Uploaded by Rolling Freddo King

Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας Θεωρήσεις και Μεταβολές

advertisement
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου
αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο
χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη
ISBN:
Πίνακας Εξωφύλλου: Erich Wegner, Mangling Done Here, 1923
Copyright © 2009:
EKΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ
Νικηταρά 2 & Εμ. Μπενάκη - 106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210.8.22.496 - 210.38.38.020
Fax: 210.38.09.150
site: www.papazisi.gr.
e-mail: papazisi@otenet.gr
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΓΡΑΜΜΑ»
Φωτοστοιχειοθεσία, Αναπαραγωγές,
Φιλμ, Μοντάζ:
Ζωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Αθήνα
Τηλ.: 210.38.07.703
Εκτύπωση:
Αγ. Παντελεήμονος 15, Αιγάλεω
Τηλ.: 210.57.44.374, Fax: 210.34.50.197
ΜΑΡΙΑ Β. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ
ΑΘΗΝΑ 2009
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ...........................................................................................
11
Κεφάλαιο 1
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
1.
1.1.
1.2.
1.3.
1.4.
1.5.
1.6.
1.7.
1.8.
1.9.
1.10.
1.11.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις ..............................................
Η έννοια του κρατικού μονοπωλίου της βίας ...............
Κριτικές και περιορισμοί της έννοιας του κρατικού
μονοπωλίου της βίας ..........................................................
Η βεμπεριανή αφετηρία του κρατικού μονοπωλίου
της βίας .................................................................................
Ο ρεαλισμός και το κρατικό μονοπώλιο της βίας .......
Η θεωρία των ελίτ και το κρατικό μονοπώλιο
της βίας .................................................................................
Norbert Elias: Η ιστορική συγκρότηση του κρατικού
μονοπωλίου της βίας ..........................................................
Η νεομαρξιστική θεώρηση του κρατικού μονοπωλίου
της βίας .................................................................................
Το κρατικό μονοπώλιο της βίας ως αναπαραγωγικός
μηχανισμός της οικονομίας ...............................................
Δίκαιο και Βία: Η διπλή λειτουργία του κρατικού
μονοπωλίου της βίας ..........................................................
Το κρατικό μονοπώλιο της βίας και η εδαφική
κυριαρχία ..............................................................................
Το κρατικό μονοπώλιο της βίας, το έθνος και
ο εθνικισμός .........................................................................
29
36
47
57
72
79
86
105
114
120
131
140
1.12.
1.13.
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Το κρατικό μονοπώλιο της βίας και η θεώρηση
της εξουσίας του Michel Foucault ..................................
Giorgio Agamben: Το κρατικό μονοπώλιο της βίας
και η «κατάσταση εξαίρεσης» ........................................
147
160
Κεφάλαιο 2
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
2.1.
Η κρίση της θεωρίας του κράτους ..................................
2.1.α. Η αποδόμηση των τριών στοιχείων της κυριαρχίας
του κράτους .........................................................................
2.1.β. Η νέα έμφαση στην τοπική αυτοδιοίκηση και
την αστική διακυβέρνηση ..................................................
2.1.γ. Η Ευρωπαϊκοποίηση ως διαδικασία αποεθνικοποίησης
του κράτους .........................................................................
2.1.δ. Θεωρίες ιντιβιντουαλισμού και ορθολογικής
επιλογής ................................................................................
2.1.ε. Ο οικονομισμός στη θεωρία του κράτους .....................
2.2.
Από το κράτος πρόνοιας στον νεοφιλελευθερισμό .....
2.3.
Η παγκοσμιοποίηση και το κράτος ................................
2.4.
Η παγκοσμιοποίηση και η κοινωνία των πολιτών .......
2.5.
Ο κοσμοπολιτισμός και η κρίση του έθνους
κράτους .................................................................................
2.6.
Το παγκόσμιο κράτος ........................................................
2.7.
Hardt & Negri: Η «Αυτοκρατορία» και το «παγκόσμιο
μονοπώλιο της βίας» ..........................................................
2.8.
Η απομάκρυνση από τον ιδεατό τύπο του κρατικού
μονοπωλίου της βίας ..........................................................
176
177
180
184
189
193
199
209
217
222
230
237
247
Περιεχόμενα
Κεφάλαιο 3
Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
3.1.
3.2.
3.3.
3.4.
3.5.
3.6.
3.7.
Διεθνής ασφάλεια και ιδιωτικοποίηση του στρατού .....
Το δόγμα της «Επανάστασης στις Στρατιωτικές
Υποθέσεις» ...........................................................................
Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής ........................................
Η ιδιωτικοποίηση αστυνομικών και επιτηρητικών
υπηρεσιών ασφάλειας ........................................................
Η εσωτερική ασφάλεια και η αντιμετώπιση
της εγκληματικότητας ........................................................
Οικονομικοποίηση και πολιτικοποίηση
της ασφάλειας .....................................................................
Κοινοτική αντεγκληματική πολιτική ...............................
Επίλογος ............................................................................................
Βιβλιογραφία ....................................................................................
258
279
290
304
313
321
332
339
347
Εισαγωγή
Η απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας, η οποία συνδέθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες με την υιοθέτηση,
στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης», πολιτικών ιδιωτικοποίησης και νεοφιλελευθεροποίησης, έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο της συζήτησης για το κράτος το ζήτημα του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Το ερώτημα που
ανακύπτει δεν είναι απλά, κατά πόσο το κράτος εξακολουθεί να κατέχει ή να αξιώνει την κατοχή στο μονοπώλιο της βίας, όπως περιέγραφαν κλασικές θεωρίες της
πολιτικής κοινωνιολογίας, αλλά το θέμα κυρίως είναι οι
μεταβολές και αναδιαρθρώσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας στη βάση των εξελίξεων αυτών. Κεντρικός άξονας της παρούσας μελέτης, γύρω από τον οποίο
συζητούνται μία σειρά προβληματισμών σχετικά με το
κράτος, είναι, συνεπώς, η έννοια του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Θεωρώντας ότι πρόκειται για μια από
τις πιο κλασικές και πιο θεμελιακές έννοιες της πολιτικής κοινωνιολογίας και της θεωρίας του κράτους, στην
οποία, ωστόσο, δεν έχει δοθεί επιμέρους ερευνητική έμφαση και αναλυτικό ενδιαφέρον, η μελέτη προσβλέπει
στην εκ νέου διερεύνησή της.
Καθώς το μονοπώλιο της βίας αποτελεί τη βάση της
νομιμοποίησης του κράτους και τον sine qua non όρο αναπαραγωγής της κυριαρχίας του, η συζήτηση για το κρα-
12
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τικό μονοπώλιο της βίας είναι μία συζήτηση για τα μέσα
και τις εναλλασσόμενες μορφές της κρατικής εξουσίας,
των ιστορικά καθορισμένων λογικών που την διέπουν
και των κοινωνικών δυναμικών που καθορίζουν τις μεταβολές της. Η συζήτηση για το κρατικό μονοπώλιο της
βίας συνιστά ένα ειδικό πεδίο της θεωρίας του κράτους,
που, σε αντίθεση με αποδομιστικές και πλουραλιστικές
προσεγγίσεις, επιδιώκει να προσανατολιστεί στο κράτος,
να επαναφέρει την κεντρική του θέση στην κοινωνιολογική συζήτηση, να επαναπροσδιορίσει τους ρόλους και
τις λειτουργίες του στην κοινωνική αναπαραγωγή και να
εξετάσει τις ανασυγκροτήσεις του.
Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, υπό το
πρίσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της
απορρύθμισης του κεϋνσιανού κράτους, ένα σύνολο προσεγγίσεων θεώρησαν ότι το κράτος βρίσκεται σε κρίση. Εν
όψει μιας σειράς επιστημονικών υποδειγμάτων κρατικής
υποχώρησης, παγκοσμιοποίησης, αποεθνικοποίησης, αποκυριαρχοποίησης, κατίσχυσης της νεοφιλελεύθερης αγοράς και των ανάλογων δικαιολογητικών ρητορικών της
(όπως αυτή του minimal state ή του entrepreneurial state),
το κράτος και το κρατικό μονοπώλιο της βίας θεωρήθηκαν σε μια μεταβατική φάση και σε μια τροχιά αποδυνάμωσης. Έτσι, η συζήτηση για το κράτος, η οποία κατά
τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 χαρακτηριζόταν ως
κορεσμένη, αντικαταστάθηκε από ευρύτερες θεματικές
«διακυβέρνησης» (governance). Εμφανίστηκε ένα σύνολο
θεω­ρήσεων από την κριτική αστική γεω­γραφία, που έδωσε έμφαση στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην «τοπική
διακυβέρνηση» (local governance), αλλά και από τις διεθνείς σχέσεις που, αντίστοιχα, έδωσε έμφαση στη δράση
Εισαγωγή
13
των διεθνών οργανισμών και στην «παγκόσμια διακυβέρνηση» (global governance). Επίσης, στα πλαίσια διαφορετικών αναγνώσεων της φουκωϊκής θέσης για τη μικροφυσική της εξουσίας, την κυβερνητικότητα (governmentality)
και τη βιοπολιτική εξουσία, το κράτος έχασε κατά το ίδιο
διάστημα την κεντρική του θέση στην πολιτική κοινωνιολογία. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από το κράτος σε
ένα πλήθος τοπικών, διεθνών και παγκόσμιων φορέων,
σε μη-κυβερνητικούς οργανισμούς, ή σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, όπως είναι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις
και η αγορά εν γένει. Η πεποίθηση πως οι ετερογενείς αυτοί φορείς υποκαθιστούν, αποκεντρώνουν και αποδυναμώνουν το κράτος ισχυροποιήθηκε. Σε αυτά τα πλαίσια, η
μελέτη της κυριαρχίας έδωσε τη θέση της σε μια νέα σειρά από ιδεότυπους, στην «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» (Kaldor), στην «κοσμοπολιτική κοινωνία» (Beck),
στο «παγκόσμιο κράτος» (Shaw) και στην «Αυτοκρατορία» (Hardt/Negri), θεωρήσεις που συζητούνται εδώ με
αφετηρία τη θεώρησή τους για το κρατικό μονοπώλιο της
βίας. Οι θεωρήσεις αυτές συνιστούν ένα νέο θεωρητικό
υπόδειγμα, το οποίο μπορεί να συστηματοποιηθεί ως το
υπόδειγμα υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της
βίας. Το υπόδειγμα αυτό δεν είναι ομοιογενές, αλλά αποτελείται από ένα σύνολο διαφορετικών θεωριών αποκυριαρχοποίησης του κράτους με πλουραλιστική, αποδομιστική και φιλελεύθερη κατεύθυνση.
Εντούτοις, το υπόδειγμα της υποχώρησης φαίνεται
να κλονίζεται και πάλι. Οι λόγοι είναι ποικίλοι. Πρώτον, η έννοια της παγκοσμιοποίησης επέφερε μιαν αναλυτική σύγχυση, σε ό,τι αφορούσε ζητήματα ορισμών,
θεω­ρητικοποίησης και περιοδολόγησης, και εξουδετέρω-
14
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σε ζητήματα σχέσεων εξουσίας, ενώ η συζήτηση για την
παγκοσμιοποίηση ως απορρυθμιστική του έθνους-κράτους περισσότερο συσκότισε παρά φώτισε τις όψεις και
τα ζητήματα μιας σειράς πολιτικών αποκρατικοποίησης,
κοινοτικοποίησης, ιδιωτικοποίησης και υπευθυνοποίησης, ενώ συχνά κατέληξε να γίνει δικαιολογητική του νεοφιλελευθερισμού. Αυτές οι ανεπάρκειες της συζήτησης
περί παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι ουτοπίες περί μεταεθνικής οικουμενικοποίησης και κουλτουραλισμού δίνουν μια νέα δυναμική στην κοινωνιολογία του κράτους
και το επαναφέρουν στο προσκήνιο. Δεύτερον, παρά τις
εξαγγελίες του νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» για
τον σχεδιασμό «αποτελεσματικών» μοντέλων μιας «νέας δημόσιας διοί­κησης» (New Public Management) ή
«ευέλικτων» και «στοχευμένων» προνοιακών μέτρων, η
νεοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική ώθησε στην όξυνση
των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων, σε οικονομικές
κρίσεις και σε μιαν αυξανόμενη εργασιακή και κοινωνική ανασφάλεια.
Ο νεοφιλελευθερισμός χάνει παράλληλα την αρχική
του δυναμική, καθώς κάποια εγχειρήματά του απέτυχαν, όπως η προσπάθειά του να πείσει (για παράδειγμα, μέσα από τον Τρίτο Δρόμο και τις ποικίλες τεχνοκρατικές ρητορικές τού εκσυγχρονισμού, με τις διάφορες αντανακλάσεις τους στη θεωρία του κράτους) ότι οι
πολιτικές ιδεολογίες έχασαν την ισχύ τους κατά τη δεκαετία του 1990 και ότι τα κοινωνικά κινήματα αποπολιτικοποιήθηκαν και έδωσαν τη θέση τους σε κινήματα
ιντιβιντουαλισμού. Οι συνθήκες αυτές επανέφεραν στο
προσκήνιο θεωρήσεις, που κατά τη δεκαετία του 1990
είχαν σε ένα βαθμό παραγκωνιστεί, όπως μια σειρά νεο­
Εισαγωγή
15
ρεαλιστικών αλλά και νεομαρξιστικών προσεγγίσεων
του κράτους. Κυρίως, όμως, επανέφεραν στο προσκήνιο
την ανάγκη για μια «επανα-ανακάλυψη του κράτους»
(Hirsch), η οποία και επιτάσσει την εκ νέου μελέτη κλασικών εννοιών και προβληματισμών περί της θεωρίας
του κράτους. Η παρούσα μελέτη εντάσσεται σε αυτήν
την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των θεμελιωδών
εννοιών γύρω από το κράτος, όπως το κρατικό μονοπώλιο της βίας, μία έννοια που θεωρείται άλλοτε αυτονόητη και άλλοτε απονεκρωμένη. Σε αυτά τα πλαίσια, οι
στόχοι της μελέτης είναι οι εξής:
Κεφάλαιο 1. Ζήτημα του πρώτου κεφαλαίου είναι
να συστηματοποιήσει και να ερευνήσει τις βασικότερες
θεωρητικοποιήσεις τής έννοιας του κρατικού μονοπωλίου της βίας εντός διαφορετικών ρευμάτων, εστιάζοντας
στις επιμέρους εννοιολογήσεις, τις ειδικές παραμέτρους
και τις αφετηρίες των θεωριών, που είτε τό αναδεικνύουν, είτε τό σχετικοποιούν, είτε τό αποδομούν. Η έννοια
του κρατικού μονοπωλίου της βίας συζητείται με αφετηρία την προσέγγιση του Benjamin για την έννομη τάξη
ως αποτύπωση ενός ανταγωνιστικού συσχετισμού δυνάμεων. Θεωρήσεις που υποστηρίζουν ότι η έννοια του
κρατικού μονοπωλίου της βίας δεν εκφράζει ικανοποιητικά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κράτους, τήν αντικαθιστούν με την έννοια του «κοινού καλού» (Ehlers)
και της «δημόσιας εξουσίας» (Vincent), ενώ μία άλλη
κριτική στην έννοια θεωρεί ότι αυτή παραγκωνίζει τις
λειτουργίες της κοινωνίας των πολιτών (Knöbl). Η συζήτηση για τη σχέση μεταξύ κράτους δικαίου και κρατικού μονοπωλίου της βίας τίθεται στη βάση της διάκρι-
16
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σης μεταξύ εξαναγκασμού (potestas) και βίας (violentia),
η οποία αναδεικνύει τον δισυπόστατο χαρακτήρα του
κρατικού μονοπωλίου της βίας. Η σχέση μεταξύ κράτους δικαίου και κρατικού μονοπωλίου της βίας δεν είναι «αντιφατική» και «παράδοξη», όπως υποστηρίζουν
κάποιες βεμπεριανές αναγνώσεις, αλλά δομική και άρρηκτη. Περαιτέρω, συζητούνται η προσέγγιση του κρατικού μονοπωλίου της βίας ως του «ειδικού μέσου του
κράτους» του Weber, η ιστορική συγκρότηση και μελέτη
των αποτελεσμάτων του κρατικού μονοπωλίου της βίας
στην κατασκευή των ατόμων της νεωτερικότητας από
τον Elias, η προσέγγιση του ρεαλισμού του κρατικού
μονοπωλίου της βίας ως του κεντρικού πυρήνα ύπαρξης και διατήρησης του κράτους, η εργαλειακή προσέγγισή του ως οργάνου των ελίτ εξουσίας στους Pareto
και Michels, οι μαρξιστικές αναλύσεις των Althusser και
Πουλαντζά για το κρατικό μονοπώλιο της βίας ως δομικό κομμάτι της διαδικασίας αναπαραγωγής της ταξικής εξουσίας, η αποδομιστική του κράτους θεώρηση
της εξουσίας του Foucault, η σχετικοποιητική του μονοπωλίου της βίας ανάλυση του Mann περί «αυτόνομου
κράτους», η ανάλυση του Gellner για τη σχέση μεταξύ
εκπαίδευσης, κρατικού μονοπωλίου της βίας και εθνικισμού και η ανάλυση του Agamben για το πώς η κενή δικαίου «κατάσταση εξαίρεσης» αναδεικνύει ότι τα όρια
του κρατικού μονοπωλίου της βίας δεν είναι δικαιϊκά,
αλλά συναρτημένα με την κυρίαρχη εξουσία.
Κεφάλαιο 2. Στόχος του δεύτερου κεφαλαίου είναι
να συζητήσει τις θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού
μονοπωλίου της βίας και να τίς αντιμετωπίσει ως σώ-
Εισαγωγή
17
ματα επιχειρημάτων, που συνθέτουν το αναλυτικό πλαίσιο μιας ευρύτερης και ανομοιογενώς συντιθέμενης προβληματικής για την κρίση και υποχώρηση του κράτους
εν όψει της παγκοσμιοποίησης. Η θέση υποχώρησης του
κρατικού μονοπωλίου της βίας συνδέεται στενά με μιαν
ευρύτερη κρίση της θεωρίας του κράτους και με την υποβίβαση, κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, τού υποδείγματος του κράτους από την κοινωνική και πολιτική επιστήμη. Στη βάση διαπιστώσεων περί του αυξανόμενου
κύρους διακρατικών θεσμών, της διεθνοποίησης της οικονομίας και της αποδυνάμωσης του έθνους-κράτους, η
σύγχρονη εποχή περιγράφεται ως η «εποχή των μεταβάσεων» (Habermas). Η κρίση του κράτους πρόνοιας συνδέθηκε με μια σειρά ιδεατοτυπικές μεταβάσεις: από το
κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας στο μεταεθνικό κράτος του
ανταγωνισμού (competition state, Jessop) και στη διακυβέρνηση (governance) και από την κεντρική ρύθμιση στη
διαχειριστικότητα και τον νεοκορπορατισμό. Οι μεταβολές αυτές θεωρείται πως επιβάλλονται στο κράτος απέξω, είτε από ένα παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, από ένα «παγκόσμιο κεφάλαιο που περιπλανιέται
ελεύθερα» (Habermas), είτε από υπερεθνικούς οργανισμούς, στους οποίους υποτίθεται πως το κράτος συμμετέχει λόγω πιέσεων και έτσι παραχωρεί ένα μέρος της
κυριαρχίας του. Οι πολιτικές της ιδιωτικοποίησης και της
νεοφιλελευθεροποίησης θεωρούνται επίσης εξωκατευθυνόμενες. Αναδύεται (π.χ. κατά τους Hardt και Negri) μία
παγκόσμια εξουσία που δεν έχει κέντρο και που υπερβαίνει τα έθνη-κράτη και εντέλει αναγκάζει τα κράτη
να παραχωρήσουν, για λόγους επιβίωσης, την κυριαρχία
τους αλλά και το ίδιο το κρατικό μονοπώλιο της βίας.
18
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Στο κεφάλαιο αυτό επιδιώκεται η συστηματοποίηση
στο υπόδειγμα υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου
της βίας. Για τον σκοπό αυτό συζητούνται οι βασικές
αφετηρίες τού επιχειρήματος για την αποδυνάμωση του
κράτους, οι οποίες είναι οι εξής:
α) η αποδόμηση της παραδοσιακής θεωρίας των
τριών στοιχείων της κυριαρχίας του κράτους
(εδαφική επικράτεια, λαός, νομικός καταναγκασμός μέσω του μονοπωλίου της βίας) και η θέση για τη μετάβαση από την κρατική κυριαρχία
στις πλουραλιστικές «συγκυριαρχίες» μεταξύ
κράτους και άλλων φορέων, διεθνών, περιφερεια­
κών ή τοπικών,
β) ο νέος ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο ο­ποίος
αποτελεί προϊόν μιας σειράς πολιτικών αποκέντρωσης του κράτους, καθώς αυτό μεταβιβάζει
ευθύνες προς τοπικούς φορείς, πόλεις, δήμους,
κοινότητες κ.α., και έτσι προωθεί ένα νέο πλέγμα
διάχυσης αρμοδιοτήτων και μια λειτουργία ατυποποίησης και «ευελικτοποίησης» της κοινωνικής πολιτικής, μέσα από ενεργοποιητικές πολιτικές και τη συμμετοχή μη-κρατικών φορέων και
ιδιωτικών ομάδων συμφερόντων («ενεργοποιητικό κράτος», Eick),
γ) η Ευρωπαϊκοποίηση ως παράγοντας αποεθνικοποίησης του κράτους. Στη θέση αναλύσεων
για τις αρμοδιότητες και λειτουργίες, αλλά και
για τα δημοκρατικά ελλείμματα στην ΕΕ, συζητείται ότι, παρά τις διαδικασίες ενοποίησης, το
έθνος κράτος παραμένει από πολλές απόψεις
Εισαγωγή
19
κυρίαρχο, π.χ. μέσα από τα εθνικά κόμματα και
την από πλευράς τους προώθηση του «εθνικού
συμφέροντος» (Voigt), τον εθνικό χαρακτήρα
της κοινής γνώμης ή τη βασισμένη σε αρχές διακινδύνευσης εθνικο-κεντρική, μεταναστευτική
πολιτική,
δ) οι θεωρίες ιντιβιντουαλισμού και ορθολογικής
επιλογής, εντός των οποίων η «ευέλικτη» ατομική ταυτότητα του ιδιώτη, ο ιντιβιντουαλισμός, οι
ατομικές βιογραφίες, τα life styles και life politics,
αντικατέστησαν σε κουλτουραλιστικές θεωρίες
τόσο την αναλυτική κατηγορία «κράτος», όσο και
αυτήν των κοινωνικών τάξεων,
ε) η οικονομίστικη προσέγγιση του κράτους, η
οποία θεωρεί ότι οι ισχυρότεροι εκπρόσωποι
της αγοράς χρησιμοποιούν, αντικαθιστούν ή
υπερνικούν το κράτος (μια της εκδοχή αναλύεται στη βάση τής προσέγγισης των Hall και
Winlow για τη σχέση μεταξύ κράτους, κρατικού μονοπωλίου της βίας και καπιταλισμού),
μια προσέγγιση που επαναφέρει στο προσκήνιο
μια παλιότερη κριτική του Offe στην εργαλειακή θεώρηση του κράτους.
Κεφάλαιο 3. Στόχος του τρίτου κεφαλαίου είναι να
εξετάσει τις αναδιαρθρώσεις του κρατικού μονοπωλίου
της βίας, όπως αυτές τελούνται εντός των θεσμών που τό
πλαισιώνουν, όπως ο στρατός, η φυλακή και η αστυνομία. Σε αυτά τα πλαίσια συζητούνται οι εξής όψεις της
θεσμικής του ανασυγκρότησης:
20
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
α) Στο στρατιωτικό επίπεδο. Καθώς μετά το τέλος
του Ψυχρού Πολέμου η διπολικότητα που χαρακτήριζε τις ψυχροπολεμικές διεθνείς σχέσεις μετατρέπεται σε πολυπολικότητα και φιλελευθεροποίηση (η φιλελευθεροποίηση που εξαγγέλθηκε πανηγυρικά απ’ τον Fukuyama ως το «τέλος
της ιστορίας»), συζητούνται στο πλαίσιο αυτής
της φιλελευθεροποίησης μία σειρά εξελίξεων στο
στρατιωτικό πεδίο, όπως η ιδιωτικοποίηση των
στρατιωτικών υπηρεσιών και ο αυξανόμενος ρόλος των ιδιωτικών εταιρειών πολέμου και ασφάλειας. Συζητείται επίσης το νέο στρατιωτικό δόγμα τού Revolution in Military Affairs, ως δόγμα
για την ψηφιοποίηση του πολέμου και την ελαχιστοποίηση των πολεμικών απωλειών μέσω της
ακρίβειας, της στόχευσης και της τεχνολογικής
δικτύωσης στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, που,
ενώ γίνεται κατανοητό ως «μεταμοντέρνος πόλεμος» (Hardt/Negri), ουσιαστικά δεν αντικατοπτρίζει παρά τις νεοηγεμονικές αρχές ενός νεοφιλελεύθερου μανατζεριαλισμού.
Περαιτέρω, ενώ διαπιστώνεται η ανάπτυξη παγκόσμιων δημοσιοτήτων (π.χ. γύρω από περιβαλλοντικά και οικολογικά προβλήματα), η παγκοσμιοποίηση θεωρείται ότι ωθεί ταυτόχρονα
το κρατικό μονοπώλιο της βίας σε αποδυνάμωση, καθώς αυτή δημιουργεί νέες δυνατότητες για
την ανάπτυξη παράνομης δράσης (διεθνοποίηση
«εγκληματικών» και «τρομοκρατικών» δικτύων,
οργανωμένο και οικονομικό έγκλημα, επιχειρηματική διαφθορά, διάδοση των όπλων, εμπόριο αν-
Εισαγωγή
21
θρώπων κτλ.), δράσεις που θεωρείται ότι ξεπερνούν τις ελεγκτικές δυνατότητες του έθνους-κράτους και των παραδοσιακών μέσων του κρατικού
μονοπωλίου της βίας και οδηγούν στην υποχώρησή του (Cox, Habermas). Ωστόσο, οι δράσεις
αυτές αφενός δεν είναι τόσο νέες, αφετέρου δεν
μπορούν να υπάρξουν έξω από το έθνος-κράτος.
Ακόμα και όταν οι διακρατικές αστυνομικές συν­
εργασίες εντατικοποιούνται ή επωφελούνται από
νέα τεχνικά μέσα και επιτρεπτικές αυστηρότερων
κοινωνικών ελέγχων νομοθεσίες, το εθνικό κράτος
αποτελεί τον μοναδικό φορέα νομιμοποίη­σης και
διατηρεί τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη
διαχείριση αυτών των ζητημάτων.
Καθώς ο «δικτυακός» χαρακτήρας των παράνομων οργανώσεων και της τρομοκρατίας (Mair,
Wulf) θεωρείται πως καλεί το κράτος να προσ­
αρμοστεί στα νέα δεδομένα, επειδή το σύνολο των παραδοσιακών θεσμικών και κατασταλτικών του μέσων δεν επαρκεί, εκεί αποδίδεται
και η εμφάνιση του «δικτυακού κράτους», καθώς και η «διασπορά» της κρατικής κυριαρ­χίας
(Krössler), χωρίς η έννοια του «δικτύου» και
της «διασποράς», οι οποίες όλο και περισσότερο αντικαθιστούν ταξικές σχέσεις εξουσίας και
αποκρύπτουν νέες μορφές καταστολής και κοινωνικού ελέγχου, να αποσαφηνίζεται. Σε αυτά
τα πλαίσια, καθώς η «διεθνής τρομοκρατία» και
η παγκοσμιοποίηση θεωρούνται πως έχουν υπονομεύσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, γίνεται
ουτοπικά λόγος για ένα «παγκόσμιο μονοπώλιο
22
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
της βίας», ως αντίδραση στα «νέα καθεστώτα βίας» (Krössler). Παράλληλα, στο νέο πλαίσιο της
ασφάλειας, η έννοια της «απειλής» έχει αλλάξει,
καθώς απειλή για το κράτος δεν αποτελούν πλέον τόσο τα άλλα κράτη, αλλά μη-κρατικές ομάδες
και άτομα, που θεωρούνται ως «τρομοκράτες»,
«παραβατικοί», «επικίνδυνοι ξένοι», «απροσάρμοστοι νέοι» κ.ά. Οι «νέοι πόλεμοι» (Kaldor) δεν
συνδέονται απαραίτητα με στρατιωτικές δομές
και υποδομές, αλλά με ενδοκρατικές, πολλαπλές
«συγκρούσεις χαμηλής έντασης» στον «μετακυριαρχικό χώρο ενός αποδυναμωμένου κρατικού
μονοπωλίου της βίας» (Cha). Παράλληλα, ενώ το
παλιό λεξιλόγιο της σύγκρουσης αντλούσε από
τους διακρατικούς πολέμους και τους εθνικούς
στρατούς, με την παγκοσμιοποίηση έννοιες, όπως
η «παγκόσμια βία», ο «παγκόσμιος κίνδυνος», η
«παγκόσμια απειλή» κτλ., αποκτούν νέα ιδεολογική χρησιμότητα για την επανακατασκευή νέων «Άλλων», όπως οι μετανάστες, οι νέοι και οι
κοινωνικά και οικονομικά αποκλεισμένες ταξικές
ομάδες.
β) Στο επίπεδο της σωφρονιστικής πολιτικής. Η
εμπορευματοποίηση της σωφρονιστικής πολιτικής
και η ένταξή της στο ευρύτερο μάνατζμεντ των
κρατικών υπηρεσιών με πρακτικές contracting,
καθώς και ο σωφρονιστικός κορπορατισμός έγιναν σταδιακά αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής πολιτικής. Η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση της φυλακής δεν στρέφεται κατά της ίδιας της
πολιτικής της ιδιωτικοποίησης, αλλά χαρακτηρί-
Εισαγωγή
23
ζεται κατά κύριο λόγο από επιχειρηματολογίες
«υπέρ-κατά» και εγείρει τεχνικές και διοικητικές
παραμέτρους, όπου κυριαρχούν οι οικονομικοί
προβληματισμοί. Όπως προκύπτει από τις αναλύσεις των Logan, Verkuil και Schefer/Liebling,
οι υποστηρικτές των ιδιωτικών φυλακών θέτουν
κριτήρια εξοικονόμησης πόρων, αποτελεσματικότητας και κόστους-οφέλους, ενώ οι ενάντιοι θέτουν κριτήρια αδιαφάνειας, πελατειακών σχέσεων και απονομιμοποίησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής (κυρίως στις ΗΠΑ) συνδέεται με την ευρύτερη πολιτική της «νέας τιμωρητικότητας» (Garland), τους
δραματικούς ρυθμούς φυλάκισης των τελευταίων
δεκαετιών, την αύξηση του καλλιεργημένου και
από τα ΜΜΕ φόβου του εγκλήματος, τα δόγματα μηδενικής ανοχής, τη «σωφρονιστική βιομηχανία» και ένα ευρύτερο πλέγμα πολιτικών, όπως
το three strikes and you are out, η λογική του
truth in sentencing και η εντατικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου μέσα από εκστρατείες, όπως ο
«πόλεμος» κατά των ναρκωτικών (war on drugs),
του εγκλήματος (war on crime) και της τρομοκρατίας (war on terror).
γ) Στο επίπεδο της εσωτερικής ασφάλειας. Καθώς
οι δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης
του κράτους πρόνοιας χαρακτηρίστηκαν ταυτόχρονα από το αίτημα για «εσωτερική ασφάλεια»,
συζητείται εδώ μία ευρύτερη τάση που έχει χαρακτηριστεί ως securitization και περιλαμβάνει
ένα σύνολο ρητορικών και προγραμμάτων γύρω
24
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
από την «εσωτερική ασφάλεια», οι οποίες συν­
αρ­τώνται με πολιτικές ιδιωτικοποίησης (ιδιωτικοποίηση της αστυνόμευσης, παροχή υπηρεσιών
ασφάλειας και φύλαξης από ιδιωτικές εταιρείες, διεύρυνση των αγορών ασφάλειας) και κοινοτικοποίησης (καταστασιακή και κοινοτική αντεγκληματική πολιτική). Η μεταβίβαση πολιτικών
ασφάλειας από το κράτος σε μια σειρά από ιδιω­
τικούς, τοπικούς και κοινοτικούς φορείς για την
καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη δημιουργία «ασφαλών» κοινωνικών και αστικών
χώρων είχε ως αποτέλεσμα τόσο την ιδεολογικοποίηση της ασφάλειας όσο και την εμπορευματοποίηση της. Η εμπορευματοποίησή της οδήγησε σε νέες ταξικές ανισότητες, καθώς το προϊόν «ασφάλεια» διατίθεται στην αγορά με τέτοιο
τρόπο, ώστε τα οικονομικο-κοινωνικά στρώματα
που πλήττονται περισσότερο από την εγκληματικότητα να είναι και πιο απίθανο να τήν αγοράσουν και, σε σχέση με τα αστικά και μεσοαστικά στρώματα, να είναι πιο απίθανο να οργανωθούν αποτελεσματικά και ευέλικτα απέναντι στο έγκλημα. Οι τάσεις αυτές δεν σηματοδοτούν την ιδιωτικοποίηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά
τη διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου, στη συμπαιγνία δημόσιων και ιδιωτικών μορφών άσκησής του. Το κράτος απαλλάσσεται από ένα μεγάλο μέρος του οργανωτικού, οικονομικού και διοικητικού κόστους σε δευτερεύουσες μορφές κοινωνικού ελέγχου και από μια σειρά ελεγκτικές
Εισαγωγή
25
δραστηριότητες που τό καθήλωναν σε γραφειοκρατική ακαμψία, ενώ ταυτόχρονα «επωφελείται από γνώση που έχει κερδηθεί ιδιωτικά» (P-A
Albrecht).
Η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση των στρατιωτικών υπηρεσιών και τις συνέπειές της στη διαχείριση
του πολέμου, της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας,
αλλά και το κύμα του στρατιωτικού και σωφρονιστικού
κορπορατισμού δείχνουν ότι υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα για να στηρίξουν την άποψη ότι το κρατικό μονοπώλιο της βίας μεταβάλλεται και αναδιοργανώνεται.
Ωστόσο, το να υποστηριχθεί (όπως π.χ. από τον Wulf),
ότι το κρατικό μονοπώλιο της βίας υποχωρεί απλώς
επειδή μία σειρά (όχι και τόσο καινούργιων) ιδιωτικών
στρατιωτικών εταιρειών ή εταιρειών ασφάλειας κερδίζει έδαφος πέρα από το κράτος είναι παραπλανητικό.
Η ύπαρξη ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και υπηρεσιών ασφάλειας σαφώς δεν συνεπάγεται ότι αυτές
υποκαθιστούν το επίσημο κράτος στη διαχείριση πολεμικών υποθέσεων και σε υποθέσεις ασφάλειας, ούτε ότι αυτές οι εταιρείες λειτουργούν σε σύγκρουση με
το κράτος. Καθώς το κρατικό μονοπώλιο της βίας στηρίζεται σε ένα σύνολο θεσμικών μέσων, εκεί όπου λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου και επιτήρησης τελούνται
αποτελεσματικά, μέσω της αντιπροσώπευσης από μηκρατικούς φορείς (λ.χ. αγορά, μη-κυβερνητικοί οργανισμοί, η κοινωνία και τα άτομα), το κράτος επιτρέπει
την άσκηση αρμοδιοτήτων όμοιων με αυτές του κρατικού μονοπωλίου της βίας και επωφελείται από το δημιουργηθέν αποτέλεσμα, ότι δηλαδή άλλοι φορείς μπο-
26
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρούν να δράσουν προς την ίδια κατεύθυνση, με το κράτος να κερδίζει σε αποτελεσματικότητα.
Η 11η Σεπτέμβρη 2001 αποτέλεσε ιδεολογικό έναυσμα
για την εντατικοποίηση μιας σειράς πρακτικών ελέγχου.
Ωστόσο, το να υποστηριχθεί –όπως γίνεται συχνά– ότι η
επιτήρηση και η ασφάλεια εντατικοποιή­θηκαν εξαι­τίας
της 11ης Σεπτέμβρη, και ότι εξαιτίας της ιδιω­τικοποίησης
μιας σειράς πρακτικών ελέγχου το κρατικό μονοπώλιο
της βίας αποδυναμώθηκε, θα παρέβλεπε ένα σύνθετο
σύνολο ρητορικών, ιδεολογιών, διαδικασιών εντός και
εκτός κράτους, καθώς και μια σειρά ενδιαφερόμενων
για την ασφάλεια, εμπλεκόμενων μερών και φορέων,
που για διαφορετικούς λόγους μπορούσαν να επωφεληθούν από την πολιτική εργαλειοποίηση της ασφάλειας.
Τα μέτρα εντατικοποίησης της ασφάλειας μετά την 11η
Σεπτέμβρη δεν αποτελούν, έτσι, κάποιο είδος ρήξης με
τις προγενέστερες εξελίξεις, αλλά τη συνέχεια μιας παλιότερης διαδικασίας, που ξεκινά τουλάχιστον από τη
δεκαετία του 1970 και τις τότε πολιτικές κατά της τρομοκρατίας, θεσμοποιείται με τη Συνθήκη του Σένγκεν
το 1985 και εντατικοποιείται στις δεκαετίες του 1990
και 2000, με το επιθετικό πρόγραμμα του war on terror
και την πολιτική και ιδεολογική εργαλειο­ποίηση της έννοιας του «εχθρού», στα όρια ενός κράτους ασφάλειας,
που δίνει νέα έμφαση σε επιτηρητικές και προληπτικές
πολιτικές.
Η δημιουργία του νέου κράτους ασφάλειας δεν σημαίνει ότι η έμφαση στην πρόληψη και την ασφάλεια μέσα από την εμπλοκή ιδιωτικών ή διεθνών φορέων αποδυναμώνει τις κατασταλτικές λειτουργίες του κράτους
ή τα παραδοσιακά μέσα του κρατικού μονοπωλίου της
Εισαγωγή
27
βίας. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας μπορεί μεν να λάβει δια­φορετικές μορφές, αλλά ως μακροϊστορικό προϊόν και δομικός πυρήνας του νεωτερικού κράτους, δεν είναι κάτι που αυξάνεται ή μειώνεται, που διεθνοποιείται
ή παγκοσμιοποιείται. Περισσότερο αποτελεί μια σταθερά αναπαραγωγής του κράτους και διατήρησης των ορισμών και κριτηρίων του για την κοινωνική ευταξία και
την έννομη τάξη. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας είναι
εκείνο που δίνει στο κράτος τη δυνατότητα να διαμορφώνει ανά πάσα στιγμή τα όρια μεταξύ δημόσιου και
ιδιωτικού, και να προωθεί ή όχι διαφορετικές μορφές
ιδιωτικοποίησης και κοινοτικοποίησης αρμοδιοτήτων. Με
τον ταυτόχρονα απαγορευτικό και επιτρεπτικό του χαρακτήρα, το κρατικό μονοπώλιο της βίας αποτελεί μια
δομή, εντός της οποίας τα πλέγματα εξουσίας λειτουργούν και δεν τήν υπερβαίνουν. Μέσα από το κρατικό μονοπώλιο της βίας, το κράτος έχει την εξουσία να εναλλάσσει τις μορφές του και τους τρόπους με τους οποίους
είναι παρεμβατικό, δημιουργώντας έτσι ένα κάθε φορά
νέο πρόσωπο μιας σταθερά ταξικής κυριαρχίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται μία σειρά από θεω­
ρητικοποιήσεις της έννοιας του κρατικού μονοπωλίου της
βίας (εφεξής ΚΜΒ). Σημείο εκκίνησης αποτελεί η προ­
σέγγιση του Max Weber για το ΚΜΒ ως «ειδικό μέσο»
τού κράτους κατά την άσκηση πολιτικής. Το ΚΜΒ στο έρ­
γο του Max Weber αποτελεί το ultima ratio μέσο του κρά­
τους, και εκείνο που τό διαφοροποιεί από άλλους κοι­
νωνικούς συνδέσμους. Ο Weber παρέχει έναν από τους
πρώτους και πλέον κλασικούς ορισμούς τού κράτους ως
φορέα της νόμιμης αξίωσης στο ΚΜΒ, εντός μιας εδαφι­
κής επικράτειας. Συζητά το νεωτερικό κράτος μέσα στο
ιστορικό πλαίσιο της μετάβασης απ’ τη φεουδαρχία στον
καπιταλισμό, αναλύοντας τη μορφή στην οργάνωση της
διοίκησης, των κομμάτων, του στρατού κτλ. (γραφειο­
κρατία), δεν συζητά όμως το κράτος από την άποψη των
σκοπών του και από την άποψη του ρόλου και των λει­
τουργιών του στην κοινωνική ή ταξική αναπαραγωγή.
30
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Αν ο Weber όρισε και συζήτησε το ΚΜΒ ως μέσο τού
κράτους, τον Norbert Elias ενδιαφέρουν τα αποτελέσματα και η διαδικασία τής ιστορικής συγκρότησης του ΚΜΒ,
στη διαμόρφωση της ατομικής συμπεριφοράς και κατά
την ψυχικοποίηση των κρατικών ελέγχων, απαγορεύ­σεων
και οριοθετήσεων της δράσης. Εμβαθύνοντας στις διαδι­
κασίες συγκρότησης του ΚΜΒ, αναδεικνύει τη μακρά πο­
ρεία και τις ιστορικές μεταβολές των κοινωνικών μορ­
φών, από την πρώιμη φεουδαρχία ώς το αστικό νεωτερικό
κράτος. Στη βάση μιας αυξανόμενης «κοινωνικής διαφο­
ροποίησης των λειτουργιών», της έξαρσης του ανταγωνι­
σμού και των συγκρούσεων, η μονοπώληση της βίας από
το κράτος προωθεί την «κοινωνική ειρήνευση», διαμορ­
φώνει τα άτομα της νεωτερικότητας και εντός της «διαδι­
κασίας του πολιτισμού» τά ωθεί στον έλεγχο του θυμικού
και των ψυχόρμητων διαθέσεών τους, παγιώνοντας έτσι
τη σχέση ανάμεσα στο ΚΜΒ και την ενστικτοποίησή του
από τα άτομα, ως σχέση άρρηκτη και ιστορική.
Εξίσου κρίσιμη για τη μελέτη των επιμέρους δυναμι­
κών του ΚΜΒ είναι η προσέγγιση του Michel Foucault. Ο
Foucault περιγράφει την ιστορική-γεννεαλογική συγκρό­
τηση των υποκειμένων στη νεωτερικότητα και την κα­
τασκευή τους, ως περατωμένων υποκειμένων της εξου­
σίας και του δικαίου μέσα από την ανάπτυξη πειθαρχι­
κών μηχανισμών εξουσίας και μέσω της παιδαγώγησης.
Μελετώντας την εξουσία «μικροφυσικά», τόν ενδιαφέ­
ρουν οι τρόποι διάχυσης, διάδοσης, εσωτερίκευσης και
καθημερινοποίησής της, τρόποι οι οποίοι δεν κατευθύνο­
νται από ένα κέντρο εξουσίας, το ΚΜΒ ή την ηθική του
επιταγή, αλλά αποτελούν ένα σύνολο λιγότερο ή περισ­
σότερο οργανωμένων σχέσεων μεταξύ υποκειμένων, τα
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
31
οποία, εντός της διαδικασίας καθυπόταξης και ταξινό­
μησής τους, είναι ταυτόχρονα πομποί και δέκτες μιας
εξουσίας που συντίθεται πλεγματικά. Ωστόσο, παρά τον
μικροφυσικό τρόπο με τον οποίο ο Foucault κατα­νοεί την
εξουσία, η θεώρησή του δεν αποκλείει το κράτος, όπως
υποστηρίζουν μία σειρά από μεταμοντέρνες αναγνώσεις
τού έργου του. Το πλέγμα και οι σχέσεις εξουσίας που
ερευνά δεν διαμορφώνονται εκτός του κράτους, αντίθε­
τα, η εξουσία, η οποία δεν μπορεί να κατανοηθεί μονοσή­
μαντα ως κράτος, διαμεσολαβείται, κοινωνικοποιείται,
επεκτείνεται ή περιορίζεται, ενεργοποιείται, ολοποιείται
και, εν τέλει, λειτουργεί και «παράγει πραγματικότη­
τα», μέσω των θεσμικών μηχανισμών του κράτους.
Από τον Μαρξισμό, εδώ συζητούνται οι θεωρήσεις
των Luis Althusser και Νίκου Πουλαντζά. Σημαντικότε­
ρη για την κατανόηση του ΚΜΒ δεν είναι τόσο η διάκρι­
ση μεταξύ «καταπιεστικού μηχανισμού» και «ιδεολογι­
κών μηχανισμών» του Althusser, όσο η επισήμανσή του,
σχετικά με τη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού
ως μιαν «εσωτερική διάκριση του αστικού δικαίου». Για
τον Althusser το κράτος «δεν ανήκει ούτε στο δημόσιο
ούτε στο ιδιωτικό, αποτελεί αντίθετα προϋπόθεση κάθε
διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού». Η διαπίστω­
ση αυτή του Althusser είναι εξαιρετικά σημαντική για τη
μελέτη του ΚΜΒ, ιδιαίτερα σε συνθήκες ιδιωτικοποίησης
αρμοδιοτήτων του ΚΜΒ, καθώς αναδεικνύει ακριβώς
τον κρατικό καθορισμό των ορίων μεταξύ δημόσιου και
ιδιωτικού. Η κριτική του Πουλαντζά, τόσο στη θεώ­ρηση
«κράτος-εργαλείο» όσο και στο «κράτος-υποκείμενο»,
και η έμφασή του στη σχετική αυτονομία τού κράτους
για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας συ­
32
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νολικά, ώθησαν στην πρόσληψη του κράτους ως «μιας
υλικής συμπύκνωσης ενός συσχετισμού δυνάμεων ανά­
μεσα σε τάξεις και ταξικές μερίδες». Στη θεώ­ρησή του,
το ΚΜΒ συνιστά «εχέγγυο της ταξικής αναπαραγωγής».
Επίσης, σε αντίθεση με μια γκάμα βεμπεριανών επιχει­
ρημάτων (όπως του Hoffmann), που θεωρητικοποιεί τη
σχέση μεταξύ ΚΜΒ και κράτους δικαίου ως «παράδο­
ξη» και «αντιφατική», ο Πουλαντζάς δείχνει ότι το ΚΜΒ
αποτελεί δομικό κομμάτι του κράτους δικαίου και ότι
«το κράτος χρειάζεται να χρησιμοποιήσει λιγότερο τη
βία, εφόσον κατέχει το νόμιμο μονοπώλιό της».
Οι κοινωνικές λειτουργίες του ΚΜΒ αναδεικνύονται
μέσα από τις αναλύσεις των Joachim Hirsch, Bob Jessop
και Alex Demirovitć. Ο Hirsch περιγράφει πως το ΚΜΒ
επιφορτίζεται με τον ρόλο τού καταναγκασμού, ο οποίος
προάγεται ως «τυπικά εξωτερικός» ως προς τη διαδι­
κασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Το ΚΜΒ είναι, κα­
τά την προσέγγιση του Hirsch, το θεμέλιο της κρατικής
εξουσίας και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή διαφο­
ρετικών ομάδων της εθνικής αλλά και της διεθνούς κοι­
νωνίας των πολιτών στις διαδικασίες λήψης και εφαρμο­
γής αποφάσεων είναι ασυμμετρική. Παρά τις εξαγγελίες
του νεοφιλελευθερισμού για διεύρυνση της συμμετοχής
της κοινωνίας των πολιτών, ο Hirsch, με γκραμσιανούς
όρους, αποδίδει την ασυμμετρία εξουσίας μεταξύ κρά­
τους και κοινωνίας των πολιτών ακριβώς στην ιδιότητα
του ΚΜΒ, το οποίο αποτελεί και «την κύρια πηγή της
διαπραγματευτικής ικανότητας του κράτους». O Jessop
αντιλαμβάνεται το ΚΜΒ ως δομικό στοιχείο της διαδι­
κασίας συνάρθρωσης οικονομίας και κράτους στον καπι­
ταλισμό, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και τα όρια της
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
33
έννοιας. Παρότι η θεωρητικοποίηση του ΚΜΒ συνεισφέ­
ρει στην αναλυτική διάκριση μεταξύ κράτους και πολι­
τικής, στην κατανόηση των χαρακτηριστικών και ιστο­
ρικών προϋποθέσεων του νεωτερικού κράτους και των
σύνθετων θεσμικών του εκφάνσεων, η υπερθεώρηση του
ΚΜΒ ωθεί στη φετιχοποίηση της θεσμικής διάκρισης με­
ταξύ του οικονομικού και του πολιτικού πεδίου, της νο­
μικής διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, του λει­
τουργιστικού-ρεαλιστικού διαχωρισμού μεταξύ εξωτερι­
κής και εσωτερικής πολιτικής κ.ο.κ. Ο Demirović θεωρεί
ότι το ΚΜΒ αναπαράγει τον δομικό (αλλά μη πλήρη) δια­
χωρισμό ανάμεσα στις σφαίρες της οικονομίας, της πο­
λιτικής και της κοινωνίας. Το ΚΜΒ αποτελεί «τον πραγ­
ματικό raison d’ être του καπιταλιστικού κράτους», κα­
θώς τού εξασφαλίζει τη δυνατότητα να δημιουργεί υπο­
δομές και να καθορίζει «τα επίπεδα της δράσης των
ανταγωνιστών». Σε αυτά τα πλαίσια, παρέχει μιαν ερ­
μηνεία για τη θεώρηση του Πουλαντζά για το κράτος
ως «υλική συμπύκνωση ταξικών σχέσεων εξουσίας», απ’
όπου συνάγεται ότι το ΚΜΒ δεν αποτελεί επιστέγασμα
ενός ειδικού θεσμού ή φορέα, ούτε αποτελεί στατικό ση­
μείο ή σταθερό τρόπο δράσης τού κράτους. Οι μετατοπί­
σεις και οι εκφάνσεις του ΚΜΒ σημαίνουν ότι αυτό δεν
αποτελεί από μόνο του ένα συμπαγές σώμα ή μια ειδική
ουσία, αλλά συμπλέκει και κάνει συμπαγή έναν ειδικό
τρόπο οργάνωσης, αυτόν της κρατικής εξουσίας.
