Uploaded by marakipliaka

book1

advertisement
Κεφάλαιο ένα
Λορέιν
Κάθε φορά που κάνω έρωτα μαζί του, αναρωτιέμαι αν και για εκείνον είναι
καταναγκαστικό έργο. Μάλλον όχι, δεδομένου ότι πάντα ξεκινάει με δική του
πρωτοβουλία. Εγώ σταμάτησα να παίρνω τέτοιες πρωτοβουλίες εδώ και δύο
χρόνια.
Δε ξέρω εάν τον ευχαριστεί όλη η διαδικασία ή αν απλώς θέλει κάπου να
βάλει το πουλί του. Πάντως εμένα δεν με ευχαριστεί πια. Όχι ότι του το έχω πει
ποτέ, αλλά δε νομίζω ότι είναι χαζός. Σίγουρα το έχει καταλάβει, απλώς κάνει
ότι δεν καταλαβαίνει, θεωρώντας ότι έτσι θα μοιάζουν όλα όπως παλιά.
Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Εγώ δεν είμαι όπως παλιά. Ούτε εκείνος
είναι, όσο κι αν προσπαθεί να μου αποδείξει ότι είναι. Έχω μάθει να τον
διαβάζω καλύτερα. Δε θέλω, όμως, να το συζητήσω μαζί του. Δε θέλω να
συζητάω τίποτα μαζί του πια. Νομίζω κι εκείνος νιώθει το ίδιο. Τουλάχιστον
αυτό λέω στον εαυτό μου για να δικαιολογώ την κακή μου συμπεριφορά.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δε φεύγει. Του έχω δώσει πολλές αφορμές για να
το κάνει, όμως, εκείνος μένει πάντα. Σαν να το κάνει επίτηδες. Σαν να υπάρχει
μεταξύ μας ένας αγώνας -για τον οποίο κανείς δε συμφώνησε- όσον αφορά το
ποιος θα αντέξει περισσότερο. Αν ήμουν λίγο πιο αποφασιστική και λιγότερο
φοβητσιάρα, όλα θα είχαν τελειώσει και ο καθένας θα είχε τραβήξει τον δρόμο
του. Όλα θα ήταν καλύτερα.
Μόλις τελειώνει τα μπρος πίσω, βγαίνει γρήγορα από μέσα μου -λες και
τον ανάγκασε κανείς να είναι εκεί- και πηγαίνει στο μπάνιο να πλύνει από πάνω
του οτιδήποτε δικό μου. Εγώ μένω ακίνητη και προσποιούμαι ότι κοιμάμαι,
ώσπου εκείνος βγαίνει από το μπάνιο, ντύνεται και ξαπλώνει δίπλα μου.
Προσποιείται ότι κοιμάται το ίδιο γρήγορα. Και είμαστε και οι δύο
ευχαριστημένοι με το γεγονός ότι δε χρειάζεται να πούμε τίποτα άλλο. Και
κυλάνε οι μέρες. Ο καθένας κάνει τη ζωή του, ώσπου παίρνει ξανά την
πρωτοβουλία και όλα αρχίζουν από την αρχή.
Μια μέρα αποφασίζει να μη φύγει στο μπάνιο, αλλά να καθίσει ακίνητος
δίπλα μου, σα να με μιμείται. Αναρωτιέμαι αν θέλει να μου μιλήσει, αν
προσπαθεί να καταλάβει τι το ενδιαφέρον έχει το ταβάνι, που με τόσο
στοχασμό το κοιτάζω κάθε φορά, ή αν κουράστηκε να προσποιείται ότι όλα
είναι εντάξει.
«Μίλησε μου Λορέιν. Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει και συγκρατώ τον εαυτό
μου να μη γελάσει. Αλήθεια, αυτό βρήκε να με ρωτήσει; Και τι να του
1
απαντήσω εγώ σε αυτό; Τι σκέφτομαι; Τίποτα και τα πάντα είναι η απάντηση.
Σίγουρα όχι εκείνον.
