομερή βροντή σαν να είχε πέσει κανένας κεραυνός στο σπίτι. Και δεν μπόρεσα να σε φιλήσω. Ο πατέρας σου μ' έβγαλε σχεδόν έξω από το σπίτι φωνάζοντας: – «Πήγαινε γρήγορα! Έρχεται η μπόρα! Τρέξε στο σταθμό!» Εγώ έφυγα, πήγα στο σταθμό, κοίταξα τον ουρανό... και δεν είδα ούτε ένα συννεφάκι. – Ω! έκαμε ή Μαγδαληνή παίζοντας μ' ένα λουλούδι που είχε κόψει. Εμείς εδώ δεν δίνουμε πια καμμιά προσοχή στις βροντές. Βροντά έτσι πολλές φορές από το Μαύρο Δάσος. Ο μπαμπάς λέει πώς είναι 42 ο ηλεκτρισμός του δάσους! – Ο ηλεκτρισμός του δάσους;... Ποτέ μου δεν άκουσα να γίνεται λόγος γι' αυτόν τον ηλεκτρισμό. – Ο μπαμπάς θέλησε να μου το εξηγήσει, εγώ όμως δεν κατάλαβα τίποτα.... Φαίνεται πως στην Τζιάβα τα δάση βγάζουν τέτοια βουή που μοιάζει σαν βροντή.... Άκουσε.... η μπόρα απομακρύνεται… Πραγματικά, μια μακρινή βουή ακουγόταν από το μέρος του δάσους, ενώ προ στιγμή είχε φανεί ότι το αστροπελέκι είχε πέσει εκεί κοντά. Γύρισαν και κοίταξαν προς το κιγκλίδωμα, απ' όπου διακρινόταν μια άκρη του Μαύρου Δάσους. Και αμέσως διέκριναν ανάμεσα από τα κάγκελα, ψηλά, σ' ένα ύψωμα, πάνω απ' το μέρος που βρίσκονταν, ένα κεφάλι παράδοξο με ξανθωπό χρώμα, ένα πρόσωπο γεμάτο πιτσιλάδες, όπου άστραφταν δύο μάτια κιτρινωπά, όπως είναι των αλμπίνων. Το ακίνητο αυτό πρόσωπο τους κοίταζε με πρόστυχη επιμονή. Ο νέος, προσβλημένος έκανε ένα βήμα προς το κιγκλίδωμα. Ξαφνικά όμως ακούστηκε η φωνή του αγνώστου η οποία τον σταμάτησε προστάζοντάς τον με τα λόγια αυτά: – Μην κινήστε, κύριε Πατρίκιε! Οι λέξεις αυτές και ο τόνος με τον οποίον προφέρθηκαν, αντήχησαν τρομαχτικά στ' αυτιά του νέου. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Η Μαγδαληνή, που από ένστικτο του είχε πιάσει το χέρι, ανίκανη κι αυτή τώρα να κινηθεί, κοίταξε τον άγνωστο γνωρίζοντας σ' αυτόν ένα από τους τρεις αδελφούς του δάσους, τον Ηλία. Αυτός ήσυχα - ήσυχα, πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα την κάνη του όπλου και πυροβόλησε προς τη κατεύθυνση τους. Ο Πατρίκιος και η Μαγδαληνή έμπηξαν μια τρομερή κραυγή… και στην ίδια στιγμή ένας κότσυφας έπεσε μπροστά στα πόδια τους. – Ε, λοιπόν;... Τι έχετε; ρώτησε με μεγάλη ηρεμία ο κυνηγός. Πληγωθήκατε; – Όχι, αλλά δεν είναι καθόλου καθησυχαστικό πράγμα να βλέπει κανείς κατ' επάνω του σχεδόν την κάνη ενός τουφεκιού! έκαμε η Μαγδαληνή εξοργισμένη. – Ξέρω καλό σημάδι εγώ, και το τουφέκι μου ως τώρα δεν χτύπησε παρά όποιον ήθελε να χτυπήσει!... 43 Ο Πατρίκιος, τρέμοντας ακόμα έσκυψε για να πάρει το πουλί. – Το κακόμοιρο! μουρμούρισε. – Το προσφέρω στους ερωτευμένος για το κολατσιό τους. Χαίρετε, δεσποινίς Μαγδαληνή! Χαίρετε, κύριε Πατρίκιε! Και καθώς ο Πατρίκιος έκανε να πετάξει έξω από τα κάγκελα τον κότσυφα, η Μαγδαληνή, σαν πιο στοχαστική, τον σταμάτησε, λέγοντας μες τα δόντια της: – Χαίρετε, κύριε Ηλία, και ευχαριστώ! Ο Ηλίας όμως είχε κιόλας εξαφανισθεί και ο Πατρίκιος ετοιμαζόταν να μιλήσει, αλλά η Μαγδαληνή τον εμπόδισε βάζοντας το χέρι στα χείλη του και κρατώντας το εκεί ως τη στιγμή που έπαψε ν' ακούγεται πια στο μάκρος του δρόμου ο κρότος των βημάτων του άλλου. – Ω! Πατρίκιε, πως με τρόμαξε... του είπε. Ακόμα βλέπω το τουφέκι να περνά μέσα από τα κάγκελα... Το ξέρεις, πώς, αν τραβούσε κατά πάνω μας, θα πληγωνόμουν πρώτα εγώ, γιατί τη στιγμή εκείνη μπήκα μπροστά σου! Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Πατρίκιος δεν είχε καταλάβει την ηρωική αυτή κίνηση της νέας. Τώρα, μαθαίνοντάς το, τράβηξε τη Μαγδαληνή στην αγκαλιά του και την φίλησε. Κάποιος έβηξε πίσω από τις πλάτες τους. Και γυρίζοντας οι δύο νέοι είδαν το Νοέλ που ερχόταν προς το μέρος τους. – Ο κύριος σάς φωνάζει, είπε ο ανατολίτης. Και έφυγε με τα χέρια στις τσέπες και με το κεφάλι σκυφτό. Ο Πατρίκιος και η Μαγδαληνή τον ακολούθησαν. – Πόσο μου κάνει κόπο η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζεις! έκαμε ο Πατρίκιος, ύστερα από μακριά σιωπή. Η ζωή θα είναι ανυπόφορη ανάμεσα σ' έναν πατέρα μονομανή, μια ηλίθια υπηρέτρια και ένα ψυχογιό, που δεν τον είδα ποτέ να γελά. Δεν είναι εύθυμοι οι ιθαγενείς της Χάι – Νω!... – Δεν τον ξέρεις εσύ τον Νοέλ, απάντησε η Μαγδαληνή. Όταν θέλει κανείς δεν μπορεί να είναι χαρούμενος όσο αυτός. Για ρώτησε τη Γερτρούδη! – Τον βλέπω πάντοτε θλιμμένο, σχεδόν κλαψιάρη!... – Όταν δει κανένα ξένο, πάντοτε είναι έτσι. Ο Νοέλ είναι άτολμος. – Σου είναι αφοσιωμένος; – Ναι. Και φοβάται περισσότερο απ' όλους τον μπαμπά. 44 – Ο πατέρας σου τον μεταχειρίζεται με σκληρότητα; – Με πολλή σκληρότητα. Και έτσι πρέπει. Τουλάχιστον ο μπαμπάς λέει, ότι έτσι πρέπει να φέρεται κανείς μ' αυτούς τους «μπόϊς» της Άπω Ανατολής, αν θέλει να κάνουν προκοπή. – Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να κρίνω το χαρακτήρα του. Έρχομαι εδώ τόσο σπάνια! – Ω! Τώρα εκπολιτίζεται... Τρώει στην κουζίνα με τη Γερτρούδη. Είχαν φτάσει στα κάγκελα του δεντρόκηπου. Ο Νοέλ, που κρατούσε την πόρτα ανοιχτή, φαινόταν πιο θλιμμένος. Ο Πατρίκιος τον κοίταξε και ψιθύρισε σχεδόν στο αυτί της Μαγδαληνής: – Χαρά στον ομορφονιό! – Τον βρίσκεις άσκημο; Μα για κοίταξε τα μάτια του! Ποτέ δεν είδα μάτια εξυπνότερα. – Αλήθεια, παραδέχτηκε και ο Πατρίκιος. **** Ο Κοριολίς ήταν μπροστά τους, στην πόρτα της σέρρας, και είχε ένα ύφος κάθε άλλο παρά ευχαριστημένο. Κοίταξε τους δύο νέους και ύστερα είπε: – Έστειλα και σας φώναξα, γιατί νόμισα πως άκουσα να βροντά και φοβήθηκα για καμιά μπόρα. Όμως ίσως να γελάστηκα... Στην ηλικία μου, η ακοή δεν λειτουργεί πια καλά.... Ο τόνος με τον οποίο ο θείος μου μιλούσε για την καταιγίδα έκανε κατάπληξη στον Πατρίκιο. Και η κατάπληξή του βγήκε έξω από τα όριά της, όταν άκουσε τον Κοριολίς να ρωτά με τόνο σχεδόν βάρβαρο: – Εμπρός!... Δεν πιστεύω να θέλετε να με γελάσετε και σεις! Ακούστηκε ή όχι η βροντή; – Εγώ δεν άκουσα τίποτα, αποκρίθηκε η Μαγδαληνή, χωρίς καμιά ντροπή. Κι έγνεψε με τρόπο στον Πατρίκιο για να τον παρακαλέσει να μην τη διαψεύσει... Mα ο νέος δεν το κατάλαβε και χωρίς να μπορεί να κρύψει την αμηχανία του, είπε: – Την άκουσα και την παράκουσα!... Νόμισα πως μάλιστα έπεσε κανένας κεραυνός στο σπίτι! Η Μαγδαληνή κοκκίνησε ως τις ρίζες των μαλλιών της και ο Κοριολίς την φοβέρισε με τεντωμένο το δάχτυλο: 45 – Μαγδαληνή! Το ξέρεις πολύ καλά ότι μ' αρέσει η ειλικρίνεια! Πού θα φτάναμε, αν σ' άκουγα; – Μα, μπαμπά, σου ορκίζομαι πως δεν πρόσεξα τη βροντή, ίσως από την τουφεκιά που έριξε ο ένας από τους αλμπίνους... – Πάντα ο Ηλίας, δεν είναι έτσι;… – Ναι, μπαμπά, ο Ηλίας. Τόλμησε να σκοτώσει έναν κότσυφα στον κήπο, ενώ εμείς βρισκόμασταν εκεί... – Νάτο!... είπε ο Πατρίκιος δείχνοντας το πουλί πού το ‘χε φέρει μαζί του. – Κανάγια! μουρμούρισε ο θείος. Πρέπει να τον ειδοποιήσουμε να τραβάει πιο πέρα και να προσέχει τα αγρίμια μου. Είναι τώρα κάμποσος καιρός που όλο εδώ κοντά τριγυρίζει! Πάντα πιο στενοχωρημένη, η Μαγδαληνή είπε: – Έχεις δίκιο, μπαμπά, αλλά εγώ τον ειδοποίησα κιόλας με τη Ζωή... – Τι του μήνυσες; – Να πηγαίνει να κυνηγά μακρύτερα, γιατί οι τουφεκιές του με τρομάζουν... Κι ο Ηλίας πάλι μου μήνυσε, ότι μας προσέχει καλύτερα από κοντά, γιατί από τότε που έγιναν όλες αυτές οι δολοφονίες ο τόπος δεν είναι ασφαλής... – Και εσύ τι απάντησες; – Τίποτα. Του έστειλα ένα λίτρο ρούμι. Είχα κάμποσο καιρό να του δώσω. – Καλά έκανες, Μαγδαληνή. Λίγη ακόμη υπομονή και θα γλυτώσουμε από αυτά τ' αρπαχτικά όρνια!... Δεν είπες τίποτα στον Πατρίκιο;… – Όχι, μπαμπά, δεν του είπα τίποτα! βιάστηκε ν' απαντήσει η νέα. Ο Πατρίκιος σκέφτηκε: – Θεέ μου! Τι εύκολα που λέει τα ψέματα! Και μολαταύτα, του φάνηκε πιο αξιολάτρευτη. – Λοιπόν, πες του ότι, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, θα πάμε να εγκατασταθούμε στο Παρίσι... Ναι, Πατρίκιε, στο Παρίσι... – Τελειώσατε λοιπόν τις μελέτες σας για το «αρτόδεντρο»; – Ναι, αγαπητέ μου ανεψιέ. Τώρα πια μεγάλωσε. Εμπρός! Πηγαίνετε να κάνετε μια βολτίτσα πριν από το γεύμα... Έχω κάτι να πω στο Νοέλ. Οι δυο αρραβωνιασμένοι βγήκαν από τον δεντρόκηπο. Περνώντας κοντά από τον φτωχό Νοέλ, ο Πατρίκιος έμεινε 46 κατάπληκτος βλέποντάς τον, να τρέμει από την κορφή ως τα νύχια. Πέντε λεπτά αργότερα, ενώ οι δύο νέοι έμπαιναν στην κουζίνα, άκουσαν από μακριά απελπισμένα ξεφωνητά. – Τι είναι; ρώτησε ο Πατρίκιος ανατριχιάζοντας. – Τίποτα, είπε η Μαγδαληνή με σφιγμένα δόντια. Ο Νοέλ θα έκανε καμμιά ανοησία και ο μπαμπάς τον διορθώνει. Πάντα πιο σαστισμένος ο Πατρίκιος γύρισε και κοίταξε τη Γερτρούδη και την είδε να κλαίει. – Θεέ μου, Θεέ μου! βογκούσε η γριά. Θα τον σκοτώσει!... Δεν χτυπάνε έτσι ένα παιδί! – Ξέρεις ότι ο μπαμπάς γίνεται έξω φρενών, όταν βροντά! ψιθύρισε η Μαγδαληνή συγκινημένη όσο και η Γερτρούδη. – Γι' αυτό λοιπόν μου έγνεφες; ρώτησε ο Πατρίκιος τη Μαγδαληνή. Έλεγες ψέματα για χάρη του Νοέλ; – Ναι, Πατρίκιε... Ο νέος ετοιμαζόταν να την παρακαλέσει να τον συγχωρήσει. Αλλά σταμάτησε από τον ερχομό ενός κοριτσιού ως δεκατριών χρονών, μαυριδερού σαν τυφλοπόντικας και με μάτια γοητευτικά. Φορούσε ένα φόρεμα μπαλωμένο, που άφηνε να φαίνονται κάτι πόδια σαν του πουλιού. Λαχανιάζοντας φώναξε: – Ο Νοέλ είναι που ξεφωνίζει!...Τον χτυπάει ο αφέντης!... – Ναι, Ζωή, είπε η Γερτρούδη. Είναι για λύπηση... – Α! Κι εγώ νόμιζα πως θα είχε αρχίσει η μπόρα εδώ, όταν άκουσα τη βροντή! ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' Η Ζωή... Στο τραπέζι κανένας τους δεν ήτανε χαρούμενος. Η Μαγδαληνή ήταν αφηρημένη. Ο Κοριολίς μιλούσε πότε-πότε, απορροφημένος από τις σκέψεις του. Ο Πατρίκιος ήταν ακόμα με την εντύπωση του νυχτερινού εγκλήματος και δεν μπορούσε να σκεφθεί τίποτα άλλο. Το πτώμα του Μπλοντέλ ήτανε πάντα μπροστά στα μάτια του και στ' αυτιά του στριφογύριζαν επίμονα τα λόγια του ανακριτή: «Έπρεπε να ήσαστε εσείς στη θέση του!» Έτσι η Γερτρούδη, βλέποντας πως όλοι σώπαιναν, αποφάσισε να πει στον κύριο: – Κύριε, η Ζωή είναι εδώ... Ο Κοριολίς καταδέχτηκε να κατέβει από τα σύννεφα των σκέψεων του, για να κοιτάξει τη γριά υπηρέτρια. – Λοιπόν; Της μίλησες; – Μάλιστα, είπε πώς θα ακολουθήσει τον αφέντη της ως στην άκρη του κόσμου. Μόνο δεν τόλμησε να κάνει λόγο στ' αδέλφια της. 49 – Ω! Τους παίρνω επάνω μου εγώ, τους αδελφούς!... Φτάνει να τους γλυκάνει κανείς λιγάκι... Και, πιστεύω, πώς δεν θα τους κακοφανεί να δούνε τα κορίτσι να φεύγει από κοντά τους. Πρώτα απ' όλα πρέπει να είναι η Ζωή ευχαριστημένη. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Της είπες ότι θα πάμε στην πόλη; – Μάλιστα. Όταν της είπα πως θα ‘πρεπε να φύγει από το χωριό και πως μπορεί να μην ξαναγυρίσει πια εδώ, άρχισε να κλαίει. Γιατί δεν είναι κακό κορίτσι. Κατά βάθος δεν ξέρει να υποκρίνεται. Στην πόλη θ’ αλλάξει βέβαια. Ωστόσο μπορείτε να της μιλήσετε και εσείς. Της είπα να μείνει να φάει εδώ σήμερα. Θα ήθελε όμως να συγχωρέσετε τον Νοέλ. – Πήγαινε ν' ανοίξεις στον Νοέλ, έκαμε ο Κοριολίς δίνοντας ένα κλειδί στη Γερτρούδη. Είναι στο κελάρι, και θαρρώ πως τον έδειρα περισσότερο από το συνηθισμένο. Μα το φταίξιμο είναι δικό του. Πρέπει να γίνει φρόνιμος. Μια νύχτα τρόμου. Το δείπνο είχε τελειώσει κι η νύχτα είχε κατέβη πια. Ο γέρος ήταν της γνώμης πώς ο Πατρίκιος θα ήταν κουρασμένος και ότι καλά θα έκανε να πάει να πλαγιάσει. Ο νέος υπάκουσε, του ευχήθηκε καληνύχτα κι έδωσε το χέρι στη Μαγδαληνή. – Φίλησέ την! επέτρεψε ο Κοριολίς. Ο Πατρίκιος ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπο της αρραβωνιαστικιάς του κι άπλωσε να πιάσει το χέρι της και να το κρατήσει για λίγο ανάμεσα στα δικά του. Όμως εκείνη τράβηξε το χέρι της και ο Πατρίκιος πειράχτηκε. Ορισμένως η Μαγδαληνή είχε αλλάξει. Θλιμμένος και ανήσυχος ανέβηκε στο δωμάτιό του. – Αν έχεις ανάγκη από τίποτα, του φώναξε ο γέρος ενώ έβγαινε από το δωμάτιο, χτύπα στο ταβάνι. ΙΙ Γερτρούδη κοιμάται στο δωμάτιο που είναι από πάνω και θα σ’ ακούσει. Κλείσε με το κλειδί. 51 Όταν ο Πατρίκιος βρέθηκε στο δωμάτιό του, φρόντισε να κλειδωθεί. Ύστερα, κοίταξε κάτω από το κρεββάτι, μέσα στα ντουλάπια, στο ταβάνι, παντού. Τέλος άναψε τη λάμπα, άνοιξε σιγά-σιγά το παράθυρο για να ρίξει μια ματιά στο δάσος. Το δωμάτιό του βρισκόταν στο πρώτο πάτωμα, στην αριστερή πλευρά της έπαυλης. Δεξιά, σ' ένα ξεμύτισμα του εξοχικού αυτού συγκροτήματος, είδε τον πύργο, του οποίου η κορυφή ήταν κιόλας φωτισμένη. Ο Κοριολίς, όπως πάντα, είχε αρχίσει να εργάζεται. Μπροστά από το δωμάτιο του Πατρίκιου ήταν το προαύλιο, με τα ιπποστάσια, με τα δωμάτια της υπηρεσίας, τα οποία τώρα πια δεν χρησίμευαν παρά για την πλύση και για ν' αποθηκεύουν καρπούς για το χειμώνα. Λίγο αριστερότερα στο δωμάτιο του Πατρίκιου, σχεδόν από κάτω, σ' ένα χαμηλότερο κτίριο, βρισκόταν το κελάρι με το θολωτό ταβάνι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και με δυσκολία ο νέος μπόρεσε να διακρίνει μακριά, προς τα δεξιά, τη σκιά της σέρρας, όπου μεγάλωνε το αρτόδεντρο του Κοριολίς. Ξαφνικά, η σέρρα αυτή φωτίστηκε, και ξαναβυθίστηκε αμέσως στο σκοτάδι. Χωρίς άλλο ο Νοέλ είχε ανάψει το φως για να πλαγιάσει. Το ελαφρό αεράκι που είχε σηκωθεί στην πεδιάδα, έφερε στον Πατρίκιο τη μυρωδιά της εξοχής. Αν ήταν ποιητής θ' απολάμβανε τη σιωπηλή γαλήνη της νύχτας και θ' ανάπνεε με ηδονή τη μυρωμένη πνοή της φύσης… Αλλά εκτός του ότι δεν ήταν ποιητής, ο Πατρίκιος τη στιγμή αυτή είχε σπουδαίους λόγους να είναι ανήσυχος. Πάνω απ' όλα, ήταν το τρομερό επεισόδιο της περασμένης νύχτας, που τον κρατούσε πάντα σε μεγάλη ταραχή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε και τις φοβερές υποψίες του ανακριτή που διαρκώς γύριζαν μες στο μυαλό του. Και τέλος, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, αλλά χωρίς άλλο ήταν ένα είδος κρυφής δυσαρέσκειας. Ο Πατρίκιος δεν είχε λόγους να είναι και πολύ ευχαριστημένος ούτε από το θείο, ούτε κι' από την ίδια τη Μαγδαληνή. Κατά την αντίληψή του, ύστερα απ' αυτό που του συνέβη στο ξενοδοχείο του «Χρυσού Ήλιου», ύστερα από τον φοβερό κίνδυνο που είχε διατρέξει, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς δεν τον πρόσεξαν και δεν τον περιποιήθηκαν, με μεγαλύτερες φροντίδες. 52 Ήταν φανερό πως η Μαγδαληνή, όπως όλοι τους, είχε αλλού το νου της. Σ' όλο το διάστημα του περιπάτου που έκαμαν στο δεντρόκηπο, ήταν αφηρημένη, μακριά από αυτόν και δεν είχε δείξει κανένα ενθουσιασμό στα λόγια που της έλεγε για το μέλλον τους. Ωστόσο δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Πατρίκιος στις σπάνιες επισκέψεις του στην έπαυλη διαισθανόταν ότι όλοι τους είχαν το νου τους αποκλειστικά σε κάτι που αυτός δεν μπορούσε να μαντέψει τι ήταν. Ποτέ όμως άλλοτε δεν το διαισθάνθηκε αυτό τόσο εντατικά, όσο τούτη τη φορά! Κι ενώ στεκόταν στο παράθυρο, ένοιωθε όλη την πίκρα της αοριστίας αυτής... Ξαφνικά κράτησε την αναπνοή του. Είχε δει στο μάκρος του τοίχου ένα άσπρο και ελαφρό γυναικείο σχήμα πού γλιστρούσε, χωρίς να κάνει θόρυβο. Η καρδιά του χτύπησε πάλι δυνατά και παραλίγο να λιποθυμήσει όταν είδε το άσπρο σχήμα να χάνεται κάτω από το θόλο του κελαριού και άκουσε τη φωνή της Μαγδαληνής να ρωτά: – Εδώ είσαι, Ζωή;.... Η Ζωή αποκρίθηκε καταφατικά. Άρχισε τότε, μες στο σκοτάδι του κελαριού ένας παράδοξος διάλογος, που ο Πατρίκιος τον άκουσε, καλά ολόκληρο σχεδόν. Ήταν φανερό, πως η Ζωή και η Μαγδαληνή νόμιζαν πως ήταν ασφαλισμένες από κάθε αδιάκριτο αυτί, αλλά το παράθυρο ήταν ανοιχτό, κι' από κει έφταναν στην Πατρίκιο καθαρές οι ομιλίες τους. – Πρέπει να μου πεις την αλήθεια! έλεγε με απαιτητική φωνή η Μαγδαληνή. Ο Ηλίας, ο αδελφός σου έκανε το έγκλημα, δεν είν' αλήθεια; – Σας ορκίζομαι, δεσποινίς, πως δεν ξέρω τίποτα. Αν ήξερα, δεν θα ‘χα μυστικά από εσάς. Πάντοτε σας τα λέω όλα. Μα δεν τα καταφέρνω να τα μαθαίνω όλα. Δεν μ' εμπιστεύονται. Οι αδελφοί μου κάθονται και διηγούνται σε μένα και στη μητέρα μου μονάχα ότι τους συμφέρει να διηγηθούν. Όσο για μερικές ιστορίες, κανένας δεν ξέρει τίποτα. Ούτε η μητέρα, ούτε εγώ, ούτε οι άλλοι. – Πρέπει να το μάθω, Ζωή. Δεν θα ησυχάσω, παρά όταν το μάθω. – Μα γιατί, δεσποινίς; Λένε πως το έγκλημα έγινε από λόγους πολιτικούς. – Ποιος τα λέει αυτά; 53 – Όλοι το λένε! – Και οι αδελφοί σου; – Για μερικά πράματα δεν μιλούν ποτέ μπροστά μου. Μόνο η μητέρα, όταν έμαθε τι έγινε, μου είπε: «Λένε πως ο Μπλοντέλ δολοφονήθηκε σαν τον Καμύς και τον Λομπάρ. Άκουσε, Ζωή, φοβάμαι πώς τ' αδέλφια σου κάνουν κουταμάρες!» – Βλέπεις, Ζωή;... Και ύστερα;.. – Και ύστερα... Θα σας πω κάτι, αλλά υποσχεθείτε μου πως δεν θα το πείτε σε κανένα!... – Ναι, ναι, μίλα!... – Λοιπόν, χτες το βράδυ... ναι... χθες το βράδυ, πριν από τη δολοφονία, ο Ουμπέρ γύρισε σπίτι φρενιασμένος. Βλαστημούσε, φοβέριζε πώς θα βάλει φωτιά να κάψει το χωριό, για να κάνει να βουβαθούν όλοι όσοι τα λένε αυτά. Γύριζε από τον «Χρυσό Ήλιο», όπου είχε βρει τον Μπλοντέλ. Φαίνεται πώς ήρθαν στα λόγια. Μα δεν ήταν η πρώτη φορά. Στις εκλογές λίγο έλειψε να χτυπηθούνε... Τότε εγώ, ακούγοντάς τον να ξεφωνίζει, πήγα να πλαγιάσω. – Λες αλήθεια πως είχες πλαγιάσει; – Σας το ορκίζομαι. Και σήμερα ακόμα μετά το φαΐ, το βεβαίωσα στον ανακριτή. – Και όμως ακούστηκε η φωνή σου έξω απ' το ξενοδοχείο προ του εγκλήματος. Η φωνή σου τους έκαμε ν' ανοίξουν! Πρέπει να μάθεις, Ζωή, ποιος είναι αυτός που μπορεί να μιμείται τόσο καλά τη φωνή σου! – Σας ορκίζομαι πως δεν ξέρω. – Δεν βάζει ο νους σου κανένα; Τ' αδέλφια σου, βέβαια, θα μπορούν να μιμηθούν τη φωνή σου! – Δεν ξέρω, όχι… Δεν ξέρω τίποτα! **** – Α! Πόσες φρίκες!... Πόσες φρίκες!... Και τι σκοπό είχαν όλα αυτά;... Να τον αναγκάσουν να φύγει με τον τρόπο πως κινδύνευε η ζωή του; Θυμάται ακόμα ο Πατρίκιος τα λόγια που άκουσε να λέει η Μαγδαληνή στη Ζωή κατά την συζήτηση αυτή. Την μάλωνε γιατί της έκλεψε την κορδέλα των μαλλιών της και την έδωσε στον αδελφό της τον Ηλία... Τι φρίκη αλήθεια!... 54 Ήταν όλα αυτά τόσο τρομερά και τόσο μπερδεμένα! Ο άτυχος Πατρίκιος τα ‘χασε. Το μυαλό του, παραστρατίζοντας διαρκώς, τον έσερνε στον κατήφορο. Του κάκου πολεμούσε να πιεστεί στη λογική, να εξηγήσει κάτι. Δεν τα κατάφερνε... – Ζαλίστηκα!... είπε σε μια στιγμή δυνατά, κοιτάζοντας τις τρεις γυναίκες. Ζαλίστηκα!.. Δεν καταλαβαίνω βέβαια τι κάνουν εκεί, αλλά μπορεί να τις ρωτήσω! Θα μπορούσε να το κάνει αυτό από πολλή ώρα. Αλλά τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν ν' ανοίξει το παράθυρο, οι τρεις σκιές χωρίστηκαν. Η Γερτρούδη και η Μαγδαληνή, αφού κοίταξαν πάλι κατά το παράθυρο τους, προχώρησαν και χάθηκαν σε μια σκοτεινή γωνιά της αυλής, και η Ζωή μπήκε στο κελάρι. Λίγες στιγμής αργότερα, ο Πατρίκιος διέκρινε καθαρά τα βήματα της γριάς, επάνω από τα δωμάτιο του. Κι ύστερα, τίποτα, πια..... Τότε, χωρίς να κάνει θόρυβο, άνοιξε το παράθυρο, ανασήκωσε τη μικρή θυρίδα του παντζουριού και αμέσως διέκρινε σε κάποια απόσταση, κοντά στα κάγκελα του κήπου, στο ξεμπουκάρισμα της δενδροστοιχίας ένα ζευγάρι... Θέλοντας να δει ποιοι αποτελούσαν το ζευγάρι αυτό, ο Πατρίκιος έμεινε ακίνητος στο παρατηρητήριό του, περιμένοντας να βγουν και οι δύο από τη σκιά. Ύστερα από λίγες στιγμές, διέκρινε με μια φρίκη που διαρκώς γιγαντωνόταν, τη Μαγδαληνή, Όσο για τον άντρα, δεν μπορούν να τον διακρίνει, γιατί το κεφάλι του έμενε στη σκιά... Αλλά ο Πατρίκιος δεν είχε ανάγκη να δει το πρόσωπο, για να καταλάβει πώς ήταν ο Αλμπίνος, ο αδελφός της Ζωής, ο Ηλίας… Φτωχέ Πατρίκιε!... Τι του έφταιξε του Θεού και τον τιμωρούσε έτσι! Μ’ όλο του το σπαραγμό εξακολουθεί να παραφυλάει στο παράθυρο. Η Μαγδαληνή προχωρεί με τον συνοδό της ως το βάθος της δενδροστοιχίες και ξαναγυρίζει. Αφήνει τον σύντροφό της να της σφίξει πολλή ώρα το χέρι και τον παρατάει τέλος κοντά στα κάγκελα. Ενώ αυτή μπαίνει στην έπαυλη, ο άγνωστος που την συνόδευε 55 προχωρεί από την άκρη του δρόμου. Ο Πατρίκιος τον παρατηρεί πολλή ώρα. Και η επιμονή του τέλους ανταμείβεται. Ήρθε στιγμή που το φεγγάρι φώτισε τον άνθρωπο κατά πρόσωπο και ο Πατρίκιος μπόρεσε να την αναγνωρίσει... Δεν ήταν ο Ηλίας, όπως νόμισε... Ήταν ο Νοέλ! Τώρα πια, δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα!... Η κούραση τον έχει πια νικήσει και ύστερα από ένα τόσο εντατικό και οδυνηρό ξενύχτισμα, πέφτει στο κάθισμα, μουρμουρίζοντας: «Αύριο το πρωί η Μαγδαληνή θα μου τα εξηγήσει όλα. Ίσως το πράγμα να είναι πολύ απλό...» **** Όταν ξύπνησε, ο Πατρίκιος ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος… Είχε πυρετό. Θα ήθελε να μείνει στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Όλες όμως οι εικόνες της νύχτας, σαν εχθροί που του είχαν στήσει καρτέρι, όρμησαν στο μυαλό του και του γέμισαν πάλι τη ψυχή με τις χειρότερες υποψίες. Να εξακολουθεί έτσι αυτό το μαρτύριο, δεν είναι πια δυνατόν. Προτιμότερο να ρωτήσει, να ζητήσει να εξακριβώσει, να βγει από την τυραννία αυτή μια ώρα αρχύτερα. Έκανε ένα ντους με παγωμένο νερό. Ύστερα ντύθηκε γρήγοραγρήγορα και βγήκε όταν ο ήλιος ήταν πιο ψηλά. Ο δροσερός αέρας τον αναζωογόνησε κάπως, και, μόλις βρέθηκε έξω νόμισε τον εαυτό του πιο δυνατό για να αρχίσει τον αγώνα της πονηριάς και της επιτηδειότητας, με τον οποίο λογάριαζε να κατανικήσει τη Μαγδαληνή. Πήρε τη νέα στην τραπεζαρία, μπροστά σ' ένα φλυτζάνι καφέ με γάλα, που μόλις της το είχε σερβίρει η Γερτρούδη. Η γριά μαζί με την κυρά της τον ρώτησαν πως πέρασε τη νύχτα. Ο Πατρίκιος αποκρίθηκε πως είχε κακοκοιμηθεί γιατί η φαντασία του δεν ήταν ακόμα ελεύθερη από κάποια οράματα, και στ' αυτιά του βούιζαν ακόμα εκείνες οι αγωνιώδεις φράσεις που είχαν ακουστεί τη νύχτα του εγκλήματος. Ενώ μιλούσε έτσι, κοίταζε τις δύο γυναίκες, για να δει μήπως ανταλλάξουν κανένα σημείο συνενοχής ή καμμιά ματιά συνεννόησης. 56 Δεν γελάστηκε. Εξακολουθώντας να μιλά με μικρές φράσεις, τους εξήγησε ότι ήταν τέτοια η εντύπωση που δοκίμασε στο ξενοδοχείο του «Χρυσού Ήλιου» την νύχτα του εγκλήματος, ώστε και την νύχτα αυτή του φάνηκε πως ξανάκουσε την κραυγή εκείνη της αγωνίας και τους ίδιους εκείνους θορύβους. Λέγοντας τα λόγια αυτά τις τσάκωσε να συνεννοούνται. Η συνενοχή τους είχε γίνει πια ολοφάνερη. Ήταν μια γρήγορη ματιά, πως για τον Πατρίκιο είπε πολλά. Ήξερε βέβαια, ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει τίποτα άλλο. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Η πιστοποίηση είχε δοθεί. Εντούτοις ξανάπε με φοβισμένη δήθεν φωνή: – Ναι... Μου φάνηκε πως άκουσα απόψε την τρομερή εκείνη φράση, που ακούγεται λίγο πριν διαδεχθεί το έγκλημα... Η γριά Γερτρούδη του είπε ότι, χωρίς άλλο, είχε γελαστεί, ότι θα ήταν μια παραίσθηση, γιατί αυτή δεν είχε ακούσει τίποτα, ενώ κοιμάται πάντα τόσο ελαφριά! – Περίεργο! είπε νέος. Εγώ ήμουν βέβαιος, ότι είχατε σηκωθεί, ακριβώς για να δείτε τι συμβαίνει... Ναι, και μάλιστα πίστεψα πως σας άκουσα να περπατάτε... – Όχι, δεν κουνήθηκα καθόλου... Πήρα έναν ύπνο, μονοκόμματο! Στο σπίτι υπήρχε άκρα ησυχία! Αφού είπε αυτά, η γριά πήγε στην κουζίνα, απ' όπου έριξε στη Μαγδαληνή μια ματιά, γεμάτη σημασία. Η νέα φαινόταν ταραγμένη... το χεράκι της έτρεμε. Ωστόσο αγωνιζόταν να φανεί γαλήνια. Ο Πατρίκιος το κατάλαβε και τη ρώτησε : – Και εσύ, Μαγδαληνή, δεν άκουσες τίποτα! – Όχι... Πέρασα μια νύχτα ήσυχη.... Ψευδόταν αναιδέστατα· ωστόσο τα μάγουλά της δεν χρωματίζονταν από το κοκκινάδι της ντροπή. Εξακολουθούσαν να είναι χλωμά... Ο Πατρίκιος υπέφερε πολύ. Δεν την κοίταξε πια. Φοβόταν να μην προδοθεί... Ύστερα από κάμποση σιωπή, κατάφερε να επιβληθεί στον εαυτό του και είπε με ύφος ήρεμο: – Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα, Μαγδαληνή, αλλά σήμερα θα ήθελα να σου γυρέψω κάτι. – Τι πράγμα, Πατρίκιε; 57 – Την κορδέλα που έχεις στα μαλλιά σου... Αυτή τη φορά η Μαγδαληνή κοκκίνησε και τα ‘χασε. Ύστερα, κάνοντας μια προσπάθεια για να συγκρατηθεί, είπε: – Τι παράξενη ιδέα, Πατρίκιε! Και πιο παράξενος ακόμα ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεσαι!... – Δεν τον βρίσκω παράξενο. Είναι μια ιδιοτροπία ερωτευμένου. Στο χωριό, κάθε ερωτευμένος γυρεύει την κορδέλα των μαλλιών της ωραίας του... – Γιατί τότε δεν μου τη γύρευες τόσον καιρό; – Ίσως κάποιος άλλος στη γύρεψε πριν από μένα, είπε απότομα ο νέος. Λέγοντας τα λόγια αυτά κατάλαβε πως ήταν σκληρός, μα δεν τον ένοιαζε. Η Μαγδαληνή που είχε σηκωθεί, τον κοίταξε αποσβολωμένη. – Ποτέ! είπε. Πεισμωμένος εκείνος εξακολούθησε: – Οι ερωτευμένοι κατορθώνουν να πάρουν εκείνο που τους αρνούνται. – Να η κορδέλα, Πατρίκιε… αποκρίθηκε εκείνη με τρεμουλιαστή φωνή. Και συγχρόνως έχωσε τη δάχτυλά της μες στα μαλλιά της έβγαλε το μεταξένιο της φιόγκο και τον ακούμπησε στο τραπέζι. Ο Πατρίκιος την είδα να κλαίει. Τότε θέλησε να μιλήσει, αλλά ήταν πολύ αργά. Η νέα είχε φύγει… **** Όλο το πρωινό ο Πατρίκιος δεν ξαναείδε πια την αρραβωνιαστικιά του. Ενώ όμως την γύρευε από τη μιαν άκρη της έπαυλης της την άλλη, συνάντησε τη Ζωή, που ερχόταν να δουλέψει στο σπίτι του Κοριολίς Τη ρώτησε αμέσως για την Μαγδαληνή και για όσα συνέβησαν την νύχτα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Ζωή προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το εξαιρετικό τη νύχτα. Σε μερικούς υπαινιγμούς του σχετικούς με το κελάρι, δεν είπε λέξη και μπήκε στην κουζίνα, για να έχει την προστασία της Γερτρούδης και ν' αποφύγει έτσι άλλες ερωτήσεις. 58 Ο Πατρίκιος προσπάθησε να ανακρίνει πάλι τη γριά, αλλά του κάκου. Τότε ο φτωχός ερωτευμένος ζήτησε τον Νοέλ. Μόλις όμως έφτασε στον δεντρόκηπο και τον φώναξε, ο Νοέλ δεν του απάντησε. Ενώ ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί από τα μέρη αυτά, ο Πατρίκιος, βρέθηκε μπροστά στον Κοριολίς. Ο γέρο-θείος, αφού τον ρώτησε πώς πέρασε τη νύχτα, χτύπησε την πόρτα της κάμαρας του Νοέλ. Μη λαβαίνοντας καμμιά απάντηση, ο γέρος έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί, άνοιξε την είσοδο και μπήκε. Ο Πατρίκιος θέλησε να τον ακολουθήσει, αλλά ο γέρος τον παρακάλεσε να τον περιμένει απέξω. Δεν περίμενε πολύ. Σε λίγο ο γέρος γύρισε με μια έκφραση ζωηρής δυσαρέσκειας στο πρόσωπο. – Αυτός ο κατεργάρης δεν κοιμήθηκε σπίτι απόψε. Το κρεβάτι του είναι εντάξει. Τον είδες εσύ; Ο Πατρίκιος αποκρίθηκε ότι δεν τον είχε δει από την προηγουμένη ημέρα. – Βρίσκει την ευκαιρία και φεύγει, τώρα που με απορροφά η μεγάλη δουλειά, και που μένω πολλές ώρες στον πύργο! είπε ο γέρος. Είναι κάμποσος καιρός που μου έμαθε να κάνει του κεφαλιού του. Στοιχηματίζω πως πέρασε τη νύχτα στο δάσος και κοιμήθηκε κάτω από τα δέντρα. Αν και ξέρει πως αυτό με δυσαρεστεί, και ότι είναι ανάξιο για έναν νέο καλοαναθρεμμένο. Μου φαίνεται πώς πρέπει να του δώσω πάλι κανένα μαθηματάκι. – Με πόση ευκολία τον δέρνετε, θείε!... – Mα, όπως σου έλεγα χτες, άρχισε να λέει ο Κοριολίς με φανερή συγκίνηση, πιο πολύ υποφέρω εγώ που τον χτυπάω, παρά αυτός ο ίδιος, όταν τρώει τις ξυλιές. – Τότε λοιπόν, γιατί τον δέρνετε; Ο Κοριολίς κούνησε το κεφάλι και σκεπτικός προχώρησε με τον ανεψιό του προς την έπαυλη χωρίς ν' απαντήσει. Είναι αλήθεια πως ο Νοέλ ήταν πολύ καλός άνθρωπος αν και ο θείος του ήταν απότομος και υπερβολικά αυστηρός. Έλεγαν πως στη Μαλαισία είχε καταγίνει με την πειρατεία. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε να κρύβει μέσα του θησαυρούς συγκινήσεων, να έχει στιγμές ξαφνικών συμπαθειών. 