Η ανάλυση του Michael Mann σχετικοποιεί το ΚΜΒ.
Η ανασκευή τού ορισμού του Weber για το κράτος από
τον Mann απέχει από την έμφαση που δίνει ο πρώ­
τος στο ΚΜΒ. Θεωρώντας πως το κράτος δεν είναι ού­
τε χώρος ταξικών ανταγωνισμών ούτε εργαλείο ταξικής
34
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κυριαρ­χίας, ούτε εκφραστής κοινών αξιών, προχωρεί σε
μια ταξινόμηση τεσσάρων μορφών διϊστορικής εξουσίας,
της πολιτικής, της ιδεολογικής, της στρατιωτικής και της
οικονομικής. Παρότι ο Mann δέχεται ότι μόνο το κρά­
τος είναι «από τη φύση του συγκεντρωτικό και ασκεί
δεσμευτική εξουσία», το ΚΜΒ δεν είναι κεντρικό στην
ανάλυσή του. Το κράτος είναι, κατά τον Mann, «αυτόνο­
μο» και αποτελεί μια διαφοροποιημένη, ιστορικά χωροκοινωνική οργάνωση με ορθολογικό χαρακτήρα και ενερ­
γό ρόλο κατά την αποστασιοποίησή του από την πολ­
λαπλότητα των κοινωνικών συμφερόντων. Η αυτονομία
του κράτους προκύπτει από το ότι το κράτος, το οποίο
αναλογεί στην «εμφάνιση των πολιτισμένων, ταξικά δια­
στρωματωμένων κρατικών κοινωνιών», είναι προϊόν της
κοινωνικής του χρησιμότητας, η οποία και οδηγεί στην
ανάπτυξη των «εξουσιών υποδομής» εντός σύνθετων
ιστορικών σχηματισμών.
Η σχέση του ΚΜΒ, της εκπαίδευσης και του εθνι­
κισμού συζητείται μέσα από την ανάλυση του Ernest
Gellner. Στην πολιτική ανθρωπολογία του Gellner το
ΚΜΒ συνδέεται με την εμφάνιση, τις δυνατότητες και
τις ανάγκες της «εποχής του εθνικισμού». Ο Gellner
αναζητεί τη σχέση ανάμεσα στον εθνικισμό και τη συ­
γκρότηση του κράτους το οποίο, στη βεμπεριανή του θε­
ώρηση, στηρίζεται στο ΚΜΒ. Στις κοινωνίες με τον σύν­
θετο καταμερισμό εργασίας των βιομηχανικών, κεντρική
στη συγκρότηση του εθνικισμού είναι κατά τον Gellner
η κρατική διαχείριση ενός ενιαίου εκπαιδευτικού συστή­
ματος, το οποίο αποσκοπεί στην επίτευξη μιας αναγκαί­
ας για την οικονομία πολιτισμικής ομοιογένειας στην
εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με τα
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
35
κριτήρια της νέας βιομηχανικής παραγωγής. Η πολιτι­
κή οντότητα που συγκροτείται με πυρήνα το ΚΜΒ ανα­
λαμβάνει την εκπαίδευση του πληθυσμού, με βάση την
«υψηλή κουλτούρα» μιας μαζικά εγγράμματης, βιομη­
χανικής κοινωνίας.
Ο Giorgio Agamben ερευνά το ερώτημα των ορίων
του ΚΜΒ, από την αφετηρία της «κατάστασης εξαίρε­
σης», και αναπτύσσει τη θέση ότι αυτή ούτε συνιστά ρή­
ξη με το δημόσιο δίκαιο, ούτε είναι ξέχωρη από το κρά­
τος δικαίου, αλλά συγκροτεί ένα δικαιϊκό κενό, το οποίο
καλύπτεται από την κυρίαρχη εξουσία. Ο Agamben πα­
ριστά την κατάσταση εξαίρεσης ως «ισχύ νόμου», ως
μιαν έννομη τάξη, όπου από τη μια ο κανόνας υπάρ­
χει, αλλά δεν εφαρμόζεται, και από την άλλη πράξεις
που δεν έχουν ισχύ νόμου τήν αποκτούν. Βασική θέ­
ση του Agamben είναι ότι με το τέλος των δύο παγκο­
σμίων πολέμων λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός
των δημοκρατικών καθεστώτων, που είναι απόρροια
της προοδευτικής διεύρυνσης των δράσεων της εκτελε­
στικής εξουσίας και της κατάστασης εξαίρεσης, με την
οποία αυτές οι δράσεις είχαν συνδεθεί, έτσι ώστε η ίδια
η κήρυξη της κατάστασης εξαίρεσης να «υποκαθίσταται
προοδευτικά από μιαν άνευ προηγουμένου γενίκευση
του παραδείγματος της δημόσιας ασφάλειας ως κανο­
νικής τεχνικής διακυβέρνησης». Καθώς σταδιακά «στον
σύγχρονο κόσμο η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης τείνει
να εμπερικλείεται στην έννομη τάξη και να παρουσιά­
ζεται ως καθεαυτήν νομική κατάσταση», τα όρια μετα­
ξύ κατάστασης εξαίρεσης και «κανονικότητας» της έν­
νομης τάξης δεν είναι σαφή, καθώς το ΚΜΒ βγαίνει έξω
από τη νομιμότητα και τη σφαίρα του δικαίου, ακριβώς
36
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
για να μπορέσει να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί, κά­
τι που απέδειξε και η πολιτική που ακολουθήθηκε μετά
την 11η Σεπτέμβρη.
1.1. Η έννοια του κρατικού μονοπωλίου της βίας
Η έννοια του ΚΜΒ κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη εί­
ναι. Από τη μια, το ΚΜΒ συνδέεται με τους μηχανισμούς
καταστολής, την ανισομέρεια στην κοινωνική και πολιτι­
κή εξουσία και τη μονοπώληση από το κράτος της εξου­
σίας να ορίζει τις σύννομες και μη, επιτρεπτές και μη,
ατομικές, κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές, και
αναλόγως με τους ορισμούς και τους προσανατολισμούς
του να τιμωρεί ή όχι αυτές τις συμπεριφορές. Από την
άλλη, το ΚΜΒ συνδέεται με την κατανόηση του κράτους
ως του αποκλειστικού, νόμιμου διαμεσολαβητή στις συ­
γκρούσεις μεταξύ ομάδων, με σκοπό την αναπαραγω­
γή εκείνων των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας, τις οποί­
ες συγκεκριμένες ομάδες της κοινωνίας αντιλαμβάνονται
ως έκφραση κοινωνικής ευταξίας, μιας ευταξίας εντός
της οποίας δρουν και από την οποία επωφελούνται.
Όπως επισημαίνει ο Heuer (2006: 108), η έννοια του
ΚΜΒ επιτρέπει (τουλάχιστον) τρεις διαφορετικές θεω­
ρητικοποιήσεις. Πρώτον, τη θεωρητικοποίηση του ΚΜΒ
με την έννοια του «δημόσιου αγαθού» για την «εσωτε­
ρική ασφάλεια», από την άποψη της αστικής διάκρισης
των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της νομικής-συ­
νταγματικής εγγύησης της ασφάλειας των πολιτών του
κράτους. Δεύτερον, ως προς την ιστορική πορεία τής συ­
γκρότησης του κράτους, ως φορέα που επιτυγχάνει την
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
37
κοινωνική συνοχή και πειθάρχηση του πληθυσμού μέσα
από την απαγόρευση και διαχείριση της ιδιωτικής βίας.
Τρίτον, ως προς τους θεσμούς της ασφάλειας, του στρα­
τού στο εξωτερικό και της αστυνομίας στο εσωτερικό,
αλλά και των σωφρονιστικών θεσμών. Αυτές οι τρεις θε­
ωρητικοποιήσεις συζητούν τρία επίπεδα του ΚΜΒ, το
νομικό-πολιτειολογικό, το ιστορικό και το θεσμικό, αλ­
λά δεν συζητούν τη σχέση του ΚΜΒ με την οικονομία
και τον ρόλο του στην αναπαραγωγή της κοινωνίας ως
εθνικής, ταξικής και πειθαρχικής κοινωνίας, ούτε συγκε­
κριμενοποιούν τους λόγους, για τους οποίους το ΚΜΒ
φυσικοποιείται κοινωνικά και προάγεται ως πολιτικά
απαραίτητο.
Γενικά, η πρόσληψη του κράτους ως φορέα της νό­
μιμης αξίωσης στο μονοπώλιο της βίας, εντός μιας ορι­
σμένης εδαφικής επικράτειας (Weber), συγκεντρώνει ένα
μεγάλο βαθμό θεωρητικής συναίνεσης σε προσεγγίσεις
τού κράτους, με καταγωγή από την πολιτική επιστήμη,
την πολιτική κοινωνιολογία και την κοινωνιολογία του
δικαίου. Ακόμα και όταν αυτή η αφετηρία δεν αποτελεί
το μοναδικό στοιχείο τού ορισμού του κράτους, αποτε­
λεί ωστόσο ένα σταθερό του κομμάτι (ενδεικτικά Που­
λαντζάς 1978, Gellner 1986, Hoffman 1995, Voigt 1996,
Jessop 2002, Hirsch 2003, Harvey 2007, Loader/Walker
2007). Έτσι, ορισμοί, ιστορικοποιήσεις και θεωρίες του
κράτους με ρεαλιστικό, φιλελεύθερο ή μαρξιστικό προ­
σανατολισμό ενσωματώνουν το ΚΜΒ με διαφορετικούς
τρόπους στην ανάλυσή τους, είτε εκκινώντας από αυτό,
είτε απολήγοντας σε αυτό.
Ωστόσο, η κοινή χρήση του όρου και του βεμπεριανού
ορισμού δεν σημαίνει και συναίνεση ως προς την ευρύ­
38
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τερη προσέγγιση του κράτους. Μολονότι το ΚΜΒ κατέ­
ληξε να χρησιμοποιείται μηχανιστικά από διαφορετικές
θεωρίες και προσεγγίσεις της πολιτικής κοινωνιολογίας
και αποτέλεσε μια μάλλον υπερφορτωμένη έννοια ανά­
λυσης του κράτους, η διάθεση για εξέταση της έννοιας
υπό το πρίσμα των μεταβολών του κράτους δεν αντα­
νακλά παρά τις αφετηρίες των θεωρητικών ρευμάτων
απ’ όπου αυτή η διάθεση προέρχεται. Έτσι, σχηματι­
κά και χωρίς για την ώρα εμβάθυνση στις διαφοροποι­
ήσεις αυτών των βασικών ρευμάτων, φαίνεται ότι για
τους νεορεαλιστές ναι μεν η μορφή του ΚΜΒ μεταβάλ­
λεται εξαιτίας της διεύρυνσης μιας σειράς διεθνών θε­
σμών, δεν αλλοιώνεται όμως η κεντρικότητα του ρόλου
του κράτους στην εθνική και διεθνή πολιτική. Για τους
(νεο)φιλελεύθερους, οι για τους ίδιους λόγους μεταβο­
λές του ΚΜΒ, που είναι επίσης και μεταβολές του κρά­
τους, σηματοδοτούν μιαν ευκταία απομάκρυνση της κοι­
νωνίας και της οικονομίας από το κράτος, η οποία πα­
ρουσιάζεται ως αποκρατικοποίηση των θεσμών και προ­
ωθείται ως δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας των πολι­
τών. Για τους μαρξιστές, οι μεταβολές του κράτους και
του ΚΜΒ αντανακλούν μια σειρά αναδιαρθρώσεων του
καπιταλισμού, αλλά αυτές οι μεταβολές δεν κλονίζουν
ούτε τον καπιταλισμό ως σύστημα ταξικών αντιθέσεων,
ούτε το ΚΜΒ ως κατασταλτικό μηχανισμό στη διαδικα­
σία της ταξικής αναπαραγωγής.
Καθώς το κράτος από τη μια παραμένει σταθερά κα­
πιταλιστικό και αστικό-δημοκρατικό, και από την άλ­
λη οι λειτουργίες του διαρκώς μεταβάλλονται (π.χ. από
προνοιακές σε νεοφιλελεύθερες), το ΚΜΒ ταυτίζεται με
μιαν αναλλοίωτη κρατικότητα (Staatlichkeit), έξω από
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
39
κρατικές μορφές. Ουσιοκρατικά, θεωρείται ένα είδος
σταθερής μεταβλητής και ένα ερμηνευτικό αυτονόητο
στην ανάλυση του κράτους. Έτσι, συχνά η έννοια του
ΚΜΒ χαρακτηρίζεται από μιαν ορισμολογική στατικότη­
τα. Εντός, δηλαδή, διαφορετικών θεωρήσεων, παραμένει
ένα πάγιο χαρακτηριστικό του κράτους, που θεματοποι­
είται με ιδιαίτερα γενικό τρόπο. Η προσπάθεια να απο­
μονωθεί και να μελετηθεί η έννοια του ΚΜΒ αναδεικνύει
αφενός τις διαφορετικές προσεγγίσεις του κράτους, και
αφετέρου τις επιμέρους προβληματικές που συνδέονται
με την έννοια.
Η συσχέτιση του μονοπωλίου της βίας με την «κοινω­
νική συνοχή» δεν είναι προφανώς καινούργια, τουναντί­
ον εδράζεται ευρύτερα στη φιλοσοφία του κοινωνικού
συμβολαίου και τη φιλοσοφία του πολιτικού φιλελευθε­
ρισμού από τον Bodin και τον Hobbes ώς τον Weber. Οι
θεωρητικοί του μονοπωλίου της βίας τό συσχέτιζαν άμε­
σα με τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, θεωρώντας
πως αυτή η κοινωνική συνοχή δεν είναι εφικτή χωρίς την
κυριαρχία του ΚΜΒ. Η νόμιμη αξίωση στο μονοπώλιο
της βίας και η αξίωση του κράτους να είναι ο αποκλει­
στικός φορέας, που θα ορίζει τη δράση μη-κρατικών φο­
ρέων, ατόμων ή ομάδων, ως σύννομη ή όχι, και με αυτά
τα κριτήρια θα τήν τιμωρεί, θα τήν ανταμείβει ή θα τήν
ενσωματώνει, θεωρήθηκε ως γενεσιουργή της κοινωνικής
συναίνεσης απέναντι στις πολυποίκιλες θεσμικές εκφάν­
σεις της κρατικής εξουσίας και της συνεπαγόμενης εμπι­
στοσύνης στο κράτος, προκειμένου η κοινωνία να μην
υποπέσει σε «κατάσταση αναρχίας».
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ως έκφραση της επι­
κράτησης του καπιταλισμού στο πολιτικό πεδίο, επι­
40
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
φυλάσσει στο ΚΜΒ τον ρόλο του προασπιστή ατομι­
κών ελευθεριών και δικαιωμάτων, τα οποία επικυρώνο­
νται με μια συμβολαιακής φύσης αξίωση του κράτους να
ασκεί νόμιμη βία σε συμπεριφορές ατόμων ή κοινωνικών
ομάδων, που παρεκκλίνουν από τα συστήματα δικαίου
που το ίδιο επιτάσσει, οργανώνει και επαληθεύει. Κρίσι­
μο είναι, όμως, ότι ακόμα και αν οι συμπεριφορές αυτές
δεν διαβρώνουν από μόνες τους την έννομη τάξη, η μη τι­
μώρησή τους, θα σήμαινε τη διάβρωση του ίδιου του συ­
στήματος δικαίου του ΚΜΒ. Με άλλα λόγια, όπως εξηγεί
ο Benjamin στο παρακάτω απόσπασμα, κύρια πρόθεση
του ΚΜΒ δεν είναι η προστασία των «έννομων σκοπών»,
αλλά η προστασία του ίδιου του ΚΜΒ και της δικαιϊκής
του έκφανσης:
«(…) Θα έπρεπε να υπολογίσει κανείς το απροσδόκητο εν­
δεχόμενο, το συμφέρον του δικαίου στο μονοπώλιο της βίας
έναντι του μεμονωμένου ατόμου να μην εξηγείται μέσω της
πρόθεσής του να διαφυλάξει τους έννομους σκοπούς, αλλά
μάλλον μέσω της πρόθεσής του να διαφυλάξει το ίδιο το δί­
καιο· ότι η βία, όταν δεν βρίσκεται στα χέρια τού εκάστο­
τε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών
τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δι­καίου
γυμνής ύπαρξής της» (Benjamin 2002: 9).
Έτσι, το ΚΜΒ του αστικο-δημοκρατικού, καπιταλι­
στικού κράτους βασίζεται στην κοινωνικοποίηση μιας
σειράς επιταγών, πίστεων και αξιών που διασπείρονται
στην κοινωνία ως φυσικές. Καθώς το ΚΜΒ, «το δομικό
δόγμα του κράτους» (Kössler 2003: 15), φυσικοποιεί­
ται, αποκτά ταυτόχρονα συγκεντρωτικό χαρακτήρα στη
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
41
βάση αξιακών συστημάτων που προωθούνται ως κοινώς
αποδεκτά, παρότι ούτε γίνεται αντιληπτό από όλες τις
κοινωνικές και ταξικές ομάδες με τον ίδιο τρόπο (λ.χ. τα
συστήματα δικαίου ή το «κοινό καλό»), ούτε τίς επηρεά­
ζει ομοιογενώς (λ.χ. η καταστολή, ο βαθμός και το είδος
του κοινωνικού ελέγχου), ούτε αυτές οι ομάδες συμμε­
τείχαν στη διαμόρφωσή του ή συναποφάσισαν σχετικά
με τους τρόπους λειτουργίας, τους επιμέρους μηχανι­
σμούς και τις θεσμικές του εκφάνσεις. Μέσα από ένα
σύνθετο πλέγμα αρμοδιοτήτων, ρόλων και αξιώ­σεων, το
ΚΜΒ αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κρά­
τους, που τό κάνει να διαχωρίζεται από την κοινωνία και
να αποτελεί τον εξουσιαστικό της φορέα. Ακόμα και με
φιλελεύθερους όρους, το κράτος, ως προασπιστής και εγ­
γυητής των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιω­
μάτων της κοινωνίας των πολιτών, δεν μπορεί να λει­
τουργήσει κατ’ ουσίαν ή αποκλειστικά ως τέτοιος, στον
βαθμό που η δομή του είναι λόγω του ΚΜΒ εξουσια­
στική. Το ΚΜΒ είναι εκείνο που κάνει το κράτος, όπως
παρατηρεί ο Krader (1968: 108), να εκτελεί τις ρυθμιστι­
κές του δραστηριότητες «για χάρη του», στη βάση ενός
«σκοπού καθεαυτόν», με στόχο, δηλαδή, την ίδια του την
αναπαραγωγή και νομιμοποίηση, η οποία το κάνει «να
άρχει επί της κοινωνίας αντί να τήν υπηρετεί»:
«Το κράτος επιτελεί τις λειτουργίες (του εξαναγκασμού)
ως το όργανο σύνθετων κοινωνιών που ειδικεύεται σε τέ­
τοιες δραστηριότητες. Είναι η συνεκτική, ρυθμιστική και
αμυντική εξουσία σε εκείνες τις κοινωνίες, όπου υπάρχει
κράτος. Τελικά, εκτελεί αυτές τις δραστηριότητες για χάρη
του: όσοι είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τον θεσμό του
42
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κράτους ταυτίζουν το καλό της κοινωνίας με αυτό του κρά­
τους. Το κράτος γίνεται ένας σκοπός καθεαυτόν και, με το
πλεονέκτημα του ελέγχου της φυσικής βίας, γίνεται ο άρ­
χοντας της κοινωνίας αντί ο υπηρέτης της».
Δεν πρόκειται, βέβαια, στην πραγματικότητα για μετατροπή τού κράτους από υπηρέτη σε άρχοντα ή για
κάποιου τύπου λοξοδρόμηση ή ηθική έκπτωση του κρά­
τους. Το κράτος δεν αποτελεί μιαν απτή οντότητα με την
«ορθολογικότητα» να τού προσδίδει ένα συμπαγή χα­
ρακτήρα ή τρόπο δράσης. Δεν είναι δυνατό να υπηρετεί
την «κοινωνία», καθώς και αυτή με τη σειρά της επίσης
δεν αποτελεί απτή οντότητα ή περατωμένη ενότητα βου­
λήσεων και συμφερόντων, αλλά συσσωματώνει τη μορφή
και τις μεταβαλλόμενες εκφάνσεις που κάθε φορά παίρ­
νουν διαφορετικές ταξικές σχέσεις εξουσίας. Η κοινωνία,
συνεπώς, δεν μπορεί να «υπηρετηθεί» στο σύνολό της
από το κράτος, διότι, αν αυτό δρούσε υπηρετικά, δεν θα
μπορούσε να συνεχίσει να είναι και να ορίζεται ως κρά­
τος που εκδηλώνεται ως εξουσιαστικός φορέας επί της
κοινωνίας, ο οποίος ολοποιεί τις αντιθέσεις της και τήν
ενοποιεί υπό την εξουσία του. Το ΚΜΒ είναι το αποτέ­
λεσμα μιας σειράς κοινωνικο-ταξικών συγκρούσεων και
η αποτύπωση μιας «νίκης» της εξουσίας, που επιβλήθη­
κε στις λοιπές κοινωνικές δυνάμεις που λιγότερο ή πε­
ρισσότερο συνειδητά συμμετείχαν στις τυπικές ή άτυπες
συγκρούσεις και επηρέασαν την έκβαση και το αποτέ­
λεσμά τους.
Όπως περιγράφει ο Benjamin (2002: 24), πρωταρχική
προτεραιότητα της «νικητήριας δύναμης» μετά τη σύ­
γκρουση είναι η εγκατάσταση ενός «τελετουργικού ειρή­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
43
νης» και μιας «νομοθετικής βίας», που θα «χαράσσει τα
σύνορα» ανάμεσα στις δυνάμεις, χωρίς τούτο να σημαί­
νει ότι ο αντίπαλος «κατά τη χάραξη των συνόρων εκμη­
δενίζεται τελείως». Αντίθετα, «ακόμα και όταν η εξουσία
τού νικητή είναι απόλυτη», στον αντίπαλο «αναγνωρίζο­
νται δικαιώματα. Και μάλιστα, κατά διαβολική αμφιση­
μία, ‘ίσα’ δικαιώματα: και για τα δύο συμβαλλόμενα μέ­
ρη υπάρχει η ίδια γραμμή την οποία δεν επιτρέπεται να
περάσει κανείς» (ό.π.). Αυτή η γραμμή που περιγράφει ο
Benjamin σηματοδοτεί τα όρια του ΚΜΒ, ακόμα και αν
τα «ίσα δικαιώματα» χαρακτηρίζονται από την «αμφι­
σημία» της σύγκρουσης και συνιστούν την επίφαση που
επιβεβαιώνει την κυριαρχία τού νικητή.
Έτσι, αποτελώντας το ΚΜΒ την αποκρυστάλλωση της
«νίκης», με τη συνεπαγόμενη νομοθετική βία και τα τε­
λετουργικά ειρήνης που περιγράφει ο Benjamin, προ­
τεραιότητά του δεν είναι απαραίτητα η προάσπιση των
«ίσων δικαιωμάτων» ή η μείωση της κοινωνικής βίας,
όσο ο έλεγχος και η διαχείρισή τους. Ο Krössler παρα­
τηρεί εύστοχα ότι όχι η ελαχιστοποίηση της βίας, αλλά
η «επαναδιοργάνωση και η επαναταξινόμησή» της συνι­
στούν τις κύριες προτεραιότητες του κράτους, στόχους
οι οποίοι συστηματοποιούνται και εκτελούνται με το μέ­
σον της κρατικής βίας. Ωστόσο, η διασφάλιση της έννο­
μης τάξης και των κριτηρίων που θέτει το κράτος για
τη ρύθμιση της ευταξίας προϋποθέτουν τη συστηματική
εφαρμογή της βίας:
«Το ΚΜΒ είναι τα πάντα εκτός από ελαχιστοποίηση της βί­
ας, ακόμα και στο δημόσιο πεδίο, όπου εφαρμόζεται. Εκεί­
νο που βλέπουμε είναι μία συνεχής επαναδιοργάνωση και
44
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
επαναταξινόμηση της (δημόσιας) βίας. Το σύγχρονο κρά­
τος, στην εσωτερική δομή του, πράγματι περιορίζει τη βία
ακριβώς με το να επιβάλλει το μονοπώλιό της, δαμάζοντας
όχι μόνο τους παραβάτες, αλλά και τους αντιφρονούντες
και τους αντιπάλους του. Το ΚΜΒ συνεπάγεται, τόσο με
άμεσους και προφανείς, όσο και με πιο άδηλους και δομι­
κούς τρόπους, μια συστηματική εφαρμογή της βίας, ακρι­
βώς για να διαφυλάξει τις βασικές συνθήκες της λειτουρ­
γίας τής δημόσιας ζωής, της οικονομίας, αλλά και τις σχέ­
σεις ιδιοκτησίας». (Krössler 2003: 24, έμφαση Krössler).
Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τη διαχείριση της κοι­
νωνικής βίας και μέσα από τη διαρκή επαναδιοργάνωση,
πρώτιστος σκοπός του ΚΜΒ είναι ουσιαστικά η ίδια του
η αναπαραγωγή. Στον βαθμό που το ΚΜΒ μπορεί να
αναπαραχθεί, χαράσσονται και διασφαλίζονται τα όρια
μεταξύ επιτρεπτού και μη. Εντός αυτών των διακρίσεων
και ορίων, προστατεύονται οι ανάγκες και οι κανόνες μι­
ας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων και η κοινωνία ανα­
παράγεται ρυθμισμένα ως έννομη τάξη. Το ΚΜΒ εκκι­
νεί από τους διαμεσολαβούμενους από σχέσεις εξουσίας
σκοπούς τού δικαίου και την ταξινομητική εξουσία με
την οποία το κράτος επιδιώκει να οργανώσει τα περιθώ­
ρια της κοινωνικής δράσης και της πολιτικής αντίστασης
των υποκειμένων. Παράλληλα, το ΚΜΒ εκδηλώνεται μέ­
σα από τις κανονιστικές αξίες τού δικαίου. Οι αξίες τού
δικαίου είναι ταυτόχρονα οι αξίες των ταξικών εκείνων
ομάδων, που είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συγκρό­
τησή του. Αυτή η εκπροσώπηση των αξιών των κυρίαρ­
χων ομάδων στο δίκαιο και, περαιτέρω, στο κράτος δίνει
στο ΚΜΒ έναν επιτρεπτικό και μαζί απαγορευτικό χα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
45
ρακτήρα, καθώς συνέχει συστήματα εξαναγκασμών και
πειθάρχησης και λειτουργικά δίπολα, όπως π.χ. συγχρω­
τισμό/ανταμοιβή, ιδεολογική, πολιτική ή συμπεριφορική
διαφοροποίηση/τιμωρία.
Οι μορφές του ΚΜΒ μεταβάλλονται, καθώς αυτό βρί­
σκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τον καταμερισμό
εργασίας της καπιταλιστικής οικονομίας, τις υλικοτεχνι­
κές συνθήκες της κοινωνίας, τη μορφή του κράτους, αλ­
λά και τις παραδεκτές νόρμες πολιτικής συμπεριφοράς,
συλλογικής διαπραγμάτευσης, επικοινωνίας και αντί­
δρασης. Το σύνολο των αξιών του μονοπωλίου της βίας,
χαράσσοντας τα όρια μεταξύ σύννομου και μη, συμπλέ­
κει πρακτικά και νομικο-ιδεολογικά το κράτος με τους
θεσμούς και τους μηχανισμούς των θεσμών. Η αναπαρα­
γωγή του κράτους βασίζεται στο ΚΜΒ και στο από αυ­
τό συγκροτημένο δίκαιο, για να επισωρεύσει την κυριαρ­
χία του. Η ευρύτητα του ΚΜΒ και οι πολυειδείς σχέσεις
που αυτό κοινωνικοποιεί προάγουν τη δημιουργία μιας
ιεράρχησης ατόμων και ταξικών ομάδων σε κλάσεις και
σε μια δικαιοταξία, που αποτελεί τον πολιτικο-κοινω­
νικό χάρτη πάνω στον οποίο το κράτος οργανώνει τους
τρόπους δράσης του.
Το ΚΜΒ δεν αναπαράγεται με στόχο τη βίαιη πει­
θάρχηση του πληθυσμού, αλλά αποτελεί τη δομή ενός
λειτουργικού συστήματος για την ευρύτερη, θεσμική ή
μη διαχείριση των κοινωνικών αντιθέσεων από το κρά­
τος. Με αυτόν τον τρόπο, η μονοπώληση της νόμιμης
αξίωσης στη φυσική βία διασφαλίζει και την περαιτέρω
μονοπώληση μιας σειράς διαφορετικών δραστηριοτήτων
για τον κανονισμό αναγκών, στοχοθεσιών και προτεραι­
οτήτων. Όπως αναφέρει ο Narr (2001: 4), η εξέταση της
46
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σχέσης μεταξύ κράτους και βίας, απαιτεί την κατανόη­
ση του ΚΜΒ, όχι απλά ως μιας οποιασδήποτε ιδιότητας
του κράτους ανάμεσα σε άλλες, αλλά ως του κεντρικού
πυρήνα του κράτους, με τον οποίο συναρτώνται και τα
υπόλοιπα κρατικά μονοπώλια.
Με βάση αυτές τις επισημάνσεις γύρω από την έν­
νοια του ΚΜΒ, μια κοινωνιολογική προσέγγιση του ΚΜΒ
θα πρέπει να υπερβεί την πολιτειολογική θεώρηση του
κράτους ως απλής σύζευξης των τριών στοιχείων «λαός,
έδαφος, νομικός καταναγκασμός» (Jellinek) και τις πο­
λυποίκιλες αφομοιώσεις του από τον ρεαλισμό και να
επαναπροσδιορίσει το ΚΜΒ, συνδέοντάς το με τα στοι­
χεία της συγκρότησης της κοινωνίας ως α) εθνικής, β) ως
ταξικής, γ) ως κοινωνίας κοινωνικού ελέγχου και πει­
θάρχησης. Το ΚΜΒ, ως το σύνολο των θεσμών κοινωνι­
κού και διοικητικού ελέγχου, ως sine qua non όρος ανα­
παραγωγής του κράτους και ως το σύνολο των αξιακών
συστημάτων που κάθε φορά τό νομιμοποιούν, καθορί­
ζεται από τη σχέση του κράτους με την οικονομία και
από τους τρόπους με τους οποίους αυτή η σχέση αποκτά
εθνική και πολιτισμική μορφή.
Τέτοια, άμεσα συνδεδεμένα με το ΚΜΒ μονοπώλια
(Konnexmonopole) είναι: «Το μονοπώλιο να θέτει γενικά
υποχρεωτικές νόρμες με τη μορφή του δικαίου, το μονο­
πώλιο να τιμωρεί και καταναγκαστικά να συλλαμβάνει και
να μεταχειρίζεται, το μονοπώλιο να αναγνωρίζει ή όχι αν­
θρώπους ως πολίτες και αναλόγως να τούς αποκλείει, το
μονοπώλιο να απαιτεί φόρους από τους πολίτες και να
κάνει τη φορολογία υποχρεωτική, το μονοπώλιο να αξιώνει
τη γενική νομιμοποίηση για όλους τους θεσμούς του και τις
ρυθμίσεις και μέτρα που απορρέουν από αυτούς» (Narr
2001:4).
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
47
1.2. Κριτικές και περιορισμοί της έννοιας του κρατικού μονοπωλίου της βίας
Η γενικότερη συναίνεση γύρω από την έννοια του
ΚΜΒ δεν σημαίνει πως δεν έχει επιδιωχθεί απαγκίστρω­
ση από αυτό ή αντικατάστασή του από άλλες έννοιες.
Όπως δείχνουν οι ακόλουθες τρεις ενδεικτικές κριτικές,
γύρω από την έννοια του ΚΜΒ τίθεται μία σειρά περιο­
ρισμών, οι οποίοι και συζητούνται εδώ.
1) Το ΚΜΒ, το «κοινό καλό» και ο ειδικός χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων του κράτους. Η πρώτη κριτι­
κή στην έννοια του ΚΜΒ είναι πολιτειολογική. Ο Ehlers
(2002: 85) διαπιστώνει ότι, ενώ οι θεωρίες των σκοπών
του κράτους (Staatszwecklehren) ώς τις αρχές του 19ου
αιώνα χαρακτηρίζονταν από σχετικά σταθερές περιγρα­
φές τού ποιοι θα έπρεπε να είναι οι σκοποί και ποι­
ες οι αρμοδιότητες του κράτους, αυτό δεν ισχύει για τη
σύγχρονη θεωρία του κράτους. Μολονότι υποστηρίζει ότι
δεν υπάρχει ένας γενικής ισχύος ορισμός των κρατικών
αρμοδιοτήτων (Staatsaufgaben), αναζητεί ταυτόχρονα
το «αποφασιστικό μέτρο» που θα διαχωρίσει με ακρί­
βεια τις «αυθεντικές κρατικές αρμοδιότητες» (genuine
Staatsaufgaben), που είναι και μη ιδιωτικοποιήσιμες, από
τις «μη αυθεντικά κρατικές», που μπορούν να ιδιωτικο­
ποιηθούν. Θεωρεί ότι το ΚΜΒ δεν αποτελεί τέτοιο κα­
τάλληλο κριτήριο, διότι δεν υποδηλώνει κάτι περισσότε­
ρο από το ότι η φυσική βία δεν μπορεί να ασκηθεί από
ιδιωτικούς φορείς. Το κριτήριο του ΚΜΒ, υποστηρίζει ο
Ehlers (ό.π.), δεν διασαφηνίζει ποιες ακριβώς αρμοδιό­
τητες πρέπει να διεκπεραιώνουν τα κρατικά όργανα και
48
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σε ποιους τομείς πρέπει να περιοριστεί η εγγύηση πα­
ροχικών αρμοδιοτήτων. Καθώς ρυθμιστικές και επιτηρη­
τικές δραστηριότητες από ιδιώτες δεν συνδέονται ανα­
γκαστικά με το ΚΜΒ, εφόσον αυτοί δεν χρησιμοποιούν
φυσική βία, και επειδή η εφαρμογή της βίας αποτελεί σε
τελική ανάλυση απλά μέσο για τη διεξαγωγή των κρα­
τικών αρμοδιοτήτων, είναι μεν πιθανό η εφαρμογή αυ­
τών των αρμοδιοτήτων να μη μπορεί να τελεστεί χω­
ρίς την εφαρμογή βίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε
μπορούν να επιλεγούν άλλα μέσα, διαφορετικά από το
ΚΜΒ. Έτσι, ο Ehlers (ό.π.: 109) θεωρεί ότι «το κρατι­
κό μονοπώλιο της βίας δεν μπορεί να αιτιολογήσει την
αποκλειστικότητα κάποιων κρατικών αρμοδιοτήτων, αλ­
λά μόνο την αποκλειστικότητα της φυσικής βίας ως μέ­
σου για αυτές τις αρμοδιότητες».
Σε αυτά τα πλαίσια, ο Ehlers (ό.π.: 111) προτείνει
την έννοια του «κοινού καλού» (Gemeinwohl) ως «απο­
φασιστικού μέτρου» για τον διαχωρισμό κρατικών και
μη αρμοδιοτήτων. Το «κοινό καλό» αποτελεί «λόγο νο­
μιμοποίησης της κρατικότητας (Staatlichkeit), ανώτατο
σκοπό του κράτους, καθώς και την πιο θεμελιακή αρχή
της πολιτικής κυριαρχίας». Εφόσον «οι αυθεντικές κρα­
τικές δραστηριότητες» προκύπτουν περισσότερο από
την κυριαρχία του κράτους παρά από τον συνταγματι­
κό του χαρακτήρα, τόσο αυτές οι αρμοδιότητες όσο και
το «κοινό καλό» δεν καθορίζονται από συγκεκριμένους
ορισμούς ή νομοθεσίες, αλλά από πιο αφηρημένες ανα­
γκαιότητες (ό.π.: 89).
Αφού στην ανάλυση του Ehlers (ό.π.: 121) το κράτος
δεν έχει οικονομικό ή ταξικό χαρακτήρα, το «κοινό κα­
λό» είναι εκείνο που αποφασίζει σχετικά με τον βαθμό
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
49
της ικανότητας κάποιων κρατικών αρμοδιοτήτων να ιδιω­
τικοποιηθούν, καθώς και σχετικά με το είδος της ιδιωτι­
κοποίησης που πρέπει να εφαρμοστεί. Παρότι αποδέχε­
ται ότι το «κοινό καλό» αποτελεί μιαν αφηρημένη ιδέα
που δεν μπορεί να οριστεί στενά, ο συνδυασμός της δη­
μοκρατικής νομιμοποίησης και του «κοινού καλού» συ­
νιστούν, κατά τον Ehlers, τα αποφασιστικά κριτήρια της
ιδιωτικοποίησης των κρατικών αρμοδιοτήτων. Συνεπώς,
η ανάλυσή του στρέφεται στην αξιολόγηση διαφορετι­
κών μορφών ιδιωτικοποίησης και στην προσπάθεια εύ­
ρεσης της δικαιϊκής ισορροπίας μεταξύ ιδιωτικοποίησης
και κράτους, έτσι ώστε «να μην παρεμποδίζεται η δια­
μόρφωση του κοινού καλού από το κράτος» (ό.π.: 105).
Η ανάλυση του Ehlers φαίνεται να υποτιμά το γεγο­
νός ότι το ΚΜΒ δεν είναι το μοναδικό μέσον του κρά­
τους, αλλά, όπως επισημαίνει ο Weber (1983: 321), το
«ultima ratio μέσο του κράτους, όταν όλα τα υπόλοιπα
δυνατά μέσα έχουν χρησιμοποιηθεί». Το ποιες, δηλαδή,
είναι κρατικές αρμοδιότητες και ποιες όχι, καθορίζεται
πρωτίστως από τα διοικητικά και νομικά μέσα τού κρά­
τους και, στο βαθμό που αυτά αποτύχουν, το ΚΜΒ λει­
τουργεί καταναγκαστικά. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυ­
σης, δεν εξετάζονται ούτε οι οικονομικοί όροι που συντέ­
λεσαν στην υιοθέτηση πολιτικών ιδιωτικοποίησης, ούτε οι
μεταβολές στο κράτος. Επιπρόσθετα, με την αντικειμενι­
κοποίηση του «κοινού καλού» αντί του ΚΜΒ, δεν απο­
σαφηνίζεται πώς, με ποια μέσα και για ποιους λόγους
το κράτος εξυπηρετεί αυτό το ασαφώς οριζόμενο «κοι­
νό καλό». Αν η κοινωνία συντίθεται από ανομοιογενείς
κοινωνικές ομάδες, τάξεις και συγκρουόμενα συμφέρο­
ντα, η ιδεαλιστική-φιλελεύθερη προσέγγιση του «κοινού
50
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
καλού» παραβλέπει όλες τις συγκρούσεις που ρυθμίζει
το ΚΜΒ και θεωρεί πως το «κοινό καλό» υπερβαίνει το
τρίπτυχο σύμπλεγμα της οικονομίας, του κράτους και
του δικαίου. Δεδομένου ότι το κράτος αντλεί την κυριαρ­
χία του από ένα σύνολο ειδικών χαρακτηριστικών εξου­
σίας, βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης του Ehlers εί­
ναι ότι δεν εξηγεί αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά, αλλά
ενδιαφέρεται να μετουσιώσει το ΚΜΒ σε «κοινό καλό».
Επίσης, η προσπάθεια εξεύρεσης του δικαιϊκά «αποφα­
σιστικού μέτρου» για τις ιδιωτικοποιήσιμες ή μη αρμο­
διότητες συνιστά μια μάλλον αντιεμπειρική επιστημολο­
γική προσπάθεια, η οποία θεωρεί ότι το μέτρο αυτό δεν
αποφασίζεται από το κράτος, αλλά από το δίκαιο και τις
νομικές του επεξεργασίες.
2) Το ΚΜΒ και η κοινωνία των πολιτών. Μία δεύτε­
ρη κριτική στην έννοια του ΚΜΒ εστιάζει στη σχέση του
με την κοινωνία των πολιτών. Ο Knöbl συζητεί τους τρό­
πους, με τους οποίους, όπως υποστηρίζει, το ΚΜΒ απο­
τελεί μιαν έννοια που παρεμποδίζει τη μελέτη της κινη­
τικότητας της κοινωνίας των πολιτών. Ο Knöbl (2006: 24) υποστηρίζει πως η πάγια ήδη από την εποχή του Δια­
φωτισμού άποψη ότι το ΚΜΒ συνιστά αναγκαίο συστα­
τικό της εύτακτης διατήρησης της κοινωνίας των πολι­
τών, ως της μη-κρατικής έκφρασης της κοινωνίας, καθώς
και η έμφαση του Weber στο μονοπωλιστικό χαρακτήρα
του κράτους χρήζουν κριτικής. Οι άξονες αυτής της κρι­
τικής είναι τρεις: Πρώτον, η έννοια ενός συγκεκριμένου
ΚΜΒ είναι ανίσχυρη, καθώς αυτό θεσμοποιείται διαφο­
ρετικά σε διαφορετικές ιστορικές και γεωγραφικές συν­
θήκες. Έτσι, ο Knöbl (2004: 3) θέτει το εξής ερώτημα:
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
51
«Για ποιο μονοπώλιο της βίας γίνεται λόγος; Με άλλα λό­
για, ποιος τύπος κράτους κρύβεται πίσω από αυτό, όταν
ερευνούμε το ΚΜΒ ως προϋπόθεση μιας ακέραιης κοινω­
νίας των πολιτών;».
Στη βάση αυτού του ερωτήματος, για τον Knöbl η έν­
νοια του ΚΜΒ υποδηλώνει περιοριστικά ότι η κοινωνία
των πολιτών χρειάζεται τον οικείο στη νεωτερικότητα
ειδικό τύπο συγκεντρωτικού κράτους, για να λειτουρ­
γήσει πετυχημένα και ειρηνικά. Δεύτερον, η έννοια του
ΚΜΒ, ως προϋπόθεση μιας λειτουργικής, με την έννοια
της μη-βίαιης κοινωνίας των πολιτών, έχει ως συνέπεια
μια προς τα μέσα ιστορική και κοινωνιολογική οπτι­
κή. Το ενδιαφέρον στρέφεται, έτσι, προς το κατά πόσο η
κοινωνία είναι ειρηνική στο εσωτερικό της και παραγκω­
νίζεται η διακρατική βία, παρόλο που ιστορικά η εξέλιξη
δομών της κοινωνίας των πολιτών στην Ευρώπη συνδε­
όταν στενά με τη μεταξύ κρατών βία, π.χ. μέσα από την
αντίσταση της κοινωνίας των πολιτών στη λόγω πολεμι­
κών δραστηριοτήτων πίεση του κράτους για κινητοποί­
ηση πόρων, είτε στρατιωτικών είτε οικονομικών. Σε αυ­
τά τα πλαίσια, υποστηρίζει ο Knöbl (ό.π.), θα πρέπει να
αποφύγουμε «τη θεματοποίηση του μονοπωλίου της βί­
ας ως προστάτη της κοινωνίας των πολιτών και την πε­
ριορισμένη ανάλυση μιας απομονωμένης, πάντα ειδικής
κοινωνίας». Τρίτον, καθώς η κοινωνία των πολιτών απο­
τελεί συχνά και μια κανονιστική έννοια, η οποία ταυτό­
χρονα προϋποθέτει ένα ισχυρό ΚΜΒ για να υπάρξει, τί­
θεται αμέσως το ερώτημα τού τι συμβαίνει με την κοινω­
νία των πολιτών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπου
το έθνος-κράτος, κατά τον Knöbl, χάνει σε σταθερότη­
52
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τα, και κατά πόσο μπορεί να αναπτυχθεί μία παγκόσμια
κοινωνία των πολιτών πέρα από το ΚΜΒ. Τα ζητήματα
αυτά δείχνουν, σύμφωνα με τον Knöbl, όχι μόνο ότι η έν­
νοια του ΚΜΒ δεν μπορεί να δογματοποιηθεί, αλλά και
ότι η σχέση μεταξύ (βίας ή μη) της κοινωνίας των πολι­
τών και ΚΜΒ είναι ιδιαίτερα σύνθετη.
Παρά τις κριτικές αυτές παρατηρήσεις, ο Knöbl ανα­
γνωρίζει την κοινωνική λειτουργικότητα του ΚΜΒ στις
διαδικασίες σταθεροποίησης, ειρήνευσης και πειθαρχο­
ποίησης της κοινωνίας των πολιτών. Σύμφωνα με τον
Knöbl (2006: 6), η σχέση ανάμεσα στο ΚΜΒ, ως το σύ­
νολο των διαδικασιών κεντρικοποίησης εξουσιών από
το κράτος, και τη μείωση της διαπροσωπικής βίας εί­
ναι προφανής. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία πειθάρχησης
της κοινωνίας των πολιτών, σημειώνει ο Knöbl, τήν με­
τέτρεψε σε υποκείμενο του κράτους, παρότι δεν μπορεί
να υποστηριχθεί ότι ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών
ήταν απλά έμμεσος. Η αρχική εγκαθίδρυση του ΚΜΒ
στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη δεν συνιστούσε μι­
αν απαραιτήτως αναγκαία συνθήκη, αλλά ούτε και συ­
νοδεύτηκε τυχαία από την «εκκοσμικευμένη υποχώρη­
ση της ενδοκοινωνικής βίας», η οποία μειώνεται κατά
την πορεία της νεωτερικότητας. Παρότι οι διαδικασίες
βιομηχανοποίησης και εμπορευματοποίησης στις νεοσύ­
στατες καπιταλιστικές πόλεις θεωρήθηκαν αποξενωτι­
κές και ως τέτοιες δαιμονοποιήθηκαν κατά τη γέννησή
τους, η ύπαρξη του ΚΜΒ συνοδεύτηκε από μια σταδια­
κή μείωση της ενδοκοινωνικής βίας, ακόμα και αν κατά
διαστήματα υπήρχαν αυξομειώσεις αυτής της βίας (π.χ.
σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, πολέμου, πολιτικής
αστάθειας ή κοινωνικών αναταραχών).
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
53
Ο Knöbl (ό.π.) υποστηρίζει περαιτέρω ότι το ΚΜΒ
και οι συναφείς δομές κεντρικοποίησης της κρατικής
εξουσίας και πειθαρχοποίησης της κοινωνίας (π.χ. η υπο­
χρεωτική εκπαίδευση, η φορολόγηση και η στράτευση
με τις αντίστοιχες τιμωρίες) συνοδεύτηκαν από τη δημι­
ουργία συνθηκών ζωής, στις οποίες δομές της κοινωνίας
των πολιτών πολλαπλασιάστηκαν και κατάφεραν να δη­
μιουργήσουν κόμματα, δίκτυα, ενώσεις, συνδέσμους και
λοιπούς οργανισμούς. Η ανάπτυξη αυτή εξυπηρετή­θηκε,
στον βαθμό που η απειλή διαπροσωπικής και κοινωνικής
βίας μειώθηκε μέσω του ΚΜΒ, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι ομοίως και η άσκηση βίας από το κράτος γνώρισε την
ίδια εξημέρωση. Έτσι, ο Knöbl (2006: 12-15), ασκεί κρι­
τική στην έννοια του ΚΜΒ, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει
ότι η μελέτη της κοινωνίας των πολιτών δεν μπορεί να
γίνει ξέχωρα από αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα σε συνθήκες
παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη, οι συνθήκες παγκοσμι­
οποίησης έχουν ως αποτέλεσμα τη «μερική αποδιάρθρω­
ση του ΚΜΒ» και αποτελούν εμπόδιο στην περαιτέρω
δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, καθώς
αυτή βρίσκεται σε συνεχή εξάρτηση από το ΚΜΒ. Επί­
σης, το γεγονός ότι το ΚΜΒ διαφοροποιείται από χώρα
σε χώρα και από κοινωνία σε κοινωνία σημαίνει πράγ­
ματι ότι αυτό δεν μπορεί να απολυτοποιηθεί ως προς
τις μορφές του (λ.χ. τις νομικές), αλλά από την άλλη ση­
μαίνει επίσης ότι – στη διαφορετικότητά του – αποτελεί
πάγιο γνώρισμα των κοινωνιών που τό αποδέχονται ως
ρυθμιστικό της πολιτικής τους πραγματικότητας.