Αποφασίζω να μην του απαντήσω και είμαι εγώ αυτή που σηκώνεται και
πηγαίνει στο μπάνιο. Δε νομίζω ότι σκέφτομαι κάτι συγκεκριμένο τώρα
τελευταία. Περιμένω πότε θα αποφασίσει να φύγει. Δεν έχω σκεφτεί πώς με
κάνει να νιώθω αυτή η σκέψη. Ίσως ανακουφιστώ που δε χρειάζεται να
προσποιούμαι άλλο. Ίσως πάλι στεναχωρηθώ. Κυρίως γιατί θα μείνω εντελώς
μόνη, παρά για εκείνον, για εμάς.
Όσο τρέχει το νερό σκέφτομαι λίγο περισσότερο την ερώτηση του. Κάποτε
συνήθιζα να σκέφτομαι πώς ακριβώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, ζώντας στο
ίδιο σπίτι, αποφεύγοντας ο ένας τον άλλο. Δεν είμαι η μόνη που τον
αποφεύγει. Κι εκείνος δεν είναι καλύτερος. Αν εξαιρέσει κανείς τις
πρωτοβουλίες που παίρνει, δεν επιδιώκει άλλη επαφή μαζί μου. Επομένως, θα
μπορούσα να τον ρωτήσω ακριβώς το ίδιο. Ωστόσο, δεν έχω την όρεξη να το
κάνω. Απορώ γιατί εκείνος την έχει.
Δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις μέρες ακριβώς. Τόσο μετράει η νέα
ζωή μας. Δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις μέρες που του δίνω αφορμές
να φύγει κι εκείνος επιλέγει να μείνει. Δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις
μέρες που είναι ο μόνος που δε σκέφτομαι. Δύο χρόνια, πέντε μήνες και
τέσσερις μέρες Μελίσσα…
Κλείνω το νερό, σκουπίζομαι με την πετσέτα και εύχομαι να κοιμάται. Ή να
προσποιείται ότι το κάνει.
Βγαίνω από το μπάνιο και τον βρίσκω καθισμένο στο κρεβάτι να κοιτάζει
προς την κατεύθυνση μου. Προσπερνάω το βλέμμα του και κατευθύνομαι στην
ντουλάπα. Παίρνω ένα φόρεμα, το περνάω πάνω από το κεφάλι μου και το
αφήνω να πέσει. Ήταν δικό του δώρο. Το πρώτο του σε μένα. Μάλλον δε θα
έπρεπε να το φορέσω, αλλά ήταν το πρώτο που βρήκα μπροστά μου. Γυρίζω
να κατευθυνθώ προς το κρεβάτι και τον βλέπω να με κοιτάζει με τα χέρια
σταυρωμένα περιμένοντας απάντηση στην ερώτηση που μου έκανε νωρίτερα.
«Λορέιν. Σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Μίλησε μου, κάνε κάτι.
Διώξε με, φώναξέ μου, απλώς πες κάτι. Οτιδήποτε». Μπορώ να ακούσω την
απόγνωση στη φωνή του. Θέλω να σταματήσει. Δε θέλω να τον ακούω, δε
θέλω να μου μιλάει. Τι τον έπιασε απόψε;
Αποφασίζω να φύγω από το δωμάτιο. Έτσι θα καταλάβει ότι δεν έχω καμία
διάθεση να του μιλήσω. Πριν προλάβω να φτάσω στην πόρτα, πετιέται από το
κρεβάτι και με αρπάζει από τα χέρια. Όχι βίαια, ποτέ δεν ήταν βίαιος, αλλά με
ακινητοποιεί. Παίρνω βαθιά ανάσα. Κολλάει το κεφάλι του στο πίσω μέρος του
κεφαλιού του, χώνει το πρόσωπό του στα μαλλιά του και ανασαίνει βαθιά. Με
μυρίζει. Η κίνηση αυτή με κάνει να πεθυμήσω την παλιά μας σχέση, τότε που
λάτρευα να είμαι στην αγκαλιά του. Διώχνω γρήγορα τη σκέψη από το μυαλό
μου.