59 Ο Πατρίκιος το αντελήφθη αυτό προ ολίγου, όταν ο γέρος μιλούσε για τον Νοέλ. Ορισμένως ο Νοέλ θα είχε εξαιρετική θέση μέσα στο σπίτι. Ο Πατρίκιος θυμόταν τα λόγια που βγήκαν, όταν ο Κοριολίς γύρισε στην Ευρώπη με το παιδί αυτό και με τη μανιόκα. Έλεγαν ότι ο γέρος ποτέ δεν θε έφερνε ένα παιδί από τόσο μακριά, αν δεν είχε ισχυρούς λόγους να το αγαπά βαθιά. Είναι εύκολο να παντρευτεί κανείς στους τόπους των κιτρίνων, και ο Κοριολίς, αν δεν γύρισε από κει κάτω με μια μητριά για τη Μαγδαληνή, γύρισε όμως με έναν μικρό κίτρινο... Τώρα ο Πατρίκιος άρχισε να πιστεύει, ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε πολλά πράγματα να εξηγήσει. Παραδείγματος χάρη, τις πατρικές μαγκουριές, την οικειότητα του ζευγαριού εκείνου στο φεγγαρίσιο φως την περασμένη νύχτα στη δενδροστοιχία... Αν η Μαγδαληνή και ο Νοέλ ήταν αδελφός και αδελφή, δεν ήταν καθόλου κακό το ότι περπάτησαν μαζί μέσα από μια δενδροστοιχία, σφίγγοντας τρυφερά τα χέρια. Και η μεγάλη φωνή των τύψεων της συνειδήσεως άρχισε να μιλά δυνατά μέσα στην καρδιά του Πατρικίου… Στο μεταξύ θείος και ανεψιός είχαν φτάσει μπροστά στην έπαυλη. Ο Κοριολίς στάθηκε κοντά στην πόρτα της κουζίνας, για να ρωτήσει τη Γερτρούδη πού ήταν η Μαγδαληνή. – Την είδα τώρα δα που πήγαινε κατά το δάσος, απάντησε η γριά που βρίσκονταν εκεί μαζί με τη Ζωή. Θα πήγε να βρει τον Νοέλ που δεν κοιμήθηκε εδώ. – Ο Νοέλ έχει ανάγκη από άλλο ένα μάθημα! μουρμούρισε ο γέρος. – Οι νύχτες είναι τόσο ωραίες αυτή την εποχή, είπε η Γερτρούδη. Δεν είναι ανάγκη λοιπόν να τα βάλετε μαζί του, αν πήγε να πάρει λίγο αέρα έξω. – Δεν τον είδες καθόλου από χτες το βράδι; – Όχι. – Και εσύ, Ζωή; – Δεν τον είδα, κύριε... Ο Κοριολίς άφησε τον ανιψιό του για να πάει να ξανακλειστεί στον πύργο. Ο νέος τότε τράβηξε, χωρίς να πει τίποτα άλλο, προς το δάσος οπλισμένος μ' ένα μπαστούνι. Ο Πατρίκιος προχώρησε χωρίς να σταθεί ούτε μια φορά. Όταν έφτασε στα σύνορα του δάσους και ενώ ετοιμαζόταν 60 να πάει κοντά σε κάτι βάτους πιο πυκνούς, είδε τον κύριο Ερμάν ντε Μερεντέν, πεσμένο με τα τέσσερα να παραμονεύει. Μόλις είδε τον νέο, ο δικαστής ανασηκώθηκε και κάθισε στην πρασινάδα. – Α! Εσείς είστε, κύριε Σαιντ-Ωμπέν; Τι κάνετε εδώ; – Περίπατο, κύριε ανακριτά. – Ε, λοιπόν, κι εγώ το ίδιο κάνω, είπε ο δικαστικός ξαναπαίρνοντας την ίδια στάση. Αλήθεια, μετά το γεύμα θα ήθελα να σας δω. Ελάτε να με βρείτε στο Δημαρχείο. – Αν ευκαιρείτε, θα ήθελα κι εγώ κάτι να σας πω. – Καλά, σε λίγο... σε λίγο, νέε μου. Εξακολουθήστε τώρα το δρόμο σας. – Λίγα πράγματα ήθελα να σας πω, κύριε ανακριτά, ή καλύτερα, ότι αποφάσισα να φύγω… Σήμερα κιόλας με το τρένο των τεσσάρων… Ο κύριος ντε Μερεντέν ξανασηκώθηκε και κοιτάζοντας τον νέο ανάμεσα από τα γυαλιά, είπε: – Καταλαβαίνω γιατί θέλετε να φύγετε, αλλά δεν καταλαβαίνω πως θέλετε να πάτε σιδηροδρομικώς... – Και γιατί; – Διάβολε! Ύστερα από αυτό που συνέβη!... – Α, ναι. Το σιδηροδρομικό επεισόδιο... – Πέστε την απόπειρα! – Ναι. Την απόπειρα. Όμως δεν γίνετε κάθε μέρα και από μια απόπειρα εκτροχιάσεως στη γραμμή του Κλερμόν! – Προσέξτε μήπως γίνεται κάθε φορά που πρόκειται να ταξιδέψετε εσείς. – Μα, πιστεύετε λοιπόν στ' αλήθεια;... Ο υπαινιγμός σας είναι τρομερός... Και τι έχω εγώ να κάνω σε όλη αυτή την ιστορία; – Αυτό που σου λέω, νέε μου. Χαίρετε τώρα. Και έλα να με δεις απόψε στις έξι. Θα μιλήσουμε για ότι θέλετε... Προσέξτε! Μην περνάτε απ' αυτή τη μεριά. Είναι ένα μονοπάτι που δεν θα σας αρέσει καθόλου. Μα τι θέλετε μες στα δάσος; – Γυρεύω την ξαδέλφη μου... Την είδατε ίσως; – Μάλιστα. Την είδα να χάνεται μες στα δένδρα, εκατό μέτρα μακριά απ' εδώ... Κάποιον φώναζε. – Νοέλ, ίσως; – Όχι. Ήταν ένα όνομα που τέλειωνε σε ο... ή... οό... Υποθέτω πώς 61 φώναζε κάποιο σκύλο. Ο Πατρίκιος κοίταξε τον ανακριτή αποσβολωμένος. Έπειτα τράβηξε προς το μέρος που του έδειξε. Ήταν στενοχωρημένος και πήγαινε λέγοντας ολοένα: «Ή o άνθρωπος αυτός είναι τρελός ή στ' αλήθεια πιστεύει πώς κινδυνεύει η ζωή μου! Μα τότε, γιατί δεν βάζει να με φυλάνε;…» Έπειτα του ήρθε μια ιδέα που τον παρηγόρησε: «Τον βρήκα με τα τέσσερα πεσμένο να παραφυλάει σε μικρή απόσταση από το σπίτι του Κοριολίς... Ίσως βρισκόταν εκεί για να με προσέχει, χωρίς εγώ να το ξέρω...» Στο μεταξύ ο νέος προχωρούσε με γοργό βήμα. Από τη στιγμή που σκέφτηκε ότι όλοι ήθελαν να τον δολοφονήσουν, ο Πατρίκιος πίστευε πια ότι κάθε ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε άλλη δουλειά παρά να τον προστατεύει. Ναι, η Μαγδαληνή αγρυπνούσε μέρα, νύχτα γύρω του. Αγρυπνούσε ως και η Γερτρούδη, όπως αγρυπνούσαν η Ζωή και ο Νοέλ. Οι σκέψεις αυτές τόσο τον ενθουσίασαν πού έδωσε μια γροθιά στο στήθος του. Και αμέσως γύρω του ακούστηκε μια βουή σαν να έβγαινε από κάτι τι χάλκινο: – Ντούνννν ... Στάθηκε σαστισμένος. Κύριε ελέησον! Το στήθος του δεν μπορούσε να βγάλει αυτό τον ήχο! Ούτε η γροθιά του ήταν σφυρί, ούτε το στήθος του ήταν μπρούντζινο. Κοίταξε γύρω του και είδε στα πόδια του χλόη και φτέρη και κοντά του μια σειρά από ντελικάτες σημύδες που σχημάτιζαν την πρώτη ζώνη του δάσους. Ανάμεσα στα κομψά αυτά δέντρα υψώνονταν άλλοι κορμοί πιο χοντροί και πιο βασταγεροί, που όσο προχωρούσαν και γίνονταν πυκνότεροι. Μα εκεί που βρισκόταν ο νέος στο δάσος είχε μια σμαραγδένια πρασινάδα και δεν ήξερε άλλο μυστήριο, παρά το μυστήριο του αιωνίου έρωτα, που ανθούσε μες στις φωλιές, τις κρεμασμένες ανάμεσα στα κλαδιά. Και όμως, χτυπώντας το στήθος ο Πατρίκιος είχε ακούσει τον παράξενο εκείνο ήχο «ντούν!...» Τα αυτιά του ακόμα βούιζαν. Για να δοκιμάσει, ξαναχτύπησε το στήθος του και αμέσως ακούστηκε ο ίδιος βαθύς ήχος: «ντούν!...» Μη χειρότερα... Καλό και τούτο! Ο Πατρίκιος πάλι χτύπησε 62 το στήθος δύο, τρεις, τέσσερες φορές και πάντοτε: «ντούν!», «ντούν!» «ντούνννν !...». Σαστισμένος ο νέος ακούμπησε σ' ένα δέντρο, με την πρόθεση να επαναλάβει το πείραμα, γιατί η βουή αυτή δεν μπορούσε να βγαίνει από το στήθος του, ίσως έβγαινε από τα δέντρα. Μα από τι ήταν τα δέντρα αυτά που αντηχούσαν σαν και καμπάνες και πού περίμεναν να χτυπήσει αυτός το στήθος του για ν' αντηχήσουν; Ξαφνικά πήδησε ως εκεί επάνω από τον τρόμο του. Είχε νοιώσει στο λαιμό του την αναπνοή κάποιου ζώου. Φώναζε, ούρλιαζε από τη φρίκη του! Από μακριά μια φωνή τραγουδιστή του την αποκρίθηκε: – Ο... ο.., ο... ο... λαοό... λαοό!... – Μαγδαληνή!... Μαγδαληνή!... φώναξε ο Πατρίκιος στα κατακόρυφα του τρόμου. – Ο... ο.., ο... ο... λαό... λαοό!...! ακουγόταν η φωνή. – Μαγδαληνή! φώναξε ο Πατρίκιος. – Ο... ο.., ο... ο... λαοό... λαοό!...! Η φωνή τώρα πλησίαζε. Ήταν η φωνή της Μαγδαληνής, που τραγουδούσε μια παράξενη μελωδία τελειώνοντας σε οο!... Ο Πατρίκιος, χωμένος ανάμεσα στα δέντρα περίμενε με το στόμα ανοιχτό. Πότε-πότε φώναζε την αρραβωνιαστικιά του η οποία επιτέλους τον άκουσε: – Εσύ είσαι, Πατρίκιε; – Ναι, ναι, εγώ είμαι... Έλα γρήγορα! – Πού είσαι; – Εδώ... Εδώ... Επιτέλους η νέα παρουσιάστηκε με τα μάτια κόκκινα από τα κλάματα. Βλέποντας τον όμως τόσο τρομαγμένο τον έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της, σαν να ήθελε να τον προστατέψει. – Μα πες μου, τι έχεις; – Να, σε γύρευα για να του ζητήσω συγγνώμη για τα δάκρια πού σ' έκαμα να χύσεις. Εγώ στεκόμουν λοιπόν κοντά σ' αυτό το δέντρο, ένοιωσα πίσω στο λαιμό μου μια ζεστή αναπνοή σαν να ήταν κοντά μου ένα φλογερό στόμα, έτοιμο να με κατασπαράξει. – Φτωχή μου αγάπη, είπε η Μαγδαληνή. Μα γιατί έρχεσαι στο δάσος; – Τι;… Γιατί έρχομαι στο δάσος; Είσαι περίεργη!... Μήπως περίμενα να μου συμβεί τέτοιο πράγμα; Σου φαίνεται φυσικό να νοιώθει 63 κανείς στο λαιμό μια ζεστή αναπνοή; Υπάρχουν εδώ αγρίμια;... – Αγρίμια;... Εξαρτάται... Βέβαια υπάρχουν εδώ λύκοι και τσακάλια... Πρέπει να προσέχει κανείς, όταν δεν τα ξέρει. – Και εσύ τα ξέρεις; – Εγώ, απάντησε εκείνη σοβαρή, ξέρω όλα τα ζώα του δάσους και μιλώ μαζί τους. – Τι είναι αυτά που μου λες τώρα, Μαγδαληνή; – Την αλήθεια. Πάντα πηγαίνω στο δάσος, όταν στεναχωριέμαι στο σπίτι. Και, πίστεψέ με, κατόρθωσα να μάθω το δάσος, όπως την ίδια μου την κάμαρα. Ρώτησε κατόπιν τον Πατρίκιο αν του συνέβη τίποτα άλλο. Ο νέος της διηγήθηκε το παράξενο φαινόμενο του ήχου που άκουγε όταν χτυπούσε το στήθος του. Η Μαγδαληνή άρχισε να γελά: – Είναι κάποιο μυστικό του δάσους, του είπε τέλος με μια πονηρή κοκεταρία. Μην ανησυχείς. Και συνέχισε: – Μ' έκαμες κι' έκλαψα τόσο πολύ σήμερα το πρωί. Γιατί με πίκρανες με το ζήτημα της κορδέλας; Το ήξερες πως τη γύρευα χτες; Μ' άκουσες που το έλεγα στη Γερτρούδη; – Στη Γερτρούδη; Όχι. Στη Ζωή. Άκουσα τη συνομιλία σας στο κελάρι. – Τόσο το χειρότερο! είπε η Μαγδαληνή κοκκινίζοντας. Θα προτιμούσα να μην ήξερες μερικά πράγματα! **** Ακολούθησε σιωπή μεταξύ των δύο αρραβωνιασμένων. Κατόπιν η Μαγδαληνή αναστέναξε και είπε: – Είναι αλήθεια πως αυτός ο αδελφός της Ζωής μού προξενεί φόβο και ότι πάντα τριγυρίζει έξω από το σπίτι. Αλλά πάντα μού μιλάει με σεβασμό. Βέβαια δεν μ' αρέσει ή λάμψη των ματιών του, όταν με κοιτάζει... Αυτό όμως δεν έχει καμμιά σημασία, γιατί, όπως ξέρεις, πολύ γρήγορα θα φύγουμε από δω. Σώπασε πάλι λίγες στιγμές κι' έπειτα ξανάρχισε: – Λοιπόν, άκουσες, Πατρίκιε, που μιλούσα γι' αυτό που συνέβη στο «Χρυσό Ήλιο»;... A, αγαπημένε μου, πρέπει να ξέρεις, ότι ποτέ μου δεν πίστεψα, ότι ήθελαν να σκοτώσουν εσένα! – Τότε, ρώτησε ο Πατρίκιος συγκινημένος, γιατί αγρύπνησες, όλη τη νύχτα τριγυρίζοντας κάτω από το δωμάτιό μου; 64 – Α! Είδες; – Ναι, σας είδα και τις τρεις με τη σκάλα. Ήσουν τόσο ωχρή! – Και τι σκέφθηκες; Κι εγώ που νόμιζα πως κοιμόσουν, ήσυχα!.. Για πες μου, ύστερα απ' όσα είδες κι άκουσες, τι φαντάστηκες; ρώτησε η νέα αρκετά ταραγμένη. – Ότι με φυλάγατε, αυτό είναι όλο! είπε ο Πατρίκιος ψευδόμενος. Μα τι κάνατε με τη σκάλα; – Άκουσε, Πατρίκιε... Είχα ακούσει κι εγώ βογγητά... και καθαράκαθαρά είχα διακρίνει την απομίμηση της φωνής της Ζωής. Τότε, πήγα να ξυπνήσω τη Γερτρούδη για να κατεβούμε μαζί. Από χτες το βράδυ είχα πάρει το ρεβόλβερ του μπαμπά και το είχα μαζί μου, έτοιμη για όλα... Στην αυλή, η Γερτρούδη κι εγώ βρήκαμε τη Ζωή. Δεν μπορώ να σου πω τι εντύπωση μού έκαμε, όταν την είδα μπροστά μας, αφού είχαμε ακούσει τη φωνή της να προφέρει τη φράση που ακούστηκε τη νύχτα του εγκλήματος... Mα, αλήθεια, για πες μου, είδες και εσύ τη Ζωή μαζί μας; Άκουσες και εσύ τη φωνή της; Αν είναι έτσι, τότε τι φαντάστηκες, όταν είδες τη Ζωή κοντά μου; – Δεν ξέρω... Παρακολουθούσα τις κινήσεις σας, χωρίς να καταλαβαίνω τι θέλατε να κάνετε... – Ε, λοιπόν, φαντάσου, ότι, ενώ βρισκόμασταν στην αυλή, τα βογγητά εξακολουθούσαν, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε από που έρχονται... Και εξακολουθούσε ή απομίμηση της φωνής της Ζωής, ενώ η Ζωή ήταν κοντά μας!... – Μα τι έκανε η Ζωή στην αυλή; – Είχε γυρίσει πολύ αργά στο σπίτι της. Τ' αδέλφια της δεν θέλανε να της ανοίξουν και πηδώντας από τα κάγκελα, ήρθε στον πύργο, με την ιδέα να κοιμηθώ στο κελάρι μας. Έτσι την συναντήσαμε με τη Γερτρούδη. Ακούγοντας τα βογγητά να έρχονται ψηλά από το παράθυρο, πήρα τη σκάλα από το κελάρι και ανέβηκα με το ρεβόλβερ στο χέρι. – Δεν είδα το ρεβόλβερ... Σε είδα μόνον όταν κατέβαινες... Ήσουν πολύ ωχρή! – Ναι. Πότε δεν υπέφερα τόσο πολύ! Είχα αποφασίσει να σκοτώσω εκείνον που θα έβρισκα στη στιγμή, όποιος κι' αν ήταν. Ναι! Θα τον σκότωνα, όπως σκοτώνει κανείς ένα ακάθαρτο ζώο, ή ένα αγρίμι στο δάσος... Και όποιος επαναλάβει το παιχνίδι, δεν θα τον λυπηθώ, αν μου πέσει στο χέρι!... Το λέω δυνατά, για να το ξέρει! 65 – Νομίζεις πως κάποιος έβγαλε αυτά τα βογγητά κοντά στο παράθυρό μου, για να με κάνει να φύγω; – Ναι, είμαι πεπεισμένη γι' αυτό. Χωρίς άλλο ήθελε να σε αναγκάσει να φύγεις, κάνοντάς σε να πιστέψεις, ότι η ζωή σου διέτρεχε κίνδυνο. – Και είσαι βεβαία, ότι δεν κινδυνεύω; Δεν είναι προτιμότερο να φύγω; Εκείνη δίστασε μια στιγμή, ύστερα είπε: – Άκουσε, Πατρίκιε, επειδή τα είδες και τ' άκουσες όλα... καλύτερα να φύγεις... Αν δεν μου μιλούσες εσύ γι' αυτό, θα στο έλεγα εγώ... – Δεν είδες κανένα στη στέγη; – Κανέναν. – Τι πιστεύεις τότε;... – Φαντάζομαι πως ήταν ο Ηλίας. Ξέρεις ότι αυτοί οι άθλιοι αρέσκονται σε μερικά πράγματα που μοιάζουν με εγκλήματα και που πραγματικά είναι εγκλήματα, αφού προξενούν τέτοιον τρόμο! – Πες μου, η Ζωή απάντησε στην ερώτηση που της έκανες χτες; – Της έκανα τόσες πολλές... – Σχετικά με τον αδελφό της τον Αλμπίνο, ξέρει τίποτε θετικό για τον θάνατο του Μπλοντέλ; – Ορισμένως τα ξέρει όλα!... Μόνο που φυλάγεται. Δεν είναι βέβαια κακιά, αλλά τρέμει τους αδελφούς της... Σήμερα το πρωί όμως την πίεσα και από τα αποσιωπητικά της, από τα μισόλογα της, τα κατάλαβα όλα... – Μα, τέλος πάντων, τι σου είπε; – Ω! Διάφορα πράγματα. Παραδείγματος χάρη, ότι τ' αδέλφια της δεν λογαριάζουν πια κανένα, όταν πρόκειται για πολιτικά. – Τότε ο Μπλοντέλ είναι θύμα της πολιτικής; – Mα μόνο εσύ αμφιβάλλεις για το ζήτημα αυτό! Ναι... Οι τρεις αδελφοί έκαμαν όλα τα κακά! Δολοφόνησαν τον Μπλοντέλ, όπως δολοφόνησαν τον Λομπάρ και τον Καμύς. – Α! Αποδίδεις στους Βωτρέν τα δύο προηγούμενα εγκλήματα; Γιατί αυτό; – Για τα πολιτικά πάντοτε! – Θεέ μου, τι τόπος!... – Σε βεβαιώ, ότι δεν θα είχα ησυχία, αν δεν ήξερα ότι οι Βωτρέν είναι οι κακοποιοί... ξανάπε η Μαγδαληνή. Δεν μου μένει πια αμφιβολία. Η Ζωή άλλωστε μου εμπιστεύτηκε και κάτι άλλο. 66 Ότι η περίφημη φράση «το σπίτι των ανθρώπων» βρίσκεται πάντα στο στόμα του Ηλία. Αυτός συνηθίζει να λέει: «Προτιμώ να κοιμάμαι έξω στο ύπαιθρο παρά στο σπίτι των ανθρώπων». – Αυτό, ταιριάζει βέβαια με τη φράση: «Λυπηθείτε τα σπίτια των ανθρώπων», παραδέχτηκε ο Πατρίκιος. Αλλά σχετικά με τον ύπνο του υπαίθρου, υπάρχει κάποιος σπίτι σας που του αρέσει να κοιμάται έξω: ο Νοέλ. – A! Σου το είπε αυτό ο μπαμπάς; – Ναι... Και σήμερα είναι έξω φρενών με τον Νοέλ, γιατί απόψε δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι του. – Άδικα θα τον δείρει. Ο Νοέλ δεν πλάγιασε, γιατί εγώ τον παρακάλεσα να σε προσέχει. Πέρασε τη νύχτα του τριγυρίζοντας έξω από τον πύργο, για να μπορέσεις να κοιμηθείς ήσυχα. – Σας είδα και τους δύο στη δεντροστοιχία, εξομολογήθηκε ο Πατρίκιος. – Γιατί δεν μού το ‘πες αμέσως;... Πατρίκιε... Πες μου, τι σκέφτηκες για μένα! – Δεν ξέρω... Δεν ξέρω... Συγχώρεσε με, Μαγδαληνή. Νόμισα πως ήταν ο Αλμπίνος, όταν σε είδα με τον Νοέλ, την ώρα που σου έσφιγγε το χέρι και στεκόταν κοντά σου σαν σκύλος πιστός. – Είναι συνήθεια της πατρίδας του να σφίγγουν έτσι το χέρι. Μιλώντας κοίταζε τον νέο στα μάτια. Δίστασε λίγες στιγμές και ύστερα χαϊδεύοντας με τα δυο της χέρια το κεφάλι τού Πατρίκιου, ρώτησε: – Μ' αγαπάς, Πατρίκιε;... Πες μου, μ' αγαπάς; Και επειδή ο Πατρίκιος έκλαιγε από ευτυχία, γιατί ποτέ δεν την είχε δει τόσο τρυφερή, η Μαγδαληνή εξακολούθησε: – Ναι, Πατρίκιε, το ξέρω πώς μ' αγαπάς. Έχε λοιπόν εμπιστοσύνη σε μένα!... Έλα, φίλησέ με!... **** Φιληθήκαν πρώτη φορά με την θερμότητα εκείνη των αρραβωνιασμένων που βρίσκονται στις παραμονές του γάμου τους. Έξαφνα η Μαγδαληνή έβγαλε μια τρομερή κραυγή και κρατώντας πάντα σφιχτά μες στα χέρια της το κεφάλι του Πατρίκιου, φώναξε: – Μη γυρνάς το κεφάλι... Μη κοιτάς!... Μη κοιτάς!... 67 Είχε γίνει πελιδνή και στα μάτια της είδε ο Πατρίκιος να περνάει σαν αστραπή ο τρόμος της τρέλας. Αυτό κράτησε μια στιγμή. Αμέσως ύστερα το χρώμα ξαναγύρισε στα μάγουλά της, ανέπνευσε δυνατά, και αφήνοντας το κεφάλι του αρραβωνιαστικού της, έβαλε τα χέρια στο στήθος της, σαν να ήθελε να συγκρατήσει τους χτύπους της καρδιάς της. Ο Πατρίκιος είχε παγώσει από το φόβο του κι' έμεινε ακίνητος περιμένοντας κάποια καταστροφή. Πριν προφτάσει να συνέλθει από την ταραχή του, η Μαγδαληνή άρχισε να τον τραβά. – Έλα, έλα! Και να μην ξαναπατήσεις εδώ χωρίς εμένα. Πάντα είναι επικίνδυνο να χώνεται κανείς μέσα στο δάσος, όταν δεν το ξέρει καλά. Εκείνος την ακολουθούσε στο τρελό της τρέξιμο και αν δεν τον κρατούσε η Μαγδαληνή, πολλές φορές θα έπεφτε. Πότε-πότε η νέα γύριζε και την έβλεπε να ρίχνει πίσω της φοβερές ματιές, τέτοιες ματιές ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι θα τις έβλεπε σε μια γυναίκα... Δεν στάθηκαν να πάρουν αναπνοή, παρά στην άκρη του δάσους. Σε μια στιγμή ο Πατρίκιος διέκρινε, κοντά σ' ένα θάμνο, τη φυσιογνωμία τού Αλμπίνου. Δεν είχε ανάγκη να πληροφορήσει τη Μαγδαληνή, γιατί ο Βωτρέν με ήρεμη φωνή είπε τη συνηθισμένη του φράση: – Ώρα καλή, δεσποινίς Μαγδαληνή! – Ευχαριστώ, κύριε Ηλία, αποκρίθηκε η κόρη. – Γιατί απάντησες σ' αυτό τον άθλιο, τη ρώτησε ο Πατρίκιος τρέμοντας από θυμό. – Όταν μου μιλά, του απαντώ, όταν μου δίνει το χέρι του δίνω κι εγώ το δικό μου. Κάνω ό, τι μπορώ, για να μην προσβάλω τη φιλοτιμία του.., Πρέπει να ξέρει κανείς να μεταχειρίζεται τους Βωτρέν... Έρχομαι τόσο τακτικά στο δάσος και ονειροπολώ ή διαβάζω. – Κατάρα! φώναξε ο Πατρίκιος έξω φρενών. Εκείνη τον έσπρωξε μέσα στον κήπο, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. – Έλα! Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Ο Πατρίκιος πειράχτηκε βλέποντας την τόσο ήσυχη. – Θα μου πεις, της είπε, τι συνέβη προ ολίγου; Τι είδες; 68 – Α! Πατρίκιε... Τι σκέπτεσαι για μένα;... Είδα ένα φίδι... μια οχιά. – Ψέματα λες, Μαγδαληνή!... Εκείνη δεν του απάντησε, και έτρεξε προς την έπαυλη, αφήνοντάς τον μόνο. Ύστερα από λίγες στιγμές κατέβηκε από τον πύργο μαζί με τον πατέρα της. – Πατρίκιε, έκαμε ο Κοριολίς, με τρεμουλιαστή από τη συγκίνηση φωνή, πρέπει να μας αφήσεις...Πρέπει να φύγεις, παιδί μου!... – Ναι, θείο. Ο τόπος αυτός δεν με σηκώνει. Πρέπει όμως πρώτα να δω τον ανακριτή. Ο Κοριολίς τον κοίταξε καλά και ύστερα είπε: – Όπως θέλεις, Πατρίκιε. Πρόσεξε όμως να μην σε κρατήσει πολύ εδώ!... Ο Πατρίκιος δεν καταλάβαινε τίποτα. Ήταν μόνο στενοχωρημένος γιατί η Μαγδαληνή έκλαιγε πάλι. Ο Κοριολίς όμως γύρισε προς την κόρη του και της είπε: – Εμπρός, πάμε, αλλιώς δεν θα πάψης τα κλάματα. Η Μαγδαληνή έτρεξε να φύγει, αλλά ο πατέρας της την έφτασε, την τράβηξα σχεδόν διά της βίας και την πήγε προς το μέρος του δεντρόκηπου. Γιατί πήγαιναν στο δεντρόκηπο;… Η στάση τους ήταν ακατανόητη. Ο Κοριολίς φαινόταν τόσο εξοργισμένος, ώστε ο Πατρίκιος φοβήθηκε μήπως ο θείος του κακομεταχειρισθεί τη Μαγδαληνή. Στη σκέψη αυτή έχασε τη ψυχραιμία του και όρμησε προς το δεντρόκηπο από άλλο μονοπάτι. Όταν έφτασε εκεί είδε το θείο του και την ξαδέλφη του να φιλονικούν με τη Ζωή. Ο Κοριολίς κουνούσε απότομα το αγοροκόριτσο και το διέτασσε να εξηγηθεί μπροστά του. Όμως η Ζωή στεκόταν με το στόμα σφιγμένο, με τη φανερή πρόθεση ν' αντισταθεί σ' αυτές τις πιέσεις. – Σε διατάσσω να μιλήσεις μπροστά στο μπαμπά! φώναξε η Μαγδαληνή αυστηρά. Τότε το κορίτσι πήρε την απόφαση και χαμηλώνοντας τη φωνή είπε: – Θα έρθω στο Παρίσι μαζί σας! – Μίλησε πρώτα. Τι έχεις να πεις στη Μαγδαληνή; Η Ζωή σκούπισε το πρόσωπό της με το μανίκι της και είπε: – Να... ήθελα να της πω ότι ο Ηλίας έκανε όλη εκείνη τη φασαρία 69 απόψε στη σκεπή... Αλλά θα έρθω στο Παρίσι. Το υποσχέθηκα. Ο Κοριολίς σκούπισε το μέτωπό του, ανέπνευσε ξαλαφρώνοντας και χαϊδεύοντας το μάγουλο του κοριτσιού επανέλαβε: – Υποσχέθηκες! Ο θυμός του έπεσε αμέσως και γύρισε πάλι στον πύργο αφήνοντας μόνα τους τα δύο κορίτσια. Η Μαγδαληνή τράβηξε τη Ζωή στο δωμάτιό της. Ο Πατρίκιος τρομαγμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά πήγε να κλειστεί στο δικό του. Το κουδούνι του γεύματος που χτύπησε ακριβώς το μεσημέρι τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου βρήκε τη Μαγδαληνή και το θείο του εντελώς ήσυχους. Η Ζωή γελούσε στην κουζίνα με τη Γερτρούδη. Ο Νοέλ είχε γυρίσει... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ' Στα κεραμίδια Είχε σερβίρει τα φρούτα η Γερτρούδη, όταν έφεραν ένα σημείωμα από τον κύριο Ερμάν ντε Μερεντέν. Ο Πατρίκιος καλούνταν επειγόντως στον «Χρυσό Ήλιο». Με αργά βήματα ο νέος πήγε στο ξενοδοχείο, στο οποίο είχε περάσει μια τόσο τρομερή νύχτα. Μπαίνοντας στην αυλή είδε έναν σεΐζη να πλένει μια άμαξα. Ξαφνικά ένοιωσε πως κάποιος τον χτυπούσε στον ώμο και γυρνώντας είδε τον κυρ-Ταμπούρ που τον προσκαλούσε να μπει στην αίθουσα. Ο νέος νόμισε ότι θα έβλεπε εκεί μέσα τον ανακριτή, αλλά η αίθουσα ήταν άδεια.... Βάζοντας το πόδι του στο δωμάτιο αυτό, στο οποίο είχε διαπραχθεί η τρομερή δολοφονία, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ρίγος φρίκης. Ο κυρ-Ταμπούρ του έδειξε το ταβάνι και του είπε: 72 – Ο κύριος ανακριτής θέλει να δείτε αυτά τα σημάδια. Είναι τα πατήματα του δολοφόνου. Ο Πατρίκιος σήκωσε το κεφάλι, είδε τα περίφημα αποτυπώματα και ανέβηκε στο μπιλιάρδο, όπως είχε κάνει ο ανακριτής, για να τα εξετάσει από κοντά. – Κοιτάξτε! φώναξε ο Ταμπούρ. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ότι περπατούσε με το κεφάλι κάτω. Παλιάνθρωποι! Σίγουρα επρόκειτο περί ελεεινής φάρσας. Ο Πατρίκιος ζήτησε πληροφορίες για τον ανακριτή, και ο Ταμπούρ του είπε, ότι θα τον βρει στην άκρη της οδού Νέβ. – Στην άκρη; Πού ακριβώς; – Προχωρήστε πάντα ευθεία και θα δείτε. Αυτές τις διαταγές έχω. Θα βρείτε έναν ενωματάρχη, ο οποίος θα σας πει περισσότερα. Έχουν έρθει έξη χωροφύλακες και φαίνεται πως θα μείνουν για πάντα στο χωριό. Ο Πατρίκιος, χωρίς να πει λέξη, προχώρησε προς την οδόν Νέβ, όπου σε λίγο άκουσε να τον φωνάζουν: – Ψιτ ... Κύριε Σαιντ- Ωμπέν! Φαινόταν πως η φωνή ερχόταν από ψηλά. Ο Πατρίκιος σηκώνοντας το κεφάλι είδε το πρόσωπο του ανακριτού να ξεπροβαίνει από μια σωλήνα τού νερού. Έμεινε τότε με το στόμα ανοιχτό, κατάπληκτος. Ο ανακριτής, βλέποντας την κατάπληξή του, φώναξε: – Ελάτε!... Ησυχάστε, κύριε Σαιντ-Ωμπέν! Εδώ είμαι... Ελάτε και εσείς! – Πού, κύριε ανακριτά; – Διάβολε! Στα κεραμίδια! – Δεν επρόκειτο να συναντηθούμε στο Δημαρχείο; – Θα τα πούμε καλύτερα εδώ πάνω, κύριε Σαιντ- Ωμπέν! Δεν περιμένουμε πια παρά μόνο εσάς! – Πώς; Δεν περιμένετε πια παρά μόνο εμένα; – Ακριβώς. Ελάτε γρήγορα. Μπείτε στο σπίτι και θα βρείτε τον ενωματάρχη που θα σας οδηγήσει στη σοφίτα και από το φεγγίτη στα κεραμίδια. Ο Πατρίκιος μπαίνοντας στο σπίτι ρώτησε τον ενωματάρχη: – Τίνος είναι το σπίτι αυτό; – Είναι του αντιπροσώπου της δημοσίας ασφαλείας. Εδώ μέσα δολοφονήθηκε ο Λομπάρ, ο κουρέας... 73 Ο Πατρίκιος ανέβηκε στη σοφίτα μουρμουρίζοντας μέσα του: «Μα γιατί με κάλεσαν εδώ; Τι έχω να κάνω εγώ με τη δολοφονία του Λομπάρ;» Στο μεταξύ ο ενωμοτάρχης του έδειχνε από πού έπρεπε να περάσει. – Προχωρήστε από κει, ακολουθήστε το διάδρομο και θα βρείτε τους κυρίους που σας περιμένουν κοντά στο φουγάρο. **** Ο Πατρίκιος ανέβηκε μια μικροσκοπική σκαλίτσα και αναγκάστηκε να πέσει με τα τέσσερα για να βγει από το φεγγίτη. Όταν έφτασε τέλος πάντων στη στέγη βρήκε τον ανακριτή καθισμένος αλά τούρκα κοντά σ' ένα φουγάρο. Μαζί του ήταν ο δήμαρχος Ζυλ, ο φαρμακοποιός Σανιέ, ο συμβολαιογράφος Βαλεντίνος, καθώς και ο ξενοδόχος Ρουμπιόν, ο Κλαρίς, ο πρώην υπάλληλος του Καμύς-και κλητήρας–ο αξιότιμος κύριος Μπομπάρντ, που έπαιρνε τις σημειώσεις του όπως μπορούσε, ακουμπώντας στην κορνίζα του φεγγίτη και πάντοτε απελπισμένος που δεν μπόρεσε να πιάσει εκείνον που τον χαστούκισε. Μπορούσε κανείς να βγει από τη σοφίτα στα κεραμίδια από δύο φεγγίτες, από εκείνον που βγήκε ο Πατρίκιος, και από εκείνον που κοντά του καθόταν ο Μπομπάρντ. – Δεν περιμέναμε παρά εσάς, κύριε Σαιντ-Ωμπέν, είπε ο ανακριτής. Και τώρα συνεχίζω. Έλεγα λοιπόν, ότι επειδή τα πάντα στην παράξενη αυτή υπόθεση παρουσιάζονται από την ανάποδη, αναγκάστηκα κι εγώ να κάνω την έρευνα μου από την ανάποδη, αν όχι με το κεφάλι προς τα κάτω. Διάβολε! Πρέπει να παραδεχθούμε, ότι από κάπου πέρασε ο δολοφόνος! Διαπιστώθηκε σαφώς, ότι στις δολοφονίες του Καμύς, του Λομπάρ και του Μπλοντέλ ο κακούργος δεν βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Έμπαινε πάντοτε από κάποιο δρόμο τον οποίο δεν μπορούμε να τον ανακαλύψουμε. Αλλά, τέλος πάντων, πώς έφευγε; Μου δηλώσατε, κύριε Σαιντ-Ωμπέν, ότι τα βογγητά έρχονταν από το δρόμο. Τι σκοπό είχε αυτή η μέθοδος; – Να ανοιχτεί η πόρτα. Και όση ώρα ή πόρτα έμεινε ανοιχτή, εγώ πατούσα ακριβώς επάνω στο κατώφλι. – Εάν όμως πατούσατε στο ταβάνι, όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν. 74 – Α!... έκαμε ο Πατρίκιος χωρίς να καταλαβαίνει. – Διάβολε !... φυσικά! Ο δολοφόνος δεν μπορεί παρά να μπήκε από το επάνω μέρος της πόρτας, ενώ εσείς βρισκόσασταν στο κατώφλι!... Θέλω να πω, ότι, ενώ εσείς σκύβατε προς το δρόμο με τον Ρουμπιόν, για να δείτε τι έκανε ο Μπλαντέλ, ο κακούργος πέρασε πάνω από τα κεφάλια σας! Αυτό είναι αναμφισβήτητο... Μην ξεχνάτε ότι τα βογγητά έρχονταν απ' έξω, επομένως αποκλείεται η υπόθεση, ότι ο δολοφόνος μπορούσε να είναι κρυμμένος από νωρίς, κάπου, μέσα στο δωμάτιο. Ο ανακριτής από τον ενθουσιασμό του για τις σοφές του υποδείξεις έκανε μια κίνηση απότομη και με το μανίκι του χτύπησε τα γυαλιά που είχε στην άκρη της μύτης του και τα πέταξε πέρα από τα κεραμίδια, κάτω στην αυλή, τη στιγμή ακριβώς που τα χρειαζόταν τόσο πολύ. – Για να σας τα πω όλα με λίγα λόγια, εξακολούθησε, δεν διστάζω να σας βεβαιώσω, ότι οι δράστες είχαν και συνένοχο... – Συνένοχο!... Υπάρχει λοιπόν και συνένοχος;… ρώτησαν τρομαγμένοι οι παριστάμενοι. – Μάλιστα. Ένας συνένοχος εντελώς ασυνήθιστος, αφού μπορεί και περπατά στα ταβάνια... – Μα τέλος πάντων, εξηγηθείτε! – Όχι ακόμη... Κάμετε υπομονή! Αν απόψε βρέξει, θα μπορέσω ίσως να σας μιλήσω αύριο το πρωί... Ναι! Έχω ανάγκη τη βροχή, για να μου δώσει το χώμα ένα σημάδι ανάλογο προς εκείνα που βρέθηκαν στις στέγες... – Ως τότε, περιμένοντας τη βροχή, ας φύγαμε από δω, συνέχισε ο Ρουμπιόν. Υποψιάζομαι πάντοτε τους αδελφούς Βωτρέν, όπως ξέρετε. Μπορεί όμως να είναι και αθώοι... – Σουτ! έκαμε ο ανακριτής. Νάτοι! **** Κι αλήθεια, όλοι τους είδαν να περνούν από το δρόμο, τον Ουμπέρ, τον Ηλία και τον Συμεών Βωτρέν... Οι τρεις αδελφοί περπατούσαν αργά, με τα χέρια στις τσέπες των πανταλονιών, με τις πίπες στο στόμα πιάνοντας το δρόμο σε όλο του το πλάτος. Στην εμφάνισή τους έπαυε κάθε κίνηση και απλώθηκε παντού νεκρική σιωπή. 75 Καθώς έστριβαν τη γωνιά του δρόμου ο Πατρίκιος είπε: – Δεν πιστεύω να έχουν ανάγκη από συνένοχο οι Βωτρέν! Ο δικαστής κοίταξε τον Πατρίκιο για να του απαντήσει, αλλά ένα ούρλιασμα ασυνήθιστο τον έκανε να γυρίσει και είδε το κεφάλι του Μπομπάρντ να ξεμπουκάρει από τον φεγγίτη με δύο μάτια τεντωμένα από τη φρίκη, με το στόμα ανοιχτό, και με τα μαλλιά σηκωμένα... Ο δυστυχισμένος γάντζωνε στο χείλος του φεγγίτη, για να κρατηθεί, αλλά φαινόταν πως κάποια μυστηριώδης δύναμη τον τραβούσε προς τα μέσα. Αμέσως ο ανακριτής και οι σύντροφοι του, μ' όλο τους τον τρόμο, έκαναν μια κίνηση για να τρέξουν σε βοήθεια του κλητήρα. Όμως νέες όμως κραυγές, ακόμη τρομερότερες, τους σταμάτησαν. Ο μικρός Κλαρίς, που είχε κιόλας το μισό του κορμί μέσα στη σοφίτα έδειχνε κι αυτός τη φρίκη που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, προσπαθώντας σαν τον κλητήρα να πιαστεί στην κορνίζα των κεραμιδιών. Έξαφνα ο κλητήρας και ο υπάλληλος εξαφανίστηκαν ως στο λαιμό, πάντα ξεφωνίζοντας, σαν να τους τραβούσε κάποιος από τα πόδια, ώσπου στο τέλος τα κεφάλια τους εξαφανίστηκαν μες στο σκοτάδι του φεγγίτη. Ο ανακριτής και οι σύντροφοί του έμοιαζαν σαν αγάλματα! Είχαν πετρώσει κυριολεκτικά. Σε άλλες στιγμές ο δρόμος θα είχε γεμίσει από κόσμο, ύστερα από τόσες φωνές τρόμου. Τώρα όμως στο ΣαινΜαρτέν καθένας, ακούγοντας τις φωνές, φρόντισε να κλειδωθεί σπίτι του. Και όμως οι κύριοι αυτοί έπρεπε να πάρουν μία απόφαση. Δεν μπορούσαν να μένουν στα κεραμίδια. Τι να κάνουν όμως;… Να μπούνε στη σοφίτα, ή να κατέβουν στο δρόμο γλιστρώντας κατά μήκος του σωλήνα του νερού; Το δίλημμα γινόταν τρομερότερο, γιατί μέσα από τη σοφίτα έβγαιναν πάντα οι κραυγές του Μπομπάρντ και του Κλαρίς καθώς και ένας θόρυβος πάλης, σαν να είχαν έρθει στα χέρια με κάποιον οι δύο αυτοί δυστυχισμένοι. Ξεχνώντας ότι είχε χάσει τα γυαλιά του ο κύριος ντε Μερεντέν είχε το θάρρος να σκύψει στο φεγγίτη, απ' όπου είχε εξαφανιστεί ο Κλαρίς, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Ξαφνικά οι φωνές έπαψαν και αμέσως ακούστηκαν τα αγκομαχητά του δυστυχισμένου 76 ενωματάρχη. Ο Πατρίκιος δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί! Σύρθηκε κοντά στον φεγγίτη, απ' όπου είχε εξαφανισθεί ο Μπομπάρντ και έσκυψε για να δει τι συνέβαινε. Μόλις όμως πρόβαλε το πρόσωπό του στην κορνίζα του φεγγίτη, αντήχησε στ' αυτιά του μια φράση που παρ' ολίγο να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, μια φράση που ειπώθηκε με μίσος και φοβέρα: «A! Εσύ, Πατρίκιε;... Μην κινείσαι! Μην κινείσαι!...» Αυτή η φωνή δεν του ήταν άγνωστη. Ήταν η ίδια που τον είχε φοβερίσει τη νύχτα της δολοφονίας του Μπλοντέλ! – Ο δολοφόνος! ούρλιαξε ο Πατρίκιος. Ο δολοφόνος είναι εδώ!.... Άκουσα τη φωνή του!... Είναι εδώ!... Και έδειχνε το φεγγίτη μ' έναν τρόμο ανώτερο από κάθε περιγραφή. Τότε ο κύριος ντε Μερεντέν ρώτησε αν κανείς μπορούσε να του δώσει ένα ρεβόλβερ. Ο Ρουμπιόν του έδωσε το δικό του. Ο δικαστής χώθηκε στον φεγγίτη. Οι σύντροφοί του παρακολουθούσαν με ανήσυχο θαυμασμό τις κινήσεις του. Πέρασε τα πόδια του στο άνοιγμα και τώρα δεν έμεναν έξω παρά ο κορμός και το χέρι το οπλισμένο με το ρεβόλβερ. Αποφασισμένος να φέρει σε πέρας το σχέδιό του χαμήλωσε το κεφάλι και θέλησε να πηδήσει στη σοφίτα. Όμως τα πόδια του συνάντησαν το κενό, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε κάτω από τη μικρή σκαλίτσα. Το πέσιμο του προκάλεσε βογγητά και αναστεναγμούς σε πολύ γύρω του και αμέσως προς μεγάλη του έκπληξη είδε το Μπομπάρντ, τον Κλαρίς και τον ενωματάρχη να σηκώνονται στα γόνατα... Αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, γιατί ως τη στιγμή εκείνη τους νόμιζε νεκρούς!... – Θάρρος!... φώναξε ο ανακριτής. Ο δολοφόνος είναι στη σοφίτα, και οι φεγγίτες φρουρούνται καλά... Αυτή τη φορά δεν μας γλυτώνει!... Αλλά μόλις πρόφερε τις φράσεις αυτές είδε ξαφνικά να πηδά από πάνω του στο ταβάνι ένας ανθρώπινος όγκος που φαινόταν πως είχε ορμήσει από κάποιο σημείο του δωματίου, ένας όγκος παράδοξος, ευκίνητος και ευλύγιστος που πέρασε από το ταβάνι με τέτοια γρηγοράδα, ώστε κανείς δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα 77 συγκεκριμένο. Ήταν κάτι αλλόκοτο, τρομερό, παράξενο. Κάτι σαν άνθρωπος, σαν βρικόλακας και σαν τέρας!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' Το μυστήριο γίνεται σκοτεινότερο Ο ενωματάρχης που έβλεπε πολύ καλά, δεν μπορούσε να εξηγήσει κατόπιν τι είδε. Όπως και ο ανακριτής είχε διακρίνει κι αυτός ένα πράγμα, που έμοιαζε με άνθρωπο, να περνά ξυστά από το ταβάνι και να χάνεται στην είσοδο, Και ύστερα τίποτα!... Ο Μπομπάρντ, ο Κλαρίς και ο ενωματάρχης δεν ήτανε βαριά πληγωμένοι, αλλά είχαν τόσο πολύ τρομάξει που έτρεμαν σύγκορμοι. Διηγούντο, ότι χέρια με αφάνταστη δύναμη τους είχανε γαντζώσει, τραβήξει και σφίξει στο λαιμό, σαν να ήθελαν να τους πνίξουν. Ο ενωματάρχης που καυχιόταν για τη δύναμη του, ομολογούσε ότι ένοιωσε τον εαυτό του σαν παιδάκι ανάμεσα σ' εκείνα τα σιδερένια δάχτυλα... Τέλος, το σφίξιμο έπαψε, μόλις άρχισαν να βγαίνουν από το λαιμό τους τα πρώτα βογγητά… Ο κύριος ντε Μερεντέν υποστήριξε ότι είχε νοιώσει ένα χέρι 80 να περνά από το στήθος της. Και αυτό έγινε ακριβώς τη στιγμή που έσκυψε απότομα. Το χέρι αυτό που το είχε αγγίξει το στήθος, χώθηκε ύστερα στην τσέπη του γελέκου του, και πήρε το ρολόι του. Ήταν γεγονός, ότι ο κύριος ανακριτής δεν είχε πια το ρολόι του. Ο άγνωστος, το φάντασμα, του το είχε κλέψει!... Ο Πατρίκιος γυρνώντας στην έπαυλη, δεν ανακοίνωσε τίποτα από τα γεγονότα αυτά, σύμφωνα με τις διαταγές του κυρίου ντε Μερεντέν. Μόνο, την ώρα που η Μαγδαληνή τον καληνύχτιζε, τη ρώτησε αν οι Βωτρέν ήταν δυνατοί στη γυμναστική. Εκείνη του απάντησε ότι στις 14 Ιουλίου–εθνική εορτή των Γάλλων– είχαν καταπλήξει όλο τον κόσμο με την επιτηδειότητα των γυμναστικών τους παιχνιδιών. Κατόπιν όμως πρόσθεσε: – Μα γιατί με ρωτάς; – Α, έτσι!... Ο Κοριολίς βρισκόταν κιόλας στον πύργο. Ο Πατρίκιος προχώρησε προς το δωμάτιό του. Περνώντας μπροστά από την κουζίνα, άκουσε τη φωνή της Ζωής. Τότε έσπρωξε την πόρτα και είδε τη Γερτρούδη να καταγίνεται με τις κατσαρόλες της, ενώ ή Ζωή μπάλωνε κάλτσες. Είχε αρκετές κοντά της μέσα σ' ένα πανεράκι. Ο Πατρίκιος κοίταξε αφηρημένος το πανεράκι, και σε μια στιγμή ανασκίρτησε! Είχε δει μια κάλτσα μπαλωμένη στη φτέρνα απαράλλαχτα όπως ήταν το σημάδι που είχε αφήσει στο πανδοχείο μετά το έγκλημα ο άνθρωπος που περπατούσε με το κεφάλι κάτω, όπως έλεγε ο ανακριτής.... Το κομμάτι του μπαλώματος ήταν πλατύ– πλατύ, κολλημένο στην πατούσα με μια χονδροειδή ραφή, όπως ακριβώς και στο αποτύπωμα που έμεινε στο νταβάνι του πανδοχείου... Ο Πατρίκιος άπλωσε τότε απότομα το χέρι για να πάρει την κάλτσα αυτή, αλλά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη Ζωή, που, κατάχλωμη, με μία γρήγορη κίνηση είχε κρύψει πίσω της το πολύτιμο πανεράκι. Αν και κατάπληκτος για τη στάση της Ζωής σκέφθηκε ότι δεν έπρεπε να την τρομάξει. Όμως μπορούσε να φαντασθεί, ότι η Ζωή ήξερε την αξία της κάλτσας αυτής; Όχι, γιατί θα ήταν πολύ ανόητη να εκθέτει σε κοινή θέα την ενοχοποιητική αυτή κάλτσα ! Μα τότε, γιατί πήδησε απότομα ολόρθη; Γιατί είχε κρύψει το πανεράκι; Και γιατί είχε γίνει κατάχλωμη; Τέλος, γιατί οι κάλτσες 81 του μυστηριώδους ανθρώπου βρίσκονταν στο σπίτι του Κοριολίς; Ο Πατρίκιος σπρώχνοντας απότομα το κορίτσι, άπλωσε πάλι το χέρι, για να πάρει το καλαθάκι. Αλλά η Ζωή, με μια κίνηση μαϊμούς, πήδησε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. – Ζωή, τι έχεις; Γιατί δεν θέλεις να δω το ράψιμό σου; ρώτησε ο Πατρίκιος προσπαθώντας του κάκου να φανεί αδιάφορος. – Δεν έχετε να κάνετε εσείς τίποτα με το ράψιμό μου. Δεν μ' αρέσει να τ' αγγίζει κανένας! – Τι τρέχει;... ρώτησε η Γερτρούδη. – Τρέχει, αποκρίθηκε ο Πατρίκιος με μια φωνή που τρόμαξε τη γριά μαγείρισσα, τρέχει... να, ότι θέλω να δω αυτό το καλαθάκι! Και έδειχνε το πανεράκι που η Ζωή κρατούσε κάτω από τη μασχάλη της. Η Γερτρούδη που ήταν πίσω από το κορίτσι, άπλωσε το χέρι για να πάρει το καλαθάκι. Η Ζωή που δεν το περίμενε, έμπηξε μια φωνή και άφησε το πανεράκι. Αλλά με μια μοναδική ευκινησία πρόφτασε και τράβηξε την κάλτσα που ήθελε να δει ο Πατρίκιος. Επειδή όμως κρατούσε στο χέρι και την άλλη βέβαια κάλτσα του «ανθρώπου που περπατούσε με το κεφάλι κάτω», ο νέος δεν ήθελε πια το πανεράκι και κυνηγούσε γύρω-γύρω στο τραπέζι τη Ζωή με μια μανία απερίγραπτη. – Δώσε μου αυτές τις κάλτσες! φώναζε. – Όχι! Δεν έχετε να κάνετε εσείς τίποτα με το ράψιμό μου... Είναι μονάχα δικό μου! Κοιτάχτε τα άλλα που είναι... να!... Εκεί μέσα στο πανεράκι, αν θέλετε... – Γιατί δεν θέλεις να μου δώσεις τις κάλτσες που κρατάς; Αυτές θέλω!... όχι τις άλλες!... – Γιατί τώρα τις μπαλώνω και δεν θέλω να τις αφήσω! Δεν θέλω να τις δείξετε στη δεσποινίδα Μαγδαληνή που με πληρώνει για τις δουλειές που έρχομαι να κάνω σπίτι της. Θα με διώξει, άμα μάθει ότι κάθομαι και ράβω τις κάλτσες των αδερφιών μου! – Α, το παλιοκόριτσο!... φώναξε η Γερτρούδη θυμωμένη ακούγοντας αυτή την εξομολόγηση. – Είναι κάλτσες των αδερφιών σου; ρώτησε ο Πατρίκιος προσπαθώντας να πλησιάσει τη Ζωή. – Και βέβαια, αποκρίθηκε το κορίτσι οπισθοχωρώντας. – Λοιπόν, καλά!... Δεν θα πω τίποτα στη δεσποινίδα Μαγδαληνή, 82 αν μ' αφήσεις να τις δω. Αλλά δεν έλαβε απάντηση. Η Ζωή οπισθοχωρώντας είχε φτάσει στην πόρτα και όρμησε έξω... **** Ο Πατρίκιος θέλησε να την ακολουθήσει, αλλά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας η προσπάθεια του πήγαινε χαμένη. Το κορίτσι ήξερε καλύτερα απ' αυτόν τα κατατόπια και έτρεχε σαν τρελή, για ν' αποφύγει την καταδίωξη. Από τη κατεύθυνση που είχε πάρει, φαινόταν πως ήθελε να βγει από την πόρτα του δεντρόκηπου και να χαθεί μέσα στο δάσος… Ο Πατρίκιος εξακολούθησε να τρέχει πίσω από τη Ζωή. Αυτή όμως είχε βγάλει τώρα τα παπούτσια της και έτρεχε ξυπόλυτη. Ο Πατρίκιος την ακολουθούσε, χωρίς να καταλάβει ότι πήγαινε στην καλύβα της, στο σπίτι εκείνο των Βωτρέν, μπροστά από το οποίο οι κάτοικοι του Σαιν-Μαρτέν περνούσαν πάντα με μεγάλο τρόμο. Δεν σταμάτησε ωστόσο παρά τη στιγμή που η Ζωή άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, αφήνοντας τον λαχανιασμένο, πέρα από το χαντάκι που εκείνη το είχε περάσει πηδώντας το σαν το κατσίκι. Τότε μόνο ο νέος κατάλαβε την απερισκεψία του. Επάνω του δεν είχε ούτε ένα όπλο. Φυσικά η Ζωή θα έλεγε τα πάντα στους αδελφούς της κι αυτοί θα καταλάβαιναν ότι είχαν αποκαλυφθεί στον Πατρίκιο για όλα τα εγκλήματα του ΣαινΜαρτέν... Χωρίς αμφιβολία από τη μια στιγμή στην άλλη οι τρεις αδελφοί θα παρουσιάζονταν, θα τον αναζητούσαν… Και αν τον έβρισκαν; Η πόρτα της καλύβας ανοίχτηκε ξαφνικά και ένα φωτεινό τετράγωνο διεγράφη στο δρόμο. Ο νέος δεν μπορούσε να φτάσει απαρατήρητος ως τις λεύκες που τριγύριζαν το σπίτι. Ευτυχώς υπήρχε εκεί δίπλα του μια σκεπή αχυρένια, που έγερνε ως τη γη. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Σαιν-Ωμπέν σκαρφάλωσε κι έφτασε ως την καπνοδόχο της καλύβας των Βωτρέν. Ήταν καιρός! Γιατί αμέσως ακούστηκε η φωνή του Ηλία και κάποιου άλλου που του απαντούσε. 83 Όπως το είχε φανταστεί ο Πατρίκιος, δύο από τους αδελφούς Βωτρέν έκαναν το γύρο του σπιτιού ψάχνοντας. Τους είδε να προχωρούν στο δρόμο και να ξαναγυρίζουν. Ευτυχώς το πυκνό σκοτάδι τους εμπόδιζε να τον δουν. Η Ζωή μέσα από το σπίτι φώναζε: – Αφήστε τον πια... θα έφυγε!... Θα τα καταφέρω να του πω καμιά ιστορία εγώ αύριο! Ξαφνικά, μέσα από την καλύβα ακούστηκε τώρα ηχηρή, η χοντρή φωνή της μητέρας των Βωτρέν: – Μπείτε τώρα μέσα! Εσείς, όποτε θέλετε μπορείτε να τον βρείτε! Αφού έριξαν άλλη μια ματιά τριγύρω, οι δύο αδελφοί μπήκαν σπίτι τους και η πόρτα έκλεισε. Ενώ ο Πατρίκιος ετοιμαζόταν να κατέβει, άκουσε πάλι καθαράκαθαρά τη φωνή της γριάς: – Μα γιατί, Ζωή, σε ακολούθησε; – Ξέρω ‘γω; αποκρίθηκε η Ζωή, αλλά βέβαια θα ‘χει κάποια αιτία για να θέλει να μου κλέψει αυτή την κάλτσα! – Για να τη δω, έκανε η γριά. Ο Πατρίκιος κοίταξε τριγύρω του για ν' ανακαλύψει από πού ανέβαινε τόσο καθαρά η φωνή και αμέσως είδε κοντά του να φιλτράρεται λίγο φως. Τα δοκάρια, επάνω στα οποία ήταν ριγμένα τα άχυρα απείχαν αρκετά το ένα απ' το άλλο. Ο νέος με πολύ μεγάλη προσοχή παραμέρισε τα άχυρα και έτσι, όχι μόνο άκουγε, άλλα και έβλεπε τώρα τι γινόταν μέσα στην καλύβα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Μια ακατάληπτη φράση Ο Πατρίκιος αναγνώρισε τους δύο αδελφούς Βωτρέν, τους αλμπίνους, όπως τους έλεγαν. Είχαν γυρίσει και καθόντουσαν στο τραπέζι. Είχαν αρχίσει να δειπνούν· η σούπα όμως δεν είχε ακόμα σερβιριστεί. Ίσως γιατί περίμεναν τον Ουμπέρ. Ένα κερί έκαιγε επάνω στο τραπέζι, η λάμψη όμως του τζακιού, που έκαιγε ζωηρά, φώτιζε πότε-πότε το απαίσιο πρόσωπο της μητέρας των Βωτρέν–της γριάς Μπαρμπ. Η διαβολική λάμψη της ματιάς της έκανε ως και τον Ουμπέρ να χαμηλώνει το κεφάλι. Το στόμα της, πιο τρομερό από τη ματιά της, έχασκε με το ένα του δόντι, ενώ τα μάγουλά της κρέμονταν πλαδαρά με τις βαθιές τους ρυτίδες. Με τα κάτασπρα ακατάστατα μαλλιά της η γριά κινούταν διαρκώς πάνω στο κρεββάτι απ' όπου ποτέ δεν κατέβαινε, γιατί τα πόδια της ήταν πιασμένα. Είχε πάντα ένα μπαστούνι κοντά της που το πετούσε εναντίον των παιδιών της, όταν νόμιζε ότι της έφταιγαν. Οι γιοι της, με πολλή υπακοή, της το ξανάδιναν. 86 Η Ζωή δεν αγαπούσε τη μητέρα της, γιατί τη φοβόταν. Οι τρεις αδελφοί τη σέβονταν, γιατί τους διηγούνταν τρομερές ιστορίες για τα κάτεργα, όπου είχε μείνει τόσο πολύ ο πατέρας τους. Όταν ο Πατρίκιος έβαλε το μάτι στο άνοιγμα, είδε τη γριά σκυμμένη στην κάλτσα που της έδειχνε η Ζωή, και αναγνώρισε τη μπαλωμένη κάλτσα με τη μεγάλη πατούσα. Τα δύο κεφάλια, της Μπαρμπ και της Ζωής ήταν κοντά-κοντά και οι δ;yο αλμπίνοι παρακολουθούσαν με αγωνία τη σκηνή. Ύστερα η Ζωή ξανάβαλε την κάλτσα στην τσέπη της, ενώ η γριά έλεγε με μια διαπεραστική φωνή την ακατάληπτη αυτή φράση: – «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!» Ο Πατρίκιος αναρωτιόταν τι να σήμαινε η παράξενη αυτή φράση, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ουμπέρ. Είχε το καπέλο χωμένο ως στα μάτια, ένα χοντρό μπαστούνι με ρόζους στο χέρι και φαινόταν πολύ κουρασμένος. Φορούσε ένα είδος μπέρτας που του έφτανε ως στα γόνατα. – Καλησπέρα, μητέρα! είπε. Και γυρνώντας στους αδελφούς του πρόσθεσε: – Ε!... κουνηθείτε! Αδειάστε μου τις τσέπες! Οι δύο αλμπίνοι έβαλαν τις χερούκλες τους κάτω από το πανωφόρι του κι έβγαλαν άφθονο καπνό. – Είναι τα κέρδη μου από ένα ποτηράκι που πήγα να πιώ στης κυρά-Σοπ, εξήγησε ο Ουμπέρ. Μόλις είχε κάνει τα ψώνια της κι εγώ της έδωσα ένα χέρι για να τελειώσει τους λογαριασμούς της. Μιλούσε χωρίς να κουνιέται. – Πιο ψηλά! Ξεφώνισε ξαφνικά στους αδελφούς του που του έψαχναν το πανωφόρι. Ο Ηλίας και ο Συμεών πήραν κάτω από τις μασχάλες του δύο μποτίλιες ρακή που αμέσως τις ξεβούλωσαν. – Από πού τις πήρες αυτές τις μποτίλιες; ρώτησε η Μπαρμπ με ξαναμμένα μάτια. – Θα ‘ναι φίνες, αποκρίθηκε ο Ουμπέρ. Απάντησα τον επιθεωρητή της φάμπρικας του αλκοόλ, στη γωνιά της οδού Βέρτ. Αυτός έχει τη συνήθεια, όταν περπατάει να κουνάει τα χέρια πάνω-κάτω. Όμως απόψε περπατούσε παράξενα. Έρχομαι κοντά του, τον χαιρετάω, τινάζοντας το χέρι του με περισσότερη δύναμη. Τότε εκείνος μου λέει: «Σιγά!... σιγά!... μη με κουνάς έτσι !» Βάζω λοιπόν τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες του και βρίσκω τις μποτίλιες. «Γλέντια έχεις 87 βλέπω, κύριε επιθεωρητή! του είπα». «Έτσι προσέχεις τα νιτερέσα της Δημοκρατίας; Θα κάνω λόγο γι' αυτό στον βουλευτή μας!» Τρομαγμένος εκείνος γιατί τον έπιασα σκαστό μου έδωσε τις μποτίλιες και μου υποσχέθηκε να μου δίνει δύο όμοιες κάθε μήνα, για να σωπάσω. Και τώρα παιδιά, φαΐ!... Πέταξε το καπέλο του, πήρε ένα σκαμνί και έσκυψε στο αχνιστό κρέας που του σερβίρισε η Ζωή. – Ακούστε, βρε παιδιά. Όποιος ζήσει, θα δει... Και... τι κάνει από δω η κυρά; πρόσθεσε μπατσίζοντας τη Ζωή που διαμαρτυρήθηκε για το χοντρό του χωρατό... Μπρε... Δεν ευχαριστήθηκες! Εγώ ρωτάω για την υγειά σου! είπε αυτός. – Γιατί τη χτυπάς; ρώτησε η γριά. – Θα σου πει η ίδια το γιατί! Την είδα σήμερα να γλυκοσαλιάζει τον Μπαλαόο, από μέρους του Πιερφέ. – Είναι αθώα! έκαμε η μάνα, και ο Μπαλαόο δεν πειράζει ούτε μερμήγκι! – Μπορεί. Μα είναι αδερφή μου και δεν πρέπει να μας ντροπιάζει! – Σου ξαναλέει πως είναι αθώα. Έλα, Ζωή, δείξε και στον Ουμπέρ την κάλτσα, διέταξε η γριά. Η Ζωή έβγαλε μια κάλτσα από την τσέπη. Ο Πατρίκιος είδε τον Ουμπέρ να σκύβει, να την εξετάζει και να λέει την ίδια αινιγματώδη ρήση της μάνας. – «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!» Και όλοι έσκασαν στα γέλια. – Το καλό είναι που αυτή δεν θα νοιαστεί για την προίκα, όταν έρθει η ώρα να παντρευτεί, εξακολούθησε ο Ουμπέρ. Ναι, η Ζωή δεν έχει παρά να φυλάξει την τιμή της. Εμείς θα μπορέσουμε να την πάμε πρώτα στον συμβολαιογράφο και ύστερα στον παπά. Κατόπιν γυρνώντας, στην αδελφή του, είπε: – Άκουσε εσύ, πήγαινε στο δάσος και μέτρα ως τα εκατό... Χωρίς δεύτερη κουβέντα!... Εμπρός μαρς! Τρομαγμένη από το ύφος του Ουμπέρ, η Ζωή, βγήκε αμέσως από την καλύβα. Ο Πατρίκιος σκέφθηκε για μια στιγμή να την ακολουθήσει, για να της πάρει την πολύτιμη εκείνη κάλτσα! Αλλά το κορίτσι δεν τράβηξε μακριά, έμεινε καθισμένη πλάι στη καλύβα, με τα μάτια γυρισμένα προς την πόρτα. Έτσι ο Πατρίκιος έμεινε εκεί κρυφακούγοντας. 88 **** Ο Ουμπέρ τεντώθηκε, χασμουρήθηκε και είπε: – Διακόσιες χιλιάδες! Οι αλμπίνοι ανασκίρτησαν και η γριά Μπαρμπ σάλεψε στο στρώμα της. – Ναι, εξακολούθησε ο Ουμπέρ. Αλλά μπορεί να χρειαστεί αίμα!... – Κρίμας! μουρμούρισε η γριά Μπαρμπ. Σαν να μην γίνονται αρκετά φονικά εδώ και λίγο καιρό στο χωριό... – Καταλαβαίνω τι θες να πεις, μάνα, μα το παρακάνεις. Σάμπως χύθηκε αίμα όταν σκότωσαν τον Καμύς, το Λομπάρ και τον Μπλοντέλ; Τους καρυδώσανε κι ύστερα τους κρεμάσαν κάποιοι που ήταν μαστόροι σ' αυτή τη δουλειά, είπε ο Ουμπέρ. – Να σου πω, Ουμπέρ, είπε η γριά, δεν έχω καμμιά απαίτηση να μου δώσεις λογαριασμό… αλλά πρέπει να ‘σαι γνωστικός. Πώς μπορώ να μένω ήσυχη, όταν τη μια μέρα πιάνεσαι μ' έναν άνθρωπο μες τον καφενέ και την άλλη τον βρίσκουν κρεμασμένο; Και οι αστυφύλακες ήρθαν πάλι σήμερα και έψαξαν στο σπίτι... Έχε το νου σου!... Ο Ουμπέρ χαμήλωσε το κεφάλι κοιτάζοντας τη γριά. Το ίδιο έκαναν και οι δύο αλμπίνοι. – Μια φορά, είπε ο Ουμπέρ, εγώ δεν έβαλα χέρι σ' αυτή τη δουλειά. Μα πάντα κάποιος θα βρεθεί να μας βάλει φούρκα και να θέλει το κακό μας.... Όποιος είναι καλά τα κατάφερε... Ο ανακριτής δεν πιστεύει πως κάτι μυρίστηκα!... Όμως οι «πατημασιές στο ταβάνι» έκαναν πιο τέλεια τη φάρσα. – Και με τις φάρσες κανείς πρέπει να προσέχει. Ο πατέρας σου μου έλεγε πως, αν πήγαινε με γνώση και με φρονιμάδα στη ζωή του, δεν θα έκανε είκοσι χρόνια στη φυλακή, πριν έρθει και μείνει εδώ σαν νοικοκύρης... – Φτάνει, μάνα... Είσαι πιο κουτή κι απ' τον ανακριτή κι απ' όλους τους άλλους!... Αν σ' άκουγαν θα μ’ έβλεπες να μ’ έχουν κιόλας ανεβασμένο στη καρμανιόλα. Για κοίτα τους αλμπίνους... τσιμουδιά δεν βγάζουνε. Κι αλήθεια, ο Συμεών και ο Ηλίας κοίταζαν με περιέργεια τον αδελφό τους, χωρίς να μιλούν και άλλαζαν πότε-πότε μεταξύ τους ματιές που έλεγαν πολλά. 89 Φαίνεται πως οι τρεις αδελφοί υποπτεύονταν ο ένας τον άλλο για τα τρία εγκλήματα του Σαιν-Μαρτέν. Είναι αλήθεια ότι μεταξύ τους υπήρχε ένας φυσικός και άλυτος συνεταιρισμός και ότι μερικές πράξεις που είχαν κάνει μαζί, τους έδεναν μέχρι θανάτου. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να έχει καθένας τις μικρές του προσωπικές υποθέσεις, στις οποίες ο αδελφικός συνεταιρισμός ήταν εντελώς ξένος. Πρώτη η Μπαρμπ έκοψε την σιωπή των τριών αδελφών που είχαν πέσει σε βαθιές σκέψεις. – Είναι πολύ επικίνδυνη αυτή η δουλειά, Ουμπέρ. – Πολύ. Αλλά, αν δεν βραχείς, δεν θα φας ψάρι! – Έλα, λέγε! – Ακούστε. Ήμουν στης γριάς Σουπ και τη βοηθούσα να λογαριάσει τα πακέτα του καπνού, που ότι τα ‘χε λάβει. Ξαφνικά μπήκε μέσα ο Λαγκόλ και παράγγειλε ένα κρασί. Μαζί του είχε έναν άνθρωπο ξερακιανό και κοντό που δεν τον ξέρω. Κάθισε κι αυτός και παράγγειλε ένα ποτήρι μαστίχα. Από το μεγαλείο του κατάλαβα πως θα ήταν κανένας απ' αυτούς που είναι μπασμένοι στη δουλειά για την καινούργια γραμμή του σιδηροδρόμου... Λοιπόν, φαίνεται, πως σε τούτη την επιχείρηση θα δουλέψουν πάνω από πεντακόσιοι νοματαίοι... Και οι πεντακόσιοι αυτοί νοματαίοι θα πληρωθούν με γερό παρά. Χρειάζονται γι' αυτή τη δουλειά 200 χιλιάδες φράγκα και θα βρεθούν βέβαια. – Μα... διέκοψε ο Συμεών, αυτή η δουλειά έπρεπε να είχε γίνει εδώ και δέκα χρόνια! – Να όμως που άρχισαν εδώ και δύο μήνες μόνο. Λοιπόν, κοντολογίς, χρειάζεται παράς. Και πού βρίσκεται ο παράς; Στις Τράπεζες! – Θέλετε να ληστέψετε την Τράπεζα του Κλερμόν; ρώτησε η γριά Μπαρμπ αγριοκοιτάζοντας τους τρεις άντρες. – Τι λες, μάνα;... Ώρες-ώρες δεν ξέρεις, αλήθεια, τι λες! Άφησε στην ησυχία της την Τράπεζα του Κλερμόν. Τα λεφτά για να ‘ρθουν στους εργάτες θα βγουν από την Τράπεζα. Δεν θα πάνε οι εργάτες να τα τραβήξουν από κει. Κι' εγώ έμαθα τι δρόμο θα κάνουν τα λεφτά... Εκείνος ο ξερακιανός σύντροφος του Λαγκόλ ύστερα από κάμποσα ποτηράκια άρχισα να κελαηδάει σαν γαλιάντρα... – Α! α!... έκαμε η γριά και οι δύο αλμπίνοι, για λέγε... 90 Ο Ουμπέρ έσκυψε και τους έκαμε κάποια σύντομη εκμυστήρευση. Δυστυχώς ο Πατρίκιος δεν μπόρεσε να την ακούσει. Οι τρεις αδελφοί κάμποση ώρα έμειναν σιωπηλοί. – Ε!... δεν μιλάει κανείς σας! ρώτησε στο τέλος ο Ουμπέρ. Μιλήστε, ακούω. Και κοίταξε ερωτηματικά τους αδελφούς. – Θα ‘χουμε πάλι κανένα άλλο φονικό... είπε η γριά. – Ε, και; ρώτησε ο Ουμπέρ οργισμένος. – Στοχάζομαι πως δεν είναι καιρός να καταπιαστείτε με μια δουλειά που μπορεί να μην πετύχει... Να χάσουμε έτσι την υπόληψή μας;... Ο βουλευτής μας δεν θα το δεχθεί αυτό. Κι έπειτα πρέπει να συλλογιστούμε και τη Ζωή. Εδώ, δεν μας λείπει τίποτα... κι εμένα λίγα είναι τα ψωμιά μου... – Εσύ όλο τον εαυτό σου συλλογίζεσαι, μούγκρισε ο Ουμπέρ. – Και αν χρειαστεί να χυθεί αίμα; επίμενε η γριά. – Θα χυθεί αίμα! έκαμε ο Ουμπέρ ανάβοντας την πίπα του. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε απέξω η Ζωή, ζητώντας την άδεια να μπει. – Έμπα! διέταξε η μητέρα της. – Πού ήσουνα; ρώτησε ο Ουμπέρ – Πίσω από την πόρτα και σας άκουγα! είπε το κορίτσι. Πάντα είναι καλύτερα να σας ακούω εγώ παρά οι χωροφύλακες. Και επειδή τ' αδέλφια της σήκωναν κιόλας τα χέρια για να την χτυπήσουν, η Ζωή βιάστηκε να πει: – Θα σας έλεγα, πώς μπορεί να μη χυθεί αίμα με τον Μπαλαόο. Για θυμηθείτε τη δουλειά του Μπαρρουά. – Το κορίτσι έχει δίκιο! είπε ο Ουμπέρ. – Πρέπει να μιλήσουμε αμέσως με τον Μπαλαόο! είπαν και οι άλλοι. – Δεν είναι δύσκολο. Είναι στο σπίτι, τους εξήγησε η Ζωή. – Πάμε! – Θα μ' αφήσετε μόνη; φώναξε η γριά βογκώντας. – Οι δουλειές, πάνω απ' όλα! δήλωσε ο Ουμπέρ. – Μη φοβάσαι, δε θα σε φάει κανένας! Πάμε, Ζωή! – Ω!.., μα ξεχνάτε πως ο πορτιέρης έλαβε τη διαταγή να μη μ' αφήνει να περνώ; – Αδιάφορο, έλα! Πήραν τα όπλα τους βγήκαν, και έριξαν μια ματιά γύρω. Η Ζωή στέκονταν στην πόρτα. Δεν είδαν κανέναν και ξεκίνησαν. 91 Όταν ο Πατρίκιος είδε τις σκιές τους να χάνονται μέσα στο δάσος, κατέβηκε σιγά-σιγά από τη σκεπή, και παίρνοντας άλλο δρόμο γύρισε στο σπίτι του θείου του. Εκείνη τη νύχτα οι εξωτερικοί θόρυβοι τον άφησαν ήσυχο. Και, εξάλλου, ήταν τόσο κουρασμένος που, μόλις πλάγιασε αποκοιμήθηκε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Το μυστήριο του μαύρου δάσους. Ο Πατρίκιος από τις τέσσερες το πρωί ήταν στο πόδι. Για να μην ανησυχήσει το σπίτι, ντύθηκε στα σκοτεινά. Το μόνο του μέλημα ήταν να δει τον δικαστή και να φύγει. Απ' όσα άκουσε καταλάβαινε πως μόνο αν έφευγε γρήγορα, θα μπορούσε να σωθεί. Ακόμη βουίζαν στ' αυτιά του οι φοβέρες των αλμπίνων: «Θα τον βρούμε! Θα τον βρούμε αύριο!» «Αύριο» δηλαδή σήμερα. Έγραψε μάνι-μάνι δύο λόγια στο θείο του και στη Μαγδαληνή, αφήνοντας τα σε μέρος πού να τα δούνε με την πρώτη ματιά. Ύστερα βγήκε έξω. Όταν έφτασε στο ξενοδοχείο, είδε τον σεΐζη ν' ανοίγει ένα από τους στάβλους. Ρώτησε για τον Μιχάλη την οδηγό του λεωφορείου. Του είπαν ότι θα ‘ρθει σε λίγο, κι' αλήθεια, ο Μιχάλης δεν άργησε να φανεί. Ο Πατρίκιος τον ειδοποίησε ότι φεύγει και κράτησε μια θέση μες στην άμαξα. 94 Αφού φρόντισε για όλα αυτά, ένοιωσε τον εαυτό του πιο ήσυχο και ρώτησε για τον ανακριτή. Έμαθε ότι ο κύριος ντε Μερεντέν βρισκόταν κιόλας μέσα στη σάλα. Ο Πατρίκιος μπαίνοντας νόμιζε πως θα τον βρει καθισμένο μπροστά σε κανένα φλυτζάνι με ζεστό γάλα. Όμως γελάστηκε. Ο δικαστής ήταν σκαρφαλωμένος σ' ένα ντουλάπι, κοντά στην πόρτα του δρόμου. Ο Πατρίκιος είχε δει τόσα παράξενα πράγματα, ώστε δεν ξαφνιάστηκε από τη στάση εκείνη του κυρίου ντε Μερεντέν. Χωρίς κανένα προοίμιο, παραλείποντας μάλιστα και τον τυπικό χαιρετισμό, φώναξε: – Είχατε δίκιο, κύριε ανακριτά! Υπάρχει συνένοχος! – Το πιστεύω, είπε και ο κύριος ντε Μερεντέν από το ύψος του ντουλαπιού. Είμαι εδώ πάνω για να εξετάσω τις πατημασιές. Δεν σας είχα πει ότι ο ένοχος θα μπήκε από την πόρτα; Ο δολοφόνος, ο οποίος χρησιμεύει ως όργανο τους τρεις αδελφούς, περνώντας πάνω από τα κεφάλια σας, πήδησε σ' αυτό το ντουλάπι, όπου και ζάρωσε. Και εσείς, φυσικά, δεν πήρατε μυρωδιά. Κοιτάξτε, εξακολουθώ τις έρευνές μου αντιστρόφως, και ανακαλύπτω επάνω, εκείνο που δεν βρισκω κάτω. Από τα έπιπλα αυτά πέρασε ένα παράδοξο ον, πηδώντας από τη μια θέση στην άλλη με μια παράδοξη ευκινησία. Τώρα, ακούστε με καλά. Για να μπορεί να μιλά πιο ελεύθερα παρακάλεσε τον Πατρίκιο να ανέβει σε μια καρέκλα, ενώ ο ίδιος καθόταν, σε μια άκρη του ντουλαπιού με τα πόδια κρεμασμένα. – Κύριε ανακριτά, έχω να σας πω κάτι για λογαριασμό μου! είπε ο νέος στενάζοντας. – Θα σωπάσετε, ναι, ή όχι; φώναξε ο δικαστής χτυπώντας τις γροθιές του στο έπιπλο. Ύστερα ξανάρχισε: – Ακούστε με. Θα σας απευθύνω μια ερώτηση σπουδαιότατη. Καταλαβαίνετε τη λέξη «Σπου-δαι-ό-τα- τη!»... Είστε βέβαιος... λέω βέβαιος, ότι ακούσατε τον δολοφόνο; Σκεφθείτε... Μη βιάζεστε να μου απαντήσετε... Είστε βέβαιος ότι τον ακούσατε; – Ότι τον άκουσα ; Πώς, δηλαδή; – Σκεφθείτε... προσπαθήστε να θυμηθείτε... Δεν είναι δυνατόν να γελαστήκατε;... να ήταν της φαντασίας σας:... Είστε τελείως βέβαιος ότι μίλησε; 95 – Μα, ναι! Ναι! Ναι! – Κρίμα!... Κρίμα!... Κρίμα! – Γιατί κρίμα;... Τι πιστεύετε; – Δεν πιστεύω πια τίποτα, αφού μιλάει. – Εκφράζεστε μ' έναν τρόπο πολύ αινιγματικό, κύριε ανακριτά. Εγώ, ωστόσο μπορώ να σας πω κάτι και μάλιστα με μεγάλη σαφήνεια. Απόψε ακολούθησα την αδελφή των Βωτρέν, αφού την έπιασα να μπαλώνει μια κάλτσα της οποίας η πατούσα μοιάζει καταπληκτικά με τα σημάδια που ανακαλύψατε στο ταβάνι! – Α!... Αυτό που μου λέτε είναι ενδιαφέρον!... Και γιατί έφευγε το κορίτσι; – Επειδή ήθελα να της πάρω την κάλτσα. – Ήξερε λοιπόν την αξία της; – Αμφιβάλλω, γιατί τη μπάλλωνε μπροστά σε όλους. Το βέβαιο όμως είναι ότι έτρεξε σπίτι της και ότι έδειξε την κάλτσα στη μητέρα της. Η γριά βλέποντάς την, πρόφερε μια παράξενη φράση, που ύστερα την επανέλαβαν και οι γιοι της : «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!» – «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!»;… ξεφώνισε ο δικαστής αναπηδώντας σαν τόπι πάνω στο έπιπλο. «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!»;… Την ακούσατε καλά αυτή τη φράση; Και από τους Βωτρέν;... Πήγατε εσείς στους Βωτρέν και σας άφησαν να βγείτε ζωντανός; – Ήμουν στη σκεπή! – Α! Α! Βρίσκετε ότι το σύστημά μου είναι καλό; Μα πέστε μου λοιπόν, τι είδατε, τι ακούσατε, τι μαντέψατε, όλα, όλα!... Ο Πατρίκιος περιέγραψε λεπτομερώς τη νυκτερινή του εκδρομή, χωρίς να παραλείψει τίποτα. Ο δικαστής τον άκουγε παίρνοντας γρήγορες σημειώσεις και χωρίς να τον διακόψει ούτε μια φορά. Μόνο, όταν ο Πατρίκιος άρχισε να του μιλά για το ζήτημα των διακοσίων χιλιάδων φράγκων, ο κύριος ντε Μερεντέν δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά του και είπε: – Α! Επιτέλους, τους κρατάμε τους περίφημους αυτούς Βωτρέν! Κατά την ιδέα του, το πράγμα ήταν απλούστατο: Έφτανε να πληροφορηθεί ποια μέρα θα γινόταν η πληρωμή του ποσού που ανέφερε ο Πατρίκιος και τι δρόμο θ' ακολουθούσαν τα χρήματα πριν μοιραστούν, για να ετοιμάσει την παγίδα. 96 – Πώς είπατε ότι λέγεται αυτός ο συνένοχος; – Δεν κατάλαβα καλά... Κάτι όμως σαν Μπιλμπαό… – Μπιλμπαό είναι σπανιόλικο όνομα. Αλλά αδιάφορο... θα κατορθώσουμε να μάθουμε... Εν τω μεταξύ όμως, νέε μου, ούτε λέξη σε κανένα! Κύριε, Σαιντ Ωμπέν, σας ανακηρύσσω ήρωα των κεραμιδιών!... Ελπίζω όμως ότι, η ληστεία δεν θα πραγματοποιηθεί τώρα αμέσως. Θα τους χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα, για να το προετοιμάσουν, όπως θα χρειαστώ κι εγώ για να τους στήσω την παγίδα. – Ναι, αλλά αφού πήγαν απόψε να βρούνε το συνένοχό τους στο δάσος, θα πει πως δεν έχουν καιρό για χάσιμο! – Έχετε δίκιο!... Κρίμα μόνο που δεν θυμάστε το όνομα εκείνου που συντρόφευε τον υπάλληλο, τον οποίον έβαλε στο μάτι ο Ουμπέρ. – Μα, ναι.... ναι!... το θυμούμαι. Άκουσα τον Ουμπέρ να τον λέει: Λαγκόλ. – Λαγκόλ.;.. είπε και ανακριτής πηδώντας πάλι, σαν τόπι. – Τον γνωρίζετε, ίσως; ρώτησε ο Πατρίκιος. – Λίγο... Και τώρα, νέε μου, σας αφήνω. – Κι εγώ σας αφήνω, κύριε ανακριτά. Ύστερα από το κυνήγι της Ζωής, δεν έχω σκοπό να μείνω εδώ. – Α! Τι αποφασίσατε; ρώτησε ο κύριος ντε Μερεντέν έκπληκτος. – Και κάτι παραπάνω: Όρισα και τη θέση μου! Ο δικαστής σκέφτηκε λίγες στιγμές και ύστερα είπε: – Πολύ καλά, κύριε. Χαίρετε! Κι ενώ τού έσφιγγε το χέρι, ο Πατρίκιος έκανε μια ερώτηση: – Φαίνεται ότι εσείς καταλάβατε την αινιγματική φράση: «Πουατού ντ’ Οριάν, οέ ντυ ρουζέ!» Θέλετε να μου την εξηγήσετε κι εμένα; – Ω! Είναι μια υπόθεση εντελώς προσωπική. Χαίρετε! Ο Πατρίκιος τον αποχαιρέτησε, ήπιε έναν καφέ, κι' έπειτα, κοιτάζοντας το ρολόι, είδε πώς ήταν ώρα να φεύγει. **** Φτάνοντας όμως στην αυλή, είδε ότι το λεωφορείο δεν ήταν καθόλου έτοιμο. Του έλειπε η μία από τις τέσσερες ρόδες. Ρώτησε έναν ταξιδιώτη και έμαθε ότι ο Μιχάλης, εξετάζοντας το αμάξι πριν φύγει, ανακάλυψε ότι η μια του ρόδα δεν ήταν τόσο 97 στερεή, και ότι για να διορθωθεί χρειαζόταν ως και μία ώρα. Ο Πατρίκιος απελπίστηκε. Σίγουρα η διαμονή του στο ΣαινΜαρτέν ήταν κακορίζικη ως στην τελευταία στιγμή. Για να σκοτώσει την ώρα του, πήγε πάλι να βρει τον ανακριτή. Αλλά ο ξενοδόχος του είπε ότι ο δικαστής είχε πάει να ξυπνήσει την κυρία Γκοντεφρουά, την υπάλληλο του ταχυδρομείου. Πέρασε μια ολόκληρη ώρα και όμως οι πέντε ταξιδιώτες έμαθαν με πολλή τους δυσαρέσκεια, ότι η ρόδα ήταν πολύ περισσότερο χαλασμένη απ' ότι είχαν νομίσει και ότι θα χρειαζόταν ακόμη άλλη μια ώρα το λιγότερο. Τότε ο Πατρίκιος αποφάσισε να φύγει με το τρένο. Αλλά μόλις έφτασε στο σταθμό δοκίμασε τη δυσάρεστη έκπληξη να δει εκεί τη Ζωή. Δεν του έμενε αμφιβολία, ότι η Ζωή τον κατασκόπευε. Επειδή δεν τον βρήκε στου θείου του, ειδοποίησε τους αδελφούς της, κι αυτοί πάλι την έστειλαν στο σταθμό, για να παραμονεύει την αναχώρηση των τρένων. Σίγουρα οι τρεις αδελφοί θα μελετούσαν με τι τρόπο να εκτροχιάσουν το τραίνο, να προκαλέσουν κάποια καταστροφή. Ο Πατρίκιος κατόρθωσε ωστόσο ν' αποφύγει τη Ζωή και να γυρίσει πάλι στο ξενοδοχείο. Ευτυχώς έφεραν τη ρόδα, το ταξίδι όμως δεν φαινόταν τόσο ευχάριστο, όσο και στην αρχή, γιατί στους πρώτους ταξιδιώτες προστέθηκαν και άλλοι που μόλις είχαν φτάσει με το τρένο. Δεκατέσσερεις νέοι ταξιδιώτες είχαν μαζευτεί στην αυλή του «Χρυσού Ήλιου», που ποτέ άλλοτε δεν είχε δει τόσον κόσμο. Μεταξύ αυτών ήταν χωρικοί που φαίνονταν στενοχωρημένοι μέσα στα βαριά ρούχα τους. Έπειτα, αυτοί οι περιπλανώμενοι, οι χλωμοί και μελαγχολικοί, που δεν είχαν τίποτα που να μοιάζει με τις γερές φυσιογνωμίες των χωρικών του Μορβάν, δεν έκαμαν καμμιά ερώτηση στον Ρουμπιόν. Κι όταν τους ρώτησε ο ίδιος, του αποκρίθηκαν με μονοσύλλαβα και του γύρισαν τις πλάτες. Ο Πατρίκιος δεν κουνήθηκε από την γωνιά του παρά τη στιγμή που ήταν για ν' ανέβει στο αμάξι. Αλλά, όταν πήγε για να κάτσει στη θέση του, σάστισε από το πλήθος που βρισκόταν μέσα και που την τελευταία στιγμή αυξήθηκε με δύο ακόμα ταξιδιώτες. Και πράγμα πιο ακατανόητο ακόμα, όταν οι δύο αυτοί ταξιδιώτες φορτωμένοι 98 με μια βαριά βαλίτσα, την ακούμπησαν με προσοχή μέσα στην άμαξα, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε για την παράβαση αυτή. Ο Πατρίκιος στεκόταν αναποφάσιστος, όταν άκουσε τη κυρία Ρουμπιόν να του φωνάζει: – Ανεβείτε στη στέγη, κύριε Πατρίκιε! Ο καιρός είναι θαυμάσιος! Ο Πατρίκιος σήκωσε το κεφάλι του κατακόκκινο. Για να μην προκαλέσει όμως την προσοχή του κόσμου, ανέβηκε στη στέγη τού όμνιμπους, που ήταν άδεια. «Να δούμε πώς θα φτάσουμε;» σκεπτόταν ο Μιχάλης. Και πρόσθεσε μέσα του: «Αν φτάσουμε!» Τέλος το όχημα έφυγε. Καθώς περνούσε από το σπίτι του Κοριολίς, ο Πατρίκιος είδε τη Μαγδαληνή να κουνά ένα μαντήλι, για να τον αποχαιρετήσει. Η ερωτική αυτή εκδήλωση δεν τον ευχαρίστησε καθόλου. Το εναντίον μάλιστα· δυσαρεστήθηκε με τη Μαγδαληνή που είχε την απρονοησία να τον χαιρετά έτσι, μπροστά στον κόσμο, αφού της είχε γράψει την αιτία της γρήγορης αναχωρήσεώς του. Όσο το λεωφορείο απομακρυνόταν από το Σαιν-Μαρτέν, τόσο ο Πατρίκιος καθησύχαζε καθώς αντίκρυσε το δάσος, έριξε μια ματιά κατά το δάσος, και μια ματιά κατά το σπίτι των Βωτρέν. Η καλύβα ήταν κλειστή και δεν παρουσίαζε τίποτα το ύποπτο. Mα δεν είχε κάμει ούτε δύο χιλιόμετρα το λεωφορείο κάτω από τα δέντρα, όταν ο Μιχάλης βλαστήμησε ξαφνικά και κράτησε τ' άλογα, για να μην πατήσει ένα κορίτσι που πήδησε καταμεσής στο δρόμο. – Ζωή! φώναξε ο Μιχάλης. Η Ζωή λοιπόν βρισκόταν παντού, τον ακολουθούσε παντού. Ο Πατρίκιος ένοιωσε κρύο ιδρώτα στο μέτωπό του. Η Ζωή ήταν εκεί. Η Ζωή τον κοίταξε και του φώναξε: – Καλημέρα, κύριε Πατρίκιε!... Φεύγετε; Και για πού; Και επειδή ο νέος δεν της απαντούσε, του φώναξε: – Καλό ταξίδι! γελώντας τόσο απαίσια, πού ο Πατρίκιος ανατρίχιασε. – Τι λες; Θα είμαστε στο Σαιν Μπαρτελεμύ πριν νυχτώσει; ρώτησε ο Πατρίκιος τον οδηγό. – Όχι, βέβαια, πριν από τις δέκα το βράδυ, αποκρίθηκε ο Μιχάλης χωρίς πολύ διάθεση. Η ιδέα του νυχτερινού ταξιδιού ανάμεσα απ' το δάσος δεν του άρεσε καθόλου και ο Πατρίκιος στενοχωρημένος, παραδόθηκε 99 στις πιο μαύρες σκέψεις. Πότε-πότε κοίταζε γύρω του και πρόσεξε μερικές αλλόκοτες κινήσεις των ταξιδιωτών. Παραδείγματος χάρη, στους ανήφορους, κατέβαιναν όλοι οι ταξιδιώτες, εκτός των δύο με τη βαριά βαλίτσα που δεν σάλευαν από τη γωνιά τους. Πάντα πιο ανήσυχος ο Πατρίκιος σκέφθηκε για μια στιγμή να σταματήσει στο Μονζερόν, να περάσει εκεί τη νύχτα του και να φύγει την άλλη μέρα νοικιάζοντας ένα αμάξι. Αλλά ύστερα συλλογίστηκε πώς πάντα είναι προτιμότερο να περάσει νύχτα από το δάσος με τόση μεγάλη συντροφιά, παρά να μείνει σ' ένα ερημικό ξενοδοχείο. Και αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του. Το λεωφορείο στάθηκε στο Μονζερόν και οι ταξιδιώτες, αφού έφαγαν, ξανανέβηκαν στις θέσεις τους. Θα ήτανε έξη το βράδυ, όταν έφτασαν στον «Ανήφορο του Λύκου». Στο σημείο αυτό οι ταξιδιώτες ξανακατέβηκαν, όπως σε όλους τους άλλους ανήφορους. Ο Μιχάλης, νυστάζοντας, άφησε τα γκέμια να πέσουν στα καπούλια των αλόγων του. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε ακούγοντας μια φωνή που του ‘λεγε δυνατά από το δρόμο: – Καλά ξυπνητούρια Λαγκόλ! Ο Πατρίκιος ξαφνιάστηκε... «Λαγκόλ;... Ποιος λοιπόν φώναξε Λαγκόλ; Και σε ποιον απευθυνόταν το όνομα αυτό;… Έσκυψε στο δρόμο και είδε κοντά στα άλογα ένα άτομο, που έμενε ως στην ώρα εκείνη μέσα στο αμάξι, ένας από τους δύο ταξιδιώτες με τη βαριά βαλίτσα. Ήταν ένας νέος κοντούλης, ξερακιανός, που τα χαρακτηριστικά του ταίριαζαν με εκείνα που περιέγραψε ο Ουμπέρ Βωτρέν στους αδελφούς του, μιλώντας για τη συνομιλία που είχε ακούσει μεταξύ του υπαλλήλου και του Λαγκόλ. Ο άγνωστος κοίταξε ειρωνικά τον άμαξα. – Πώς; ρώτησε ο Πατρίκιος γυρνώντας στο Μιχάλη, με μια ταραχή που δεν φρόντιζε να την αποκρύψει. Εσείς είσθε ο Λαγκόλ; Ο Μιχάλης δεν έδωσε καμμιά απάντηση. – Με συγχωρείτε. Εσείς είσθε ο κύριος Λαγκόλ; Τελικά, ο άλλος κουνήθηκε λίγο: 100 – Είμαι ο Μιχάλης Ποτερέν, είπε, αλλά στο χωριό με φωνάζουνε, για γούστο, Λαγκόλ. Το όνομα αυτό μου το ‘δωσε σε άλλα χρόνια η κυρά Βωτρέν. Φαίνεται πως στα κορακίστικά τους, Λαγκόλ θα πει αμαξάς. Είστε ευχαριστημένος τώρα; Ο Πατρίκιος δεν μπόρεσε να του απαντήσει, γιατί ξαφνικά ο άγνωστος που έστεκε πλάι στ' άλογα, πήδησε γρήγορα κοντά στο Μιχάλη και κάτι του μουρμούρισε στ’ αυτί. Ο Μιχάλης σήκωσε τους ώμους. – Αυτό είναι δική σου δουλειά. Όσο για μένα, δεν θα ‘παιρνα ποτέ επάνω μου τέτοιο βάρος... Ο Πατρίκιος άρχισε τώρα να καταλαβαίνει. Είχε φτάσει η ώρα για την κλοπή των διακοσίων χιλιάδων φράγκων... Ναι, ναι, η μικρή βαριά βαλίτσα περιείχε τα χρήματα. Τα καταλάβαινε όλα, τώρα εξηγούσε την αργοπορία των δύο ωρών του λεωφορείου, την επιμονή του ανακριτή να πάει στην υπάλληλο του ταχυδρομείου. Βέβαια ο ανακριτής είχε εφεύρει την πρόφαση της ρόδας, για να κερδίσει καιρό ώστε να οργανώσει την προστασία των διακοσίων χιλιάδων φράγκων, και είχε καλέσει με ειδικό τρένο από τη διεύθυνση της αστυνομίας όλους αυτούς τους ψευτοχωρικούς, ελπίζοντας να γίνει κύριος των Βωτρέν και του πολύ μυστηριώδους συνενόχου των! Αλλά το σχέδιο αυτό δεν φανέρωνε μεγάλη αφέλεια;… Οι τρεις αδελφοί θα είχαν ειδοποιηθεί από τη Ζωή· και αν μια φορά ήταν ειδοποιημένοι, θα τολμούσαν να ενεργήσουν; Στο μεταξύ, το λεωφορείο όλο και χανόταν περισσότερο μες στο δάσος και το σκοτάδι όσο πήγαινε και πύκνωνε. Δεν είχε ακόμα νυχτώσει εντελώς, αλλά απλωνόταν γύρω εκείνο το υγρό σκοτάδι που φοβίζει τον άνθρωπο, όσο και η ίδια η νύχτα. – Μην είσαι τόσο κουτός! Μπες στο αμάξι! συμβούλεψε ο Μιχάλης τον ξερακιανό ανθρωπάκο, που βάδιζε δίπλα στ’ άλογα. Δεν μου πολυγουστάρει ο « Ανήφορος του Λύκου!» Στα λόγια αυτά οι ταξιδιώτες, που ακολουθούσαν κι αυτοί πεζοί, κινήθηκαν συγχρόνως, για να μπούνε στο λεωφορείο. Ο Πατρίκιος ησύχασε λίγο στη σκέψη ότι, στο κάτω-κάτω, το λεωφορείο φρουρείτο πολύ καλά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν και από ένα πρόχειρο όπλο. – Κύριε Λαγκόλ, είπε ο ασυλλόγιστος Πατρίκιος πλησιάζοντας τον αμαξά, εγώ είμαι που μίλησα σήμερα το πρωί στον κύριο 101 ντε Μερεντέν... Αυτή τη φορά ο Μιχάλης δεν άργησε ν' απαντήσει. – Α! Εσείς αποκαλύψετε το κόλπο των τριών αδελφών; Μμ!... ωραία δουλειά κάνατε!... Mα το Θεό, δεν βρίσκω με τι λόγια να σας δώσω τη συγχαρητήρια μου!... – Γιατί ;... ρώτησε ο Πατρίκιος αποσβολωμένος. – Γιατί θα πει πως είστε πολύ κουτοί για να ξεσκαλίζετε τέτοιες δουλειές !... Πολύ κουτοί... ή πολύ παλληκαράδες!... Εγώ τραβώ έξω την ουρά μου... Όμως όσο για σας, σας λέω, πώς καλύτερα θα ‘τανε να μην το λέγατε, να μην φανερώνεστε, έτσι δα, φως-φανάρι, μπροστά σε όλους αυτή την ώρα. – Έπρεπε λοιπόν να σωπάσω; ρώτησε ο Πατρίκιος, μη ξέροντας πια ποιον άγιο να προσκυνήσει. – Θα ήταν πολύ καλύτερο! – Όχι όμως για σας! Γιατί, αν δεν μιλούσα, θα σας έκαναν επίθεση... – Μα εμένα δεν θα με πείραζε κανείς!... Την επίθεση θα την κάνανε στη βαλίτσα... κι' εγώ να τη βράσω αυτή τη βαλίτσα!... Αυτά τα λεφτά, λίγα-πολλά, δεν είναι για μένα. Θα παίρνανε τη βαλίτσα, κι' εμένα θα μ' άφηναν να τραβήξω ήσυχα το δρόμο μου. Ενώ τώρα… τώρα δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. – Εσείς τα ξέρετε όλα. Είναι η πρώτη φορά που καταγγέλλονται οι Βωτρέν, και τώρα ξέρω πως εσείς είχατε τα κουράγιο να το κάνετε αυτό. Λοιπόν, παλικάρι μου, καλά ξεμπερδέματα!... Ο Πατρίκιος, τρομοκρατημένος, καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ανακατεύτηκε σ' αυτήν την ιστορία. Σε μια στιγμή ρώτησε τον Μιχάλη: – Μα είναι αλήθεια αυτό πού λένε, ότι μια συμμορία με μαύρες προσωπίδες πιάνει τους ταξιδιώτες; – Παλιές δουλειές!... Τώρα, όταν ταξιδεύει κανείς με λεωφορείο, μπορεί να είναι ήσυχος... φτάνει να φερθεί καλά με την «Πέτρα του Λύκου!» – Τι θα πει αυτό; – Έχετε απάνω σας ένα τάλιρο; – Μάλιστα. Τι το θέλετε; – Δώστε μου το, είπε ο αμαξάς. Παίρνοντας το νόμισμα το έριξε σ' έναν ταξιδιώτη πού κρατούσε το σκούφο του για να μαζεύει λεφτά. Ο ταξιδιώτης ανέβηκε σε μια πλαγιά, όπου βρισκόταν η τεράστια 102 «Πέτρα του Λύκου», άδειασε σε μια σπηλιά όσα είχε μέσα στο σκούφο του, έριξε ύστερα και το τάλιρο και ξανακατέβηκε. **** Ο Πατρίκιος τους κοίταζε όλους χωρίς να καταλαβαίνει και τότε ο Μιχάλης του εξήγησε: – Αυτά τα λεφτά που δώσαμε είναι το «Φράγκο του Λύκου», κύριε… Όταν ένας ταξιδιώτης δώσει το «Φράγκο του Λύκου» μπορεί να είναι, από μια μεριά σίγουρος, όταν τα πράγματα είναι κανονικά. Τώρα όμως, έτσι όπως τα μαγειρέψατε, αλλάζει τα πράμα… – Αυτό λοιπόν είναι το «Μυστήριο του Μαύρου Δάσους!» – Ένα μέρος μόνο... – Πρέπει λοιπόν να παραδεχθώ, ότι σε λίγο θα ‘ρθει κάποιος να μαζέψει το «Φράγκο του Λύκου»; Και ότι έδωσαν όλοι την πεντάρα τους για να μην προκαλέσουν τους Βωτρέν;... – Για το Θεό, μη λέτε ονόματα... Κανένας δεν έχει βιάση να ‘ρθει να πάρει λεφτά... Πολλές φορές μένουν εκεί μέσα καμμιά δεκαπενταριά μέρες χωρίς να τολμά κανείς να τ' αγγίξει... Α! μα γίνονται εδώ πράματα τόσο αλλόκοτα, που δεν μπορεί κανείς να τα εξηγήσει. Ο Λαγκόλ ανασηκώθηκε για μια στιγμή από το κάθισμά του, κοίταξε πίσω του, ξανακάθισε και είπε: – Τέλος πάντων, ας ελπίσουμε, ότι σήμερα όλα θα πάνε καλά... Θέλετε να σας διηγηθώ την ιστορία του μπαούλου του Μπαρουά; «Το μπαούλο του Μπαρουά! Μα η Ζωή στην καλύβα είχε μιλήσει για το μπαούλο αυτό! Το θυμόταν πολύ καλά!» – Λοιπόν, ο Μπλοντέλ είχε ένα φίλο παραγγελιοδόχο, τον Μπαρουά, ο οποίος περνώντας κάποτε με το λεωφορείο από την «Πέτρα του Λύκου», όχι μόνο αρνήθηκε να ρίξει λεφτά στη σπηλιά, αλλά πήρε από κει μέσα, όσα βρέθηκαν: Τριάντα ασημένια φράγκα. »Την άλλη μέρα ο Μπαρουά, που είχε κατέβει στου Ρουμπιόν, έλαβε ένα μπιλιέτο με την υπογραφή «ο Λύκος του Μαύρου Δάσους» και με το οποίο τον ειδοποιούσαν, ότι, αν δεν έβαζε στη σπηλιά τόσα χρυσά νομίσματα, όσα ασημένια είχε πάρει, θα πλήρωνε πολύ ακριβά την κακοκεφαλιά του. »Αλλά ο Μπαρουά πείσμωσε και δεν πήγε να βάλει τίποτα. Ύστερα από λίγον καιρό, ανοίγοντας στο Μονζερόν, όπου βρισκόταν για 103 υποθέσεις του, το μπαούλο του το βρήκε άδειο, και στο μπαούλο είχε ρολόγια και αλυσίδες που κόστιζαν καμμιά τριανταριά χιλιάδες φράγκα! Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει το μυστήριο. Και ο καημένος ο Μπαρουά αρρώστησε από το κακό του και πέθανε! **** – Κύριε Λαγκόλ, ρώτησε ο Πατρίκιος, ακούσατε να μιλούν για κάποια Μπιλμπαό; – Μπιλμπαό; Για σταθείτε μια στιγμή!... Όχι! ποτέ!... Ή, όχι... όχι... ναι... ναι... »Στο δάσος πολλές φορές ακούγεται ένα όνομα... εκεί ωστόσο κατά το βράδυ, από τη μεριά του Πιερφέ... κάτι σαν… Μπαοό!... Μπορεί να ‘ναι αυτό το Μπιλμπαό... Σε μια στιγμή, ενώ μιλούσε, ο Μιχάλης ρίχτηκε πίσω, για να κρατήσει τ' άλογα μ' όλη του τη δύναμη. – Ω! ω! μουρμούρισε. Τα μάτια σας τέσσερα! Οι κύριοι αυτοί δεν είναι μακριά!... – Πώς το ξέρετε; ρώτησε ο Πατρίκιος τρέμοντας απ' την κορφή ως τα νύχια. – Κοιτάξτε τ' άλογα.... Δεν μπορώ πια να τα κρατήσω! Τα άλογά μου μυρίζονται από δέκα μίλια μακριά. Και πραγματικά, τα δυστυχισμένα τα ζώα χρεμέτιζαν, σηκώνονταν στα πισινά τους πόδια, σα να είχαν μυριστεί κανένα αγρίμι. Πάντα πιο ανήσυχος ο Πατρίκιος έσκυψε για να δει τι γινόταν στο δρόμο. Οι χωροφύλακες φαίνονταν ανήσυχοι, και είχαν περιτριγυρίσει το λεωφορείο, σαν να είχαν διαισθανθεί ότι είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή και μιλούσαν μεταξύ τους με σύντομες σιγανές φράσεις, σαν να αντάλλασσαν γρήγορες διαταγές. Άλλες σκιές ορθώθηκαν ξαφνικά πίσω από ένα πύκνωμα και ακούστηκαν να σφυρίζουν ελαφρά. Στο σφύριγμα αυτό αποκρίθηκαν οι ταξιδιώτες του λεωφορείου. Ο Πατρίκιος σκέφτηκε πώς θα ήταν κάποια ενίσχυση από το Σεβαλέ και η υπόθεση αυτή του νέου αποδείχτηκε σωστή, γιατί οι σκιές πλησίασαν στο λεωφορείο και ενώθηκαν με τους άλλους. Έπειτα τα άλογα ξαναχμεμέτισαν, σηκώθηκαν ξανά 104 στα πισινά τους, και ο Λαγκόλ προσπαθούσε τόσο πολύ να τα συγκρατήσει, ώστε ένας χωροφύλακας ρώτησε τι είχαν τα ζώα για να δείχνονται τόσο ανήσυχα. Ο Μιχάλης δεν αποκρίθηκε. Σε μια στιγμή τα άλογα έδωσαν σημεία του μεγάλου τρόμου. Έπειτα όρμησαν μπρος με τόση ορμή, που έφεραν το λεωφορείο στο δρόμο. Ο Πατρίκιος, που το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει τι γινόταν γύρω του, έτρεμε σύγκορμος. Ένας όμιλος χωροφυλάκων, ετοιμάστηκε τώρα να ξαναμπεί στο αμάξι. Αλλά τα άλογα με μια απίστευτη ορμή, έτρεξαν, πήδησαν, πέταξαν στο δρόμο, ενώ οι ταξιδιώτες ξεφώνιζαν. Τα άλογα έσερναν σαν φτερό το λεωφορείο μακριά... τόσο μακριά, που οι χωροφύλακες, μ' όλο που έτρεχαν, το έχασαν σε λίγο. Ο Πατρίκιος, πού νόμισε πως έφτασε η τελευταία του στιγμή, κι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην πέσει γύρισε κατά τον Μιχάλη. Τον είδε τόσο ήσυχο στη θέση του που δεν μπορούσε πια να καταλάβει τι του γινόταν. Ο Μιχάλης κρατούσε τα γκέμια με τα χέρια ψηλά, όχι με την προσπάθεια του αμαξά που πολεμά να δαμάσει τα εξαγριωμένα του ζώα, αλλά με την ευγενική εκείνη περηφάνεια του θριαμβευτή σε μια αρχαία ορμητική αρματοδρομία. Τι σήμαινε αυτό; Ο Μιχάλης είχε τρελαθεί; – Μιχάλη! Μιχάλη! φώναξε ο Πατρίκιος. Ο Μιχάλης γύρισε και δεν ήταν αυτός! Και δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν, γιατί μια μαύρη μάσκα του έκρυβε το πρόσωπο. Τότε ο τρόμος του Πατρικίου έφτασε στο κατακόρυφο. Ανίκανος να κατανικήσει τη φρίκη του, έπεσε γονατιστός! – Μην κινείσαι, Πατρίκιε! τον πρόσταξε η μαύρη μάσκα, με την ίδια φωνή που τον είχε προστάξει το βράδυ εκείνο ο δολοφόνος, του Μπλοντέλ, μέσα στο πανδοχείο!... Ο Πατρίκιος δεν έκανε άλλες κινήσεις παρά τις ακούσιες που τον ανάγκαζαν να κάνει τα τρομαχτικά πηδήματα του λεωφορείου, που τα οδηγούσε ο άνθρωπος αυτός, τόσο δυνατός που να μπορεί να κρατιέται ίσιος, ασυγκίνητος. 105 Ο αμαξάς αυτός θα είχε σιδερένια χέρια για να κατορθώνει να συγκρατεί τα αφηνιασμένα του άλογα. Σιδερένια χέρια!... Τα χέρια που είχαν στραγγαλίσει τον Μπλοντέλ, χωρίς να του δώσουν καιρό να πει: «Ωχ!» Και ο Πατρίκιος έβλεπε τώρα ότι ο δαίμονας αυτός οδηγούσε με το ένα χέρι τα τρία άλογα... Όσο για το άλλο, το έβλεπε να κατεβαίνει αργά - αργά, ως το λαιμό του, όπως είχε κατέβη άλλοτε στο λαιμό του Μπλοντέλ, όταν το είχε δει από το μικρό παράθυρα του ξενοδοχείου. Συγχρόνως ένοιωσε μια σιδερένια τσιμπίδα στο λαιμό... Άρχισε ν' αναπνέει πνιχτά!... Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες!... Αισθάνθηκε να τον τραβούν επάνω, ν' ανασηκώνεται το κεφάλι του σχεδόν ως στο επίπεδο του ανθρώπου με τη μαύρη μάσκα. Και άκουσε κάτω από τη μαύρη μάσκα μια φωνή, την ίδια φωνή του δολοφόνου του Μπλοντέλ, που τον ρωτούσε: – Θα ξαναγυρίσεις πια στο σπίτι των ανθρώπων; Καθώς η σιδερένια τσιμπίδα γύρω από το λαιμό του λασκάρισε λίγο, ο Πατρίκιος μπόρεσε να προφέρει μια λέξη: – Ποτέ!... Η λέξη αυτή ήταν γεμάτη από τόση ειλικρίνεια που έφτασε για να του σώσει τη ζωή.... Ο τρομερός άμαξας έπαψε να τον σφίγγει, τα μάτια του έχασαν την απαίσια λάμψη τους. Ο Πατρίκιος, νόμισε μάλιστα, ότι ο δαίμονας εκείνος χαμογέλασε… Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που είδε με βεβαιότητα, ήταν ο χαιρετισμός του αμαξά. Ναι, όταν έπαψε να τον πνίγει, τον χαιρέτησε. Ύστερα, ενώ το λεωφορείο προχωρούσε κάτω από μερικά μεγάλα δέντρα, ο άνθρωπος αυτός άρπαξε ένα χοντρό κλάδο, κρεμάστηκε, ταλαντεύτηκε για μια στιγμή και διαγράφοντας με το κορμί τον ένα ημικύκλιο, χάθηκε ανάμεσα στα κλαδιά. **** Σχεδόν αμέσως ή άμαξα στάθηκε. Ο Πατρίκιος είχε σωθεί! Όμως η μικρή βαλίτσα με τις διακόσιες χιλιάδες είχε εξαφανισθεί. Στο λεωφορείο δεν ήταν πιά παρά ο άτυχος νέος 106 μικολιποθυμισμένος στη στέγη, και μέσα ο υπάλληλος των εργολάβων, ο οποίος μόλις είχε τη δύναμη να διηγηθεί στους χωροφύλακες, όταν έφτασαν πια κι αυτοί στο λεωφορείο, πώς είχε γίνει η ληστεία. – Ένας άνθρωπος με μαύρη μάσκα μπήκε μέσα στο λεωφορείο, είπαν, και με το ρεβόλβερ στο χέρι φοβέρισε τον υπάλληλο, ότι θα τον σκότωνε, αν έφερνε αντίσταση. Άρπαξε ύστερα τη βαλίτσα, την πέταξε στο δρόμο και αμέσως πήδησε κοντά της. Τη στιγμή που ο δυστυχισμένος υπάλληλος έδινε τις πληροφορίες αυτές, έφτασε ο Λαγκόλ σώος και υγιής. Με μεγάλη ταραχή διηγήθηκε κι αυτός ότι, ενώ οδηγούσε τα άλογα, ένοιωσε κάποια ακαταμάχητη δύναμη να τον σηκώνει από τη θέση του, και να τον πετά στο δρόμο. Είδε τότε έναν που φορούσε προσωπίδα να τον χαιρετά και να του εύχεται καλό ταξίδι. Ο Λαγκόλ για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα το λεωφορείο, πήρε τον πλαϊνό δρόμο τρέχοντας. Εκείνος όμως που δαιμονίστηκε από την αποτυχία της αποστολής αυτής ήταν ο ανακριτής, ο κύριος ντε Μερεντέν. Τόση ήταν η απελπισία του που έλεγε ότι θα αρρωστήσει. Μολαταύτα ενήργησαν και προέβησαν το ίδιο βράδυ στη σύλληψη των αδελφών Βωτρέν. Η δίκη των τριών αδελφών έγινε αμέσως. Τώρα που οι κάτοικοι δεν είχαν λόγους να φοβούνται, σηκώθηκαν όλοι εναντίον τους και οι Βωτρέν φορτώθηκαν όλα τα εγκλήματα που είχαν γίνει κατά την τελευταία δεκαετία. Οι δολοφονίες του Καμύς, του Λομπάρ και του Μπλοντέλ αποδόθηκαν σ' αυτούς, και αυτό εξαιτίας τους, διότι δεν υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους με δύναμη εναντίον της κατηγορίας, βέβαιοι καθένας τους χωριστά ότι ο άλλος ήταν ένοχος. Προτίμησαν λοιπόν να υποστούν τις συνέπειες της φοβερής κατηγορίας, παρά να κατηγορήσει ο ένας αδελφός τον άλλο. Κατά τη διαδικασία ήλθε στη μέση και το ζήτημα του συνενόχου. Ο εισαγγελέας δεν θέλησε να επιμείνει σ' αυτό, βρίσκοντας ότι όλα εξηγούνταν, αφού οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι με ένα πρωτοφανή κυνισμό, δήλωσαν ότι ποτέ δε χρειάστηκαν συνένοχο. Αλλά ο κύριος ντε Μερεντέν επέμενε, λέγοντας ότι υπήρξε συνένοχος τους κάποιος Μπιλμπαό... Ακόμη και ο Πατρίκιος , κληθείς ως μάρτυρας, πρόφερε δειλά το όνομα «Μπιλμπαό», χωρίς όμως να επιμένει, αφού και ο εισαγγελέας 107 τον βεβαίωσε ότι δεν είχε ακούσει καλά. Κλήθηκε ακόμη και η Ζωή, η οποία δήλωσε, ότι πρώτη φορά ακούει αυτό το όνομα... Αν ο δήμαρχος δεν πιστοποιούσε ότι τις βραδιές των εγκλημάτων ήταν σπίτι του, ακόμη και το κορίτσι αυτό θα βρισκόταν μπερδεμένο. Οι τρεις αδελφοί καταδικάσθηκαν σε θάνατο!... Αλλά δεν έγινε αμέσως η εκτέλεση. **** Ο κύριος ντε Μερεντέν που ήταν πάντα βέβαιος ότι οι Βωτρέν είχαν συνένοχο κάποιον Μπιλμπάο, βρισκόταν δύο βραδιές κρυμμένος στο καλυβάκι κολλητά στην έπαυλη του γέρο Κοριολίς. Ήταν βέβαιος πως δεν θα του ξέφευγε ως το τέλος ο συνένοχος αυτός. Τρυπωμένος ανάμεσα στα χόρτα αγρυπνούσε μ' επιμονή, με καπρίτσιο. Από κει παραμόνευε, με το μάτι κολλημένο πότε στο σπίτι των Βωτρέν, πότε στην έπαυλη του Κοριολίς. Είχε υπόψη του ότι η Ζωή θα γνώριζε τον τέταρτο συνένοχο και την παραμόνευε με υπομονή. Πίστευε ακράδαντα πως η Ζωή ήξερε τον άνθρωπο της σοφίτας που περπατούσε με το κεφάλι κάτω! Η Ζωή ήτανε φιλενάδα του ανθρώπου αυτού. Ήταν φιλενάδα του μέχρι του σημείου να του μπαλώνει τις κάλτσες του! Έπρεπε λοιπόν να παραμονεύει κάποιος τη Ζωή. Και ο κύριος ντε Μερεντέν την παραμόνευε μόνος του. Ο λαμπρός δικαστής έφτασε στο σημείο να πιστέψει για λίγο διάστημα, πώς ο παράδοξος αυτός συνένοχος ήταν κάποιο ζώο γυμνασμένο, που οι τρεις αδελφοί το έκρυβαν μέσα στο δάσος, για να το χρησιμοποιούν στις τραγικές τους επιχειρήσεις. Σε όλο το χωριό ποτέ δεν ξεχάστηκε ο θρύλος ενός ζώου καταστρεπτικού, κάποιου μυθικού δράκου, που έτρωγε τα μικρά και τα κοπάδια των χωρικών. Μήπως μια περίοδο δεν βρέθηκαν όλα τα σκυλιά του χωριού κρεμασμένα; Ποιος τα κρέμασε; Ποιος άλλος απ' το θηρίο αυτό που δεν ήθελε να παρακολουθείται από τα γαυγίσματα των σκύλων, όταν αποφάσιζε να περάσει κοντά από το χωριό, για καμμιά κακή 108 πράξη. Όμως το ζώο αυτό σε ποιο είδος ανήκε; Ο δικαστής στην αρχή δεν τολμούσε να το κατατάξει σε κανένα είδος ζώων. Ύστερα όμως από πολλούς δισταγμούς, σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μαϊμού. Και βέβαια!... το τέρας που, κρεμασμένο στο ταβάνι, είχε τρυπώσει στο σπίτι του Καμύς, του Λομπάρ και του Ρουμπιόν, σκαλώνοντας στην κορνίζα της πόρτας, θα έπρεπε να έχει τέσσερα χέρια, για να κρεμαστεί κατόπιν στο σωλήνα του γκαζιού και να πνίξει συγχρόνως με το κεφάλι κάτω, τα θύματά του! Ο άνθρωπος λοιπόν που περπατούσε με το κεφάλι κάτω, δεν μπορούσε να είναι παρά ένας πίθηκος! Αλλά ο Πατρίκιος είχε πει ότι το ον αυτό μίλησε! Έτσι όλες οι υποθέσεις του ανακριτή γκρεμίστηκαν αμέσως. Στο μεταξύ παρακολουθούσε τη Ζωή. Το κορίτσι όμως δεν πήγαινε παρά στο σπίτι του Κοριολίς κι από εκεί γύριζε στο σπίτι της. Πότε-πότε την έβλεπε με τον Νοέλ, τον υπηρέτη του Κοριολίς, νέο ήσυχο, που εκτελούσε τα θελήματα του κυρίου του, χωρίς να κάθεται να πιάνει κουβέντες με κανέναν, αρκούμενος να χαιρετά με ευγένεια τους γνωρίμους του. Ο Νοέλ ήταν το μόνο πρόσωπο που έμπαινα στο σπίτι των Βωτρέν, από συμπάθεια βέβαια προς τη γριά-Μπαρμπ, που οι τρεις γιοι της είχαν καταδικασθεί σε θάνατο. Μια μέρα, στην άκρη του δάσους, ο Νοέλ, συνάντησε τη Ζωή που έβγαινε από το σπίτι του Κοριολίς. Η Ζωή μόλις τον είδε του είπε: – Η Μαγδαληνή σε περιμένει, μικρούλη μου Μπαλαοό! Ο ανακριτής που ήταν κρυμμένος εκεί κάτω άκουσε τα λόγια αυτά. «Μπαλαοό!... «Μπαλαοό!... Τι τρομερή αστραπή μέσα στο σκοτεινό μυαλό του κυρίου ντε Μερεντέν!... Θυμήθηκε ότι ο Νοέλ είχε γεννηθεί στην Άπω Ανατολή... Ποιος μπορούσε να είναι καλύτερος ακροβάτης από έναν Κινέζο ή έναν Γιαπωνέζο; Δεν μπορούσε πια ν' αμφιβάλλει! Ο Νοέλ με το σιωπηλό και μελαγχολικό ύφος του κατόρθωνε να τους ξεγελά όλους! Ο Κοριολίς και ο Πατρίκιος δεν υποπτεύονταν τα εγκλήματά του. Τον φαντάζονταν όλοι αθώο... Ο ανακριτής έγινε πλέον περισσότερο προσεκτικός 109 στις κατασκοπίες του. Εξακολούθησε να επιβλέπει τους πάντες, αποφασισμένος να φέρει σε πέρας τη δουλειά αυτή που θα τον δόξαζε τόσο. Να συλλάβει τον συνένοχο των Βωτρέν. Τι θρίαμβος!... Την επομένη πήρε δύο χωροφύλακες μαζί του, τους τοποθέτησε στη γωνιά του δάσους και της οδού Ριόμ και έπειτα για τελευταία φορά πήγε και κλείστηκε στο καλυβάκι θέλοντας να βεβαιωθεί αν ο Νοέλ ήταν στο σπίτι του Κοριολίς. Αλλά, δυστυχώς, ο Νοέλ δεν έδινε σημεία ζωής, και κόντευε πια να νυχτώσει. Μήπως δεν είχε βγει από την έπαυλη; Κουρασμένος να περιμένει ο πεπειραμένος δικαστής, βγήκε από το καλυβάκι και πήγε να σημάνει το κουδούνι της πορτούλας του Κοριολίς, που άνοιγε προς το δάσος. Του άνοιξε ο ίδιος ο Κοριολίς, ο οποίος ξεπρόβαλε από τα χόρτα, όπου κάτι παραμόνευε... – Ο κύριος Μπαλαοό, παρακαλώ;... ρώτησε ο ανακριτής βγάζοντας το καπέλο του. – Περάστε, κύριε ντε Μερεντέν... είπε ο γέρος κοκκινίζοντας σαν αναμμένο κάρβουνο. Κι έκλεισε την πόρτα. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α ́ Η υπομονή του Μπαλαοό έχει όρια... Είναι απόγευμα... Ο ήλιος πάει να βασιλέψει... Ο Νοέλ, για την ακρίβεια ο Μπαλαοό, γιατί αυτός ήταν, φάνηκε ξαφνικά στην άκρη του δάσους. Θαμπωμένος απ' τον ήλιο χώθηκε αμέσως κάτω από τα δέντρα περιμένοντας να νυχτώσει. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπινο πλάσμα στην κατάσταση που βρισκόταν, με τα κουρελιασμένα τα ρούχα του και χωρίς καπέλο στο κεφάλι… Ήσυχα-ήσυχα κάθισε στη σκιά ενός βάτου, και ακούμπησε σ' έναν κορμό για να βάλει τα παπούτσια του, που τα έβγαζε πάντα, όταν περνούσε το δάσος και όταν ήταν βέβαιος, ότι δεν θ' απαντήσει κανένα ανθρώπινο πλάσμα. Τον είχαν δασκαλέψει να μην προκαλεί επάνω του κανενός την προσοχή. Από τότε που του εξήγησαν πώς δεν είναι άνθρωπος αλλά πως είναι ένας ανθρωποπίθηκος, προσπαθούσε να κάνει όσο μπορούσε 112 γλυκύτερους τους τρόπους του, γιατί προτιμούσε να πεθάνει παρά να τον μπερδέψουν με τη ράτσα των πιθήκων. Αρκετά εξευτελιστικό γι' αυτόν ήταν που τον περνούσαν για ιθαγενή της Χάι Νω εξαιτίας των χαρακτηριστικών του και λόγω της πλακουτσωτής μύτης του! Η κατάντια του αυτή, η συμφορά του αυτή, τον έκαναν πολύ δυστυχισμένο. Καταλάβαινε κι ο ίδιος πως δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένας πίθηκος, ένας ανθρωποπίθηκος περισσότερο πίθηκος παρά άνθρωπος... Αναστέναξε βαθιά και ξαναφόρεσε τα παπούτσια του. Ήθελε να ξαναγυρίσει στην έπαυλη και συλλογιζόταν πως θα τον μάλωναν γιατί δεν προφυλασσόταν απ' τον κόσμο. Θα τον μάλωναν και με το δίκιο τους. Γιατί, αν οι άνθρωποι τον καταλάβαιναν, θα τον θεωρούσαν για γορίλλα, όπως του το είχε πει ο κύριος του, και θα τον έκλειναν σε κανένα κλουβί! Έτσι κλεισμένο θα τον επεδείκνυαν ως περίεργο φαινόμενο. Ώσπου καμμιά μέρα θα κατόρθωνε ή να φύγει ή να πνίξει κανέναν και να πνιγεί και ο ίδιος για να γλυτώσει!... Κοίταξε ύστερα προς το δρόμο... Ήταν ελεύθερος και πέρασε με έναν πήδο. Κατόπιν τρέχοντας ανάμεσα από τους κάμπους, έφτασε στο σπίτι των Βωτρέν. Η καλύβα ήταν θεοσκότεινη, όταν ο Μπαλαοό έσπρωξε την πόρτα. Ξαφνικά μια σκιά, που ήταν ζαρωμένη σε κάποια γωνιά τον ρώτησε: – Ποιος είναι; – Εγώ είμαι, ο Νοέλ. Η φωνή του Μπαλαοό ήταν υπόκωφη και λαρυγκώδης. Ωστόσο όμως είχε το χάρισμα της μίμησης και κατάφερνε να μιμείται όποια φωνή ήθελε. – Εγώ είμαι, ο Νοέλ! επανέλαβε και κοίταξε να δει ποιος είναι. Ήταν η μητέρα των Βωτρέν, η Μπαρμπ και η Ζωή. Κοίταζαν ερωτηματικά τον επισκέπτη· η Ζωή μάλιστα πήγε ν' ανάψει το καντηλέρι. Αλλά ο Νοέλ την εμπόδισε δίνοντας της να καταλάβει ότι στο δρόμο βρίσκονταν χωροφύλακες και δεν είχε καμμιά όρεξη ν' αφήσει να τον πιάσουν. Η γριά βογκούσε, από τη στενοχώρια της για την καταδίκη των γιων της ή γιατί ήταν πραγματικά άρρωστη. Μια φράση όμως του Μπαλαοό την καθησύχασε. – Ένα καροτσάκι θα τους φέρει εδώ, απόψε κατά τις έντεκα... 113 Να ‘σαστε έτοιμες... Η Ζωή γονάτισε και φίλησε τα παπούτσια του ανθρωποπιθήκου. – Τους έσωσες, Νοέλ ;...Τους είδες;... Θα έρθουν και οι τρεις τους; τον ρώτησε συγκινημένη. Κι' επειδή σερνόταν ακόμα στα πόδια του, ο Μπαλαοό της έδωσε μια κλωτσιά. Αυτή η Ζωή τον φούρκιζε. Όταν τ' αδέλφια της ήταν ελεύθερα, όλο παραπονιόταν πώς τη δέρνουν. Και τώρα που ήξερε πως είχαν γλυτώσει από τη φυλακή, έτρεμε ολόκληρη από τη χαρά της ... Ήταν πολύ παράξενο πλάσμα!... – Λοιπόν, όπως είπαμε, είπε ο Μπαλαοό. Πρέπει να γυρίσω. Τι θα λένε εκεί κάτω;... Και έδειξε την έπαυλη. Η Ζωή έκλαιγε. – Η δεσποινίς Μαγδαληνή σε γύρευε όλη την ημέρα. Γύριζε μες στο δάσος φωνάζοντας, Μπαλαοό!... Μπαλαοό!... – Ωχ, δυστυχία μου!... είπε ο Μπαλαοό χτυπώντας το στήθος του με μια φοβερή γροθιά και βγαίνοντας έξω βιαστικά… **** Μόλις βρέθηκε έξω, ο Μπαλαοό ανέπνευσε. Δεν ένοιωθε πια κοντά του χωροφύλακες. Πήρε ένα μονοπάτι που το ήξερε καλά γιατί το είχε περάσει καμμιά εκατοστή φορές, όταν, πηδώντας το μαντρότοιχο του σπιτιού του αφεντικού του πήγαινε να βρει τους Βωτρέν, για να λάβει μέρος, στις περιπέτειές τους μες στο δάσος. Πέρασε το δρόμο με πολλές προφυλάξεις και φτάνοντας στην έπαυλη τράβηξε τρέμοντας το κορδόνι του κουδουνιού. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, και ένα χέρι πρόβαλε κι άρπαξε από τ' αυτί το Μπαλαοό. – Μόρτη! του φώναξε μια γυναικεία φωνή φρενιασμένη. Μού το ‘σκασες πάλι, μα θα μου το πληρώσεις. Δύο μέρες και δύο νύχτες έξω από το σπίτι, ε; Και τι χάλια είν' αυτά; Με έκανες κι έκλαψα, Μπαλαοό! A, μην κλαις εσύ, γιατί θα σηκώσεις το χωριό στο πόδι με τις φωνές σου. Κοίταξε, κοίταξε!... Πάει το καινούργιο σου πανωφόρι. Δεν μου λες;... Πήγες να ρομαντζάρεις;… Ο μπαμπάς είναι άρρωστος! Πιασμένος από το αυτί, με την καρδιά φουσκωμένη από μετάνοια, πειθήνιος, σιωπηλός, ο Μπαλαοό αφέθηκε στα χέρια 114 της Μαγδαληνής που τον έσερνε έτσι ως στο σπίτι. Φτάνοντας όμως στην άκρη του περίφημου δεντρόκηπου, συναντήθηκε με τον Κοριολίς, όρθιο στο κατώφλι του μικρού σπιτιού πού του χρησίμευε για χημικό εργαστήριο. Ο Νοέλ τρόμαξε τόσο πολύ που έκανε να φύγει… Το πρόσωπο του Κοριολίς ήταν άσπρο σαν το πανί. Ο Μπαλαοό τρεμούλιασε καθώς τον είδε έτσι. Προτιμούσε τις ξυλιές, με τις οποίες τον είχαν δαμάσει, όταν ήταν μικρός, παρά το σιωπηλό μάλωμα των ακίνητων εκείνων ματιών, του συσπασμένου εκείνου προσώπου του ανθρώπου που έκανε το λάθος να πιστέψει πώς μπορούσε να βγάλει κάτι καλό από έναν άνθρωποπίθηκο. Ο Μπαλαοό φοβόταν να μην τον προσβάλει ο Κοριολίς μπροστά στη Μαγδαληνή, ζητώντας του πληροφορίες για τους φίλους του, τα τσακάλια και τους λύκους του δάσους. Έτρεμε και για άλλες κατηγορίες, γιατί ο κύριος του τον είχε δει μια μέρα μαζί με τους Βωτρέν και του είχε πει ότι θα προτιμούσε να τον έβλεπε να κάνει συντροφιά με τις ύαινες και τους λύκους παρά μ' αυτούς. …Και όμως οι Βωτρέν ανήκαν στην ανθρώπινη ράτσα!... Τέλος τα χείλη του Κοριολίς σάλεψαν: – Γύρισε! του φώναξε. Ο Μπαλαοό δεν υπάκουσε. – Γύρισε! ξανάπε ο γέρος. Ο Μπαλαοό έκανε πώς δεν άκουσε. Ήξερε πώς το πανωφόρι του ήταν κουρελιασμένο και ότι ένα κουρέλι κρεμόταν κάτω από το παντελόνι του. Ποτέ δεν θα ήθελε να δειχτεί μπροστά στη Μαγδαληνή έτσι όπως ήταν. Ο Κοριολίς έκανε ένα βήμα κατά τον Μπαλαοό. Ο δυστυχισμένος άρχισε να τρέμει απ' την κορφή ως στα νύχια. Η Μαγδαληνή μπήκε στη μέση, παρακαλώντας τον πατέρα της με τα μάτια της. Είχε καταλάβει πως ο Μπαλαοό ντρεπόταν. Ο κακομοίρης, είχε δάκρυα στα μάτια... Την αγαπούσε τόσο πολύ!... Ω! τόσο την αγαπούσε!... Πώς την αγαπούσε! Όμως ο Κοριολίς πρόσταξε: – Θέλω να γυρίσεις! Τότε η γλυκιά φωνούλα πρόσταξε κι' αυτή: – Γύρισε μικρέ μου Μπαλαοό!... «Μικρέ μου Μπαλαοό» Ω! Η Μαγδαληνή μπορούσε να τον κάνει ότι ήθελε, όταν τον φώναζε, με το όνομα που του είχαν δώσει 115 οι γονείς του στο δάσος του Μπαντάγκ!... Ο Μπαλαοό τέντωσε τα δάχτυλα των ποδιών του μέσα στα παπούτσια του και γύρισε. Αμέσως ακούστηκαν πίσω του δυνατά γέλια, αλλά κάτι γέλια που δεν τα ‘χε ξανακούσει ποτέ του... Ξαναγύρισε τότε και είδε μπροστά του έναν άνθρωπο. Αμέσως θυμήθηκε πως κάπου τον είχε δει αυτό τον ξένο. Ήταν ο φίλος του Μπομπάρντ, εκείνου του ψηλού ανθρώπου που τον είχε χαστουκίσει κάποτε έτσι για γούστο. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν ακόμα φίλος των χωροφυλάκων, που είχαν πιάσει τους τρεις αδελφούς... Ίσως βρισκόταν εδώ για να τον πιάσει;... Τι γύρευε αυτός στο σπίτι του αφεντικού; Πρώτη φορά έμπαινε ξένος άνθρωπος στο σπιτάκι που ήταν προορισμένο γι' αυτόν. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν φίλος των χωροφυλάκων, και τόσο τους φοβόταν, που τους έβλεπε και στον ύπνο του και πετάγονταν τρομαγμένος... **** Ο άνθρωπος αυτός είχε σκάσει στα γέλια βλέποντας τα σκισμένα παντελόνια του ανθρωποπιθήκου. Τώρα όμως που τον κοίταξε καλύτερα, διέκρινε επάνω του κάτι τρομερό, που φοβισμένος έτρεξε πίσω από τα τραπέζι. – Μη φοβάστε, κύριε! είπε ο Κοριολίς. Δεν είναι κακός. Δεν μπορεί να βλάψει ούτε μια μύγα! «Ούτε μια μύγα είπε μέσα του ο Μπαλαοό. Για ρωτήστε λίγο τον Καμύς που όλο με κορόιδευε. Ρωτήστε τον αν μπορώ να βλάψω μια μύγα!» Ο άγνωστος είπε: – Παράξενο!... Έχω δει μαϊμούδες στα καφέ-κονσέρ, αλλά ποτέ... ποτέ... Ο Μπαλαοό έβαλε τις γροθιές στο στόμα, για να μη μουγγρίσει άγρια... – Μην προφέρετε ποτέ μπροστά του αυτή τη λέξη, ψιθύρισε ο Κοριολίς στον επισκέπτη, – Ποια λέξη; – Μαϊμού! – Α! Καταλαβαίνει ως εκεί; 116 – Ε!... Κοιτάξτε την φυσιογνωμία του και πέστε μου αν καταλαβαίνει ή όχι! – Στ' αλήθεια με κάνει να φοβάμαι, είπε ο ξένος. – Σας ξαναλέω, μη φοβάστε. Τον θυμώσατε με αυτή τη λέξη που προφέρατε, αλλά σας βεβαιώνω, ότι δεν θα μπορούσε να βλάψει κανένα. «Με φουρκίζει ο κύριος μ' αυτές του τις διαβεβαιώσεις! σκέφθηκε ο Μπαλαοό. Θα ήθελα να ρωτούσαν τον Λομπάρ αν είμαι ή όχι ικανός να βλάψω κανένα!» – Ω! Τα καταλαβαίνει όλα, ξανάπε ο Κοριολίς. – Και, δε μου λέτε, πώς μιλάει; – Καλύτερα από τους ντόπιους. Μίλησε, Μπαλαοό. Πες μας κάτι. Βλέποντας να τον μεταχειρίζονται σαν κανένα αγρίμι μπροστά σ' ένα αντιπρόσωπο της ανθρώπινης ράτσας, ο Μπαλαοό γύρισε το φτωχό του πρόσωπο, αλλοιωμένο από απελπισία και ντροπή, προς εκείνη που ήταν στις δύσκολες στιγμές του, η παρηγοριά του, και πολλές φορές η σωτηρία του. Και η Μαγδαληνή πού διαισθάνθηκε τον πόνο του, χαμογέλασε λέγοντας του: – Ευγένεια αρ. 10! Ο ανθρωποπίθηκος γύρισε αμέσως προς τον ξένο: – Δεν έλαβα ακόμα την τιμήν να συστηθώ προς εσάς, κύριε… και η δυνατή του φωνή έκανε το σπίτι να τρέμει. – Ω! φώναξε και ο ξένος. Και τα μάτια του άνοιξαν τρομαγμένα. Αλλά ο Κοριολίς δεν έμεινε ευχαριστημένος. – Ευγενικά... πιο ευγενικά μίλησε, Μπαλαοό, του είπε, με την πιο γλυκιά σου φωνή. – Σιγά, Μπαλαοό! ξανάπε και η Μαγδαληνή με το γλυκό της χαμόγελο. Και ο Μπαλαόο επανέλαβε τη φράση: – Δεν έλαβε ακόμη την τιμή να συστηθώ σε εσάς, κύριε... Αυτή τη φορά μίλησε με τη φωνή εκείνη που έκανε τα κορίτσια πάντα να γελούν, αλλά που δεν έκανε ποτέ τη Μαγδαληνή να γελά. – Μα είναι απίστευτο! φώναξε ο άγνωστος. Μα πώς είναι δυνατόν;... Ένας ανθρωποπίθηκος... – Δεν είναι πια ανθρωποπίθηκος, είναι άντρας, είπε ο κύριος του. Στα λόγια αυτά, ο Μπαλαοό περήφανος σήκωσε το μέτωπο, ενώ 117 ο Κοριολίς έκανε τις συστάσεις αυτές: – Λαμβάνω την τιμήν να σας παρουσιάσω, κύριε, ένα πολύτιμο συνεργάτη στις μελέτες μου περί της μανιόκας, συνέχισε ο σοφός γέρος. Και γυρνώντας στον Μπαλαοό: – Ο κύριος Ερμάν ντε Μερεντέν, είναι ο ανακριτής του χωριού. Επιθυμούσε ζωηρά να σε γνωρίσει, αγαπητέ μου! Καθίστε, κύριε, παρακαλώ! Κάθισαν όλοι. – Ξέρεις τι θα πει δικαστής, αγαπητέ μου Νοέλ; ρώτησε ο Κοριολίς με ύφος σοβαρό. – Είναι, αποκρίθηκε ο Μπαλαοό, όχι με λιγότερη σοβαρότητα, αυτός που φυλακίζει τους κλέφτες. – Και ποιος λέγεται κλέφτης; ρώτησε τώρα ο κύριος ντε Μερεντέν. – Ο άνθρωπος πού παίρνει χωρίς να το πει τα λεφτά του άλλου, αποκρίθηκε ατάραχος ο Μπαλαοό. Και έκλεισε τα μάτια, για να μην βλέπει τον δικαστή, που όσο πήγαινε, του γινόταν πιο ενοχλητικός. – Να το τσάι!... είπε ξαφνικά η Μαγδαληνή. Το τσάι!... Ο Μπαλαοό, χαρούμενος, άνοιξε τα μάτια, πήρε ένα φλυτζάνι, κι ανακάτεψε το ευωδιαστό ρόφημα με το κουταλάκι. Όμως, τη στιγμή που έπρεπε να πιει, νομίζοντας πως κανείς δεν τον βλέπει, βούτηξε το χέρι του μέσα στο φλυτζάνι κι έγλυψε τα δάχτυλά του, όπως είχε την κακή συνήθεια να κάνει πάντα. Ο Κοριολίς και ο ανακριτής, αφοσιωμένοι στην κουβέντα τους δεν είδαν τίποτε. Μα η Μαγδαληνή που τον πρόσεξε, τον μάλωσε με τα μάτια. Ο Μπαλαοό χαμογέλασε, και, επειδή τον κοίταζε τώρα ο Κοριολίς, ήπιε σαν άνθρωπος και ακούμπησε το φλυτζάνι μέσα στο πατάκι. Ύστερα, σταύρωσε τα πόδια με αδιαφορία, ακούμπησε στη ράχη της καρέκλας του και χαμογέλασε. Αλλά ο δικαστής έσκυψε, του έπιασε το χέρι, το κοίταξε και είπε στον Κοριολίς. – Μα αυτά είναι χέρια… – Σωπάστε! διέκοψε ο Κοριολίς. Σας είπα να μην προφέρετε ποτέ αυτή τη λέξη ! Σας μίλησα για την εργασία που με απασχολεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια! Κοιτάξτε το πρόσωπό του! Ποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι Κινέζος ή Γιαπωνέζος, λίγο σκούρος; 118 Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι έχει μπροστά του έναν τετράχειρα; Αυτό τον όρο μπορείτε να τον μεταχειρίζεστε. Δεν τον ξέρει ο ίδιος. – Τετράχειρα! Τετράχειρα! έλεγε νευρικά ο κύριος ντε Μερεντέν. Ως τώρα δεν είδα παρά μόνο δύο χέρια!... – Μπαλαοό, βγάλε τα παπούτσια σου! διέταξε ο κύριος Κοριολίς. Ο Μπαλαοό νόμισε πως παράκουσε. Αλλά όχι. Ο Κοριολίς επανέλαβε την καταραμένη διαταγή!.. Να βγάλει τα παπούτσια του; Ακόμα και το σακάκι του!... Να βγάλει τα παπούτσια του μπροστά στον ξένο αυτό, αφού του είχαν απαγορεύσει ρητά να δείχνει γυμνά κι αυτά τα χέρια του, αφού του είχαν εμπνεύσει φρίκη για τα κάτω άκρα του; Όχι δεν μπορούσε να το πιστέψει! Ε, λοιπόν, δεν θα τα ‘βγαζε! Σηκώθηκε αποφασιστικός και με τις γροθιές σφιγμένες έτριξε τα δόντια του φρενιασμένος από θυμό!... Άρχισε ύστερα να σφυρίζει σαν να σκέπτοταν εντελώς άλλα πράγματα. Προς μεγάλη του όμως έκπληξη, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για τη στάση του. Όλοι τον κοίταζαν, ενώ αυτός περνούσε να φύγει ξεχνώντας ότι το κάτω μέρος του παντελονιού του ήταν γυρισμένο. Ξαφνικά, ένα κομμάτι κουβέντας που πήρε τ' αυτί του, του το θύμισε. – Κοιτάξτε, έλεγε ο Κοριολίς. Δεν έχει τα συνήθη εξαρτήματα των τετράχειρων κατώτερου είδους. Δεν έχει ουρά. Εξάλλου και τα οστά της λεκάνης δεν είναι ανεπτυγμένα τόσο όσο των κατώτερων τετράχειρων και μοιάζουν περισσότερο με τα ανθρώπινα. Τέλος, βαδίζει αργά και στοχαστικά και κατόρθωσα να τον κάνω να χάσει τη συνήθεια να ταλαντεύεται... Φρενιασμένος ο Μπαλαοό, για να βγάλει τον κύριο του ψεύτη άρχισε να κουνιέται σαν παλιόβαρκα. – Πώς; Τολμάς να κουνιέσαι; Θα σε βγάλω έξω, στους δρόμους του χωριού, για να σε δούνε τα παιδιά του σχολείου και να γελάνε μαζί σου, του είπε ο κύριος Κοριολίς. Ο Μπαλαοό σκέφθηκε. «Κακό του κεφαλιού τους αν γελάσουν μαζί μου! Ας ρωτήσουν τον Καμύς και τον Λομπάρ, γιατί τους έστειλα να κουνηθούν στην άκρη ενός σχοινιού. (Η αλήθεια είναι, πως ο Μπαλαοό δεν ήξερε πώς ο Καμύς και ο Λομπάρ ήταν κουτσοί· και επειδή νόμιζε, πώς αυτόν κορόιδευαν 119 περπατώντας, όπως ήταν υποχρεωμένοι να περπατούν εξαιτίας του ελαττώματός τους, τους έπνιξε και τους κρέμασε!...) **** Όμως τα βάσανα του Μπαλαοό δεν είχαν τελειώσει. Σίγουρα, ο κύριος του είχε αποφασίσει να τον βάλει στη φοβερή δοκιμασία, γιατί τον ανάγκασε να καθίσει και του έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες. Καθώς γύρισε το κεφάλι του για να μη δει το αποκρουστικό θέαμα, άκουσε μεταξύ του κυρίου του και του δικαστή το διάλογο αυτό, που τον έκανε άνω-κάτω: KOPIΟΛΙΣ: – Κοιτάξτε, ο αντίχειρας του ποδιού είναι πιο μικρός από του ανθρώπου. Κατά τα άλλα είναι ακριβώς όπως οι άνθρωποι… «Φτάνει να μην με γαργαλίσει! σκέφθηκε ο Μπαλαοό.» ΜEPENTEN: – Βλέπω! Είναι απίστευτο! Ένας τετράχειρας και να μιλά! Θαύμα! ΚΟΡΙΟΛΙΣ: – Όλα τα ζώα μιλούν. Αλλά και ο τετράχειρας, που είναι ανώτερο είδος, κατέχει ήχους πιο ευδιάκριτους από τα άλλα ζώα, για να εκφράσει την ευχαρίστηση, την πείνα, τη δίψα, τον τρόμο. Στον ανθρωποπίθηκο μου κατόρθωσα ν' ανακαλύψω σαράντα ήχους τελείως ευδιάκριτους! ΜΕΡΕΝΤΕΝ: – Μα, τέλος πάντων, με σαράντα μόνον ήχους δεν μπορεί ένας ανθρωποπίθηκος να προφέρει όλες τις ανθρώπινες συλλαβές!... ΚΟΡΙΟΛΙΣ: – Αν κατόρθωσα να κάμω τον Μπαλαοό να μιλά, αυτό το πέτυχα και με πολλούς κόπους και μακρές σπουδές. Τελειοποίησα το λάρυγγα, εργάστηκα γύρω από τις φωνητικές του χορδές. Τα νεύρα, οι μυς, τα αιμοφόρα αγγεία του στόματος αυτού, έχουν περάσει από τα τσιμπιδάκια μου… (Ο Μπαλαοό που κοιμόταν, όταν γίνονταν αυτές οι εγχειρήσεις, άκουγε με πολύ ενδιαφέρον αυτά που διηγείτο ο κύριός του.) MEPENΤEΝ: – Καταπληκτικό! Και τώρα μπορεί και μιλάει σαν άνθρωπος;... Διατήρησε όμως και την επιτηδειότητα να βγάζει και φωνές ζωώδεις; ΚΑΡΙΟΛΙΣ: – Βεβαίως!... Αλλά πρέπει να κάνει κάποια προσπάθεια. Μπαλαοό, μίλησε όπως μιλούσες στα περασμένα σου. Ο Μπαλαοό για να εκδικηθεί και να διασκεδάσει επίσης, άρχισε να μιλά όπως στα περασμένα, όταν ήταν θυμωμένος, μ' έναν τρόπο 120 που θα μπορούσε κανείς να τον ακούσει από ένα μίλια μακριά. – Γκουέκ! Γκουέκ! Γκουέκ!.. Xα! Χα! Χα!..., Χααά! Γκουέκ! Γκουέκ!... Χααά!... Ο δικαστής, ο Κοριολίς και η Μαγδαληνή που είχαν βουλώσει τ' αυτιά τους απ' τις φωνές του, τού έγνεφαν τώρα να πάψει. Ο Μπαλαοό υπάκουσε. Ύστερα, επειδή τον διέταξε ο κύριος του, άρχισε να μιλά με πιο σιγανή φωνή. Ο κύριος ντε Μερεντέν, με μια υπολογισμένη αδιαφορία, σηκώθηκε, λέγοντας στον Κοριολίς: – Αγαπητέ κύριε, τα συγχαρητήριά μου. Κατορθώσατε να μεταβάλετε τον τετράχειρα αυτόν σ' ένα μικρό άνθρωπο. Με την επιστήμη σας και τη σμίλη σας θελήσατε να προσομοιάσετε τον Θεό! Ο Κοριολίς βρήκε πώς τα παράλεγε και του το είπε. Ο δικαστής παραδέχτηκε ότι ήταν υπερβολικός, έριξε μια ματιά περιφρονητική στο Μπαλαοό και μουρμούρισε: – Πραγματικά... Αλλά ο καλός Θεός κάνει τουλάχιστον ωραιότερα τα πλάσματα του. Ο Μπαλαοό έτρεμα από θυμό. Ο Κοριολίς, που ήξερε τι υπέφερε ο Μπαλαοό από τις ταπεινώσεις αυτές, θέλησε να τον παρηγορήσει με λίγα καλά λόγια. – Ο Θεός είπε, έπλασε πραγματικά ωραιότερα πλάσματα, αλλά, ίσως, κανένα δεν είναι πιο γλυκό, πιο αφοσιωμένο από το μικρό μου Μπαλαοό. Το παιδί αυτό με έχει ανταμείψει για όλους τους κόπους μου, γιατί, βέβαια, δεν ήταν απλό πράγμα να τον κάνω να ξεχάσει μερικές συνήθειες. Όμως τώρα, τολμώ να πω, πως είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα! Ο κύριος ντε Μερεντέν χαμογέλασε. Και, δείχνοντας τα κουρελιασμένα ρούχα του Μπαλαοό, είπε ειρωνικά: – Χμ! Μου φαίνεται πώς παίζει πότε - πότε μέσα στο δάσος! – Γνώρισα, αποκρίθηκε με σοβαρότητα ο Κοριολίς, νέους, που θα έκαναν ευτυχισμένους τους γονείς τους, αν έσκιζαν τα παντελόνια τους στα δέντρα, για να φάνε μήλα όπως ο Μπαλαοό. Οι σημερινοί όμως νέοι είναι σχεδόν όλοι άσωτοι, κι όταν έχουν κανένα μαχαίρι στη τσέπη... Ο Μπαλαοό σκεφτόταν: «Καλά τα λέει ο αφέντης. Όμως εγώ ποτέ μου δεν μεταχειρίστηκα μαχαίρι. Μαχαίρι χρειάζονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν είναι 121 δυνατοί στα χέρια!» – Όμως στην πατρίδα του ανθρωποπιθήκου σας, ξανάπε ο δικαστής, δεν καταφεύγουν στη μαχαίρι για να σκοτώσουν. Στραγγαλίζουν! Φτάνουν τα δάχτυλα! «Γιατί μιλάει έτσι; σκέφθηκε ο Μπαλαοό.» – Μα το χέρι αυτό δεν θα μπορούσε να βλάψει ούτε μια μύγα! διαμαρτυρήθηκε ο Κοριολίς δείχνοντας το χέρι του Μπαλαοό. «Το γουδί το γουδοχέρι πάλι εσύ, σκέφθηκε ο Μπαλαοό. Εγώ που κατά τη γνώμη σου δεν μπορώ να κάνω κακό, θα πνίξω αυτό τον αξιότιμο κύριο ανακριτή!» Ο κύριος ντε Μερεντέν δεν ήθελε να φύγει, χωρίς να ρίξει το τελευταίο του βέλος και αυτό, για να δώσει ένα μάθημα σ' αυτό τον ασυλλόγιστο Κοριολίς που, χωρίς να το καταλαβαίνει, είχε ξυπνήσει όλα τα κτηνώδη ένστικτα του Μπαλαοό. Και είπε: – Τα συγχαρητήρια μου, αγαπητέ κύριε! Αφού πια μεταμορφώσατε έτσι τον ανθρωποπίθηκο σας, δεν σας μένει άλλο παρά να τον παντρέψετε. Πιστεύω πώς σε λίγο ενηλικιώνεται και ελπίζω ότι θα έχετε βρει και τη νύφη. Η μαμαζέλ Μαγδαληνή θα είναι παράνυμφη, βέβαια. Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Αλλά το γέλιο του κόπηκε αμέσως, γιατί δύο σιδερένιες τανάλιες σφίχτηκαν ξαφνικά γύρω από το λαιμό του. Ο δυστυχισμένος ανακριτής άρχισε να παλεύει. Πνιγόταν!... Αλλά ο Μπαλαοό όλο κι έσφιγγε ασυγκίνητος! Ο Κοριολίς και η Μαγδαληνή έμπηξαν φωνές τρόμου και κρεμάστηκαν στον Μπαλαοό για τον αναγκάσουν ν' αφήσει το θύμα του. Ύστερα, ο Κοριολίς άρπαξε ένα χοντρό μπαστούνι κι άρχισε να τον χτυπά μ' όλη του τη δύναμη. Όμως ο ανθρωποπίθηκος φαινόταν πως δεν ένοιωθε τα φοβερά εκείνα χτυπήματα. Η Μαγδαληνή έκλαιγε, παρακαλούσε, χτυπιόταν. Ο Μπαλαοό δεν άκουγα τίποτα. Έσφιγγε, έσφιγγε αδυσώπητα… Και δεν έπαψε να σφίγγει, παρά όταν ο κύριος ντε Μερεντέν έπαψε να κινείται. Επιτέλους!... Ικανοποιήθηκε! Ο κύριος αυτός είχε διδαχθεί μια για πάντα να μη γελά μαζί τον μπροστά σ' ένα κορίτσι. Τώρα ήταν καλός, ήταν νεκρός!... Νεκρός!... Ήταν νεκρός ο κύριος ντε Μερεντέν, ο περίφημος ανακριτής! Νεκρός; Να τι έμενε λοιπόν από την ανθρώπινη δύναμη ενός δικαστού! 122 Ο Μπαλαοό, αηδιασμένος, άφησε να πέσει καταγής το ανθρώπινο αυτό λείψανο και προς μεγάλη του έκπληξη είδε τον αγαθό Κοριολίς ν' ακουμπά σαστισμένος το αυτί του στο στήθος του θύματος. Ύστερα, όταν γύρισε και κοίταξε τη Μαγδαληνή, την είδε να στέκεται με τα μάτια τεντωμένα από τη φρίκη... «–Χωρίς άλλο, σκέφτηκε ο Μπαλαοό, θα έκανα καμμιά χοντράδα! Δεν φαίνονται ευχαριστημένοι!» Ο Κοριολίς ανασηκώθηκε με το πρόσωπο πελιδνό: – Άθλιε! φώναξε στο Μπαλαοό. Τι έκανες; Σκότωσες τον άνθρωπο που ήρθε σπίτι μου! «Μπα! σκέφτηκε ο Μπαλαοό, θα τον ενοχλεί φαίνεται το πτώμα. Θα φοβάται, χωρίς άλλο, τον αστυνόμο που πάντοτε παρουσιάζεται, όταν γίνει κακό σε πλάσμα της ανθρώπινης ράτσας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, έχουν σκοτώσει τόσους φίλους μου, ακόμα και το αγριογούρουνο του δάσους, και κανένας τους δεν συγκινήθηκε γι' αυτό. Φαίνεται ωστόσο πως δεν μπορεί να πνίξει κανείς έναν άνθρωπο! Το απαγορεύει ο νόμος. Ε, λοιπόν, κι εγώ θα πάρω έξω τούτο το ψοφίμι και κανείς δεν θα μάθει τίποτα. Θα το κρεμάσω όπως και τους άλλους!» Ο Μπαλαοό τότε, έπιασε με τα πισινά του χέρια το πτώμα του κυρίου Ερμάν ντε Μερεντέν και το έσυρε ως την πόρτα. Ο Κοριολίς έκανε να τον εμποδίσει, αλλά ο Μπαλαοό φώναξε τόσο δυνατά, «Γκουέκ! Γκουέκ!», ώστε ο γέρος κατάλαβε, ότι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να έρθει σε συνεννόηση με τον άνθρωποπίθηκο. Και πραγματικά... Ο Μπαλαοό ήταν ερεθισμένος από την πράξη του. Θα ήταν αδύνατο να τον αποχωρήσουν από το θύμα του, που το έσερνε πίσω του με τόση υπερηφάνεια προς το δάσος!... Ο Κοριολίς το καταλάβαινε αυτό κι έτρεμε σαν βρεμένο κοτόπουλο. Η Μαγδαληνή είχε παραλύσει από τον τρόμο!... ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Το φόρεμα της Αυτοκράτειρας. Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο του «Χρυσού Ήλιου» γινόταν νυχτέρι. Τα νυχτέρια είχαν αρχίσει απ' τον καιρό που οι τρείς αδελφοί Βωτρέν βρίσκονταν στη φυλακή. Ο κόσμος δεν φοβόταν πια και τόσο. Το χωριό είχε περίφημες κεντήστρες. Κι επειδή η αυτοκράτειρα είχε παραγγείλει ένα φόρεμά της στο Παρίσι, το είχαν στείλει να το κοντύνουν αυτές. Το φόρεμα αυτό επρόκειτο να τελειώσει πια. Στο ξενοδοχείο είχαν μαζευτεί όλες οι κεντήστρες, όλες οι κυρίες και οι κύριοι το χωριού. Κοίταζαν το φόρεμα και θαύμαζαν την κομψότητά του, την πολυτέλειά του... Το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο πια. Είχαν φτάσει, ο δήμαρχος Συλ με τη γυναίκα του, ο φαρμακοποιός Σανιέ με την κυρία του, στολισμένη με ψεύτικα μαργαριτάρια, και ο κύριος και η κυρία Βαλεντίνου-συμβολαιογράφου. Όλοι αυτοί είχαν τρέξει για να θαυμάσουν το αριστούργημα της Γαλλικής βιομηχανίας, που ήταν έτοιμο να φύγει για την Αυλή 125 της Ρωσίας. Κατόπιν οι καλεσμένες έφυγαν από την αίθουσα της εργασίας, για να πάνε να βρούνε τους άνδρες τους στην άλλη αίθουσα, όπου έπιναν ζεστό κρασί κουβεντιάζοντας για την υπόθεση των αδελφών Βωτρέν. Τώρα που ήξεραν, ότι οι τρεις αδελφοί θ' ανέβαιναν στην καρμανιόλα, και ότι δεν υπήρχε πια λόγος να τους φοβούνται, μιλούσαν γι' αυτούς ελεύθερα. Έτσι καθένας καυχιόταν, όχι μόνο ότι τους είχε επιβαρύνει τη θέση τους, αλλά και ότι έδειξε θάρρος στη δίκη ως μάρτυς της κατηγορίας. Ο συμβολαιογράφος μάλιστα και ο φαρμακοποιός έλεγαν ότι είχαν αποδώσει στους Βωτρέν, μιλώντας μπροστά στον κόσμο, όλα τα εγκλήματα της τελευταίας δεκαετίας. – Ήταν άνθρωποι που έκαναν το κακό για τα κακό, από ευχαρίστηση για την καταστροφή! έλεγαν όλοι. Και η κυρία Ρος διηγήθηκε πως, ένα βράδυ, εκεί ακριβώς που έκλεινε το μαγαζάκι της, παραλίγο να μείνει ξερή. Ένας από τους Βωτρέν, κρυμμένος στη σκεπή, (ήταν πολύ χαμηλή) της άρπαξε τη σκούφια της και την περούκα της. Δεν μπορούσε να πάρει και όρκο ποιος απ' τους τρεις ήταν, αλλά ένας απ' αυτούς χωρίς άλλο της τη σκάρωσε αυτή την προστυχιά. Η κυρία Μουρ πάλι διηγήθηκε πως ένα πρωί βρήκε το σκυλάκι της κρεμασμένο στο σκοινί του πηγαδιού. Το ανεξήγητο αυτό έγκλημα είχε γίνει την εποχή πάνω - κάτω που όλα τα σκυλιά, σχεδόν συγχρόνως, βρέθηκαν κρεμασμένα στα σχοινιά των πηγαδιών. – Και δεν περιορίστηκαν στα σκυλιά! φώναξε αναστενάζοντας η κυρία Τουσαίν. Αυτοί οι άθλιοι βρήκαν τρόπο να πνίξουν τη γατούλα μου, δένοντας της μια πέτρα στο λαιμό! **** Οι κουβέντες των ξένων του ξενοδοχείου του «Χρυσού Ήλιου» βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο, όταν σε μια στιγμή ακούστηκε ένας φρενιασμένος καλπασμός στο καλντερίμι της οδού Νέβ. Ο καλπασμός αυτός συνοδευόταν από τον κρότο αμαξιού που φαινόταν ελαφρό σαν το αμάξι του γιατρού Ονορά. Όλοι το αναγνώρισαν και φώναξαν: – Ο γιατρός! 126 Μα τι είχε συμβεί; Γιατί αυτός ο θόρυβος κι' αυτή η ορμή; Μήπως ξέφυγαν τα γκέμια από τα χέρια του γιατρού; Η δεσποινίς Φρανσέ ρώτησε: – Μήπως τον σκότωσαν; Ξαφνικά όμως ακούστηκε απ’ έξω η φωνή του γιατρού: – Ανοίξτε!... Ανοίξτε!... Ο κύριος Συλ, ο κύριος Σανιέ, ο κύριος Βαλεντίνος και ο Ρουμπιόν, ο ξενοδόχος, τράβηξαν από την τσέπη το ρεβόλβερ και οι γυναίκες τους, βλέποντας τους αρματωμένους, άρχισαν να τρέμουν. Η κυρία Ρουμπιόν είπε δυνατά: – Μην ανοίγετε! – Ποιος είναι; ρώτησε ο Ρουμπιόν πλησιάζοντας την πόρτα του δρόμου. – Μα, ανοίξτε λοιπόν, ξανάπε η φωνή του γιατρού. Εγώ είμαι, ο γιατρός Ονορά! – Είστε μόνος; ρώτησε πάλι ο Ρουμπιόν. – Ναι, ναι, είμαι μόνος! Ανοίξτε! – Δεν θέλω ν' αφήσω τον γιατρό έξω από την πόρτα, δήλωσε η κυρία Ρουμπιόν γυρνώντας στον άντρα της. Ανοίξτε! Αμέσως όλοι οπισθοχώρησαν. Κοίταζαν τώρα γεμάτοι αγωνία την πόρτα έξω απ' την οποία ακουγόταν η αγωνιώδης φωνή του γιατρού: – Ανοίξτε!... Ανοίξτε!... Ο Ρουμπιόν άνοιξε και ο Ονορά που είχε δέσει το άλογο του στο χαλκά του εξωτερικού τοίχου κοντά στην πόρτα, όρμησε μέσα σαν σφαίρα τουφεκιού. Ήταν χλωμός σαν πεθαμένος, ανέπνεε δύσκολα και το βλέμμα του ήταν σαστισμένο. Μόνο ύστερα από λίγες στιγμές, όταν μπόρεσε επιτέλους να μιλήσει, είπε: – Οι Βωτρέν!... Οι Βωτρέν!... – Ε, λοιπόν; Οι Βωτρέν;... – Οι Βωτρέν είναι εδώ!... Άρχισαν τότε όλοι να ξεφωνίζουν. Ο άνεμος του φόβου φύσηξε σε όλους τους παρισταμένους την τρέλα του. Θα έλεγε κανείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν παραφρονήσει. – Ο Βωτρέν;... Πού;... Τι λέτε;... Είσαι τρελός! Πού βρίσκονται;... ρωτούσαν όλοι. – Πήγαν στο σπίτι τους! είπε ο γιατρός. Σας λέω πώς είναι σπίτι τους... 127 Ο τρόμος που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπα όλων, έκανε τον δήμαρχο να δείξει κάποια ψυχραιμία, όπως ταίριαζε στον πρώτο άρχοντα του τόπου. Επιβάλλοντας σιωπή, ο κύριος Συλ ρώτησε με αξιοπρέπεια: – Ελάτε, γιατρέ, μην κάνετε έτσι. Είστε βέβαιος ότι τους είδατε; – Όπως με βλέπετε και σας βλέπω. – Στο σπίτι τους; – Στο σπίτι τους! Δεν είχαν μάλιστα τραβήξει ούτε το μπερντεδάκι του παραθυριού! Εγώ πήγαινα ήσυχα στο δρόμο μου, όταν από μακριά είδα να στέκεται μπροστά στο σπίτι των Βωτρέν ένα κάρο. Πλησιάζοντας είδα τα παράθυρα φωτισμένα και άκουσα φωνές. Αμέσως δοκίμασα ένα περίεργο προαίσθημα. Δεν γελιόμουν, ήμουν μπροστά στην πόρτα, όταν ξαφνικά άνοιξε και είδα να βγαίνουν ο Ηλίας, ο Συμεών και ο Ουμπέρ. Και οι τρεις του, κουβαλούσαν μ' ένα καροτσάκι μια κάσα. Αμέσως τότε έτρεξα όσο γρήγορα μπορούσα, μέση στη βροχή και στο σκοτάδι, πήδησα στ' αμαξάκι μου, έδωσα μία καμτσικιά στη φοράδα μου με την ανόητη ελπίδα ότι δεν θα μ' έβλεπαν, αυτοί όμως με είχαν κιόλας αναγνωρίσει και φώναζαν: – Σε λίγο, γιατρέ! – Νόμιζα πως θα τρελαθώ. Φοβούμενος μήπως με παρακολουθήσουν, όρμησα προς το χωριό τρέχοντας σαν τρελός. Ήμουν χαμένος, αν δεν έφτανα εδώ, πριν απ' αυτούς... Μα θα ‘ρθουν γρήγορα! Να δείτε που θα ‘ρθουν!... – Ησυχάσατε, είπε ο δήμαρχος σοβαρός. Αν είναι αυτοί, όπως βεβαιώνετε, δεν υπάρχει αμφιβολία πως δραπέτευσαν από τη φυλακή. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα τολμήσουν να εμφανισθούν! – Σας λέω πώς θα ‘ρθουν! Μου το υποσχέθηκαν στη δίκη! Είμαι χαμένος άνθρωπος! Μιλώντας έτσι ο γιατρός Ονορά που, ίσως, γυρνώντας από τις επισκέψεις του είχε τραβήξει μερικά ποτηράκια παραπάνω, γύρισε και κοίταξε τα κέρινα πρόσωπα, του Βαλεντίνου και του Σανιέ. Και, θυμούμενος ότι κι αυτούς τους φοβέρισαν, έδειξε την ευχαρίστηση του, χωρίς να τον νοιάζει. – Και σεις, Σανιέ, και σεις, Βαλεντίνε, είσαστε ξεγραμμένοι άνθρωποι... Ο κύριος Σανιέ κούνησε το κεφάλι και είπε με φωνή που έμοιαζε σαν πνοή: – Δεν είναι αλήθεια όσα βεβαιώσατε! Δεn μπορεί να είναι αλήθεια! 128 Ο κύριος Βαλεντίνος ήταν της αυτής γνώμης. – Πώς γίνεται να δραπέτευσαν;... Δεν είναι δυνατόν! Φαίνεται πως αυτό ήταν η γενική γνώμη, γιατί όλοι είπαν την ίδια φράση: – Δεν είναι δυνατόν! Αλλά ο δήμαρχος τώρα χαμογελούσε κοιτάζοντας αυτά τα τρομοκρατημένα πρόσωπα. – Εμπρός! είπε, ας κοιτάξαμε να συνέλθουμε. Ο αγαπητός μας γιατρός θα έπαθε καμιά ζάλη και δεν είδε καλά! Κυρία Ρουμπιόν, δώστε του κανένα ποτηράκι ζεστό κρασί με κανέλα. Θα του κάνει καλό! – Δεν θέλω τίποτα! απάντησε ο γιατρός πάντα πιο σαστισμένος. Ο δήμαρχος σήκωσε τους ώμους και βλέποντας γύρω του τις κεντήστρες τρομαγμένες τις έστειλε στη δουλειά τους. Αυτές υπάκουσαν με κρυφή δυσαρέσκεια και μπήκαν στην άλλη αίθουσα. Αμέσως όμως μια κραυγή τρομερή πού πάγωσε πάλι όλους τους καλεσμένους, βγήκε από τα στήθη τους. Η Τουσαίν είχε καταληφθεί από μια τρομερή νευρική κρίση. Το φόρεμα της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας είχε εξαφανισθεί!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' Ο γυρισμός των Βωτρέν. Τι είχε συμβεί με το θαύμα αυτό της γαλλικής βιομηχανίας; Βεβαίως είχε κλαπεί. Αλλά από ποιον και πώς;... Κανείς δεν είχε μείνει μέσα στην αίθουσα της εργασίας όταν οι κεντήστρες έτρεξαν στην άλλη αίθουσα τρομαγμένες από την είδηση που είχε φέρει ο γιατρός Ονορά. Εξάλλου κανένας δεν μπορούσε να μπει στην αίθουσα της εργασίας παρά μόνο από την αίθουσα όπου συζητούσαν οι καλεσμένοι. Λοιπόν, κανείς δεν είχε δει να μπαίνει εκεί ψυχή ζώσα, και τα παράθυρα που άνοιγαν στην αυλή ήταν κλειστά. Αλλά ωστόσο το φόρεμα της Αυτοκράτειρας έλειπε! Το μυστήριο ήταν σκοτεινό. Δεν δίστασαν τότε ν' αποδώσουν την κλεψιά στους Βωτρέν. Βέβαια! Οι τρεις αδελφοί είχαν δραπετεύει από τη φυλακή, για να τρέξουν στο Σαιν Μαρτέν και να κλέψουν το φόρεμα της Αυτοκράτειρας. Και αυτός ακόμη ο κύριος Ζυλ που είχε πάντοτε μια συμπάθεια γι' αυτά τα καθάρματα εξαιτίας των σχέσεων τους με τους εκλογείς η Νισισινάλ δεν θ' αργούσε να παραδεχθεί την αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς κάποιος χτύπησε πάλι την πόρτα 131 του «Χρυσού Ήλιου». Αυτός που χτυπούσε φαινόταν πως βρισκόταν σε αγωνία, όπως και ο κύριος Ονορά, όταν μπήκε. Για λίγες στιγμές μέσα στο ξενοδοχείο έγινε μια νεκρική σιγή, κατά την οποία όλοι αναρωτιόντουσαν με τα μάτια, μήπως ο άνθρωπος που επέμενε να του ανοίξουν, ήταν κανένας από τους Βωτρέν. Μα όχι! Δεν ήταν κανένας από τους Βωτρέν. Ήταν η γριά κυρία Γκοντεφρουά, η υπάλληλος του ταχυδρομείου που φώναξε: – Ανοίξτε, κύριε Ρουμπιόν. Ένα υπηρεσιακό έγγραφο για τον κύριο δήμαρχο. Είναι επείγον! Άγγελοι του ουρανού, βοηθάτε με! – Ο κύριος δήμαρχος είναι εδώ, κυρία Γκοντεφρουά! φώναξε πίσω από την πόρτα ο ξενοδόχος. – Το ξέρω, αποκρίθηκε εκείνη. Ανοίξτε μου! Τρομερά ταραγμένος ο δήμαρχος διέταξε: – Εάν έχετε κανένα υπηρεσιακό έγγραφο, περάστε το κάτω από την πόρτα! – Ποτέ! φώναξε απέξω η γυναίκα πάντα πιο τρομαγμένη. Πρέπει να το παραδώσω στα χέρια του κυρίου δημάρχου. – Ανοίξτε! διέταξε τότε ο ηρωικός δήμαρχος. H πόρτα μισάνοιξε και η κυρία Γκοντεφρουά μπήκε κατάχλωμη. Στα χέρια της έτρεμε ένα χαρτί κίτρινο. Ο δήμαρχος το πήρε και διάβασε δυνατά: «Ο νομάρχης του Πουί-ντε- Ντομ προς τον δήμαρχο του ΣαινΜαρτέν-ντε-Μπουά: Οι τρεις αδελφοί Βωτρέν δραπέτευσαν σήμερα από τις φυλακές της Ριόμ. Λάβετε τα ενδεικνυόμενα μέτρα.» Ο δήμαρχος που δεν είχε στη διάθεσή του παρά ένα μόνο θυρωρό, έριξε μια τρομαγμένη ματιά στους παρισταμένους. Αλλά βέβαια αυτοί δεν μπορούσαν να του δώσουν θάρρος. Τα πράγματα ήταν άσχημα. «Λάβετε τα ενδεικνυόμενα μέτρα!... μουρμούριζε ο κύριος Ζυλ. Ωραία τα λέει ο κύριος νομάρχης. Όμως κι αυτός ήταν υποχρεωμένος να φροντίσει να στείλει χωροφύλακες!... Μπορούσε, νομίζω, να φανταστεί πώς οι Βωτρέν θα έπαιρναν το δρόμο του Σαιν Μαρτέν.» … Ντούπ! Ντούπ! Ντούπ ! Νέα χτυπήματα ακούστηκαν πάλι 132 στην πόρτα. Κάποιος φώναζε από το δρόμο: – Γρήγορα!... γρήγορα!... Ανοίξτε!... Είμαι εγώ! Είμαι ο Κλαρίς!... Ανοίξτε, για τ’ όνομα του Θεού! – Ο παραγιός του Καμύς! Αυτός είναι... Πρέπει να σβήσουμε τα φώτα! Έρχονται εδώ! έλεγε η Ρουμπιόν τρελή από το φόβο της. Όμως ο μικρός εξακολουθούσε να χτυπά επίμονα! – Για τ’ όνομα του Θεού, ανοίξτε!... Του άνοιξαν. Ο υπάλληλος του Καμύς ήταν ακόμα πιο τρομαγμένος από την κυρία Γκοντεφρουά... Αυτός δεν είχε δει τους τρεις αδελφούς, αλλά είχε ανακαλύψει, όπως είπε, το πτώμα του κυρίου ντε Μερεντέν, κρεμασμένο σε ένα δέντρο στο δρόμο της Ριόμ... Ξεφωνητά φρίκης ακούστηκαν. Η εκδίκηση των Βωτρέν άρχιζε! Θεέ μου! Τι θα γινόταν; Ενώ ο δήμαρχος σκεπτόταν πάντα τη θλιβερή αυτή κατάσταση, είδε ξαφνικά να στυλώνεται μπροστά του ένα μανιασμένο φάντασμα που χειρονομούσε. Ήταν ο γιατρός Ονορά που με σφιγμένες τις γροθιές, του φώναζε: – Και όλα αυτά εξαιτίας σας! Εξαιτίας σας! Δεν χρειαζόταν περισσότερο, για να πάρουν όλοι θάρρος. Ο συμβολαιογράφος και ο φαρμακοποιός στράφηκαν εναντίον του κυρίου Ζυλ. Αν δεν ήταν αυτός, ο τόπος θα είχε από πολύ καιρό ξεφορτωθεί αυτούς τους ληστές. Αλλά τα τέρατα αυτά είχαν βρει ένα δήμαρχο που βέβαια τους ενεθάρρυνε και τους πλήρωνε. Κάθε φορά που έκαναν καμμιά βρωμοδουλειά το Δημαρχείο τους έδινε χρήματα! Χωρίς άλλο, με τα χρήματα αυτά είχαν κατορθώσει οι Βωτρέν να το σκάσουν από τις φυλακές. Θα είχαν δωροδοκήσει τους φύλακες!... Ο δυστυχισμένος ο δήμαρχος δεν κατόρθωνε να μιλήσει. – Γίνατε συνένοχος τους! Γίνατε συνένοχός τους! του φώναζαν απ' όλες τις μεριές. Ο γιατρός Ονορά με τα μάτια γουρλωμένα σφύριξε μια λέξη: – Δολοφόνε! Και όλοι σαν ηχώ επανέλαβαν τη λέξη με τέτοια μανία, με τέτοια λύσσα, που δεν άκουγαν πως κάποιος χτυπούσε χωρίς να σταματά, απέξω, την πόρτα του ξενοδοχείου. Πρώτη η κυρία Ρος άκουσε τα χτυπήματα και αφού πήγε 133 στον διάδρομο για να βεβαιωθεί ότι δεν γελάστηκε, ξαναμπήκε λέγοντας: – Ακούστε! Ακούστε!... Όλοι σώπασαν και έπαψαν επίσης τα χτυπήματα στην πόρτα. Έπειτα κάποιος διέκρινε μια τραχιά φωνή που φώναζε τον δήμαρχο. **** Αυτή τη φορά δε μπορούσαν ν’ αμφιβάλλουν. Ήταν η φωνή του Ουμπέρ Βωτρέν! Όλοι τον αναγνώρισαν και οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι. Ο δήμαρχος προχώρησε τρέμοντας και είπε στο Ρουμπιόν: – Έλα, Ρουμπιόν, πρέπει να μάθουμε τι θέλουν. Εσύ δεν είχες άλλωστε ποτέ κανένα νταραβέρι μ' αυτούς τους Βωτρέν. – Ποτέ! Ποτέ! φώναξε ο Ρουμπιόν βιαστικά και με προφανή ικανοποίηση. Όχι, όχι, ποτέ δεν είχαμε κανένα προηγούμενο. – Δεν θα τους ανοίξεις; είπε κλαίγοντας η κυρία Βαλεντίνου. – Όχι, είπε ο Δήμαρχος, δεν θα τους ανοίξουμε, αλλά θα κουβεντιάσουμε μαζί τους από τον φεγγίτη. – Μην τους πείτε πως είμαι εδώ! είπε στενάζοντας ο δόκτωρ Ονορά, ο οποίος μιλούσε με δυσκολία... – Ούτε και για μένα!... Ούτε και για μένα! φώναξαν ο Βαλεντίνος και ο Σανιέ. Ο Δήμαρχος και ο Ρουμπιόν, ακολουθούμενοι από τις γυναίκες τους, διακινδύνευσαν και προχώρησαν κάτω απ' το θόλο της αυλής. Στην είσοδο του θόλου η κυρία Ζυλ και η κυρία Ρουμπιόν στάθηκαν. Η απουσία αυτή του Δημάρχου και του Ρουμπιόν διήρκεσε τουλάχιστον πέντε λεπτά. Όταν ξαναγύρισαν κατάλαβαν οι άλλοι από την έκφραση των προσώπων τους ότι δεν συνέβαινε τίποτε το ευχάριστο. Ο δόκτωρ Ονορά, ο φαρμακοποιός και ο συμβολαιογράφος είχαν καρφώσει τα μάτια τους επάνω στο Δήμαρχο, περιμένοντας να μιλήσει. Ούτε οι καταδικασμένοι σε θάνατο που κοιτάζουν από το βάθος του κελιού τους τον δικαστή ο οποίος πηγαίνει να τους αναγγείλει την απόρριψη της αίτησης της χάριτος των, δεν θα είχαν περισσότερο τρόμο στην καρδιά τους… – Μα, επιτέλους, πέστε μας τι συμβαίνει; αλάλαζε η κυρία Σανιέ. 134 – Ακούστε! είπε ο δήμαρχος σκουπίζοντας τον ιδρώτα του με το μαντήλι του. Είδα τον Ουμπέρ απ' το φεγγίτη. Ζητάει να του παραδώσουμε τον δόκτορα Ονορά. – Ο δόκτωρ αναταράχτηκε πάνω στην καρέκλα του σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Ο κύριος Ζυλ τότε πρόσθεσε. – Εγώ έκανα φυσικά το καθήκον μου και τους αρνήθηκα. Μια θανάσιμη σιωπή επακολούθησε. Η κυρία Γκοντεφρουά πρώτη διέκοψε τη σιωπή αυτή: – Και τι σας απάντησε; είπε. – Είπε πως θα πάει να συμβουλευτεί τους αδελφούς του και έφυγε. – Του είπατε τουλάχιστον ότι κινδυνεύουν εξαιρετικά παραμένοντας εδώ; Ότι οι χωροφύλακες πηγαινοέρχονται και ότι το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν θα ήταν να πάνε σε κανένα άλλο μέρος; ρώτησε ο κύριος Σανιέ. – Του τα είπα όλα αυτά, απάντησε ψυχρά ο δήμαρχος, αλλά μου απάντησε ότι εμένα να μη με νοιάζει γι' αυτούς. Η κυρία Ρουμπιόν είπε τότε: – Έφυγε και δεν θα ξανάρθει ίσως ! Τώρα καλά θα κάνατε όλοι σας να φεύγατε από δω. Αμέσως όλοι έβαλαν τις φωνές, γιατί όλοι τους ήταν σύμφωνοι να μην φύγουν από το πανδοχείο πριν ξημερώσει και προπάντων πριν φτάσουν οι χωροφύλακες που θα έστελναν ασφαλώς στο Σαιν Μαρτέν ντε Μπουά. – Ακούστε λοιπόν να δείτε πως δεν έφυγαν, είπε η κυρία Μπος. Και πράγματι τα σφυροκοπήματα ξανάρχισαν. Ο πιο ζωώδης τρόμος ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα όλων. Ο δήμαρχος σηκώθηκε πάλι σαν ένας ήρωας που βαδίζει προς το θάνατο και τράβηξε προς την αυλή. Ο Ρουμπιόν θέλησε να τον ακολουθήσει και πάλι, αλλά, αυτή τη φορά, η γυναίκα του, του έκοψε τη φόρα και του είπε να μείνει κοντά της, λέγοντας του: – Τι σε νοιάζει εσένα για ξένες δουλειές; Αυτή τη φορά η απουσία του δημάρχου κράτησε περισσότερο από την πρώτη. Όταν ξαναγύρισε ήτανε κατάχλωμος, όπως άλλωστε ήταν κι όλοι οι άλλοι. – Ο Ουμπέρ μού ανακοίνωσε, είπε τρέμοντας, ότι συμβουλεύτηκε τους αδελφούς του. Και οι τρεις τους είναι σύμφωνοι 135 να μας σφάξουν όλους εδώ πέρα αν δεν τους παραδώσουμε τον δόκτορα Ονορά. Του απάντησα ότι είμαστε οπλισμένοι, ότι θα αμυνθούμε, και ότι δεν θα τους τον παραδώσουμε ποτέ. Όταν τ' άκουσαν αυτά οι κεντήστρες διαμαρτυρήθηκαν. Αυτές δεν είχαν τίποτε προηγούμενο με τους τρεις αδελφούς και αν οι τρεις αδελφοί ήξεραν πως ήταν κι αυτές εκεί, θα τις άφηναν να φύγουν χωρίς να τις βλάψουν!... Δεν ήθελαν να μείνουν πια στο πανδοχείο!... Δεν ήξεραν τι μπορούσε να συμβεί. Αφού οι τρεις αδελφοί δεν ήθελαν παρά μόνο τον δόκτορα Ονορά, αυτές δεν θα διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, γυρίζοντας σπίτι τους. Ήθελαν να φύγουν. – Δεν θα ανοίξουν οι πόρτες χωρίς να διατάξω εγώ, είπε ο δήμαρχος. Κι' εσείς δεν θα βγήκε έξω. Οι πόρτες φυλάγονται από τον Ουμπέρ, τον Ηλία, τον Συμεών και από την μικρή Ζωή. Ο Ουμπέρ μού είπε μάλιστα ότι θα σφάξει αλύπητα όποιον θα τολμήσει να βγει έξω... Εξάλλου ξέρουν καλά οι Βωτρέν πώς βρισκόσαστε εδώ μέσα. – Και εμείς; Και εμείς; Ξέρουν ότι βρισκόμαστε κι εμείς εδώ μέσα; ρώτησαν ο φαρμακοποιός και ο συμβολαιογράφος. – Ναι, το ξέρουν! – Και... και... και δεν σας είπαν τίποτε για μας; – Όχι!... – Θέλουν μονάχα το δόκτορα Ονορά! Αυτό είναι ολοφάνερο! είπε η κυρία Σανιέ ρίχνοντας προς το δυστυχισμένο γιατρό ένα τρομερό βλέμμα. – Ναι! ναι! ξανάπαν υπόκωφα και συμβολαιογράφος κι' ο φαρμακοποιός. Θέλουν το δόκτορα Ονορά. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το δρόμο μεγάλη φασαρία. Έπειτα ακούστηκαν βλαστήμιες και κραυγές. Ο θόρυβος αυτός, έμοιαζε σαν να έσερναν ένα μεγάλο καμιόνι έξω απ' τη μεγάλη πόρτα του «Χρυσού Ήλιου» ακούστηκαν καθαρά παντζούρια που χτυπούσαν δυνατά στον απέναντι τοίχο και η χοντρή φωνή του Συμεών που αντήχησε δυνατά μέσα στη νύχτα. – A! Κλείστε τα στόματά σας αλλιώς σας τα κλείνω εγώ για πάντα με τις σφαίρες μου! Μόλις προφέρθηκε αυτή η απειλή μια ομοβροντία πυροβολισμών αντήχησε πού ξύπνησε όλο το χωριό. Οι κεντήστρες έπεσαν κάτω γονατιστές. Η κυρία Μύρ και η δεσποινίς Φρανσέ άρχισαν να προσεύχονται. Οι θόρυβοι που 136 έρχονταν απέξω βεβαίωναν ότι όλη η νέα οδός είχε αναστατωθεί. Τα παράθυρα που είχαν μισανοίξει από τους περίεργους ξανάκλεισαν. Σε λίγο δεν ακουγόταν παρά το σύρε κι έλα των τριών αδελφών στο πεζοδρόμιο. Τι έκαναν; Αυτό ήταν το ερώτημα που υπέβαλαν στον εαυτό τους με ιδρώτα αγωνίας και με ρίγη απελπισίας όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο πανδοχείο. Ο δόκτωρ Ονορά, που δεν έμοιαζε πια με τίποτα το ανθρώπινο είχε σωριαστεί στη γωνιά πάνω σε μια καρέκλα, σαν κάτι το αδρανές. Όλοι τον κοιτούσαν με θυμό και με δυσκολία κρατιόντουσαν και δεν τον βλαστημούσαν. Οι λυγμοί των μεν και οι προσευχές των δε, εξόργιζαν το δήμαρχο γιατί τον εμπόδιζαν ν' ακούσει τι συνέβαινε στο δρόμο. Τους έκανε να σωπάσουν βλαστημώντας τα θεία και αφού αποκατέστησε έτσι τη σιωπή, σκαρφάλωσε σε μια καρέκλα που την είχε βάλει σ' ένα τραπέζι για να φτάσει έτσι ως τον φεγγίτη. Από κει μπορούσε να δει τι συνέβαινε στο δρόμο. Εκείνο που είδε κάτω από το αδύναμο φως που φώτιζε τη γωνία εκείνη του χωριού, φάνηκε να τον γεμίζει μ' ένα καινούριο τρόμο, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα επιφώνημα που μεγάλωσε την αγωνία των πολιορκημένων. Άρχισαν να του ζητούν εξηγήσεις, αλλά δεν τους απάντησε καθόλου. Πήδησε στο τραπέζι κι' έπειτα στο πάτωμα με μια ευλυγισία παιδιού είκοσι χρόνων. – A! Όχι! φώναξε. Όχι αυτό. – Μα τι είναι; Τι; ρώτησαν μ' αγωνία οι άλλοι. – Όχι αυτό! Όχι αυτό! Αφήστε με, λοιπόν! Σωπάστε που να πάρει ο διάβολος!... Α! όχι αυτό... Όχι! Σωπάστε! Σωπάστε! Θα πάω να τους ρωτήσω. Και σπρώχνοντας τους δυστυχισμένους που τον περιστοίχιζαν έσκυψε προς την πόρτα της ταβέρνας που έβγαινε στη Νέα οδό και κόλλησε τ' αυτί του επάνω, αφού προηγουμένως χτύπησε δυνατά με τη γροθιά του τρεις φορές το πορτόφυλλο. – Ε! Ε! φώναξε. Εσείς απ' έξω... Τι κάνετε; Κάθε θόρυβος απ' έξω έπαψε. Ο Δήμαρχος φώναξε τότε τους τρεις αδελφούς με τα ονόματα τους. Συγχρόνως ακούστηκε από το δρόμο κάποιος που πλησίασε προς την πόρτα, – Ποιος είναι εκεί; ρώτησε ο Δήμαρχος. – Εγώ είμαι ο Ουμπέρ! 137 – Εδώ σου μιλάει ο δήμαρχος. – Διατάξτε, κύριε Ζυλ. – Τι κάνετε εδώ, μπροστά στην πόρτα στο δρόμο και στη μέση της πλατείας; – Ξεφορτώνουμε άχυρο, κύριε δήμαρχε, ένα άχυρο κατάξερο περίφημο πού κινδύνευε να χαθεί μέσα στην αποθήκη του Ντελάρμπο. – Και τι θα το κάνετε; – Θα βάλουμε φωτιά, κύριε δήμαρχε, γιατί δεν θέλετε να μας παραδώσετε τον Ονορά. Ακούγοντας τον νέο κίνδυνο που τους απειλούσε, οι πολιορκούμενοι, άρχισαν να ξεφωνίζουν πάλι. Ο δήμαρχος με μια τρομερή χειρονομία τους επέβαλε σιωπή. – Δεν θα το κάνετε αυτό, Ουμπέρ... είπε κατόπιν. Δεν θα το κάνετε αυτό... A! δεν μου απαντά... Μα σωπάστε εσείς οι από μέσα!... Ουμπέρ!... Ουμπέρ!... – Τι, κυρ δήμαρχε; – Δεν θα το κάνετε αυτό, ε; Αντί άλλης όμως απάντησης ακούστηκε η φωνή του Ουμπέρ που μιλούσε στη Ζωή αυτή τη φορά: – Ζωή, δώσε μου το σπίρτα!... Νέες κραυγές, νέα ουρλιάσματα ακούστηκαν πάλι μέσα στο πανδοχείο!... – Ουμπέρ... Ουμπέρ!.. ξανάπε ο δήμαρχος. Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό... Υπάρχουν γυναίκες εδώ μέσα... ναι, γυναίκες... κορίτσια. (Το τελευταίο το είπε για την δεσποινίς Φρανσέ που ήταν πενήντα έξι χρόνων). Αλλά η τρομερή φωνή του Ουμπέρ γέμισε όλο το δρόμο. Είπαν μάλιστα κατόπιν πώς ακούστηκε ως την άλλη άκρη του χωριού. – Θα καείτε όλοι σας, και ο συμβολαιογράφος και ο φαρμακοποιός... και η γυναίκα του συμβολαιογράφου και η γυναίκα του φαρμακοποιού... αν δεν μας παραδώσετε τον δόκτορα Ονορά. Δώστε μας τον Ονορά κι όλα θα τα ξεχάσουμε. Αυτή τη φορά ο κακούργος μιλούσε τόσο δυνατά ώστε ακούστηκε απ' όλους. Ο Σανιέ και ο Βαλεντίνος τα χρειάστηκαν. Και καθώς εκείνη τη στιγμή μια δυνατή φλόγα φώτισε τον φεγγίτη, ο φόβος και η ανανδρία τους πλημμύρισε την καρδιά. Όρμησαν και οι δύο κατά του δόκτορα που ήταν ερείπιο πια. Δεν δυσκολεύτηκαν 138 να παρασύρουν κοντά τους και τις γυναίκες οι οποίες παραληρούσαν με την ιδέα ότι θα καίγονταν ζωντανές. Οι τελευταίες μάλιστα αποκαλούσαν το γιατρό άτιμο, γιατί δεν είχε το κουράγιο να παραδοθεί μόνος του, σώζοντας έτσι τους άλλους. Συγχρόνως το μπροστινό μέρος του πανδοχείου είχε αρπάξει φωτιά. Ακούγονταν τα ξύλα που έτριζαν κι' όλο το σπίτι είχε φωτιστεί από τις φλόγες. Ύστερα από λίγες στιγμές η καμπάνα του χωριού άρχισε να σημαίνει συναγερμό, ενώ οι τρεις αδελφοί και η Ζωή μ' ένα χοντρό ξύλο πολεμούσαν να γκρεμίσουν την πόρτα. Οι γυναίκες ρίχτηκαν φρενιασμένες στο γιατρό και τον χτύπησαν, τον άφησαν έπειτα καταματωμένο και κουρελιασμένο και περνώντας κάτω από το μπιλιάρδο, όρμησαν στην αυλή ακολουθούμενες από τους άντρες... Δεν μπορούσαν να βγουν παρά μόνο από τη μεγάλη αμαξόπορτα. Μα κι αυτή ήταν φυλαγμένη. Στην ταραχή του ο Ρουμπιόν δεν έπαυε να ρωτά γιατί οι πυροσβέστες να μην τρέξουνε, ξεχνώντας ότι αυτός ήταν ο αρχηγός των πυροσβεστών και ότι η αντλία βρισκόταν σε μια από τις αποθήκες του. Ξαφνικά όμως οι εξωτερικοί θόρυβοι έπαψαν και η καμπάνα δεν σήμαινε πια. Αυτή η απρόοπτη ησυχία τους έδωσε κάποια ελπίδα. Για λίγα λεπτά έμειναν όλοι άφωνοι μη ξέροντας τι να σκεφθούν, έως ότου ακούστηκε η φωνή του δημάρχου να λέει: – Θα έκαψαν λίγο άχυρο για να μας φοβίσουν ύστερα θα έφυγαν... – Ποιος ξέρει αν δεν ήρθαν οι χωροφύλακες, είπε η κυρία Ρουμπιόν. Ο άνδρας της που ήθελε να ξεφορτωθεί όλο αυτό τον κόσμο, σκέφτηκε κάτι και το πρότεινε: – Ίσως μπορέσουμε να σωθούμε από το Δημαρχείο! Εκεί θα είμαστε ασφαλείς. Ελάτε μαζί μου στην αχυραποθήκη! Ανέβηκαν στην αποθήκη, σιωπηλοί, μες στο σκοτάδι. Με χίλιες προφυλάξεις, ο Ρουμπιόν άνοιξε τον φεγγίτη και αμέσως μπήκε μέσα ο δροσερός αέρας της νύχτας. Στη βιάση τους ξέχασαν τον γιατρό Ονορά. Κανείς δεν ήξερε τι είχε απογίνει, ούτε και ενδιαφέρθηκαν γι' αυτόν. Ο Ρουμπιόν πρόβαλε από τον φεγγίτη και κοίταξε στο στενό σοκάκι που χώριζε το ξενοδοχείο από το πίσω μέρος του Δημαρχείου. Αφού κοίταξε λίγο, γύρισε σ' αυτόν που ήταν πίσω του 139 και είπε: – Ο δάσκαλος του χωριού (είναι αλήθεια πώς ο Ρουμπιόν δεν έβλεπε κανέναν) μου έδωσε να καταλάβω πως μπορούμε να κατέβουμε. Ποιος θέλει να κατέβει πρώτος; Οι Βωτρέν δεν θα σκεφθούν πως μπορούμε να το σκάσουμε απ' αυτή τη μεριά και ενώ θα φυλάνε τις πόρτες, εμείς θα φύγουμε. – Δεν είναι κακή ιδέα, είπε ο Ζυλ. – Λοιπόν, ας κατεβούμε μ' ένα σκοινί. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και έπειτα δεν είναι και ψηλά. Ο δήμαρχος δήλωσε, ότι, σαν καπετάνιος πλοίου, θα κατέβει τελευταίος. Του υπέδειξαν όμως ότι εδώ δεν ήταν το ίδιο. Τότε αυτός πήρε την απόφαση, και κατέβηκε, αφού φίλησε δύο τρεις φορές τη γυναίκα του. Ύστερα από τον δήμαρχο κατέβηκαν όλοι οι άλλοι χωρίς κανένα εξαιρετικό επεισόδιο. Όταν όλοι βρέθηκαν στο στενό σοκάκι, ο δήμαρχος διέταξε: – Και τώρα, στο Δημαρχείο, χωρίς να κάνετε φασαρία. Κανένας δεν είχε όρεξη να θορυβήσει και όλοι προχώρησαν σιωπηλοί. Αλλά μόλις έφτασαν στην πίσω πόρτα του Δημαρχείου δεν μπόρεσαν να μπουν. Ήταν κλειστά. Ο δάσκαλος δεν βρισκόταν εκεί! Και για να μην μείνουν στο δρόμο, έπρεπε, αναγκαστικά να πάνε από την κυρία είσοδο, που άνοιγε προς την πλατεία. Αποφάσισαν να κάνουν ένα μικρό γύρο, για να φτάσουν απαρατήρητοι. Αλλά τη στιγμή που ξεμπουκάριζαν στην πλατεία, ένα τρομερό θέαμα τους κάρφωσε στη γωνία της οδού Νέβ. Ο Ηλίας και ο Συμεών Βωτρέν είχαν ορμήσει εναντίον του γιατρού Ονορά. Τον έπιασαν, τον φίμωσαν και τον τραβούσαν μακριά… Πίσω ερχόταν ο Ουμπέρ μ' ένα τουφέκι στο χέρι και πιο πίσω η Ζωή με δύο τουφέκια... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' Ο Μπαλαοό δεν τολμά να γυρίσει σπίτι. Με το φόρεμα της Αυτοκράτειρας κουβαριασμένο κάτω από το δεξί του μπράτσο, ο Μπαλαοό, γιατί αυτός το είχε κλέψει, κάθισε στην άκρη του δάσους. Σκεπτόταν το επεισόδιο που του συνέβη με τον ανακριτή που είχε πάει να τον επισκεφθεί στο δεντρόκηπο. Όχι πως λυπόταν γιατί τον είχε σκοτώσει. Όχι. Αλλά στενοχωριόταν, γιατί φοβόταν μήπως δυσαρέστησε τη Μαγδαληνή. Πώς τον είχε κοιτάξει αυτή, όταν έφευγε σέρνοντας περήφανα εκείνο τον κύριο. Αφήνω πια τον Κοριολίς που ήθελε να τον κεραυνοβολήσει με τη ματιά του!... «Καλύτερα θα ήταν να μην παρουσιαστώ απόψε μπροστά του, σκέφτηκε.» Κι αυτός, αυτός ο τρομερός Μπαλαοό, έτρεμε από φόβο να μην τον μαλώσει η Μαγδαληνή, ένα κορίτσι! Ακριβώς, για να κερδίσει την συγγνώμη της, είχε κλέψει το φόρεμα της Αυτοκράτειρας. Θα της το χάριζε... 142 Αφού κρέμασε σ' ένα δέντρο το πτώμα του ανακριτού ο Μπαλαοό έκανε τρεις φορές το γύρο του σπιτιού του Κοριολίς ελπίζοντας ν' ανακαλύψει κάποιο σημείο ζωής. Μα τίποτα! Δεν είχε δει καμμιά κίνηση, δεν είχε ακούσει την αγαπημένη φωνή της Μαγδαληνής να τον φωνάζει όπως συνήθιζε, όταν τύχαινε να το σκάση καμμιά φορά παίζοντας μες το δάσος. Τότε καταλυπημένος ο ανθρωποπίθηκος μπήκε στο έρημο χωριό, ρωτώντας μέσα του με τι τρόπο θα μπορούσε να διορθώσει το κακό που είχε κάνει. Περπατώντας, απάντησε τις κεντήστρες που πήγαιναν στο «Χρυσό Ήλιο», και ακούγοντάς τες να μιλούν για κάποιο θαυμαστό φόρεμα, τού γεννήθηκε η περιέργεια να το δει. Έτσι ακολούθησε τις γυναίκες. Και αφού τις είδε να μπαίνουν, στο ξενοδοχείο σκαρφάλωσε στον τοίχο ως το ύψος της σάλας, όπου βρίσκονταν οι κεντήστρες. Από το παράθυρο κατάφερε και είδε το άσπρο φόρεμα, που ήταν απλωμένο στο τραπέζι. Μόλις το είδε, αμέσως ένοιωσε την επιθυμία να το πάρει. Η Μαγδαληνή θα τον συγχωρούσε, αν της έφερνε αυτό το ωραίο φουστάνι. Παραμονεύοντας ο Μπαλαοό βρήκε την ευκαιρία να μπει τη στιγμή που οι κεντήστρες έτρεξαν στην αίθουσα των καλεσμένων, όταν είχε φθάσει τρομαγμένος ο Ονορά. Με μερικούς πήδους μπήκε μέσα, και περπατώντας στο ταβάνι έφτασε πάνω από το τραπέζι, άρπαξε το φόρεμα και έφυγε με την ίδια γρηγοράδα. Έπειτα πήγε ως το σπίτι του Κοριολίς. Είχε πιάσει κιόλας το κουδούνι όταν θυμήθηκε ξαφνικά μια διδασκαλία της Μαγδαληνής, η οποία πολλές φορές τον είχε συμβουλέψει να μην κλέβει ποτέ τίποτα και ότι, για να πάρει κανείς ένα πράγμα πρέπει να το πληρώσει. Τώρα αυτός είχε πάρει το φόρεμα εκείνο χωρίς να πληρώσει και η Μαγδαληνή δεν θα έμενε ευχαριστημένη. Χωρίς άλλο θα τον ξαναέστελνε στον «Χρυσό Ήλιο» για να δώσει πίσω το φόρεμα. Και μπερδεμένος ο Μπαλαοό ξαναγύρισε ως την άκρη του δάσους με το λάφυρο κάτω από τη μασχάλη. Στ’ αλήθεια αν και είχε καταφέρει δύο καλές δουλειές στο διάστημα της ημέρας, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος από δαύτες. Μια παράξενη ταραχή τον συγκλόνιζε. Θυμόταν τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ως τώρα και τα μάτια του σπιθοβολούσαν!... 