3) Το ΚΜΒ και η «δημόσια εξουσία». Μία τρίτη
κριτική της έννοιας του ΚΜΒ εστιάζει στον αφηρημέ­
54
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νο της χαρακτήρα κατά την περιγραφή και την ανάλυ­
ση του χαρακτήρα του κράτους. Ο Vincent (1987: 219)
θεωρεί ότι «το μονοπώλιο της βίας είναι προφανώς μία
σπουδαία ένδειξη κρατικότητας, αλλά είναι ασαφές, αμ­
φισβητήσιμο, και ως ανοιχτό σε ερωτηματικά χρήζει ερ­
μηνείας». Συνεπώς, αντί του «αφηρημένου» μονοπω­
λίου της βίας προτείνει την κατανόηση του κράτους ως
«συνεχούς δημόσιας εξουσίας» (ό.π.), αντικαθιστώντας
έτσι, όπως και ο Ehlers, το μονοπώλιο της βίας με την
περισσότερο αφηρημένη, ταυτολογική και πλέον νομικί­
στικη έννοια της «δημόσιας εξουσίας». Εξάλλου, ο ορι­
σμός του Vincent (ό.π.) για το κράτος, ως «τη δημόσια
εξουσία που βρίσκεται πάνω από τον εξουσιαστή και
τον εξουσιαζόμενο και παρέχει τάξη και συνέχεια στην
πολιτεία», παραπέμπει ευθέως στην κατοχή μιας μονο­
πωλιακής αξίωσης από το κράτος, εφόσον αυτό βρίσκε­
ται, όπως υποστηρίζει ο Vincent, πάνω από άλλους φο­
ρείς και δέκτες εξουσίας. Εκτός αυτού, η θεώρηση απο­
στερεί από την ανάλυση το κρίσιμο συστατικό της βίας
και των λειτουργιών της και συμπεραίνει μιαν έξω από
στρατηγικές ταξικής αναπαραγωγής και της προς όφε­
λος της διευθέτησης των κοινωνικών συγκρούσεων «τά­
ξη και συνέχεια της πολιτείας».
Από αυτές τις τρεις κριτικές γίνεται φανερό ότι ο
Ehlers δεν κατορθώνει να λύσει πράγματι το πρόβλημα
της εύρεσης του «αποφασιστικού μέτρου των μη ιδιωτι­
κοποιήσιμων κρατικών αρμοδιοτήτων» έξω από την προ­
βληματική τού ΚΜΒ. Ο Vincent αποτυγχάνει στο να μη
συμπεριλάβει το ΚΜΒ στον ορισμό του κράτους, ακόμα
και αν δεν τό ονομάζει ως τέτοιο. Ο Knöbl, παρά τους
περιορισμούς που θέτει γύρω από την έννοια του ΚΜΒ,
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
55
διαπιστώνει το ανέφικτο της μελέτης της κοινωνίας των
πολιτών έξω από το ΚΜΒ. Το ΚΜΒ εξακολουθεί, δηλα­
δή, να αποτελεί κομβική έννοια, τόσο στη μελέτη της κυ­
ριαρχίας του κράτους όσο και σε αυτήν της κοινωνίας
των πολιτών, αλλά και στη μεταβαλλόμενη σχέση κρά­
τους-κοινωνίας.
Ωστόσο, ο κίνδυνος μιας υπερ-θεώρησης του ΚΜΒ
είναι, πράγματι, υπαρκτός. Αυτό όμως δεν συμβαίνει,
επειδή το ΚΜΒ είναι «αφηρημένο», καθώς δεν είναι πε­
ρισσότερο αφηρημένο από άλλες έννοιες γύρω από το
κράτος, όπως π.χ. το «κοινό καλό» που αντιτάσσει ο
Ehlers ή η «δημόσια εξουσία» τού Vincent. Από τη μια
πλευρά, όπως επισημαίνει ο Jessop (2002: 37), η θεω­
ρητικοποίηση του ΚΜΒ και των με αυτό συναρτημένων
λοιπών κρατικών μονοπωλίων, όπως αυτό της φορολο­
γίας ή του δικαιώματος για συλλογικές αποφάσεις στην
προώθηση ενός «κοινωνικά κατασκευασμένου δημόσιου
συμφέροντος» (ό.π.), συνεισφέρει στην αναλυτική διά­
κριση μεταξύ κράτους και πολιτικής, στην κατανόηση
των χαρακτηριστικών και ιστορικών προϋποθέσεων του
νεωτερικού κράτους και των σύνθετων μορφών του εντός
των θεσμών. Από την άλλη πλευρά, ο κίνδυνος, υποστη­
ρίζει ο Jessop (ό.π.), από την υπερ-θεώρηση του ΚΜΒ
έγκειται στη φετιχοποίηση και φυσικοποίηση της θεσμι­
κής διάκρισης μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού
πεδίου, της νομικής διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδι­
ωτικού, καθώς και του ρεαλιστικού διαχωρισμού μεταξύ
εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Ο κίνδυνος, με άλ­
λα λόγια, να ταυτίζονται μια σειρά νομικών-συνταγματι­
κών αλλά και ρεαλιστικών διαχωρισμών με το ΚΜΒ, τό
οδηγεί εν τέλει στην αναλυτική του απονεύρωση.
56
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Το να υποστηριχθεί απλώς ότι το κράτος είναι ο φο­
ρέας της νόμιμης αξίωσης στο μονοπώλιο της βίας, με
κανένα τρόπο δεν αποτελεί θεωρία τού κράτους (των
δομών, των σκοπών και των λειτουργιών του), ούτε δια­
σαφηνίζει τη σχέση του με άλλα κατηγορήματα ή θεσμι­
κές μορφές τού κράτους, ούτε θεωρητικοποιεί το ΚΜΒ
και τις εκδοχές του ως ιστορικά καθορισμένες. Συνιστά,
όμως, μιαν αφετηρία ανάλυσης για τη θεωρία τού κρά­
τους και μάλιστα σε μιαν εποχή, που αυτή χαρακτηρί­
ζεται από μιαν αντίθεση. Από τη μια το ΚΜΒ παραμέ­
νει σε γενικές γραμμές σταθερό σε νεορεαλιστικούς και
νεομαρξιστικούς ορισμούς του κράτους, και από την
άλλη –για διαφορετικούς λόγους και σε διαφορετικές
εκδοχές της φιλελεύθερης προσέγγισης– αμφισβητείται
έντονα η θεωρητική του αξία, καθώς διαπιστώνεται η
αποδυνάμωσή του. Από τη μια το ΚΜΒ θεωρείται πως
διαχέεται και αποδυναμώνεται εξαιτίας της διεύρυν­
σης μιας σειράς τοπικών, ιδιωτικών και διεθνών φορέ­
ων άσκησης κοινωνικού ελέγχου και καταστολής, ενώ
από την άλλη, η καταστολή και ο κοινωνικός έλεγχος
κατά την άσκηση της κρατικής πολιτικής κάθε άλλο πα­
ρά ατονούν.
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
57
1.3. Η βεμπεριανή αφετηρία του κρατικού μονοπωλίου
της βίας
«Σήμερα υπάρχει μόνον τόση ‘νόμιμη’ βία, όσην επιτρέπει ή καθορίζει η κρατική έννομη τάξη (…). Ο μονοπωλιακός αυτός χαρακτήρας της κρατικής νόμιμης βίας είναι τόσο ουσιαστικό χαρακτηριστικό στη
σημερινή κατάστασή της, όσο έλλογο χαρακτήρα
έχει η ‘αναγκαστική’ και συνεχής ‘οργάνωσή’ της»
(Weber 1983: 324).
Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνιολογικής συζήτησης για
το κράτος αντλεί παραδοσιακά από τον βεμπεριανό ορι­
σμό του κράτους, ως εκείνου του φορέα που αξιώνει το
μονοπώλιο της φυσικής βίας εντός μιας δοσμένης εδαφι­
κής επικράτειας. Ο Weber, όπως και ο Hobbes, συνέδεσε
και αιτιολόγησε το κράτος πάνω στη βία, με τη διαφο­
ρά πως κατά την ιστορική περίοδο, στην οποία γράφει
ο Weber, δεν υπάρχει πλέον ανάγκη θεωρητικής δικαι­
ολόγησης του ίδιου του κράτους, όπως στην εποχή του
Hobbes, αλλά μάλλον των μέσων που αυτό έχει (ή πρέ­
πει να έχει) στη διάθεσή του (Anter 1995: 39). Ο ορι­
σμός του Weber και οι παρατηρήσεις του για το ΚΜΒ
δεν αποτελούν απόπειρα παγιοποίησης του στοιχείου
τού ΚΜΒ για κάθε τύπο πολιτικής εξουσίας ή ακόμα
και κράτους παντού, αλλά ιδεατοτυπικά ανάγεται στις
ειδικές συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες των ιστορικών
συγκυριών της Κεντρικής Ευρώπης (Knöbl 2006: 3).
Το μονοπώλιο της βίας αποτελεί το πιο θεμελιακό
κατηγόρημα του κράτους και τον σκληρό του πυρή­
να στην άσκηση πολιτικού, διοικητικού και κοινωνικού
58
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ελέγχου. Αποτελεί, επίσης, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
που διαχωρίζει το κράτος από άλλους «πολιτικούς συν­
δέσμους». Ο βεμπεριανός «σύνδεσμος» (Verband) δεν
είναι μία απλή συνάθροιση ατόμων με κοινές επιδιώξεις,
αλλά μία «κοινωνική σχέση κλειστή προς τα έξω». Εκεί­
νο που διαχωρίζει το κράτος από λοιπούς και διαφορε­
τικούς στους προσανατολισμούς τους συνδέσμους είναι
το ΚΜΒ. Αυτό παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος να
δρα ως επιτηρητής για άλλους συνδέσμους, με το μέσο
της φυσικής βίας ή της απειλής της, ακόμα και αν αυτοί
οι σύνδεσμοι έχουν ειδικούς, δικούς τους εσωτερικούς
κανόνες λειτουργίας (Weber 1983: 305-309).
Ενώ κατά τον Μεσαίωνα ξεκινούν μία σειρά πολε­
μικών αναταραχών, μέχρι την εποχή της απολυταρχίας
δημιουργείται η μονοπωλιακή θέση του εδαφικού κρά­
τους, ως μία ειδική, νομικά ενισχυμένη μορφή κυριαρ­
χίας. Με τη συσσώρευση και κεντρικοποίηση των πόρων
από τους προηγούμενους φορείς φεουδαρχικής εξου­σίας
και τους τοπικούς άρχοντες στο κράτος, «συγκροτού­
νται οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός σχετι­
κά σταθερού μονοπωλίου της βίας» (Knöbl 2006: 6). Η
γέννηση του «έλλογου» καπιταλιστικού κράτους συν­
δέεται με την παρακμή της φεουδαρχίας και της συγ­
κέντρωσης στα χέρια του κράτους μιας στρατιωτικής
O Weber (1983: 305) ορίζει την οργανωμένη ομάδα ή
σύνδεσμο (Verband) ως «μια κοινωνική σχέση, που είναι
προς τα έξω κλειστή ή ρυθμίζεται περιοριστικά, όταν τη
διατήρηση της τάξης της εγγυώνται με τη συμπεριφο­
ρά τους ορισμένοι άνθρωποι, που έχουν τοποθετηθεί γι’
αυτό τον σκοπό: ένας αρχηγός και ένα διοικητικό επι­
τελείο, που κανονικά έχουν μαζί και αντιπροσωπευτική
εξουσία».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
59
εξουσίας με τη χρήση ενός στρατού, ο οποίος δεν είναι
πια αναγκασμένος να εξαρτάται από δεσμούς υποτέ­
λειας, αλλά από κανονικούς μισθούς (Badie/Birnbaum
1983: 20). Ωστόσο, στον Weber η ανάπτυξη του κράτους
δεν είναι απλά η συνέπεια της γέννησης του καπιταλι­
σμού. Το κράτος, η γραφειοκρατία και ο καπιταλισμός
μπόρεσαν να αναπτυχθούν μόνο με αμοιβαία σύμπραξη.
Η χρηματική καπιταλιστική οικονομία παρείχε στο κρά­
τος την ιστορική δυνατότητα να αναπτυχθεί, χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι στη λογική του Weber το κράτος αποτε­
λεί εποικοδόμημα (ό.π.).
Η νομιμοποίηση των επιταγών και επιδιώξεων της
εξουσίας εδράζεται, κατά τον Weber, σε τρεις ιδεατοτυ­
πικές μορφές δικαιολόγησης της εξουσίας: 1) στο «αιώ­
νιο χθες» της παράδοσης, που αφορά στην a priori κα­
θιέρωση και παγιοποίηση της «παραδοσιακής εξουσίας,
όπως τήν ασκούσαν οι πατριάρχες και οι πατρογονικοί
ηγεμόνες»· 2) στη «χαρισματική εξουσία», όπως αυτή
ασκήθηκε «από τον προφήτη ή –στο πεδίο της πολιτι­
κής– από τον εκλεκτό πολέμαρχο, τον λαοπρόβλητο κυ­
βερνήτη, τον μεγάλο δημαγωγό ή τον αρχηγό του πολιτι­
κού κόμματος»· και 3) στην «ορθολογική εξουσία» της
νομιμότητας ή στην «πίστη στην ισχύ των νόμιμων θετι­
κών κανονισμών» και της «πραγματιστικής αρμοδιότη­
τας» (Weber, 1996:175-194). Ο τρίτος ιδεότυπος αφορά
την υπακοή στους νόμους, στη βάση της ισχύος του ΚΜΒ,
και συνεπώς στην ισχύ των νόμων αυτών, των κωδικών
υποταγής, των κρατικών φορέων που τούς συνδαυλίζουν
και του δίπολου φόβος-ελπίδα (συναίνεση-παρέκκλιση),
που οι νόμοι αυτοί κατορθώνουν να εμφυσήσουν (φόβος
της τιμωρίας, ελπίδα της ανταμοιβής).
60
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του νεω­
τερικού κράτους της Δύσης είναι, σύμφωνα με τον Weber
(ό.π.:54-62), ότι, αφού αυτό επιβλήθηκε σε ανταγωνι­
στικές του ομάδες με εξουσιαστικές αξιώσεις, κατόρ­
θωσε να απαλλάξει τα οργανωτικά μέσα και τα μέσα
παραγωγής από τους προκατόχους τους και, αφού τά
συγκέντρωσε, τά «χώρισε» από τη διοίκηση. Το ΚΜΒ
αποτελεί εδώ τη βάση αυτού του χωρισμού. Το ιστορι­
κά καινοφανές αυτό γεγονός είναι ένας από τους λό­
γους, για τον οποίο η εξουσία κατορθώνει σταδιακά να
οργανωθεί σε κράτος. Στον βαθμό που διευρύνεται ο
χωρισμός της πολιτικής από τη διοίκηση, διευρύνεται
επίσης και η απόσταση ανάμεσα στους υπαλλήλους του
κράτους και τα μέσα της διοίκησης. Όσο αυτός ο χω­
ρισμός διακλαδώνεται και γίνεται συνεχής, η γραφειο­
κρατία παρεισφρέει και αναδρά κανονιστικά σε όλους
απαρέγκλιτα τους τομείς της κοινωνικής δράσης. Θέτο­
ντας σε λειτουργία μια σειρά από μηχανισμούς «ορθο­
λογικοποίησης», εγκαθιδρύει μια σειρά πολιτικών και
διοικητικών θεσμών ελέγχου. Το ΚΜΒ δεν είναι δηλα­
δή αποκομμένο από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της
διοίκησης, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και
προέκτασή του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο
Heins (1997: 56, έμφαση Heins) απεικονίζει τη βεμπε­
ριανή αντίληψη του κράτους ως εξής:
«Κράτος = Επιτελείο της Διοίκησης και Αξίωση Νομιμότητας».
Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα της γραφειοκρατικής
διοίκησης δεν μπορεί με κανένα τρόπο να λειτουργή­
σει αποτελεσματικά έξω από την ευρύτερη αξίωση της
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
61
νομιμότητας του κράτους. Αν αυτό συνέβαινε, η κρατι­
κή εξουσία θα κλονιζόταν στα θεμέλιά της. Σε αυτό το
πλαίσιο, το ΚΜΒ επιφορτίζεται με τον ρόλο της σταθε­
ροποίησης της οργανικής σύζευξης μεταξύ διοίκησης και
νομιμότητας.
Κατά τον Weber, η «ορθολογικοποίηση» είναι απα­
ραίτητη προϋπόθεση και συναίτιο της λειτουργίας του
μεταφεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε όλα τα επί­
πεδα της κοινωνικής ζωής. Στην πολιτική, στην οικονο­
μία, στον στρατό, στη δημόσια διοίκηση, στην εκκλησία,
στο δίκαιο και, γενικά, στις τυπικές κοινωνικές σχέσεις
μεταξύ των ατόμων. Εξαιτίας της ορθολογικότητας, ο
Weber βλέπει το καπιταλιστικό κράτος ως μιαν οργάνω­
ση της εξουσίας, ιστορικά διαφορετική από όσες προη­
γήθηκαν. Τα στοιχεία που διαφοροποιούν το κράτος από
άλλα μορφώματα πολιτικής εξουσίας και άλλους πολιτι­
Μία από τις πιο καθοριστικές στιγμές της ορθολογικο­
ποίησης της οικονομίας είναι για τον Weber ο μερκαντιλι­
σμός, με την αύξηση των εγχώριων εσόδων και στόχο τη
συσσώρευση χρήματος. Επίσης, η ενδυνάμωση του εγχώ­
ριου εμπορίου και ο σκληρός οικονομικός ανταγωνισμός
με το εξωτερικό, αλλά με διευρυμένες δυνατότητες εκεί
πωλήσεων. Το οικονομικό δόγμα του μερκαντιλισμού (Αγ­
γλία, 16ος αι.) πρέσβευε ότι η ποσότητα των εισαγόμενων
προϊόντων θα πρέπει να είναι μικρότερη από αυτήν των
εξαγόμενων. Πολιτικά, ο μερκαντιλισμός αποτέλεσε μιαν
από τις πρώτες απόπειρες καπιταλιστικού σχεδιασμού,
με το κράτος να αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο στην οι­
κονομία. Παρόλο που ως οικονομικό μοντέλο οδηγήθηκε
σύντομα σε χρεωκοπία, για να πάρει τη θέση του το ελεύ­
θερο εμπόριο και η διεύρυνση των επενδύσεων, καθώς
επίσης και η ισχυροποίηση του οικονομικού ρόλου της
τράπεζας, ο μερκαντιλισμός ήταν ένα σύστημα πρώιμου
καπιταλιστικού σχεδιασμού, με εκείνο που ο Weber εννο­
ούσε «ορθολογική» βάση.
62
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κούς συνδέσμους είναι, σύμφωνα με τον Weber, τα εξής:
1) έχει ορθολογική δράση, α) με θετικές διατάξεις και β)
διαθέτει διορισμένους υπαλλήλους· 2) αξιώνει (με απο­
τελεσματικότητα) το μονοπώλιο της χρήσης βίας· και 3)
διαθέτει κεντρική εξουσία, η οποία έχει το μονοπώλιο
της ιδιοκτησίας στα υλικά μέσα για την άσκηση εξουσί­
ας και δράσης (Weber 1996:16). Αναπόφευκτα, το κρά­
τος της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλι­
σμό φέρει τον χαρακτήρα του οικονομικού συστήματος
το οποίο καλείται να ρυθμίσει και του οποίου οφείλει
να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή: «Το κράτος είναι μία
επιχείρηση (Anstaltsbetrieb), όπως ακριβώς ένα εργο­
στάσιο. Αυτή ακριβώς είναι η ιστορική του ιδιαιτερότη­
τα» (ό.π.: 51). Το κράτος έχει τα υλικά και οργανωτικά
μέσα στη διάθεσή του έτσι, ώστε να κυριαρχεί χωρίς να
χρειάζεται να εμπλακεί με τη διοίκηση, αλλά γραφειο­
κρατικοποιώντας και μέσω του ΚΜΒ να θέτει σε κίνη­
ση μια σειρά από λειτουργικούς διαχωρισμούς στη βάση
της διάκρισης δημόσιου και ιδιωτικού:
«Ο χωρισμός του εργαζομένου από τα υλικά μέσα της επι­
χείρησης: τα μέσα παραγωγής στην οικονομία, τα πολεμικά
μέσα στον στρατό, τα υλικά διοικητικά μέσα στη δημόσια
διοίκηση, τα μέσα έρευνας στα πανεπιστήμια και στα ερ­
γαστήρια, τα χρηματικά μέσα σε όλα γενικά είναι το κοι­
Ο Weber (1983: 315) ορίζει ως «ένωση» (Anstalt) εκείνη την
«οργανωμένη ένωση, που οι θετικές διατάξεις της επιβάλλο­
νται αποτελεσματικά μέσα σε μιαν ορισμένη περιοχή ενέρ­
γειας σε κάθε άτομο, σύμφωνα με ορισμένα (σχετικά) κριτή­
ρια συμπεριφοράς». Ως «επιχείρηση» (Betrieb) περιγράφει
«μια συνεχή ορισμένου είδους δράση για ένα σκοπό».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
63
νό τού σύγχρονου κράτους, στην πολιτική, πολιτισμική και
στρατιωτική περιοχή του, με την καπιταλιστική οικονομία»
(Weber, 1996: 53).
Αυτή η παρατήρηση του Weber δεν συνεπάγεται ότι
ο ίδιος εδράζει την προσέγγισή του για το κράτος στη
σχέση κράτους-καπιταλισμού. Ο ρόλος του κράτους στη
διατήρηση του καπιταλισμού συνίσταται στη γραφειο­
κρατικοποίηση και ορθολογικοποίηση των θεσμών, και
όχι στον ταξικό του χαρακτήρα. Εξάλλου, και μόνο η έν­
νοια της τάξης στον Weber δεν παρέχει το κριτικό δυνα­
μικό που τής παρέχει ο Μαρξισμός. Το κριτικό δυναμι­
κό που παρέχεται από τη βεμπεριανή προσέγγιση είναι
αυτό του ΚΜΒ, χωρίς όμως να εξετάζεται η σχέση μετα­
ξύ ΚΜΒ και νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Στον
γνωστό ορισμό του για το κράτος, ο Weber αναφέρει:
«Τι είναι το κράτος; Το κράτος, κοινωνιολογικά, δεν μπορεί
να ορισθεί από το περιεχόμενο των πράξεων, που ενεργεί
(…). Τελικά μπορεί κάποιος να ορίσει το κράτος κοινωνιο­
Οι τάξεις δεν είναι για τον Weber προϊόντα ειδικά του κα­
πιταλισμού, αλλά ως έννοια τήν χρησιμοποιεί για μια δια­
φοροποιημένη γκάμα φαινομένων. Για παράδειγμα, εξίσου
ταξικές μορφές εξουσίας, είναι ο σουλτανικός δεσποτισμός
και το γραφειοκρατικό κράτος, «ταξική» είναι η διαρθρω­
μένη οργάνωση κατά την οποία ο κύριος ενός φέουδου
πληρώνει ο ίδιος τα μέσα της διοίκησης και τη δικαιοσύνη
της περιφέρειας που τού έχει δοθεί για φέουδο, παρότι
υπόκειται στον ανώτερο άρχοντα (Weber 1996: 52). Επί­
σης, εκτός του εισοδηματικού κριτηρίου, ο Weber θέτει και
άλλα κριτήρια, όπως το κοινωνικό κύρος, η κοινωνική θέση
κτλ., αποδυναμώνοντας τον οικονομικό προσδιορισμό τής
έννοιας της τάξης.
64
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
λογικά μόνον από ένα ειδικό μέσον, που τού είναι κατάλ­
ληλο, όπως και σε κάθε πολιτική οργάνωση, δηλαδή από
τη χρήση της φυσικής βίας (…). Σήμερα θα μπορούσαμε να
πούμε ότι το κράτος είναι εκείνη η κοινότητα των ανθρώ­
πων, η οποία αξιώνει (αποτελεσματικά) το μονοπώλιο στη
χρήση της νόμιμης φυσικής βίας μέσα σε ορισμένο έδαφος
– το ‘έδαφος’ ανήκει στα χαρακτηριστικά του κράτους.
Για­τί, ειδικά σήμερα, το δικαίωμα της χρήσης φυσικής βίας
παρέχεται και σε άλλες οργανώσεις ή σε πρόσωπα, μόνον
στο βαθμό στον οποίο επιτρέπει το κράτος. Το κράτος θε­
ωρείται ότι είναι η μοναδική πηγή του ‘δικαιώματος’ για
τη χρήση της βίας» (Weber 1996: 45, έμφαση Weber).
Το κράτος στη βεμπεριανή αντίληψη συνδυάζεται,
δηλαδή, με τα εξής τέσσερα κατηγορήματα: μονοπώλιο, έδαφος, αξίωση νομιμότητας και βία, τα οποία
μάλιστα συνιστούν μιαν ενότητα. Ο Hoffman (1997: 53),
του οποίου ζήτημα είναι «να ερμηνεύσουμε τον ορισμό
του Weber με ένα μη βεμπεριανό τρόπο», υποστηρίζει
ότι προκειμένου να συλληφθεί το κράτος ως ολότητα,
θα πρέπει να γίνει αντιληπτό με όλα ανεξαιρέτως τα
βεμπεριανά του κατηγορήματα, ακόμα και αν κατά την
άποψή του, η βία και η μονοπώλησή της είναι τα κεν­
τρικότερα εξ αυτών. Πρόκειται, δηλαδή, για αλληλο­
συνδεόμενα στη δομή τού κράτους κατηγορήματα. Το
ότι διαπλέκονται συνεπάγεται έναν ενεργό ρόλο καθε­
νός από τα στοιχεία αυτά. Καθένα από αυτά τα στοι­
χεία μπορεί να κινητοποιήσει διαδικασίες και μετα­
βολές, αλλά κανένα δεν μπορεί από μόνο του να εξα­
σθενίσει το ΚΜΒ. Όπως ένα κράτος, που ασκεί εντός
μιας εδαφικής επικράτειας το μονοπώλιο της βίας, εί­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
65
ναι προορισμένο να καταρρεύσει, αν δεν συγκροτήσει
πετυχημένες αξιώσεις νομιμότητας, με τον ίδιο τρόπο,
αν το κράτος δεν κατορθώσει να μονοπωλήσει μέσω
της νόμιμης αξίωσης τη βία, θα αναγκασθεί να μοιρα­
στεί την εξουσία του με ανταγωνιστικούς φορείς και
θα υποστεί κατακερματισμό, τόσο ως προς την εδαφι­
κή του υπόσταση όσο και ως προς την εσωτερική του
συνοχή. Το στοιχείο του εδάφους είναι επίσης κρίσιμο,
καθώς είναι εκείνο που διαχωρίζει το κρατικό από άλ­
λα μονοπώλια της βίας. Όπως αναφέρει ο Weber (1983:
321), η «φυσική βία σαν νόμιμο μέσο» και το δικαίωμα
οπλοχρησίας χρησιμοποιούνταν εκτός από το κράτος
και από φυλές, οικογένειες, συντεχνιακές ενώσεις, στον
Μεσαίωνα κτλ. Εκείνο που διαχωρίζει το ΚΜΒ από
αυτές της μορφές άσκησης φυσικής βίας είναι η αξίωση
της ισχύος εντός μιας εδαφικής επικράτειας:
«Η πολιτική οργάνωση, παράλληλα με το γεγονός ότι χρη­
σιμοποιεί (τουλάχιστον και) τη φυσική βία για την εγγύηση
των διατάξεων της έννομης τάξης, χαρακτηρίζεται (τουλά­
χιστον και) από το γεγονός ότι η εξουσία του διοικητικού
της επιτελείου και των διατάξεων της έννομης τάξης της
προβάλλει την αξίωση της ισχύος της σε μιαν εδαφική επικράτεια και τίς εγγυάται με τη χρήση βίας» (Weber 1983:
321, έμφαση Weber).
Όπως αναφέρουν οι Loader και Walker (2007: 26), ο
ορισμός του Weber «παρέχει μια περιεκτική θεωρητι­
κή απόσταξη των κοινωνικο-ιστορικών διαδικασιών από
τον 17ο ώς τον 19ο αιώνα», με τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά
κράτη να αποσπούν το δικαίωμά τους στην άσκηση φυ­
66
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σικής βίας από διαφορετικά κέντρα τοπικής εξουσίας
και να παγιώνουν για τον εαυτό τους θεσμικούς πόρους
που απαιτούνταν για την εξασφάλιση τόσο των εξωτε­
ρικών ορίων (στρατός) όσο και ειρήνης στο εσωτερικό
(αστυνομία). Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι το κράτος
στη βεμπεριανή θεώρηση δεν ορίζεται από το περιεχόμε­
νο εκείνου το οποίο πράττει, δηλαδή από τις προσανα­
τολισμένες σε σκοπούς λειτουργίες του. Ένας λόγος για
τον οποίο το κράτος δεν μπορεί κατά τον Weber να ορι­
στεί ως προς τους σκοπούς του είναι ότι παρόμοιοι σκο­
ποί εξυπηρετούνται από διαφορετικές οργανώσεις, και
όχι αποκλειστικά από το κράτος:
«Δεν είναι δυνατό να ορίσουμε μια πολιτική οργάνωση
–ούτε και το κράτος– από την προβολή τού σκοπού της
συμπε­ριφοράς της. Από την πρόνοια για τη διατροφή μέ­
χρι την προστασία της τέχνης, από την εγγύηση της προσω­
πικής ασφάλειας μέχρι την απονομή της δικαιοσύνης, δεν
υπάρχει νοητός σκοπός, που κάποια πολιτική οργάνωση
κατά τις περιστάσεις δεν θα επεδίωκε και όλες οι πολιτι­
κές οργανώσεις έχουν αναγνωρίσει. Για τούτο είναι δυνατό
να ορίσουμε τον πολιτικό χαρακτήρα μιας οργάνωσης μόνον από το μέσον, που είναι η χρήση της βίας. Το μέσον
αυτό, δηλαδή, η χρήση της βίας με την παραπάνω ειδική
έννοια, δεν είναι βέβαια το μόνο χαρακτηριστικό τής πολι­
τικής οργάνωσης, αλλά είναι απαραίτητο για την ύπαρξή
της» (Weber 1983: 322, έμφαση Weber).
Αν το κράτος οριζόταν από τους σκοπούς, οι ιστορι­
κές μεταβολές των σκοπών του κράτους (Staatszwecke)
θα πρόσδιδαν στον ορισμό του ένα προσωρινό χαρα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
67
κτήρα έξω από τη βεμπεριανή μεθοδολογία της ιστορι­
κής οντολογίας του κράτους (Würtenberger 1973: 280).
Αφού ο ορισμός προκύπτει από τα μέσα του κράτους,
τότε η ανάλυση θα ήταν περιγραφική των εκάστοτε δια­
φορετικών σκοπών του, τους οποίους ο Weber θεωρεί
μεταβλητούς και δεν εξετάζει. Όπως αναφέρει ο Weber
(1983: 323), «επειδή η έννοια του κράτους έφτασε στην
πλήρη ανάπτυξή της μόνο στη σύγχρονη εποχή, είναι
καλύτερα να τό ορίσουμε ανάλογα με τον σύγχρονο
τύπο του κράτους, αλλά ταυτόχρονα να αφαιρέσουμε
τους μεταβλητούς στο ουσιαστικό τους περιεχόμενο
σκοπούς του, όπως ακριβώς τούς ζούμε τώρα». Σύμ­
φωνα, δηλαδή, με τον Weber, το «έλλογο» κράτος είναι
ένας πολιτικός σύνδεσμος, ναι μεν προσανατολισμένος
στους σκοπούς, αλλά, επειδή οι σκοποί του μπορούν
να διαφέρουν τόσο ριζικά μεταξύ τους και να καθορί­
ζονται μικρο-ιστορικά, επιλέγει αντί των σκοπών του
να τό ορίσει με βάση το διατιθέμενο ειδικό μέσον, δη­
λαδή το ΚΜΒ, καθώς και το «σύστημα των θετικών δι­
οικητικών και νομικών διατάξεων» (Weber 1983: 323),
το οποίο, σε αντίθεση με θεωρήσεις νομικού θετικισμού
όπως του Kelsen, ο Weber θεωρεί ότι υπόκειται στο
κράτος.
Αυτή είναι, βέβαια, και μία από τις ανεπάρκειες της
βεμπεριανής προσέγγισης του κράτους. Με την ιστορικο­
Αυτή η βεμπεριανή προσήλωση στα μέσα, και όχι στους
σκοπούς, αποτελεί και αφετηρία της συγκριτικής πολιτι­
κής. Συγγραφείς, όπως ο Migdal (2001: 14), βλέπουν τα
κράτη ως εξουσιαστικούς πολιτικούς συνδέσμους με ποι­
κίλους σκοπούς και με παρόμοια μέσα (αξιώσεις μονοπω­
λιστικού χαρακτήρα).
68
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ποίηση του κράτους και την περιγραφικότητα της οργά­
νωσης των θεσμών του (γραφειοκρατία και δημόσια δι­
οίκηση), η βεμπεριανή προσέγγιση εξαντλείται στον απο­
λογητικό καθορισμό των μέσων του κράτους ως ιστορι­
κού και όχι οικονομικο-ταξικού «πολιτικού συνδέσμου».
Με το «ειδικό μέσον» (Weber 1996: 44, έμφαση Weber)
του μονοπωλίου της βίας ως κυρίαρχου, δεν παρέχεται
ένα εννοιολογικό πλαίσιο ερμηνείας της σχέσης του κρά­
τους με την κοινωνία ως ταξικής κοινωνίας, ούτε της
συγκρότησής της ως εθνικής ούτε της συγκρότησής της
ως πειθαρχικής. Επίσης, η βεμπεριανή ιδεατοτύπηση του
κράτους δεν αναζητά τη σχέση μεταξύ νομιμότητας και
ΚΜΒ και δεν εξηγεί το ειδικό αποτέλεσμα της νομιμο­
ποίησης του κράτους, αλλά αναλύει τις έννοιες αυτόνο­
μα και μηχανιστικά, με αποτέλεσμα να αποκρύπτονται
όλοι οι κρίσιμοι μηχανισμοί κυριαρχίας και επιβολής του
κράτους πάνω σε εκείνες τις κοινωνικές-ταξικές ομάδες,
που κάνουν την αναπαραγωγή τού ΚΜΒ να είναι απα­
ραίτητη για την ίδια την αναπαραγωγή του κράτους.
Εκείνο, όμως, που πράγματι παρέχεται από τη βε­
μπεριανή προσέγγιση και είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την
κατανόηση του ΚΜΒ, είναι το εξής: Στον βαθμό που,
όπως υποστηρίζει ο Weber, το κράτος ορίζεται από το
«ειδικό του μέσον», αυτό του μονοπωλίου της βίας, τό­
τε το μονοπώλιο της βίας δεν αποτελεί ένα σταθερό και
αναλλοίωτο τρόπο δράσης ή αρμοδιότητάς του, ούτε
σημαίνει λιγότερο ή περισσότερο νόμο ή αποκλειστικά
κρατική ή και ιδιωτική άσκηση βίας, αλλά ούτε και ότι
άλλοι φορείς δεν είναι ισχυροί στην άσκηση βίας ή ότι
δεν τούς επιτρέπεται να ασκήσουν κοινωνικό έλεγχο. Δεν
σημαίνει δηλαδή ότι η ιδιωτικοποίηση, η κοινοτικοποίηση
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
69
ή η διεθνοποίηση δραστηριοτήτων, όμοιων με αυτών του
ΚΜΒ, κλονίζει την υπόστασή του ως «ειδικού μέσου»
του κράτους, στον βαθμό που αυτό επιτρέπει και νομι­
μοποιεί ή όχι τέτοιες δραστηριότητες ή και επωφελείται
από αυτές. Αυτό επισημαίνεται και στην ακόλουθη πα­
ρατήρηση του Weber (1996: 50):
«Κάθε επιχείρηση εξουσίας που ασκεί συνεχή διοίκη­
ση χρειάζεται αφενός την προσαρμογή του ανθρώπινου
πράττειν στην υποταγή στα πρόσωπα εκείνα, τα οποία
είναι φορείς της νομιμοποιημένης εξουσίας, και αφετέρου
τη δυνατότητα, δια μέσου της υποταγής αυτής να διαθέ­
τει τα υλικά εκείνα μέσα τα οποία, σε δεδομένη κατάσταση, είναι αναγκαία για τη χρήση της φυσικής βίας»
(έμφαση ΜΜ).
Ενώ δηλαδή η υποταγή στη νομιμοποιημένη εξουσία
και η διάθεση των υλικών μέσων για τη χρήση φυσικής
βίας είναι σταθερές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής
του κράτους, δεν είναι ποτέ σταθερές οι συνθήκες εντός
των οποίων η φυσική βία μονοπωλείται από το κράτος
μέσω της υποταγής. Αυτό σημαίνει ότι το ΚΜΒ προσαρ­
μόζεται σε κάθε δεδομένη κατάσταση, όπως αυτή δημι­
ουργείται από τον βαθμό της (αν)υπακοής των εξουσια­
ζομένων, τις οικονομικές συγκυρίες των διαφορετικών
μορφών του καπιταλισμού, τις κοινωνικές συγκρούσεις
και τις κοινωνικές πιέσεις στο κράτος.
Όπως υποστηρίζει ο Heins (1997: 56, έμφαση Heins),
κατά την περίοδο στην οποία έγραφε ο Weber ο ιδιω­
τικός στρατός δεν ήταν καθόλου άγνωστος. Η ύπαρξη,
όμως, αυτού του ιδιωτικού στρατού δεν μεταβάλλει την
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
70
ειδική ποιότητα του ΚΜΒ, στην οποία ο Weber έβλεπε
τη δυνατότητα του αφοπλισμού των μη-κρατικών ομά­
δων μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου:
«Ο Weber είχε μπροστά στα μάτια του το τέλος του Πρώ­
του Παγκοσμίου Πολέμου, όταν για παράδειγμα μαζικά
οπλοστάσια του κράτους ιδιωτικοποιούνταν από Ελεύθε­
ρα Σώματα στρατιωτών. Ωστόσο, ορίζει το κράτος όχι μέ­
σα από ένα συγκεκριμένο μέσο του μονοπωλίου της βίας
(faktisches Gewaltmonopolmittel), αλλά μέσα από την απαί­
τηση μιας ιδιοκτησίας: την (πετυχημένη) αξίωση στη νόμιμη άσκηση της βίας. Αυτή είναι μία μικρή, αλλά σημαντική
διαφορά. Το κράτος δεν είναι ποτέ ένας μηχανισμός που
μπορεί να περιγραφεί αντικειμενικά, αλλά τού ανήκει η
εξίσωση: Κράτος = Επιτελείο της Διοίκησης + Αξίωση Νο­
μιμότητας».
Έτσι, από τη βεμπεριανή προσέγγιση δεν προκύπτει
ότι κρατικό μονοπώλιο της βίας σημαίνει την αποκλειστικότητα του κράτους στην άσκηση βίας. Η βία –τόσο
ως φυσική βία όσο και ως συμβολική βία– δεν έχει απο­
κλειστικό φορέα, αλλά αποτελεί δομικό και διϊστορικό
χαρακτηριστικό της κοινωνικής αναπαραγωγής. Το κρά­
τος επιφορτίζεται με τον ρόλο, μέσω του ΚΜΒ, να στρα­
φεί ενάντια στη βία εκείνων των φορέων που διαταράσ­
σουν τους ορισμούς του για το «κοινό καλό» και την
κοινωνική αρμονία. Στον βαθμό που το κράτος υπάρχει
παρά τους ανταγωνισμούς, τις κοινωνικές συγκρούσεις
και την άσκηση ιδιωτικής βίας, η πετυχημένη ή όχι δια­
χείριση αυτών των συγκρούσεων εξαρτάται από την κά­
θε φορά ειδική χρήση του ΚΜΒ. Η χρήση αυτή μπορεί
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
71
να οδηγήσει σε κρατική επιτυχία ή αποτυχία, μπορεί να
διευρύνει την κρατική ισχύ ή να συνδράμει στη διεύρυν­
ση της κοινωνικής ανυπακοής. Σταθερό χαρακτηριστικό
τού ΚΜΒ είναι ότι τείνει να πετύχει μια συγκεκριμέ­
νη συσσώρευση εξουσίας. Αυτή η συσσώρευση διαρκώς
αξιώ­νεται, αλλά δεν επιτυγχάνεται πλήρως. Εκκινώντας
το κράτος από την πάγια, νόμιμη, πολιτικο-ιδεολογικά
δικαιολογημένη και θεσμικά εξασφαλισμένη αξίωση στη
μονοπώληση της βίας, γνωρίζει παράλληλα ότι δεν θα εί­
ναι ποτέ ο αποκλειστικός φορέας άσκησης βίας, αλλά ο
νόμιμος φορέας άσκησής της.
Άρα, εφόσον το μονοπώλιο της βίας δεν συνεπάγε­
ται έναν ιστορικά αναλλοίωτο τρόπο προκαθορισμένης
δράσης του κράτους, αλλά, αντίθετα, υπόκειται στο κρά­
τος ως μέσο, τότε η έρευνα των διαφορετικών κάθε φο­
ρά προτεραιοτήτων και σκοπών του κράτους δεν μπορεί
να τεθεί στη βεμπεριανή ανάγνωση με όρους αποδυνά­
μωσης ή ενδυνάμωσης του μονοπωλίου της βίας –όπως
γίνεται συχνά–, σαν να επρόκειτο για ένα ποσοτικά με­
τρήσιμο, υπολογίσιμο «αγαθό» που αυξάνεται ή μειώ­
νεται. Δεν μπορεί, συνεπώς, να μετρηθεί ή να συζητηθεί
έξω από τα ειδικά περιεχόμενα και συμφραζόμενα των
αναγκαιοτήτων τού κράτους. Με άλλα λόγια, όπως εύ­
στοχα τό θέτει ο Voigt (1996: 411), εκείνο που καταδει­
κνύει η βεμπεριανή θεώρηση του κράτους είναι ότι «το
κράτος οφείλει την πραγματική του ύπαρξη στο μονο­
πώλιο του νόμιμου φυσικού καταναγκασμού. Το κρατι­
κό μονοπώλιο της βίας είναι ουσιαστικά ένα εσωκρατι­
κό πεδίο (...), ένα πολύτιμο αγαθό, που δεν ‘δωρίζεται’
εύκολα».
72
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
1.4. Ο ρεαλισμός και το κρατικό μονοπώλιο της βίας
Ενώ κάποιες θεωρήσεις διαχωρίζουν την «κυριαρχία»
του κράτους ως την προς τα έξω εξουσιαστική του ιδιό­
τητα για τη διεξαγωγή ή αποφυγή του πολέμου από το
μονοπώλιο της βίας, ως την προς τα μέσα εξουσία για
την επίτευξη της εσωτερικής με τα κριτήρια του κράτους
διατήρησης της τάξης και της συνοχής (Voigt 1996), άλ­
λες θεωρήσεις ταυτίζουν το ΚΜΒ με την «κυριαρχία»
(Knöbl 2006). Σύμφωνα με μια τρίτη άποψη (Krössler
2003: 28), η κύρια διαφορά ανάμεσα στην εσωτερική και
εξωτερική βία του κράτους είναι ότι η πρώτη σφραγίζε­
ται από το ΚΜΒ, ενώ η δεύτερη όχι, καθώς, τουλάχιστον
θεωρητικά, σε συνθήκες ειρήνης οι διεθνείς σχέσεις βα­
σίζονται στην αμοιβαία αναγνώριση της κυριαρχίας των
κρατών και της διπλωματικής τους ι­σχύος. Τα ζητήματα
της εσωτερικής κυριαρχίας με το μέσο του ΚΜΒ (αλλά
και γενικά με την ισχύ ως σύνολο οικονομικών, πολιτι­
κών και στρατιωτικών πλεονεκτημάτων), της εξωτερικής
πολιτικής και του ρόλου τού έθνους-κράτους στις διε­
θνείς σχέσεις απασχολούν τα διαφορετικά ρεύματα του
ρεαλισμού.
Το ΚΜΒ αποτελεί μιαν από τις κεντρικότερες έννοιες
του θεωρητικού ρεύματος του ρεαλισμού. Ο ρεαλισμός
άνθισε σε πρώτη φάση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
και αντιτίθετο στην ιδεαλιστική-ουμανιστική θεωρία των
διεθνών σχέσεων, σύμφωνα με την οποία τα έθνη κράτη
θα μπορούσαν να επιτύχουν ταύτιση συμφερόντων μέ­
σα από το διεθνές δίκαιο και διακρατική ειρήνη μέσα
από την εναρμόνιση μιας σειράς ηθικών αρχών. Σαν φι­
λοσοφικό ρεύμα, ο ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από ένα
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
73
διάχυτο σκεπτικισμό γύρω από τις αξίες του Διαφωτι­
σμού και τη φιλελεύθερη-ιδεαλιστική αισιοδοξία στην
«πρόοδο» και την παγκόσμια ειρήνη, εμπνέεται από τον
Machiavelli και τον Hobbes, πρεσβεύει την Realpolitik
αντί του μοραλισμού στην εξωτερική πολιτική, ενώ δί­
νει έμφαση στην ωφελιμιστική δράση των υποκειμένων
και «στη διάσταση του τραγικού στην ανθρώπινη ιστο­
ρία» (Hyde-Price 2007: 10). Σε σχέση με τη διεθνή ειρή­
νη, η διπλωματία καλούνταν να απαλύνει τις συγκρου­
σιακές δυναμικές μεταξύ κρατών και να δημιουργήσει
συναινέσεις στα κράτη, με σκοπό την ανάπτυξη συνεργα­
σιών για την αποφυγή αμοιβαίων απω­λειών και ζημίας.
Ο κλασικός ρεαλισμός ήταν αναγωγικός, καθώς αναζη­
τούσε τις αιτίες των συγκρούσεων και των πολέμων στο
εθνικό ΚΜΒ και στο εθνικό ή το περιφερειακό επίπεδο,
με τη βασική υπόθεση ότι συναινέσεις αναπτύσσονται
ανάμεσα σε κράτη με παρόμοια δημοκρατικά συστήμα­
τα, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ετερογενείς εξωτερι­
κές επιρροές πάνω σε αυτά τα συστήματα, επιρροές οι
ο­ποίες, όμως, αλλοιώνουν το συναινετικό αποτέλεσμα
(ό.π.: 11).
Βασική ιδέα του ρεαλισμού είναι ότι το διεθνές σύ­
στημα βασίζεται σε μια δομική ανισοκατανομή εξου­
σίας, ικανοτήτων και δυνατοτήτων ανάμεσα στα κρά­
τη. Τα κράτη αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της ασφά­
λειάς τους, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει ή να αναπα­
ραχθεί χωρίς την επιδίωξη αύξησης της εξουσίας τους
και τη δια­τήρηση ενός σταθερού ΚΜΒ και μιας ισχυ­
ρής γεωπολιτικής θέσης. Η εξωτερική πολιτική είναι,
συνεπώς, συνάρτηση γεωπολιτικών, οικονομικών και
στρατιω­τικών-στρατηγικών παραμέτρων και δεν εδρά­
74
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ζεται σε ηθικές επιλογές. Κρίνεται από σχετικά ορθολο­
γικές αποτιμήσεις κόστους και ωφέλειας παρά από οι­
κουμενικά πρότυπα δράσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα
κράτη δεν δρουν με ηθικά κριτήρια ή ότι δεν ασκούν και
δεν τούς ασκούνται ψυχολογικές πιέσεις, αλλά σημαίνει
περισσότερο ότι οι ηθικές επιλογές διϋλίζονται από αυ­
τό που το έθνος-κράτος κατανοεί ως «συμφέρον». Έτσι,
βασική αρχή του ρεαλισμού είναι ότι η έννοια του εθνι­
κού συμφέροντος είναι για το κράτος ζήτημα επιβίωσης
και αναπαραγωγής του.
Ο ρεαλισμός ενσωμάτωσε στην ανάλυσή του τη σύν­
δεση μεταξύ του κρατικού μονοπωλίου της βίας και της
κοινωνικής συνοχής ως σύνδεση δεδομένη και προκαθο­
ρισμένη. Τα κράτη είναι παγιωμένες ενότητες ισχύος. Κεν­
τρική ρεαλιστική θέση είναι πως το κρατικό μονοπώλιο
της βίας αποτέλεσε ιστορικά την κυρίαρχη δομή της κοι­
νωνικής οργάνωσης και των νεωτερικών κρατών της Δύ­
σης. Το κράτος του ρεαλισμού, «το βεστφαλικό κράτος
που χάρασσε με ακρίβεια τα σύνορα του και εγγυώταν
πόλεμο σε όποιον τό απειλούσε» (Hartmann 2001: 23),
αποτελoύσε, μέσα από το δίπολο ΚΜΒ-κυριαρχία εντός
μιας δοσμένης εδαφικής επικράτειας, τη βάση τού συ­
στήματος των διεθνών σχέσεων, οι οποίες χαρακτηρίζο­
νταν από την άναρχη επιδίωξη κρατικών συμφερόντων.