«Μίλησε μου Λορέιν» μου ψιθυρίζει. Σκύβω το κεφάλι ηττημένη. Με
γυρίζει απαλά, ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Τον κοιτάζω
2
ανέκφραστη παρατηρώντας το απεγνωσμένο βλέμμα του. «Τίποτα» του
απαντάω στην προηγούμενη ερώτησή του. Τον βλέπω να απογοητεύεται.
Βλέπω τη θλίψη στα μάτια του, αλλά με αφήνει παγερή αδιάφορη.
«Λορέιν δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση» μου λέει, λες και δεν του
έχω δώσει άπειρες φορές τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτή. «Τότε φύγε»
του απαντάω. Είναι η πρώτη φορά που του το λέω. Ίσως αν με ακούσει να του
το λέω, το πάρει απόφαση και φύγει. Είναι η τελευταία μου ελπίδα.
Με αφήνει απότομα και κάνει ένα βήμα πίσω λες και τα λόγια μου τον
χτύπησαν δυνατά. «Αυτό θέλεις; Να φύγω;» με ρωτάει λες και δε ξέρει ήδη την
απάντηση. Τον κοιτάζω κατάματα χωρίς να απαντήσω και βλέπω τη
συνειδητοποίηση στα μάτια του. Κουνάει το κεφάλι του σαν να καταλαβαίνει
επιτέλους. «Εντάξει Λορέιν» μου λέει και κατευθύνεται στην ντουλάπα.
Τον παρατηρώ να μαζεύει τα πράγματά του και δεν αισθάνομαι απολύτως
τίποτα. Τον ακούω να ρουφάει τη μύτη του. Κλαίει; Δεν τον έχω δει να κλαίει
ποτέ. Ούτε καν για την Μελίσσα. Νιώθω προδομένη, για χάρη της. Γυρίζω να
φύγω από το δωμάτιο και με σταματάει η κραυγή του. Κοκκαλώνω στη θέση
του. Συνειδητοποιώ ότι κλαίει με λυγμούς βγάζοντας κραυγές, σαν να πονάει.
Αλήθεια; Τώρα πονάει; Έπρεπε να είχε πονέσει πριν δύο χρόνια, πέντε μήνες
και τέσσερις μέρες.
«Γιατί το κάνεις αυτό Λορέιν; Γιατί μας το κάνεις αυτό; Δεν την έχασες μόνο
εσύ. Επειδή δε θρήνησα όπως εσύ; Κάποιος έπρεπε να μείνει δυνατός, να μας
στηρίξει και τους δύο. Συγγνώμη αν περίμενες κάτι άλλο από εμένα, αλλά αυτό
είναι. Αυτός είμαι» τον ακούω να μου φωνάζει όσο κατεβαίνω γρήγορα τα
σκαλιά. Σταμάτα να μιλάς, του φωνάζω στο μυαλό μου. Κλείνομαι γρήγορα
στην κουζίνα. Βάζω ένα ποτήρι κρύο νερό και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.
Τι ώρα είναι; Έχω χάσει τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά. Λες και έχουν σημασία
τώρα πια. Τίποτα δεν έχει σημασία.
Τον ακούω να κατεβαίνει τα σκαλιά και κρατάω την ανάσα μου. Δε θέλω να
με δει. Απλώς φύγε. Χωρίς αποχαιρετισμούς, αγκαλιές, φιλιά και λόγια χωρίς
καμία σημασία.
Βλέπω το χερούλι της πόρτας να γυρνάει και κλείνω τα μάτια μου. Τον
ακούω να με πλησιάζει. Τον νιώθω να τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, να
πλησιάζει το κεφάλι του στο στόμα μου. Κολλάει τα χείλη του στα δικά μου και
καταλαβαίνω ότι τρέμει. Κλαίει ακόμα. Ανοίγω τα μάτια μου τη στιγμή που
απομακρύνεται. «Σε αγαπάω Λορέιν. Πάντα θα σε αγαπάω. Όποτε θέλεις να
μιλήσουμε πάρε με τηλέφωνο ή έλα να με βρεις. Θα μείνω για μερικά βράδια
στους γονείς μου μέχρι να βρω κάτι άλλο» μου λέει.