143 Μολαταύτα θα ήταν κουταμάρα να περάσει όλη τη νύχτα κλαίγοντας για το κακό που είχε γίνει. Αφού το είπε αυτό μέσα του κάμποσες φορές, ξεκίνησε πάλι για να καταφύγει στο δάσος, σε σίγουρη φωλιά, που την είχε διαλέξει όχι πολύ μακριά από τον κάμπο του Πιερφέ. Στα μέρη εκείνα το δάσος ήταν πολύ πυκνό, ο Μπαλαοό μπορούσε να ‘χει τη χαρά πως βρισκόταν στο δάσος της Μπαντάγκ, ανάμεσα σ' εκείνο το στριφογύρισμα των κλάδων, των κορμών, των αναρριχητικών φυτών. Σε εκείνο το καταφύγιο δεχόταν τα ζώα, τους φίλους του, και τους διηγόταν ιστορίες. Όμως περισσότερο παρά με όλους τους άλλους, συνήθιζε να κουβεντιάζει με το Στρατηγό Κάπταιν· μόνο που καμμιά φορά θύμωνε μαζί του για τη μανία που είχε να προφέρει ανθρώπινες λέξεις χωρίς και να τις καταλαβαίνει. Ο Στρατηγός Κάπταιν ήταν ο παπαγάλος που τον είχε κλέψει από τη δεσποινίδα Φρανσέ και που τον είχε φέρει σαν σκλάβο στο καταφύγιο του, για να τον χρησιμοποιεί σαν θυρωρό. Εκείνο το βράδυ ο Μπαλαοό νοιώθοντας και τον εαυτό του πολύ άσκημα, θύμωσε περισσότερο από άλλες φορές, όταν η κοροϊδευτική φωνή του παπαγάλου γύρισε σ’ αυτόν για να τον ρωτήσει. – Έφαγες καλά, Ζακό; – Βλάκα, είπε ο Μπαλαοό σηκώνοντας τους ώμους. Ο Στρατηγός Κάπταιν ευχήθηκε τότε «καληνύχτα» στον κύριο του σαν αφοσιωμένος θυρωρός. Ο Μπαλαοό μουρμούρισε κάτι το ακατάληπτο κι έπειτα τον ρώτησε πως δεν είχε κοιμηθεί τέτοια ώρα. Ο παπαγάλος του αποκρίθηκε ότι είχε ξυπνήσει από μια παράξενη λάμψη που ερχόταν από το μέρος του χωριού. Και το πουλί-θυρωρός από την κορυφή του δέντρου του, πρόσθεσε. – Από κει που είσαι δεν μπορείς να δεις τίποτα, αλλά εγώ τον βλέπω περίφημα από δω τον κόκκινο ουρανό φλογισμένο, σαν τον ήλιο που βγαίνει στον τόπο μου. Ο Μπαλαοό ανέβηκε αμέσως στο δέντρο να δει κι' αυτός τι συμβαίνει. **** 144 Η φηγός του κάμπου του Πιερφέ θα ήταν ως τετρακοσίων χρονών. Ήταν το πιο ωραίο δένδρο τού «Μαύρου Δάσους». Η διάμετρός του ήταν πάνω από δύο μέτρα. Ανεβασμένος πάνω στο δέντρο ο Μπαλαοό κοίταξε με αγωνία κατά το Σαιν Μαρτέν. Και αμέσως βεβαιώθηκε, ότι στη γειτονιά που ήταν το σπίτι του Κοριολίς όλα ήταν ήσυχα. Από τη στιγμή που το σπίτι της Μαγδαληνής δεν κινδύνευε, δεν τον ένοιαζε αν άναψε πυρκαγιά στην πλατεία του Δημαρχείου. Από ένστικτο όμως σκέφθηκε τους τρεις αδελφούς Βωτρέν. Ίσως, εκείνη η πυρκαγιά να ‘ταν κανένα καινούργιο κόλπο δικό τους. Έμεινε στο παρατηρητήριο του ως τη στιγμή που οι φλόγες έσβησαν και όταν η καμπάνα έπαψε να χτυπά, αυτός μπήκε στο σπίτι του, μέσα στο δέντρο. Μόλις μπήκε, άναψε ένα κερί που δεν του είχε κοστίσει τίποτα, όπως και ο κεροστάτης. Μπορούσε κανείς να ορκιστεί, ότι ο Μπαλαοό δεν είχε ξοδέψει πεντάρα για να επιπλώσει το σπιτάκι του μες στο δάσος, Διάφορα σπίτια και μαγαζιά ακόμα του είχαν προμηθεύσει, χωρίς να θέλουν, το νοικοκυριό. Γιατί ο Μπαλαοό, χωρίς να γυρεύει την άδεια, έπαιρνε ό,τι του χρειαζόταν απ' όπου και όπως μπορούσε. Το σπίτι του χωριζόταν σε δύο διαμερίσματα. Στο μέσα-μέσα μάζευε όλα τα πράματα που έκλεβε. Στο έξω που ήταν πάντα αρκετά ταχτοποιημένο, είχε τα απολύτως αναγκαία: μια ψάθα που την είχε πλέξει μόνος του, ένα μπουκαλάκι με κάνα – δυο αλλαξιές ασπρόρουχα, ένα κομοδίνο που μια φορά ανήκε στο γιατρό Ονορά, και πάνω στο οποίο βρισκόταν μια φωτογραφία της Μαγδαληνής. Κρεβάτι δεν υπήρχε εκεί μέσα γιατί ο Μπαλαοό το έβρισκε περιττό. Όταν ήθελε να κοιμηθεί, ξάπλωνε στην ψάθα. Έτσι κι' αυτή τη νύχτα κρέμασε το φόρεμα της Αυτοκράτειρας σ' ένα καρφί, ύστερα ξάπλωσε στην ψάθα για να ξεκουραστεί κι αποκοιμήθηκε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' Η πολιορκία του δάσους Την άλλη μέρα, ύστερα απ' αυτήν την τρομαχτική νύχτα, ο στρατός που ήρθε από το Κλερμόν - Φερράν για να πιάσει τους Βωτρέν, άρχισε την πολιορκία του «Μαύρου Δάσους». Είχαν στείλει ένα σύνταγμα πεζικού και μια ύλη ιππικού για να κυκλώσουν το μέρος, όπου υποπτεύονταν, ότι είχαν καταφύγει οι τρεις Βωτρέν. Όλη η αστυνομική δύναμη της περιφέρειας, ακόμα και ο νομάρχης Ματιέ Ντελαφός, είχαν έλθει επιτόπου και, αφού άκουσαν τα επεισόδια της τραγικής νύχτας από το δήμαρχο, έλαβαν τα πρώτα μέτρα σε συμφωνία με τη στρατιωτική δύναμη. Όσο για τον έπαρχο και τον βουλευτή της Μπελ – Ετάμπλ που είχαν πάρα πολύ εκτεθεί με τους Βωτρέν, παρακλήθηκαν να μην εμφανισθούν. Από την πρώτη στιγμή, ο κύριος Ματιέ Ντελαφός φάνηκε πολύ ταραγμένος για την εξαφάνιση του γιατρού και δεν δίστασε 147 να επιπλήξει το δήμαρχο, διότι δεν επενέβη τη στιγμή που οι ληστές πέρασαν από κοντά του σέρνοντας το θύμα τους. Ο κύριος Ζυλ αποκρίθηκε ότι, αν έδινε σημεία ζωής, θα επακολουθούσε γενική σφαγή και ότι πρέπει να τον συγχαρούν, γιατί χάθηκε ένας μόνο άνθρωπος. Όμως τα φρόνιμα αυτά λόγια δεν καθησύχασαν το νομάρχη. Φοβόταν, μήπως οι Βωτρέν αιχμαλώτισαν το γιατρό, για να τον κρατούν ως όμηρο, πράγμα που θα μπέρδευε την κατάσταση. Η σκέψη όμως ότι οι Βωτρέν είχαν κρεμάσει πια το γιατρό έδινε στο νομάρχη κάποια ελπίδα… Αυτοί οι κακούργοι θα είχαν βέβαια, χορτάσει αίμα! Ο γιατρός Ονορά θα ήταν πια νεκρός! Σ’ αυτή την περίπτωση ο νομάρχης ήταν ελεύθερος να μην οπισθοχωρήσει μπροστά σε οποιαδήποτε μέτρα. Μάλιστα αφού και η ίδια κυβέρνηση είχε απελπιστεί από τις φήμες που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν. Έλεγαν, πραγματικά, ότι οι τρεις αδελφοί, πολιτικοί παράγοντες, είχαν αποσιωπήσει κατά την διάρκεια της δίκης τους τις εκλογικές τους σχέσεις, επειδή τους είχαν υποσχεθεί, να τους διευκολύνουν την απόδραση τους... Εκείνο όμως που τους παραξένευε όλους ήταν η απόδραση των Βωτρέν απ' τη φυλακή. Πώς κατόρθωσαν και το έσκασαν; Και οι τρεις αδελφοί Βωτρέν ήταν βαλμένοι σ' ένα κελί. Εκεί φυλάσσονταν από πέντε αστυνομικούς. Κι όμως είχαν καταφέρει να το σκάσουν λες και είχαν φτερά. Όταν έγινε αυτό το πράγμα, οι φύλακες τους έπαιζαν χαρτιά, ενώ ο Ηλίας, ο Συμεών και ο Ουμπέρ στέκονταν πλάι και έδιναν συμβουλές. Όταν, αφού τέλειωσε η παρτίδα, σήκωσαν το κεφάλι οι δεσμοφύλακες, του κάκου γύρεψαν τούς φυλακισμένους. Είχαν ανεμοχαθεί! Βρήκαν μόνο δύο σιδερένιες μπάρες από τα κάγκελα του παραθυριού λυγισμένες, δύο φοβερές μπάρες που κανένα μπράτσο ανθρώπου δεν θα μπορούσε να τις λυγίσει σε τέτοιο βαθμό! Βέβαια, οι τρεις αδελφοί είχαν πετάξει από το παράθυρο. Ναι, πετάξει! Καμμιά άλλη λέξη δεν μπορούσε να παραστήσει τελειότερη τη μυστηριώδη αυτή περίπτωση. Και τώρα έπρεπε να ξαναπιάσουν, ζωντανούς ή νεκρούς, τους τρεις Βωτρέν! – Τα πάντα πρέπει να γίνουν με τάξη και δραστηριότητα, είπε ο κύριος Ματιέ Ντελαφός στον υποκόμητα ντε Τουρνονάρ. Ταγματάρχα, θα τρέξετε με τους άνδρες σας κατά μήκος του δρόμου 148 της Τουρναλόν-λα-Ριβιέρ, έως την Γκραντ-Ωμπέλ, όπου θα συναντήσετε το απόσπασμα, το οποίο έρχεται από το μέρος του Σεβαλέ. Μόνον ο δρόμος αυτός είναι ελεύθερος τη στιγμή αυτή και πρέπει να τον αποκλείσετε. Θα συνεννοηθείτε με το συνταγματάρχη Νεϋ Μπριάζ, και θα χτυπήσετε τους ληστές μεταξύ Μοαμπή και Πιερφέ. »Πέστε στον συνταγματάρχη να ρίξει όλο του το σύνταγμα μέσα στο δάσος, να ψάξει σε κάθε θάμνο, ανάμεσα σε κάθε πρασινάδα. Αν συναντηθείτε με τους ληστές και αυτοί τολμήσουν να αμυνθούν, σκοτώστε τους! Όταν φθάσετε στο Μοαμπή στείλτε έναν αγγελιοφόρο. Και εμείς πάλι από εδώ θα μπούμε στο δάσος. Καταλάβατε; Χαίρετε και καλή επιτυχία! Όσο για μένα, θα πάω στη γριά Βωτρέν, για να της ζητήσω μερικές εξηγήσεις. Και ο νομάρχης κατευθύνθηκε στο σπίτι των Βωτρέν, ακολουθούμενος, σχεδόν απ' όλο το χωριό. Εκείνοι που είχαν ανακατευθεί στο νυχτερινό δράμα πρόσεχαν να μην φαίνονται. Εξάλλου, μερικοί απ' αυτούς ήταν κρεβατωμένοι από τον τρόμο τους. Τα μόνα πρόσωπα που θα μπορούσαν να πούνε την αλήθεια για τα νυχτερινά γεγονότα κρύβονταν ή σώπαιναν. Τίποτε το παράδοξο λοιπόν αν οι φήμες παρίσταναν εξογκωμένα τα πράγματα. Πολλοί υποστήριζαν, ότι οι Βωτρέν είχαν πάρει μέσα στο δάσος καμμιά δεκαριά αιχμαλώτους, αφού τους έκοψαν τη γλώσσα μέσα στη σάλα του «Χρυσού Ήλιου» για να μην φωνάζουν. Στο μεταξύ, χωμένη στο κρεβάτι της η γριά Μπαρμπ γελούσε· και γέλασε ακόμα περισσότερο μέσα της όταν ο νομάρχης την πλησίασε για να της κάνει μερικές ερωτήσεις. Η απαίσια μέγαιρα ήταν ακόμα πιο περήφανη απ' τις άλλες φορές, γιατί είχε φέρει τρία πλάσμα στον κόσμο με τα οποία είχε να κάνει όλη η Δημοκρατία. Και ο τόνος με τον οποίο απαντούσε, τους έκανε όλους ν' ανατριχιάζουν από φρίκη. – Α! Πιάσανε το γιατρό τον Ονορά;... είπε, χο, χο! Δεν θα ήθελα να είμαι ούτε ψύλλος στον κόρφο του! Και μάλιστα στην κατάπληκτη εξουσία πρόσθεσε: – Τ' αγόρια μου! Και να σκεφθεί κανείς πως και οι τρεις τους γεννήθηκαν την ίδια μέρα! Λίγες μανάδες μπορούν να καμαρώνουν πως έχουν τέτοιους γιους, αληθινά θηρία σαν τους δικούς μου. Το Γκουβέρνο πρέπει να μου δώσει βραβείο Στ' αλήθεια, για μια στιγμή νόμισα πώς θα έπαιρνα το παράσημο της «Λεγεώνας της τιμής» 149 Αφού είπε αυτά, η απαίσια μέγαιρα σώπασε και δεν ήθελε να απαντήσει σε άλλες ερωτήσεις. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη έγινε κάποιος μεγάλος θόρυβος γύρω από το σπίτι και όλοι κινήθηκαν για να δουν τι είναι. Κάτι το λευκό προχωρούσε στο μονοπάτι του δάσους και αμέσως μια φωνή ακούστηκε να λέει: – Δεν καταλαβαίνετε; Είναι το φόρεμα της Αυτοκράτειρας! Και όλα τα στόματα ξανάπαν: – Είναι το φόρεμα της Αυτοκράτειρας! Είναι το φόρεμα της Αυτοκράτειρας που ξαναγυρίζει!... Και πραγματικά, το κλεμμένο φόρεμα, ξαναγύριζε επάνω στο σώμα της Ζωής! Το κορίτσι προχωρούσε τεντωμένο μέσα στο βασιλικό φόρεμα, παίρνοντας ύφος μεγάλης κυρίας. Και η κατάπληξη ήταν τόσο μεγάλη που κανένας δεν γέλασε με την παράδοξη εμφάνιση του αγοροκόριτσου με τα κατάλευκο επίσημο φόρεμα. **** Όταν έφτασε μπροστά στο δήμαρχο, η Ζωή στυλώθηκε και κοιτάζοντας με τα φλογερά της μάτια τον κύριο Ζυλ του είπε: Κύριε δήμαρχε, με στέλνουν τ' αδέλφια μου. Θέλουν να μιλήσουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θέλουν να τους δώσει χάρη! Η μικρή απεσταλμένη, είπε τα λόγια αυτά μονοκόμματα, με φωνή σκληρή αλλά δυνατή, για να τα ακούσουν όλοι. Ύστερα φύσηξε τη μύτη της σ' ένα κομμάτι του φορέματος. Μια τέτοια αυθάδεια τους σκανδάλισε όλους. Ο δήμαρχος, ο νομάρχης, οι παριστάμενοι είχαν αποσβολωθεί. Ύστερα από μια παύση η Ζωή ξανάρχισε: – Αν το κάνει αυτό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν θ' ακούσει πια να γίνεται κουβέντα για τ' αδέλφια μου. Θα πάνε μακριά από εδώ! Στα λόγια αυτά ακούστηκε μια φωνή απειλητική. Ήταν ο κύριος Ντελαφός, ο οποίος βρήκε επιτέλους την ετοιμότητα του μυαλού του. – Και τι θα κάνουν τ' αδέλφια σου, αν δεν τους δοθεί χάρη; ρώτησε έξω φρενών, βλέποντας ότι οι φόβοι των κατοίκων 150 του Σαιν - Μαρτέν έβγαιναν σωστοί. Η Ζωή κοκκίνισε, έβηξε, έδωσε μια κλωτσιά στο βασιλικό φόρεμα και είπε: – Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν τους δώσει χάρη, θα σκοτώσουν το γιατρό Ονορά. Ο νομάρχης κινήθηκε από το κατώφλι των Βωτρέν και έκανε ένα βήμα προς τη Ζωή. Αλλά το κορίτσι, χωρίς να σαλέψει, φώναξε: – Μην μ' αγγίζετε! Αν τολμήσει να μ' αγγίξει κανείς, και με το δάχτυλο μόνο, τ' αδέλφια μου θα σκοτώσουν τον γιατρό, και θα βάλουν φωτιά στο χωριό! Φωνές και διαμαρτυρίες ακούστηκαν γύρω-γύρω, αλλά ο νομάρχης επέβαλε σιωπή. – Κανένας δεν θα σ' αγγίξει, είπε με γλυκιά φωνή. Μα πού είναι ο γιατρός Ονορά; – Είναι με τ' αδέλφια μου. – Και τ' αδέλφια σου πού είναι; – Με τον γιατρό Ονορά, απάντησε η Ζωή, φυσώντας πάλι τη μύτη της σε μιαν άλλη άκρη του αυτοκρατορικού φορέματος. Αυτή τη φορά όμως προχώρησε ο δήμαρχος. – Άκουσε Ζωή, της είπε, σου υπόσχομαι πως δεν θα σε πειράξει κανείς. Θα είσαι ελεύθερη να γυρίσεις στο δάσος και να πεις στους αδελφούς σου, ότι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν έτσι όπως φέρνονται. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έλαβε ακόμα καμμιά απόφαση γι' αυτούς. Όμως δεν θα γλυτώσουν το κεφάλι τους, αν σκοτώσουν τον γιατρό Ονορά και κάψουν το χωριό! Εμείς, φυσικά, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε τίποτα. Αλλά, αν ως προχθές μπορούσε να δοθεί χάρη σε έναν απ' αυτούς, σήμερα δεν είναι το ίδιο. Πες τους να ξαναγυρίσουν στη φυλακή και να σκεφθούν. Κατάλαβες; – Δεν κατάλαβα τίποτα, δήλωσε η Ζωή μ' ένα ύφος τόσο αστείο, που όλοι γέλασαν, παρά τη σοβαρότητα της στιγμής. Κατακόκκινος από την προσβολή, ο δήμαρχος ξανάπε: – Δεν καταλαβαίνεις ότι, αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσιζε να δώσει χάρη σ' έναν από τους αδελφούς σου... – Γιατί σ' έναν, διέκοψε η Ζωή. Ή και τους τρεις... ή κανέναν! – Δεν κάνουν καλά να επιμένουν, απάντησε ο κύριος Ντελαφός. Θα τους πεις, ότι είδες το νομάρχη, τους χωροφύλακες, την αστυνομία 151 και όλο το στρατό και ότι θα διατάξουμε να τους σκοτώσουν, αν δεν παραδοθούν. Η Ζωή έβηξε πάλι. Ύστερα ρώτησε: – Αυτή είναι η απάντησή σας; – Απαντούμε πως είναι ανάγκη να παραδοθούν. Όσο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα δούμε κατόπιν. Αν οι αδελφοί σου φανούν λογικοί και δεν πειράξουν το γιατρό Ονορά, μπορεί να μείνουν και ευχαριστημένοι. Κατάλαβες τι θα πας να τους πεις; – Ναι, αλλά αυτό δεν είναι μια απάντηση!... – Αδιάφορο! Πήγαινε εσύ να τους πεις τα λόγια μας. Αυτά θα τους κάνουν να σκεφθούν, είπε ο δήμαρχος. Πήγαινε λοιπόν, τρέχα! Όμως πες μου πρώτα, τι κάνει ο γιατρός Ονορά; – Είναι καλά. – Τι είναι αυτά τώρα που λες; – Δεν λέω τίποτα! – Με βεβαιώνεις ότι δεν τον κακομεταχειρίζονται; – Α! Είναι δεμένος, για να μην μπορεί να το σκάσει και για να μην τους βάλει σε μπελάδες ύστερα... – Του δίνουνε να φάει; – Σήμερα το πρωί του δώσανε την καραβάνα του, αλλά φαίνεται πως δεν είχε όρεξη, γιατί δεν έφαγε. Λοιπόν δεν έχετε να μου πείτε τίποτα άλλο; Καλά, χαίρετε, κύριοι!... Αφού είπε αυτά γύρισε και, καμαρωτή σαν βασίλισσα, χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα του δάσους... Στο μεταξύ οι στρατιώτες παρατάχθηκαν σε στίχους, επειδή όμως το δάσος ήταν απέραντο, θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί δύο μεραρχίες, για να μπορέσουν να το κυκλώσουν έτσι, που να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει... Το πράγμα αυτό αργοπόρησε την ενέργεια. Ο νομάρχης τηλεγράφησε στο Υπουργείο των Εσωτερικών, για να λάβει διαταγές. Και περιμένοντας την απάντηση, που ως τις τρεις δεν είχε έρθει ακόμα, ανέβαλαν κάθε σχετική επιχείρηση. **** Κατά τις τρεις η Ζωή ξαναγύρισε πάντα με το άσπρο φόρεμα. Με τη μεγαλύτερη αδιαφορία προχώρησε ανάμεσα στους στρατιώτες και έφτασε στην οδό Νέβ. 152 Σ' ένα δευτερόλεπτο όλο το χωριό την περιτριγύρισε. Στις διάφορες ερωτήσεις που της έκαναν, εκείνη αποκρίθηκε, ότι ήθελε να μιλήσει στο δήμαρχο… Της είπαν, ότι ο δήμαρχος, ο νομάρχης και οι άλλοι αποτελείωναν το φαΐ τους στον «Χρυσό Ήλιο» κι εκείνη, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε στο ξενοδοχείο. Μόλις μπήκε, η Ζωή παρουσιάστηκε στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και φυσικά, ο νομάρχης άρχισε να της μιλά: – Πλησίασε, κόρη μου, της είπε, σαν να είχε να κάνει με κανένα ντροπαλό κοριτσάκι. Η Ζωή πλησίασε μ' ένα πακετάκι στο χέρι. – Τους είδες τους αδελφούς σου; Αφού γύρισες τόσο γρήγορα θα πει πως δεν βρίσκονται μακριά. Αυτό σου δείχνει πως αν θέλαμε να τους πιάσουμε, θα τους είχαμε τώρα στα χέρια μας. Αλλά είναι προτιμότερο να παραδοθούν μόνοι τους. Ελπίζω πώς το κατάλαβαν. – Να η απάντηση τους, είπε η Ζωή δίνοντας το πακετάκι που κρατούσε. – Τι είναι εδώ μέσα; – Κοιτάξτε και θα δείτε! Αφού έριξε μια ματιά σε όλους τους παρισταμένους, ο νομάρχης αποφάσισε ν' ανοίξει το δεματάκι. Αφού έβγαλε το πρώτο περιτύλιγμα, που ήταν από εφημερίδα, φάνηκε ένα χαρτί ματωμένο και αφού ανοίχτηκε κι' αυτό, μέσα στη γενική φρίκη φάνηκε ένα ανθρώπινο δάχτυλο! Κανένας δεν μίλησε. Η φρίκη έπνιγε κάθε λόγο. Και μόνο, αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση, ο νομάρχης γυρνώντας στο κορίτσι κατάχλωμος είπε: – Τι είναι αυτό που έφερες, δυστυχισμένη; – Ένα από τα μικρά δάχτυλα του γιατρού Ονορά, αποκρίθηκε με απάθεια η Ζωή. – Οι αδελφοί σου του έκοψαν ένα δάχτυλο. – Να πάρει η οργή! Γιατί θυμώνετε έτσι; Δεν είναι δικό σας το δάχτυλο, κύριε νομάρχη! – Είναι αλήθεια, ένα δάχτυλο του γιατρού Ονορά... – Δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε ο δήμαρχος, αναγνωρίζω το δαχτυλίδι του γιατρού! Το δάχτυλο είχε κοπεί στη ρίζα του και οι Βωτρέν είχαν αφήσει πάνω το δαχτυλίδι, για να διευκολύνουν την αναγνώριση. 153 – Μα είναι τρομερό! φώναξε ο νομάρχης. – Και γιατί να μην κόψουν το δάχτυλο ενός ανθρώπου που έκανε ό,τι μπορούσε για το κοπεί το δικό τους κεφάλι; απάντησε η Ζωή με μια ακαταμάχητη λογική. – Ξέρεις να μας πεις γιατί έκαναν αυτή τη τερατώδη σκληρότητα; – Για να σας δείξουν ότι είναι έτοιμοι για όλα. Δίνουν καιρό στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αύριο το μεσημέρι. Αν έως τότε δεν τους δοθεί χάρη, θα κόψουν και το άλλο μικρό δάχτυλο του γιατρού, για να σας κάνουν να σκεφθείτε καλύτερα. Και αν δεν λάβουν πάλι τη χάρη ως μεθαύριο, το μεσημέρι, θα σκοτώσουν τον γιατρό, θα σας στείλουν τα κομμάτια του και θα πάρουν μόνοι τους τη λευτεριά τους, αφήνοντας σε εσάς την ευθύνη της πράξης τους. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Μπορώ να φύγω; Ενώ το κορίτσι έκανε την ερώτηση αυτή, ήρθε ένα τηλεγράφημα για τον νομάρχη. Ο κύριος Ντελαφός το άνοιξε γρήγορα, το διάβασε και το πρόσωπο του σκοτείνιασε, Το τηλεγράφημα έλεγε: Αδύνατον να έλθουμε σε διαπραγματεύσεις με τους Βωτρέν. Πρέπει να ισχύσει η δύναμη του νόμου. Ως προς το ζήτημα του Ιατρού Ονορά ενεργήσετε με περισκέψεις. – Είναι φανερό, είπε ο συνταγματάρχης, ότι η Κυβέρνηση αφήνει σε εσάς, κύριε Νομάρχα, όλη την ευθύνη των επιχειρήσεων. Όσο για μένα, θα κάνω ό,τι μου πείτε, αλλά, για να μην γεννηθούν παρεξηγήσεις, θέλω διαταγές σαφείς. Αλλιώς νίπτω τας χείρας. – Μα τι να κάνω; φώναξε ο νομάρχης. Δεν βλέπετε ότι είναι έτοιμοι για όλα και ότι άρχισε ο ακρωτηριασμός; – Δεν μπορείτε να το αρνηθείτε. Έχετε την απόδειξη στα χέρια σας! είπε η Ζωή με αυθάδεια. Ο νομάρχης, που είχε ξεχάσει τη μικρή, ντράπηκε που έδειξε μπροστά της αμηχανία και προσπάθησε να σώσει την αξιοπρέπεια του ξεσπώντας σε λόγια θυμωμένα: – Το βέβαιο είναι, φώναξε, πώς μ' αυτό τον τρόπο τ' αδέλφια σου δεν θα πετύχουν τη χάρη! Πριν βραδιάσει, θα τους έχουνε σφάξει οι στρατιώτες μας! – Μπα! είπε η Ζωή κουνώντας το κεφάλι. Αν λαβαίνατε τέτοια 154 διαταγή, δεν θα δείχνατε τη στεναχώρια που δείξατε προ ολίγου. Με λίγα λόγια, τι πρέπει να πω στ' αδέλφια μου : – Να αφήσουν το γιατρό Ονορά. – Αυτό δεν είναι απάντηση. Προτιμάτε να τους κάνετε να κόψουν άλλο δάχτυλο από τον γιατρό, αντί να έλθετε σε μια καλή συνεννόηση! Πέστε μου ή ένα ‘ναι’ ή ένα ‘όχι’ και φεύγω! Ο δήμαρχος πρότεινε κάτι: – Θα μπορούσαμε να τηλεγραφήσουμε στο υπουργείο την ιστορία του δαχτύλου. Ίσως το γεγονός αυτό να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Ο νομάρχης δέχτηκε. – Αμέσως, είπε. Ζήτησε πένα και μελάνι, έγραψε και είπε στη Ζωή: – Θα μείνεις στη διάθεση μου όσο να έρθει η απάντηση. Στο μεταξύ θα πας στο πλαϊνό δωμάτιο. Πρέπει να τελειώσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα! – Αυτό θα επιθυμούσαμε όλοι. Τ' αδέλφια μου θα έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους ! Και αφού είπε αυτά, μπήκε στο διπλανό δωμάτιο. **** Ένα λεπτό αργότερα, από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: – Δώσε μου πίσω αυτό το φόρεμα! Δώσε μου πίσω αυτό το φόρεμα! Θα μου δώσεις, είπα, το φόρεμά μου, κλέφτρα, αδελφή των φονιάδων; Η πόρτα άνοιξε και η Ζωή ξαναμπήκε ζητώντας προστασία εναντίον της κυρίας Τουσαίν που ήθελε να της βγάλει το φουστάνι διά της βίας. Η Τουσαίν είχε μάθει ότι η Ζωή φορούσε το φόρεμα της Αυτοκράτειρας και τρέμοντας από την ταραχή της έτρεξε στο «Χρυσό Ήλιο» και όρμησε εναντίον του κοριτσιού. Η Ζωή τώρα υπερασπιζόταν τον εαυτό της με αγανάκτηση. Κοίταζε με αθώα μάτια το νομάρχη και το δήμαρχο και βεβαίωνε ότι το φόρεμα ήταν δικό της, ότι δεν το είχε κλέψει από πουθενά. Θαμμένος σε μεγάλο βαθμό από το επεισόδιο αυτό, που το έκρινε ασήμαντο, ο νομάρχης, ρώτησε το κορίτσι ποιος της είχε δώσει το φόρεμα. 155 Η Ζωή αποκρίθηκε, ότι της το έδωσε ένας περαστικός από το δάσος. Όλοι έσκασαν στα γέλια. Ύστερα ο δήμαρχος πήρε ιδιαιτέρως την Τουσαίν, για να της δώσει να καταλάβει πόσο ενοχλητική ήταν σε μια τέτοια στιγμή η δική της απαίτηση. Ενώ γινόταν αυτός ο διάλογος, έφτασε η δεύτερη απάντηση του Υπουργείου, όχι λιγότερο κατηγορηματική από την πρώτη: «Επαναλαμβάνουμε ότι πρέπει να επικρατήσει η ισχύς του νόμου. Κανονίσατε την υπόθεση σήμερα και αποστείλατε τηλεγραφικώς αναφορά. Ενεργήστε με περίσκεψη λαμβάνοντας υπόψη τον Ιατρό Ονορά!» Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς, ότι οι νέες αυτές οδηγίες δεν έφεραν καμμιά βοήθεια στην αμηχανία του κυρίου Ντελαφός. Ήταν φανερό ότι ο υπουργός ήθελε να του αφήσει όλη την ευθύνη. Αυτή τη φορά όμως ο νομάρχης έκρυψε τη στενοχώρια του και είπε με ύφος αποφασιστικό στη Ζωή: – Να πεις στους αδελφούς σου ότι η Κυβέρνηση δεν δέχεται να συζητήσει μαζί τους, παρά μόνον αν την υπακούσουν. Για μια ακόμα φορά τους διατάζει να παραδοθούν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αποφασίσει κατόπιν. Προς το παρόν έχει την καλοσύνη να τους δώσει τον καιρό να σκεφθούν ως αύριο το πρωί. Ξέρε το καλά, αν σκοτώσουν το γιατρό Ονορά, θα τιμωρηθούν αυστηρά... Και τώρα πήγαινε! Η Ζωή έφυγε χωρίς να βγάλει τσιμουδιά. Και μόλις το κορίτσι απομακρύνθηκε, συγκροτήθηκε ένα μικρό πολεμικό συμβούλιο μέσα στη σάλα του Ρουμπιόν. Ο νομάρχης είχε το σχέδιό του. Αφού τον είχαν διατάξει να ενεργήσει «με περίσκεψη», θα έβαζε κι αυτός σε ενέργεια την πονηριά και τη δύναμη. Ήδη είχε πραγματοποιήσει ένα μέρος του μακιαβελικού του σχεδίου, μηνώντας στους Βωτρέν, ότι θα τους άφηναν ήσυχους μέχρι αύριο. Φαινομενικά θα έδινε διαταγή στο στράτευμα να μην κινηθεί. Κρυφά όμως, κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ο στρατός θα διατασσόταν να κυκλώσει το δάσος. Οι τρεις αδελφοί δεν θα βρισκόντουσαν βέβαια πολύ μακριά. Απόδειξη τα επανειλημμένα πήγαινε-κι έλα της Ζωής. Μόλις νύχτωνε, ο στρατός θα προχωρούσε κάτω από το δάσος, σχηματίζοντας έναν κύκλο που θα είχε ως κέντρο την κοιλάδα 156 της Μοαμπή. Και μετά το γεύμα, ο δήμαρχος ειδοποίησε τους κατοίκους, ότι δεν θα ήταν φρόνιμο να περάσουν από τα εξοχικά μέρη και ότι θα ήταν προτιμότερο να κλειστεί καθένας σπίτι του. Μολαταύτα κάθε πολίτης αγρυπνούσε κοιτάζοντας πίσω από το παράθυρο. Κατά τα μεσάνυχτα τρεις σκιές βγήκαν προφυλακτικά από το δημοτικό μέγαρο. Ήταν ο συνταγματάρχης Ντεμπριάζ, ο κύριος Ματιέ Ντελαφός κι ο κύριος Ζυλ. Και οι τρεις είχαν τυλιχτεί σε μεγάλους μανδύες, και απέφευγαν το φως, των λιγοστών φαναριών. Ο δήμαρχος είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να μην εγκαταλείψει τη θέση του και να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ενδεχομένη περίπτωση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' Συμεών, Ηλίας, Ουμπέρ. Ενώ στο Σαιν - Μαρτέν οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές είχαν αρχίσει στο μεταξύ αυτό να εφαρμόζουν το σχέδιο της επίθεσης, με όλες αυτές τις ετοιμασίες οι Βωτρέν δεν ανησυχούσαν. Τρυπωμένοι στο δάσος κοιμόντουσαν ξαπλωμένοι πάνω σ' ένα στρώμα από φτέρη, με τα τουφέκια κοντά τους. Το αφτί τους ήταν έτοιμο ν' αρπάξει και τον παραμικρό θόρυβο. Εξάλλου ήταν γνωστό, πως οι Βωτρέν έβλεπαν μες στο σκοτάδι, όπως βλέπει κανείς μέρα μεσημέρι... Αλλά, αν οι τρεις αδελφοί κοιμόντουσαν, δεν αναπαυόταν και ο δόκτωρ Ονορά!... Δεμένος καλά σ' έναν κορμό βελανιδιάς, ο γιατρός, υπέφερε πολύ από τον ακρωτηριασμό του μικρού του δαχτύλου, κι ανατρίχιαζε διαρκώς θυμούμενος τον τρόμο που ένοιωσε, όταν ο κακούργος, οπλισμένος με ένα μαχαίρι, τον πλησίασε απειλητικός. Ήταν ο Ηλίας, ο οποίος του έκοψε το δάχτυλο με ένα και μόνο 159 χτύπημα του μαχαιριού του. Ύστερα τον πλησίασε ο Ουμπέρ που ήξερε τις ιδιότητες μερικών χορταριών και περιποιήθηκε την πληγή του με πολλή επιδεξιότητα. Στο μεταξύ ο Συμεών έδινε εξηγήσεις στο δυστυχισμένο το γιατρό: – Αν θέλαμε να σου κάναμε κακό, δε θα σου κόβαμε μόνο ένα δάχτυλο. Εσύ αντιπροσωπεύεις για εμάς το πολυτιμότερο πράγμα του κόσμου: Τη ζωή μας. Και δεν θα σε δώσαμε στους φίλους σου, παρά μόνο την ημέρα που η «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» θα λέει, πώς μεταβάλανε την σε θάνατο καταδίκη μας σε άλλη ποινή. Τη φυλακή δεν την φοβόμαστε. Ενώ με την καρμανιόλα δεν μπορείς να κάνεις σχεδόν τίποτε. Γι' αυτό αποφασίσαμε να σου κόψουμε ένα δάχτυλο, για ν' αναγκάσουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μας αφήσει το κεφάλι κολλημένο στο λαιμό μας. Όταν λάβει το δαχτυλάκι σου ταχυδρομικώς, θα καταλάβει πώς το ζήτημα είναι σοβαρό και πώς δεν μπορεί κανείς να χωρατεύει με τους Βωτρέν!... – Και αν ο Πρόεδρος δεν υποχωρήσει; ρώτησε ο άτυχος γιατρός. – Ε… αν δεν υποχωρήσει την πρώτη φορά θα του στείλουμε ένα άλλο κοψίδι από το κορμί σου! Κι αν δεν υποχωρήσει ούτε και στη δεύτερη, ούτε και στην τρίτη πρόβα, τότε ασφαλώς, την τρίτη μέρα πρέπει να κάνεις την προσευχή σου στον Παντοδύναμο. Αλλά πιστεύω πως δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε ως εκεί. Ένα δάχτυλο πριονισμένο κάνει πάντα εντύπωση!... Αφού είπαν αυτά οι κακούργοι στο γιατρό, τον άφησαν μόνο. Και τώρα ο δόκτωρ Ονορά, πάντα δεμένος στον κορμό της βαλανιδιάς, συλλογιζόταν πώς θα ήταν πολύ τυχερός, αν μπορούσε να γλυτώσει από την τραγική αυτή περιπέτεια με το χάσιμο ενός δαχτύλου μόνο. Η αλήθεια είναι ότι συμμεριζόταν την ελπίδα των Βωτρέν, πώς ο ακρωτηριασμός του θα έφερνε το ποθούμενο αποτέλεσμα... Πρώτος ο Ηλίας ξύπνησε σε λίγο και τον κοίταξε, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε μετακινηθεί από τη θέση του. Ύστερα χασμουρήθηκε και το ηχηρό του χασμουρητό ξύπνησε και τους δύο άλλους αδελφούς του, ο Ουμπέρ ανασηκώθηκε στα γόνατα, κοίταξε γύρω γύρω και μουρμούρισε: – Η Ζωή δεν γύρισε; Ύστερα γύρισε κατά τον γιατρό και κοιτάζοντάς τον καλά με απειλητικά μάτια πρόσθεσε: – Αν σε μια ώρα δεν βρίσκεται εδώ, θα πει πώς κάτι της σκάρωσαν. Κι αν είναι έτσι θα λάβεις ότι σου μέλλεται! 160 πρόφερε μερικές Ο δόκτωρ Ονορά, αντί γι' απάντηση, ακατάληπτες, φράσεις... Ακολούθησε μια μικρή φιλονικία μεταξύ των αδελφών από την οποία ο γιατρός δεν κατάλαβε τίποτα. Σε μια στιγμή, ο ένας από τους τρεις είπε: – Δεν πιστεύω. Αν έτρεχε τίποτα, ο Μπαλαόο θα ερχόταν να μας ειδοποιήσει. Ο Μπαλαοό μάς είναι πιστός! Στ' αλήθεια, αυτός είναι άνθρωπος! – Ναι, άνθρωπος, είπε σαν ηχώ ο Ουμπέρ. – Δεν θα ‘ταν άσχημο να τον παντρέψουμε με την αδερφή μας! πρότεινε ο Συμεών χαμογελώντας, – Πιστεύω πως η Ζωή δεν θα γύρευε καλύτερο... – Λοιπόν, εγώ λέω, να του κάνουμε κουβέντα, όταν θα τρώμε. – Για κοίτα! Nάτος, έρχεται φώναξε ο Ουμπέρ, με τη μύτη ψηλά. Και οι τρεις αδελφοί με μια φωνή τον χαιρέτησαν ενθουσιαστικά. – Καλημέρα, Μπαλαοό, καλημέρα! «Σε ποιον λένε «καλημέρα», αναρωτήθηκε ο Ονορά σκεπτικός.» Κανένας δεν φαινόταν εκεί κοντά και, πράγμα παράξενο, οι τρεις αδελφοί κοίταζαν ψηλά, σαν να περίμεναν να πέσει κάτι απ' τον ουρανό, – Λοιπόν, Μπαλαόο; φώναξαν ξανά και οι τρείς αδελφοί, θα έρθεις επιτέλους; – Έρχομαι! είπε ο Μπαλαοό με φωνή βραχνή. Και ο γιατρός Ονορά είδε με κατάπληξη, να κατεβαίνει από το ύψος ενός δένδρου, έναν άμεμπτο κύριο που φορούσε κάλτσες και είχε τα παπούτσια του κρεμασμένα στον ώμο. Πηδούσα από δένδρο σε δένδρο με εξαιρετική γοργότητα, και κατέβαινε με τα χέρια στις τσέπες, με το καπέλο στραβά, σαν να κατέβαινε από καμμιά άνετη σκάλα... Ποιος να ήταν αυτός ο ακροβάτης; **** Όσο κι αν δούλευε η φαντασία του, ποτέ δεν θα μπορούσε να υποθέσει ο γιατρός Ονορά ότι θα έβλεπε να παρουσιάζεται ο Νοέλ. Και όμως ο ακροβάτης αυτός ήταν ο Νοέλ ολόκληρος! Τότε ο γιατρός αναστέναξε με ανακούφιση. Ο Νοέλ δεν μπορούσε 161 παρά να είναι ένας σωτήρας! Και το αγαθό πλακουτσωτό πρόσωπο του νεοφερμένου, με τα ολοστρόγγυλα παιδιάστικα μάτια προκάλεσαν ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στην ψυχή του άτυχου Ονορά. Μόλις πάτησε στη γη ο Νοέλ κοίταξε το γιατρό με αδιαφορία και τον χαιρέτησε μ' ένα: «καλημέρα γιατρέ» τόσο γαλήνιο, τόσο προστατευτικό, που ο δυστυχισμένος, ένοιωσε τον εαυτό του περισσότερο ακόμα ησυχασμένο. Μα τι ήταν αυτό που έβλεπε ο φτωχός γιατρός; Ο Νοέλ, ο υπηρέτης του Κοριολίς, ο ερημίτης του χωριού, που απέφευγε τις κουβέντες με τους ανθρώπους, είχε μεγάλες φιλίες με τους Βωτρέν, και χωρίς να νοιάζεται γι' αυτόν, τους έπαιρνε να τους μιλήσει και ιδιαιτέρως; Α! Αυτό ήταν υπερβολικό! Πάντα πιο μπερδεμένος ο γιατρός, προσπάθησε ν' αρπάξει κάτι από την κουβέντα που γινόταν μεταξύ των τεσσάρων. Και, χάρη στην πάντοτε δυνατή φωνή του Νοέλ, άκουσε τον υπηρέτη του Κοριολίς να λέει: – Έρχομαι από το τελευταίο κλαδί τού δένδρου του Πιερφέ και μπορώ να σας πω, ότι όλα πάνε καλά, και ότι κανένας δεν μπήκε στο δάσος. Μόνο είδα κόκκινα πανταλόνια και έμαθα πώς ετοιμάζεται μάχη. Για την ώρα, ίσως οι στρατιώτες καπνίζουν ξαπλωμένοι στα χορτάρια. Είδα τη Ζωή και μου είπε τι γίνεται στο Σαιν Μαρτέν. Δεν φοβόσαστε, μήπως κανένας από τη ράτσα σας, της κάνει κακό; Εγώ της το φώναξα, πώς είναι κουταμάρα της να πηγαίνει σ' αυτούς, αλλά δεν μ άκουσε. Για πέστε μου, γύρισε; – Όχι!... – Ε, λοιπόν, μάθετε από μένα τα μαντάτα. Ξέρω πως τα κόκκινα πανταλόνια θα σας πολιορκήσουν. Όμως εγώ δεν το πιστεύω, γιατί είδα τα κόκκινα πανταλόνια ξαπλωμένα στα χορτάρια! Οι τρεις αδελφοί ρώτησαν τον Μπαλαοό να τους πει τι θέση είχαν τα στρατεύματα και ο Μπαλαοό τους ξόρκισε να μένουν ήσυχοι, και ότι αυτός θα επαγρυπνούσε χωρίς να λείψει στιγμή. Έπειτα κοίταξε τον δόκτορα Ονορά και ρώτησε τους Βωτρέν τι τον ήθελαν εκεί κι αν είχαν σκοπό να τον φάνε. Ο Ουμπέρ του αποκρίθηκε ότι τον κρατούσαν ως όμηρο και ο Μπαλαοό ξαναρώτησε να του εξηγήσουν τι θα πει «όμηρος». Αλλά ο Ουμπέρ δεν είχε καιρό να του απαντήσει γιατί ξαφνικά η Ζωή πετάχτηκε μπροστά τους από ένα θάμνο. 162 – Πού το βρήκες αυτό το φόρεμα; την ρώτησε ο Ουμπέρ βλέποντας την με θαυμασμό να φοράει το φόρεμα της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, που είχε κλαπεί απ' το ξενοδοχείο... – Εγώ της το χάρισα, είπε ο Μπαλαοό. Δεν μπορούσα να τη βλέπω με τα κουρέλια! – Καλά θα κάνει η Ζωή να το φυλάει, πρόσθεσε ο Συμεών. Πού θα βρει καλύτερο φουστάνι για το γάμο της; Στα λόγια αυτά ο Μπαλαοό έβγαλε ένα μούγκρισμα και έφτασε επάνω στα πόδια του Συμεών. Σημείο πως δεν ήταν ευχαριστημένος. – Δεν θέλω τέτοιες κουβέντες μπροστά μου, είπε. – Γιατί; ρώτησε ο Ουμπέρ. Μια μέρα η Ζωή θα παντρευτεί... και εσύ, Μπαλαοό, σήμερα αύριο θα παντρευτείς… – Εγώ;... φώναξε ο ανθρωποπίθηκος πηδώντας πίσω. Εγώ, να παντρευτώ με ένα κορίτσι των ανθρώπων; Α! Ποτέ! Φού! Φού! Γκουέκ! Γκουέκ! Και χτύπησε δυνατά το στήθος του. – Άφησες καμμιά αρραβωνιαστικιά στην πατρίδα σου; – Ναι, ίσως στο δάσος της Μπαντάγκ, αποκρίθηκε ο Μπαλαοό με κλαμένη φωνή. Ύστερα τράβηξε μακριά, έπεσε χάμω, με το πρόσωπο καταγής, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, κι έμεινε ακίνητος. – Συλλογιέται το δάσος της Μπαντάγκ. – Ας κάνουμε τη δουλειά μας, εμείς, είπαν οι Βωτρέν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ' Η Επίθεση Είχε πια νυχτώσει. Οι τρεις αδελφοί είχαν αποφασίσει να κόψουν το άλλο μικρό δάχτυλο του γιατρού μόλις χάραζε. Ούτε εκείνη τη νύχτα ο Ονορά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ξαφνικά οι Βωτρέν σκορπίστηκαν μέσα στο σκοτάδι, χωρίς ο γιατρός να καταλάβει ποιο δρόμο πήραν. Μόνο η Ζωή έμενε εκεί για να φυλάει τον αιχμάλωτο, γιατί και ο Μπαλαοό σηκώθηκε να φύγει. – Άκουσε, είπε στη Ζωή, εγώ πηγαίνω να φυλάξω πάνω στο δέντρο. Αν φανούν τα κόκκινα παντελόνια, εγώ θα χτυπήσω τρεις φορές στο στήθος έτσι. Και χτύπησε τρεις φορές στο στήθος του που αντήχησε σαν καμπάνα. – Αυτό θα πει: «Προσοχή από το μέρος της Μοαμπή!» Κατάλαβες; – Ναι, αλλά μου υποσχεθήκαν ότι ως στο πρωί δεν θα μας κάνουν τίποτα. 