Το κράτος του ρεαλισμού έχει υπόσταση και αξιώσεις
αναγνώρισης της υπόστασής του, είναι δηλαδή ένα ορ­
θολογικό, αυτόνομο υποκείμενο με πηγή (αν)ασφάλειας
τη σχέση του με άλλα ορθολογικά και αυτόνομα κράτηυποκείμενα, στα οποία επιδιώκει να ασκήσει εξουσία.
Έτσι, στα πλαίσια ενός τέτοιου «μεθοδολογικού ιντιβι­
ντουαλισμού του κράτους» (Krause/Williams 1996: 230),
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
75
όπου δεν είναι σαφή ούτε τα αίτια της δράσης του κρά­
τους ούτε ο ιδεολογικός του χαρακτήρας, το ΚΜΒ γί­
νεται μία σταθερά στην οποία ανάγεται όλη η ύπαρξη
του κράτους και η διεθνής του υπόσταση. Το κράτος του
ρεαλισμού αποτελεί τον κύριο «παίκτη» του πολιτικοκοινωνικού παιχνιδιού και δεν υπάρχει κάποια πρόκλη­
ση που να είναι ικανή να κλονίσει αυτήν την αρχή, χωρίς
όμως να καθίσταται ικανή μία ανάλυση των βάσεων αυ­
τής της κυριαρχίας. Όπως επισημαίνει ο Sørensen (2004:
19) στην κριτική του στις αφετηρίες του ρεαλισμού, ο λό­
γος για τον οποίο το ρεαλιστικό κράτος είναι διακριτή,
κυριαρχική οντότητα έγκειται στο ΚΜΒ. Το κράτος είναι
σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κυρίαρχο, επειδή «ελέγχει
τα μέσα της φυσικής βίας σε ένα κόσμο ανασφάλειας με
τη βίαιη σύγκρουση πάντοτε πιθανή» (ό.π.). Με τις θεμε­
λιώδεις αρχές του κράτους του ρεαλισμού την εδαφικό­
τητα, το μονοπώλιο της βίας, την ηγεμονική επιβολή του
ισχυρότερου κράτους επί των ασθενέστερων στη βάση
του συμφέροντος, και τέλος, μια χομπσιανή, ωφελιμιστι­
κή πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης (Druwe/Hahlbohm/
Singer 1998: 87), το ΚΜΒ αποτέλεσε μιαν αυτοαναφο­
ρική έννοια της κυριαρχίας του κράτους και τη βασικό­
τερη παράμετρο της ισχύος του. Με αυτή την έννοια, η
ανάλυση των διεθνών σχέσεων του κλασικού ρεαλισμού
είναι κρατικοκεντρική.
Διαφορετικά από τον ρεαλισμό, ο τρόπος με τον οποίο
ο νεορεαλισμός αποτελεί κρατικοκεντρική προσέγγιση
είναι στρουκτουραλιστικός και συστημικός. Καθώς εδώ
κεντρική δεν είναι η μελέτη της μεμονωμένης εξωτερι­
κής πολιτικής τού κάθε έθνους-κράτους ή οι μεμονωμέ­
νες εθνικές επιδιώξεις, οι διεθνείς κρίσεις και συγκρού­
76
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σεις βρίσκουν την αιτίασή τους στο διεθνές σύστημα,
και όχι στο κάθε έθνος-κράτος ξεχωριστά. Ο νεορεαλι­
σμός εξετάζει τα κράτη απέξω, από την πλευρά του δι­
εθνούς συστήματος και στα πλαίσια αυτής της απέξω
οπτικής τά θεωρεί ως κλειστά συστήματα, καθώς και
ενιαίους και συμπαγείς φορείς δράσης, όπως οι μπάλες
στο τραπέζι του μπιλιάρδου, όπου οι μπάλες συμβολί­
ζουν τα κράτη και το τραπέζι την αρένα των διεθνών
σχέσεων, γνωστό και ως το «μοντέλο του μπιλιάρδου»
(Sørensen 2004: 14-15). Εκκινώντας από την αφετηρία
ότι η διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων τελείται σε
ένα βαθμό ορθολογικά, θεωρούν, επίσης, ότι οι κανόνες
και οι επαναλαμβανόμενοι τρόποι συμπεριφοράς που
διέπουν το διεθνές σύστημα είναι, επίσης, ως ένα βαθ­
μό ορθολογικοί.
Ενώ οι βασικές αρχές του ρεαλισμού διατηρούνται, το
ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το έθνος-κράτος στο (και
πάλι αναρχικό) διεθνές σύστημα. Ζήτημα του νεορεαλι­
σμού είναι να απαγκιστρωθεί από το ερώτημα τού πώς
τα εκάστοτε μεμονωμένα εθνικά συμφέροντα διαμορφώ­
νουν τις διεθνείς σχέσεις και να μελετήσει τη «δομή»
εκείνη που καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις. Για τον σκοπό
αυτό παγιώνεται η διάκριση του Waltz ανάμεσα σε ιε­
ραρχικά συστήματα (έθνη-κράτη) και αναρχικά (διεθνές
σύστημα). Σε αντίθεση με το εσωτερικό του κράτους,
όπου εσωτερικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από κάθετη
ιεραρχία, τη «δομή» του διεθνούς συστήματος καθορίζει
η οριζόντια σχέση μεταξύ κρατών.
Παρότι το ΚΜΒ είναι εξίσου κεντρικό και στα δύο
ρεύματα, ενώ ο ρεαλισμός αποτελούσε την πλέον κρα­
τικοκεντρική θεώρηση των διεθνών σχέσεων (όπου το
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
77
ΚΜΒ αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο του κράτους), ο νε­
ορεαλισμός εμπλέκει ένα πλήθος κρατικών και μη κρα­
τικών φορέων σε ένα παγκόσμιο διεθνές σύστημα. Σύμ­
φωνα με τους Dougherty και Pflatzgraff (ό.π.: 170), πρό­
κειται για τη μετάβαση από το μεταπολεμικό ευρωκεν­
τρικό σύστημα διακρατικών σχέσεων σε ένα διεθνές σύ­
στημα παγκόσμιας εμβέλειας. Η προσπάθεια αναδιατύ­
πωσης και ανανέωσης του ρεαλισμού από το νεορεαλι­
σμό εδραζόταν στο ότι ο πρώτος έπαψε να είναι σε θέση
να κατανοήσει και να αναλύσει το «παγκόσμιο διεθνές
σύστημα» μετά τη δεκαετία του 1960:
«Οι ρεαλιστές (…) επικρίνονται για τις προσπάθειές τους
να συναγάγουν από το ευρωκεντρικό σύστημα του πα­
ρελθόντος μια σειρά πολιτικών εννοιών για την ανάλυση
ενός τελείως διαφορετικού παγκόσμιου διεθνούς συστή­
ματος. Η επιδίωξη περιορισμένων εθνικών στόχων, ο δια­
χωρισμός εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η διεξα­
γωγή μυστικής διπλωματίας, η χρησιμοποίηση της ισορρο­
πίας δυνάμεων ως τεχνικής διαχείρισης της ισχύος και οι
εκκλήσεις προς τα έθνη να δίδουν μικρότερη έμφαση στην
ιδεολογία ως ρυθμιστικό παράγοντα της διεθνούς συμπε­
ριφοράς, έχουν πολύ μικρή σχέση με το σημερινό διεθνές
σύστημα».
Το ΚΜΒ αποτελεί κεντρική ιδιότητα του κράτους, τό­
σο στον ρεαλισμό όσο και στον νεορεαλισμό, με τη δι­
αφορά ότι ο νεορεαλισμός αναζητεί τον εκσυγχρονισμό
των ρεαλιστικών αρχών υπό το πρίσμα του τέλους του
Ψυχρού Πολέμου και της πολιτικής διεθνοποίησης, ελα­
στικοποιώντας παράλληλα τη διάκριση μεταξύ εσωτε­
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
78
ρικής και εξωτερικής πολιτικής και αναγνωρίζοντας πε­
ρισσότερο την υπόσταση και δράση υπερεθνικών οργα­
νισμών. Ο Habermas (2006: 46) θεωρεί ότι η επιμονή τού
ρεαλισμού και του νεορεαλισμού στο κράτος αποσκοπεί
κατ’ ουσίαν στη διατήρηση της αρχής τής μη επέμβασης
του διεθνούς δικαίου. Ακόμα και αν παραγνωρίζει ενδε­
χομένως ότι ο ρεαλισμός θεωρεί ανέφικτη και όχι ανε­
πιθύμητη την άρση τής μη επέμβασης του διεθνούς δι­
καίου, η κριτική του Habermas για τις «αντιφάσεις της
Realpolitik» αναδεικνύει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά
τόσο του ρεαλισμού όσο και του νεορεαλισμού:
«Η ρεαλιστική σχολή σκέψης αποδέχεται και αυτή τη δο­
μική μεταβολή του συστήματος ανεξάρτητων κρατών που
είχε δημιουργηθεί με την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648
–τις αλληλεξαρτήσεις μιας ολοένα συνθετότερης παγκό­
σμιας κοινωνίας, την τάξη μεγέθους προβλημάτων που τα
κράτη μπορούν να λύσουν μόνο συνεργαζόμενα, το αυξα­
νόμενο κύρος και τη συμπύκνωση των υπερεθνικών θε­
σμών (…). Αλλά μία απαισιόδοξη άποψη για τον άνθρωπο
και μία ιδιόρρυθμα αδιαπέραστη αντίληψη ‘του’ πολιτι­
κού, που ο ρεαλισμός προβάλλει, συγκροτούν το υπόβα­
θρο ενός δόγματος που θέλει να διατηρήσει λίγο ώς πολύ
απεριόριστα την αρχή τής μη επέμβασης του διεθνούς δι­
καίου» (ό.π.).
Οι σταθερές αφετηρίες και στις δύο προσεγγίσεις εί­
ναι ότι το κράτος αποτελεί δρών υποκείμενο, το «συμ­
φέρον του έθνους-κράτους» συνεχίζει να ορίζεται ασα­
φώς, κατά περίπτωση ή εκ του αποτελέσματος, ενώ ζη­
τήματα καταναγκασμού, ταξικής αναπαραγωγής, καθώς
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
79
και πολιτικές αντιστάσεις και δυναμικές αλλαγής υποτι­
μούνται εν όψει ενός μεθοδολογικού εθνικισμού της κρα­
τικής ισχύος. Γενικότερα, ο ρεαλισμός παραγκώνισε την
ab intra εξουσία του κράτους και, παρά την έμφασή του
στο ΚΜΒ ως αναγκαίο όρο για τη συμμετοχή του κρά­
τους στην αρένα των διεθνών σχέσεων, τό απομάκρυνε
από μιαν ανάλυση των εσωτερικών του λειτουργιών, είτε
αυτή θα τό συνέδεε με την οικονομία, είτε με τον κοινω­
νικό έλεγχο και την πειθάρχηση των κοινωνικών υποκει­
μένων, είτε με την αναπαραγωγή ιστορικά καθορισμέ­
νων ταξικών συσχετισμών. Από την άλλη πλευρά, η κρί­
σιμη συνεισφορά του ρεαλισμού έγκειται στην τεκμηρίω­
ση της κεντρικότητας του ρόλου του έθνους-κράτους στις
διεθνείς σχέσεις, στον σκεπτικισμό του γύρω από έννοι­
ες όπως η «παγκόσμια διακυβέρνηση» και στην κριτική
των ουτοπικών προσταγμάτων δημιουργίας μιας παγκό­
σμιας ή παγκοσμιοποιημένης τάξης πραγμάτων ικανής
να υπερβεί τα έθνη-κράτη.
1.5. Η θεωρία των ελίτ και το κρατικό μονοπώλιο της
βίας
Από την πλευρά της θεωρίας των ελίτ, η οποία στην
πρωταρχική μορφή της με τους Pareto και Mosca υπο­
στήριζε ότι ανεξάρτητα από το δικαίωμα καθολικής ψη­
φοφορίας ή τo επίπεδο της δημοκρατικοποίησης, τον
πραγματικό έλεγχο της διοίκησης της κοινωνίας κρα­
τούν κάποιες ολιγαρχίες, η βία και τα θεσμικά της μέ­
σα αποτελούν εδώ εργαλεία στα χέρια των ολιγαρχιών.
Παρότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την έν­
80
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νοια της «ελίτ» (Lenk 1982: 69), βασική αρχή είναι ότι
η κοινωνία συντίθεται από δύο βασικές τάξεις, από τη
μια από τους «κυβερνώντες» και την ολιγάριθμη «πο­
λιτική ελίτ» τους και από την άλλη από τους «κυβερ­
νωμένους» που αποτελούν τη «μάζα». Εντός αυτού του
διπόλου κυριαρχούν οι «ελίτ εξουσίας», οι οποίες άρ­
χουν πολιτικά επί των μαζών, οι «ελίτ αξιών», οι οποίες
αποτελούν το στρώμα της διανόησης και της έκφρασης
πολιτισμικών αξιών, και οι «λειτουργικές ελίτ», οι οποί­
ες είναι πιο ανοιχτές και εναλλάσσονται στην πολιτική
εξουσία (Lenk 1982: 76-77).
Σύμφωνα με τον Pareto, οι λόγοι, για τους οποίους
τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι κυβερνώμενοι χρησιμο­
ποιούν βία, δεν έχουν από μόνοι τους σημασία, αλλά, στα
πλαίσια της κοινωνικής σύγκρουσης, βασίζονται στην αυ­
ταπόδεικτη ανάγκη για ισχύ. Όταν οι ελίτ της κυβερνώ­
Όπως αναφέρει ο Pareto (χ.χ. 167), το ποιος συμφωνεί ή
όχι με τη βία δείχνει μια προδιάθεσή του απέναντι στην
κυβερνώσα τάξη: «Το πρόβλημα αν πρέπει ή όχι, αν χρειά­
ζεται ή όχι να χρησιμοποιήσουμε τη βία στην κοινωνία δεν
έχει ουσία, μια που η βία χρησιμοποιείται τόσο από εκεί­
νον που θέλει να συντηρήσει κάποιες ομοιομορφίες, όσο
και από εκείνον που θέλει να τίς ξεπεράσει, και η βία των
μεν εναντιώνεται και συγκρούεται με τη βία των δε. Πραγ­
ματικά, όποιος είναι υπέρ της κυβερνώσας τάξης, αν λέει
ότι αποδοκιμάζει τη χρήση της βίας, στην πραγματικότητα
αποδοκιμάζει τη χρήση της βίας από μέρους των διαφω­
νούντων που θα ήθελαν να ξεφύγουν από τις διατάξεις της
ομοιομορφίας, αν λέει ότι επιδοκιμάζει τη χρήση της βίας,
στην πραγματικότητα επιδοκιμάζει τη χρήση της βίας που
κάνουν οι αρχές για να εξαναγκάσουν τους διαφωνούντες
στην ομοιομορφία, και αν αντίθετα επαινεί τη χρήση της
βίας, στην πραγματικότητα εννοεί τη χρήση της βίας από
μέρους εκείνων που θέλουν να ξεφύγουν από μερικές κοι­
νωνικές ομοιομορφίες».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
81
σας τάξης πάψουν για κάποιους λόγους να χρησιμοποι­
ούν βία χωρίς ηθικό ενδοιασμό, τότε γεννώνται ευκαιρίες
για την κυβερνώμενη τάξη να αναδείξει νέες πρωτοπορι­
ακές ελίτ, που θα επαναστατήσουν, θα ανατρέψουν και
θα αντικαταστήσουν τις παλιές. Σε ένα σύστημα, όπου
διάφορες ελίτ «κυκλοφορούν», συνδιαλλάσσονται αλλά
και συγκρούονται με αποκλειστικό κριτήριο το προσω­
πικό τους όφελος, ισχύει ότι «όλες οι κυβερνήσεις χρη­
σιμοποιούν βία και όλες διαβεβαιώνουν ότι βασίζονται
στον λόγο» (Pareto χ.χ. 176).
Το ζήτημα της βίας θα πρέπει, σύμφωνα με τον Pareto,
να βασίζεται σε έναν υπολογισμό κέρδους και ζημίας
και η άσκησή της να συζητείται με όρους χρησιμότητας,
χωρίς να ξεκαθαρίζεται πώς μπορεί να γενικευθεί αυτή
η χρησιμότητα, εφόσον και πάλι θα πρόκειται για χρη­
σιμότητα που ωφελεί τις ελίτ. Η βία αποτελεί ένα γε­
νικευμένο συστατικό της κοινωνικής δράσης, ακόμα και
αν περισσότερο παραδεκτή είναι η βία για ατομικούς
παρά για συλλογικούς και πολιτικούς σκοπούς (ό.π.).
Καθώς, κατά τον Pareto (ό.π.), οι κυβερνώσες ολιγαρ­
χίες χαρακτηρίζονται από διαφθορά και χρησιμοποιούν
μια σειρά από «τεχνάσματα και ύπουλες τακτικές», για
να προωθήσουν τους στόχους τους, αντιδρούν απέναντι
στη βία των κυβερνωμένων μόνο σε εξαιρετικά κρίσιμες
καταστάσεις με βία. Συνήθως, η άρχουσα τάξη διαθέ­
τει ειδικευμένα άτομα, τα οποία διαχειρίζονται τη βίαιη
αντίσταση στις κυβερνητικές ολιγαρχίες και τα οποία
απαντούν με το να εξασθενίσουν με μη-βίαια μέσα και
έξυπνα τεχνάσματα τους αντιπάλους. Δρούν χειριστικά
«με την τέχνη της διαφθοράς». Η φυσική βία δεν χρει­
άζεται, δηλαδή, να ασκείται ευθέως από τους κυβερνώ­
82
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ντες, καθώς εκείνοι έχουν πολύ πιο αποτελεσματικούς
τρόπους να διαχειρίζονται τις αντιστάσεις. Οι τρόποι,
όμως, αυτοί δεν συνδέονται σύμφωνα με τον Pareto με
την ιδιότητα του ΚΜΒ να θεμελιώνει τη νομιμότητα σε
μη-βίαιες ρυθμίσεις. Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι ο θια­
σώτης του ιταλικού φασισμού Pareto ασκούσε κριτική
στην ιδέα του δημοκρατικού κράτους δικαίου και πί­
στευε κυνικά στην ικανότητα των ελίτ και των ειδικών
στην «τέχνη των υποκλίσεων» διοικητών, να χειραγω­
γούν τόσο τις υπάκουες μάζες, όσο και τις ομάδες που
τούς αντιτάσσονται.
Παρά την έμφαση του Pareto στις μη-βίαιες τεχνικές
χειρισμού, η βία και η ισχύς των στρατιωτικών και αστυ­
νομικών μέσων οφείλουν, κατά την άποψή του, να υπάρ­
χουν ως απειλή από την πλευρά των ισχυρών, καθώς
οι βασισμένες σε αφηρημένες αρχές του ανθρωπισμού ή
του κράτους δικαίου πολιτικές δεν είναι αποτελεσματι­
κές, διότι δείχνουν εμπιστοσύνη σε μάζες που δεν έχουν
την ικανότητα να αυτοκυβερνηθούν. Επίσης, ο εξανθρω­
πισμός του δικαίου και η δημοκρατικοποίηση αυξάνουν
την ανυπακοή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Pareto
(χ.χ. 174), «σοβαρότατη ψευδαίσθηση είναι εκείνη των
πολιτικών ανδρών, που πιστεύουν ότι μπορούν να αντι­
καταστήσουν τη χρήση της ένοπλης βίας με άοπλους νό­
μους», καθώς θεωρεί ότι «οι μάζες» δεν μπορούν να
χειραγωγηθούν με ανθρωπιστικές αξίες. Το ΚΜΒ, έτσι,
όπως και οι λοιποί κρατικοί μηχανισμοί γίνονται εύπλα­
στα εργαλεία στα χέρια των ολιγαρχιών για τη χειραγώ­
γηση των μαζών.
Από την ανάλυση ενός άλλου εκπροσώπου της θε­
ωρίας των ελίτ, του Michels, προκύπτει και πάλι ότι ο
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
83
έλεγχος του κράτους και των θεσμικών μέσων περνά
στα χέρια των ολιγαρχιών. Το ΚΜΒ, ως σύζευξη του
γραφειοκρατικού τρόπου οργάνωσης και της αξίωσης
στη νομιμότητα (εδώ των κρατικών ελίτ), έχει εκ των
πραγμάτων κοινωνικοποιηθεί, όχι ελλείψει διαφορετι­
κών ιδεολογιών, αλλά ελλείψει διαφορετικών τρόπων
οργάνωσης. Στην ανάλυσή του για τον «σιδηρούν νόμο
της ολιγαρχίας», ο Michels υποστηρίζει ότι το κράτος
διοικείται από κομματικές ολιγαρχίες, εξαιτίας μιας
σειράς τεχνικών και πρακτικών προβλημάτων εκπρο­
σώπησης και οργάνωσης των μαζικών κομμάτων, κα­
θώς αυτά είναι πλέον πολυάριθμα και πολυσχιδή και
χρειάζονται να λειτουργήσουν γραφειοκρατικά. Ξεκι­
νώντας από την αφετηρία ότι οι μαζικές ψηφοφορίες
δεν είναι εξίσου αποτελεσματικές με αυτές όπου συμ­
μετέχει μικρότερος αριθμός ανθρώπων, ο Michels (χ.χ.
178) θεωρεί ότι η αποτελεσματικότητα και η δημοκρα­
τική εκπροσώπηση παρεμποδίζονται από μιαν απολίτι­
κη οχλοκρατία:
«Πράξεις και λόγια ζυγίζονται λιγότερο από τον όχλο πα­
ρά από τα άτομα ή τις μικρότερες ομάδες που σχηματίζουν
τον όχλο. Αυτό είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο που υπεισ­
έρχεται στην παθολογία της μάζας. Το πλήθος εξαφανίζει
το άτομο και μαζί την προσωπικότητα και την αίσθηση της
ευθύνης του. (…) Οι κυρίαρχες μάζες είναι ανίκανες να πά­
ρουν από μόνες τους ακόμα και τις περισσότερο απαραί­
τητες αποφάσεις».
Εφόσον λοιπόν ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων δεν
επιτρέπει την άμεση συμμετοχή των μελών τους, γεννά­
84
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ται η ανάγκη της εκπροσώπησης και της τεχνικοποίησης
των διοικητικών μέσων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την
ιεραρχικοποίηση της οργάνωσης και την πολιτική ενδυ­
νάμωση μιας αρχηγικής ολιγαρχίας, η οποία κατέχει τις
τεχνικές και διοικητικές γνώσεις της οργάνωσης, καθώς
και τη συνεπαγόμενη αποδυνάμωση της κομματικής βά­
σης. Δεδομένου ότι τούς αποδίδεται η διεύθυνση, υπο­
στηρίζει ο Michels (χ.χ. 184), «οι αρχηγοί που αρχικά
είναι εκτελεστικά όργανα της γενικής θέλησης γίνονται
ανεξάρτητοι, χειραφετούμενοι από τη μάζα». Αντιστρέ­
φεται πλήρως η λογική της κομματικής οργάνωσης, η
βάση αποκόβεται από την ολιγαρχία και εκπαιδεύεται
να τήν υπακούει, σεβόμενη τις αξίες και τις αναγκαιό­
τητες που εκείνη θέτει και λειτουργώντας εξ ονόματος
της βάσης. Έτσι, για τον Michels όπως και για τον Mosca,
οι ολιγαρχίες «κυκλοφορούν», ανταγωνίζονται και εναλ­
λάσσονται στην αρχηγική διοίκηση, γεγονός που επιτάσ­
σουν οι τεχνικές δυσχέρειες της εκπροσώπησης, χωρίς να
αλλάζει ο διαχωρισμός κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
Το πρόβλημα της ολιγαρχικής οργάνωσης των κομμά­
των (αλλά και συνδικάτων, επαγγελματικών συνδέσμων,
εργατικών ενώσεων κτλ.) δεν λύνεται, σύμφωνα με τον
Michels (ό.π.), ούτε από τα αστικά ούτε από τα σοσια­
λιστικά κόμματα.
Έτσι, εύλογο είναι να μην υπάρχει στη θεωρία των
ελίτ μία άμεση θεώρηση για το ΚΜΒ, καθώς η ρυθμιστι­
κή-νομική του διάσταση δεν είναι στη θεωρία των ελίτ
κυρίαρχη, ούτε ως κανονιστική έννοια ούτε ως αφετη­
ρία κριτικής. Τουναντίον, αυτή η ευρύτερα κοινωνικο­
ποιητική διάσταση του ΚΜΒ αποδυναμώνεται, εν όψει
της σύμφυτης με τους μαζικούς, δημοκρατικούς θεσμούς
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
85
ολιγαρχικής οργάνωσης και της κάθε φορά διαφορετι­
κής θέλησης, τα ποικίλα συμφέροντα και την ετερογενή
δράση των ελίτ. Όπως υποστηρίζει ο Lenk (1982: 72), η
εποχή κατά την οποία άνθισαν αυτές οι «νεο-μακιαβε­
λικές» θεωρίες των ελίτ, στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν
είναι τυχαία. Οι θεωρίες των ελίτ καταγράφουν τον φό­
βο για την επερχόμενη «μαζική κοινωνία», με τις εκλο­
γικές μεταρρυθμίσεις, τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό,
την αύξηση της επαγγελματικής και της κοινωνικής κινη­
τικότητας, τη γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και τη
συσσώρευση της εξουσίας σε κρατικούς ή κομματικούς
αρχηγούς. Παρότι βασίζονται σε ηθικές και μεταφυσικές
πεποιθήσεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση, την ψυχο­
λογία της μάζας (π.χ. «η ανάγκη για ήρωες»), την ποι­
ότητα του αρχηγού (τις «έμφυτες» ικανότητες τού να
άρχει) κτλ., οι θεωρίες των ελίτ δεν αποτελούν, όπως
αναφέρει ο Lenk (ό.π.), «ένα υπόλειμμα του αριστοκρα­
τικού ή αυλικού τρόπου ζωής και τρόπου σκέψης, αλλά
μιαν ιδεολογική απάντηση στις απειλούμενες κοινωνι­
κές αλλαγές που ήταν συνέπεια της εκβιομηχάνισης».
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Lenk (1982: 79), η θεώρηση
του κράτους ως εργαλείου στα χέρια των πολιτικών και
κυβερνητικών ελίτ δεν είναι απλά κυνική, αλλά έχει τη
λειτουργία τού να δημιουργεί το πολιτικό υπόβαθρο της
υποταγής στην εξουσία:
«Ο απροκάλυπτος κυνισμός των θεωριών (των ελίτ) οδηγεί
σε ένα κλίμα απομυθοποίησης, που βλέπει σαν κίνητρο κά­
θε πολιτικής δραστηριότητας τον αγώνα για εξουσία, και
όχι π.χ. την προσπάθεια για σταθεροποίηση της εξουσίας
(…). Η πραγματικότητα της εξουσίας ανακηρύσσεται σε
86
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
φυσικό νόμο. Με το πνεύμα: ‘έτσι είναι τα πράγματα, εμείς
δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε’, οι θεωρητικοί αυτοί γί­
νονται πρόδρομοι ενός πολιτικού νεο-μακιαβελικού πραγ­
ματισμού, που αποδέχεται κάθε είδος εξουσίας, αρκεί να
υπόσχεται ησυχία, τάξη και ασφάλεια».
Οι θεωρίες των ελίτ παραμένουν δημοφιλείς και στις
πιο σύγχρονες παραλλαγές τους για τον απλοϊκό τρό­
πο με τον οποίο ερμηνεύουν το κράτος ως κέντρο εναλ­
λασσόμενων μειοψηφιών, που στηρίζονται στην εκμε­
τάλλευση μιας σειράς «μύθων», όπως το κοινό καλό, η
λαϊκή κυριαρχία κτλ., με στόχο την εξαπάτηση και χει­
ραγώγηση των μαζών. Το ΚΜΒ αντιμετωπίζεται εργα­
λειακά ως όργανο των εναλλασσόμενων ελίτ με στόχο
τη χειραγώγηση.
1.6. Norbert Elias: Η ιστορική συγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
«Κοινωνίες χωρίς σταθερό μονοπώλιο της βίας είναι
πάντα ταυτοχρόνως κοινωνίες, όπου ο καταμερισμός
των λειτουργιών είναι σχετικά ισχνός και οι αλυσίδες
των πράξεων, οι οποίες δένουν το άτομο, έχουν μικρό σχετικώς μήκος» (Elias τόμ. Β, 1997: 268).
Ο Elias, όπως και αργότερα ο Foucault (αν και από
διαφορετικές αφετηρίες και με πολύ διαφορετικά απο­
τελέσματα), επεδίωξε, με το σημαντικό για τη μελέτη
του ΚΜΒ έργο του «Η γέννηση του πολιτισμού» (1939),
να αποκλίνει από τον δομισμό τόσο της λειτουργιστικής-
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
87
συστημικής όσο και της αναγωγικής-μαρξιστικής μακρο­
ανάλυσης. Ο Elias άσκησε κριτική στη στατική προσέγ­
γιση για την κοινωνική μεταβολή του Parsons και στο θε­
ωρητικό του μοντέλο για τα κοινωνικά συστήματα. Αντι­
λήφθηκε ότι ο λειτουργισμός, στη μεθοδολογία του για
την εξέταση των κοινωνικών συστημάτων, κατασκεύασε
μιαν άγονη θεώρηση για τα ασαφώς οριζόμενα και πα­
γιωμένα «κοινωνικά συστήματα», πιστεύοντας ότι αυτά
χαρακτηρίζονται από αμετάβλητες δομές και έχουν μιαν
ενδογενή τάση για σταθερότητα και ισορροπία. Όταν αυ­
τή η ισορροπία διαταραχθεί, η κοινωνία, ύστερα από μια
φάση αδράνειας και ανομίας, εγκαθιστά ένα νέο, εξί­
σου συμπαγές και κλειστό με το προηγούμενο, κοινωνι­
κό σύστημα ισορροπίας. Παρομοιάζοντας το μοντέλο του
Parsons με ένα παιχνίδι με τραπουλόχαρτα, όπου κάθε
τύπος κοινωνίας αποτελεί ένα διαφορετικό συνδυασμό
των τραπουλόχαρτων (με τα τραπουλόχαρτα, όμως, αυ­
τά πάντοτε προκαθορισμένα σε αριθμό, όσο πολύμορφες
και αν είναι οι μοιρασιές), ο Elias απορρίπτει την έν­
νοια της κοινωνικής μεταβολής του Parsons, καθώς αυ­
τή εμφανίζεται ως μία «μεταβατική κατάσταση που πα­
ρεμβλήθηκε εξαιτίας κάποιων διαταραχών ανάμεσα σε
δύο φυσιολογικές καταστάσεις αμεταβλητότητας» (Elias
τόμ. Α, 1997: 21).
Σε αυτά τα πλαίσια, αναζητώντας να φωτίσει τις δυ­
ναμικές, τις μεταβολές και τις ρήξεις που συγκροτούν
αυτό που ονομάζει «διαδικασία του πολιτισμού», ο Elias
επεδίωξε να αποκαταστήσει αυτό το κυρίαρχο δομολει­
τουργιστικό σφάλμα, τη μετατροπή, δηλαδή, της κοινω­
νικής μεταβολής από διαδικασία σε κατάσταση. Επιπρό­
σθετα, συσχετίζοντας την ιστοριογράφηση και λεπτομε­
88
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρή παράθεση ιστορικών γεγονότων, σχετικά με τις καθη­
μερινές συνήθειες των ανθρώπων από το φεουδαρχικό
Μεσαίωνα και πέρα, με τους πολέμους και τις εντάσεις
που λάμβαναν χώρα στο επίπεδο της σταδιακής συγκε­
ντρoποίησης της εξουσίας στο κράτος και τον σχηματι­
σμό των μονοπωλίων, ο Elias επεδίωξε να υπερβεί τον
κατεστημένο στην κοινωνιολογία διαχωρισμό άτομο-κοι­
νωνία (Turner 2004: 249), καθώς και τη βεμπεριανή δι­
άκριση μεταξύ κοινωνικής και ατομικής δράσης, και έτσι
να κατασκευάσει τη δική του πρωτότυπη «κοινωνιογενε­
τική και ψυχογενετική θεώρηση» για το ΚΜΒ. Πρόκειται
για τη ρηξικέλευθη επιστημολογία μιας σύζευξης μακροκαι μικροκοινωνιολογικών μεγεθών.
Σύμφωνα με τον Elias (τόμ. Α, 1997: 64), «το ΚΜΒ
αποτελεί το κομβικό σημείο για ένα πλήθος κοινωνικών
διαπλοκών», το οποίο καθορίζει το «κοινωνικό και ψυ­
χικό έθος», καθώς και το είδος των κοινωνικών φόβων
και του άγχους μπροστά στον κρατικό έλεγχο. Αυτό το
«κομβικό σημείο των διαπλοκών», το ΚΜΒ, κρυστάλλω­
νε το τελικό αποτέλεσμα και την έκβαση των φεουδαρ­
χικών πολεμικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών για το
έδαφος και την εξουσία (Keane 2004: 59). Η διατήρησή
του, όμως, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ανάλογη διά­
πλαση των ατόμων. Έτσι, αν ο Weber όρισε και συζήτη­
σε το ΚΜΒ ως μέσο του κράτους, τον Elias ενδιαφέρουν
Σύμφωνα με τον Narr (2001: 5), «δεδομένου τού επί μα­
κρόν κυρίαρχου, μακροκοινωνιολογικού, ταξινομητικού και
αναλυτικά άτονου θολώματος του Talcott Parsons (…), και
επίσης σε αντίθεση με τους αναγωγικούς, άκαμπτους, με­
ρικώς δογματικούς Μαρξισμούς, ο Elias (…) διαβαζόταν
με τη διασκέδαση της συνεκτικής έκθεσης τόσο μακρο- όσο
και μικροκοινωνιολογικών μεγεθών».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
89
τα αποτελέσματα της διαδικασίας του σχηματισμού τού
ΚΜΒ στη διαμόρφωση της ατομικής συμπεριφοράς και
κατά την ψυχικοποίηση των κρατικών ελέγχων, απαγο­
ρεύσεων και οριοθετήσεων της δράσης:
«Ήδη ο Max Weber επεσήμανε, κατ’ αρχήν καθαρά σε επί­
πεδο ορισμού, πως στους θεμελιώδεις θεσμούς της κοινω­
νικής οργάνωσης, την οποία ονομάζουμε κράτος, συγκα­
ταλέγεται ένα μονοπώλιο στην άσκηση φυσικής βίας. Εδώ
επιχειρούμε να καταστήσουμε ορατό κάτι από εκείνες τις
συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες, οι οποίες, από την
εποχή εκείνη, όταν δηλαδή η άσκηση της φυσικής βίας ήταν
προνόμιο ενός πλήθους πολεμιστών σε συνθήκες ελεύθερου
ανταγωνισμού, ώθησαν βαθμηδόν σε τέτοια συγκεντροποί­
ηση και μονοπώληση της άσκησης φυσικής βίας και των ορ­
γάνων της» (ό.π.).
Το βασικό επιχείρημα του Elias είναι το εξής: Η ατο­
μική συμπεριφορά, τα κριτήρια της «σωστής», κοινωνι­
κά αποδεκτής ατομικής συμπεριφοράς και της «κοινω­
νικής κοσμιότητας» (civilité) είναι άρρηκτα συνδεδεμένα
με την ιστορική πορεία προς το ΚΜΒ κατά την εξέλιξη
από τη φεουδαρχική στην αστική κοινωνία και το νεω­
τερικό κράτος των δυτικών κοινωνιών. Σε αυτά τα πλαί­
σια, ο Elias δείχνει πως η συγκρουσιακή μετεξέλιξη θε­
σμών, όπως το δικαστήριο, η αστική οικογένεια και το
κράτος, διαμορφώνει τις ψυχολογικές δομές και τη βάση
των προσωπικοτήτων, τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις
διαθέσεις και την ανάπτυξη των «χαρακτήρων». Με αυ­
τήν την έννοια, η θεωρία του μπορεί να γίνει αντιληπτή,
όπως επισημαίνει ο Turner (2004: 249), ως «μία ιστο­
90
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρική ψυχαναλυτική ερμηνεία των συναισθημάτων βίας
εντός του κοινωνιολογικού παραδείγματος του σύγχρο­
νου κράτους».
Στην προσπάθεια να υπερβεί τη στένωση των μελε­
τών της κοινωνικής στατικής, αυτής που ονομάζει «κοι­
νωνιολογία των καταστάσεων» (Elias, τόμ. Α, 1997: 23),
ο Elias αντιμετωπίζει τις μεταβολές στους μηχανισμούς
της αυτοπειθάρχησης ως άμεσα καθοριζόμενες, ανά πά­
σα στιγμή τροποποιήσιμες, συνεχώς ρυθμιζόμενες, αλ­
λά εν τέλει κυριαρχούμενες από τον εξωτερικό κατανα­
γκασμό του ΚΜΒ. Ζήτημα του Elias είναι η εξέταση των
«εμπράγματων συναφειών» ανάμεσα στη μακροϊστορι­
κή μεταβολή των δομών ελέγχου του συναισθήματος και
του θυμικού και στην επίσης μακροϊστορική μεταβολή
των θεσμικών μορφωμάτων, «προς την κατεύθυνση ενός
υψηλότερου δείκτη διαφοροποίησης και ενοποίησης, π.χ.
προς μια διαφοροποίηση και διεύρυνση των δεσμών αλ­
ληλεξάρτησης και προς μιαν εδραίωση των ‘κρατικών
ελέγχων’» (ό.π.: 13). Κύριος άξονας της επιχειρηματολο­
γίας του είναι η ασυνείδητη, μη-οργανωμένη απόρροια
του αυξανόμενου κοινωνικού ανταγωνισμού, εκείνο που
περιγράφει ως την κοινωνική διαφοροποίηση των λειτουργιών που τελείται σταδιακά από την παρακμή της
φεουδαρχίας ώς τη νεωτερικότητα και κάνει αναγκαίο
το ΚΜΒ:
«Οι κοινωνικές λειτουργίες διαφοροποιούνται ολοένα και
περισσότερο υπό την πίεση ενός ισχυρού ανταγωνισμού.
Όσο περισσότερο διαφοροποιούνται, τόσο μεγαλώνει ο
αριθμός των λειτουργιών και άρα και των ανθρώπων από
τους οποίους εξαρτάται αδιαλείπτως κάθε άτομο (…). Οι
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
91
συμπεριφορές ολοένα και περισσότερων ανθρώπων πρέπει
να εναρμονισθούν και ο ιστός των δραστηριοτήτων πρέπει
να οργανωθεί με ολοένα μεγαλύτερη ακρίβεια και αυστη­
ρότητα, έτσι ώστε κάθε επί μέρους ενέργεια να εκπληρώνει
στο πλαίσιο αυτό την κοινωνική της λειτουργία. Το άτομο
εξαναγκάζεται να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του όλο και
πιο διαφορισμένα, ομοιόμορφα και σταθερά» (Elias, τόμ.
Β, 1997: 264).
Μία θέση που ο Elias επαναλαμβάνει συχνά είναι
ότι από την εποχή του φεουδαρχικού κατακερματισμού
ώς σήμερα οι αλλαγές που σημειώνονται «επιτελούνται
προς μιαν απολύτως ορισμένη κατεύθυνση (…), τη συσ­
σωμάτωση μιας μεγαλύτερης εξουσιαστικής δύναμης,
την κεντρική μονοπωλιακή αρχή ενός κρατικού οργανι­
σμού» (ό.π., τόμ. Β: 356, έμφαση ΜΜ). Γίνεται απαραί­
τητη η επικράτηση μιας συγκεκριμένης ηθικότητας που
θα περιλαμβάνει καθολικούς νόμους και θα διαμορφώνει
τις αντιλήψεις περί καθήκοντος, αποσπώντας τις ομάδες
από τα ειδικά τους συμφέροντα και εκπαιδεύοντάς τες
υπέρ εκείνων τού ενοποιητικού μηχανισμού του ΚΜΒ.
Καθώς η οικονομία μεταβάλλεται από «φυσική» σε κε­
φαλαιακή-χρηματική και καθώς απονεκρώνονται διαφο­
ρετικά διάσπαρτα ιδιωτικά, οικογενειακά και στρατιω­
τικά μονοπώλια, ξεκινάει ένας έκρυθμος ανταγωνισμός
για εξουσία και γίνεται η απαρχή των «περιορισμένων
μονοπωλίων», τα οποία οδηγούν με τη σειρά τους σε νέ­
ες εντάσεις και συγκρούσεις και στην ανάγκη συγκεντρο­
ποίησης (ό.π.: 173-174). Κατά την περίοδο των Νεώτερων
Χρόνων, ενώ η γη είναι το κύριο μέσο παραγωγής και
ο καταμερισμός εργασίας βασίζεται στην εκμετάλλευσή
92
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
της, και όχι στο χρήμα, δεν μπορεί ακόμα να συγκροτη­
θεί ένας κεντρικός φορέας που να μονοπωλεί τη φυσική
βία, και συνεπώς οι στρατιωτικές, δικαστικές και πειθαρ­
χικές εξουσίες δεν είναι, προφανώς, διακριτές, αλλά συ­
γκεντρώνονται όλες στον ίδιο φορέα, είτε αυτός είναι με­
γαλογαιοκτήμονας είτε αρχηγός κυβέρνησης (ό.π.).
Στα πλαίσια του φεουδαρχικού κατατμηματισμού
από τον 10ο ώς τον 13ο αιώνα στη Γαλλία, ο βασιλιάς
αποδυναμώνεται, καθώς οι ευγενείς του ζητούν ανταμοι­
βές για τις υπηρεσίες τους σε γη, ενώ παράλληλα οι γαι­
οκτήμονες, οι οποίοι κατείχαν στρατό ανεξάρτητο από
τον βασιλιά, δεν μπορούν να ελεγχθούν χωρίς κεντρική
εξουσία. Ο βασιλιάς αποτελεί έναν από τους πολλούς
ανταγωνιστές για υπεροχή και εξουσία σε μια πορεία
συγκρούσεων, η οποία καταλήγει σε μια βαθμιαία αύ­
ξηση της βασιλικής κατοχής γης και εξουσίας, με κορύ­
φωση την κεντρικοποίηση της εξουσίας στον βασιλιά ως
προσωποποίηση του Κυρίαρχου σε μιαν εδαφική περιο­
χή (Kössler 2003: 17). Οι αντιπαλότητες και η πολεμική
βία ανάμεσα στους κατόχους «περιορισμένων μονοπω­
λίων», όπως είναι οι διαφορετικές οικογένειες ιπποτών
και οι φεουδαλικοί στρατιωτικοί οίκοι κατά τον Μεσαί­
ωνα, και αργότερα οι οικονομικές επιχειρήσεις, οι μεγά­
λοι φεουδάρχες, οι χωροδεσποτείες κτλ. έχουν ως στόχο
τη συσσώρευση της δύναμης από την εκμετάλλευση νέων
οικονομικών και στρατιωτικών ευκαιριών. Η εκμετάλ­
λευση των ευκαιριών αυτών παρεμποδίζεται ακριβώς
από την πολυδιάσπαση των μονοπωλίων και την απου­
σία ενός συγκεντρωτικού μηχανισμού, όπως αργότερα
το ΚΜΒ (ό.π.: 179). Η περίοδος μετά το 1500 χαρακτη­
ρίζεται από μια ραγδαία αύξηση στα μεγέθη των στρα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
93
τών. Οι στρατοί αυτοί, όπως σημειώνει ο Keane (2004:
62), ανέπτυσσαν επεκτατική δράση, ανακόπτοντας τη
δυνατότητα των ατόμων να αυτοοργανωθούν σε μη-βίαι­
ες ενώσεις κτλ. Καθώς οι αντιπαλότητες, οι ταλαντεύσεις
και οι βεντέτες έχουν ως αποτέλεσμα τη διαρκώς εναλ­
λασσόμενη αύξηση και μείωση της ισχύος διαφορετικών
ομάδων και συνήθως την «καταστροφή και ταπείνωση
των ηττημένων», γενικεύεται η αστάθεια και διευρύνε­
ται μία «ατμόσφαιρα ενός όλο και λιγότερο σταθμίσιμου
και πιο ανασφαλούς βίου», μέχρις ότου, όπως αναφέρει
ο Elias (ό.π.: 178, έμφαση Elias), οι συνεχείς αυτές αντι­
παλότητες κάνουν βαθμηδόν αναγκαία τη μονοπώληση
της φυσικής βίας από ένα συγκεκριμένο φορέα:
«Οι αντιπαλότητες επιταχύνουν λίγο-πολύ –μέσα από μια
σειρά συρρικνώσεων και επεκτάσεων, ανόδων και πτώσε­
ων, εκπληρώσεων και διαψεύσεων ενός νοήματος– την εξέ­
λιξη προς μια νέα κοινωνική τάξη, προς μια μονοπωλιακή
τάξη, την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν επεδί­
ωξε ή δεν προέβλεψε, και η οποία αντικαθιστά τον ελεύθερο μονοπωλίων συναγωνισμό, φέροντας στο προσκήνιο ένα
συναγωνισμό δεσμευμένο από μονοπώλια».
Η αδιάλειπτη «κοινωνική διαφοροποίηση των λειτουρ­
γιών» ωθεί τα άτομα στην υιοθέτηση κανόνων συμπερι­
φοράς και μηχανισμών αυτοελέγχου ήδη από τα νηπια­
κά τους χρόνια, με σκοπό την προσαρμογή στις ετερό­
μορφες λειτουργίες και στον ιστό των οικονομικο-κοινω­
νικών δραστηριοτήτων, ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο
ευρύς και σύνθετος (ό.π.). Στη βάση αυτού του επιχει­
ρήματος περί διαφοροποίησης των λειτουργιών, η απάμ­
94
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
βλυνση των παθών, η απαγόρευση της διατομικής βιαιο­
πραγίας και της αυτοδικίας καθώς και η «ρύθμιση των
ψυχόρμητων» (Triebregulierung) αντανακλούν, σύμφωνα
με τον Elias, μιαν ευθεία σχέση ανάμεσα στην «ψυχογέ­
νεση των ατόμων» της νεωτερικότητας και την «κοινω­
νιογένεση του κράτους». Εντός αυτού του ερευνητικού
εγχειρήματος, ο Elias ερμηνεύει το ΚΜΒ από την πλευ­
ρά της διαμόρφωσης της ατομικής συμπεριφοράς μέσα
σε μια συγκεκριμένη ιστορική πορεία «της εξέλιξης του
πολιτισμού», παρόλο που η ίδια η έννοια του «πολιτι­
σμού» δεν συστηματοποιείται ιδιαίτερα. Αυτή η έλλειψη
ανάλυσης αλλά και κριτικής απέναντι στην έννοια του
πολιτισμού σχετίζεται με την εξής εννοιολόγηση του πο­
λιτισμού:
Ο Elias διαχωρίζει μεταξύ κουλτούρας (Kultur) και
πολιτισμού (Zivilisation). Ο πολιτισμός αποτελεί δια­
δικασία (Prozess) ή και αποτέλεσμα μιας διαδικασίας
«για ό,τι είναι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους», ενώ
η κουλτούρα, εθνολογικά, «τονίζει τις εθνικές διαφορές,
την ιδιαιτερότητα των ομάδων» (ό.π., τόμ. Α: 73). Ο πο­
λιτισμός δεν αποτελεί μιαν εξιδανικευμένη έννοια, αλ­
λά ούτε και αντικείμενο κριτικής. Περισσότερο αποτε­
λεί ένα απρόβλεπτο προϊόν της εποχής που περιγράφει
και της οποίας φέρει τα χαρακτηριστικά και καθορίζει
διαρκώς τις μεταβολές. Ο πολιτισμός, σύμφωνα με τον
Elias (ό.π.: 264), «δεν είναι ούτε έλλογος, ούτε άλογος»,
ενώ ταυτόχρονα «τίθεται σε κίνηση και παραμένει σε
κίνηση μέσω της ιδιάζουσας δυναμικής ενός πλέγματος
σχέσεων, μέσω ειδοποιών αλλαγών του τρόπου με τον
οποίο επιβάλλεται να συμβιώσουν οι άνθρωποι». Η γέν­
νηση του πολιτισμού, της «αυτοσυνειδησίας της Δύσης»
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
95
(ό.π.: 72), είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα μιας ιστορικά
μακράς, και κάθε άλλο παρά αναίμακτης και ειρηνικής
δια­δικασίας για τη ρύθμιση της ατομικής συμπεριφοράς,
όπου, φροϋδικά, το ατομικό «Εγώ» αφομοιώνεται εντός
της νέας «θυμικής οικονομίας» που σχηματίζει το κοινω­
νικό «Υπερεγώ» του πολιτισμού.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Elias (ibid: 261), αυτή η δια­
δικασία κάθε άλλο παρά «έλλογη» είναι. Η σχέση ανά­
μεσα «στον πολιτισμό, την οργάνωση της κοινωνίας υπό
μορφή κρατών και τη μονοπώληση και συγκεντροποίη­
ση των φόρων και της άσκησης φυσικής βίας» (ό.π.) δεν
σχετίζεται, κατά τον Elias, ούτε με τις πράξεις μεμονω­
μένων ατόμων και τον «ατομικό σχεδιασμό», ούτε με
κάποια νομοτέλεια της «φύσης», ούτε με τη νομοτέλεια
του υπερπροσωπικού «πνεύματος». Αυτή η «μη-έλλο­
γη», απροσχεδίαστη, συγκρουσιακή εξέλιξη, οι μεταβο­
λές της εξουσίας και ο σχηματισμός του ΚΜΒ κατά την
πορεία που περιγράφει ο Elias λειτουργούν στα πλαίσια
μιας ασταθούς, ασυνεχούς και βίαιης διαπλοκής μεταξύ
των βλέψεων των ανθρώπων.