Δεν μπαίνω στον κόπο να του απαντήσω, δε νομίζω ότι περιμένει κάποια
απάντηση ούτως ή άλλως. Κάνει μεταβολή να φύγει και νιώθω μια έντονη
σουβλιά στην κοιλιά μου. Διπλώνομαι στα δύο κι εκείνος τρέχει γρήγορα δίπλα
μου. Με στηρίζει για να μη πέσω, όπως κάνει τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι
δίκαιο για εκείνον. Πρέπει να φύγει, να σώσει ό,τι μένει να σωθεί από τον
3
εαυτό του. Απομακρύνομαι από κοντά του και τον ακούω να ψιθυρίζει το
όνομά μου. Κάνει μεταβολή και φεύγει.
Κάνει αυτό που τόσο καιρό περίμενα να κάνει. Φεύγει.
4
Κεφάλαιο δύο
Ντίλαν
Κάθε φορά που κάνω έρωτα μαζί της, νιώθω ότι δε θέλει να είναι εκεί. Το
βλέπω στο άδειο βλέμμα της, που είναι καρφωμένο στο ταβάνι του
υπνοδωματίου μας. Νομίζω ότι κάθε φορά που την πλησιάζω για να βρεθώ
μαζί της, απογοητεύεται. Σαν να την αναγκάζω να κάνει κάτι που δε μπορεί να
αποφύγει. Αυτό κάνει τα τελευταία χρόνια. Με αποφεύγει. Με κάνει να νιώθω
άθλιος, ότι την εκμεταλλεύομαι. Κάθε φορά.
Την έχω ανάγκη. Έχω ανάγκη αυτή την επαφή μας. Είναι η μόνη που μου
έχει μείνει. Έχει σταματήσει να μου μιλάει πια. Στην αρχή τη δικαιολογούσα,
την καταλάβαινα. Όμως δε ξέρω αν έχω τη δύναμη να συνεχίσω να το κάνω.
Στέκομαι δίπλα της βράχος εδώ και δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις μέρες
γιατί αυτό ακριβώς πρέπει να κάνω. Ορκίστηκα να είμαι μαζί της στα καλά και
στα κακά και το εννοούσα. Εννοούσα κάθε μου λέξη, πάντα. Όμως, μέρα με τη
μέρα τη νιώθω να φεύγει, να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου και δεν έχω ιδέα
τι έχω κάνει λάθος ή τι θα μπορούσα να έχω κάνει σωστά.
Οι δικοί μου άνθρωποι με θεωρούν βλάκα. Λένε ότι είμαστε χαμένη
υπόθεση. Δεν καταλαβαίνουν όμως. Για μένα η Λορέιν είναι όλη μου η ζωή.
Από την πρώτη στιγμή που την είδα σε εκείνη τη στάση λεωφορείου πριν
δώδεκα χρόνια ήξερα. Το ήξερα ότι αυτή θα γινόταν όλη μου η ζωή και πάλεψα
πολύ για να το καταφέρω.
Ανέκαθεν ήμουν εγώ αυτός που πάλευε περισσότερο για εμάς, αλλά δε με
απασχόλησε ποτέ. Ήμουν διατεθειμένος να κάνω τα πάντα για εκείνη. Μου
άρεσε να τη βλέπω ικανοποιημένη, έδινε νόημα στη ζωή μου. Ίσως να ήταν λίγο
προβληματικό όλο αυτό, αλλά δε με ένοιαζε. Για εκείνη θα έκανα τα πάντα. Αν
μου ζητούσε να φύγω, θα έφευγα. Δεν πίστευα, όμως, ότι θα ερχόταν ποτέ
αυτή η μέρα. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι με αγαπούσε το ίδιο βαθιά και με
χρειαζόταν όσο κι εγώ.