165 – Με την ανθρώπινη ράτσα δεν ξέρει κανείς ποτέ τι μπορεί να γίνει... Εγώ αγαπώ τ' αδέλφια σου, γιατί είναι από τη ράτσα σου, αλλά όχι εντελώς, και γιατί μπορούν και βλέπουν μέσα στο σκοτάδι. Αν είχαν γεννηθεί στο δάσος της Μπαντάγκ, θα ήταν εκεί πιο ευτυχισμένοι παρά εδώ! – Όλο για το δάσος της Μπαντάγκ μιλάς! – Ναι, το αγαπώ τόσο πολύ! – Και την καημένη τη Ζωή δεν την αγαπάς; – Και ποιος σε λογαριάζει εσένα; Εσύ είσαι ένα κορίτσι των ανθρώπων. – Και όμως εγώ ξέρω ένα κορίτσι των ανθρώπων, που, μόλις σου φωνάξει «Μπαλαοό!», τρέχεις κοντά του σαν σκυλάκι! – Καλύτερα θα έκανες να μη μιλάς γι' αυτό. Το στόμα σου λερώνει αυτό το όνομα. Η Ζωή έκλαιγε. – Και γιατί κλαις; – Γιατί νόμιζα πως θα γινόσουν φίλος μου, αφού μου χάρισες αυτό το φουστάνι. Τότε, γιατί κάθεσαι εδώ; – Με ρωτάς, μικρή στρίγγλα, αφού ξέρεις πως κάθομαι για να προστατέψω τους αδελφούς σου από την ανθρώπινη ράτσα; – Ναι, και για τον κρεμασμένο... Γιατί εσύ κρέμασες το δικαστή, όπως κρέμασες και τον Λομπάρ και τον Καμύς! Γνώρισα τις πατημασιές σου. Και όμως δεν είπα τίποτα στο δικαστήριο, ούτε και όταν καταδικάστηκαν τ' αδέλφια μου. Βλέπεις λοιπόν πως τα τρία τους κεφάλια δεν τα λογαριάζω μπροστά στο χαμόγελο σου. Αλλά εσύ ποτέ δεν μου χαμογελάς, Μπαλαοό! Και όμως να ‘ξερες τι είπα για σένα όταν έγινε η φασαρία για το θάνατο του Μπλοντέλ... – Θα σωπάσεις, μικρή στρίγγλα; Τον Λομπάρ και τον Καμύς τους κρέμασα, γιατί με κορόιδευαν. Δεν τους λυπάμαι. Αλλά ο Μπλαντέλ, αλήθεια, δεν μου έκανε τίποτα! – Και ο Πατρίκιος τι σου έκανε; Ο Μπαλαόο μόλις άκουσε το όνομα αυτό έβγαλε ένα μουγκρητό σαν φοβερή βροντή. – Να μη μου μιλάς ποτέ ούτε γι' αυτόν! – Α! Ούτε γι' αυτήν, ούτε γι' αυτόν! Τώρα κατάλαβα πια! Η Ζωή αναστέναξε και συνέχισε: – Κάθεσαι και μας λες πως είσαι ευχαριστημένος μαζί μας, ψεύτη!... Εσύ όλο αυτήν συλλογίζεσαι και αν είσαι εδώ, είσαι γιατί 166 δεν κοιτάς να πας για να μην σε μαλώσει. Μα ας είναι... Δεν πειράζει... Τι να την κάνουμε την αγάπη σου; Εμείς όλοι θα κρεμασθούμε μια μέρα!... Και ο πατέρας μου ήταν σαν τους αδελφούς μου, ληστής, του σχοινιού και του παλουκιού!... Στο σημείο αυτό η κουβέντα κόπηκε. Όμως ο γιατρός Ονορά δεν είχε χάσει ούτε μια συλλαβή απ' όλα αυτά. Και έτρεμε σύγκορμος!... Ο Μπαλαοό που άκουγε καλά είπε: – Κάτι κουνήθηκε εδώ κοντά, Ζωή! – Ναι, είναι ο γιατρός. – Τι θα τον κάνουν τ' αδέλφια σου; – Θέλουν να τον σκοτώσουν, επειδή μαρτύρησε εναντίον τους στο δικαστήριο. Αλλά εγώ κουράστηκα απ' όλα αυτά... – Και τώρα πού πας; – Στη γούβα. Έχω δύο νύχτες να κοιμηθώ. Καληνύχτα. Και η Ζωή χάθηκε μπροστά από τα μάτια του γιατρού λες κι' άνοιξε η γη και την κατάπιε... **** Όταν έμεινε μόνος ο ανθρωποπίθηκος, ακίνητος σαν άγαλμα, κοίταξε τον γιατρό, που έκανε πως κοιμάται. Αφού βεβαιώθηκε πώς κοιμόταν στ' αλήθεια, κάθισε χάμω κι άρχισε να γδύνεται. Σε λίγες στιγμές ήταν ολόγυμνος και ο γιατρός μισανοίγοντας τα μάτια και βλέποντάς τον έτσι ένοιωσε έναν άλλον τρόμο. Ο Νοέλ δεν ήταν άνθρωπος, ήταν μαϊμού!... Τον είδε συγχρόνως να πηδάει σ' ένα δέντρο, να κρεμιέται ανάμεσα σε δύο κλάδους, και να φτάνει κοντά του με μια τούμπα στον αέρα. Ο Μπαλαοό κοίταζε τώρα τον γιατρό και συλλογιζόταν πώς, ίσως, αν έσωζε έναν άνθρωπο, η Μαγδαληνή θα τον συγχωρούσε για την προστυχιά που έκανε στον ευγενικό κύριο που είχε πάει να τους επισκεφθεί. Με την πεποίθηση αυτή, πλησίασε τον γιατρό, έλυσε το σκοινί και του έδωσε μια γροθιά στο κεφάλι για να ξυπνήσει. – Σήκω πάνω! του φώναξε. «Να σηκωθεί; Ο ανθρωποπίθηκος τον διέτασσε να σηκωθεί!... Τον ελευθέρωσε λοιπόν; αναρωτήθηκε ο γιατρός.» Ο δυστυχισμένος δεν γύρευε και κάτι καλύτερο! Άρπαξε από το μπράτσο τον σωτήρα του και σηκώθηκε. Και ο Μπαλαοό που ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή το δάσος, τον συνόδευσε ως ένα μονοπάτι, 167 απ' όπου μπορούσε εύκολα να βγει στο χωριό. Ο γιατρός σαν τρελός άρχισε να τρέχει τώρα στο μονοπάτι που του είχε δείξει ο ανθρωποπίθηκος. Ξαφνικά όμως ένοιωσε πως κάποιος έτρεχε πίσω του, τον έφτασε, και τον άγγιξε στη πλάτη. Γύρισε και είδε τον Μπαλαοό. Το είχε φαίνεται μετανιώσει. Τον άρπαξε απ' τον γιακά, τον ανασήκωσε, και σε λίγες στιγμές τον έφερνε πάλι μπροστά στο δέντρο όπου τον περίμεναν οι Βωτρέν. Ο άτυχος γιατρός περνώντας από τη μεγάλη χαρά στη μεγάλη απελπισία, έχασε τα λογικά του. Στο μεταξύ ένας θόρυβος ακούστηκε ανάμεσα στα κλαδιά, ένα ξύπνημα των πουλιών, μια κίνηση των αγριμιών που έδειχνε πώς κάτι τρέχει. Ο Μπαλαοό πήδησε αμέσως στην κορφή της φηγού, κοίταξε λίγες στιγμές και είπε: – Προσοχή! Έρχονται!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' Ο Μπαλαόο αμύνεται. Εδώ και δύο νύχτες ο Κοριολίς βρισκόταν στον πύργο, απελπισμένος για το θάνατο του κυρίου ντε Μερεντέν. Ένοιωθε πώς ήταν υπεύθυνος για το έγκλημα αυτό. Για να είμαστε όμως ειλικρινείς το τραγικό τέλος του δικαστή ερχόταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην απογοήτευση που δοκίμαζε ο Κοριολίς βλέποντας ότι όλες του οι προσπάθειες για να μεταβάλει τον άνθρωποπίθηκο σε πραγματικό άνθρωπο, πήγαν χαμένες. Και συλλογιζόταν, τι συνέπειες τρομερές θα είχε το καινούργιο αυτό έγκλημα; Θ' αναζητούσαν το δολοφόνο και, αλλοίμονο! Ο Μπαλαοό δεν θα μπορούσε να γλυτώσει από τη σκληρότητα των ανθρώπων! Και ο Κοριολίς, αγαπούσε τόσο πολύ τον Μπαλαοό που σχεδόν θα προτιμούσε τη φυλακή για τον εαυτό του, παρά να δει να κλείνουν τον ανθρωποπίθηκο στο κλουβί. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς και τη θλίψη της Μαγδαληνής. 170 Δεν μπορούσε να εργαστεί, τα δάκρυα της θόλωναν τα μάτια και τη νύχτα πήρε τη Γερτρούδη στο δωμάτιό της για συντροφιά. Αλλά ούτε η μια στο κρεββάτι της ούτε η άλλη στο στρώμα της σε μια γωνιά, μπορούσαν να κοιμηθούν. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα άκουσαν ένα φοβερό μουγκρητό. – Αυτός είναι ο Μπαλαοό είπε η Μαγδαληνή! Όμως ποτέ μου δεν τον άκουσα να μιμείται έτσι τη βροντή ! (*) Και επειδή την ίδια στιγμή ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν και έτρεξαν στο διαμέρισμα του Κοριολίς. Καθώς μπήκαν τον βρήκαν να πηγαινοέρχεται μέσα στον πύργο, σαν αγρίμι μες στο κλουβί. – Θα μου τον σκοτώσουν!... φώναζε. Θα μου τον σκοτώσουν! Α, τους δειλούς!... Χίλιοι εναντίον ενός! Ο γέρος έκλαιγε, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ του. Α! να καταστραφεί ένα έργο τόσον ετών, ένα έργο που μπορούσε να ονομαστεί δημιουργία, ήταν τρομερό, ήταν τερατώδες! Η Μαγδαληνή γονάτισε μπροστά του και τον χάιδευε. Εκείνος όμως ούτε που την έβλεπε. – Πάει! Δεν θα ξαναδούμε πια τον Μπαλαοό!... Δεν έχουμε πια Μπαλαοό!... και το τραβούσε τα μαλλιά του. Ξαφνικά σηκώθηκε και είδε από το παρατηρητήριο του να προχωρά από το δάσος μια συνοδεία ανθρώπων. Κρατούσαν φορεία και μάντεψε ότι υπήρχαν σκοτωμένοι μέσα στα φορεία αυτά. Ίσως κάποιος απ' αυτούς να ήταν και ο Μπαλαοό. Πίσω απ' τα φορεία ακολουθούσαν κάμποσοι στρατιώτες πληγωμένοι, έχοντας στη μέση τον Ονορά, τρελό, να τραγουδά τη «Μαρσελιέζα». Ο Κοριολίς δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έκατσε καταγής. Οι δύο γυναίκες νόμισαν ότι πέθανε. Όμως γρήγορα, με τις περιποιήσεις τους, τον συνέφεραν. – Πού είναι ο Μπαλαοό; μουρμούρισε. --------------------------------------(*) Οι ταξιδιώτες που έχουν ακούσει ουρακοτάγκο, λένε πως μόνο με την έκρηξη του κεραυνού και με τον κρότο της βροντής μπορεί να παραβληθεί η φωνή του, όταν είναι θυμωμένος. Πολλές φορές οι πρωτόπειροι κυνηγοί ξεγελιούνται νομίζοντας, ότι πρόκειται για θύελλα!... 171 Η Γερτρούδη έφυγε για να πάει να πληροφορηθεί. Δεν άργησε να γυρίσει. – Λοιπόν; την ρώτησε μόλις την είδε ο Κοριολίς να μπαίνει λαχανιασμένη… – Λοιπόν, τίποτα. – Πώς τίποτα»; – Να, ο στρατός καταδίωξε τους τρεις αδελφούς, γιατί είχαν φύγει από τη φυλακή και είχαν κρεμάσει στο δάσος τον ανακριτή, όπως είχαν κρεμάσει τον Καμύς, τον Λομπάρ και τον καημένο τον Μπλοντέλ. Ο Μπαλαοό δεν έπαθε τίποτα. Οι Βωτρέν πλήγωσαν καμμιά τριανταριά και σκότωσαν τέσσερις. – Και ο Μπαλαόο; – Ποιος σας μιλάει για τον Μπαλαοό; Αφού σας λέω πώς δεν γίνεται καμμιά κουβέντα γι' αυτόν! Σας ορκίζομαι στην ψυχή μου!... Η γριά ορκιζόταν γιατί δεν ήξερε τίποτα για τον θάνατο του Μερεντέν, για τη μυστηριώδη άμυνα του δάσους, για τη μάχη που γινόταν πάνω από τα δέντρα, για τα φοβερά χτυπήματα που έρχονταν από ψηλά εκ μέρους αυτού του Μπαλαοό... Ο Κοριολίς και η κόρη του ευχαριστήθηκαν απ' τις ειδήσεις αυτές, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. – Μαγδαληνή, είπε ο γέρος, πήγαινε να τον βρεις, να τον φωνάξεις!... Η Μαγδαληνή δεν περίμενε να της το ξαναπεί. Μετά από ένα τέταρτο βρισκόταν στο μονοπάτι του δάσος και φώναζε με την πιο γλυκιά της φωνή: – Μπαλαοό! Μπαλαοό!... Σε λίγο παρουσιάστηκε μπροστά της ο Μπαλαόο, γονάτισε με χαμηλωμένο το κεφάλι μουρμουρίζοντας, ταραγμένος: – Έλεος!... Έλεος!... Η Μαγδαληνή τον πήγαινε κρατώντας τον από το αυτί. Και όμως αυτός είχε στραγγαλίσει τον ανακριτή! Αλλά η Μαγδαληνή τον αγαπούσε τόσο πολύ!... ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Ο ΜΠΑΛΑΟ0 ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Ένα οικογενειακό γεύμα. Ο Πατρίκιος δεν βρήκε κανέναν στο σταθμό, όταν έφτασε εκεί το βράδυ με το τρένο των εφτά και τέταρτο. Παραξενεύτηκε γι' αυτό, αν και από την εποχή που έφυγε από το Σαιν-Μαρτέν, δηλαδή εδώ και τρία χρόνια σχεδόν, ο Κοριολίς του φέρθηκε με τέτοιο τρόπο, που δεν έπρεπε να παραξενεύεται για τίποτα. Πρώτ' απ' όλα, κράτησε τον Πατρίκιο μακριά από τη Μαγδαληνή. Και αν αυτή πήγε δύο τρεις φορές στο Κλερμόν με τον πατέρα της, ο νέος δεν προσκλήθηκε ούτε μία φορά στο Παρίσι. Ύστερα από δύο χρόνια, μετά τις δικαιολογίες που πρόβαλε ο Κοριολίς για να δώσει μάκρος στην ημέρα του γάμου, οι ΣαιντΩμπέν, περίεργοι να μάθουν τι γινόταν στο σπίτι του συγγενούς τους κατέφυγαν σ' ένα πρακτορείο μυστικής αστυνομίας, το οποίο τους έδωσε τόσο παράλογες πληροφορίες, που μετάνιωσαν γιατί κατέφυγαν σ' αυτό. 174 Ωστόσο μερικές πληροφορίες βγήκαν αληθινές. Παραδείγματος χάρη ήταν εξακριβωμένο ότι ο Κοριολίς δεν έβγαινε πια έξω χωρίς τον Νοέλ που τον αγαπούσε υπερβολικά και τον σπούδαζε νομικά! Ναι! Όσο τερατώδες κι αν φαίνεται αυτό, ένα ήταν γεγονός: Ο Νοέλ ήταν ακροατής στη Σχολή της Νομικής και ο Κοριολίς τον συνόδευε σε όλα τα μαθήματα! Κανείς δεν ήξερε τι να υποθέσει μ' αυτή την ιδιοτροπία του πρώην προξένου της Βαταβίας! Και ακριβώς τη στιγμή που οι Σαιντ-Ωμπέν αναρωτιόντουσαν τι να σήμαινε η νέα αυτή ιδιοτροπία, ξαφνικά αποφασίστηκε ο γάμος του Πατρικίου και της Μαγδαληνής. Ο Κοριολίς επέσπευσε τα πράγματα με μανία, οι γάμοι θα γίνονταν στο Παρίσι, αλλά ο παράξενος γέρος δεν επέτρεψε στο νέο να βλέπω την αρραβωνιαστικιά του τον τελευταίο αυτό καιρό. Έβρισκε γελοία αυτή τη συνήθεια. Αποφάσισε τα εξής: Ο νέος θα πήγαινε στο Παρίσι σαράντα οκτώ ώρες μόνο προ του γάμου, και το μυστήριο θα γινόταν σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο. Και αυτοί ακόμα οι Σαιντ-Ωμπέν δεν θα μπορούσαν να παραβρεθούν, γιατί ο πατέρας του νέου υπέφερε από ποδάγρα. Γι' αυτό, την ίδια βραδιά του γάμου, το νέο ανδρόγυνο θα έπαιρνε το τρένο για να πάει να φιλήσει το γέρο πριν φύγει για την Ιταλία, όπου θα περνούσε το μήνα του μέλιτος. Και ο Πατρίκιος έφτασε λοιπόν στο Παρίσι με το τρένο των εφτά και τέταρτο όπως τον είχε διατάξει ο Κοριολίς. Όμως, δεν βρήκε κανέναν στο σταθμό κι αυτό του έκανε εντύπωση. Αφού έβαλε τη βαλίτσα του σ' ένα αμάξι, έδωσε την διεύθυνση της οδού Ζισιέ, όπου ο γέρος είχε εγκατασταθεί σ' ένα αρχαίο μέγαρο. Φυσικά εγκαθιστάμενος στο Παρίσι ο Κοριολίς είχε πάρει μαζί του τη Γερτρούδη και τον Νοέλ και είχε μεταφέρει εκεί και τις περίφημες εργασίες του για το αρτόφυτο, τη «μανιόκα». Όταν επιτέλους η άμαξα έφτασε μπροστά στο σπίτι του Κοριολίς, η γαλήνη της γειτονιάς τού έκαμε πολύ καλή εντύπωση. Μπορούσε να νομίζει ότι βρισκόταν στην επαρχία. Μόλις χτύπησε, τού άνοιξε η Γερτρούδη αλλά, αντίθετα προς ό,τι φανταζόταν ο Πατρίκιος, η γριά δεν έδειξε καμμιά ευχαρίστηση βλέποντάς τον. Είπε απλώς, με αδιαφορία: – A! Εσείς είστε; Η δεσποινίς πολύ θα ευχαριστηθεί. – Μα δεν με περίμεναν λοιπόν απόψε; ρώτησε ο νέος σαστισμένος. – Μα και βέβαια! Το δωμάτιο σας είναι κιόλας έτοιμο! 175 Βρίσκονταν τώρα και οι δύο σ' ένα μεγάλο ψυχρό διάδρομο, απ' όπου άρχιζαν τα σιδερένια κάγκελα μιας σκάλας. Η Γερτρούδη του την έδειξε και την ίδια στιγμή, ακούστηκε από ψηλά μια φωνή: – Εσύ είσαι, Πατρίκιε; – Ναι, εγώ είμαι! αποκρίθηκε ο νέος πειραγμένος, αναγνωρίζοντας τη φωνή της αρραβωνιαστικιάς του. Η Μαγδαληνή κατέβηκε κι έριξε τα μπράτσα γύρω απ' το λαιμό του. Ο Πατρίκιος φίλησε την αρραβωνιαστικιά του αν και δεν έβρισκε όλα αυτά τα φερσίματα φυσικά. Η Μαγδαληνή φαινόταν περισσότερη ανήσυχη παρά ευχαριστημένη που τον έβλεπε. Στο Παρίσι η νέα είχε χάσει τα ωραία της χρώματα, είχε όμως αποχτήσει άλλες γυναικείες χάρες, που ποτέ δεν θα μπορούσε να τις αποχτήσει στο Σαιν- Μαρτέν. Αλλά ο Πατρίκιος δεν το πρόσεξε αυτό Ήταν πάντα πειραγμένος. – Τι έχεις; τον ρώτησε η Μαγδαληνή. Δεν φαίνεσαι ευχαριστημένος. Πειράχτηκες γιατί δεν ήρθαμε στο σταθμό; Μα το ξέρεις καλά, πώς ο μπαμπάς δεν είναι και τόσο υποχρεωτικός! – Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Πατρίκιος με σιγανή φωνή. Πού είναι ο θείος μου για να τον χαιρετήσω; – Θα τον δεις στο τραπέζι. Τώρα η Γερτρούδη θα σε πάει στο δωμάτιο σου. Γευματίζουμε στις οχτώ… **** Το δωμάτιο του Πατρίκιου, στο δεύτερο πάτωμα ήταν μεγάλο και θλιβερό. Παράθυρα ψηλά που δεν έκλειναν καλά, τοίχοι γυμνοί, ούτε ένα λουλούδι. Τίποτα που θα μπορούσε να δείξει πως η Μαγδαληνή φρόντισε γι' αυτόν. Όταν βρέθηκε μόνος, ο Πατρίκιος αναστέναξε. Και να σκέπτεται ότι σε δύο μέρες θα παντρευόταν το κορίτσι αυτό που το ένοιωθε τόσο μακριά από τον εαυτό του! Κάθισε στα πόδια του κρεββατιού απελπισμένος και θλιμμένος και δεν κουνήθηκε, παρά μόνο όταν η Γερτρούδη χτύπησε την πόρτα του, λέγοντας: – Λοιπόν, κύριε Πατρίκιε;... είστε έτοιμος; Η δεσποινίς επιθυμεί να σας μιλήσει. Χωρίς όρεξη ο Πατρίκιος σηκώθηκε και προχώρησε στην πόρτα. Η Γερτρούδη τον περίμενε ανυπόμονη: 176 – Μα κάντε γρήγορα!... μουρμούρισε. Τον οδήγησε κάτω και τον έμπασε στο σαλόνι, όπου ο Πατρίκιος βρήκε τα ίδια έπιπλα που στόλιζαν το σαλόνι του Σαιν-Μαρτέν. Αλλά κι' εδώ η ίδια αμέλεια, η ίδια έλλειψη ενός λουλουδιού, και κάθε κοκεταρίας. Η Μαγδαληνή τότε περίμενε όρθια, κοντά στο τραπέζι. Πιάνοντάς του τα χέρια του είπε σιγανά, αλλά με φωνή γεμάτη ξηρότητα: – Αγαπημένα μου Πατρίκιε, καταλαβαίνεις κι εσύ πώς, άμα παντρευτούμε, θα κάνουμε εμείς ό,τι θέλουμε. Όμως εδώ είμαστε στο σπίτι του μπαμπά και δεν μπορούμε να τον δυσαρεστούμε. Δεν σου κρύβω ότι, όσο πηγαίνει, γίνεται πιο μανιακός. Αλλά δεν πρέπει να θυμώνουμε μαζί του, γιατί υποφέρει πάρα πολύ στη σκέψη ότι θα χωριστεί από μένα. Θα κατάλαβες πια ότι η ιδέα του γάμου μου του ήταν πάντοτε ανυπόφορη στο τέλος όμως το δέχτηκε, όπως ο άρρωστος δέχεται μια εγχείρηση. Υποφέρει, και θα ήθελε να είχε τελειώσει πια αυτή η υπόθεση αλλά μέχρι να γίνει ο γάμος, δεν θέλει ν' ακούει να γίνεται λόγος γι' αυτόν. Λοιπόν σου συνιστώ: ούτε στο τραπέζι, ούτε πουθενά αλλού να μιλήσεις για γάμο! Μπροστά σε όλους θα φαίνεσαι ότι ήρθες στο Παρίσι για υποθέσεις σου... Σύμφωνοι; Δεν περίμενε απάντηση και ενώ αυτός στεκόταν σαστισμένος, εκείνη άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας και μπήκε μέσα. Ο Πατρίκιος την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Μόλις μπήκε η έκπληξη του έφτασε στο κατακόρυφο, όταν είδε μια κόρη καθισμένη σε μια πολυθρόνα, κοντά στο παράθυρο, με το κεφάλι σκυμμένο σ' ένα βιβλίο. Στο θόρυβο των βημάτων η νέα σήκωσε το κεφάλι και ο Πατρίκιος με δυσκολία κατόρθωσε να συγκράτηση ένα επιφώνημα: – Η Ζωή! Ήταν η αδελφή των Βωτρέν, αυτή η ωραία κόρη που σηκώθηκε να τον χαιρετήσει με τόση χάρη; Βέβαια, η μεταμόρφωση δεν μπορούσε να είναι τελειότερη. Η Ζωή δεν θύμιζε στο παραμικρό το αγοροκόριτσο του δάσους με τα λερωμένα και κουρελιασμένα ρούχα, με τα αχτένιστα μαλλιά. Ήταν μια μορφωμένη Παριζιάνα, χαριτωμένη και πολύ μοντέρνα. Όταν ο Πατρίκιος έμαθε ότι η Ζωή πήγε στο Παρίσι, δεν μπόρεσε να μην γράψει στη Μαγδαληνή τη σκέψη του σχετικά με τη νέα αυτή ιδιοτροπία του θείου του. Αλλά η Μαγδαληνή του απάντησε 177 ότι ο πατέρας της, δεν της ζήτησε τη γνώμη της και ότι εξάλλου επιδοκίμαζε την πράξη του, τόσο ευεργετική για την ορφανή. (Η μητέρα των Βωτρέν είχε πεθάνει). Αργότερα η Μαγδαληνή έγραψε στον Πατρίκιο, ότι είχε γίνει ένα πολύ φρόνιμο κορίτσι και ότι είχε κόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν. Όσο για τους αδελφούς, χωρίς άλλο θα είχαν πει πεθάνει, αλλιώς θα εύρισκαν το μέσο ώστε να δώσουν ειδήσεις τους στην αδελφή τους. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η γνώμη της Ζωής. Αυτή η τελευταία πληροφορία είχε πολύ ανακουφίσει τον Πατρίκιο, γιατί, ως τότε, είχε ζήσει σ' ένα διαρκή εφιάλτη. Πολλές φορές του συνέβη να ξυπνήσει τη νύχτα με τα μαλλιά σηκωμένα, με την αίσθηση ότι κάποιος του σφίγγει το λαιμό, ότι πνίγεται. Με το θάνατο των τριών αδελφών, ο εφιάλτης αυτός θα έπαυε, γιατί, χωρίς άλλο στους Βωτρέν έπρεπε ν' αποδώσει το φοβερά επεισόδιο, των οποίων αυτός υπήρξε το θύμα. **** Με πολλή αφέλεια η Ζωή του έδωσε το χέρι και ρώτησε να μάθει περί της υγείας του. Δεν πρόλαβε να επιδοθεί σε περαιτέρω ερωτήσεις. Ο θείος Κοριολίς μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από έναν ψηλό και στιβαρό νεαρό κύριο, ο οποίος είχε προτεταμένο το στήθος του και απεικόνιζε ένα ζευγάρι φαρδιούς ώμους κάτω από ένα καλοραμμένο σακάκι. Η αγαπημένη του Μαγδαληνή γνώριζε αυτό το πρόσωπο, με τα αμυγδαλωτά μάτια, τον τύπο της Άπω Ανατολής που πάντα μας εκπλήσσει όταν τροποποιείται από τις ευρωπαϊκές μόδες, όπως τα μαλλιά ομοιόμορφα χτενισμένα προς τα κάτω, με ίσια χωρίστρα, και το ματογυάλι. Ναι, ο Νοέλ φορούσε ματογυάλι! Ο Πατρίκιος, που δεν τον είχε δει ποτέ τόσο κοντά, θεώρησε ότι είχε βελτιωθεί. Το έξυπνο κόψιμο των ρούχων του και το ψυχρό του βλέμμα τον έκαναν να φαίνεται σχεδόν διακεκριμένος. Η περίεργη ασχήμια του προσώπου του ήταν μάλλον ελκυστική παρά απωθητική. «Μπορεί να είναι αρκετά όμορφος στη χώρα του», σκέφτηκε ο Πατρίκιος, αντικατοπτρίζοντας ότι, τελικά, η εμφάνιση είναι θέμα γεωγραφικού πλάτους και γεωγραφικού μήκους. Μόνο που μετάνιωσε, για χάρη αυτού του ξένου, για το εξαιρετικά 178 δυνατό χτίσιμο των σιαγόνων των ζώων. Ο Πατρίκιος έμεινε έκπληκτος από τη Ζωή, αλλά η θέα του Νοέλ τον βύθισε σε απόλυτη απορία: «Έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε που δούλευε στον οπωρώνα», σκέφτηκε, υποκρίνοντας κάπως ψυχρά ως απάντηση στο κοντό νεύμα του πρώην κηπουρού. Και κάθισαν όλοι στο τραπέζι. Ο Κοριολίς δεν ήταν καθόλου επιδεικτικός με τον ανιψιό του. Ρώτησε άτονα για τους γονείς του Πατρίκιου και, χωρίς να περιμένει την απάντηση, έδειξε τη θέση του, ανάμεσα στη Μαγδαληνή και τη Ζοέ. Ο Νοέλ κάθισε ανάμεσα στη Ζωή και τον Κοριολίς. Μετά τη σούπα ακολούθησε μια εμφατική παύση, την οποία έσπασε ο Κοριολίς: – Ίσως, νέε μου, όταν τελειώσεις να κοιτάς σαν τρελός, να μας πεις για πιο πράγμα εκπλήσσεσαι; Ο Πατρίκιος ντρεπόταν που του μιλούσαν έτσι μπροστά στην Μαγδαληνή. Είχε το θάρρος, ωστόσο, να πει, με τη μύτη στο πιάτο του: – Αυτό που με εκπλήσσει είναι το ματογυάλι του Νοέλ. Η Μαγδαληνή τον προειδοποίησε, με μια μικρή κλωτσιά κάτω από το τραπέζι, ότι είχε κάνει γκάφα. Ήταν όμως πολύ αργά. Ο θείος του ήδη απευθύνθηκε σ’ αυτόν: – Ο πατέρας σου φοράει γυαλιά και δεν βλέπω γιατί ο Νοέλ, του οποίου το αριστερό μάτι είναι πιο αδύναμο από το άλλο, δεν πρέπει να φορά ένα κοίλο γυαλί. Ο αστιγματισμός δεν είναι προνόμιο της λευκής φυλής, ούτε η χρήση φακών, για να τον διορθώσεις. Αυτό ειπώθηκε με τόνο σκληρό και περιφρονητικό που ο Πατρίκιος συνετρίβη. Προσπάθησε να κρύψει τη σύγχυση του κάτω από ένα ευχάριστο χαμόγελο. – Τι χαμογελάς; Νομίζεις ότι είσαι πολύ πνευματώδης, υποθέτω! Μη φοβάσαι, δεν είσαι ο μόνος. Είναι όλοι ίδιοι, οι νεαροί άνδρες που δεν έχουν αφήσει την ποδιά της μητέρας τους. Αν είχατε κάνει τρεις φορές τον γύρο του κόσμο, όπως εγώ, δεν θα στεκόσασταν στη θέα ενός ιθαγενή από τη Μαλαισία που φαίνεται καλύτερα με ένα κοστούμι και ένα γιλέκο με διπλό στήθος από εσένα. Δεν τον είδες ακόμα με τα ρούχα του, και ποιος θα μπορούσε να σου δώσει πόντους στο Μπάντι-Λακαντινερί, κύριε υπάλληλε δικηγόρου, 179 που νομίζεις ότι μπορεί να είσαι! Και, όταν ο Πατρίκιος, εντελώς μπερδεμένος, σιώπησε: – Κάνε του ερωτήσεις! βρυχήθηκε ο Κοριολίς. Ρώτα τον ό, τι σου αρέσει! – Μην κάνετε τέτοια παράσταση στον φτωχό νεαρό, κύριε! είπε η γκρινιάρικη φωνή της Γερτρούδης, μέσα σε ένα κούνημα πιάτων και ασημικών. Της ειπώθηκε, με τον δέοντα σεβασμό, να φύγει από το δωμάτιο. Η Μαγδαληνή έκανε το λάθος να διαμαρτυρηθεί, οπότε ο Κοριολίς έκλεισε επίσης το στόμα της: – Δεν θα το επιτρέψω, με ακούτε, όλοι σας; Δεν θα γελάτε με τον Νοέλ! – Μα, θείε, κανείς δεν γελάει μαζί του! αναφώνησε ο Πατρίκιος στο τέλος, εκνευρισμένος. – Βλακείες! Από τη στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο, τον κοιτάς σαν φαινόμενο! Δεν θα το ανεχτώ, ακούς; Δεν θα τον κοιτάζεις σαν φαινόμενο! Δεν μπορούμε όλοι να γεννηθούμε στην Οδό ντε λ΄ Εκού στο Κλερμόν- Φερράν! – Μπαμπά! Ο Πατρίκιος δεν είπε τίποτα που να σε εκνευρίσει. Εξάπτεσαι για το τίποτα. – Ω, στο τέλος θα με αρρωστήσετε, βρισκόμενος ανάμεσα σας. Και ο Νοέλ, όπως και οι υπόλοιποι! Ο Νοέλ φάνηκε να μην το άκουσε και συνέχισε να συντρίβει ευσυνείδητα ένα πιάτο λαχανάκια Βρυξελλών. – Καλά! Τώρα είναι η σειρά του Νοέλ! είπε η Μαγδαληνή, με ένα βεβιασμένο γέλιο. – Και της Ζωής επίσης! συνέχισε ο Κοριολίς γρυλίζοντας σαν οτιδήποτε. – Τι έχω κάνει; ρώτησε η αθώα και πικρή φωνή της πολύ μικρής Ζωής. – Έχεις κάνει άλλα τέσσερα μεγάλα λάθη στην υπαγόρευση και έχεις πάρει κακή βαθμολογία στη γεωγραφία. – Η γεωγραφία, είπε η Ζωή, απλά δεν κατανοείται στο μυαλό μου. – Και η ορθογραφία; Δεν κατανοείται στο μυαλό σου; – Ναι, κύριε, αλλά χρειάζεται χρόνος… – Χρόνος; Τι χρόνος; Είσαι αρκετά μεγάλη για να παντρευτείς. Πρέπει να ξέρεις την ορθογραφία και τη γεωγραφία. Όταν σου πω, Πατρίκιε, ότι είχα περισσότερα προβλήματα με αυτή τη μικρή 180 σουσουράδα από ό, τι με τον Νοέλ, ίσως αυτό αναθεωρήσει την έξυπνη ιδέα σου για τη λευκή φυλή, ε, νέε μου; Ο Πατρίκιος κούνησε το κεφάλι του. Ο ίδιος ήθελε, ο θείος του, να πιστέψει ότι συμμεριζόταν τη γνώμη του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε μια λέξη από ολόκληρη τη συζήτηση. Έκαναν τώρα διανοούμενη τη Ζωή! – Θέλω να καταλάβεις, παιδί μου, συνέχισε ο Κοριολίς, γυρνώντας προς τη Ζωή, αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένη στον έγγαμο βίο σου πρέπει να σου διδάξω καλύτερα τις κουβέντες σου. Ο Πατρίκιος σκέφτηκε: «Η Μαγδαληνή το έθεσε άσχημα όταν μου απαγόρευσε να μιλήσω για γάμο. Από όλα όσα είπαν, φαίνεται να μιλούν για τους γάμους οποιουδήποτε άλλου, εκτός από τον δικό μου.» – Δεν θα παντρευτώ ποτέ, απάντησε η Ζωή, λυπημένη, κατεβάζοντας τα μάτια της. Ποιος θα ήθελε να με πάρει; – Αυτή είναι η δική μου υπόθεση, γρύλισε ο Κοριολίς, με μια μεγάλη γκρινιάρικη φωνή. Και, καθώς μιλούσε, έριξε μια βιαστική ματιά στον Νοέλ, ο οποίος σήκωσε τη μύτη του στον αέρα. Η αδιαφορία του για όλα όσα λέγονταν σε εκείνο το τραπέζι ήταν υπέροχη. Και ο Πατρίκιος δεν μπορούσε παρά να το θαυμάσει αυτό. Ο θείος του γκρίνιαξε: – Δείχνει πολύ κακούς τρόπους με το να παριστάνουμε ότι ονειρευόμαστε στο τραπέζι και να μην παρακολουθούμε ποτέ τη συζήτηση. Δεν λέω τίποτα άλλο! Ο Νοέλ δεν μπορούσε να το ακούσει, γιατί δεν το πρόσεξε. Το αντιστάθμισε ξύνοντας τον εαυτό του. Το μανίκι του πρέπει να το αισθάνθηκε άβολα, γιατί με το αριστερό του χέρι έξυσε έντονα το δεξί του χέρι, πράγμα που δεν επιτρέπεται στα δωμάτια υποδοχής των ανθρώπων. Ο θείος Κοριολίς τον χτύπησε έξυπνα πάνω από τις αρθρώσεις με έναν μικρό χάρακα από έβενο που είχε παρατηρήσει ο Πατρίκιος στο τραπέζι, χωρίς να ξέρει για τι χρησίμευε. Παρακέντηση! Ο Νοέλ φώναξε, σαν ζώο που τιμωρείται, και άφησε το μανίκι του. – Είναι ντροπιαστικό, είπε ο Κοριολίς. Ξεχνάς ότι δεν είσαι στο Χαλ-Ναν εδώ. Είναι ντροπιαστική συμπεριφορά για έναν Παριζιάνο φοιτητή νομικής. – Μπήκε στην νομική; ρώτησε ο Πατρίκιος, αστειευόμενος. 181 – Παρακολουθεί τις διαλέξεις, μαζί μου. – Πόσο μακριά είναι, θείε; – Όχι πολύ. Νοέλ, πες μας μόνο τους διάφορους τρόπους απόκτησης περιουσίας. Ο Νοέλ, αναρωτιόταν συνεχώς αν η Γερτρούδη θα έφερνε σύντομα τα καρύδια, έβαλε το μακρύ, αριστοκρατικό χέρι του ΧαλΝαν στο στόμα του και έβηξε. Στη συνέχεια, με τη μάλλον βραχνή φωνή του και τον απαγγελτικό τόνο ενός μικρού αγοριού που έλεγε την κατήχησή του, απάντησε: – Οι διαφορετικοί τρόποι απόκτησης περιουσίας είναι διαδοχικά, πράξεις δώρου και κληρονομιάς · συμβολαίων: συμβόλαια πώλησης και συμβόλαια... Σταμάτησε ξαφνικά. – Λοιπόν; είπε ο Κοριολίς, συνοφρυωμένος. Συμβόλαια... – Ξέρεις, κύριε, είπε ο Μπαλαοό, παρακολουθώντας μια μύγα, ότι δεν μου αρέσει αυτή η λέξη μπροστά στους ξένους. Αυτό το είπε με ένα βλέμμα άγριου μίσους στον Πατρίκιο. – Ω, πράγματι! είπε ο Κοριολίς, απλώνοντας το χέρι του για τον μικρό μαύρο χάρακα. Ο Μπαλαοό έγινε χλωμός, που ήταν ο τρόπος του να κοκκινίζει και, μιλώντας πολύ γρήγορα, χαμηλόφωνα, είπε: – Και συμβόλαια γάμου... γάμου. Σήκωσε το κεφάλι του, ευχαριστημένος που είχε επανακτήσει τον εαυτό του και τώρα προσπάθησε να κοιτάξει τον Πατρίκιο με αδιάφορο αέρα, σαν κάποιον που ξέρει πώς να αποκρύπτει τα προσωπικά του συναισθήματα. – Λοιπόν, Πατρίκιε, είπε ο Κοριολίς, ευχαριστημένος από την διδασκαλία του, τι πιστεύεις για αυτό; Ο Πατρίκιος σκέφτηκε: «Σίγουρα, για έναν ντόπιο Χαλ-Ναν, υπάρχει μια βελτίωση, η βελτίωση εξαιτίας του μικρού μαύρου χάρακα συνηθισμένου ή με ραβδί κήπου. Αλλά φρόντισε να μην εκφράσει τις σκέψεις του στον θείο του, ο οποίος μπορεί να τον πετούσε από το παράθυρο, και είπε: – Είναι υπέροχο! – Και, ξέρεις, μπορείς να του ζητήσεις ό,τι σου αρέσει, είπε ο Κοριολίς. Του έδωσα την πλήρη εκπαίδευση ενός νεαρού άντρα της οικογένειας. Γνωρίζει τους κλασικούς του. 182 – Ξέρει λατινικά; – Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να κοροϊδεύεις τον γέρο-θείο σου, Πατρίκιε. Όχι, ο Νοέλ δεν ξέρει ακόμα λατινικά. Αλλά μπορείς να είσαι σίγουρος ότι, όταν το κάνει, θα σε κάνει να παραμιλάς σε λιγότερο από τρεις μήνες. Ρώτησε για τις ημερομηνίες και τη Ρωμαϊκή ιστορία. Ο Πατρίκιος είδε ότι δεν υπήρχε διαφυγή. Θα έπρεπε να "ρωτήσει": – Δεν θα σε κουράσει, κύριε, αν σου κάνω μερικές ερωτήσεις; Ο Νοέλ, που είχε κόψει μόνος του ένα μεγάλο κομμάτι τυρί Γκρουγιέρ, προχώρησε να το καταπιεί ήρεμα και δεν απάντησε. – Δεν ακούς; είπε ο Κοριολίς. Ο ανιψιός μου ο Πατρίκιος θέλει να μάθει αν μπορεί να σου κάνει κάποιες ερωτήσεις. Δείξε ότι δεν είσαι βλάκας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Μπαλαοό είχε καθαρίσει το στόμα του. Ήξερε ότι δεν πρέπει να μιλάει με το στόμα γεμάτο. Απρόσεκτα: – Πρέπει να διατηρούμε την ποιότητα μας για χρήσιμα πράγματα και όχι για επίδειξη! Και έριξε το γυαλί του από το μάτι του, στο τέλος του κορδονιού του. – Λοιπόν, αυτή είναι μια σπουδαία απάντηση, είπε ο Πατρίκιος χαμογελώντας σαν μπούφος. – Ω, σπάνια έχει χάσει, είπε η Μαγδαληνή. Μα τον τρομάζεις, απόψε. Ο Μπαλαοό βούτηξε βάζοντας ξανά το γυαλί του στο μάτι, με μια έξαλλη χειρονομία. – Είσαι ενοχλημένος; ρώτησε ο Κοριολίς τον Μπαλαοό. – Ξέρω γιατί είναι ενοχλημένος, είπε η Ζωή, με μια φωνή που έλιωνε. – Γιατί; – Γιατί η Γερτρούδη δεν έχει φέρει τα καρύδια. – Ο Νοέλ λατρεύει τους ξηρούς καρπούς; ρώτησε ο Πατρίκιος. – Ω, είναι το ιδανικό του! είπε η Μαγδαληνή. – Είναι έτσι, κύριε; ρώτησε ο Πατρίκιος, για να πει κάτι. Είναι πραγματικά τα καρύδια το ιδανικό σου; – Αλίμονο του, είπε ο Μπαλαοό, σ’ αυτόν που δεν αντέχει τον εαυτό του σύμφωνα με ένα ιδανικό. Μπορεί ακόμα να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του, αλλά πάντα θα απέχει πολύ από 183 το καλό και το όμορφο. Αφού απελευθερώθηκε από αυτόν τον αφορισμό, κοίταξε την πόρτα, αλλά η Γερτρούδη δεν έφερνε ακόμη τα καρύδια. – Ο Νοέλ είναι μεγάλος φιλόσοφος, είπε ο Πατρίκιος, με έναν σημαντικό αέρα. Και χάρισε ένα χαζό χαμόγελο. – Δεν χρειάζεται να χαμογελάς σαν ηλίθιος όταν κάνεις μια τέτοια δήλωση! είπε ο Κοριολίς. – Πολύ καλά, θείε, είπε ο Πατρίκιος, με έναν νεκρό τόνο. Ο Μπαλαοό φάνηκε ευχαριστημένος και, από δική του βούληση, παρατήρησε, με τα μάτια του να είναι καρφωμένα στην πόρτα: – Λίγοι άντρες έχουν τη σοφία να προτιμούν τη σωστή κατηγορία από τον εύθραυστο έπαινο! – Τι μπορεί να κάνει η Γερτρούδη; είπε η Μαγδαληνή, για να αλλάξει θέμα. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε αμέσως: – Βρήκα τη Γερτρούδη μέσα στα δάκρια. Έφτιαξε μια ωραία τάρτα για το βράδυ και τώρα δεν τη βρίσκει πουθενά. Ο Μπαλαοό άρχισε να κουνιέται: – Ο Στρατηγός Κάπταιν πρέπει να την πήρε, είπε. – Λες ψέματα! είπε σοβαρά ο Κοριολίς. Ο στρατηγός Κάπταιν έχει φαρδιά πλάτη και φαρδιά μύτη. Είναι όμως καλός και πιστός υπηρέτης. Τον έφερες μόλις από το Μαύρο Δάσος για να τον κατηγορήσεις για τα λάθη σου; Απάντησε σαν άντρας! Και μην γυρίσεις το κεφάλι σου! Γιατί έφαγες αυτήν την τάρτα; Το ήξερες ότι έκανες λάθος. Απάντησε μου. – Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Μπαλαοό, καταπίνοντας την ντροπή του μπροστά στον Πατρίκιο και περιμένοντας μάταια τα καρύδια. Η σαφής αίσθηση που έχουμε για τα λάθη μας είναι ένα σίγουρο σημάδι της ελευθερίας που απολαύσαμε διαπράττοντάς τα! – Πολύ καλά, είπε ο Κοριολίς, δεν θα έχεις καρύδια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Γερτρούδη μπήκε με το πιάτο και το έβαλε στο τραπέζι. Τα μάτια του Νοέλ έλαμπαν σαν ρουμπίνια. Αλλά το χέρι του Κοριολίς έπαιζε ήδη, σαν να ήταν ανέμελο, με τον μικρό μαύρο χάρακα. – Μπαμπά! είπε η Μαγδαληνή, παρακαλώντας. Ο Νοέλ την ευχαρίστησε με το ένα υγρό του μάτι. Το ματογυάλι είχε πέσει ξανά. 184 – Μπαμπά, συνέχισε η Μαγδαληνή, ήσουν τόσο ευχαριστημένος μαζί του για το Συνέδριο Μποτιέρ! – Ο Νοέλ παρακολουθεί συνέδρια; ρώτησε ο Πατρίκιος. – Νεαρέ άνδρα από τη επαρχία, απάντησε ο Κοριολίς, αν είχες διαβάσει το νόμο σου στο Παρίσι, αντί για τα περίεργα μέρη από όπου κατάγεσαι, θα γνώριζες ότι το Συνέδριο Μποτιέρ είναι μια κοινωνία συζητήσεων νέων ανδρών που σπουδάζουν ως δικηγόροι, που συναντιούνται τα βράδια, στα δικαστήρια, για να συνηθίσουν να εξασκούνται και να συνηθίζουν στον δημόσιο λόγο. – Μήπως ο Νοέλ θέλει να γίνει δικηγόρος; – Θα το δούμε αργότερα. Προς το παρόν, τον βάζω να μελετήσει την τέχνη της ομιλίας. Τα πηγαίνει αρκετά καλά. Ω, ο άνθρωπος που αποκόπηκε από τις ρίζες του δεν έχασε το χρόνο του και κέρδισε καλή αξία για τα χρήματά του. – Έχει μιλήσει στο Συνέδριο Μποτιέρ; – Όχι ακόμα. Δεν θέλω να επιστήσω την προσοχή στον μαθητή μου πριν βεβαιωθώ για την επιτυχία. Αλλά πηγαίνω εκεί μαζί του. Και βλέπει πώς δημιουργείται ένα θετικό και πώς αντιμετωπίζεται ένα αρνητικό. Όταν κάνει την πρώτη του ομιλία θα είναι μια υπέροχη μέρα! Ο Κοριολίς είπε αυτή την τελευταία πρόταση με τόση ένταση και προθυμία που ο Πατρίκιος εντυπωσιάστηκε από αυτήν. Λυπήθηκε πραγματικά τον θείο του, ο οποίος του φάνηκε ότι ξεκούτιανε. – Εν τω μεταξύ, είπε ο Κοριολίς, ως πρακτική, τον βάζω να διδάσκει τον Κικέρωνα στα γαλλικά. – Ω, κύριε, είπε ντροπαλά η Ζωή, ζητήστε του να μας πει την ιστορία του για το Παλαντίν! – Ω, ναι, κύριε, η ιστορία για το Παλαντίν! είπε η Γερτρούδη, γεμίζοντας τις τσέπες του Μπαλαοό με ξηρούς καρπούς, που δεν είχε δει ο Κοριολίς. – Πολύ καλά, είπε ο Κοριολίς χαμογελώντας. Έλα, Νοέλ, δώσε μας την απαγγελία σου για το Παλαντίν. Ο Μπαλαοό βούρκωσε και κάθισε ακίνητος σαν πέτρα. – Έλα, μεγάλε ανόητε! είπε ο Κοριολίς. Θα έχεις μερικά καρύδια μετά. Στο άκουσμα αυτού, ο Μπαλαοό σηκώθηκε, κινήθηκε πίσω από την καρέκλα του και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην πλάτη, αφήνοντας το δεξί του χέρι ελεύθερο για χειρονομίες. Στη συνέχεια, με την καλύτερη του φωνή στο στήθος, άρχισε: 185 – Πόσο ακόμα, ω, Καταλάιν, θα παίζεις με την υπομονή μας; Πόσο ακόμα θα μας μπερδεύει αυτή η φρενίτιδα σου; Σε ποιο όριο θα εμφανίζεται με καμάρι η αναιδής αλαζονεία σου; Να μην έχεις σε καμία περίπτωση τον πανίσχυρο φρουρό του λόφου του Παλαντίν. – Ω, ο λόφος του Παλαντίν! είπε ο Πατρίκιος. Δεν ήξερα τι εννοούσαν με τον Παλαντίν τους! – Κράτα τη γλώσσα σου, έτσι, κακούργε! Αυτή η υποταγή προήλθε από τον Κοριολίς, του οποίου τα μάτια ξεκινούσαν από το κεφάλι του, ενώ η γροθιά του ήταν σχεδόν σηκωμένη για να χτυπήσει τον Πατρίκιο επειδή διέκοψε τον κύριο Νοέλ στην άσκηση. Ο Πατρίκιος ενστικτωδώς ζάρωσε, μισομουρμουρίζοντας στον εαυτό του ότι ο θείος του πληροί τις προϋποθέσεις για άσυλο και υπόσχεται ότι δεν θα το γλιτώσει και μόλις παντρευτεί θα είναι ασφαλής και μακριά από την επικοινωνία μαζί του. Ο Κοριολίς, λίγο ντροπιασμένος βλέποντας πώς τρόμαξε τον ανιψιό του, ηρέμησε: – Άφησε τον να συνεχίσει, είπε. Μακάρι να μην τον διακόπτεις, αλλιώς θα το ξεχάσει όλο. – Πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή, είπε ο Νοέλ. – Πολύ καλά, κάνε το. Στάθηκε πίσω από την καρέκλα του και κούνησε τα χέρια του σαν να ήταν στο βήμα, ο Μπαλαοό συνέχισε την απαγγελία του: – Πόσο ακόμα, ω Καταλάιν, θα παίζεις με την υπομονή μας; Πόσο ακόμα θα μας μπερδεύει αυτή η φρενίτιδα σου; Σε ποιο όριο θα εμφανίζεται με καμάρι η αναιδής αλαζονεία σου; Να μην έχεις σε καμία περίπτωση τον πανίσχυρο φρουρό του λόφου του Παλαντίν, σε καμμιά περίπτωση τα ρολόγια της πόλης, σε καμμιά περίπτωση τον φόβο των ανθρώπων, σε καμμιά περίπτωση τη συνάθροιση όλων των καλών ανθρώπων, σε καμμιά περίπτωση αυτό το πιο οχυρωμένο κομμάτι της γερουσίας, δεν έχουν σε καμία περίπτωση τα βλέμματα και τις αντιλήψεις αυτών, σε ανησύχησε; Δεν καταλαβαίνεις ότι τα σχέδια σου αποκαλύπτονται; Δεν βλέπεις ότι η συνωμοσία σου έχει ήδη δεσμευτεί από τη γνώση όλων αυτών; Αυτό που έκανες χθες το βράδυ, χθες το βράδυ, σκέφτηκε ο Μπαλαοό, πήγα ήσυχα να χαιρετήσω, να παρακαλέσω τη Μαγδαληνή, η οποία δεν μου αρέσει να βγαίνει κάθε βράδυ - τι το προηγούμενο βράδυ- ω, καλά, παλιόφιλε, αν ήξερες τι έκανα 186 το προηγούμενο βράδυ, δεν θα με χάιδευες με τον μικρό σου μαύρο χάρακα! - εκεί που ήσουν - στο Μαξίμ!, μουρμούρισε ο ρήτορας, ανάμεσα σε δύο ανάσες - ποιους συγκεντρώσατε - ήταν μεθυσμένοι ως άρχοντες! σκέφτηκε ο Μπαλαοό, - ποιο σχέδιο υιοθετήσατε, ποιον από εμάς πιστεύετε ότι αγνοείτε; Ω! Οι καιροί! Ω! τα ήθη! Η γερουσία τα καταλαβαίνει αυτά, ο πρόξενος τα αντιλαμβάνεται και όμως αυτός ο άνθρωπος ζει. – Μπράβο! Μπράβο! Μπράβο! βρυχήθηκε ο Πατρίκιος, ανυπομονώντας να ανακτήσει τις ευλογίες του Κοριολίς, τουλάχιστον μέχρι τον γάμο. Η Μαγδαληνή χειροκρότησε αρκετά, η Ζωή ήταν χλωμή από τον ενθουσιασμό, η Γερτρούδη έβαλε τα κλάματα, αλλά η Γερτρούδη στις μέρες μας έβαζε τα κλάματα με το παραμικρό πρόσχημα. – Ναι, μπράβο! ψέλλισε ο Κοριολίς, πνιγμένος από χαρούμενη υπερηφάνεια. Είδες πώς το απήγγειλε; Οι χειρονομίες; Δεν ήταν πολύ αισθητές, ε;... Πού να το ακούσεις στο βήμα. Στη μέση του Φόρουμ!.... Πρέπει να τον πάω εκεί. Ναι, ναι, ναι! Θα πάμε μαζί στη Ρώμη... ... στο Φόρουμ! Στο βήμα!... Ο Νοέλ μου που θα στέκεται εκεί, στη θέση του Κικέρωνα! Ω, θα ζήσω ακόμα για να το δω; φώναξε ο Κοριολίς λυσσασμένος. – Καταλαβαίνει πραγματικά όλα όσα λέει; ρώτησε ο Πατρίκιος, χωρίς διακριτικότητα. Έλαβε ένα τεράστιο χτύπημα στα πλευρά από τον θείο Κοριολίς, ο οποίος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει: – Τι είναι αυτό;... Τι είναι αυτό;... Καταλαβαίνει καλύτερα από εσένα! – Λοιπόν, υπάρχουν και λέξεις… Για παράδειγμα, δεν άκουσε ποτέ για τον λόφο του Παλαντίν στο Χάι-Ναν... – Ίσως μπορείς να μας πεις εσύ τι υπήρχε στο Παλαντίν! μούγκρισε ο Κοριολίς. – Υπήρχε... υπήρχε, τραύλισε ο Πατρίκιος. Δεν ξέρω... υπήρχαν οχυρώσεις! Ο Κοριολίς έσκασε: – Υπήρχε ναός, ηλίθιε! Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του Πατρίκιου. Η Μαγδαληνή επενέβη: – Αλήθεια, μπαμπά! – Άσε με! είπε ο Κοριολίς. Ο κύριος προσπαθεί να κοροϊδέψει 187 τον Νοέλ: οχυρώσεις, πράγματι εγώ... Σου λέω, υπήρχε ναός!... Και ξέρεις το όνομα του ναού! – Όχι, θείε, δεν το ξέρω, είπε ο Πατρίκιος, με μια ανατριχιαστική φωνή. – Πες του, Νοέλ. – Ο Ναός του Δία Στατορά», είπε ο Μπαλαοό, χωρίς να διστάσει στιγμή, κοιτάζοντας τα καρύδια στο τραπέζι και κουδουνίζοντας εκείνα που είχε βάλει η Γερτρούδη στην τσέπη του. – Ήταν γύρω από τον λόφο του Παλαντίν που ο Ρωμύλος εντόπισε τα πρώτα όρια της μελλοντικής πρωτεύουσας του κόσμου. – Λοιπόν, αυτό σε κάλυψε; ρώτησε ο Κοριολίς, ακτινοβολώντας σε όλο του το πρόσωπο. – Ναι, θείε, αυτό με κάλυψε! είπε ο Πατρίκιος, κρεμώντας το κεφάλι. Ο Κοριολίς έδωσε στον Μπαλαοό ένα φιλικό χτύπημα: – Ορίστε, μπορείς να φας τους ξηρούς καρπούς σου! Ο Νοέλ δεν περίμενε να του το πουν δεύτερη φορά. Πετάχτηκε πάνω στο πιάτο και, με εξαιρετική ταχύτητα και επιδεξιότητα, έσπασε τα καρύδια με τα δόντια του, τα μάζεψε και τα κατάπιε. Ο Πατρίκιος δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. – Δεν μπορεί να το χειριστεί, είπε ο Κοριολίς, με καλό χιούμορ. Τον έχω θεραπεύσει από πολλές κακές συνήθειες που έφερε μαζί του από το Χάι Ναν, αλλά ποτέ, όχι, ποτέ δεν κατάφερα να τον κάνω να χρησιμοποιήσει τον καρυδοσπάστη. – Όλοι έχουμε τα χόμπι μας, είπε ο Πατρίκιος. – Θα πέθαινε νωρίτερα. Θα πίστευε κανείς ότι του δίνει τόση ευχαρίστηση να σπάει τα καρύδια του με τα δόντια του, όσο να τα τρώει μετά. – Θα ποντάρω, είπε ο Πατρίκιος, ότι ο Νοέλ προτιμά τα καρύδια ακόμη και από τις ομιλίες του Κικέρωνα. – Απάντησε, Νοέλ, είπε ο Κοριολίς. Ο Μπαλαοό κατάπιε το τελευταίο του καρύδι και είπε: – Είμαστε περιτριγυρισμένοι από άπειρες πραγματικές, απλές, εύκολες χαρές. Δεν έχουμε παρά να τις εξασφαλίσουμε! Έβγαλε το γυαλί του στο μάτι του και, αφού κοίταξε τον Πατρίκιο με ένα βλέμμα απόλυτης περιφρόνησης, γύρισε το κεφάλι του από την άλλη, προφανώς ανίκανος να αντέξει τη θέα του συναδέλφου του. 188 Ο Πατρίκιος υποκλίθηκε. Σηκώθηκαν για να πάνε στο σαλόνι. Ο Κοριολίς είπε στον Νοέλ να δώσει στη Ζωή το χέρι του, κάτι που έκανε χωρίς μεγάλη προθυμία. Αντίθετα, κρατούσε τα μάτια του καρφωμένα στη Μαγδαληνή, η οποία είχε πιάσει το χέρι του Πατρίκιου. Στη συνέχεια, σαν ακούσια, πάτησε το φόρεμά της και το έσκισε ακριβώς κατά μήκος. Ζήτησε συγγνώμη. Ο Κοριολίς δεν είχε την καρδιά να τον επιπλήξει, γιατί γνώριζε καλά τον πιθηκάνθρωπο και διάβαζε μια απροσμέτρητη θλίψη στα μάτια του. Ο Μπαλαοό οδήγησε την Ζωή στο τραπέζι του τσαγιού και είπε: – Είμαι λίγο κουρασμένος απόψε, κύριε. Μπορώ να ζητήσω την άδεια να αποσυρθώ; Ο Κοριολίς έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Μπαλαοό, αφού υποκλίθηκε γρήγορα στην παρέα, ανέβηκε στο δωμάτιό του χωρίς να δώσει το χέρι του στη Μαγδαληνή. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ Ο γάμος Ο Πατρίκιος, την ημέρα του γάμου του, ήταν ντυμένος με βραδινό ένδυμα, με λευκή γραβάτα, στις οκτώ το πρωί. Καθώς δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει στην κρεβατοκάμαρά του, την άφησε, αλλά, καθώς κατέβαινε, βρήκε τη Γερτρούδη, η οποία τον παρακάλεσε πολύ πολιτισμένα να επιστρέψει στο δωμάτιό του, καθώς ο κύριος ερχόταν να τον δει. Ο Κοριολίς έφτασε αμέσως μετά, και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δυσφορήσει με το ντύσιμο του Πατρίκιου. Του είπε ότι παρουσίαζε έτσι τον κλασικό τύπο του επαρχιώτη γαμπρού και τον παρακάλεσε να βάλει καμμιά ρεντιγκότα, ή, αν δεν είχε ένα οποιοδήποτε σακάκι, για να μην προκαλέσει τα γέλια του κόσμου καθώς θα περνάει. Ο Πατρίκιος χωρίς αντίρρηση, έβγαλε το φράκο. Άφησε μόνο την άσπρη του γραβάτα. Το είχε πάρει απόφαση να μην παραξενεύεται για τίποτα. Εξάλλου, απέδιδε όλες αυτές τις παραξενιές στη θλίψη τού Κοριολίς για τον προσεχή χωρισμό από την κόρη του. 191 Και όμως υπήρχαν τόσα αλλόκοτα πράγματα που έπρεπε να τον ξαφνιάσουν! Παραδείγματος χάρη: δύο μέρες τώρα δεν έβλεπε καμμιά κίνηση, καμιά προετοιμασία που να δείχνει ότι σε εκείνο το σπίτι θα γινόταν μια τόσο επίσημη τελετή. Ούτε ένα φόρεμα, ούτε μια μπομπονιέρα, ούτε ένα λουλούδι!... Κι ακόμα χειρότερα: Ένα μάτσο λουλούδια που είχε αγοράσει για την Μαγδαληνή το βράδυ της άφιξης του, τού το άρπαξε απ' τα χέρια η Γερτρούδη και το έριξε στο κασόνι των σκουπιδιών! Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να κάνει καυγάδες την τελευταία στιγμή. Λίγες ώρες ακόμα υπομονή και θα γινόταν αυτός ο κύριος. Οι διάφορες διατυπώσεις είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Ήδη είχε συναντηθεί με τον συμβολαιογράφο, το δήμαρχο, τον παπά. Η τελετή στο Δημαρχείο είχε οριστεί για τις δέκα το πρωί. Στις δέκα παρά τέταρτο, ανυπόμονος ο Πατρίκιος έσκυψε από το παράθυρο για να δει, αν ήρθαν οι άμαξες. Αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν είδε καμμιά. Όταν έδειξε την απορία του στον Κοριολίς, αυτός του είπε: – Αμαξάς; Και γιατί; Μήπως το Δημαρχείο είναι μακριά; Μπορούμε πολύ ωραία να πάμε και με τα ποδαράκια μας! Ύστερα είδε τον γέρο να σκύβει από τη ράμπα της σκάλας και τον άκουσε να φωνάζει την Γερτρούδη: – Μπορούμε να κατέβουμε; Η φωνή της Γερτρούδης ακούστηκε να λέει σιγά-σιγά: – Ναι... Τέλος με χίλιες προφυλάξεις και ενώ η Μαγδαληνή ήταν κουκουλωμένη μ' ένα μαύρο πανωφόρι, έφτασαν στο Δημαρχείο, όπου η τελετή έγινε σε λίγα λεπτά. Ύστερα μ' ένα αμάξι πήγαν στην εκκλησία και σε λίγα λεπτά, ο Πατρίκιος και η Μαγδαληνή ήταν ενωμένοι ενώπιον «Θεού και ανθρώπων». **** Ενώ η οικογένεια έτρωγε σ' ένα ξενοδοχείο του Σηκουάνα, παρουσιάσθηκε ξαφνικά η Ζωή με τα μαλλιά άνω κάτω, για να τους αναγγείλει ότι ο Νοέλ είχε βγει από το σπίτι, ότι ήταν σαν τρελός και ότι ήταν ακόμα «ικανός για όλα!...» – Και γιατί είναι σαν τρελός;... ρώτησε επιτέλους ο Πατρίκιος στο κατακόρυφο της ανυπομονησίας. 192 – Γιατί είναι ερωτευμένος με τη Μαγδαληνή!... φώναξε ο γέρος. Αφού θέλεις να το μάθεις, σου το λέω: Αγαπά τρελά τη Μαγδαληνή Της έκαμε μάλιστα και στίχους. – Και είσαστε όλοι σας τόσο ταραγμένοι, επειδή ο κύριος αυτός έκαμε στίχους στη Μαγδαληνή; Εγώ, μόλις τον δω, θα του σφίξω το χέρι! Δεν είχε τελειώσει τα λόγια του ακόμα και είδε τη Ζωή να μπαίνει ταραγμένη, να γονατίζει και να φωνάζει: – Φύγετε!... Έρχεται!... Η φωνή αυτή ήταν το σύνθημα της φυγής. Ο Κοριολίς σήκωσε σχεδόν τη Μαγδαληνή μισολιποθυμισμένη, αφού πέταξε από πάνω της τα άνθη της πορτοκαλιάς, που η μυρωδιά τους είχε οδηγήσει ως εκεί τον άνθρωποπίθηκο. – Μείνε εσύ, Ζωή, εδώ ! Κράτησε τον. Και κατέβηκε μαζί με την κόρη του και τον γαμπρό του μια σκάλα που βρισκόταν στην άκρη του διαδρόμου, ενώ ο Νοέλ ανέβαινε από την κεντρική σκάλα, ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του. **** Ο Πατρίκιος έξω φρενών, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, αποχαιρέτησε τον πεθερό του κι ανέβηκε μαζί με τη Μαγδαληνή στο αμάξι δίνοντας τη διεύθυνση του σιδηροδρομικού σταθμού. Ενώ το αυτοκίνητο περνούσε μπροστά από ένα οπλοπωλείο, ο Πατρίκιος σταμάτησε το αμάξι, κατέβηκε και σε λίγο ξανανέβηκε. – Από πού έρχεσαι; ρώτησε η Μαγδαληνή που είχε συνέλθει από την απότομη στάση του αυτοκινήτου. – Πήγα ν' αγοράσω ένα ρεβόλβερ. – Τι να το κάνεις; – Για να σκοτώσω τον Μπαλαοό σας. – Χαμένα λεφτά, Πατρίκιε! Δεν σκοτώνεται ένας ανθρωποπίθηκος μ' ένα ρεβόλβερ! – Τι λες; Δεν σκοτώνεται; – Ένας ανθρωποπίθηκος... **** Μόνοι μέσα στο τραίνο οι σύζυγοι ανάπνευσαν με ανακούφιση και η Μαγδαληνή μπόρεσε επιτέλους ν' αποκαλύψει στον Πατρίκιο 193 το μεγάλο μυστικό. Όταν χλωμή σαν πτώμα τελείωσε την αφήγηση της, ο Πατρίκιος δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα επιφώνημα που πρόδωσε όλη του τη σκέψη: – Πιστεύω ότι σε λίγο θα βρεθούμε όλοι στο κακουργιοδικείο! Ο πατέρας σου είναι ένας δολοφόνος! Στα λόγια αυτά η Μαγδαληνή λιποθύμησε. Ο Πατρίκιος σαστισμένος της έδωσε να μυρίσει άλατα, άνοιξε το παραθυράκι για ν' αναπνεύσει τον καθαρό αέρα, και της ξεκούμπωσε το γιακά... Σε λίγο η Μαγδαληνή άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε σαν άρρωστη. Το τρένο έτρεχε με τέτοια ταχύτητα, που προξενούσε τρόμο. Ξαφνικά μπήκε σ' ένα τούνελ. Ο Πατρίκιος και η Μαγδαληνή από ένστικτο κοίταξαν ψηλά το μικρό φως και ύστερα το πορτάκι και πίσω από το τζάμι είδαν το κεφάλι του Μπαλαοό! Ο Πατρίκιος σαν αστραπή σήκωσε το χέρι και πυροβόλησε σημαδεύοντας στα δύο μάτια του τέρατος. Η Μαγδαληνή τρελή από απελπισία θέλησε να ανοίξει το πορτάκι με κίνδυνο να σκοτωθεί στο τούνελ, αλλά ο Πατρίκιος την κράτησε κοντά του με όλη του τη δύναμη. Η σφαίρα έκαμε μια τρύπα στο κρύσταλλο της πόρτας, κι' άλλη μία όλο αίμα ανάμεσα στα δύο μάτια του Μπαλαοό, που κρατιόταν εκεί, σκαρφαλωμένος στο κρύσταλλο. Η Μαγδαληνή ακίνητη μες στα μπράτσα του Πατρίκιου, είδε τον Μπαλαοό να την κοιτάζει με τα μάτια του που ήταν έτοιμα να κλείσουν και που ποτέ δεν είχαν όπως αυτή τη στιγμή, ανθρωπινότερη έκφραση! Τέλος ο Μπαλαοό έχασε τις δυνάμεις του, το κεφάλι του χαμήλωσε και ο ανθρωποπίθηκος χάθηκε στη μαύρη τρύπα του τούνελ, μέσα στο φοβερό κρότο του τρένου... – Μπαλαοό! Μπαλαοό!... φώναξε απελπισμένη η Μαγδαληνή. Όμως ο Μπαλαοό δεν μπορούσε πια να την ακούσει. Ο δυστυχισμένος θα είχε γίνει χίλια κομμάτια! Ένα τρένο, κάτω από ένα τούνελ, δεν είναι αρκετό για να σκοτώσει έναν ανθρωποπίθηκο. Η Μαγδαληνή πνιγόταν, αλλά ο Πατρίκιος άρχιζε να αναπνέει. **** 194 Ο Πατρίκιος βλέποντας την Μαγδαληνή, σχεδόν μισοπεθαμένη, αποφάσισε να διακόψει το ταξίδι. Κατέβηκε με τη γυναίκα του στο Μουλέν και πήγαν να μείνουν στο παλαιό ξενοδοχείο του σταθμού. Ο Πατρίκιος κράτησε ένα μικρό διαμέρισμα. Μόλις κατέβηκε να δώσει κάποια διαταγή στον ξενοδόχο, άκουσε ξαφνικά μια τρομερή κραυγή της Μαγδαληνής, που τον έκανε να τρέξει αμέσως στο δωμάτιο της γυναίκας του. Η Μαγδαληνή έλειπε και από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ο δροσερός αέρας της νύχτας. Ωστόσο ήταν φανερό, ότι η νέα είχε αντισταθεί με όλες της τις δυνάμεις. Το έδειχνε η ακαταστασία των σεντονιών, επάνω στα οποία είχαν μείνει τα σημάδια των ματωμένων της χεριών και μία γραμμή ματωμένη που άρχιζε από το κρεβάτι και έφτανε στο παράθυρο! Το ξενοδοχείο αναστατώθηκε, η αστυνομία ειδοποιήθηκε κανένα όμως ίχνος δεν ανακαλύφθηκε. Τρελός από απελπισία ο Πατρίκιος ειδοποίησε το γέρο - Κοριολίς τηλεγραφικώς. Μετά το τηλεγράφημα ο άτυχος νέος δεν έδωσε πια στον πεθερό του κανένα σημείο ζωής. Τότε ο Κοριολίς, απελπισμένος, παρουσιάστηκε στο διευθυντή της αστυνομίας και με φωνή γεμάτη αγωνία είπε: – Κύριε διευθυντά, είμαι ένας άθλιος και έρχομαι να παραδοθώ. Εγώ μόνο είμαι ο ένοχος των εγκλημάτων, για τα οποία δεν ευθύνεται ένα φτωχό πλάσμα που θέλησα να το μεταβάλω σε άνθρωπο. Θα σας εξηγηθώ: Κατόρθωσα να κάνω ένα πίθηκο να μιλήσει, αλλά δεν μπόρεσα, όπως ήθελα να τον εκπολιτίσω. Σήμερα τιμωρούμαι σκληρά για την αλαζονεία μου και την τρέλα μου. Ο Θεός μού επεφύλασσε τη φριχτή τιμωρία να χάσω τη λατρεμένη μου κόρη, και να δω να καταρρέει η επίμονη εργασία μου μακρών σπουδών. Ίσως η κόρη μου τη στιγμή αυτή να είναι νεκρή από το χέρι του μαθητή μου. Καταδικάστε με! Σκοτώστε με! Τις αξίζω τις τιμωρίες αυτές!... Μετά την εξομολόγηση αυτή, ο γέρο-Κοριολίς έδωσε τόσο σαφείς εξηγήσεις, ώστε δεν έμεινε πια καμμιά αμφιβολία, ότι το τέρας είχε απαγάγει τη Μαγδαληνή. Μετά από σκέψεις, ο Κοριολίς αφέθηκε ελεύθερος, για να κατορθωθεί η σύλληψη του Μπαλαόο ζωντανού. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έλθει σε συνεννόηση με τον ανθρωποπίθηκο εκτός από τον Κοριολίς; 195 Ένα βράδι, λοιπόν, ενώ περνούσε απολεπισμένος το κατώφλι του εγκαταλελειμμένου του σπιτιού της οδού Ζισσέ, είδε στο πάτωμα του διαδρόμου ένα τηλεγράφημα. Το άνοιξε, το διάβασε νευρικά και ένοιωσε ρίγη, να διαπερνούν το σώμα του. Το τηλεγράφημα είχε σταλεί από το Σαιν - Μαρτέν και έλεγε: «Σας περιμένω στη μεγάλη φηγό του Πιερφέ… Μπαλαοό»!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ Φτωχέ Μπαλαοό!... Εδώ και δύο ώρες ο Κοριολίς, με τα ρούχα κουρελιασμένα με το πρόσωπο καταματωμένο, προσπαθεί ν' ανοίξει δρόμο ανάμεσα στ’ αγκάθια, παραμερίζει τα κλαδιά. Ψάχνει. Δεν βρίσκει πια την κοιλάδα του Πιερφέ με την πανύψηλη φηγό, που την ήξερε από μικρό παιδί. Ήρθε ολομόναχος, γιατί ποιος θα τον ακολουθούσε; Δεν είναι πια, από δω κι εμπρός, έρημος στον κόσμο; Ο Πατρίκιος, άρρωστος στο Κλερμόν, δεν θέλησε να τον δεχθεί και τον καταριέται παραληρώντας σε τέτοιο βαθμό, που να νομίζουν ότι έχει χάσει τα λογικά του. Η Ζωή απελπισμένη από τον έρωτα του Μπαλαόο για τη Μαγδαληνή, πεθαίνει στην αγκαλιά της Γερτρούδης. Και οι γυναίκες μαζί έφυγαν από το σπίτι... Και η κόρη του; Σκοτώθηκε από το τέρας; Ο Μπαλαόο, νοιώθοντας τύψεις συνειδήσεως τον προσκαλεί για να κλάψει επάνω στον τάφο της; Μαγδαληνή! Μπαλαοό! Να τα δύο ονόματα που ο άτυχος γέρος δεν κουράστηκε να τα φωνάζει από τη στιγμή που μπήκε στο δάσος. 198 Πολλές φορές νόμισε, πώς αναγνώρισε τα μονοπάτια που έβγαιναν στη φηγό του Πιερφέ, αλλά ύστερα μπερδευόταν και ξαναγύριζε στο σημείο, απ' όπου είχε ξεκινήσει. Έχει αρχίσει να βραδιάζει και αυτός δεν βλέπει ακόμα κανένα σημάδι της Μαγδαληνής, κανένα σημάδι του Μπαλαοό!... Παρ' όλη τη φρίκη της απαγωγής αυτής, ο Κοριολίς δεν έχασε την ελπίδα να ξαναβρεί την κόρη του. Ίσως ο Μπαλαοό να υποτάχθηκε στη φωνή της Μαγδαληνής που εξασκούσε επάνω του μία ακαταμάχητη γοητεία. Έτσι προσπαθούσε να λογικευθεί ο δυστυχισμένος Κοριολίς, ξεσχίζοντας τα ρούχα του και τα χέρια του μέσα στους πυκνούς θάμνους του δάσους. Και όσο έβλεπε να πέφτει το βράδι, τόσο πιο απελπισμένη γινόταν η φωνή του προσκαλώντας τη Μαγδαληνή. – Μαγδαληνή! Είναι δυνατόν να είσαι πεθαμένη; Φτωχέ Κοριολίς!... Ξαφνικά, ενώ το απελπισμένο του βλέμμα στρεφόταν σ' ένα πυκνό θάμνο, είδε ένα κοπάδι κοράκια να σηκώνονται και ύστερα πάλι να κατεβαίνουν διαγράφοντας κύκλους πάντα γύρω από το ίδιο σημείο με άγρια κραξίματα. Η καρδιά του Κοριολίς σφίχτηκε από ένα νέο φόβο: μήπως τα αρπαχτικά αυτά όρνια έτρωγαν το πτώμα της Μαγδαληνής; Ο φόβος του μεταβλήθηκε γρήγορα σε πικρή βεβαιότητα. Ένα κοράκι σηκώθηκε από τη γη κρατώντας στο ράμφος του κάτι το λευκό, που έμοιαζε με νυφιάτικο πέπλο. Α! τώρα πια ο Κοριολίς δεν μπορούσε ν' αμφιβάλει. Η Μαγδαληνή ήταν εκεί! Αυτό ήταν το πέπλο της Μαγδαληνής! Κοιτάζοντας τριγύρω, είδε ένα κομμάτι άσπρο μεταξωτό, και πιο πέρα ακόμα ένα γοβάκι πεσμένο.... Αυτή τη φορά είχε βρει τα ίχνη... Η Μαγδαληνή θα ήταν εκεί και με όλη του τη δύναμη ο Κοριολίς, άρχισε να φωνάζει: – Μαγδαληνή! Μαγδαληνή! Μαγδαληνή! Τα απαίσια κραξίματα την κοράκων αποκρίθηκαν στις απελπισμένος αυτές φωνές... Ακολουθώντας το πέταγμά τους, ο άτυχος πατέρας εξακολούθησε να προχωρεί ανάμεσα στα κλαδιά. Όταν προσπέρασε μια φυτεία πιο πυκνή από τις άλλες, είδε τέλος την κοιλάδα του Μοαμπή. Εκατό κοράκια θα ήταν εκεί, επάνω από τρία πτώματα, ξαπλωμένα καταγής... Αν και ήταν χτυπημένοι στο μέτωπο και τα πρόσωπά τους 199 μισοφαγωμένα από τα κοράκια, ο Κοριολίς ωστόσο κατόρθωσε να αναγνωρίσει τους αδελφούς Βωτρέν, αυτούς, που τόσα χρόνια ήταν ο φόβος του χωριού. Κοντά τους είχαν τα τουφέκια τους. Ο Ουμπέρ, ο πιο δυνατός από τους τρεις, το έσφιγγε ακόμα στο ξυλιασμένο του χέρι! Τριγύρω τους τα χορτάρια ήταν τσαλαπατημένα, κι αυτό έδειχνε ότι οι τρεις αδελφοί, πριν πεθάνουν είχαν παλέψει άγρια. Ποιος λοιπόν είχε τη δύναμη να σκοτώσει τους τρεις αυτούς κολοσσούς; Ποιο όπλο μπόρεσε να τους ρίξει νεκρούς στην καταματωμένη τριγύρω γη; Ω! ένα όπλο από απλό ξύλο, πεταμένο εκεί πάνω στην πρασινάδα. Ένα ωραίο δέντρο, νέο και πράσινο, βγαλμένο από τα βάθη του εδάφους με όλες του τις ρίζες! Μα ποιος ήταν ο γίγαντας που το είχε ξεριζώσει; Ο Κοριολίς μάντευε με τη φαντασία του, ότι η Μαγδαληνή του στάθηκε το διαφιλονικούμενο λάφυρο στην άγρια αυτή πάλη. Ο Μπαλαοό θα είχε οδηγήσει τη Μαγδαληνή στις αγαπημένες του εκείνες ερημιές, όπου θα είχε συναντήσει τους τρεις αδελφούς. Αυτοί, βλέποντας τον να έχει ένα τέτοιο λάφυρο στην κατοχή του θα προσπάθησαν να του το αρπάξουν. Στο πάλεμα όμως στάθηκαν οι πιο αδύνατοι και ο Μπαλαοό, αφού τους σκότωσε, θα πήγε άλλου μαζί μ' εκείνη που αγαπούσε σαν τρελός!... Ενώ ο άτυχος πατέρας έβγαζε τα τρομερά αυτά συμπεράσματα, η νύχτα κατέβηκε και σκέπασα πια το δάσος. Ο Κοριολίς δεν έβλεπε πια τίποτα και κατακουρασμένος έπεσε κοντά σ' ένα δέντρο. Ο ευεργετικός ύπνος σε λίγο ήλθε να ξεκουράσει με τη γλυκιά του λήθη τον πόνο του απελπισμένου αυτού πατέρα... Το πρωί ξυπνώντας ο Κοριολίς νόμισε ότι ακόμη ονειρεύεται βλέποντας από πάνω του το θλιβερό και σοβαρό πρόσωπο του Μπαλαοό. Θέλησε να φωνάξει. Όμως ο Μπαλαοό του έγνεψε να σωπάσει. – Σουτ! θα την ξυπνήσεις, μουρμούρισε. – Νεκρή είναι; Είναι νεκρή, Μπαλαοό; – Κοιμάται! Μην την ξυπνάτε! – Είναι νεκρή, Μπαλαοό; Πες μου!... – Κοιμάται δεν είναι ανάγκη να την ξυπνήσουμε! Και προχωρώντας μπροστά από τον άτυχο πατέρα, ο Μπαλαοό, έκανε ένα μεγάλο γύρο ανάμεσα στο δάσος, και πότε-πότε γύριζε να δει αν ο κύριος του τον ακολουθεί. 200 Όλα σώπαιναν στο πέρασμα τους. Και τα πουλάκια ακόμη δεν τολμούσαν να χαιρετίσουν το φως μ' ένα μικρό τιτίβισμα, τα φύλλα δεν σάλευαν στην πρωινή αύρα... Έφτασαν έτσι, ανάμεσα σ' αυτή τη νεκρική σιωπή, ως στη μεγάλη φηγό του Πιερφέ. Ο Μπαλαοό έδειξε στον Κοριολίς τα πρώτα κλαδιά και τον οδήγησε με κάποιο τρόπο να τα φτάσει. Αμέσως ο Κοριολίς πιάστηκε στο δέντρο υπακούοντας στο Μπαλαοό, όπως σε άλλους καιρούς αυτός τον είχε υπακούσει. Το δέντρο ήταν αυτό καθ' εαυτό ένα αδιαπέραστο στο δάσος. Μας είναι γνωστό ότι ο Μπαλαοό έμενε εκεί από την εποχή που το σπίτι του γέρου κυρίου του, τού φαινόταν σαν φυλακή. Στη φωλιά εκείνη, επάνω σ' ένα κρεββάτι όλο από ξερά φύλλα, σκεπασμένο τώρα με μαλακά δέρματα, ο άτυχος πατέρας βρήκε την κόρη του, χλωμή σαν πτώμα, αλλά ζωντανή. Στο θόρυβο που έκανε ο Κοριολίς μπαίνοντας, εκείνη άνοιξε τα μάτια και μουρμούρισε: – Μπαμπά!... Ξαναβλέποντας ζωντανή εκείνη που νόμιζε πεθαμένη με τον πιο άγριο τρόπο, ο Κοριολίς δεν έβρισκε λόγια να φανερώσει τη χαρά του. Γονατίζοντας στα ξερά φύλλα, ανασήκωσε το λατρευτό εκείνο κεφάλι, το έσφιξε πάνω στην καρδιά του και είπε σιγά-σιγά: – Συγχώρησέ τον, Μαγδαληνή! Συγχώρησε τον!... – Να τον συγχωρήσω; Για ποιο πράγμα, μπαμπά;... Ο Μπαλαοό δεν σου είπε ακόμη τίποτα. Φίλησέ τον! Αυτός με έσωσε! Ο Κοριολίς γύρισε και κοίταξε τον Μπαλαοό, ο οποίος στο κατώφλι της αγροτικής εκείνης καλύβας, είχε γυρίσει το κεφάλι για να μην δει να κλαίει ο αγαπημένος του κύριος. – Πώς; Ο Μπαλαοό σε έσωσε;… Τότε η Μαγδαληνή, αγκαλιάζοντας τον πατέρα της, του διηγήθηκε την τρομερή της ιστορία... Αυτός που την έκλεψε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Μουλέν, ήταν ο Ηλίας, ο αλμπίνος. Ο γιος της Μπαρμπ Βωτρέν ήξερε τα του γάμου εκείνης που δεν είχε πάψει να αγαπά. Παρακολουθούσε όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού των συζύγων ως το Κλερμόν-Φερράν. Η απόφασή του ήταν να στήσει καρτέρι στο νέο ανδρόγυνο, και ν' αρπάξει 201 την Μαγδαληνή Αν ο Ουμπέρ και ο Συμεών ζούσαν μόνο για να τρώνε και να πίνουνε, η καρδιά του Ηλία έκαιγε άγρια στην ανάμνηση της γλυκιάς κόρης που συναντούσε συχνά μέσα στον κήπο του γερόΚοριολίς. Και η εικόνα της ήταν όλη του η ζωή. Την αγαπούσε!... Τριγυρνώντας στα περίχωρα του Σαιν-Μαρτέν, ο Ηλίας έφτασε στο Μουλέν. Εκεί είδε τη Μαγδαληνή και τον Πατρίκιο, τους ακολούθησε ως το ξενοδοχείο και παραμόνεψε ως τη στιγμή που είδε ν' ανοίγεται ένα παράθυρο στο ισόγειο και να παρουσιάζεται εκεί η Μαγδαληνή. Δεν χρειαζόταν περισσότερο, για να του γεννηθεί η επιθυμία της απαγωγής και σε δέκα λεπτά η νεόνυμφη ήταν στην αγκαλιά του ληστή, φιμωμένη έτσι που να μην μπορεί να φωνάξει. Μόλις ο Ηλίας παρουσιάστηκε στους αδελφούς του, είπε: – Να, αυτή που θα γίνει γυναίκα μου, η γυναίκα του Ηλία Βωτρέν!... Ο Ουμπέρ και ο Συμεών δεν είπαν τίποτα, αλλά η Μαγδαληνή, από το θυμωμένο τους βλέμμα, κατάλαβε ότι οι τρεις αδελφοί θα χτυπιούνταν σε λίγο και ότι αυτή θα έμενε ως λάφυρο στον νικητή. Και τότε μες στη σιωπή του δάσος έβγαλε μια φωνή: – Μπαλαοό!... Μπαλαοό!... Και σε λίγα δευτερόλεπτα ο Μπαλαοό παρουσιάστηκε. Και τότε άρχισε μεταξύ τους μια πάλη γιγάντων, μια πάλη μυθολογική. Αλλά η φύση είχε προικίσει τον άνθρωποπίθηκο με μια σάρκα που δεν τη διαπερνούσε το βόλι των σφαιρών. Και η θηριωδία των τριών αδελφών δεν έφτανε, για να κατανικήσει τον εξαγριωμένο Μπαλαοό, ο οποίος ξερίζωσε ένα δέντρο και άρχισε να χτυπά μ' αυτό τους τρεις αδελφούς! Πολεμούσε για τη Μαγδαληνή. Και για χάρη της σκότωσε τα τρία τέρατα του δάσους. Η δυστυχισμένη νέα από τη συγκίνηση της λιποθύμησε και ο Μπαλαόο με χίλιες προφυλάξεις την έφερε στη φηγό του Πιερφέ... ………………………………………………………………………………………………………….. Η Μαγδαληνή τελείωσε έτσι την αφήγηση της: – Δεν κάναμε καλά να μην μεταχειριστούμε τον Μπαλαοό σαν άνθρωπο. Όταν μ' έσωσε πια μου είπε: «Ήθελα να σε ξαναδώ, Μαγδαληνή, πριν φύγεις με τον άντρα σου...» Αυτά μου είπε ο Μπαλαοό. Δεν είναι αλήθεια, Μπαλαοό; O Μπαλαοό, από το κατώφλι της καλύβας του, είπε «ναι» μ' ένα κούνημα του κεφαλιού του. Ο δυστυχισμένος έκανε μεγάλες 202 προσπάθειες για να καταπνίξει τους λυγμούς του, για να εμποδίσει κάθε εκδήλωση της απελπισίας του. Γιατί ο φτωχός Μπαλαοό ήξερε πολύ καλά, ότι ο Κοριολίς είχε έρθει, για να πάρει μαζί του τη Μαγδαληνή. Ο ίδιος είχε καλέσει εκεί τον κύριό του, κατά διαταγή της Μαγδαληνής είχε πάει το τηλεγράφημα στο τηλεγραφείο του Σαιν Μαρτέν. Και τώρα ο κύριος είχε έρθει και η Μαγδαληνή θα έφευγε! **** Τελείωσε! Αυτή τη φορά, όλα τελείωσαν οριστικά!... Η Μαγδαληνή έφυγε, για να πάει να συναντήσει τον άντρα της και ο Μπαλαοό δεν θα την ξαναδεί πια!... Ο κύριος θα ξαναγυρίσει, χωρίς άλλο, αλλά η Μαγδαληνή δεν θα μπορέσει να γυρίσει, γιατί ο νόμος των ανθρώπων την διατάζει να ακολουθήσει τον άντρα της. Η Μαγδαληνή έφυγε ύστερα από τόσο τραγικούς αποχαιρετισμούς που έκαναν όλους τους κατοίκους της Σερντόν να νομίσουν, ότι τρομερή θύελλα περνούσε από το δάσος, από τα βουνά. Ο Μπαλαοό έμεινε ολομόναχος στο σπιτάκι του, στα ύψη της φηγού. Έμεινε ακίνητος, με το κεφάλι γερμένο στο στήθος, σαν ξύλινος ανθρωποπίθηκος. Έμεινε έτσι ως τη στιγμή που μπορούσε ακόμα ν' ακούει το θόρυβο της άμαξας, που έπαιρνε τη Μαγδαληνή. Ύστερα μπήκε μέσα στην καλύβα του, ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα ξερά φύλλα, εκεί όπου ήταν ξαπλωμένη η Μαγδαληνή και άρχισε να χύνει ποταμούς δακρύων. Κι' έμεινε έτσι δύο μερόνυχτα σαν πετρωμένος. Την τρίτη μέρα, όταν ο Κοριολίς ξαναγύρισε βρήκε τον ανθρωποπίθηκο που είχε ένα ύφος σαν του φθισικού. Για να τον διασκεδάσει ο Κοριολίς τον πήρε μαζί του να περπατήσουν μες στο δάσος. Καθώς πήγαιναν σιωπηλοί, σε μια στιγμή ο Μπαλαοό είπε: – Όταν η Μαγδαληνή έφευγε από το Παρίσι, θέλησα να την ξαναδώ από τα τζάμια του βαγονιού: και τα κατάφερα! Αλλά εκείνος ο άλλος ήθελε να με σκοτώσει. Και λυπάμαι τώρα που δεν μπόρεσε να με σκοτώσει! Τώρα δεν γυρεύω καλύτερο παρά να πεθάνω στα μέρη αυτά, όπου άκουγα τη γλυκιά της φωνή να με προσκαλεί: «Μπαλαοό! Μπαλαοό!...» Ο Πάττι- Πάλανγκ-Καίνγκ είναι 203 κακός και θα με κάνει να πεθάνω! Του κάκου προσπαθούσε ο Κοριολίς να τον παρηγορήσει. Στις πέντε μέρες έπεσε στο κρεββάτι και ο Κοριολίς κατάλαβε ότι δεν θα ξανασηκωνόταν από κει! Ένα πρωί ξυπνώντας από τη νάρκη του ο άρρωστος βρήκε τη Ζωή και τη Γερτρούδη σκυμμένες στο προσκέφαλο του. Η παρουσία τους δεν τον ερέθισε, όπως θα τον ερέθιζε σε άλλες στιγμές. Ζήτησε συγχώρεση από τη Ζωή για όλο το κακό που της είχε κάνει και αφέθηκε στα χάδια της. Μιλούσε με μια αδύνατη και ήμερη φωνή, σαν κανένα παιδάκι που σε λίγο θα πεθάνει. Ο Κοριολίς δεν μπορούσε να υποφέρει όλη αυτή την αγωνία. Έσκυψε ένα πρωί και μουρμούρισε στο αυτί του άρρωστου τη λέξη πού ήταν η σωτηρία του: – Μπαντάγκ!... Δεν χρειάστηκε περισσότερο για να γίνει το θαύμα. Τα μάτια του Μπαλαοό άστραψαν από ευχαρίστηση, ενώ αναπνέοντας με όλη τη δύναμη του στήθους του, κοίταξε τον κύριο του. Η Ζωή που είχε σκεφθεί το ίδιο γιατρικό, ρώτησε: – Θέλεις να ξαναγυρίσεις στο δάσος της Μπαντάγκ, Μπαλαοό; – Ω! είπε εκείνος μ' ένα πονεμένο αναστεναγμό. Πώς θα ήθελα να το ξαναδώ πριν πεθάνω! – Ε, λοιπόν, εγώ θα σε πάω εκεί! είπε ο αγαθός Κοριολίς. Θα φύγουμε αμέσως, Μπαλαοό. – Ναι, ναι, ας φύγαμε! Ας πάμε μακριά από τα σπίτια των ανθρώπων! Ας γυρίσαμε στο δάσος μου! Δεν υπήρχε καιρός για δισταγμούς. Εκεί ήταν η σωτηρία, όχι μόνο για τον Μπαλαοό, αλλά και για τον ίδιο τον Κοριολίς. Γιατί η Ζωή είχε γυρίσει από το Κλερμόν φέρνοντας τις πιο δυσάρεστες πληροφορίες. Ο κύριος Ματ Ντελαφός είχε πια τη βεβαιότητα ότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, που είχαν λάβει μέρος στην καταδίωξη των Βωτρέν στο δάσος, είχαν σκοτωθεί και πληγωθεί από τον Μπαλαοό. Και η αστυνομία αναζητούσε τώρα το δάσκαλο και το μαθητή του. Κι έτσι, ο Μπαλαοό, ο Κοριολίς, η Ζωή και η Γερτρούδη περπατώντας κρυφά τα σύνορα μπαρκάρισαν μια νύχτα και έφυγαν για το δάσος της Μπαντάγκ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο Μπαλαοό σώθηκε την ημέρα που ξαναείδε τους τόπους, όπου είχε ζήση η μητέρα του. – Α! Πάττι - Πάλανγκ-Καίνγκ! θα ξαναδώ άραγε ποτέ τους γονείς μου; φώναξε μόλις πάτησε μέσα στο δάσος. Και γρήγορα κατάλαβε ότι όλοι του οι φίλοι τον είχαν ξεχάσει. Ωστόσο έστησε καλύβες με τις ρίζες των αιωνόβιων δένδρων και μαζί με τον Κοριολίς, τη Γερτρούδη και τη Ζωή περνά τον καιρό τον στ' αγαπημένα εκείνα μέρη, μέσα σε μια αδιατάραχτη γαλήνη. Η Γερτρούδη πλέκει πάντοτε κάλτσες, όχι όμως πια για το Μπαλαοό, ο οποίος τώρα περπατά όπως περπατούν όλοι του οι αδελφοί. Η Ζωή ήταν ευτυχισμένη, γιατί γύρισε στη ζωή του δάσος που τόσο την αγαπούσε και προπάντων γιατί δεν ήταν υποχρεωμένη να διαβάζει γεωγραφία. Ο Κοριολίς ξεσυνήθισε τη γλώσσα των ανθρώπων και για να εκφράσει τη σκέψη του, μεταχειρίζεται τη γλώσσα των πιθήκων. Ο δυστυχισμένος άνθρωπος δεν είχε πια την πνευματική διαύγεια, για να καταλάβει ότι αυτή η οπισθοδρόμηση, που όλο και μεγάλωνε, ήταν γι' αυτόν σαν μια τιμωρία του ουρανού, γιατί τόλμησε να εναντιωθεί στους νόμους της φύσης... Μόνο ο Μπαλαοό, που κάθε έξη μήνες πήγαινε στη Μπαταβία για να παίρνει το γράμματα της Μαγδαληνής, είχε διατηρήσει τον πολιτισμό που είχε αποκτήσει στην Ευρώπη. Η ανάμνηση της Μαγδαληνής πολύ τον βοηθούσε σ' αυτό. Ζούσε πάντα θυμούμενος 206 τη μικρή την κυρία που είχε τώρα δύο παιδάκια και έμενε πάντα στο Κλερμόν. Είπαμε ότι ο Μπαλαοό είχε διατηρήσει μες το δάσος της Μπαντάγκ, όλο τον ευρωπαϊκό του πολιτισμό, αλλά δεν έδειχνε καμμιά περηφάνεια γι’ αυτό. Και όταν οι κάτοικοι του δάσους, οι οποίοι σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να πλησιάζουν την καινούρια οικογένεια, πήγαιναν να τον επισκεφθούν, ο Μπαλαοό τους διηγόταν τις ιστορίες των ανθρώπων, τελειώνοντας μ' αυτό το συμπέρασμα: – Τα ζώα είναι ζώα, οι θεοί είναι θεοί, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα… ή ίσως είναι θεοί αποτυχημένοι!... ΤΕΛΟΣ