Ο «πολιτισμός» της νεωτερικότητας συνίσταται σε
ένα σύνολο απαγορεύσεων και «ελέγχου των παρορμή­
Όπως αναφέρει ο Elias (ό.π.: 262), «σχέδια και πράξεις,
συναισθηματικές και έλλογες αντιδράσεις των μεμονωμέ­
νων ανθρώπων συνυφαίνονται διαρκώς, με φιλικό ή εχθρικό
τρόπο. Αυτή η θεμελιώδης διαπλοκή των επί μέρους ανθρώ­
πινων σχεδίων και πράξεων μπορεί να προκαλέσει αλλαγές
και να δημιουργήσει μορφώματα, τα οποία δεν σχεδίασε
και δεν δημιούργησε κανένας μεμονωμένος άνθρωπος. Από
εκεί, από την αμοιβαία εξάρτηση των ανθρώπων, γεννιέται
μία απολύτως ιδιάζουσα τάξη, η οποία έχει πιο εξαναγκα­
στικό και πιο έντονο χαρακτήρα απ’ ό,τι η βούληση μεμο­
νωμένων ανθρώπων που την διαμορφώνουν».
96
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σεων και του θυμικού» (Affektkontrolle) των ατόμων,
μέσα από τη δημιουργία μιας σειράς κοινωνικών συμ­
βάσεων, οι οποίες αρχίζουν και γίνονται ολοένα και πιο
απαραίτητες. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι
συμβάσεις απαραίτητες είναι ότι η κεντρικοποίηση της
εξουσίας και ο βαθμιαίος σχηματισμός κρατικών μονο­
πωλίων αφαιρούν κλιμακωτά ένα μεγάλο μέρος εξουσί­
ας από την κοινωνία. Η κοινωνία δεν αυτοοργανώνεται,
δεν εκτονώνεται, δεν εκφράζει αυθόρμητα τις ορμές και
το θυμικό της με τρόπους έξω από αυτούς που ορίζει
και επιτρέπει το κράτος και το θεσμικό οπλοστάσιο του
ΚΜΒ, ενώ σταδιακά, υποτασσόμενη στις επιταγές των
κρατικών μονοπωλίων, γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, δια­
φορική και ετερόμορφη.
Για την τήρηση των κοινωνικών συμβάσεων συγκρο­
τείται σταδιακά ο θεσμός του δικαστηρίου και της αστυ­
νομίας. Η αστυνόμευση και η δημιουργία «θεσμών μο­
νοπώλησης της σωματικής βίας» βασίζονται στην εσωτε­
ρίκευση από την πλευρά των ατόμων των κανόνων του
ΚΜΒ. Ενώ σταθεροποιείται μέσω του ΚΜΒ ένας μηχα­
νισμός «σωματικού αυτοελέγχου» του ατόμου, αντικα­
θίσταται σταδιακά η άσκηση άλλων μορφών βίας, π.χ.
αρχικά της άσκησης στρατιωτικής, σωματικής βίας για
τη λειτουργία των «φυσικών οικονομιών». Η εγκαθίδρυ­
ση του ΚΜΒ καθιστά δυνατή την ανάπτυξη του αντα­
γωνιστικού καπιταλισμού και τη ρυθμισμένη οικονομία,
όπου η φυσική βία παύει πλέον να ασκείται στη σφαί­
ρα της παραγωγής και θεσμοποιείται ως εξω-οικονομική
και νομικά κατοχυρωμένη. Ο Elias (ό.π.: 175) περιγράφει
τη διαδικασία της μετατόπισης της βίας στο πολιτικόκοινωνικό πεδίο ως εξής:
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
97
«Μόνον όταν ο καταμερισμός των λειτουργιών έχει προ­
χωρήσει πολύ, μόνον όταν έχει διαμορφωθεί ως αποτέ­
λεσμα μακρών αγώνων μία εξειδικευμένη διοίκηση των
μονοπωλίων, η οποία διαχειρίζεται τις εξουσιαστικές λει­
τουργίες ως κοινωνική ιδιοκτησία, μόνον όταν υφίσταται
ένα συγκεντροποιημένο και δημόσιο μονοπώλιο της βίας
σε μεγαλύτερες εδαφικές ζώνες, μόνον τότε ο ανταγωνι­
σμός γύρω από τα μέσα κατανάλωσης και παραγωγής εί­
ναι δυνατόν να διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό χωρίς τη δι­
αμεσολάβηση της φυσικής βίας, και τότε μόνον υφίσταται
στην καθαρή έννοια του όρου το είδος εκείνο της οικο­
νομίας, καθώς και εκείνο το είδος του συναγωνισμού, τα
οποία εμείς είθισται να ονομάζουμε ‘οικονομία’ και ‘συ­
ναγωνισμό’».
Μέσα από τη διαρκή απειλή, τα άτομα ωθούνται στην
αυτοπειθάρχηση και την προσαρμογή των συνηθειών, της
καθημερινότητας, της διαχείρισης των μεταξύ τους σχέ­
σεων ή συγκρούσεων και των επιθυμιών τους στις ταγές
του ΚΜΒ. Αυτή η προσαρμογή στο ΚΜΒ είναι αποτέλε­
σμα μιας σειράς συγκρούσεων και διαπλοκών, των οποί­
ων η λύση απαιτούσε τη δημιουργία εκείνου που ο Elias
ονομάζει «ειρηνευμένους χώρους». Η ανάγκη για ειρη­
νευμένους χώρους, εντός των οποίων θα λάμβανε χώ­
ρα ένας σύνθετος καταμερισμός των λειτουργιών, οδηγεί
σε μιαν αλληλεξάρτηση των κοινωνικών μελών, η οποία
με τη σειρά της, για να παραχθεί και να διαφυλαχθεί
ως ενότητα, κάνει απαραίτητη την κοινωνική αποδοχή
του ΚΜΒ. Οι όψεις της πειθάρχησης, όπως σημειώνει ο
Elias (ό.π.: 268), απαιτούν την ψυχικοποίηση των κατα­
ναγκασμών του ΚΜΒ, το οποίο εγκαθιδρύει ένα κοινω­
98
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νικό αντανακλαστικό για την τιθάσευση των ατομικών
ενστίκτων, παθών, κτλ.:
«Χαλιναγώγηση των αυθόρμητων αναβρασμών, ανάσχεση
των παθών, διεύρυνση του διανοητικού πεδίου πέρα από
το παρόν, προς την κατεύθυνση της αλυσίδας των παρελθό­
ντων αιτιών και των μελλουσών συνεπειών: πρόκειται για
διαφορετικές όψεις της ίδιας αλλαγής της συμπεριφοράς,
εκείνης ακριβώς η οποία επιτελείται κατ’ ανάγκην ταυτό­
χρονα με τη μονοπώληση της φυσικής βίας».
Έτσι, σταθεροποιείται, όπως το διατυπώνει ο Elias
(ό.π.: 263), «ένα συγκεκριμένο ψυχικό έθος, (…), το προ­
σωρινό αποτέλεσμα της ‘πολιτισμένης’ συμπεριφοράς
και ευαισθησίας», το οποίο εκκολάπτει και κοινωνικο­
ποιεί τις ειδικές κοινωνικές σχέσεις εξουσίας του ΚΜΒ.
Το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του αυτοελέγχου και της
προσαρμογής στο ΚΜΒ έχει ως συνέπεια αφενός την ει­
ρήνευση των κοινωνικών ομάδων και την αποφυγή της
μεταξύ τους βίας, αφετέρου τη «μείωση του θυμικού»
και την αθυμία, η οποία αναπληρώνεται από διάφορα
κοινωνικά φαντασιακά, συναισθηματικά σύμβολα και
συλλογικές τελετουργίες. Στην καθημερινή ζωή, οι δι­
ατομικές σχέσεις στηρίζονται σε ένα κοινώς επιβαλλό­
μενο εκπολιτισμό των τρόπων συμπεριφοράς, των κινή­
σεων του σώματος, ομιλίας, στάσης του σώματος κτλ.,
όπως έγινε σταδιακά κατά τη μετάβαση από τη μεσαι­
ωνική φεουδαρχία στη νεωτερικότητα, λ.χ. με τη μορφή
της «μετάθεσης του ορίου της αιδούς και της αποστρο­
φής», π.χ. κατά το φαγητό (στις συνήθειες και χειρονο­
μίες στο τραπέζι, τη βρώση του κρέατος, τη χρήση του
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
99
μαχαιριού κ.ά.), τη συμπεριφορά στον κοιτώνα και στον
ύπνο, τις αντιλήψεις για τον ρουχισμό και την καθαρι­
ότητα, τις μεταβολές των «καλών τρόπων» και των τα­
μπού, τις μεταβολές στην επιθετική διάθεση στις σχέσεις
ανάμεσα στα δυο φύλα, στην οικονομία της ηδονής, στη
διαχείριση του φόβου κ.ά. (ό.π., τόμ. Α: 210-281).
Οι κριτικές στο έργο του Elias εκκινούν από διαφο­
ρετικές αφετηρίες. Το ιστορικό πεδίο, το οποίο ο Elias
μελετά, για να αναδείξει τη διαμόρφωση του ΚΜΒ ως
αποφασιστικού παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφο­
ράς, είναι ιδιαίτερα ευρύ και η συστηματοποίηση και ερ­
μηνεία του πεδίου αυτού, από το Μεσαίωνα, στις απαρ­
χές της πρώιμης νεωτερικότητας ώς το αστικό κράτος,
έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής συζήτησης από την
ιστορική κοινωνιολογία. Από την πλευρά της σύγκρισης
των ιστορικών κοινωνιολογιών των Weber και Elias που
επιχειρεί ο Turner, η κύρια ομοιότητα των έργων τους
έγκειται στην ερμηνευτική καταγραφή μιας κοινής ιστο­
ρικής διαδικασίας: τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στο
αστικό κράτος («ορθολογικοποίηση» στον Weber και
«πολιτισμός» στον Elias), καθώς και στην αφομοίωση
από τον Elias του βεμπεριανού ιδεότυπου του ΚΜΒ. Η
κρίσιμη διαφορά είναι πως ο Elias, σε αντίθεση με τον
Weber και τον Parsons, ανέπτυξε μια «συμπεριφορική
επιστημολογία του ατόμου» (Turner 2004: 247). Σε αυ­
τά τα πλαίσια, η σύγκριση του Turner (2004: 250) οδη­
γεί σε τρείς βασικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ενώ η εξέλι­
ξη των θρησκευτικών θεσμών εμφανίζεται κεντρική στην
ιστορική κοινωνιολογία του Weber, ο Elias δεν μελετά
τον ρόλο της θρησκείας στον έλεγχο της διατομικής βίας,
χωρίς όμως τούτο να σημαίνει πως όσα περιγράφει αντι­
100
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κρούονται από την εξέλιξη αυτών των θρησκευτικών θε­
σμών. Δεύτερον, στην υποτίμηση από τον Elias της επί­
δρασης της τεχνολογίας στις διαπροσωπικές νόρμες, κα­
θώς και του ρόλου της ανάπτυξης της στρατιωτικής τε­
χνολογίας. Τρίτον, στο γεγονός ότι εκτός από το σπορα­
δικό του ενδιαφέρον για την Αφρική, η προσέγγιση του
Elias αφορά τις εξελίξεις και μεταβολές κυρίως των Ευ­
ρωπαϊκών κοινωνιών.
Η κριτική του Narr (2001:6-8) στην προσέγγιση του
Elias στρέφεται σε μια διαφορετική και πιο ενδιαφέ­
ρουσα κατεύθυνση. Από την πλευρά της «συστηματικής
του κράτους» (staatssystematisch), στον βαθμό που η βία
του κράτους διαπραγματεύεται στη βάση τής πετυχημέ­
νης μονοπώλησής της, αυτή η βία προωθείται σε μεγάλο
βαθμό ως αναπόφευκτη και ακίνδυνη. Το ΚΜΒ που περι­
γράφει ο Elias, υποστηρίζει ο Narr, εμπίπτει σε ένα οξύ­
μωρο σχήμα: Το ΚΜΒ συνίσταται σε μια «μη-βίαιη βία»
και υπόκειται, ταυτόχρονα, σε μια ποιοτική μετάβαση:
«μετατρέπεται από κρατικό καταναγκασμό σε κατανα­
γκασμό από τα πράγματα» (ό.π.: 7). Επίσης, συνεχίζει ο
Narr (ό.π.), στον βαθμό που το ΚΜΒ εγκαθίσταται και
παγιώνεται, κόβονται στο έργο του Elias οι ομφάλιοι λώ­
ροι με όλες τις δυναμικές εξουσίας που τό δημιούργη­
σαν και που ενδεχομένως τό απειλούν. Αυτός είναι και ο
λόγος, για τον οποίο η έννοια του πολιτισμού στον Elias
έχει, κατά τον Narr (ό.π.), τον χαρακτήρα της «αντι-έν­
νοιας», καθώς αντιμετωπίζεται σαν «η ισχύς τού να μην
έχει σχέση με τη γένεσή του».
Αφού το ΚΜΒ έχει τον χαρακτήρα μιας εξημέρωσης
ατόμων, ομάδων και κοινωνιών, ο «πολιτισμός» εμφα­
νίζεται πλέον ως ένα χειραφετημένο από τη βία, ιστο­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
101
ρικό μόρφωμα. Με αυτή την έννοια, το Ολοκαύτωμα ή
η βία των «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» μπορεί να
ειδωθεί ως ένας ακόμα εκπολιτιστικός μηχανισμός και
καθήκον, ενώ οι πόλεμοι μεταξύ κρατών ή οι εμφύλιοι
πόλεμοι και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του κράτους
δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στην έννοια του πο­
λιτισμού (ό.π.: 10). Η έννοια του πολιτισμού αποτελεί
πρότυπο της δυτικής κοινωνίας, ενώ άλλες κουλτούρες
ή μορφές κοινωνίωσης αποκλείονται από αυτόν. Αυτή η
ευρωκεντρική προσέγγιση του Elias ενδυναμώνει, σύμ­
φωνα με τον Narr (ό.π.), «το καμουφλάζ της κρατικής
βίας στη διαδικασία εκπολιτισμού» και αντιμετωπίζει
τους διασπαστικούς τού ΚΜΒ πολέμους και τους ιμπε­
ριαλισμούς, σαν να επρόκειτο για απλές παραβιάσεις
και αναπόφευκτα κακώς κείμενα εκτός του πραγματι­
κού πολιτισμού.
Επίσης, παρότι, το ΚΜΒ αποτελεί κεντρικό και επα­
ναλαμβανόμενο θέμα στο έργο του Elias, η τιθάσευση
της διατομικής και δια-ομαδικής βίας δικαιολογείται σε
τελική ανάλυση ως ένα κοινωνικά αναγκαίο προϊόν του
συγκεκριμένου εκείνου «πολιτισμού», ο οποίος κλήθηκε
να ρυθμίσει τη συνθετότητα των κοινωνικών λειτουρ­γιών
στη νεωτερικότητα. Με άλλα λόγια, παρά την ιστορική
ερμηνεία των συγκρούσεων και των πολέμων, ο Elias δεν
αναλύει την κρατική βία σαν οριστικά δομικό κομμάτι
αυτού του πολιτισμού, αλλά μάλλον σαν την τελική, πα­
γιωμένη μορφή του, σαν την αναπόδραστη κατεύθυνση
που πήρε για λειτουργικούς λόγους η ανθρώπινη ιστο­
ρία. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Narr (ό.π.: 8, έμφαση
Narr), η «απο-προβληματοποίηση του κράτους ως οργα­
νισμού βίας» έχει μια παλιά ιστορία, ξεκινώντας από τη
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
102
νομιμοποίηση της συνταγματικής υπόστασης του κρά­
τους και τη στέψη της κρατικής βίας ως νόμιμης. Αυτός
είναι και ο λόγος, για τον οποίο ο Elias, όπως και άλ­
λοι, επιδιώκει ιστορικά ερείσματα και ενδείξεις για να
αντικειμενικοποιήσει και να δικαιολογήσει τον πολιτι­
σμό του ΚΜΒ, ως την παγίωση μιας μη-αναστρέψιμης
ιστορικής πορείας από τη βία μεταξύ ανθρώπων στη βία
του κράτους:
«Στα πλαίσια της φιλελεύθερης συζήτησης για το συνταγ­
ματικό κράτος, το κράτος ως οργανισμός βίας απο-προ­
βληματοποιήθηκε από την αρχή και ώς σήμερα. Η νόμιμη
βία ‘σταματά’ στο κράτος (…): Η βία του κράτους παρα­
μερίζεται και γίνεται νόμιμη βία, η οποία σχεδόν δεν είναι
βία, και ως τέτοια διατηρείται. Έτσι καθίσταται για τον
Norbert Elias δυνατό να περιγράψει την ιστορική εξέλιξη
της συγκέντρωσης της βίας στο κράτος (ΚΜΒ) μέσα από
την αυτοπειθάρχηση των ατόμων, σχεδόν σαν μια ‘καθα­
ρή’ πρόοδο του ανθρωπισμού, χωρίς καμία αναφορά στις
διαρκείς παράλληλες ζημίες αυτής της διαδικασίας» (ό.π.:
8, έμφαση Narr).
Η έννοια του πολιτισμού στο έργο του Elias είναι
προβληματική, και όχι μόνον επειδή αυτός δεν ορίζεται
επαρκώς, αλλά κυρίως επειδή σε αυτόν τον επιλεγμέ­
νο πολιτισμό καταλήγουν σε τελική ανάλυση να ανάγο­
νται όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί των καταναγκασμών του
ΚΜΒ και των συνεπαγόμενων φυσικοποιήσεων της κρα­
τικής κυριαρχίας. Ενώ ο Foucault κατανοεί τη διαδικα­
σία ψυχικοποίησης ως πειθάρχηση και κατασκευή των
υποκειμένων και συζητά ένα ευρύ πλέγμα δράσεων από
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
103
την πλευρά των σχέσεων εξουσίας, ο Elias ουδετεροποιεί
αυτή τη διαδικασία, συζητώντας το ΚΜΒ ενός σταδιακά
διαμορφωμένου πολιτισμού ως κοινωνική αναγκαιότητα
λόγω αλληλεξάρτησης των ατόμων.
Η ιστορικο-κοινωνιολογική συνεισφορά του Elias έγκει­
ται –εκτός από τον τρόπο με τον οποίο συνδύασε τις δο­
μικές λειτουργίες με τις συγκρουσιακές μεταβολές– στο
ότι εντόπισε την ιστορικά καθορισμένη σχέση ανάμεσα
στους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης και ενστικτοποίη­
σης των κοινωνικών αναγκών (από τα παιδικά στα ενή­
λικα χρόνια) και το ΚΜΒ (Kössler 2003: 16). Ταυτόχρο­
να και αναγκαία, η ατομική κοινωνικοποίηση αποτέλεσε
και κοινωνικοποίηση του ΚΜΒ (και αντίστροφα). Η κύ­
ρια θέση που διατυπώνει ο Elias είναι ότι όσο πιο διαφο­
ροποιημένες είναι οι βασικές μορφές κοινωνικοποίησης,
τόσο περισσότερο μακρομεγέθη, όπως το κράτος και το
ΚΜΒ, καθορίζουν τον τρόπο, με τον οποίο παιδαγωγεί­
ται το κοινωνικό habitus των ατόμων, μια θέση που, σύμ­
φωνα με τον Narr (ό.π.: 14), ισχύει ιδιαίτερα στη «διαμε­
σολαβημένη από το κράτος και τον καπιταλισμό κοινω­
νία». Όσο εντείνεται ο ανταγωνισμός για διεύρυνση της
εξουσίας ομάδων και φορέων και για αξιοποίηση ευκαι­
ριών και πόρων, τόσο το ΚΜΒ προάγεται ως κοινωνικά
απαραίτητο. Όσο περισσότερο διευρύνεται η διαδικασία
τού κρατικά επικαθορισμένου πολιτισμού, όσο περισσό­
τερο το κράτος θέτει με πετυχημένο τρόπο κριτήρια ει­
ρήνευσης και κοινωνικής συνοχής, τόσο περισσότερο τα
άτομα ενστικτοποιούν το ΚΜΒ και την υπακοή απέναντι
στην κρατική βία ως κοινωνικά αυτονόητα.
Εκείνο που είναι κρίσιμο για την παρούσα μελέτη και
προκύπτει από τη θεώρηση του Elias είναι η ανάδει­
104
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ξη του ΚΜΒ ως ενός μακροϊστορικού μορφώματος εξου­
σίας, που είναι αποτέλεσμα δυναμικών σχέσεων εξουσί­
ας. To ΚΜΒ δεν είναι δηλαδή απλά η συνταγματική κα­
τοχύρωση της υπόστασής του, ή ένα σύνολο τεχνικών τού
κράτους, που τού χρειάστηκαν για να επιβληθεί παροδι­
κά, ή ένας μετρήσιμος δείκτης δράσεων που αυξάνεται
ή μειώνεται ανάλογα με τον βαθμό φιλελευθεροποίησης
του κράτους ή τις δράσεις μιας σειράς πολιτικών και οι­
κονομικών κρατικών προτεραιοτήτων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Heuer (2006:
112), με αφετηρία την προσέγγιση του Elias, θεωρεί ότι
η ανάλυση της εξέλιξης των κατασταλτικών μηχανισμών
του κράτους αλλά και της βίας στην κοινωνία είναι απο­
λύτως συναρτημένη με τις μακροϊστορικές μετεξελίξεις
ενός διαρκώς αναπαραγόμενου και μεταλλασσόμενου
ΚΜΒ και, άρα, δεν έχει νόημα «απλά να συγκρίνουμε τα
στατιστικά ποσοστά της βίας με αυτά της προηγούμενης
χρονιάς». Στη νεωτερικότητα, σε αυτό που ο Elias χαρα­
κτηρίζει διαδικασία πολιτισμού, δεν επαναδιοργανώνε­
ται απλώς η κοινωνική βία, αλλά αλλάζει ριζικά, και ως
τέτοιο σταθεροποιείται όλο το πλαίσιο αναφοράς, εντός
του οποίου η βία λαμβάνει χώρα, τιμωρείται, εμποδίζε­
ται και αξιολογείται (Krössler 2003: 18). Με άλλα λόγια,
όπως προκύπτει από το έργο του Elias, το ΚΜΒ είναι
αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας αιώνων,
όπου η άσκηση βίας απο-ιδιωτικοποιείται ή επανα-ιδι­
ωτικοποιείται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, χω­
ρίς να εξουδετερώνεται η κυρίαρχη δομή του κράτους, η
οποία συνίσταται στο ΚΜΒ, και χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι οι διαφορετικές κάθε φορά κοινωνικές «ειρηνεύσεις»
ευνοούν όλα τα μέρη της κοινωνίας (ό.π.: 15).
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
105
Σε αυτά τα πλαίσια, όπως αναφέρει ο Heuer (2002:
112) το ΚΜΒ, «οπωσδήποτε δεν έχει ακόμα φτάσει την
τελευταία βαθμίδα εξέλιξής του» (ό.π.). Αυτή η διαπί­
στωση, όπως προκύπτει από το έργο του Elias, είναι ιδι­
αίτερα κρίσιμη για τις θεωρήσεις που σπεύδουν να συ­
μπεράνουν την αποδυνάμωση του ΚΜΒ εξαιτίας της ιδι­
ωτικοποίησης και διεθνοποίησης αρμοδιοτήτων ελέγχου,
επιτήρησης και ασφάλειας, οι οποίες, ακόμα και όταν
δεν ασκούνται απευθείας από το κράτος, ασκούνται με
τη συμμετοχή και επικύρωσή του και δεν αντικαθιστούν
το μακροϊστορικό προϊόν του ΚΜΒ.
1.7. Η μαρξιστική θεώρηση του κρατικού μονοπωλίου
της βίας
«Το κράτος, που είναι το κράτος της κυρίαρχης τάξης, δεν ανήκει ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιω­
τικό τομέα, αποτελεί αντίθετα προϋπόθεση κάθε
διά­κρισης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού»
(Althusser 1994: 84).
Οι μη ταξικές αναλύσεις του κράτους (από την πολι­
τειολογία των τριών στοιχείων μέχρι τον βεμπεριανό ή μη
φιλελευθερισμό και τον ινστιτιουσιοναλισμό), ακόμα και
όταν δεν είναι απροκάλυπτες στον τρόπο με τον οποίο
λειτουργούν απολογητικά της συνταγματικής γλώσσας
του κράτους και των ταξικών αστικών της αντανακλά­
σεων στη βάση καλά εμπεδωμένων, αλλά αφηρημένων
αρχών ισονομίας και πολιτειότητας, παραβλέπουν μιαν
από τις πιο θεμελιακές λειτουργίες του κράτους. Παρα­
106
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
βλέπουν, δηλαδή, τη στρατηγική θεσμοποίηση της άνι­
σης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας ανάμεσα σε δι­
αφορετικές κοινωνικές τάξεις, καθώς και τον αποκλει­
σμό των αξιώσεων μιας σειράς κοινωνικών ομάδων στη
βάση (κυρίως) του ταξικού τους προσδιορισμού από ένα
σύστημα πολιτικών σχέσεων, που το κράτος παρουσιά­
ζει ως υπερταξικό και ως κοινά αποδεκτό. Το ζήτημα
του ταξικού χαρακτήρα του κράτους και ο ρόλος του
στην αναπαραγωγή της ταξικής κοινωνίας του καπιτα­
λισμού έχουν τεθεί και συζητηθεί από μια σειρά μαρ­
ξιστικών ρευμάτων. Παρόλο που το ΚΜΒ δεν αποτελεί
αφετηρία της θεωρίας του καπιταλιστικού κράτους στον
Μαρξισμό, οι αναλύσεις των Althusser και Πουλαντζά,
οι οποίες εξετάζονται συνοπτικά εδώ, ενσωματώνουν με
διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα του κρατικού κατανα­
γκασμού, της μονοπώλησης της βίας και της καταστολής
στην ταξική θεωρία του κράτους.
Ο Althusser εισήγαγε την έννοια της ιδεολογίας ως
αναπαραγωγικού όρου των καπιταλιστικών σχέσεων
εξουσίας και εξέτασε το κράτος στη βάση των ιδεολο­
γικών του μηχανισμών. Στην προσέγγισή του διαχωρί­
ζει μεταξύ «κρατικής εξουσίας» και «μηχανισμού του
κράτους» (1994: 89). Ο καταναγκαστικός μηχανισμός
του κράτους περιγράφεται με ευρύ τρόπο και είναι αυ­
τός που «πετυχαίνει με βία (από την πιο στυγνή φυσι­
κή καταπίεση, μέχρι τις απλές διοικητικές πράξεις, την
ανοιχτή ή συγκαλυμμένη λογοκρισία κτλ.) να δημιουρ­
γεί τις πολιτικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία των
ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους». Το κράτος για
τον Althusser βασίζεται στην οργανική σύζευξη του κα­
ταναγκαστικού μηχανισμού του κράτους (της «προστα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
107
τευτικής ασπίδας») με τους ιδεολογικούς του μηχανι­
σμούς, με σκοπό «την αναπαραγωγή των σχέσεων πα­
ραγωγής» (ό.π.). Περαιτέρω, στον μηχανισμό του κρά­
τους εντάσσονται από τη μια ο «καταπιεστικός μηχα­
νισμός», ο οποίος «λειτουργεί με βία» και περιλαμβά­
νει «την κυβέρνηση, τη διοίκηση, τον στρατό, την αστυ­
νομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές κτλ.», και απ’ την
άλλη οι «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στους
οποίους εντάσσει τους «θρησκευτικούς, σχολικούς, οι­
κογενειακούς, νομικούς, πολιτικούς, συνδικαλιστικούς
και πολιτισμικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, καθώς και
αυτούς των ΜΜΕ» (ό.π.: 83). Κατά τον Althusser (ό.π.:
85), ο καταπιεστικός μηχανισμός του κράτους επικυρι­
αρχείται πρωτίστως από τη βία και δευτερευόντως από
την ιδεολογία, εφόσον για παράδειγμα «ο στρατός και
η αστυνομία λειτουργούν επίσης και με ιδεολογία, για
να εξασφαλίσουν τη δικιά τους συνοχή και αναπαραγω­
γή, καθώς και με τις ‘αξίες’ που προβάλλουν προς τα
έξω». Ομοίως, αναφέρει ο Althusser (ό.π.) οι ιδεολογι­
κοί μηχανισμοί τού κράτους λειτουργούν πρωτίστως με
την ιδεολογία και δευτερευόντως με τη βία.
Αν και η θεωρία του κράτους του Althusser στηρίζε­
ται σε αυτή τη βασική διάκριση ανάμεσα στους κατα­
σταλτικούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κρά­
τους, κρίσιμη δεν είναι ενδεχομένως η ταξινόμηση καθε­
αυτήν, όσο η εισαγωγή της έννοιας της ιδεολογίας στην
ανάλυση του κράτους. Από τη θεώρησή του δεν προκύ­
πτει ποιοι κρατικοί μηχανισμοί δεν είναι κατασταλτι­
κοί και ποιοι δεν είναι ιδεολογικοί, καθώς οι μεν κατα­
σταλτικοί μηχανισμοί εμποτίζονται από ιδεολογία, οι δε
ιδεολογικοί προστατεύονται από καταστολή, και ταυτό­
108
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
χρονα οι μεν δεν υπάρχουν χωρίς τους δε. Ωστόσο, από
τη θεώρησή του μπορεί να εξαχθεί ότι στον βαθμό που
η ιδεολογία αποτελεί συνθήκη παραγνώρισης των πραγ­
ματικών συνθηκών εκμετάλλευσης, η ίδια η βία διαρ­
κώς αναδομείται και διϋλίζεται μέσα από τους ιδεολογι­
κούς μηχανισμούς. Πρόκειται για αυτό που περιγράφει
ως «διπλή λειτουργία» του κράτους, μια λειτουργία που
«επιτρέπει να εξυφαίνονται αδιάκοπα διακριτικότατες
διασυνδέσεις, φανερές ή σιωπηρές, ανάμεσα στον ρόλο
τού (καταπιεστικού) μηχανισμού και των ιδεολογικών
μηχανισμών του κράτους» (ό.π.).
Καθώς ο Althusser παρέχει κυρίως μια θεώρηση για
το ρόλο της ιδεολογίας (όπου κανένα κοινωνικό πεδίο δεν
είναι ανεξάρτητο ή ξέχωρο από αυτήν) και του κράτους
στην αναπαραγωγή συνολικών ταξικών σχέσεων, εκείνο
το στοιχείο που είναι κρίσιμο για το ΚΜΒ είναι η σχετι­
κοποίηση, από τη μεριά του Althusser (ό.π.: 84), της κυ­
ρίαρχης στην πολιτειολογία και το συνταγματικό δίκαιο
διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Παρόλο που
αποδέχεται ότι ο καταπιεστικός μηχανισμός του κράτους
είναι δημόσιος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί ιδιωτικοί, ο
Althusser (ό.π.) θεωρεί ότι η ίδια η διάκριση μεταξύ δη­
μόσιου και ιδιωτικού είναι μία «εσωτερική διάκριση του
δικαίου της αστικής τάξης, που ισχύει εκεί που το ‘αστι­
κό’ δίκαιο ασκεί τις κανονιστικές ‘εξουσίες’ του».
Αυτή η αυστηρή και σχετικά παγιωμένη και στην κοι­
νωνιολογία διάκριση διορίζει το ΚΜΒ ως αποκλειστικά
«δημόσιο» και, μάλιστα συχνά, ταυτίζει το ΚΜΒ με την
«ασφάλεια», ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου «δη­
μόσιων αγαθών». Έτσι, αντιλαμβάνεται τις τελούμενες
λειτουργίες του δημοσίου και του ιδιωτικού ως διαφο­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
109
ρετικές ή και αντίθετες. Εάν το ΚΜΒ είναι αποκλειστι­
κά δημόσιο, συνεπάγεται ότι ιδιωτικοί φορείς δεν μπο­
ρούν να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση του ΚΜΒ,
ως λειτουργικά και ιδεολογικά ταυτόσημοι με το κρά­
τος ή ως φορείς κοινωνικού ελέγχου για την πειθάρχηση
ομάδων, ατόμων και συμπεριφορών. Ωστόσο, η ιστορική
εξέλιξη του ΚΜΒ δείχνει ότι η διάκριση αυτή όχι μόνο
δεν είναι αυστηρή, αλλά ακριβώς το ποιες λειτουργίες
θα είναι ιδιωτικές και ποιες δημόσιες, ποια θα είναι τα
όρια δράσης των ιδιωτικών φορέων και ποιες από τις
κρατικές λειτουργίες μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν δι­
αμορφώνεται από το ίδιο το κράτος. Όπως επισημαίνει
ο Althusser (ό.π.: 84), το κράτος «δεν ανήκει ούτε στο
δημόσιο, ούτε στο ιδιωτικό, αποτελεί αντίθετα προϋπό­
θεση κάθε διάκρισης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού».
Η διαπίστωση αυτή του Althusser αναδεικνύει ακριβώς
ότι η διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού όχι μό­
νο δεν μπορεί να υπάρξει έξω από το κράτος, αλλά και
αποτελεί αποτέλεσμά του.
Η θεώρηση του Πουλαντζά εκκινεί από τον Althusser,
αλλά παρέχει μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση
για το κράτος από τον Althusser. Η κριτική του Πουλα­
ντζά τόσο στη θεώρηση «κράτος-εργαλείο» της άρχου­
σας τάξης, όσο και στο «κράτος-υποκείμενο», και η έμ­
φασή του στη σχετική αυτονομία του κράτους για την
εκπροσώπηση όχι μόνο της ηγεμονεύουσας μερίδας της
αστικής τάξης, αλλά για την αναπαραγωγή της καπιτα­
λιστικής κοινωνίας (εκείνο που περιγράφει ως «συλλο­
γικό κεφαλαιοκράτη»), ώθησαν στην πρόσληψη του κρά­
τους ως μιας ειδικής «σχέσης», η οποία συγκεφαλαιώνει
την αστική κυριαρχία:
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
110
«Το καπιταλιστικό Κράτος στην περίπτωσή μας, δεν πρέ­
πει να θεωρείται σαν ενύπαρκτη οντότητα, αλλά, όπως
συμβαίνει και με το κεφάλαιο, σαν μία σχέση, μία υλική
συμπύκνωση ακριβέστερα (το Κράτος-μηχανισμοί) ενός
συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και ταξικές
μερίδες, με τον ιδιαίτερο τρόπο που αυτές εκφράζονται
(σχετικός διαχωρισμός Κράτους και οικονομίας, που γεννά
τους θεσμούς του καπιταλιστικού Κράτους) μέσα στους
κόλπους του Κράτους» (Πουλαντζάς, έμφαση Πουλα­
ντζάς χ.χ.: 37).
Με τη σχεσιακή της αφετηρία, η ανάλυση του Που­
λαντζά κατορθώνει να αποδαιμονοποιήσει το κράτος ως
παθητικό εργαλείο μιας τάξης, και συνεπώς τονίζει το
πλέγμα των σχέσεων στο εσωτερικό τού κράτους, σχέ­
σεις που δεν είναι απλά γραφειοκρατικές ή απλά ιεραρ­
χικές, αλλά στοιχειοθετούν ένα ταξικό συσχετισμό δυνά­
μεων. Καθώς το «κράτος δεν είναι ταξικό όργανο, αλλά
είναι κράτος μιας κοινωνίας που χωρίζεται σε τάξεις»
(Πουλαντζάς χ.χ.: 21), το κράτος αποτελεί το πολιτικό
πεδίο συγκεκριμένων ταξικών σχέσεων, όχι με την έννοια
πως το κράτος δημιουργεί εκ των άνω τις υπάρχουσες
ταξικές σχέσεις, αλλά αντίστροφα με την έννοια πως συ­
γκεκριμένες οικονομικές ταξικές σχέσεις, οι οποίες είναι
αποτελέσματα της ταξικής πάλης εντός της κοινωνίας,
δημιουργούν και την ειδική μορφή τού εκάστοτε καπιτα­
λιστικού κράτους. Η οικονομία και η πολιτική δεν είναι
παρά εκφράσεις της ίδιας ταξικής πάλης. Η αναπαρα­
γωγή τους στα καπιταλιστικά όρια και στις ειδικές κάθε
φορά αναγκαιότητες της συνολικής καπιταλιστικής οι­
κονομίας απαιτεί τόσο μιαν αυτονόμηση της οικονο­μίας
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
111
από την πολιτική, όσο και τη συμμετοχή της πολιτικής
στην οικονομία.
Αφού το κράτος αποτελεί την «υλική συμπύκνωση
ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και τα­
ξικές μερίδες» (Πουλαντζάς χ.χ.: 38), συνιστά παράλ­
ληλα ένα πεδίο αντανάκλασης των αντιθέσεων και συγ­
κρούσεων ανάμεσα στις τάξεις και τις ταξικές ομάδες,
όπως αυτές διεξάγονται στον κοινωνικό χώρο. Η παρου­
σία των εργατικών τάξεων στο κράτος δεν είναι ισοβα­
ρής με αυτήν των αστικών-καπιταλιστικών μερίδων, αλ­
λά η ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων τους μέ­
σα σε συγκεκριμένα όρια ταξικής πάλης και κοινωνικών
πιέσεων είναι λειτουργική, αφού με τον τρόπο αυτό η
ταξική πάλη αφομοιώνεται στο εσωτερικό του κράτους,
του οποίου μέριμνα είναι η εξουδετέρωση των τάσεων
που θέτουν σε κίνδυνο την ευρύτερη καπιταλιστική κυ­
ριαρχία. Τούτο επιτυγχάνεται με τον εξής τρόπο: αφενός
προωθώντας στο πολιτικό πεδίο τη νομικο-πολιτική ισό­
τητα (φιλελευθερισμός) και νομιμοποιώντας αφετέρου
στο οικονομικό επίπεδο τη δομική οικονομική ανισότητα
(καπιταλισμός). Το κράτος μεταβιβάζει την οικονομική
σύγκρουση στο πολιτικό πεδίο, έτσι ώστε η δομική οικο­
νομική ανισότητα να εξουδετερώνεται χάριν της πολιτι­
κής ισότητας. Η διαδικασία αυτή υλοποιείται μέσα από
το νομικό και κατασταλτικό θεσμικό πλέγμα του ΚΜΒ.
Ομοίως, και οι οικονομικές κρίσεις φιλτράρονται και με­
ταβάλλονται σε πολιτικές, διϋλίζονται και γίνονται αντι­
κείμενο επεξεργασίας εντός του κράτους.
Στην προσπάθειά του να εξισορροπήσει τις διεκδι­
κήσεις των ασθενέστερων τάξεων και προάγοντας την
πολιτική ισότητα μέσω του νομικού εποικοδομήματος,
112
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
γεφυρώνοντας τη μορφή της οικονομίας με τη μορφή
της πολιτικής, το κράτος κατορθώνει τόσο να διατηρεί
τη «σχετική αυτονομία» του, όσο και να εξασφαλίζει
τους όρους λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας
συνολικά. Και εφόσον η ικανοποίηση μερίδας διεκδική­
σεων των κατώτερων τάξεων είναι μία από τις λειτουρ­
γίες του κράτους, τότε το κράτος δεν ενεργεί με απο­
κλειστικό ή προφανή τρόπο ενάντια στις τάξεις αυτές.
Οι τάξεις, οι οργανώσεις και τα κινήματα στρέφουν και
προορίζουν τα αιτήματά τους στο κράτος, προσδοκώ­
ντας από αυτό (με συγκρουσιακό τρόπο) την εκπλήρω­
σή τους. Οι κρατικοί μηχανισμοί «επικυρώνουν μεν και
αναπαράγουν την ταξική κυριαρχία, ασκώντας τον κα­
ταναγκασμό, τη φυσική βία απέναντι στις λαϊκές μάζες,
οργανώνουν όμως εξίσου την ταξική ηγεμονία, θέτοντας
σε λειτουργία ένα (ευσταθές) παιχνίδι προσωρινών συμ­
βιβασμών ανάμεσα στον συνασπισμό εξουσίας και ορι­
σμένες κυρίαρχες τάξεις (…): οργανώνουν-ενοποιούν
τον συνασπισμό εξουσίας, αποδιοργανώνοντας-διαιρώντας διαρκώς τις κυριαρχούμενες τάξεις, έλκοντάς τες
προς τον συνασπισμό εξουσίας και βραχυκυκλώνοντας
τη δική τους πολιτική οργάνωση» (Πουλαντζάς, έμφαση
Πουλαντζάς χ.χ.: 41).
Το κράτος γίνεται, έτσι, ο πρωταρχικά κυρίαρχος διά­
δικος, με τον οποίο διαπραγματεύονται οι κοινωνικές τά­
ξεις τα αιτήματά τους, έως αν εκπροσωπούνταν ισοδύ­
ναμα και ισοβαρώς στο εσωτερικό του κράτους. Η στρα­
τηγικά επιλεκτική παρεμβατικότητα, όπως και το ΚΜΒ
είναι συνεπώς πάγια χαρακτηριστικά του κράτους. Το
καπιταλιστικό κράτος καλείται μέσω του ΚΜΒ να ουδε­
τεροποιήσει την πραγματική οικονομική διαπάλη και να
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
113
αποκλιμακώσει εντάσεις, τοποθετώντας το οικονομικό
πρόβλημα στην πολιτική αρένα. Στον βαθμό που οι τα­
ξικές ομάδες αποδέχονται το κράτος ως τον προασπιστή
των συμφερόντων τους, ή στο βαθμό απλά που το κρά­
τος έχει την εξουσία να ικανοποιήσει κάποια μεσοπρόθε­
σμα συμφέροντα διαφορετικών τάξεων, τότε η κοινωνική
συναίνεση έχει ακριβώς τον χαρακτήρα της στραμμένης
στο κράτος αξίωσης των τάξεων αυτών για την έστω και
μερική ικανοποίηση των αιτημάτων τους, και την έστω
και υποτυπώδη συμμετοχή τους στον εντός κράτους τα­
ξικό συσχετισμό.
Η επιτυχία του ΚΜΒ έγκειται στους τρόπους με τους
οποίους το κράτος κατορθώνει να προωθήσει την ύπαρ­
ξή του ως αυτόνομη, διαταξική αναγκαιότητα διαμεσο­
λάβησης. Η νομιμοποίηση του ΚΜΒ, ακολουθώντας μια
τέτοια αντίληψη του κράτους, δεν είναι απόρροια κά­
ποιου είδους ιδεολογικής εξαπάτησης της κοινωνίας μέ­
σω της διαστρέβλωσης από το κράτος ή της αλλοτρίω­
σης των τάξεων αυτών, αλλά απόρροια της πολιτικοποί­
ησης των ταξικών αντιθέσεων και της εγγραφής τους στο
εσωτερικό του κράτους. Στον βαθμό που «ο συσχετισμός
των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών και πολιτιστι­
κών δυνάμεων εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα της κοι­
νωνίας και βρίσκεται συμπυκνωμένος μέσα στο κράτος,
μέσα στις αντιθέσεις του κρατικού μηχανισμού» (Που­
λαντζάς χ.χ. :37), μπορεί να παρατηρηθεί μία διεύρυνση
των αντιθέσεων του κράτους, τόσο στην κοινωνία όσο
και μέσα στο ίδιο το κράτος, με το κράτος να γίνεται
ένας εξαιρετικά ευρύς και ευέλικτος χώρος, όπου απο­
τυπώνεται η ταξική πάλη.
114
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
1.8. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας ως αναπαραγωγικός μηχανισμός της οικονομίας
Επιδιώκοντας να συσχετίσει το ΚΜΒ με τη συνάρθρω­
ση οικονομίας και κράτους στον καπιταλισμό, ο Jessop
τό αναλύει στη βάση των λειτουργιών του. Η συνάρθρω­
ση αυτή διαμεσολαβείται, σύμφωνα με τον Jessop (2002:
38-39), ενόσω το κράτος διατηρεί μια συνταγματική αξί­
ωση στο ΚΜΒ εντός ενός συγκεκριμένου εδάφους. Κα­
θώς ο εξαναγκασμός αποκλείεται από την άμεση ορ­
γάνωση της εργασιακής διαδικασίας, μία συνέπεια του
ΚΜΒ για την οικονομία και τις ταξικές σχέσεις είναι ότι
η συσσώρευση κεφαλαίου και η λειτουργία της αγοράς
δεν βασίζονται στον άμεσο εξαναγκασμό. Η απειλή τού
εξαναγκασμού έχει τον πλέον κεντρικό ρόλο στην εξα­
σφάλιση των εξωτερικών συνθηκών της αναπαραγωγής
της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα ειδικευμένα αστυνο­
μικά-στρατιωτικά όργανα υπόκεινται σε συνταγματι­
κό έλεγχο, και η ισχύς τους έχει τόσο ιδεολογικές όσο
και καταναγκαστικές λειτουργίες. Σε αυτό το μοντέ­
λο, το κράτος καλείται να εξισορροπήσει δομικές αποτυ­
χίες της αγοράς στα πλαίσια ενός «εθνικού» ή δημόσιου
συμφέροντος, ενώ τα οικονομικά υποκείμενα είναι τυπι­
κά ελεύθεροι και ισότιμοι ιδιοκτήτες εμπορευμάτων, με
το κράτος να εξασφαλίζει τις εξωτερικές συνθήκες των
συναλλαγών και, ανάλογα με τις διεκδικήσεις και τις οι­
κονομικές του στρατηγικές προτεραιότητες, να διευρύνει
ή όχι τις δραστηριότητές του.
Σύμφωνα με τον Demirović (2003: 223), η χαρακτηρι­
στική στον καπιταλισμό διαδικασία συσσώρευσης κεφα­
λαίου βασίζεται στον δομικό διαχωρισμό ανάμεσα στις
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
115
σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας.
Η διαδικασία συσσώρευσης διαχωρίζεται από την πολι­
τική διαδικασία άσκησης εξαναγκασμού μέσω του ΚΜΒ.
Αυτό συμβαίνει για να μπορέσει η ανάπτυξη του κεφα­
λαίου να πραγματοποιηθεί αυτόνομα. Με άλλα λόγια, η
αυτονομία του κράτους αναπαράγεται ως δομική, για
να μπορεί και η συσσώρευση κεφαλαίου να αναπαράγε­
ται ως αυτόνομη. Ωστόσο, ο διαχωρισμός οικονομίας και
κράτους δεν είναι ποτέ πλήρης, και το κράτος δεν έχει
σταθερούς τρόπους δράσης και αναλλοίωτες στοχεύσεις.
Ανάλογα με τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευ­
σης, βιομηχανίες ή άλλοι κλάδοι της ιδιωτικής οικονομί­
ας μπορούν να κρατικοποιηθούν, οι υποχρεώσεις και οι
δραστηριότητες του κράτους μπορούν να επεκταθούν ή
να μειωθούν, όπως και οι δημόσιες δαπάνες, το μέγεθος
της δημόσιας διοίκησης και το είδος ή η ποσότητα των
προνοιακών υπηρεσιών.
Η για μεγάλο διάστημα επικρατούσα ιδέα ότι το κρά­
τος διασφαλίζει το κοινό καλό, τη σταθερότητα και την
ασφάλεια όλης της κοινωνίας, απομακρύνει, υποστηρί­
ζει ο Demirović (ό.π.), από το πραγματικό raison d’ être
του καπιταλιστικού κράτους, το οποίο είναι «η δυνατό­
τητά του να συντηρεί ένα μονοπώλιο φυσικής βίας, να
εγ­γυάται τον νόμο, καθώς και να δημιουργεί τις υπο­
δομές και τις νομικές και χρηματικές συνθήκες, που –του­
λάχιστον στη θεωρία– παρέχουν ένα επίπεδο δράσης
για όλους τους ανταγωνιστές». Περαιτέρω, επισημαίνει
ο Demirović (ό.π.), η μονοπώληση της νόμιμης αξίωσης
πάνω στην άσκηση φυσικής βίας, δεν συγκροτεί μόνο
το ΚΜΒ, αλλά κυρίως ένα εξίσου σημαντικό μονοπώλιο
του κράτους, αυτό επί των θεσμικών διαδικασιών λήψης
116
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αποφάσεων –που προωθούνται ως συλλογικές– στην πο­
λιτική σφαίρα.