Αποφασίζω αυτή τη φορά να μη φύγω, να μη της δώσω το χώρο που νιώθω
ότι χρειάζεται τα τελευταία χρόνια, και κοιτάζω το ταβάνι που τελευταία είναι
πιο ενδιαφέρον από την επαφή μας. Προσπαθώ να καταλάβω τι σκέφτεται,
αλλά ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Αποφασίζω να σπάσω τη σιωπή μεταξύ μας και
της μιλάω. Δεν περίμενα ότι θα απαντούσε, αλλά δε περίμενα, επίσης, να
φύγει.
Την παρατηρώ να κατευθύνεται προς το μπάνιο και κλείνω τα μάτια μου.
Τι λάθος έχει κάνει Λορέιν; Της φωνάζω στο μυαλό μου, λες και μπορεί να με
ακούσει.
5
Μετά τη Μελίσσα η ζωή μας άλλαξε ολοκληρωτικά. Εκείνη κλεισμένη στο
υπνοδωμάτιο, εντελώς παραδομένη στη θλίψη της, κι εγώ να πονάω στα
κρυφά. Κάποιος έπρεπε να μείνει δυνατός, να μας στηρίξει και τους δύο.
Ανέλαβα εγώ αυτό τον ρόλο. Στην πραγματικότητα δεν ήμουν καθόλου
δυνατός. Έκλαιγα, πονούσα κάθε βράδυ όταν η Λορέιν κοιμόταν, για να μη
κάνω χειρότερη την κατάσταση για εκείνη. Εάν παραδινόμασταν και οι δύο στη
θλίψη μας, θα χάναμε το παιχνίδι.
Πίστευα ότι με τον καιρό τα πράγματα θα γινόταν καλύτερα. Ο χρόνος
πάντα βοηθάει. Επουλώνει τις πληγές. Τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν όλοι.
Φαίνεται ότι στην περίπτωση της Λορέιν ο χρόνος αντί να επουλώσει τις πληγές
της, τις άνοιξε περισσότερο. Στη δική μου περίπτωση ο χρόνος με βοήθησε να
μπαλώσω τις δικές μου πληγές, βοηθώντας τη Λορέιν να επουλώσει τις δικές
της. Απέτυχα προφανώς.
Ακούω το νερό να σταματάει και γυρίζω προς την πόρτα του μπάνιου.
Σήμερα θα μου μιλήσει. Ακόμα κι αν το μόνο που θα έχει να μου πει είναι να
φύγω. Μόνο αν το ακούσω από το στόμα της θα το κάνω. Δεν το θέλω καθόλου,
αλλά αν αυτό θα την έκανε να αισθανθεί καλύτερα, θα το κάνω. Θα έκανα τα
πάντα, θα έχανα τα πάντα για εκείνη. Μόνο να μη χάσω εκείνη.
Ανοίγει η πόρτα και βλέπω την απογοήτευση στο πρόσωπό της. Την
παρακολουθώ να ντύνεται. Επιλέγει να φορέσει το πρώτο δώρο που της έκανα.
Θεωρώ ότι είναι καλό σημάδι, όμως, πείθω τον εαυτό μου να μη χαρεί με κάτι
τόσο μικρό. Ίσως να ήταν τυχαίο. Της μιλάω ξανά.
«Λορέιν. Σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Μίλησε μου, κάνε κάτι.
Διώξε με, φώναξέ μου, απλώς πες κάτι. Οτιδήποτε». Είμαι απεγνωσμένος και
δε προσπαθώ καν να το κρύψω. Δεν το κάνω επίτηδες για να με λυπηθεί, αλλά
ποτέ δεν της κρύφτηκα. Ποιο το νόημα να το κάνω τώρα;
Μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει από το δωμάτιο. Την προλαβαίνω και
την ακινητοποιώ. Δεν την πονάω, το ξέρω ότι δεν το κάνω. Απλώς την
ακινητοποιώ. Θα μου μιλήσει, σήμερα θα μου μιλήσει. Χώνω το κεφάλι μου
στα μαλλιά της και παίρνω βαθιά ανάσα. Θεέ μου πόσο μου λείπεις Λορέιν.
«Μίλησε μου Λορέιν» της ψιθυρίζω και την γυρνάω απαλά για να με κοιτάει.
Βλέπω το κενό βλέμμα που έχω συνηθίσει πια και νιώθω ότι το τέλος έρχεται
αναπόφευκτα.
«Τίποτα» μου απαντάει. Το φαντάστηκα. Έπρεπε να προσπαθήσω.
«Λορέιν δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση» της λέω. Ειλικρινά δεν την
αντέχω. Κάθε προσπάθειά μου βρίσκει σε έναν τοίχο. Στον τοίχο που ύψωσε
ανάμεσά μας εκείνη. Πόσο θα ήθελα να μη το είχε κάνει.
«Τότε φύγε» μου απαντάει και νιώθω τα λόγια της σα γροθιά στο στομάχι
μου. Δεν μπορεί να το είπε. Δεν θέλω να το είπε. Ποιον κοροϊδεύω; Το είπε. Και
το χειρότερο είναι ότι το εννοεί εκατό τις εκατό. Τότε καταλαβαίνω. Μέχρι εδώ
είμαστε. Αν αυτό θα την κάνει να νιώσει καλύτερα, θα το κάνω.
«Εντάξει Λορέιν» της απαντάω και γυρίζω να μαζέψω τα πράγματά μου.
Νιώθω το στομάχι μου να έχει δεθεί κόμπος και δε μπορώ να κρατήσω άλλο τη
6
θλίψη που κρύβω τόσα χρόνια μέσα μου. Αφήνω τα δάκρια να κυλήσουν. Τα
δάκρια που κρατούσα από εκείνη τόσα χρόνια για τη Μελίσσα, για τη ζωή μας
που διαλύθηκε και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Την ακούω να φεύγει και ουρλιάζω. Τι λάθος έχω κάνει; Πώς θα μπορούσα
να έχω αποφύγει αυτή την κατάσταση; Εύχομαι να μου μιλούσε πριν να είναι
αργά. Εύχομαι να είναι όλα ψέμα και το γεγονός ότι είναι πέρα για πέρα
αληθινά με κάνει να κλαίω πιο δυνατά.
Τι να χωρέσω σε μια βαλίτσα; Τα όνειρα που έκανα για μας; Τη ζωή που
ήταν τόσο σκληρή μαζί μας; Τη Μελίσσα; Τι; Δε θέλω να πάρω τίποτα μαζί μου.
Θέλω να τα αφήσω όλα εδώ. Εδώ που ανήκουν. Αλλά καταλαβαίνω ότι
περισσότερο κακό, παρά καλό θα κάνει αυτό. Πρέπει να της δώσω περισσότερο
χώρο και αυτό θα κάνω.
Μαζεύω γρήγορα όσα πράγματα μπορώ, σαν να έχω σχεδιάσει από καιρό
τι θα πάρω μαζί μου και τι όχι. Ήξερα κάπου μέσα μου ότι θα ερχόταν αυτή η
μέρα. Τελευταία ήταν το μόνο που σκεφτόμουν και ω πόσο δεν το ήθελα Θεέ
μου. Δεν ήθελα να είναι αλήθεια. Είναι, όμως, και πρέπει να ζήσω με αυτό. Για
τη Λορέιν.
Κατεβαίνω τη σκάλα με τη βαλίτσα στο χέρι και κάθε βήμα μου γίνεται πιο
βαρύ από το προηγούμενο. Αφήνω τα πράγματά μου στη βάση της σκάλας και
κοιτάζω στα αριστερά το σαλόνι. Είναι άδειο, τα φώτα κλειστά. Κοιτάζω στα
δεξιά την κουζίνα και βλέπω από τη χαραμάδα το φως ανοιχτό. Σκέφτομαι αν
πρέπει να της πω ότι φεύγω ή αν απλώς πρέπει να ανοίξω την πόρτα χωρίς να
πω τίποτα.