Εκκινώντας από τον Πουλαντζά, ο Demirović (ό.π.:
224) κάνει δύο κρίσιμες για την κατανόηση του ΚΜΒ
παρατηρήσεις. Πρώτον, το διαχωρισμένο από τις σχέσεις
παραγωγής κράτος δεν έχει δική του εξουσία, αλλά απο­
τελεί τη μορφή που παίρνει η εξουσία στην κοινωνία, ένα
συγκεκριμένο είδος κοινωνικής σχέσης εντός της οποίας
συγκεντρώνεται η αποτυπωμένη στο ΚΜΒ εξουσία. Δεύ­
τερον, σχηματιζόμενη ως κράτος η εξουσία παίρνει υλι­
κή μορφή και «συμπυκνώνεται» εντός των κρατικών θε­
σμών. Η κριτική που ασκείται στη σχεσιακή θεώρηση του
κράτους είναι ότι με την έμφαση στη σχετική αυτονο­
μία του κράτους, η σχέση μεταξύ κράτους και κυρίαρχης
τάξης ή κυρίαρχων ταξικών μερίδων του συνασπισμού
εξουσίας είναι αναγκαστικά έμμεση και γίνεται άμεση
μόνο σε περιόδους πολιτικής κρίσης. Δεν διασαφηνίζεται
δηλαδή η επιρροή στο κράτος της κυρίαρχης ταξικής με­
ρίδας, μέσω λ.χ. της πολιτικής των κομμάτων και μέσω
της διαχείρισης των υλικών μηχανισμών του κράτους· γί­
νεται έτσι μία ταύτιση ανάμεσα «στο κράτος ως κέντρο
διεύθυνσης και αναπαραγωγής της κοινωνίας και στους
υλικούς μηχανισμούς του κράτους» (Κοτζιάς 1993: 87).
Η κριτική αυτή βασίζεται σε μιαν ανάγνωση της θεώρη­
σης του Πουλαντζά, όπου η έννοια του κράτους ως η υλι­
κή συμπύκνωση μιας σχέσης ανάμεσα σε τάξεις γίνεται
κατανοητή ως κρυστάλλωση των σχέσεων ενός ταξικού
συσχετισμού εξουσίας που είναι σχετικά σταθερός.
Στο σημείο αυτό, ο Demirović (2003: 224) προτεί­
νει μια διαφορετική ανάγνωση της έννοιας της «συμπύ­
κνωσης». Σύμφωνα με την ανάγνωσή του, αυτή δεν εν­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
117
νοεί «συμπίεση» μιας ουσίας σε ένα μικρότερο χώρο
έτσι, ώστε να είναι πιο πυκνή, αλλά περισσότερο σημαί­
νει μια διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο γίνεται
επίκεντρο για ένα πλήθος ταξικών δυνάμεων, συμφερό­
ντων και στόχων. Εντός αυτού του στοιχείου-επίκεντρο,
οι δυνάμεις συντάσσονται συγκρουσιακά και συνδέονται
εν τέλει σε μιαν ενότητα διαφορετικών συμφερόντων για
την αναπαραγωγή του ταξικού συσχετισμού. Η «συμπύ­
κνωση» δεν είναι δηλαδή μία γραμμική διαδικασία, ού­
τε μία απλή αποτύπωση των ταξικών συσχετισμών. Το
στοιχείο-επίκεντρο, γύρω από το οποίο λαμβάνει χώρα η
συμπύκνωση, δεν είναι ένα στατικό σημείο, όπου προσ­
δένονται οι δυνάμεις εντός κράτους, αλλά μπορεί ανά
πάσα στιγμή να μετατοπιστεί. Αυτό συνεπάγεται πως το
ΚΜΒ δεν εδρεύει κάπου συγκεκριμένα, εντός ενός ειδι­
κού θεσμού· δεν υπάρχει, για παράδειγμα, κάποια ειδι­
κή κρατική υπηρεσία ή κάποιος κύριος θεσμικός φορέας
που να τό επιστεγάζουν. Καθώς δεν είναι σταθερό ση­
μείο ή σταθερός τρόπος δράσης του κράτους, οι μετατο­
πίσεις στις οποίες υπόκειται και οι εκφάνσεις τις οποίες
μεταλλάσσει σημαίνουν ότι το ΚΜΒ δεν αποτελεί από
μόνο του ένα συμπαγές σώμα ή μιαν ειδική ουσία, αλλά
συμπλέκει και κάνει συμπαγή έναν ειδικό τρόπο οργάνωσης, αυτόν της κρατικής εξουσίας.
Ομοίως και ο Hirsch, στην «υλιστική θεωρία του κρά­
τους» που επιδιώκει, αναδεικνύει το ΚΜΒ ως κεντρικό
στοιχείο αναπαραγωγής τού καπιταλιστικού κράτους,
σε όλες τις μορφές του, ακόμα και στη νεοφιλελεύθε­
ρη. Ο ιδιαίτερος μηχανισμός του ΚΜΒ, το οποίο, όπως
έχει υπογραμμίσει παλιότερα ο Hirsch (χ.χ.: 100), «δεν
είναι ποτέ ακριβώς μονοπώλιο», είναι επιφορτισμένο
118
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
να παίζει τον ρόλο μιας φυσικής μονάδας καταπίεσης,
τυπικά εξωτερικής ως προς τη διαδικασία της ταξικής
αναπαραγωγής. Η χρήση φυσικής βίας, ο εκφοβισμός
και η δυνητική τιμωρία μέσω αυτής στέκονται απένα­
ντι στη διαδικασία ταξικής αναπαραγωγής εξωτερικά.
Παρότι ο μηχανισμός του ΚΜΒ μεσολαβεί στη διαδικα­
σία κοινωνικο-ταξικής αναπαραγωγής συγκροτητικά,
εμφανίζεται ως τυπικά εξωτερικός, αδιάβλητος τρίτος
σε σχέσεις τόσο οικονομικές (ανταλλακτικές, εμπορευ­
ματικές σχέσεις) όσο και κοινωνικές (στην κοινωνική
έκφανση των ταξικών αντιθέσεων), με τους συμμετέ­
χοντες να θεωρούνται ισότιμοι και τυπικά ελεύθεροι
ενώπιον ενός συστήματος δικαίου που δεν είναι παρά
η άλλη όψη του ΚΜΒ. Συγκεκριμένα, ο Hirsch (2003:
241) θεωρεί ότι θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας
είναι το κράτος που αποτελεί «το προϊόν της κεντρικο­
ποίησης της φυσικής δύναμης και του τυπικού διαχω­
ρισμού της από τις κοινωνικές τάξεις». Ακολουθώντας
τον Πουλαντζά, ο Hirsch (ό.π.), ενσωματώνει το ΚΜΒ
στη σχεσιακή προσέγγιση:
«Το κράτος, ως μέρος του καπιταλιστικού συστήματος και
ως προϋπόθεση για την ίδια του την αναπαραγωγή, είναι
ταξικό, χωρίς να είναι εργαλείο μιας ειδικής τάξης. Δεν
πρόκειται για πρόσωπο, για υποκείμενο ή για μια καθαρά
ορθολογική οργάνωση που προωθεί τους δικούς της σκο­
πούς, αλλά για την κρυστάλλωση των ανταγωνιστικών σχέ­
σεων εντός της κοινωνίας με μια σχετική αυτονομία. Έτσι,
το κράτος είναι ένα κεντρικοποιημένο σώμα εξουσίας με
τα μέσα άσκησης φυσικής βίας στη διάθεσή του».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
119
Η σχέση κράτους-κοινωνίας διαμεσολαβείται από
το ΚΜΒ, με την έννοια του γκραμσιανού «ηγεμονικού
μπλοκ». Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί, σύμφωνα
με τον Hirsch (2003: 247), «έκφραση της επέκτασης
του κράτους», αφού πρώτα έχει μέσω του ΚΜΒ διαχω­
ριστεί από αυτό. Καθώς η κοινωνία των πολιτών συντί­
θεται από ταξικές σχέσεις εξουσίας και επιφορτίζεται
με τη λειτουργία να συγκροτεί δημόσιες σφαίρες, όπου
συγκρούονται συμφέροντα και απόψεις για δημόσια
ζητήματα, η συναίνεση γίνεται αντικείμενο διαπραγμά­
τευσης μέσα στο κράτος και τελικά νομιμοποιούνται οι
μηχανισμοί και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο
εσωτερικό του, ακόμα και όταν δεν νομιμοποιούνται
καθαυτές οι κρατικές επιταγές. Η εν λόγω διαπραγ­
μάτευση των ταξικών ομάδων μεταξύ τους ή αυτών με
το κράτος δεν είναι συμμετρική, καθώς μόνο το κράτος
έχει τη «νόμιμη» εξουσία να παρεμβαίνει ή να μπορεί
να παρέμβει κολαστικά με το ΚΜΒ.
Η θέση αυτή περί ασυμμετρικής συμμετοχής της κοι­
νωνίας των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσε­
ων έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή συζήτηση για
το ΚΜΒ και τους τρόπους αναδίπλωσής του στον νεο­
φιλελευθερισμό. Οι υποστηρικτές της προσέγγισης πε­
ρί αδύναμου κράτους, που βλέπουν τη νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση να κλονίζει παραδοσιακές δομές του
ΚΜΒ και να εξωθεί το κράτος μέσω της απορρύθμι­
σης και της ιδιωτικοποίησης στην εγκατάλειψη μιας σει­
ράς δραστηριοτήτων του, θεωρούν ότι διεθνείς οργανι­
σμοί, εμπορικές επιχειρήσεις, πολυεθνικές και μη, μηκυβερνητικοί οργανισμοί και οργανωμένες ομάδες πολι­
τών μπορούν εξαιτίας αυτού που περιγράφουν ως απο­
120
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
δυνάμωση του κράτους να λειτουργήσουν με ισόβαθμο
τρόπο ο ένας ενάντια στον άλλον ή να επηρεάσουν ισά­
ξια τις κοινωνικές εξελίξεις. Η άποψη αυτή παραμερίζει
τον συνεχιζόμενα μονοπωλιακό χαρακτήρα του κράτους
στην ασυμμετρική άσκηση βίας. Όπως υπογραμμίζει ο
Hirsch, η άποψη «αποδυνάμωση του κράτους-ενδυνά­
μωση της κοινωνίας των πολιτών» παραβλέπει όχι μόνο
την ανισομερή κατανομή οικονομικών και πολιτικών πό­
ρων στις διαφορετικές ομάδες δράσης ή την ανά πάσα
στιγμή χρήση εξω-οικονομικού κοινωνικού ελέγχου και
εκτεταμένης καταστολής, αλλά κυρίως παραβλέπει «το
γεγονός ότι η μονοπώληση της φυσικής βίας από το κρά­
τος και η νομιμοποίηση που τήν χαρακτηρίζει εξακολου­
θεί να παραμένει η κύρια πηγή της ‘διαπραγματευτικής
ικανότητας’ του κράτους» (Hirsch 2003: 243).
1.9. Δίκαιο και Βία: Η διπλή λειτουργία του κρατικού
μονοπωλίου της βίας
Η σχέση μεταξύ ΚΜΒ και κράτους δικαίου έχει απο­
τελέσει θεμελιακό ερώτημα της πολιτικής κοινωνιολο­
γίας και της θεωρίας του κράτους. Καθώς το μονοπώ­
λιο της βίας δεν συνίσταται μόνο στη βία που το κράτος
ασκεί, αλλά κυρίως σε αυτήν που δυνητικά μπορεί να
ασκήσει, καθώς και σε μια συνολικότερη ρύθμιση μιας
κρατικο-νομικά σχεδιασμένης ευταξίας, τότε αυτό το μέ­
σο, το ΚΜΒ, είναι δισυπόστατο. Αυτή η διπλή λειτουργία
του μονοπωλίου της βίας αποτυπώνεται τόσο ως potestas
όσο και ως violentia (Hugger/Stadler 1995: 167). Από τη
μια η potestas, ως η κανονιστική εξουσία που ταξινομεί,
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
121
(απο)νομιμοποιεί, (απο)ρυθμίζει, εξισορροπεί δυνάμεις
και πειθαρχεί υποκείμενα σε θεσμικές νόρμες και επίση­
μους κανόνες, και από την άλλη η violentia, η βίαιη εξου­
σία του κολασμού και της καταστολής που τιμωρεί άτο­
μα και ομάδες, εξουδετερώνοντας αξίες, πρακτικές και
συμπεριφορές.
Οι ερμηνείες γύρω από τον δισυπόστατο χαρακτήρα
του ΚΜΒ διαφέρουν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον
Hoffman (1997: 20-22), αναδεικνύεται εδώ μία ουσιώ­
δης «αντίφαση» του κράτους, αυτή της νομιμότητας-βί­
ας: Εφόσον το κράτος στηρίζεται στην αξίωση πάνω στο
μονοπώλιο της νόμιμης βίας, τη στιγμή που θα κατόρ­
θωνε με επιτυχία να κάνει αυτή την αξίωση πραγματι­
κότητα, επιβαλλόμενο ως ΚΜΒ, θα βρισκόταν αυτομά­
τως έξω από το ίδιο του το raison d’ être. Ο Hoffman
(1997: 21) ονομάζει «διαφορικό» το επιχείρημα μιας
σειράς βεμπεριανών αναλύσεων, ότι δηλαδή το κατηγό­
ρημα ΚΜΒ μπορεί να υπάρχει μόνον εντός αυτού που
γίνεται αντιληπτό ως «αντιφατική μορφή»: «το κράτος
αξιώνει ένα μονοπώλιο νομιμότητας, επειδή και μόνον
η νομιμότητα αυτή αμφισβητείται». Όσο περισσότερο
πλησιάζει στον βεμπεριανό ιδεότυπο, δηλαδή όσο εντο­
νότερα μονοπωλεί την άσκηση βίας, τόσο αυτό γίνεται
επειδή ως κράτος δεν είναι ισχυρό στο να αξιώσει τη
νομιμότητα με πετυχημένο, δηλαδή με μη-βίαιο τρόπο.
Με άλλα λόγια, όπως τό θέτει και ο Kirchheimer (1979:
277), «όσο μεγαλύτερο το αποθεματικό της δημόσιας
δυσαρέσκειας, τόσο περισσότερο η πολιτική αποτελε­
σματικότητα του μονοπωλίου της βίας θα εξαρτάται
από μια σχεδιασμένη και οξυδερκή χρήση των νόμιμων
όπλων του».
122
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Στα πλαίσια μιας στρατηγικής αντίθεσης μεταξύ νο­
μιμότητας και μη, και δεδομένου ότι το κράτος δομικά
δεν αποσκοπεί στην εξουδετέρωση της μη-νομιμότητας,
κοινωνικά τονίζεται όχι η επιτυχία του, η ευταξία, της
οποίας τα αποτελέσματα δεν είναι μετρήσιμα, αλλά τα
σημεία ρωγμής του ΚΜΒ, εκεί όπου δεν εφαρμόζεται,
και τα οποία είναι περισσότερο φανερά. Έτσι, στα πλαί­
σια της διαφορικής θέσης, αυτή η αντίφαση συνεπάγε­
ται ότι η νομιμότητα είναι αντιληπτή ως προϊόν κρατικής
επιβολής πάνω στις αποτυχίες του ΚΜΒ. Το διαφορι­
κό βεμπεριανό επιχείρημα δεν αντιλαμβάνεται, σύμφω­
να με τον Hoffman (ό.π.), τη νομιμότητα «σχεσιακά», δη­
λαδή «ως σχέση, εντός της οποίας οι υποτασσόμενοι δέ­
χονται (ως φυσιολογικό και κανονικό) τον πατερναλισμό
των ισχυρών». Υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η «σχεσια­
κή» προσέγγιση διευρύνει την αξίωση του κράτους στο
μονοπώλιο της νόμιμης βίας, στον εξίσου μεγάλο βαθμό
που η «διαφορική» προσέγγιση τήν περιορίζει. Πάραυ­
τα, βλέπει αυτή τη θεωρητική δυσχέρεια να επιλύεται με
την αναγωγή στον δισυπόστατο χαρακτήρα του ΚΜΒ.
Οι potestas και violentia λειτουργίες αποτυπώνονται στον
Hoffman (ό.π.) με τη διάκριση μεταξύ βίας (force) και
εξαναγκασμού (coercion), όπου η βία λειτουργεί τιμω­
ρητικά/κατασταλτικά και ο εξαναγκασμός αποτρεπτικά/
απαγορευτικά. Στη συνέχεια, εκκινώντας ο Hoffman από
τη φιλελεύθερη αφετηρία, θεωρεί ότι η βία είναι ασυμβί­
βαστη με τη νομιμότητα, ενώ ο εξαναγκασμός όχι. Στην
περίπτωση της βίας, θεωρεί πως υπονομεύεται η ίδια η
νομιμότητα του κράτους και η υπόστασή του ως κρά­
τους εγγυητή των ατομικών ελευθεριών, στη δε περί­
πτωση του εξαναγκασμού θεωρεί πως δρα «κυβερνητι­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
123
κά», με σκοπό την επίτευξη της κοινωνικής συμβίωσης
και συνοχής.
Η αντίληψη ότι το κράτος επιβάλλει το ΚΜΒ και
επιβάλλεται μέσω αυτού συνάδει με τη δημοκρατικήφιλελεύθερη αλλά και με τη νεοφιλελεύθερη προβλη­
ματική, οι οποίες και αποτελούν εκδοχές του διαφορι­
κού βεμπεριανού επιχειρήματος. Στο νεοφιλελεύθερο
επιχείρημα, εκείνο που οι Loader και Walker συστη­
ματοποιούν ως «το κομμάτι ενός ευρύτερου στρατοπέ­
δου», το οποίο χαρακτηρίζει ένας «σκεπτικισμός γύ­
ρω από το κράτος» (2007: 68), στρέφεται γύρω από
τη φιλελεύθερη ιδέα ότι το κράτος από τη μια παρέχει
ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες εντός του κοινω­
νικού συμβολαίου, από την άλλη, όμως, είναι σε θέση
να κάνει ταυτόχρονα κατάχρηση των εξουσιών του και,
μέσω του ΚΜΒ, να ασκεί φυσική βία. Η φιλελεύθερη
αντίληψη του ΚΜΒ θεωρεί δηλαδή ότι αυτό λειτουργεί
αντιφατικά:
«Από τη μια πλευρά έχουμε τη διάσημη προσέγγιση του
Weber για το κράτος ως κάτοχου του νόμιμου μονοπωλί­
ου της βίας. Από την άλλη, έχουμε την αστυνόμευση, τον
θεμελιώδη μηχανισμό άσκησης βίας. Ο φόβος είναι ότι, αν
βάλουμε αυτά τα δύο μαζί, τότε η αστυνομία και άλλοι κε­
ντρικοί παροχείς κοινωνικών υπηρεσιών μετατρέπονται σε
απλά εργαλεία του κράτους, σε αγωγούς βίας, και από τη
στιγμή που η βία συναντά άλλους πόρους εξουσίας (…),
τότε η βία τείνει να υπερισχύει και η ιδέα ότι είναι ‘νόμι­
μη’ αχρηστεύεται, δεν είναι παρά ένας άδειος κομπασμός»
(Loader/Walker 2007: 190).
124
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Αυτή η ιδέα δικαιολογεί και μια σειρά προσεγγίσεων
για το «κράτος-καταπιεστή» (bully-state) (ό.π.), οι οποί­
ες έχουν χαρακτηρίσει το μεγαλύτερο μέρος των μελε­
τών για την αστυνομία. Σε αυτά τα πλαίσια, η πρόσφατη
έρευνα για την αστυνομία επικεντρώνεται σε ζητήματα
όπως η αστυνομική βία, η αστυνομική κουλτούρα, οι πα­
ραστρατιωτικές και παρααστυνομικές οργανώσεις και οι
διακρίσεις εις βάρος μειονοτήτων, τόσο εντός όσο και
εκτός της αστυνομίας (ό.π.: 29). Χωρίς να υποτιμούν την
πολιτική σημασία αυτών των ζητημάτων, τα οποία έχουν
επίσης επεκταθεί και σε μια ταυτόσημη συζήτηση για το
«κρατικό έγκλημα» (state crime) (που περιλαμβάνει τις
παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταστρα­
τήγηση του δικαίου, την οικονομική διαφθορά του κρά­
τους, της διοίκησης κτλ.), οι Loader και Walker υπενθυ­
μίζουν ότι το ΚΜΒ ουδέποτε ήταν ξέχωρο ιστορικά στη
νεωτερικότητα από την αντίδραση σε αυτό από κοινωνι­
κά κινήματα, κόμματα, οργανώσεις, κοινωνικούς φορείς,
κριτικές κοινωνικές αντιλήψεις κτλ. Αυτό συμβαίνει με
τον ίδιο τρόπο που η συζήτηση για την «καλή λειτουρ­
γία» της αστυνομίας συμβαδίζει και με την κριτική που
τής γίνεται για παραβίαση δικαιωμάτων, για διακρίσεις
στην εφαρμογή του νόμου κτλ.
Επίσης, είναι γεγονός ότι κατά την ιστορική του συγ­
κρότηση το ΚΜΒ ενοποίησε την εγγύηση επιλεγμένων
ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με την αστυνο­
μική και στρατιωτική βία και την άσκηση φυσικής βίας
(ή την απειλή τους). Χωρίς να σημαίνει ότι το κράτος
δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «καταπιεστής», ωστό­
σο η ιδέα του «κράτους καταπιεστή», η οποία εξάλλου
αποτελεί συχνά και τον πρώτο συνειρμό γύρω από το
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
125
ΚΜΒ, αποδεικνύεται προβληματική, καθώς παραβλέ­
πει τον ιστορικό χαρακτήρα της δομής βίας/δικαιωμά­
των. Αυτή η δαιμονοποίηση του κράτους δεν είναι ενδε­
χομένως παρά η άλλη όψη μιας αδιαπραγμάτευτης πί­
στης στις κατά τα λοιπά δημοκρατικές συνταγματικές
του δυνατότητες. Η βασική ιδέα, δηλαδή, είναι: Το δη­
μοκρατικό φιλελεύθερο κράτος είναι ο κύριος εγγυητής
των ατομικών δικαιωμάτων και του κοινού καλού, κά­
τι που μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς άσκηση φυσικής
βίας ή ακόμα και χωρίς ΚΜΒ, στον βαθμό που το κρά­
τος εκδημοκρατιστεί. Με την επικράτηση δηλαδή ενός
αποτελεσματικού κράτους δικαίου, το ΚΜΒ καθίστα­
ται περιττό, καθώς ο εξαναγκασμός από μόνος του θα
αρκεί για τη διατήρηση και αναπαραγωγή του κράτους
και του ορισμού του για το «κοινό καλό».
Ωστόσο, το να διαχωριστεί η potestas από τη violentia,
η βία από τον εξαναγκασμό, ο κολασμός από την απειλή
του και τα συλλογικά δικαιώματα ή οι πολιτικές ελευ­
θερίες από τη μονοπώληση της φυσικής βίας θα οδηγού­
σε σε μιαν εξιδανικευτικά παραπλανητική προσέγγιση
του κράτους, σαν να επρόκειτο απλώς για ένα νομιμο­
ποιημένο μέσω της συναίνεσης κράτος κοινωνικού ελέγ­
χου, που σκοπό έχει να προστατεύσει συλλογικά συμ­
φωνημένες ατομικές ελευθερίες. Η φιλελεύθερη-νομική
θεώρηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας τό αντιλαμ­
βάνεται ως την ultima ratio δομή του κράτους, από την
οποία θα απομακρύνεται όσο το κράτος δικαίου διευ­
ρύνεται. Με αυτή την έννοια, το κρατικό μονοπώλιο της
βίας, επειδή σε αυτή τη συλλογιστική δεν γίνεται αντι­
ληπτό στη δισυπόστατη μορφή του, δεν αποτελεί τη θε­
μελιακή δομή του κράτους δικαίου, αλλά κάποιο ασύμ­
126
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
βατο με το κράτος δικαίου «αναγκαίο κακό». Το δίκαιο,
εδώ, δεν βασίζεται στην κρατική μονοπώληση της βί­
ας, αλλά σε μιαν εκπροσωπούμενη από το κράτος, «δη­
μοκρατικά» νομιμοποιημένη κοινωνική συναίνεση. Με
αυτή τη συλλογιστική, η συνύπαρξη του δημοκρατικού
κράτους με το ΚΜΒ εύλογο είναι να γίνεται αντιληπτή
ως «παράδοξη»:
«Η έννοια ενός δημοκρατικού κράτους είναι παράδοξη, κα­
θόσον υποδεικνύει ότι καθολικά πολιτικά δικαιώματα μπο­
ρούν να συνυπάρχουν με ένα θεσμό που αξιώνει ένα μονο­
πώλιο νόμιμης βίας» (Hoffman 1997: 250).
Όπως ο Hoffman, ομοίως και ο Pitschas διατυπώνει
μιαν εξίσου ιδεαλιστική άποψη, όπου το ΚΜΒ χαρακτη­
ρίζει ένα βίαιο κράτος, αλλά όχι ένα σύγχρονο κράτος
δικαίου:
«Η έννοια του μονοπωλίου της βίας είναι η πλέον αμφίβο­
λη. Η άσκηση καταναγκασμού δεν είναι δικαίωμα μόνο του
κράτους, ως κοινωνικού συνδέσμου. Η έννοια του ‘μονοπω­
λίου’ θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, καθώς δεν χαρακτηρίζει
το σύγχρονο κράτος δικαίου» (Pitschas 1997: 4).
Εκείνο που αυτές οι απόψεις φαίνεται να υποτιμούν
είναι ότι, ακόμα και αν το ΚΜΒ λειτουργούσε με όρους
αύξησης και μείωσης της βίας, η υποθετική μείωση της
βίας εντός ενός θεσμού του ΚΜΒ δεν θα έχει παρά το
αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης του ίδιου του θεσμού,
και άρα του κύρους του ΚΜΒ. Ο Benjamin, ο οποίος
έχει δείξει πως η βία συμπλέκεται με το δίκαιο, ήδη κα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
127
τά τη στιγμή της εφαρμογής του, και πως ο ρόλος της βί­
ας κατά τη θεσμοποίηση του ΚΜΒ είναι κεντρικός10, τό
διατυπώνει ως εξής: «Όσο μειώνεται η συνειδητοποίηση
της λανθάνουσας παρουσίας της βίας εντός ενός νομικού
θεσμού, τόσο αυτός παρακμάζει» (2002: 16). Οι potestas
και violentia είναι, συνεπώς, αδιαχώριστες. Εάν ο δισυ­
πόστατος χαρακτήρας του ΚΜΒ θεωρητικοποιηθεί ως
«αντίφαση» ή ως «παράδοξο», ωχριά, εν όψει μιας με­
ταφυσικής του ΚΜΒ, κάθε προσέγγιση του κράτους ως
πολιτικού-συγκεντρωτικού, και άρα διαμεσολαβούμενου
από επιβεβλημένη βία θεσμικού μορφώματος, ως ιστορι­
κής αρένας κοινωνικο-ταξικών συγκρούσεων, ως του κα­
τεξοχήν πεδίου άσκησης διαφορετικών μορφών βίας. Πα­
ραγκωνίζεται δηλαδή ότι, όπως το θέτει ο Πουλαντζάς
(1978: 114, έμφαση Πουλαντζάς), «το Κράτος χρειάζεται
να χρησιμοποιήσει λιγότερο τη βία, εφόσον κατέχει το
νόμιμο μονοπώλιό της».
Ακόμα και με βεμπεριανούς όρους, η άποψη ότι το
κράτος τείνει όχι να αναπαράγει τις μονοπωλιστικές του
αξιώσεις, αλλά ότι εξαιτίας της μορφής του ως δημοκρα­
τικό κράτους δικαίου τείνει στην απομάκρυνση από αυ­
τές παραβλέπει τόσο την κεντρικότητα της βίας κατά τη
10 Το ΚΜΒ είναι με αυτήν την έννοια η βίαιη εφαρμογή του
δικαίου, ως η αποτύπωση του νικητήριου συσχετισμού
δυνάμεων που εκπροσωπεί το κράτος: «Η λειτουργία
της βίας στη νομοθεσία είναι διττή, με την έννοια ότι η
νομοθεσία επιδιώκει ως σκοπό της, με τη βία ως μέσο,
αυτό που θα εδραιωθεί ως δίκαιο, όμως την ίδια τη
στιγμή της εφαρμογής του η βία δεν απορρίπτεται· αλλά
ακριβώς τη στιγμή της νομοθέτησης, θεσπίζεται συγκε­
κριμένα ως νόμος όχι ένας ανεξάρτητος από τη βία, αλλά
ένας στενά συνδεδεμένος μαζί της, υπό τον τίτλο της
εξουσίας» (Benjamin 2002: 24, έμφαση Benjamin).
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
128
συγκρότηση και αναπαραγωγή του κράτους, όσο και τον
πρωτογενή χαρακτήρα του ως μονοπωλιστικού. Ο Που­
λαντζάς επεσήμανε επαρκώς τον δισυπόστατο χαρακτή­
ρα του κρατικού μονοπωλίου της βίας στην αυτοθέα­
ση και νομική του έκφανση ως κράτους δικαίου, χωρίς
να θεωρήσει ότι πρόκειται για σύμπλευση αντιφατικών
στοιχείων. Τόνισε ότι ο ρόλος της βίας στην οργάνωση
του κράτους δικαίου δεν είναι ούτε συμπτωματικός, ού­
τε απλά συμπληρωματικός, αλλά συγκροτητικός. Έτσι,
στην κατανόησή του για την υλική οργάνωση της εξου­
σίας ως ταξική σχέση, το οργανωμένο ΚΜΒ συνιστά το
«εχέγγυο αναπαραγωγής»:
«Η οργανωμένη φυσική βία είναι ο όρος ύπαρξης και το
εχέγγυο της αναπαραγωγής (…). Η μονοπωλημένη από το
Κράτος φυσική βία βρίσκεται μόνιμα στη βάση των τεχνι­
κών μέσων της εξουσίας και των μηχανισμών της συναί­
νεσης, ανήκει στο πλέγμα των πειθαρχικών και ιδεολογι­
κών οργάνων και πλάθει την υλικότητα του κοινωνικού
σώματος, πάνω στο οποίο ασκείται η κυριαρχία, ακόμα
κι όταν αυτή η βία δεν ασκείται απευθείας» (Πουλαντζάς
1978: 115).
Ασκώντας κριτική στην ανάλυση του Foucault και θεω­
ρώντας πως ο τελευταίος παραβλέπει τον ρόλο της ορ­
γανωμένης φυσικής βίας στην καταστολή και ότι ανάγει
την εξουσία στη συμβολική απαγόρευση (Πουλαντζάς
1978: 112), ο Πουλαντζάς θεωρεί πως όχι μόνο δεν είναι
ασύμβατα, αλλά το κράτος δικαίου βασίζει την αναπα­
ραγωγή του στο μονοπώλιο της βίας, καθώς αυτή, μέσω
του δικαίου, θεμελιώνεται ως «ορθολογική-έννομη»:
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
129
«Το καπιταλιστικό Κράτος, αντίθετα προς τα προκαπιτα­
λιστικά Κράτη, κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας. Η συνεισφορά του Μαξ Βέμπερ είναι ότι διευκρί­
νισε τούτο το σημείο δείχνοντας εξάλλου ότι η νομιμότητα
αυτού του Κράτους, το οποίο συγκεντρώνει την οργανω­
μένη δύναμη, είναι η θεμελιωμένη στον νόμο ‘ορθολογικήέννομη’ νομιμότητα: η τεράστια συσσώρευση των μέσων
σωματικού καταναγκασμού από το καπιταλιστικό Κρά­
τος συμβαδίζει με τον χαρακτήρα του ως Κράτος δικαίου»
(Πουλαντζάς 1978: 114, έμφαση Πουλαντζάς).
Έτσι, ακριβώς μέσα από τον συγκερασμό potestas/
violentia, το κράτος δικαίου κατορθώνει να ενσωματώ­
σει ένα σύνολο αντιθέσεων που είναι δομικές για τη
συγκρότηση του ΚΜΒ. Αυτή η αντίθεση συναρτάται με
τη σειρά της με άλλες, εξίσου λειτουργικές για το κρά­
τος και τους προσανατολισμούς του για την κοινωνική
συνοχή αντιθέσεις. Όπως διαπιστώνει η Krasmann, θε­
μελιακή προϋπόθεση για την εξασφάλιση του ΚΜΒ εί­
ναι μία σειρά ιδεολογικο-νομικών διαχωρισμών, όπως
εχθρός/φίλος του κράτους, παραβατική/σύννομη συμπε­
ριφορά, ασφάλεια/αταξία και κυρίως νόμιμη βία του
κράτους/μη-νόμιμη βία εξωκρατικών φορέων δράσης
και βίας:
«Ιστορικά, η σύμπτωση μεταξύ ασφάλειας και απειλής εί­
ναι δομική για την τάξη του νεωτερικού κράτους, εξασφα­
λίζοντας το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας εντός μι­
ας περιοχής (…), ως αξίωσης του κράτους στη νόμιμη βία
με σκοπό την παρεμπόδιση της πιθανής βίας από τους πο­
λίτες. Η λανθάνουσα απειλή, έτσι, με κανέναν τρόπο δεν
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
130
είναι εξωτερική , αλλά αντιθέτως συνέχεται. Η συνείδηση
της ασφάλειας είναι το αποτέλεσμα ενός σεναρίου απει­
λής, όπως αυτό αντιτίθεται στην υπόσχεση της ασφάλειας»
(Krasmann 2007: 309).
Επιπρόσθετα, οι potestas και violentia λειτουργίες του
κρατικού μονοπωλίου της βίας έχουν και μιαν ακόμη
κρίσιμη προέκταση. Μονοπώλιο της βίας σημαίνει πρω­
τίστως ότι το κράτος είναι ο μοναδικός φορέας της νόμι­
μης αξίωσης να κάνει πράγματα που, αν τα έπραττε κά­
ποιος άλλος, θα αποτελούσαν βία, εκβιασμό ή τρομοκρα­
τία (Green/Ward 2004: 3). Όπως έχει τονίσει ο Benjamin
(2002: 9), ακριβώς τη στιγμή που το μεμονωμένο υπο­
κείμενο (άτομο ή ομάδα) εγείρει σκοπούς που δεν μπο­
ρούν να επιδιωχθούν παρά με βία, η έννομη τάξη θα πα­
ρεμποδίσει τους σκοπούς αυτούς, όχι για τη ζημία που
προκαλούν οι ίδιοι οι σκοποί, αλλά για να προστατεύ­
σει το ίδιο το ΚΜΒ. Με αυτόν τον τρόπο, όπως εξηγεί ο
Benjamin (ό.π.: 8), γίνεται αξίωμα ότι «όλοι οι φυσικοί
σκοποί των μεμονωμένων ατόμων πρέπει να προσκρού­
ουν στους έννομους σκοπούς, εφόσον επιδιώκονται με
περισσότερη ή λιγότερη βία (…). Σύμφωνα με το εν λόγω
γενικό αξίωμα, προκύπτει ότι το δίκαιο θεωρεί τη βία
στα χέρια τού μεμονωμένου ατόμου κίνδυνο που υπο­
νομεύει την έννομη τάξη». Με αυτή την έννοια, το ΚΜΒ
εγείρει την αξίωση μιας νομιμότητας, στην οποία η εξω­
κρατική βία απαγορεύεται, όχι τόσο για τους ίδιους τους
σκοπούς που εγείρει, αλλά επειδή συγκρούεται με τη
βία του κράτους.
Το μονοπώλιο της βίας, οριοθετώντας τη σχέση κρά­
τους-κοινωνίας, αλλά και ως ένα βαθμό και τις διατομι­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
131
κές και διαομαδικές σχέσεις, αποτελεί τη βάση της νομι­
μοποίησης του κράτους, την αποκλειστικότητά του, δη­
λαδή, να ορίσει ποια δράση, ποιες αξιώσεις, ποιοι σκο­
ποί και ποια μέσα είναι έννομοι ή όχι, ποιος φορέας
μπορεί να λειτουργήσει ελεγκτικά και ποιος όχι, καθώς
«το δικαίωμα της χρήσης φυσικής βίας παρέχεται και σε
άλλες οργανώσεις ή σε πρόσωπα, μόνο στο βαθμό στον
οποίο επιτρέπει το κράτος» (Weber 1996: 45, έμφαση
Weber). Δεν καθορίζει δηλαδή μόνο τη φύση της δικής
του κοινωνικοπολιτικής δράσης, αλλά κυρίως χαράσσει
τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δράση των μη-κρατι­
κών φορέων. Το ΚΜΒ είναι η ταξινομητική εξουσία, που
διακρίνει το έννομο από το μη και αποφασίζει σχετικά
με τον βαθμό, το είδος, τη συχνότητα και την ένταση του
ελέγχου που πρέπει να ασκηθεί σε άτομα ή ομάδες, που
παρεκκλίνουν από τους ορισμούς του.
1.10. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας και η εδαφική
κυριαρχία
Θεωρητικοί του κράτους που αντλούν από την κριτι­
κή γεωγραφία υποστηρίζουν ότι «ο ορισμός του Weber
παρέχει εικόνες ενός κρατικού χώρου σαν ένα δεδομένο
και σχετικά απαράλλαχτο χαρακτηριστικό του νεωτερι­
κού κράτους» (Brenner et al. 2003: 2). Θεωρούν, μάλι­
στα ότι, ενώ ο Weber ανάλυσε επαρκώς το ζήτημα της
νομιμότητας του ΚΜΒ, δεν εστίασε ιδιαίτερα στην εδα­
φικότητα του κράτους και ότι, γενικά, η έννοια του χώ­
ρου του κράτους (state space) έχει παραγκωνιστεί από
την πολιτική θεωρία του 20ου αιώνα (ό.π.). Ένα μέρος της
132
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ανάλυσης του Mann αφιερώνεται στον ρόλο της εδαφι­
κοποίησης κατά τη συγκρότηση των κοινωνιών που η πο­
λιτική τους εξουσία οργανώνεται με τη μορφή του νεω­
τερικού κράτους. Στη θεώρησή του το ΚΜΒ σχετικοποι­
είται. Δεν ερευνώνται οι διαμεσολαβήσεις βίας, καταστο­
λής και καταναγκασμού που ιστορικά τό συγκροτούν,
και οι αρχές του κράτους αντιμετωπίζονται ως διϊστορι­
κές. Για τον Mann (1986: 55) στη θέση του βεμπεριανού
ΚΜΒ υπάρχει «κάποιος βαθμός οργανωμένης πολιτικής
βίας». Στον ορισμό του για το κράτος αναφέρει ότι αυτό
συντίθεται από τα εξής τέσσερα διαφορετικά στοιχεία:
«Ένα διαφοροποιημένο σύνολο θεσμών και προσωπικού,
εγκαταστημένοι με κεντρικό τρόπο, με την έννοια ότι οι πο­
λιτικές σχέσεις ακτινώνονται από το κέντρο προς τα έξω,
για να καλύψουν μιαν εδαφικά ορισμένη περιοχή, επί της
οποίας αυτό ασκεί κάποιο βαθμό δεσμευτικής εξουσίας,
που στηρίζεται από κάποια οργανωμένη πολιτική βία».
Η ανασκευή του ορισμού του Weber από τον Mann
απέχει από την έμφαση που δίνει ο πρώτος στη μονο­
πώληση της βίας, σύμφωνα δε με τον Shaw (2003: 124),
ο Mann εγκαταλείπει πλήρως την έννοια του ΚΜΒ11.
Ασκώντας κριτική στις θεωρίες κράτους που αποκαλεί
«αναγωγικές», θεωρεί πως το κράτος δεν είναι ούτε
χώρος ταξικού αγώνα, ούτε εργαλείο ταξικής κυριαρ­
11 Θεωρεί μάλιστα πως ο Weber είχε επηρεαστεί από τη
γερμανική μιλιταριστική παράδοση των Gumplowicz,
Ratzenhofer και Schmitt, που θεωρούσαν το κράτος ως φο­
ρέα μιλιταριστικής εξουσίας έναντι οικονομικών και ιδεο­
λογικών δομών (Mann 2006: 54).
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
133
χίας, ούτε εκφραστής κοινών αξιών. Ξεκινώντας από
τη μη-μαρξιστική αφετηρία, ότι «ο τρόπος οικονομικής
παραγωγής και ταξικής πάλης δεν μπορούν σε ‘τελευ­
ταία ανάλυση’ (…) να ενοποιήσουν και να διαλύσουν
ολόκληρες κοινωνίες» (Mann 2006: 49), προχωράει σε
μια ταξινόμηση τεσσάρων μορφών διϊστορικής εξου­
σίας, της πολιτικής, της ιδεολογικής, της στρατιωτικής
και της οικονομικής. Αυτές οι μορφές εξουσίας ενυ­
πάρχουν σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις της ανθρώπι­
νης ιστορίας και δεν υπάρχει κάποια που να υπερισχύ­
ει έναντι των άλλων. Παρότι ο Mann (2006: 71) δέχεται
ότι «μόνο το κράτος είναι από τη φύση του συγκεντρω­
τικό σε μιαν εδαφική επικράτεια επί της οποίας ασκεί
δεσμευτική εξουσία», δεν συστηματοποιεί την έννοια
του μονοπωλίου. Αυτό συμβαίνει, επειδή θεωρεί ότι το
κράτος δεν χρησιμοποιεί κάποια περαιτέρω ή διαφο­
ρετική εξουσία που να μην υπάρχει ήδη στο κοινωνικό
σώμα, που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως κοινωνία των πο­
λιτών. Σε αυτό διαφοροποιείται από τον Weber, καθώς
για τον Mann (ό.π., έμφαση Mann) «το κράτος δεν δι­
αθέτει ξεχωριστά μέσα εξουσίας, ανεξάρτητα και ανά­
λογα με την οικονομική, στρατιωτική και ιδεολογική
εξουσία». Παρότι εργαλειοποιεί τη βεμπεριανή μεθο­
δολογία στην αναζήτηση ιστορικών μοναδικοτήτων του
βιομηχανικού, καπιταλιστικού κράτους, σε αντίθεση με
προνεωτερικές μορφές πολιτικής εξουσίας που ονομά­
ζει επίσης «κράτη» (π.χ. το φεουδαρχικό κράτος, το
προβιομηχανικό κράτος, το κράτος της ύστερης προϊ­
στορίας κτλ.), ο Mann δεν φαίνεται να ασπάζεται τη
βεμπεριανή αντίληψη περί ΚΜΒ ως «ειδικού μέσου»
του κράτους. Έτσι, αφού το ΚΜΒ δεν είναι ξεχωριστό
134
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
μέσο και δεν άρχει επί της κοινωνίας, έπεται ότι «τα
κράτη σπανίως απομακρύνονται αισθητά από τις κοι­
νωνίες των πολιτών τους» (ό.π.: 64).
Συνεπώς, το ΚΜΒ στον Mann δεν αποτελεί μιαν ει­
δική εξουσιαστική ποιότητα του κράτους προς την κοι­
νωνία, τουλάχιστον όχι με τον ουσιοκρατικό βεμπεριανό
τρόπο. Το κράτος προς τα μέσα είναι, κατά τον Mann,
«αυτόνομο» και αποτελεί μια διαφοροποιημένη ιστορι­
κά χωροκοινωνική οργάνωση με ορθολογικό χαρακτή­
ρα και ενεργό ρόλο κατά την αποστασιοποίησή του από
την πολλαπλότητα των κοινωνικών συγκρούσεων. Με τον
«ενεργό ρόλο» που δίνει στο κράτος ως «δρών υποκείμε­
νο», επιχειρεί να διαχωρίσει τη θέση του από αυτήν του
Πουλαντζά, θεωρώντας μεν το κράτος ως αρένα, αλλά
αρένα όχι μιας «σχετικής», αλλά μιας ευρύτερης αυτονο­
μίας. Αυτή η αυτονομία προκύπτει από τη θέση του, ότι
το κράτος αναλογεί (ομοιογενοποιώντας μέσω της εδα­
φικοποίησης αυτές τις κοινωνίες) στην «εμφάνιση των
πολιτισμένων, ταξικά διαστρωματωμένων κρατικών κοι­
νωνιών (ό.π.: 77). Εντός λοιπόν αυτών των συγκεκριμενο­
ποιημένων στον γεωγραφικό χώρο «πολιτισμένων, ταξι­
κά διαστρωματωμένων κοινωνιών», το κράτος δεν προ­
κύπτει για λόγους γενικότερου οικονομικοκοινωνικού και
ταξικού συντονισμού ενός πλέγματος σχέσεων εξουσίας,
αλλά «η αυτόνομη εξουσία του είναι προϊόν της χρησιμό­
τητας του ενισχυμένου εδαφικού συγκεντρωτισμού στην
κοινωνική ζωή γενικά» (Mann 2006: 87).
Eπειδή αυτές οι «πολιτισμένες» κοινωνίες «ζητούν»
και «χρειάζονται» το κράτος, το ΚΜΒ, όπως και άλλα
μονοπώλια (π.χ. της φορολογίας), είναι μεν συστατικά
στοιχεία που ριζοσπαστικοποιούν ιστορικά το κράτος,
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
135
αλλά η βία, η επιβολή ή η ιδεολογικοποίηση του κρά­
τους ως έθνους, καθώς και οι κοινωνικές και ακόμα
λιγότερο οι ταξικές συγκρούσεις δεν είναι στον Mann
πρωτεύοντες λόγοι για τη νομιμοποίηση και αναπα­
ραγωγή του κράτους, όσο η λειτουργικότητα και κοι­
νωνική του χρησιμότητα στην αξιοποίηση εδαφικά συ­
γκεντρωμένων και συλλογικά εκμεταλλευόμενων πό­
ρων. Το κράτος, με τις «εξουσίες υποδομής» και τη
διείσδυση στην κοινωνία, κατορθώνει να αναπαράγε­
ται ως αυτόνομο, χρησιμοποιώντας ένα βαθμό οργα­
νωμένης βίας εντός ενός συγκεκριμένου εδάφους και
μορφοποιώντας την πολιτισμική μορφή του πληθυσμού
σε εδαφικά καθορισμένη κοινωνία. Αξιοσημείωτο είναι
επίσης ότι ο Mann (2006: 57) δεν αναγνωρίζει ποιοτι­
κές διαφορές εξουσίας μεταξύ των ομάδων, που χωρίς
κάποιο ειδικό κριτήριο διαχωρισμού και υπό τη σκέπη
της «κοινωνίας των πολιτών» ταξινομεί σε «ιδεολογι­
κά κινήματα», «οικονομικές τάξεις» και «στρατιωτι­
κές ελίτ», στις οποίες και αντιτίθενται οι «κρατικές
ελίτ». Δεν είναι, δηλαδή, σαφές πώς για παράδειγμα
τα «ιδεολογικά κινήματα» και οι «στρατιωτικές ελίτ»
είναι ξεκομμένα από τις «οικονομικές τάξεις», ή ποι­
οι αποτελούν τις «κρατικές ελίτ» και γιατί οι «στρα­
τιωτικές ελίτ» δεν υπόκεινται στις κρατικές, ούτε πώς
προκύπτει αυτή η συμμετρία εξουσίας μεταξύ τους. Η
σύνδεση των «κρατικών ελίτ» με το ΚΜΒ, όπως συχνά
γίνεται από ινστιτιουσαναλιστικές προσεγγίσεις, αφή­
νει ασαφή τη διάκριση μεταξύ κράτους και κρατικών
ελίτ. Αν το κράτος δεν είναι η πολιτική κορύφωση του
ΚΜΒ, αν δεν αποτελεί το ίδιο την πολιτική «ελίτ» και
ενυπάρχουν άλλες ελίτ στο εσωτερικό του, τότε ποια η
136
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σχέση αυτών με το κράτος και πώς το κράτος συνάδει
με την ανάπτυξή τους;12
Η προσέγγιση του κράτους ως «συνόλου θεσμών»
παρουσιάζει το κράτος ως ένα –μάλλον χαλαρό– πλέγμα
μεταξύ θεσμών και μηχανισμών, χωρίς μιαν ειδική εξου­
σιαστική ιδιότητα να καθιερώνει τους θεσμούς ως δια­
κριτή κρατική ενότητα. Δεν προσδιορίζεται, έτσι, η σχέση
μεταξύ του ΚΜΒ και των κρατικών θεσμών, αλλά –και
πέραν της κοινής υπαγωγής τους στο κράτος– ούτε η
σχέση των θεσμών μεταξύ τους, έτσι, ώστε στην τραβηγ­
μένη εκδοχή της προσέγγισης το κράτος «δεν υπάρχει»
έξω από τους θεσμούς και δεν είναι παρά οι θεσμοί του.
Στον όμοιο με τον ορισμό του Mann ορισμό των Hall και
Ikenberry (1996: 2) συναντάται το πρόβλημα τόσο του
κράτους ως «συνόλου θεσμών» όσο και το πρόβλημα
των «κρατικών ελίτ», εδώ με τη μορφή του «κρατικού
προσωπικού»:
«Το κράτος είναι ένα σύνολο θεσμών που επανδρώνεται
από το κρατικό προσωπικό. Ο πιο σπουδαίος θεσμός είναι
αυτός των μέσων της βίας και του καταναγκασμού. Αυτοί
οι θεσμοί είναι στο κέντρο μιας εδαφικής επικράτειας, που
12 Ακόμα και από πλευράς θέσης στον ορισμό του κρά­
τους, οι «κρατικές ελίτ» συνιστούν μια ταυτολογία που
έχει ήδη επισημανθεί ήδη από τον Hay (1996: 6): «Το να
ειπωθεί ότι κρατικοί θεσμοί είναι αυτοί που διοικούνται
από το προσωπικό τού κράτους δεν βοηθάει ιδιαίτε­
ρα. Εγκλωβιζόμαστε σε έναν αιώνιο ταυτολογικό κύκλο.