Αποφασίζω να πάω στην κουζίνα. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω στην
αντανάκλαση του παραθύρου ότι έχει κλειστά τα μάτια της. Ήθελα να κοιτάξω
μέσα τους για τελευταία φορά, αλλά από την άλλη ανακουφίζομαι που δε θα
με δει να κλαίω. Τη γυρίζω και τη φιλάω σαν να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα
στο κόσμο και δε μπορώ να συγκρατήσω τα αναφιλητά μου.
Απομακρύνομαι και ανοίγει τα μάτια της. Τα μάτια που κάποτε με
κοιτούσαν με λαχτάρα και πλέον με κοιτάζουν πιο απαθή από ποτέ.
«Σε αγαπάω Λορέιν. Πάντα θα σε αγαπάω. Όποτε θέλεις να μιλήσουμε
πάρε με τηλέφωνο ή έλα να με βρεις. Θα μείνω για μερικά βράδια στους γονείς
μου μέχρι να βρω κάτι άλλο» της λέω. Δε περιμένω απάντηση, οπότε γυρίζω
να φύγω. Την ακούω να διπλώνεται στα δύο και τρέχω να την κρατήσω, όπως
συνηθίζω να κάνω τα τελευταία χρόνια. Απομακρύνεται και δεν επιμένω.
Γυρίζω και φεύγω.
Είναι Νοέμβριος και το κρύο της εποχής κάνει το πρόσωπό μου να
μουδιάσει. Υποδέχομαι με ευγνωμοσύνη το μούδιασμα και στέκομαι για λίγο
με τα μάτια κλειστά έξω από την εξώπορτα.
Συμβαίνει στα αλήθεια, δεν το φαντάζομαι. Πονάει η καρδιά μου και δε
μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Δε θέλω να την πιέσω να το σκεφτεί ξανά. Μου
έδωσε την εντύπωση ότι ανακουφίστηκε που φεύγω. Σαν να το περίμενε καιρό.
Τόσο μεγάλο λάθος έκανα λοιπόν; Τόσο κακός σύζυγος ήμουν; Τόσο καιρό
7
πίστευα ότι κάνω το σωστό, αυτό που η ίδια περίμενε από εμένα να κάνω.
Προφανώς και δεν ισχύει αυτό. Μακάρι να είχα κάνει το σωστό Λορέιν.
Ξεκλείδωσα το αυτοκίνητό, έβαλα τα πράγματά μου στα πίσω καθίσματα
και έβαλα μπροστά τη μηχανή. Αρνούμαι να φύγω. Εδώ είναι το σπίτι μου.
Αυτή είναι το σπίτι μου. Πώς θα ζήσω μακριά από το σπίτι μου; Όλη μου η ζωή
είναι εδώ και ξαφνικά πρέπει να εγκαταλείψω τη ζωή μου και να δημιουργήσω
καινούρια κάπου αλλού, μακριά από αυτό που ήταν κάποτε το σπίτι μου. Ο
φόβος άρχισε να με σκεπάζει.
Κοιτάζω μια τελευταία φορά στην κατεύθυνση του σπιτιού, σκουπίζω τα
μάτια μου, παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω το αυτοκίνητο.
Αντίο Λορέιν. Αντίο ζωή μου.
8
Κεφάλαιο τρία
Λορέιν
Έφυγε. Πώς νιώθω αλήθεια γι’ αυτό; Αφουγκράζομαι τα συναισθήματά
μου και δε νιώθω τίποτα. Υποθέτω ότι είναι καλύτερο από το να πονάω. Έχω
συνηθίσει να μη νιώθω τίποτα. Η καρδιά μου σταμάτησε πριν δύο χρόνια,
πέντε μήνες και τέσσερις μέρες και έκτοτε όλα μέσα μου είναι νεκρά. Μακάρι
να ήταν στην πραγματικότητα.
Δεν είχα ποτέ τάσεις αυτοκτονίας. Ούτε τώρα έχω. Απλώς θα προτιμούσα
στη θέση της να είμαι εγώ. Θα ήταν όλα καλύτερα. Ακόμη και ο Ντίλαν θα ήταν
καλύτερα. Δεν του άξιζε να με φροντίζει. Του αξίζει κάτι καλύτερο, αλλά ήταν
πολύ αισιόδοξος για εμένα, που δεν καταλάβαινε. Δεν το έβλεπε. Είμαι
σίγουρη ότι μόλις περάσει λίγο ο καιρός, θα συνειδητοποιήσει πως οτιδήποτε
έκανα ήταν για δικό του καλό. Ίσως υπήρχε καλύτερος τρόπος να τελειώσει όλο
αυτό, αλλά ήμουν και είμαι πολύ κουρασμένη για να το προετοιμάσω
καλύτερα.
Κοιτάζω το είδωλό μου στην αντανάκλαση του παραθύρου. Δεν με
αναγνωρίζω. Είμαι μόνο τριανταδύο και μοιάζω με πενήντα χρονών. Τα άλλοτε
πλούσια μαύρα μαλλιά μου είναι μόνιμα μπερδεμένα και οι λευκές τρίχες
έχουν ξεκινήσει να κάνουν την εμφάνισή τους πολύ καιρό τώρα. Οι μαύροι
κύκλοι κάτω από τα μάτια μου φανερώνουν την έλλειψη ύπνου. Δε θυμάμαι
πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκα καλά. Ίσως από τότε που έπαιρνα
τα ηρεμιστικά, αλλά και πάλι. Ήταν κάτι τεχνητό, δε μετράει.
Παρατηρώ το σώμα μου. Κάποτε ήμουν αδύνατη με καμπύλες στα σωστά
σημεία. Τώρα είμαι σαν σκελετός. Τα κόκκαλα μου προεξέχουν από παντού.
Αναρωτιέμαι πώς ο Ντίλαν με έβρισκε ελκυστική και ήθελε να συνευρεθεί μαζί
μου. Εγώ με σιχαίνομαι. Όχι ότι θα κάνω κάτι γι’ αυτό. Το τελευταίο πράγμα
που με νοιάζει είναι η εικόνα μου.
«Μόνο να ήξερες πόσο μεγάλο είναι το δώρο που σου πρόσφερα απόψε»
λέω στον Ντίλαν, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόταση που έχω απευθύνει σε
εκείνον τον τελευταίο καιρό. Δεν είναι εδώ να την ακούσει όμως. Τον έδιωξα,
γιατί έτσι έπρεπε. Όφειλα να το κάνω. Εκείνος με φροντίζει τόσα χρόνια. Ήρθε
η ώρα να τον φροντίσω κι εγώ. Για μια τελευταία φορά.
Κατευθύνομαι προς το δωμάτιο. Κοιτάζω την ανοιχτή ντουλάπα και
πλησιάζω. Είναι τόσο μεγάλη για έναν μόνο άνθρωπο. Όταν την αγοράσαμε δε
σκεφτήκαμε ότι θα χρειαστεί κάποια στιγμή να τη χρησιμοποιεί μόνο ο ένας.
Είχαμε όνειρα, σχέδια. Ο χωρισμός φαινόταν κακόγουστο αστείο. Θέλω να
γελάσω, αλλά οι μυς του προσώπου μου δεν κουνιούνται. Σαν να ξέχασαν πώς
9
γίνεται. Λες και ο εγκέφαλός μου δε γνωρίζει αυτά τα σήματα. Τα ξέχασε.
Προφανώς και τα ξέχασε. Πότε ήταν αλήθεια η τελευταία φορά που γέλασα;
Ξαφνικά νιώθω να πνίγομαι από τις σκέψεις μου και κατευθύνομαι προς
τη μπροστινή βεράντα του σπιτιού. Κοιτάζω την ξεχασμένη κόκκινη κούνια που
αγοράσαμε πριν μερικά χρόνια. Κατεβάζω το προστατευτικό της κάλυμμα και
κάθομαι. Κουνάω τα πόδια μου μπρος πίσω και αρχίζω να κουνιέμαι μαζί με
την κούνια. Ψάχνω στη γλάστρα δίπλα μου για το πακέτο με τα τσιγάρα που
έκρυβα από τον Ντίλαν. Δεν του
10
Download