Πώς ξέρουμε ότι ένας θεσμός είναι ένας θεσμός του
κράτους; Τόν διοικεί κρατικό προσωπικό. Πώς ξέρουμε
ότι είναι κρατικό προσωπικό; Εργάζονται για ένα θεσμό
του κράτους».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
137
συνήθως ονομάζεται κοινωνία. Το κράτος δρα προς τα μέ­
σα στην εθνική κοινωνία και προς τα έξω σε ευρύτερες κοι­
νωνίες. Η συμπεριφορά του σε ένα πεδίο συχνά εξηγείται
από τις δραστηριότητές του σε ένα άλλο. Το κράτος ασκεί
το μονοπώλιο της βίας εντός ενός εδάφους».
Από ρεαλιστική αφετηρία, οι Hall και Ikenberry, οι
οποίοι αναζητούν κριτήρια διαχωρισμού των «αδύνα­
μων» από τα «δυνατά» κράτη, με σκοπό να συγκροτή­
σουν μια θεωρία της «ικανότητας» (capacity) του κρά­
τους να δημιουργεί ισχυρές οικονομίες και κοινωνίες με
υψηλή συνοχή, αντλούν από τον διαχωρισμό του Mann
μεταξύ δεσποτικής εξουσίας του κράτους και εξουσί­
ας υποδομής και από τη θεώρησή του περί «αυτόνομου
κράτους», καθώς η αυτονομία θα κρίνει και την «ισχύ»
ή μη του κράτους. Εκκινώντας από τον Mann, θεωρούν
ότι η διεύρυνση της εξουσίας υποδομής, όπως αυτή ανα­
δύθηκε από τις εξελίξεις και τις αδυναμίες της αγρο­
τικής κοινωνίας, σε αντίθεση με τη δεσποτική εξουσία
και τα μονολιθικά ΚΜΒ λ.χ. των απολυταρχικών κρα­
τών, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία «δυνα­
τών» κρατών που κατόρθωσαν μέσω της γραφειοκρατί­
ας, αλλά και της συνεργασίας με τις κοινωνικές ομάδες
να διεισδύσουν στην κοινωνία αποσπώντας τη συναίνε­
σή της στο ΚΜΒ.
Παρότι οι ίδιοι τελικώς δεν κατορθώνουν να ξεφύ­
γουν από τη στατικοποίηση της έννοιας του ΚΜΒ, μία
κρίσιμη για το ΚΜΒ παρατήρησή τους είναι ότι οποι­
οδήποτε στατικό στοιχείο στην ανάλυση του κράτους
θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, διότι οι συγκυρίες
που αντιμετωπίζει ένα κράτος θα αλλάξουν τόσες φο­
138
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρές, όσες και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να
ασκήσει την πολιτική που θα τό κάνει να φαίνεται λι­
γότερο ή περισσότερο δυνατό. Αφομοιώνοντας τη βε­
μπεριανή προσέγγιση του ΚΜΒ ως μέσου και με τους
σκοπούς τού κράτους ανοιχτούς στη συγκυρία, οι Hall
και Ikenberry (1996: 96) δεν αρθρώνουν μια θεωρία της
δομής ή των οικονομικών σκοπών του κράτους, και θε­
ωρούν ότι «οι ρόλοι που το κράτος βρίσκει απαραίτη­
το να παίξει στην οικονομική ανάπτυξη ποικίλλουν στον
ίδιο βαθμό με τις πραγματικές του ικανότητες να παίξει
τέτοιους ρόλους».
Υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι «η ανάλυση του κρά­
τους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον ρεαλισμό» και
ότι «στις εσωτερικές σχέσεις, η επιμονή του ρεαλισμού
ότι το κράτος έχει γίνει το κεντρικό μέσο για την εγ­
γύηση ενός σταθερού και τακτοποιημένου τρόπου ζω­
ής, και κυρίως για την εγγύηση της συμμετοχής στη δι­
εθνή αγορά, είναι αξιέπαινη» (ό.π.: 97). Το ΚΜΒ των
Hall και Ikenberry είναι δηλαδή η ρεαλιστική αναγνώ­
ριση του κράτους ως ρυθμιστή της εσωτερικής ασφά­
λειας με σκοπό τη δημιουργία μιας «ισχυρής» οικονο­
μίας. Το αν θα είναι «ισχυρή» οικονομία προς τα μέσα
κρίνεται από τη συμμετοχή της στη «διεθνή αγορά».
Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρα στην ανάλυσή τους πώς
το κράτος καθορίζει τη σχέση εσωτερικής και διεθνούς
αγοράς, ούτε με ποιων φορέων τα κριτήρια η οικονομία
ορίζεται ως ισχυρή, ούτε τι είδους οικονομικοκοινωνι­
κές ανισότητες παράγει, ούτε τι είδους ποιότητα απο­
τελεί το ΚΜΒ και πώς οι μηχανισμοί της βίας καθορί­
ζουν τις προτεραιότητες και την ατζέντα της «ισχυρής»
οικονομίας.
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
139
Η ανάλυσή τους, στο νεοβεμπεριανό μοτίβο της
ιστορικής διαφοροποίησης του νεωτερικού από τα φε­
ουδαρχικά κράτη του Mann, καταλήγει στον ρεαλι­
σμό, όχι για να αναδείξει την άσκηση βίας και κατα­
ναγκασμού και τον ρόλο του ΚΜΒ στην άσκηση κοι­
νωνικού ελέγχου πάνω σε ταξικές ομάδες, αλλά για να
πείσει για τον «αναγκαίο» χαρακτήρα του κράτους.
Στην απολογία τους για το κράτος, και θεωρώντας
ότι ο Μαρξισμός και ο φιλελευθερισμός δεν παρέχουν
επαρκείς θεωρίες του κράτους (οι σύντομες παρου­
σιάσεις μαρξιστικών και φιλελεύθερων θεωριών εξα­
ντλούνται στους Μαρξ, Λένιν, Κάουτσκυ και αντίστοι­
χα στους Smith και Kant), οι Hall και Ikenberry (1996:
100) εναποθέτουν τις ελπίδες σε ένα κράτος, που στην
πληθώρα των «απαραίτητων» εσωτερικών και εξωτε­
ρικών του λειτουργιών θα γίνεται ολοένα και πιο «ορ­
θολογικό», ελπίδα που, όπως πιστεύουν, αντιτίθεται
σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως «ελπίδα του Μαρξι­
σμού για αντικατάσταση των κρατών από μια πολυε­
θνική κοινωνία τάξεων». Τέλος, εκφράζουν τη φοβία,
ότι «η δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κόσμου, πιθα­
νώς να μάς κατέστρεφε όλους», εφησυχάζουν όμως
ευθύς αμέσως με τη διαπίστωση ότι «η ταξική σύ­
γκρουση έχει σταθερά εγκατασταθεί εντός των κα­
πιταλιστικών κρατών, γεγονός που δεν θα αφήσει (τη
σοσιαλιστική κοινωνία) να πραγματοποιηθεί» (ό.π.,
έμφαση Hall/Ikenberry).
140
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
1.11. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας, το έθνος και ο
εθνικισμός
Η ανάλυση του Gellner συνδέει το ΚΜΒ με το σύστη­
μα της εκπαίδευσης, το έθνος-κράτος και τον εθνικισμό.
Αναφερόμενος στη βεμπεριανή θεώρηση του κράτους ως
κατόχου του ΚΜΒ, ο Gellner (1983: 16) θεωρεί πως «η
ιδέα που κρύβεται πίσω από τον βεμπεριανό ορισμό εί­
ναι απλή και γοητευτική»: Στις κοινωνίες με τον σύνθε­
το καταμερισμό εργασίας των βιομηχανικών, η επίλυση
των συγκρούσεων δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τη βία
των ιδιωτών ή διάφορων οργανωμένων κοινωνικών ομά­
δων, αλλά απαιτεί ένα συγκεντρωτικό, σαφώς αναγνω­
ρίσιμο και πειθαρχικό φορέα. «Αυτός ο φορέας είναι το
κράτος», υποστηρίζει ο Gellner (έμφαση Gellner ό.π.: 17),
παρότι σε πολλές περιπτώσεις η βία μη-κρατικών ομά­
δων μπορεί επίσης να είναι κοινωνικοποιημένη και ανε­
κτή από το κράτος13. Στην προσέγγιση του Gellner το
ΚΜΒ συνδέεται με την εμφάνιση, τις δυνατότητες και
τις ανάγκες της «εποχής του εθνικισμού», η οποία γεν­
νά τα έθνη (και όχι το αντίστροφο). Όπως και ο Mann,
έτσι και ο Gellner ενσωματώνει τη βεμπεριανή ιστορική
μεθοδολογία για τον αναλυτικό διαχωρισμό προνεωτερι­
13 Ο Gellner (1983: 17) αναφέρει μερικά παραδείγματα: η
ανοχή των πολέμων μεταξύ τιμαριούχων από την πλευρά
του φεουδαρχικού κράτους, στον βαθμό που οι τιμαριούχοι
πληρούσαν τις υποχρεώσεις τους προς τον ανώτερο άρχο­
ντα τους, η ανοχή της «βεντέτας» ή το ότι, μετά τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, το ιρακινό κράτος ανεχόταν λεηλασίες
μεταξύ φυλών, υπό τον όρο ότι οι επιδρομείς θα έδιναν
αναφορά, πριν και μετά την επιχείρηση, στην αστυνομία
σχετικά με τα λάφυρα και τους νεκρούς.
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
141
κών και νεωτερικών κρατών και κοινωνιών. Σημείο το­
μής στην ιστορικοποίηση της νεωτερικής κοινωνίας είναι
το ΚΜΒ:
«Παρότι (η βεμπεριανή αρχή του ΚΜΒ) είναι εθνοκεντρική
και κάνει την άρρητη παραδοχή του δυτικού κράτους, μοι­
άζει σήμερα ικανοποιητική (…), το κράτος είναι ο θεσμός
που σχετίζεται με την τήρηση της τάξης (…) και υπάρχει
εκεί, όπου ειδικευμένοι στην τήρηση της τάξεως μηχανι­
σμοί, όπως αστυνομικές δυνάμεις και δικαστήρια, έχουν
διαχωριστεί από την υπόλοιπη κοινωνική ζωή. Αυτοί είναι
το κράτος» (ό.π.: 18, έμφαση Gellner).
Κεντρική στη συγκρότηση του εθνικισμού είναι κα­
τά τον Gellner η κρατική διαχείριση ενός ενιαίου εκπαι­
δευτικού συστήματος. Το εκπαιδευτικό σύστημα απο­
σκοπεί στην επίτευξη μιας αναγκαίας για την οικονο­
μία πολιτισμικής ομοιογένειας για την εκπαίδευση του
εργατικού δυναμικού σύμφωνα με τα κριτήρια της νέας
βιομηχανικής παραγωγής. Η πολιτική οντότητα που συ­
γκροτείται με πυρήνα το ΚΜΒ αναλαμβάνει την εκπαί­
δευση του πληθυσμού με βάση την «υψηλή κουλτούρα»
μιας μαζικά εγγράμματης, βιομηχανικής κοινωνίας με
τυποποιημένα συστήματα επικοινωνίας, εντατικοποιη­
μένη χρήση της τεχνολογίας και μια γραφειοκρατία για
την οργάνωση των κοινωνικο-τεχνικών πόρων, στοιχεία
που δεν κατόρθωσαν να εμφανιστούν σε προβιομηχα­
νικές κοινωνίες και αποτελούν προϋποθέσεις γέννησης
του εθνικισμού.
Ο εθνικισμός, «ως η πολιτική αρχή η οποία υποστη­
ρίζει την εναρμόνιση της πολιτικής και της εθνικής οντό­
142
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τητας» (ό.π.: 13), απαιτεί μια πολιτισμική ομοιογένεια,
χωρίς ο ίδιος να τήν επιβάλλει από τα πάνω. Ο εθνικι­
σμός, σύμφωνα με τον Gellner, δεν είναι ένα τυχαίο, «δυ­
σάρεστο» γεγονός που ατυχώς γεννήθηκε συμπτωματι­
κά κατά τη μετάβαση από τις αγροτικές στις βιομηχανι­
κές κοινωνίες, ούτε η εκπλήρωση αταβιστικών δυνάμεων
του αίματος και του τόπου, ούτε κάποια «φυσική» ιδε­
ολογία της νεωτερικής κοινωνίας, ούτε μία λανθασμέ­
νη στροφή της ιστορίας, όπου το επαναστατικό μήνυ­
μα προωθήθηκε στα έθνη αντί για τις τάξεις, για τις
οποίες μία μερίδα μαρξιστών υπέθεσε πως προοριζόταν.
Αντίθετα, υποστηρίζει ο Gellner, ο εθνικισμός αποτελεί
ένα εγγενές στη νεωτερική εποχή φαινόμενο, βασισμέ­
νο στο συγκεντρωτικό εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα και
τις ανάγκες της βιομηχανοποίησης, δεδομένου ότι οι δο­
μές των αγροτικών κοινωνιών δεν ευνοούσαν τη σύγκλι­
ση πολιτικών και πολιτισμικών στοιχείων και δεν έτειναν
στην πολιτισμική ομοιομορφοποίηση, όπως αυτή διεξά­
γεται μέσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα των βι­
ομηχανικών κοινωνιών.
Οι εκάστοτε εθνικισμοί –ακόμα και οι αφομοιωμένοι
από τη γλώσσα του ΚΜΒ εθνικισμοί– βασίζονται συνή­
θως σε στρεβλές και στρατηγικά επιλεκτικές αναγνώσεις
ιστορικών γεγονότων, σε επινοήσεις παραδόσεων για τη
χωροχρονικά αναλλοίωτη κατασκευή μιας κοινής, έξω
από οικονομικές ή κοινωνικές ανισότητες και εσωτερι­
κές συγκρούσεις ιστορίας, σε ιδεολογήματα καθαρότη­
τας στη βάση απροσδιόριστων κριτηρίων φυλής ή αίμα­
τος, στην εξιδανίκευση νεκρών γλωσσών, στην εφεύρεση
ηθογραφιών που συνιστούν τη μοναδικότητα ενός έθνους
κτλ. Παρά την αυτοθέαση του εθνικισμού ως αντικειμενι­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
143
κής αλήθειας και αναντίρρητου «αιώνιου χθες» (Weber),
ο εθνικισμός ουσιαστικά αποτελεί την εναρμόνιση μετα­
ξύ ιδεολογίας και καταμερισμού εργασίας, τη σύντμηση
κράτους-οικονομίας-εκπαίδευσης:
«(Ο εθνικισμός συνιστά) τη γενικευμένη εκείνη διάδοση
ενός ιδιώματος, διαμεσολαβούμενου από το σχολείο και
ελεγχόμενου από την ακαδημία, που κωδικοποιείται έτσι,
ώστε να ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας σχετικά ακριβούς
γραφειοκρατικής και τεχνολογικής επικοινωνίας. Είναι η
εγκαθίδρυση μιας ανώνυμης, απρόσωπης κοινωνίας, με
άτομα αμοιβαία αντικαθιστόμενα, των οποίων η συνοχή
εξασφαλίζεται πάνω από όλα μέσω ενός κοινού πολιτι­
σμού τέτοιου τύπου, ο οποίος έρχεται να αντικαταστή­
σει την προηγούμενη σύνθετη δομή των τοπικών ομάδων,
που στηρίζονταν σε λαϊκές παραδόσεις, τοπικά και ιδι­
όμορφα αναπαραγόμενες από τις ίδιες τις μικροομάδες.
Αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα» (Gellner, έμφαση
Gellner 1983: 109).
Η συνύπαρξη κράτους και έθνους δεν σημαίνει ότι το
ένα προϋποθέτει απαραίτητα το άλλο για να αναπτυ­
χθεί, καθώς αυτά μπορούν (όπως και έχει συμβεί) να
γεννηθούν ξεχωριστά. Ο εθνικισμός, όμως, συνάδει με
την πολιτική εξουσία που είναι οργανωμένη σε κράτος ή
με μια εξουσία που φιλοδοξεί να γίνει κράτος με μονο­
πωλιστικές αξιώσεις στην άσκηση βίας, οι οποίες προω­
θούνται ως κοινωνικά αποδεκτές. Η διαφοροποιημένη
από τις προβιομηχανικές κοινωνίες νέα οικονομία κάνει
το ΚΜΒ και την πραγμάτωσή του ως εθνικού ΚΜΒ όχι
απλά μια σποραδική επιλογή, όπως ήταν σε φεουδαρχι­
144
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κές κοινωνίες, αλλά μιαν επιτακτική αναγκαιότητα. Αξι­
οσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι στην ανάλυση του Gellner
δεν είναι η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, με
την έννοια μιας θεσμοποιημένης αναπαραγωγής του τα­
ξικού συσχετισμού που κάνει το ΚΜΒ απαραίτητο, αλλά
ο καταμερισμός εργασίας μιας «εκλεπτυσμένης εγγράμ­
ματης υψηλής κουλτούρας», με υψηλή κοινωνική κινητι­
κότητα, ένα μεγάλο βαθμό επικοινωνιακών δυνατοτήτων
και μια σύμφυτη με αυτήν την κοινωνία έννοια της συνε­
χούς μεταβολής και «προόδου».
Στην ανάλυσή του για τον εθνικισμό, στη συγκρό­
τηση του ιστορικού μορφώματος του έθνους-κράτους,
το ΚΜΒ είναι μεν κεντρικό, τόσο στη λειτουργία του
στην κοινωνική συνοχή για τη διαχείριση και αναπα­
ραγωγή της βιομηχανικής κοινωνίας, όσο και στη λει­
τουργία του στην κατασκευή μιας εθνικής οντότητας
που ταυτίζεται με την πολιτική οντότητα. Πρόκειται,
ωστόσο, για ένα ΚΜΒ με τον χαρακτήρα μιας πολιτι­
σμικής οικουμενικοποίησης, αυτής του έθνους. Κατά
τη διαδικασία εθνικής εδαφικοποίησης των κοινωνιών
της νεωτερικότητας, το κράτος «προΐσταται, συντηρεί
και ταυτίζεται με έναν πολιτισμό, ένα στυλ επικοινω­
νίας, το οποίο υπερισχύει εντός των συνόρων του και
εξαρτάται για τη διαιώνισή του από ένα συγκεντρωτι­
κό εκπαιδευτικό σύστημα που βρίσκεται υπό την επο­
πτεία και συχνά υπό τη διαχείριση τού εν λόγω κρά­
τους, το οποίο και μονοπωλεί τη νόμιμη κουλτούρα
όσο σχεδόν και τη νόμιμη βία, ή ίσως και περισσότε­
ρο» (ό.π.: 244). Η σειρά (και στην ανάλυσή του, έχει
ιδιαίτερη σημασία η σειρά) με την οποία ο Gellner
εξηγεί το σύμπλεγμα οικονομία, έθνος-κράτος, ΚΜΒ
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
145
είναι η εξής: η νέα οικονομία χρειάζεται μια κεντρική
κουλτούρα (το έθνος και τον εθνικισμό), η οποία χρειά­
ζεται ένα κράτος για να εξασφαλίσει τη συνέχειά της
και να απαγορεύσει την άσκηση ιδιωτικής βίας μέσω
του ΚΜΒ (ό.π.:245).
Το ΚΜΒ, έτσι, είναι σε αυτήν την πολιτική ανθρω­
πολογία η κατάληξη και η ηθική επιταγή ενός πολιτι­
σμού που γεννά η βιομηχανική παραγωγή. Η ιστορική
περιοδολόγηση του κράτους από τον Gellner διαφέρει
από άλλες ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, που συχνά
αναζητούν το κράτος σε προ-καπιταλιστικές κοινωνίες,
ταυτίζοντας το κράτος με τη διακυβέρνηση ή την πο­
λιτική γενικά. Ωστόσο, ως στοχαστής της «βιομηχανι­
κής» και όχι της «καπιταλιστικής» κοινωνίας εν γένει
ο Gellner, δεν αποφεύγει μόνο να τήν ονομάσει καπι­
ταλισμό, αλλά αποφεύγει και να τήν αναλύσει ως τέ­
τοια. Το έθνος-κράτος εξετάζεται ως ένα ανθρωπολο­
γικό-πολιτισμικό φαινόμενο, ενώ ο ταξικός, εξουσια­
στικός χαρακτήρας τού κράτους και το συστατικό της
βίας στον σχηματισμό των μονοπωλιστικών του αξιώ­
σεων στη νομιμότητα δεν συσχετίζονται με άμεσο τρό­
πο στην ανάλυση του Gellner με το έθνος και τον εθνι­
κισμό. Επίσης, η υπεροχή που δίνει στην πολιτισμική
διάσταση του εθνικισμού, τόν απομακρύνει από την
ανάλυση των ειδικών αναγκών των οικονομικών συστη­
μάτων που μελετά, προσδίδοντας στους ιδεολογικούς
μηχανισμούς του έθνους μια μη-εμπειρική, εξω-οικονο­
μική διάσταση.
Επίσης, παρότι ο Gellner εντάσσει τους κατασταλτι­
κούς θεσμούς του ΚΜΒ στην εποχή του εθνικισμού, δεν
εστιάζει στον ρόλο τους στην εθνικοποίηση των κοινω­
146
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νιών. Την ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση της εθνικοποίησης
των κοινωνιών μέσα από το ΚΜΒ τονίζουν oι Loader
και Walker (2007: 27), οι οποίοι επεκτείνουν τον ρόλο
του ΚΜΒ και υποστηρίζουν ότι «εκτός από το μονοπώ­
λιο της βίας, το κράτος έχει στη διάθεσή του και το μο­
νοπώλιο της συμβολικής βίας». Με αυτό εννοούν πως,
εκτός από τον κατασταλτικό ρόλο, η αστυνομία είχε να
επιτελέσει και έναν «εθνικό». Όπως και η φυσική, έτσι
και η συμβολική βία ασκείται από την αστυνομία, η
οποία, όπως επισημαίνουν οι Loader και Walker (ό.π.),
ιστορικά είχε ένα καίριο ρόλο στο ευρύτερο πρόγραμ­
μα της εθνικοποίησης των κοινωνιών. Καθώς τα κράτη
αναζητούσαν να καλλιεργήσουν ταυτότητες έθνους και
κοινότητας και να ενοποιήσουν τάξεις και ομάδες κάτω
από ένα «έθνος», η αστυνομία έπαιζε, εκτός των άλλων
αρμοδιοτήτων κοινωνικού ελέγχου, τον ρόλο της άσκη­
σης συμβολικής βίας για την προάσπιση του «έθνους».
Επιτηρώντας εθνικά σύνορα, διασφαλίζοντας την εδα­
φικότητα του κράτους, γαλουχώντας εθνικές ταυτότη­
τες, προωθώντας την καταστολή ως εθνική αναγκαιότη­
τα και ενσαρκώνοντας μιαν αντίληψη κοινωνικής συνο­
χής, στη βάση της καταστολής ομάδων που δεν άπτο­
νταν του «εθνικού συμφέροντος» και της εθνικά νοού­
μενης συνοχής, ο ρόλος της αστυνομίας δεν ήταν ποτέ
απλά κατασταλτικός, ούτε απλά εξαναγκαστικός ή εκ­
φοβιστικός, αλλά εξυπηρετούσε εξαρχής ένα συνθετό­
τερο πρόγραμμα εμπλοκής του ΚΜΒ στη συγκρότηση
της κοινωνίας ως ταυτόχρονα ταξικής, εθνικής και πει­
θαρχικής.
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
147
1.12. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας και η θεώρηση
της εξουσίας του Michel Foucault
«Χρειαζόμαστε μια πολιτική φιλοσοφία που να μην
έχει αφετηρία την κυριαρχία. Χρειαζόμαστε να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά. Στην πολιτική θεωρία
αυτό δεν έχει γίνει ακόμα» (Foucault 2002: 328).
Ο Foucault ναι μεν δεν παρείχε μια συστηματική
θεω­ρία του κράτους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν
μπορεί να εξαχθεί από το έργο του μία αναλυτική του
κράτους, όπως, σε μεγάλο βαθμό ισχυρίζεται η μετα­
μοντέρνα ανάγνωση του έργου του. Στα πλαίσια μιας
ερευνητικής πρότασης αποδόμησης και «συστηματικού
σκεπτικισμού αναφορικά με κάθε είδος ανθρωπολογι­
κών καθολικοτήτων» (Foucault 1998: 501), ο Foucault
στρέφεται ενάντια σε κάθε ολιστική, διαχρονική, γενικής
ι­σχύος θεω­ρία, καθώς και ενάντια σε οικονομικο-ανα­
γωγικές θεωρήσεις εξουσίας και στη διαρκή αναζήτηση
οποιουδήποτε είδους φιλοσοφικής essence, ή της οντολο­
γικής αναγωγής του υποκειμένου σε κατηγορίες όπως η
ανθρώπινη φύση ή η υπέρτατη εξουσία. Η εξουσία δεν
αποτελεί κατά τον Foucault αποκλειστική ιδιότητα του
κράτους, δεν είναι γραμμική από τα πάνω προς τα κάτω,
ούτε ασκείται με συμπαγή τρόπο σε υποκείμενα που εν
όψει ενός πανίσχυρου κράτους είναι σε αυτό υποταγμέ­
να και αδύναμα να τής αντισταθούν. Σημασία για κείνον
δεν έχει το ποιος αλλά το πώς της εξουσίας. Όταν συζη­
τούμε για εξουσία, αναφέρει ο Foucault (1991: 106), «ας
μη ρωτάμε γιατί ορισμένοι άνθρωποι θέλουν να κυριαρ­
χούν, τι επιζητούν, ποια είναι η συνολική τους στρατηγι­
148
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κή. Ας ρωτάμε, αντίθετα, πώς λειτουργούν τα πράγματα
στο επίπεδο μιας συνεχόμενης καθυπόταξης, στο επίπε­
δο αυτών των συνεχών και αδιάκοπων διαδικασιών που
υποτάσσουν τα σώματά μας, υπαγορεύουν τη συμπερι­
φορά μας κτλ.».
Η συσχέτιση γνώσης, δικαίου και εξουσίας, την οποία
ο Foucault εξέταζε «μικροφυσικά», στο συγκεκριμέ­
νο κάθε φορά πεδίο άσκησής της και στην ειδική κάθε
φορά παραγωγή των αποτελεσμάτων της, δεν οδηγού­
σε στη συγκρότηση ενός νέου θετικιστικού discourse ή
στην απολυτοποίησή του (καθώς σύμφυτη με την έννοια
του discourse είναι η σχετικοποίησή του ως «αληθούς»,
«αντικειμενικού», «αξιολογικά ουδέτερου» κτλ.), αλλά
περισσότερο στην κριτική αποδόμηση των κυρίαρχων θε­
ωρητικών μοντέλων φιλελεύθερης φιλοσοφικο-δικαιϊκής,
αλλά και μαρξιστικής-στρουκτουραλιστικής προέλευσης
αναφορικά με τη σχέση κράτους-κοινωνίας, μοντέλα στα
οποία το ΚΜΒ αποτελούσε μιαν εργαλειακή έννοια. Το
ζήτημα της εξουσίας δεν ετίθετο γι’ αυτόν ούτε με όρους
κυριαρ­χίας ή ταξικής αναπαραγωγής (και συνεπώς όπως
το ΚΜΒ τίθεται από διαφορετικές θεωρήσεις του κρά­
τους), ούτε με τη φιλοσοφικο-νομική ρητορική τού κοι­
νωνικού συμβολαίου (και συνεπώς με την ίδια τη γλώσ­
σα του ΚΜΒ), ούτε με την κοινωνιολογική έννοια των
λειτουργιών της εξουσίας στην «κοινωνική συνοχή» (και
συνεπώς με όρους δικαιολόγησης του ΚΜΒ). Η εξουσία
έχει μια διαφορετική μορφή απ’ ό,τι σε αυτά τα μοντέ­
λα, τη μορφή της κυκλοφορίας:
«Η εξουσία, νομίζω, πρέπει να αναλύεται ως κάτι που κυ­
κλοφορεί, ή μάλλον ως κάτι που λειτουργεί μόνον αλυσιδω­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
149
τά. Δεν εντοπίζεται ποτέ στο ένα ή στο άλλο σημείο, δεν τήν
έχουν ποτέ ορισμένοι και μόνο στα χέρια τους, δεν τήν κα­
τέχει ποτέ κάποιος με τον τρόπο που κατέχουμε τον πλούτο
ή τα αγαθά. Η εξουσία λειτουργεί» (Foucault 2002: 46).
Πώς λειτουργεί αυτή η έξω από τη γλώσσα του ΚΜΒ
έννοια της εξουσίας τού Foucault; Ο Foucault επιδιώκει
να αποφύγει τη στείρα δαιμονοποίηση της εξουσίας και
ζητά να εστιάσει στα «αποτελέσματά» της στα μικρο­
επίπεδα της κοινωνίας, των θεσμικών της δικτύων και
των σχέσεων που αυτή δημιουργεί. Σε αυτά τα επίπεδα,
η εξουσία, πάνω από όλα, παράγει πραγματικότητα και
δημιουργεί ενσωματωτικούς χώρους:
«Θα πρέπει μια για πάντα να σταματήσουμε να περι­
γράφουμε τα αποτελέσματα της εξουσίας με αρνητικούς
όρους: αποκλείει, καταπιέζει, λογοκρίνει, αφαιρεί, συνω­
μοτεί, κρύβει. Για την ακρίβεια, η εξουσία παράγει. Πα­
ράγει πραγματικότητα, παράγει πεδία αντικειμένων και
τελετουργικά αλήθειας. Το άτομο και η γνώση που μπορεί
να αποκτηθεί από αυτό ανήκουν σε αυτήν την παραγωγή»
(Foucault 1989:198).
Οι τρόποι διάχυσης, πειθάρχησης, διάδοσης, εσωτερί­
κευσης και καθημερινοποίησης του κοινωνικού ελέγχου
δεν κατευθύνονται από ένα κέντρο εξουσίας και την ηθι­
κή του επιταγή, αλλά αποτελούν ένα σύνολο λιγότερο
ή περισσότερο οργανωμένων σχέσεων μεταξύ υποκειμέ­
νων, τα οποία, εντός της διαδικασίας καθυπόταξης και
ταξινόμησής τους, είναι ταυτόχρονα πομποί και δέκτες
μιας εξουσίας που συντίθεται πλεγματικά:
150
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
«Η εξουσία δεν πρέπει να θεωρείται ένα φαινόμενο συ­
μπαγούς και ομοιογενούς κυριαρχίας ενός ατόμου πάνω
σε άλλα, ή μιας ομάδας ή τάξης πάνω σε άλλες. Αυτό το
οποίο, αντίθετα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι η
εξουσία, αν δεν τήν εξετάσουμε από μεγάλη απόσταση, δεν
είναι αυτό που δημιουργεί τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς
που τήν κατέχουν αποκλειστικά και τήν διατηρούν και σε
εκείνους που δεν τήν έχουν και υποτάσσονται σε αυτήν.
(…) Η εξουσία χρησιμοποιείται και ασκείται μέσω μιας ορ­
γάνωσης που μοιάζει με δίχτυ. Και τα άτομα όχι μόνο κυ­
κλοφορούν ανάμεσα στα νήματά της, αλλά είναι πάντα στη
θέση όπου συγχρόνως υφίστανται και ασκούν την εξου­
σία αυτή. Τα άτομα δεν είναι μόνον ο αδρανής και συναι­
νών στόχος της εξουσίας, είναι και τα στοιχεία άρθρωσής
της. Τα άτομα είναι οι φορείς της εξουσίας, όχι τα σημεία
εφαρμογής της» (Foucault 1991:107).
Στα πλαίσια αυτής της δικτυακής και αντιμονοπωλι­
στικής θεώρησης της εξουσίας, ο Foucault εξετάζει τους
συγκροτηθέντες στη νεωτερικότητα θεσμούς του ΚΜΒ
και τα αποτελέσματά τους στην πειθάρχηση του πλη­
θυσμού. Κυρίαρχες στο έργο τού Foucault είναι επίσης
η ιστορική ανάλυση και η κριτική αποδόμηση ενός από
τους βασικότερους θεσμούς του ΚΜΒ, της φυλακής και
των συναφών ποινικών θεσμών και κατασταλτικών μηχα­
νισμών ελέγχου. Η γενεαλογική-αρχαιολογική του προ­
σέγγιση βασιζόταν στη μικρο-ιστορική καταγραφή και
ανάλυση της οργάνωσης μιας σειράς γραφειοκρατικά
οργανωμένων κολαστικών θεσμών κατά τον 18ο αιώνα
(στη διάρκεια του «μεγάλου εγκλεισμού») και στην εξε­
ρεύνηση μιας σειράς κοινωνικών και εξουσιαστικών λει­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
151
τουργιών της σύγχρονης φυλακής. Με την ανάλυση της
αρχιτεκτονικής τού σχεδίου φυλακής τού Πανοπτικού
του Bentham, ο Foucault επιχειρεί μιαν ιστορική ανά­
γνωση ενός νέου μοντέλου τιμωρίας: τη μετάβαση από
το μοναρχικό δίκαιο ώς την «εθιμοτυπία της υπέρτατης
αρχής που χρησιμοποιεί τα τελετουργικά σημάδια της
εκδίκησης που τα εντυπώνει πάνω στο σώμα του κατά­
δικου και προκαλεί ένα αίσθημα φρίκης στους θεατές»
(Foucault 1989: 172), από τη θεαματική, δημόσια, πα­
ραδειγματική τιμωρία του ατομικού σώματος στις μα­
ζικές, θεσμοποιημένες, ταξινομικές μορφές πειθάρχησης
και στρωμάτωσης όλης της κοινωνίας, μετατρέποντας το
άτομο, όχι μόνο σε υποκείμενο της πειθαρχικής-παιδα­
γωγικής εξουσίας, αλλά και σε αντικείμενο επιστημονι­
κής γνώσης από μια σειρά γνωστικών αντικειμένων που
σκοπό έχουν να εξηγήσουν, να ερευνήσουν ή να βελτιώ­
σουν τα κοινωνικά υποκείμενα. Οι νέες, βασισμένες στη
γνώση τεχνικές άσκησης εξουσίας και ελέγχου δεν βασί­
ζονται στην άμεση βία ή στη θεμελίωση της βίας πάνω
στην αίγλη μιας υπέρτατης εξουσίας, αλλά σκοπεύουν
στην αποκατάσταση του υποκειμένου, ως περατωμένου
υποκειμένου του δικαίου και της εξουσίας, των κανονι­
κοτήτων, των νόμων και των συνηθειών που επιτάσσο­
νται (Foucault 1994: 167).
Έτσι, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Foucault,
αντί να βασίζονται σε εξωτερικούς ελέγχους και εμπό­
δια, οι νεωτερικοί κοινωνικοί θεσμοί, αχρηστεύοντας τις
μεθόδους βίαιης τιμωρίας και προσδίδοντας ηθικό νόη­
μα στην υποταγή σε ένα πολύ ορθολογικότερο σύστημα
διαχείρισης των κοινωνικών αντιθέσεων, κινητοποίη­σαν
μια γκάμα πειθαρχικών μηχανισμών ταξινόμησης και ιε­
152
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ράρχησης, που είναι σε θέση να βεβαιώσουν ότι η κοι­
νωνική ζωή θα συνεχίζεται με ένα ρυθμισμένο, κανονι­
κοποιημένο τρόπο, χωρίς την ανάγκη για άμεση χρήση
φυσικής βίας (Lyon 1994: 7). Η φυλακή (ως η καθαρό­
τερη έκφραση του ΚΜΒ) έχει πειθαρχικές λειτουργίες,
όχι μόνο στα πλαίσια της κοινότητας των φυλακισμένων
και για τον σωφρονισμό τους, αλλά κυρίως για την ευ­
ρύτερη κοινωνία. Κύριος στόχος της φυλακής δεν είναι η
εξουδετέρωση της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, αλλά
η συμπερίληψή της σε ένα λειτουργικό σύστημα:
«Γενικότερα οι τιμωρίες δεν έχουν σκοπό να καταργήσουν
τις παραβάσεις, αλλά μάλλον να τίς διαχωρίσουν, να τίς
κατανείμουν, να τίς χρησιμοποιήσουν –στόχος τους είναι
όχι τόσο να καθυποτάξουν εκείνους που είναι έτοιμοι να
παραβιάσουν τους νόμους, αλλά πώς τείνουν να εντάξουν
την παράβαση των νόμων σε μια γενικότερη τακτική καθυ­
πόταξης» (Foucault 1989: 358).
Αυτή η διαδικασία «ένταξης της παράβασης των νό­
μων σε μια γενικότερη τακτική καθυπόταξης» σκοπεύει
στην επίτευξη μιας –πάντα δυνητικής και ποτέ πλήρους–
ευταξίας, που θα αναπαράγει την πειθαρχία, εντός και
εκτός φυλακής. Παρά την αποτυχία της να πραγματο­
ποιήσει όσα εξαγγέλλει (τον σωφρονισμό, την επανακοι­
νωνικοποίηση και την κοινωνική βελτίωση του παρεκκλί­
νοντα), ο θεσμός της φυλακής επιβίωσε, όχι μόνο διότι,
όπως ειρωνικά παρατηρεί ο Foucault (ό.π.: 304), «κανείς
δεν ‘βλέπει’ με τι άλλο θα μπορούσε να αντικαταστα­
θεί», αλλά επειδή οι λειτουργίες που εξυπηρετεί είναι
ιδιαίτερα ευεργετικές κοινωνικά για τη διάχυση της πει­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
153
θαρχικής εξουσίας. Τέτοιες λειτουργίες είναι: Η προσω­
ποποίηση του «κακού», παρεκκλίνοντος πληθυσμού, σε
αντίθεση με τον «σύννομο» που υπακούει και παιδαγω­
γείται στο να σέβεται και να τηρεί τις κανονικότητες μι­
ας κρατικά σχεδιασμένης, εύτακτης συνοχής, η καλλιέρ­
γεια του φόβου της τιμώρησης, ο κοινωνικός έλεγχος τής
ως τέτοιας οριζόμενης κοινωνικής παθογένειας, η πολιτι­
κή συμβολικοποίηση τού «αναγκαίου» της τιμωρίας και
η προώθηση συγκεκριμένων αξιών και μηχανισμών πει­
θάρχησης, όμοιων σε μια σειρά γραφειοκρατικά οργανω­
μένων πειθαρχικών θεσμών, όπως το σχολείο, το εργο­
στάσιο, ο στρατός, η φυλακή. Μέσα από αυτά τα συστή­
ματα αξιών προωθείται η εσωτερίκευση μιας ανάγκης
για «τάξη» και παράγονται κανονικότητες, συνήθειες
και καθημερινότητες μέσα από τη συνεχή κοινωνικοποί­
ηση των ατόμων από κανόνες σχολικής, εργασιακής, κο­
λαστικής, στρατιωτικής και κρατικής πειθαρχίας.
Το κράτος και το ΚΜΒ δεν αποτελούν αναγωγικά
σχήματα στην ανάλυση του Foucault, καθώς ο ίδιος ήταν
ενάντιος σε κάθε στατική και μονοδιάστατη προσέγγιση
της εξουσίας και προτιμούσε να τήν αναλύει από κάτω
προς τα πάνω, «ανοδικά», ξεκινώντας από τους μικρό­
τερους μηχανισμούς της και τις ιστορικά συγκεκριμένες
ειδικές τεχνολογίες ενεργοποίησής της, και να αναλύσει
κατόπιν «πώς αυτοί οι μηχανισμοί της εξουσίας ήταν
και εξακολουθούν να είναι επενδυμένοι, αποικισμένοι,
χρησιμοποιημένοι, ενειλιγμένοι, μετασχηματισμένοι, με­
τατοπισμένοι, επεκταμένοι κτλ. από ολοένα και πιο γε­
νικούς μηχανισμούς και από μορφές σφαιρικής κυριαρ­
χίας» (Foucault 1991: 108). Το κράτος είναι, έτσι, όχι το
ύστατο υποκείμενο εξουσίας, αλλά μία εξουσία «σφαιρι­
154
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κοποιούσα και ολοποιητική», με τον ιστορικά καινοφανή
«τόσο σύνθετο συνδυασμό τεχνικών εξατομίκευσης και
ολοποιητικών μεθόδων» (ό.π.: 82).
Το ΚΜΒ νοείται από τη φιλελεύθερη νομική σκέψη
ως το τελείωμα, η αποκρυστάλλωση και η ιστορική πα­
γίωση της συμβολαιακής σχέσης εξουσίας μεταξύ κρά­
τους και κοινωνίας. Αποτελεί το σημείο όπου σταμα­
τούν οι κοινωνικές συγκρούσεις, ξεκινά εκεί όπου αυτές
σταματούν και αποτελεί την εγγύηση ότι αυτές δεν θα
διευρυνθούν. Αυτή η επεξεργασμένη στη νομική ρητορι­
κή του κράτους τελεολογία και η εγκαθίδρυση μιας φυ­
σικοποιητικής του ΚΜΒ λογικής εσωτερικής ειρήνης και
ασφάλειας, τό εντυπώνει ως μηχανισμό που εξουδετε­
ρώνει τις συγκρούσεις και συνεπώς κατασκευάζει την
κοινωνική συναίνεση. Το μήνυμα της νομικής συμβολαι­
ακής σκέψης είναι απλό: δεν μπορεί να υπάρξει κοινω­
νική συνοχή και η απαραίτητη για τη συμβίωση των κοι­
νωνικών μελών συναίνεση χωρίς ένα σταθερό και σταθε­
ροποιητικό ΚΜΒ. Κατά πόσο, όμως, οι σχέσεις εξουσίας
που αυτό παράγει, κινητοποιεί και διαδίδει συνιστούν
συναίνεση;
Ένα επιχείρημα που επιδιώκει να απεμπλακεί από
τη στατικοποίηση του ΚΜΒ και τη νομικο-φιλελεύθε­
ρη ταύτισή του με την κοινωνική συνοχή και συναίνεση,
προκύπτει από την αντιστροφή από τον Foucault του
γνωστού αφορισμού του Clausewitz, ότι «πόλεμος είναι
η συνέχιση της πολιτικής, αλλά με άλλα μέσα». Αντι­
στρέφοντας αυτή τη ρήση, ο Foucault αναπτύσσει μιαν
ιδέα γενίκευσης του πολέμου και μια συγκρουσιακή θεώ­
ρηση της εξουσίας και των κοινωνικών σχέσεων που αυ­
τή καθιερώνει. Το ότι η πολιτική γίνεται «η προέκταση
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
155
του πολέμου, αλλά με άλλα μέσα» σημαίνει όχι μόνον
ότι ο πόλεμος δεσπόζει στη γέννηση των κρατών, αλλά
κυρίως ότι η τακτική του πολέμου, ως η «παράταση της
ανισορροπίας των δυνάμεων, που εκδηλώθηκε στον πό­
λεμο» (2002: 33), γίνεται ένα γενικευμένο θεμέλιο εξου­
σίας, αυτό που ο Foucault (ό.π.: 34) ονομάζει «υπόθεση
Νίτσε» και τό αντιδιαστέλλει με την «υπόθεση Ράιχ»,
σύμφωνα με την οποία θεμέλιο της εξουσίας είναι η κα­
ταστολή. Χωρίς να πρόκειται για αναγκαστικά ασύμβα­
τες υποθέσεις, η «καταστολή» δεν υφίσταται από μόνη
της, αλλά είναι η πολιτική συνέπεια του πολέμου. Είναι
μέρος όχι μιας μονόπλευρης επιβολής, αλλά μέρος ενός
διαχυμένου στην κοινωνία πολέμου. Αποτελέσματά του
είναι όχι η πόλωση των συσχετισμών δύναμης, αλλά η
συνεχής πάλη και ένας λόγος που μετατρέπει τον πόλε­
μο σε διαρκή κοινωνική σχέση, ως «ακατάλυτο υπόβα­
θρο όλων των σχέσεων και όλων των θεσμών εξουσίας»
(ό.π.: 69).
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ξεκινούν διαδικα­σίες
που ωθούν στην εξέλιξη του σύγχρονου κράτους και στη
συγκρότηση του ΚΜΒ. Στα τέλη του Μεσαίωνα, το κρά­
τος συγκεντρώνει τις πρακτικές και τους θεσμούς τού
πολέμου, έτσι ώστε σταδιακά παγιώνεται ως ο μοναδι­
κός φορέας που μπορούσε να διεξαγάγει και να χειρι­
στεί τον πόλεμο. Αυτή η «κρατικοποίηση του πολέμου»
(ό.π.: 68) επιφέρει την εξάλειψη του πολέμου από το
κοινωνικό σώμα, τις ομάδες και τα άτομα. Εξαλείφεται
ο ιδιωτικός πόλεμος και συγκροτείται μία αποκλειστικό­
τητα, αυτή του κράτους, να ασκεί την πολεμική δραστη­
ριότητα. Παρότι κατά τη μεσαιωνική εποχή οι πολεμικές
σχέσεις διαπερνούν συνολικά το κοινωνικό σώμα, με τη
156
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
συγκρότηση του κράτους ο πόλεμος μεταβιβάζεται απο­
κλειστικά «στα εξωτερικά όρια των μεγάλων κρατικών
συσσωματώσεων, ως πραγματική ή επαπειλούμενη σχέ­
ση βίας μεταξύ κρατών» (ό.π.), με αποτέλεσμα τη θε­
σμοποίηση, επαγγελματοποίηση και τεχνικοποίηση ενός
ελεγχόμενου από την κρατική εξουσία στρατού.
Ωστόσο, περιγράφοντας ο Foucault τη σταδιακή συγ­
κρότηση του ΚΜΒ, δεν τό απολυτοποιεί σε επίπεδο φι­
λοσοφίας, ούτε θεωρεί πως αυτό κατόρθωσε πράγματι
να εξαλείψει τις δυναμικές των αλληλοσυγκρουόμενων
συμφερόντων, αξιών και λόγων εντός των διαφορετικών
πεδίων και σχέσεων εξουσίας. Το ότι, δηλαδή, το ΚΜΒ,
το «προνόμιο του κράτους» (ό.π.: 327), συγκροτήθηκε
ιστορικά μέσα από τον πόλεμο, δεν σημαίνει ότι απο­
τέλεσε, όπως το ίδιο εξήγγειλε, τη λύση για το τελείω­
μα του πολέμου. Το κράτος δεν συνιστά την εκεχειρία
των πολέμων και δεν αποτυπώνει οριστικές νίκες και
ειρηνεύσεις, τουναντίον «κάτω από τον νόμο εξακολου­
θεί να μαίνεται ο πόλεμος, στο εσωτερικό όλων των μη­
χανισμών της εξουσίας, ακόμα και των πιο κανονικών»
(ό.π.: 71).
Στον βαθμό που η θεώρηση του Foucault είναι συ­
γκρουσιακή και τα αποτελέσματα και οι εκφάνσεις του
ΚΜΒ είναι τόσο κυρίαρχα σε αυτή τη συγκρουσιακή προ­
σέγγιση, αμφισβητήσιμη είναι η μεταμοντέρνα ανάγνω­
ση του έργου του, με βάση την οποία το κράτος είτε δεν
υπάρχει, είτε ο ρόλος του ως φορέα άσκησης γενικευτι­
κής και γενικευμένης εξουσίας υποτιμάται εν όψει των
μικροπλεγμάτων. Χωρίς να σημαίνει ότι αγνόησε το κρά­
τος, πρόθεση του Foucault ήταν ενδεχομένως να επεξερ­
γαστεί μιαν ευρύτερη θεωρία της εξουσίας, που θα αφο­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
157
μοίωνε εντός της το κράτος, χωρίς όμως να εδράζει την
εξουσία αποκλειστικά σε αυτό. Το πλέγμα και οι σχέσεις
εξουσίας δεν διαμορφώνονται εκτός του κράτους, αντί­
θετα, η εξουσία, που δεν μπορεί να κατανοηθεί μονοσή­
μαντα ως κράτος, διαμεσολαβείται, κοινωνικοποιείται,
επεκτείνεται ή περιορίζεται, ενεργοποιείται, ολοποιείται
και λειτουργεί μέσω του κράτους. Η προσπάθεια του
Foucault να απεμπλακεί από την αναλυτική προσκόλλη­
ση στο κράτος και το ΚΜΒ, ενδεχομένως κυρίαρχη κατά
την περίοδο που έγραφε, οδήγησε σε μια συχνά επανα­
λαμβανόμενη ερμηνεία της θεώρησής του για την εξου­
σία ως μιας που αγνόησε πλήρως το κράτος. Ενδεικτι­
κά, ο Giddens εκφράζει αυτή την άποψη και αποτυπώνει
αυτό που κατανοεί ως «πολιτειολογικό έλλειμμα»:
«Υπάρχει μία εκπληκτική απουσία στην καρδιά της ανάλυ­
σης του Foucault: μία ανάλυση του κράτους (…), η οποία,
υποψιάζεται κανείς ότι σχετίζεται με τη διάχυση της εξου­
σίας ως επιτήρησης. Το κράτος είναι εκείνο που ο Foucault
περιέγραψε ως μιαν ‘υπολογισμένη τεχνολογία υποταγής’,
το πειθαρχικό πλέγμα που εποπτεύει όλα τα άλλα. Αν ο
Foucault πράγματι τό πίστευε αυτό, τότε αυτό είναι μία
μερική αλήθεια. Όχι μόνο χρειαζόμαστε μια θεωρία του
κράτους, αλλά μια θεωρία των κρατών, και αυτό έχει συ­
νέπειες τόσο ‘εσωτερικά’, όσο και ‘εξωτερικά’» (Giddens
1995: 267, έμφαση Giddens).
Πράγματι, ο Foucault δεν παρέχει μια θεωρία τού
κράτους και της κυριαρχίας, με την έννοια που θα ήθε­
λε ο Giddens, καθώς το «κράτος» εδώ ούτε αποτελεί το
αποκλειστικό, ούτε ένα κλειστό σύστημα εξουσίας, ούτε
158
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αποτελεί συγκροτητικό υποκείμενο. Δεν πρόκειται όμως
για παράλειψη από τη μεριά του Foucault, ούτε για την
ταύτιση του κράτους με την επιτήρηση, όπως ισχυρίζεται
ο Giddens. Πρόκειται ενδεχομένως για μια συνειδητή με­
θοδολογία απαγκίστρωσης από την εκ των άνω ανάλυση
της εξουσίας, και συνεπώς από μια εκ των άνω ανάγνω­
ση της ιστορίας. Η συγκρότηση μιας θεω­ρίας τού κρά­
τους προς τα μέσα και προς τα έξω, δηλαδή μιας θεω­
ρίας ενός ΚΜΒ θα ήταν στην ερμηνευτική του Foucault
το ξαναγράψιμο ενός λιγότερο ή περισσότερο κριτικού
απολογισμού της φιλοσοφίας του κοινωνικού συμβο­λαίου
και της κυριαρχίας, ως εκφάνσεων μιας φιλοσοφικής δι­
καιολογητικής του κράτους, από την οποία και ζητούσε
να απομακρυνθεί. Όπως διασαφηνίζει ο Foucault (2002:
325), το νομικό μοντέλο της κυριαρ­χίας, το οποίο προ­
διαγράφει το άτομο ως υποκείμενο με φυσικά δικαιώ­
ματα, «έχει στόχο την παρουσίαση της ιδανικής γένεσης
του κράτους, ενώ το γεγονός του νόμου ανάγεται σε θε­
μελιακή εκδήλωση της εξουσίας».
Ενώ, πράγματι, το ΚΜΒ αντιμετωπίζεται ως η πιο «θε­
μελιακή εκδήλωση της εξουσίας», ζήτημα του Foucault
(ό.π.: 63) δεν είναι οι τρόποι με τους οποίους τα υπο­
κείμενα «συναινούν» ή «καταπιέζονται» στο συμβόλαιο
μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η συναγωγή δηλαδή των
σχέσεων εξουσίας με βάση την κυριαρχία και το «τριπλό
προαπαιτούμενο του υποκειμένου, της ενότητας και του
νόμου», αλλά περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο συ­
γκεκριμένοι τρόποι καθυπόταξης κατασκευάζουν υπη­
κόους, με άλλα λόγια «περισσότερο η κατασκευή των
υπηκόων και λιγότερο η γένεση του ηγεμόνα» (ό.π.: 65).
Τόν απασχολούν δηλαδή οι πρακτικές με τις οποίες τα
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
159
άτομα «κατασκευάζονται» ως υποκείμενα ελέγχου και
πειθαρχίας, ως ολότητες δικαίου και ως υπήκοοι. Η ιδέα
ότι τα άτομα κατασκευάζονται από την εξουσία και τις
πειθαρχικές τεχνολογίες, την οποία μοιράζεται με τον
Nietzsche (Sullivan 2000: 9), είναι κεντρικό ζήτημα του
Foucault (1991: 87) και κρίσιμο για την ανάλυση του
ΚΜΒ. Το ερευνητικό πρόγραμμα τού «πώς» της άσκη­
σης εξουσίας είναι το «πώς» της κατασκευής των υπο­
κειμένων, το οποίο είναι επίσης ταυτόχρονα το «πώς»
των modi operandi του κράτους. Το «πώς» της εξουσίας
δεν είναι δηλαδή ένα εγχείρημα απόκρυψης του κρά­
τους, αλλά ανάδειξής του.
Αυτή που έχει σημασία για την κατανόηση της θεώ­
ρησής του για το κράτος είναι η γενεαλογική του μέθο­
δος. Αυτή συνίσταται στην απάλειψη του συγκροτητικού
υποκειμένου, όχι όμως με την έννοια της ιστορικής φαι­
νομενολογίας, της ιστορικοποίησης δηλαδή του συγκρο­
τητικού υποκειμένου και της παρακολούθησης της ιστο­
ρικής του τροχιάς, αλλά με την πλήρη απαλλαγή από το
ίδιο το υποκείμενο (Foucault 1987: 19). Δεν είναι η γενε­
αλογική ανάλυση που λείπει από το κράτος, αλλά αντί­
στροφα, είναι το κράτος που λείπει από τη γενεαλογική
ανάλυση. Αυτού του είδους η γενεαλογία του Foucault
(ό.π.) αποτελεί, έτσι, «μια μορφή ιστορίας που μπορεί
να εξηγήσει τη συγκρότηση των γνώσεων, των λόγων,
των περιοχών, αντικειμένων κτλ., χωρίς να είναι υποχρε­
ωμένη να αναφερθεί σε ένα υποκείμενο που είτε είναι
υπερβατικό σε σχέση με το πεδίο των συμβάντων είτε
διατρέχει, με την κενή του ομοιότητα με τον εαυτό του,
όλο το φάσμα της ιστορίας». Εκείνο που προκύπτει από
την ανάλυση του Foucault για τους πειθαρχικούς μηχα­
160
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νισμούς, τις τεχνολογίες επιτήρησης και τη μικροφυσική
της εξουσίας, είναι ότι ναι μεν αυτά δεν επισωρεύονται
στο κράτος και στο ΚΜΒ, αλλά η θεώρηση τού επιτρέπει
μια σε βάθος ανάλυσή τους, ακόμα και αν αυτό σημαί­
νει απόρριψη κάποιων ερμηνειών του. Ενώ, δηλαδή, δεν
αναθέτει στο κράτος ρόλους συγκροτητικού υποκειμέ­
νου, ανακαλύπτει ακριβώς όλα τα σώματα γνώσης, τους
λόγους, τις περιοχές συγκρότησης και τις επιμέρους τε­
χνολογίες και μηχανισμούς που διατρέχουν την δομή του
ΚΜΒ και καθορίζουν τα αποτελέσματά του.
1.13. Giorgio Agamben: Το κρατικό μονοπώλιο της
βίας και η «κατάσταση εξαίρεσης»
«Η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν
κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου), αναδείχθηκε σε μιαν από τις βασικότερες πρακτικές των
σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών» (Agamben 2007: 13).
Ποια είναι τα όρια του ΚΜΒ και πώς αυτό μπορεί να
επενεργήσει πάνω στους θεσμικούς μηχανισμούς και την
«έννομη τάξη»; Ποια η σχέση του με το δίκαιο και κα­
τά πόσο η μερική ή η πλήρης αναστολή τού συντάγμα­
τος σε περιόδους «έκτακτης ανάγκης» ή σε περιπτώσεις
«εξαίρεσης» η άρση των ατομικών ελευθεριών και των
κύριων δημοκρατικών δικαιωμάτων υπάγεται στη νόμι­
μη μονοπώληση της βίας από το κράτος; Το ερώτημά του
κατά πόσο υπάρχουν δικαιϊκοί φραγμοί στους τρόπους
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
161
χρήσης και στις σφαίρες δράσης του ΚΜΒ και αντίστοι­
χα, τού κατά πόσο υπάρχει μία κοινωνική, εξωκρατική
βία, που να μπορεί να ασκηθεί ενάντια στο ΚΜΒ είναι
ουσιαστικά το ερώτημα τού κατά πόσο υπάρχει μία βία,
είτε είναι κρατική-κυριαρχική, είτε είναι κοινωνική-επα­
ναστατική, που να κατορθώνει να λειτουργήσει έξω από
το ΚΜΒ.
Ο Agamben ερευνά αυτό το ερώτημα από την αφε­
τηρία της «κατάστασης εξαίρεσης» (stato di eccezione),
αντλώντας την επιχειρηματολογία του από τη φιλοσο­
φία του δικαίου. Αναπτύσσει τη θέση ότι η «κατάστα­
ση εξαίρεσης» δεν αποτελεί κάποιου είδους ρωγμή με
το δημόσιο δίκαιο, ούτε είναι ξέχωρη από το κράτος δι­
καίου, αλλά συγκροτεί ένα δικαιϊκό κενό, το οποίο κα­
λύπτεται από την κυρίαρχη εξουσία. Οι καταστάσεις
εξαίρεσης, χωρίς να εδράζονται σε κάποιο ειδικό δίκαιο,
έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή της έννομης τάξης
και μπορούν να λάβουν διαφορετικές μορφές, είτε πρό­
κειται για δικτατορία και παραβίαση δικαιωμάτων, για
εμφύλιο πόλεμο, αλλά και για εξέγερση και αντίστα­
ση. Μπορούν να εμφανιστούν με διαφορετικούς όρους,
όπως η «κατάσταση πολιτικής πολιορκίας» στο γαλλικό
και ιταλικό δίκαιο, ο «στρατιωτικός νόμος» και οι «δυ­
νάμεις έκτακτης ανάγκης» στο αγγλοσαξονικό, καθώς
και η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στο γερμανικό
(Agamben 2007: 16) 14.
14 Παραδείγματα αναστολής της έννομης τάξης από την εξου­
σία συναντώνται κατά τον Agamben σε διάφορες εποχές.
Ο ρωμαϊκός θεσμός του iustitium παρέχει (ό.π.: 73-84) ένα
αρχέτυπο παράδειγμα της κατάστασης εξαίρεσης. Στη
βάση του iustitium (διακοπή του δικαίου) μπορούσε να κη­
162
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Ο Agamben εξετάζει τη διαφωνία μεταξύ Carl Schmitt
και Walter Benjamin, σχετικά με την έννομη βία και τα
όρια της κυριαρχίας, και συζητά εκείνο που ερμηνεύει
ως απάντηση του Schmitt στην Κριτική της Βίας (1921)
του Benjamin15. Επίσης, επεξεργάζεται τη θέση του
Schmitt στην Πολιτική Θεολογία (1922), ότι κυρίαρχος
είναι εκείνος «που αποφασίζει για την κατάσταση έκτα­
κτης ανάγκης». Καθώς ο Schmitt θεωρεί ότι το δίκαιο
δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει την κάθε εξαίρεση, η ανα­
ρυχθεί ένα είδος δικτατορίας, καθώς η Σύγκλητος μπορού­
σε να ορίσει υπάτους, ή όποιους θεωρούσε κατάλληλους
για τη σωτηρία του κράτους, εφόσον διαπίστωνε ότι συνέ­
τρεχαν έκτακτοι λόγοι (ultima necessitas). Στη Γαλλική Επα­
νάσταση το άρθρο 14 του 1814 που «παραχωρούσε στον
κυρίαρχο την εξουσία να εισάγει τους κανονισμούς και τις
απαραίτητες διατάξεις για την εφαρμογή των νόμων και
την ασφάλεια του κράτους» τροποποιήθηκε και χρησιμο­
ποιήθηκε αρκετές φορές με σκοπό την επιβολή της τάξης,
για παράδειγμα από τον Ναπολέοντα, αλλά και κατά την
Κομούνα (ό.π.: 27-28). Ομοίως, οι διάφοροι χειρισμοί του
άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης συνδέονται
στενά με την ιστορία της Γερμανίας, από την άνοδο του
Χίτλερ στην εξουσία μέχρι την επικράτηση του ναζισμού
μέσα από ένα καθεστώς εξαίρεσης (ό.π.: 33-34).
15 Όπως αναφέρει ο Agamben (2007: 91-93), αυτή η «γιγα­
ντομαχία γύρω από ένα κενό», όπου το «κενό» αποτελεί
η κατάσταση εξαίρεσης, συνίσταται στη διαφωνία μεταξύ
Schmitt και Benjamin, μεταξύ των ετών 1925 και 1956,
ενώ και οι δύο είχαν ενώπιόν τους το ναζιστικό καθεστώς.
Ο Benjamin δημοσίευσε την Κριτική της Βίας στο Archiv
für Sozialwissenschaften und Sozialpolitik, περιοδικό στο οποίο
ο Schmitt δημοσίευε συχνά κείμενά του, όπως την Έννοια
του Πολιτικού, και ήταν τακτικός του αναγνώστης, γεγο­
νός που, σύμφωνα με τον Agamben, ώθησε τον Schmitt να
απαντήσει με την Πολιτική Θεολογία. Επίσης, η επιστολή
του Benjamin στον Schmitt το 1930 κινείται στο ίδιο πλαί­
σιο διαφωνίας.
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
163
τροπή του δικαίου που δημιουργεί αυτή η εξαίρεση δη­
μιουργεί και την άμεση ανάγκη για λήψη απόφασης από
τον κυρίαρχο έτσι, ώστε να ανασυσταθεί η έννομη τάξη,
εκείνο, δηλαδή, που στον Benjamin πρέπει και δύναται
όχι να ανασυσταθεί, αλλά να ανατραπεί. Μέσα από τη
θεώ­ρησή του για την κρατική κυριαρχία ως μονοπώληση
της απόφασης για την κατάσταση εξαίρεσης και το εγ­
χείρημά του να εντάξει την επαναστατική βία, που για
τον Benjamin βρίσκεται «εκτός δικαίου», σε ένα δικαιϊ­
κό πλαίσιο κρατικής κυριαρχίας, ο Schmitt μετονομάζει
την «καθαρή βία» του Benjamin σε κατάσταση εξαίρε­
σης, που θα πρέπει μέσα από την απόφαση να διευθετη­
θεί απ’ την κυρίαρχη εξουσία και να υπαχθεί σε αυτήν.
Εκείνο, δηλαδή, που ο Benjamin αντιλαμβάνεται ως πε­
ριθώριο για άνομη, επαναστατική δράση, στον Schmitt
όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά εντάσσεται στην
εξουσία του κρατικού δικαίου, ακριβώς «μέσω του ίδιου
της του αποκλεισμού» (Agamben ό.π.: 94). Στον Schmitt,
ο κυρίαρχος ορίζει και εγγυάται την έννομη τάξη, ακό­
μα και όταν αυτός ο κυρίαρχος βρίσκεται έξω από αυ­
τήν, εφόσον έχει την εξουσία να αποφασίσει για τους
τρόπους με τους οποίους θα εφαρμοστεί το σύνταγμα,
ή αν η ισχύς του θα ανασταλεί και με ποιους τρόπους.
Πρόκειται για απάντηση στη θέση του Benjamin για την
«καθαρή βία», την οποία ο Schmitt αντικαθιστά με την
«κυρίαρχη βία» του κράτους. Ο Schmitt, εν τέλει, θεω­
ρεί ότι η εφαρμογή του νόμου ή η αναστολή του είναι
ζήτημα κυριαρχίας, καθώς η κυρίαρχη εξουσία καθορίζει
τι είναι, σε τελική ανάλυση, εξαίρεση στον κανόνα και
τι απαιτείται για μια ως τέτοια οριζόμενη κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Στην οπτική του Schmitt είναι η κρα­
164
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τική «κυρίαρχη εξουσία» και όχι η εκπορευόμενη από
την κοινωνία «καθαρή βία» εκείνη που μπορεί να βρεθεί
έξω από την έννομη τάξη, με στόχο την ανασυγκρότησή
της με άλλους όρους.
Ο Agamben συζητεί, περαιτέρω, δύο διαφορετικές νο­
μικές παραδόσεις. Η πρώτη αφορά στα συστήματα που
ρυθμίζουν την κατάσταση εξαίρεσης, με το συνταγμα­
τικό κείμενο ή μέσω νόμου, και η δεύτερη αφορά στα
συστήματα που αποφεύγουν να θεσπίσουν νομική λύση
στο θέμα. Ο Agamben (ό.π.: 146-151) θεωρεί ότι η κα­
τάσταση εξαίρεσης, η διακοπή της συνταγματικής, έννο­
μης τάξης δεν υπάγεται σε αυτήν, αλλά ούτε είναι ανε­
ξάρτητη από αυτήν. Παρέχει μια διαφορετική ερμηνεία,
κατά την οποία η κατάσταση εξαίρεσης είναι το σημείο
της «μέγιστης έντασης» ανάμεσα σε δύο δυνάμεις, την
κανονιστική και δικαιϊκή εξουσία (που ονομάζει potestas)
και την ανομική και μετα-δικαιϊκή εξουσία (auctoritas). Η
διάκριση αυτή ακολουθεί εκείνην του Benjamin, μεταξύ
εκείνης της βίας που «θεσπίζει και θέτει το δίκαιο» και
εκείνης «που τό συντηρεί» (και στις δύο περιπτώσεις
η βία ως «μέσο» για την επίτευξη έννομων ή μη σκο­
πών). Ο Benjamin (2002: 6) αντιλαμβάνεται ότι η φυσι­
κοδικαιϊκή θεώρηση της βίας, όπως αυτή εξάγεται από
τη θεωρία για το κράτος, αντιμετωπίζει τη βία ως ένα
«φυσικό δικαίωμα», που εκχωρείται στο κράτος κατά
τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, ενώ αντίθετα το
θετικό δίκαιο προσλαμβάνει τη βία ως ένα «ιστορικό γε­
γονός», που τού ασκείται κριτική, όχι στη βάση της ίδιας
της χρήσης της βίας, αλλά μέσα από την αποτίμησή της
και μέσα από το ιστορικο-κοινωνικό νόημά της. Κατά
τον Benjamin, ωστόσο, η συστηματοποίηση της κριτικής
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
165
της βίας ξεπερνά το πώς αυτή γίνεται αντιληπτή στη φυ­
σική και τη θετική φιλοσοφία του δικαίου, καθώς αναζη­
τεί τη σφαίρα της επαναστατικής, «καθαρής βίας» (reine
Gewalt), η οποία βρίσκεται εκτός του κρατικού δικαίου
και πασχίζει να τό αποσοβήσει. Πρόκειται για μια βία,
που ούτε θεσπίζει ούτε συντηρεί το δίκαιο, αλλά τό αντι­
μάχεται, αποσκοπώντας στην κατάργησή του και στη θέ­
σπιση ενός νέου νικητήριου δικαίου, το οποίο, όμως, εί­
ναι επίσης προορισμένο να καταστραφεί16.
Καθώς το δυτικό νομικό σύστημα απαρτίζεται από
την αντίθεση και ταυτόχρονα τη διαλεκτική ενοποίη­
ση των δύο αυτών στοιχείων, της βίας που θεσπίζει και
αυτής που συντηρεί το δίκαιο, η κατάσταση εξαίρεσης,
σύμφωνα με τον Agamben (ό.π.: 19), «συνιστά περισσό­
τερο μια κενωτική κατάσταση, ένα κενό δικαίου, και η
ιδέα τής μη πληρότητας της εξουσίας πρέπει να θεωρη­
θεί ως νομικό μύθευμα, ανάλογο της ιδέας της φυσικής
κατάστασης». Ο Agamben (ό.π.: 102), αντιλαμβάνεται
την κατάσταση εξαίρεσης ως ένα «νομικό vacuum» και
ως μια «ζώνη ανομίας», η οποία είναι και ο πυρήνας της
διαφωνίας Schmitt-Benjamin, καθώς «αφενός πρέπει (η
ζώνη ανομίας) να διατηρήσει τη σχέση της με το δίκαιο,
16 Μία άλλη διάκριση που κάνει ο Benjamin (2002: 26) είναι
αυτή μεταξύ της «μυθικής βίας», μιας βίας-μέσου που θέ­
τει το δίκαιο και τα όριά του, και της «θεϊκής βίας», που
καταστρέφει αυτά τα όρια και που δεν είναι ποτέ απλά
μέσο προς σκοπούς. Η διάκριση αυτή χαρακτηρίζει τις δυ­
νάμεις της ενοχοποίησης και της τιμωρίας σε αντίθεση με
τις δυνάμεις του εξιλασμού, έτσι ώστε «η μυθική βία είναι
αιματηρή εξουσία πάνω στη γυμνή ζωή για λογαριασμό της
εξουσίας, ενώ η θεϊκή βία είναι καθαρή εξουσία πάνω στο
σύνολο της ζωής για λογαριασμό όλων των ζωντανών».
166
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
και αφετέρου οφείλει εξίσου να αποδεσμευτεί αμετά­
κλητα και να απελευθερωθεί από αυτή τη σχέση». Αυτή
η διαμάχη, που υπήρξε, κατά τον Agamben, καθοριστική
στη διαμόρφωση της δυτικής πολιτικής, είναι που καθο­
ρίζει τη σχέση μεταξύ βίας και δικαίου, και συνεπώς τα
όρια του ΚΜΒ. Το διακύβευμα κινείται γύρω από την
κατάσταση εξαίρεσης, καθώς και οι δύο πλευρές, τόσο
η «κυρίαρχη βία» της απόφασης του Schmitt όσο και η
«καθαρή βία» της εκτός δικαίου δράσης του Benjamin
αναζητούν μια σχέση καθορισμού, ακριβώς με την κατά­
σταση εξαίρεσης:
«(…) Η σχέση ανάμεσα στην καθαρή και στην έννομη βία,
ανάμεσα στην κατάσταση εξαίρεσης και στην επαναστατι­
κή βία γίνεται τόσο στενή, ώστε οι δύο παίκτες που είναι
αντιμέτωποι στη σκακιέρα της Ιστορίας δίνουν την εντύ­
πωση πως κινούν το ίδιο πιόνι, άλλοτε την ισχύ νόμου και
άλλοτε το καθαρό μέσο· εντούτοις, καθοριστική σημασία
έχει το γεγονός πως το κριτήριο της διάκρισής τους εναπό­
κειται κάθε φορά στη διάλυση της σχέσης ανάμεσα στη βία
και στο δίκαιο» (Agamben ό.π.: 107).
Η «ισχύς νόμου» σκιαγραφεί την κατάσταση εξαίρε­
σης ως μιαν έννομη τάξη, όπου από τη μια ο κανόνας
υπάρχει, αλλά δεν εφαρμόζεται, και από την άλλη πρά­
ξεις που δεν έχουν ισχύ νόμου τήν αποκτούν:
«Η κατάσταση εξαίρεσης είναι μία άνομη περιοχή, στην
οποία αυτό που διακυβεύεται είναι η ισχύς νόμου χωρίς
τον νόμο (που θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να γράφεται:
ισχύς νόμου). Μία τέτοια ‘ισχύς νόμου’, στην οποία ισχύς
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
167
και πράξη είναι ριζικά διαχωρισμένες, δίνει την εντύπωση
ενός μυστικού στοιχείου ή, μάλλον, ενός fictio (πλασματι­
κής κατασκευής), μέσω του οποίου το δίκαιο προσπαθεί να
προσεταιριστεί την ανομία» (Agamben 2007: 69).
Σύμφωνα με τον Agamben (ό.π.: 20), με το τέλος των
δύο παγκοσμίων πολέμων λαμβάνει χώρα ένας μετα­
σχηματισμός των δημοκρατικών καθεστώτων, που εί­
ναι απόρροια της προοδευτικής διεύρυνσης των δράσε­
ων της εκτελεστικής εξουσίας και της κατάστασης εξαί­
ρεσης με την οποία αυτές οι δράσεις είχαν συνδεθεί,
έτσι ώστε η ίδια η κήρυξη της κατάστασης εξαίρεσης
να «υποκαθίσταται προοδευτικά από μιαν άνευ προη­
γουμένου γενίκευση του παραδείγματος της δημόσιας
ασφάλειας ως κανονικής τεχνικής διακυβέρνησης» (ό.π.:
31). Καθώς σταδιακά «στον σύγχρονο κόσμο η κατά­
σταση έκτακτης ανάγκης τείνει να εμπερικλείεται στην
έννομη τάξη και να παρουσιάζεται ως καθεαυτήν νομι­
κή κατάσταση» (ό.π.: 50), τα όρια μεταξύ κατάστασης
εξαίρεσης και «κανονικότητας» της έννομης τάξης δεν
είναι σαφή. Το ΚΜΒ βγαίνει έξω από τη νομιμότητα και
τη σφαίρα του δικαίου, ακριβώς για να μπορέσει να δι­
ατηρηθεί και να αναπαραχθεί. Το ΚΜΒ δεν οριοθετείται
από το δίκαιο, τουναντίον, το δίκαιο μπορεί να χρησιμο­
ποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους για την ενδυνάμωση
του ΚΜΒ σε περίπτωση κλονισμού του, ή να ανασταλεί
και να παραγκωνιστεί πλήρως.
Ο Agamben εξετάζει το ζήτημα των ορίων της κυρι­
αρχίας από πλευράς συνταγματικής ιστορίας και θεωρί­
ας, χωρίς να εστιάζει στις κοινωνιολογικές παραμέτρους
ή τις ιδεολογικές αποχρώσεις της κατάστασης εξαίρε­
168
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σης. Ακόμα, όμως, και από τη σκοπιά της συνταγματι­
κής θεωρίας, γίνεται σαφές ότι αυτό το «κενό δικαίου»
της κατάστασης εξαίρεσης δεν αφορά, όπως υπογραμ­
μίζει ο Agamben (ό.π.: 57), «μιαν έλλειψη στο νομοθε­
τικό κείμενο που πρέπει να συμπληρωθεί», δεν αποτυ­
πώνει, με άλλα λόγια, μιαν αποδυναμωμένη κυριαρχία,
αλλά «αφορά περισσότερο την αναστολή του ισχύοντος
συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει την ύπαρξή
του». Για παράδειγμα, όπως υποστηρίζει ο Agamben,
(ό.π.: 43-44), η πολιτική μετά την 11η Σεπτέμβρη απο­
τέλεσε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να νομιμοποιή­
σει εξουσίες από τη σφαίρα της κατάστασης εξαίρεσης,
με τον Bush να «προσπαθεί να δημιουργήσει μια κατά­
σταση, κατά την οποία η ανάγκη γίνεται ο κανόνας και
η διάκριση μεταξύ ειρήνης και πολέμου –και ανάμεσα
σε εξωτερικό πόλεμο και σε παγκόσμιο εμφύλιο πόλε­
μο– είναι αδύνατη».
Ωστόσο, παρά την άκρατη δαιμονοποίηση του «ισλα­
μικού εχθρού», η επιθετική πολιτική του Bush μετά την
11η Σεπτέμβρη δεν κατόρθωσε να λύσει το πρόβλημα
των τρομοκρατικών επιθέσεων. Οι Barett και Sarbine
(2007: 25-30) θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στην εξαρ­
χής εσφαλμένη πρόσληψη της 11ης Σεπτέμβρη ως έναρξης
ενός «πολέμου». Η λέξη «πόλεμος» καλούνταν να συνο­
ψίσει όλη την οργή και επιθετικότητα που ήταν έτοιμη
να εξαπολυθεί στη νέα κατάσταση εξαίρεσης. Αν, παρα­
δοσιακά, ο πόλεμος αποτελούσε μια σύγκρουση μεταξύ
εθνών-κρατών, που κινητοποιούσε τα στρατιωτικά μέ­
σα και αναδείκνυε απώλειες, στρατηγικά οφέλη, νικητές
και χαμένους, φαίνεται πως η κυβέρνηση Bush προσπά­
θησε να εντάξει την τρομοκρατία στη λογική του παρα­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
169
δοσιακού πολέμου, μετονομάζοντας και μετατρέποντας
τους «εχθρούς-τρομοκράτες» σε «εχθρικό έθνος-κρά­
τος». Μέσα από τη μετονομασία, το κράτος λειτούργη­
σε ως κράτος της εξαίρεσης και αντιμετώπισε μιαν ειδι­
κή πολιτική στρατηγική, αυτήν της τρομοκρατίας, ως την
ενιαία στρατηγική ενός έθνους κράτους (ό.π.: 19).
Η επαναλαμβανόμενη χρήση της φράσης «πόλεμος
στην τρομοκρατία», η υιοθέτηση ενός πολεμικού λεξι­
λογίου και η στρατιωτικοποίηση της αντίδρασης στην
τρομοκρατία είχε μια πληθώρα συνέπειες: τη συσκότιση
σχετικά με τα κίνητρα, τα μέσα και την κοινωνικοοικονο­
μική φυσιογνωμία όσων επιτέθηκαν την 11η Σεπτέμβρη,
την αναγωγή της κατάστασης στο σχήμα εχθρός-φίλος
και, συνεπώς, την υπεραπλούστευσή της, τη συναισθη­
ματικοποίηση της πολιτικής απόκρισης, τη δαιμονοποί­
ηση όσων θεωρήθηκε ότι δεν ανήκαν στη δυτική κουλ­
τούρα και αντιμάχονταν τις αξίες της, τη θέαση μετα­
ναστών, κοινωνικά και πολιτισμικά περιθωριοποιημένων
ατόμων και ομάδων ως δυνητικών εχθρών της έννομης
τάξης, την ανεξέλεγκτη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιω­
μάτων, τις αναίτιες συλλήψεις, την αυθαίρετη σύνδεση
χωρών και προσώπων με την Al-Qaeda, την εντατικο­
ποίηση της επιτήρησης και άλλων ψυχροπολεμικών τα­
κτικών εκμαίευσης πληροφοριών κ.ά. Η κυριότερη όμως
συνέπεια αυτού, που οι Barett και Sarbine (2007: 16) πε­
ριγράφουν ως «ο πόλεμος ως μεταφορά», ήταν ότι κη­
ρύχθηκε ένας «συμβατικός πόλεμος» σε μια κατάστα­
ση που δεν ήταν συμβατική και όπου η εναλλακτική του
πολέμου δεν ήταν ρεαλιστική και συνιστούσε μια ρητο­
ρική «μεταφορά». Χαρακτηριστικά αναφέρουν (ό.π.) ότι
«μία πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να μετατραπεί σε
170
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αντικείμενο πολέμου. Το να διεξάγεις πόλεμο ενάντια
στην τρομοκρατία είναι σαν να υποστηρίζεις τον πόλε­
μο ενάντια στην προπαγάνδα, τη διπλωματία και άλλες
πολιτικές στρατηγικές». Με τον ίδιο τρόπο που μοντέλα
επιθετικής πολιτικής τού τύπου «πόλεμος στα ναρκωτι­
κά» (war on drugs) και «πόλεμος στο έγκλημα» (war on
crime), που εισήγαγαν μια δέσμη αυστηρών μέτρων και
νέων ποινικοποιήσεων, δεν απέδωσαν, ομοίως και η πο­
λιτική του «πολέμου στην τρομοκρατία» (war on terror)
δεν κατόρθωσε να αποτρέψει περαιτέρω τρομοκρατικές
πράξεις.
Ωστόσο, εκείνο, που οι Barett και Sarbine αλλά και
άλλοι που καταδίκασαν αυτήν την πολιτική επιθετικότη­
τας ως αποτυχημένη ή αναποτελεσματική δεν φαίνεται
να λαμβάνουν υπόψη, είναι ακριβώς η λειτουργία τής κα­
τάστασης εξαίρεσης στην ανασύσταση του ΚΜΒ. Εκείνο
το οποίο αυτές οι απόψεις φαίνεται ότι υποτιμούν είναι
ότι κύρια αναγκαιότητα του ΚΜΒ δεν ήταν η προάσπι­
ση της ασφάλειας των πολιτών με τη γενική έννοια, αλ­
λά η προάσπιση της διατήρησης και αναπαραγωγής του
ΚΜΒ ως ενοποιητικού μηχανισμού της έννομης τάξης.
Στόχος ήταν η ανασυγκρότηση της ισχύος του κράτους, η
συγκρότηση αυτού, που ο Baudrillard (2002: 21), εξετά­
ζοντας τα συμφραζόμενα του «απόλυτου γεγονότος» της
11ης Σεπτέμβρη, περιέγραψε ως το «παγκόσμιο μονοπώ­
λιο της ισχύος». Μέσο για τον στόχο αυτό αποτέλεσαν
οι προσαρμοσμένες στην κατάσταση εξαίρεσης δράσεις,
ακόμα και αν αυτές οι δράσεις βρίσκονταν εκτός νόμου.
Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο ο Agamben (2007:
59) παριστά την κατάσταση εξαίρεσης της 11ης Σεπτέμ­
βρη ως «ισχύ νόμου».
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
171
Με αυτήν την έννοια, η «ισχύς νόμου» της κυβέρνη­
σης Bush, η επιτυχία ή όχι των επιχειρήσεων μετά την
11η Σεπτέμβρη και η τήρηση ή μη των κανόνων του διε­
θνούς δικαίου δεν είναι το ζητούμενο. Συνεπώς, το επι­
χείρημα της αποτελεσματικότητας του πολέμου αδρα­
νοποιεί την κριτική σε ένα εσφαλμένο σημείο αφετη­
ρίας. Ζητούμενο από την πλευρά του κράτους ήταν η
ανασύσταση του ΚΜΒ και η ενδυνάμωσή του μέσα από
την κήρυξη της κατάσταση εξαίρεσης. Η έννομη τάξη
δεν βασίζεται σε σταθερούς ορισμούς και απαρέγκλιτες
διατάξεις, ούτε –ακόμα και εκεί, όπου η αναστολή της
προβλέπεται δικαιϊκά– μπορεί να εφαρμοστεί έξω από
την πολιτική κυριαρχία. Διατηρώντας ένα βαθμό αυτο­
νομίας από το κράτος, το δίκαιο δεν αποτελεί απλά ερ­
γαλείο του ΚΜΒ, ούτε εμφορείται απαραίτητα από τις
επιταγές και τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εξουσίας,
αλλά εκφράζει τις πολιτικές σχέσεις εξουσίας που ανα­
παράγονται ή διαρρηγνύονται εντός κράτους. Μέσα από
την «ισχύ νόμου» οι λειτουργίες του δικαίου ανάγονται
στις ανάγκες ανασύστασης και δικαιολόγησης της νομι­
μότητας του ΚΜΒ και αλλάζουν μορφή σε αντιστοιχία
με τις μεταβολές της πολιτικής, χωρίς αυτό να σημαί­
νει ότι χάνουν τη «σχετική αυτονομία» τους, χωρίς την
οποία μειώνεται η οργανικότητα του δικαίου και διά
της οποίας το δίκαιο αναπαράγεται και κοινωνικοποιεί­
ται ως φυσική διέξοδος για την επίλυση των κοινωνικών
προβλημάτων.
Ο Agamben θεωρεί ότι η κατάσταση εξαίρεσης, ως
κενωτική κατάσταση μεταξύ βίας και δικαίου, δεν είναι
πρόσφατο φαινόμενο. Τουναντίον, είναι μία «μηχανή»
που λειτουργεί αδιάκοπα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλε­
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
172
μο, εξαπλώνεται μέσω του φασισμού και του εθνικοσο­
σιαλισμού ώς σήμερα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την
κατάσταση εξαίρεσης που κηρύχθηκε κατά την 11η Σε­
πτέμβρη. Αυτό το θόλωμα των ορίων μεταξύ κανόνα και
εξαίρεσης, δικαιϊκής κανονικότητας και έκτακτης ανά­
γκης, έχει σύμφωνα με τον Agamben (ό.π.: 148) ως συνέ­
πεια τη μέγιστη ανάπτυξη της κατάστασης εξαίρεσης:
«Σήμερα η κατάσταση εξαίρεσης έχει γνωρίσει τη μέγι­
στη πλανητική ανάπτυξή της. Έτσι, η κανονιστική πλευ­
ρά του δικαίου μπορεί ατιμωρητί να εξαλείφεται και να
διαψεύδεται από μια κυβερνητική βία, η οποία, αγνοώ­
ντας στο εξωτερικό το διεθνές δίκαιο και επιφέροντας
στο εσωτερικό μια προσωρινή κατάσταση εξαίρεσης, αξιώ­
νει παρ’ όλα αυτά να υφίσταται ακόμα, εφαρμόζοντας το
δίκαιο».
Μία κριτική στον Agamben ασκείται από τους Hardt
και Negri (2004: 25), οι οποίοι θεωρούν ότι ο Αgamben
«κατανοεί το κράτος σαν βασιζόμενο αποκλειστικά στο
ΚΜΒ», ως κράτος πολιορκίας και συνταγματικής δικτα­
τορίας, με τις αντίστοιχες έννοιες της εξέγερσης και του
coup d’ état να επηρεάζουν τη δράση του. Ένα άλλο
σημείο κριτικής των Hardt και Negri (2004: 364) είναι
ότι το επιχείρημα του Agamben θεματοποιεί την κατά­
σταση εξαίρεσης ως πεδίο δράσης εκείνων που κατέ­
χουν ήδη την εξουσία, και όχι «εκείνων που τήν ανα­
ζητούν, τήν θέλουν ή θέλουν να τήν καταστρέψουν ή
να τήν ανατρέψουν». Αυτή η δεύτερη εξουσία είναι για
τους Hardt και Negri η κρίσιμη «συστατική εξουσία»,
και όχι η εξουσία όσων ορίζουν την κατάσταση εξαίρε­
Θεωρήσεις του κρατικού μονοπωλίου της βίας
173
σης, η οποία δεν είναι για αυτούς παρά «θεσμική». Από
την κριτική των Hardt και Negri ευσταθεί πράγματι ότι
η θεώρηση του Agamben παρέχει μιαν ιστορική θεώρη­
ση της κυριαρχίας (αν και όχι με την έννοια της συνταγ­
ματικής δικτατορίας, όπως υποστηρίζουν οι Hardt και
Negri), δεν ευσταθεί όμως ότι ο Agamben δεν αντιλαμ­
βάνεται την κατάσταση εξαίρεσης ως διακύβευμα και
πεδίο δράσης για εξωκρατικούς φορείς. Τουναντίον, η
αντιμαχία Benjamin-Schmitt που επισκοπεί ο Agamben
αναδεικνύει ακριβώς τη συγκρουσιακή διαλεκτική ανά­
μεσα στις δυνάμεις της νομιμότητας και της αντίστα­
σης, των οποίων η ένταση και η δυναμική κορυφώνονται
στην κατάσταση εξαίρεσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Το προηγούμενο κεφάλαιο εξέτασε το θεωρητικό υπόβαθρο και τις διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και
κριτικές γύρω από το ΚΜΒ, και μέσα από αυτές τις επεξεργασίες μελέτησε την ιστορική συγκρότηση του ΚΜΒ
και μια σειρά με αυτό συνδεόμενων προβληματικών γύρω από το νεωτερικό κράτος. Στο κεφάλαιο αυτό συζητούνται οι θέσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου
της βίας και το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν. Έτσι, συζητούνται, πρώτον, οι θεωρητικές αφετηρίες της κρίσης της θεωρίας του κράτους: η αποδόμηση της θεωρίας των τριών στοιχείων, η νέα έμφαση στην
τοπική αυτοδιοίκηση και την αστική διακυβέρνηση, η συζήτηση για την Ευρωπαϊκοποίηση ως διαδικασία αποδυνάμωσης του έθνους-κράτους, οι θεωρίες ιντιβιντουαλισμού και ορθολογικής επιλογής και η οικονομίστικη
προσ­έγγιση του κράτους. Δεύτερον, εξετάζονται οι μεταβολές του κράτους κατά την (ιδεατοτυπική) μετάβαση
από το προνοιακό στο νεοφιλελεύθερο κράτος και συζη-
176
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τούνται οπτικές κουλτουραλισμού και οικονομισμού σε
προσεγγίσεις παγκοσμιοποίησης. Τα παραπάνω αποτελούν, τρίτον, το θεωρητικό υπόβαθρο μιας σειράς αναλύσεων από το υπόδειγμα της υποχώρησης του ΚΜΒ.
Τέτοιες αναλύσεις που εξετάζονται είναι αυτή τού «παγκόσμιου κράτους», της «Αυτοκρατορίας», της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών» και του «κοσμοπολιτισμού», οι οποίες θεωρητικοποιούν με διαφορετικό τρόπο
την αποδυνάμωση του ΚΜΒ.
2.1. Η κρίση της θεωρίας του κράτους
Οι θέσεις υποχώρησης του ΚΜΒ εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά συνδέονται όλες εξίσου στενά με μιαν ευρύτερη κρίση της θεωρίας του κράτους
και με την υποβίβαση, κατά τις δεκαετίες 1980 και
1990, του υποδείγματος του κράτους από την κοινωνική και πολιτική επιστήμη. Όπως παρατηρεί ο Kalyvas
(2002: 105), αυτή η κρίση της θεωρίας του κράτους
(και ταυτόχρονα και της συζήτησης για το ΚΜΒ) έχει
ως αποτέλεσμα τη σχετικοποίηση του κράτους και την
αναγωγή του είτε σε έναν απλό διεθνή φορέα είτε σε
ένα δευτερογενή κοινωνικό θεσμό ρύθμισης. Σύμφωνα με τον Kalyvas (ό.π.), η κρίση αυτή συμβαίνει για
δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η υπερβολική έμφαση
στην παγκοσμιοποίηση, στην κρίση της εθνικής κυριαρχίας και στη θεωρούμενη ως αποτυχία του έθνους-κράτους να πραγματοποιήσει τον παραδοσιακό του ρόλο
ως συγκεντρωτικού φορέα εξουσίας εντός μιας εδαφικής επικράτειας παρεμπόδισαν τη μελέτη του κρά-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
177
τους. Δεύτερον, η εμφάνιση μεταμοντέρνων και μεταδομιστικών θεωριών, με την έμφαση στην πολυμέρεια
των μικροτεχνολογιών εξουσίας, ώθησε στην υποβίβαση της αντίληψης του κράτους ως κέντρο κυριαρχικής
εξουσίας. Έτσι, από τη μια το κράτος και τα γύρω από
αυτό σώματα εννοιών, όπως το ΚΜΒ, αντικαθίσταται
από θεματικές, όπως η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς και η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, και από
την άλλη αντικαθίσταται από θεματικές, όπως η τοπική ταυτότητα, οι εθνικές μειονότητες, τα νέα κοινωνικά κινήματα και οι αγώνες τους για συμβολική αναγνώριση. Το αποτέλεσμα αυτών των μετατοπίσεων του
επιστημονικού ενδια­φέροντος είναι, όπως αναφέρει ο
Kalyvas (2002: 106), ότι «έχει πλέον γίνει κοινός τόπος
να υποστηριχθεί ότι το κράτος δεν απολαμβάνει πια το
μονοπώλιο της νόμι­μης φυσικής βίας και ότι, συνεπώς,
δεν μπορεί να θεω­ρηθεί το κεντρικό πεδίο για την αναπαραγωγή μιας καπιταλιστικής-φιλελεύθερης ηγεμο­
νίας». Τα στοιχεία της κρίσης της θεωρίας του κράτους
μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
2.1.α. Η αποδόμηση της θεωρίας των τριών στοιχείων
της κυριαρχίας του κράτους
Η προσέγγιση της κυριαρχίας του κράτους, η οποία
αντλούσε από τα χαρακτηριστικά της κυριαρχίας πάνω σε μιαν εδαφική επικράτεια, του ΚΜΒ και του εθνικά καθορισμένου πληθυσμού, γίνεται πλέον αντικείμενο αμφισβήτησης. Η κλασσική πολιτειολογική «θεωρία
των τριών στοιχείων» (Drei-Elemente Lehre), που εισή-
178
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
γαγε το 1900 ο Γερμανός νομικός Georg Jellinek, έβλεπε
το νεωτερικό κράτος να συγκροτείται στη βάση α) της
εδαφικής κυριαρχίας (Staatsgebiet), β) του λαού του κράτους (Staatsvolk) και γ) του νομικού καταναγκασμού με
το κρατικό μονοπώλιο της βίας (Staatsgewalt). Παρότι η
θεωρία έχει δικαίως γίνει αντικείμενο κριτικής (βλ. ενδεικτικά Zippelius 1994: 224), αφού εντάσσει διαφορετικές πολιτικές διαδικασίες και λειτουργίες σε ένα ανιστορικό πλαίσιο παγιωμένων χαρακτηριστικών ενός υποτιθέμενου διαχρονικού κράτους, συνεχίζει να καθορίζει τη
σύγχρονη συζήτηση, από την πλευρά, όμως πλέον, της
αποδόμησης των τριών στοιχείων και της αιτιολόγησης
της κρίσης του κράτους στην παγκοσμιοποίηση. Καθώς
η παγκοσμιοποίηση θεωρείται πως μειώνει τη σημασία
των εθνικών συνόρων, οδηγεί σε νέες μορφές γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας και κάνει ανίσχυρο το
παραδοσιακό ΚΜΒ, η θεωρία των τριών στοιχείων διαβάζεται πλέον αντίστροφα, ως ενδεικτική της υποχώρησης του κράτους.
Σύμφωνα με τη θεώρηση της αποδυνάμωσης του
κράτους, η κυριαρχία εξασθενεί στις συνθήκες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και των διαδικασιών λήψης
αποφάσεων σε διεθνές επίπεδο. Η τάση της καπιταλιστικής αγοράς για εκτός εθνικών ορίων εξάπλωση θεωρείται πως ωθεί το κράτος στην ελαστικοποίηση των
εθνικών οικονομικών ρυθμίσεων και εργασιακών σχέσεων. Έτσι, θεωρείται πως η παγκοσμιοποίηση επέφερε
μια μερική αποδυνάμωση της εθνικής εδαφικής περιοχής και μια μερική μεταβίβαση της κυριαρχίας του κράτους σε άλλους θεσμούς, σε υπερεθνικούς οργανισμούς
και στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
179
Το ότι το κράτος μοιράζεται την εξουσία του με υπερεθνικούς θεσμούς δεν είναι σαφώς καινούργιο, ούτε
εξηγεί την ακριβή κατανομή και τα πλέγματα εξουσίας ανάμεσα στο κράτος και αυτούς τους θεσμούς,
περιγράφει όμως μια μετάβαση από το σύστημα της
«κυριαρχίας» στις πλουραλιστικές «συγκυριαρχίες»
(Mitsouveränitäten). Ο Held (1993), κεντρικός εκπρόσωπος της θέσης της αποκυριαρχοποίησης και της «νέας παγκόσμιας τάξης» της «κοσμοπολίτικης δημοκρατίας», θεωρεί απλοϊκή για τις σημερινές συνθήκες κάθε
θεωρία κυριαρχίας και υποστηρίζει πως το έθνος-κράτος, ως έδαφος, ως εθνικός πληθυσμός και ως ΚΜΒ, είναι εγκλωβισμένο και περιορισμένο, καθώς μη-κρατικοί, περιφερειακοί και διεθνείς φορείς διαμορφώνουν
ένα κοσμοπολιτικό πλουραλισμό που δεν εμπεριέχει το
κράτος ως κέντρο. Ομοίως, ο Messner (2000) κάνει λόγο
για «μοιραζόμενες κυριαρχίες», ο Castells (2002: 323)
για «αποκέντρωση του εθνικού κράτους μέσα σε πεδία χωριστών μορφών κυριαρχίας» και ο Gusy (2000:
143) για «κατανομή της κυριαρχίας του κράτους ‘προς
τα κάτω’ –με κοινότητες αλλά και με άλλα κράτη– και
‘προς τα πάνω’ –με υπερεθνικούς οργανισμούς». Ως
συνέπεια της αποκυριαρχοποίησης περιγράφεται η μετάβαση από την κυριαρχία στην κυβερνητικότητα και
από το κράτος στους φορείς, θεωρήσεις που υποδηλώνουν ότι η εξουσία διαχέεται σε ένα δίκτυο άμορφης
εξουσίας, η οποία δεν είναι γραμμική, αλλά στρέφεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις και ασκείται πέρα
από τα όρια της κρατικής κυριαρχίας.
180
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
2.1.β. Η νέα έμφαση στην τοπική αυτοδιοίκηση και
την αστική διακυβέρνηση
Ένα στοιχείο της κρίσης της θεωρίας του κράτους σχετίζεται με τη νεοφιλελεύθερη έμφαση στην αποκέντρωση
των κρατικών αρμοδιοτήτων και την τοπικοποίηση. Τόσο από κρατικούς φορείς, όσο και από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. ΕΕ, ΟΗΕ, ΟΟΣΑ)17 δόθηκε στη διάρκεια των
τελευταίων δεκαετιών ιδιαίτερη έμφαση σε έννοιες τοπικής αυτοδιοίκησης και αστικής διακυβέρνησης, με τις
πόλεις, τους δήμους, τις κοινότητες κτλ. να αποτελούν τα
νέα σημεία αναφοράς και χάραξης πολιτικών. Προτεραιότητα του νεοφιλελεύθερου κράτους αποτελεί η μεταβί17 Διεθνείς οργανισμοί που τείνουν να διαδραματίζουν όλο
και μεγαλύτερο ρόλο στην ατζέντα της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» (global governance) δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στη χωρική και τοπική διάσταση του νεοφιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός
για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) προτείνει,
στο πρόγραμμα Territorial Outlook του 2001, τη δημιουργία δημόσιων-ιδιωτικών συνεργασιών για την επιχειρηματική αναζωπύρωση των πόλεων (Steele 2004: 377). Καθώς,
σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο δημόσιος τομέας είναι αδύναμος
από μόνος του να στηρίξει την τοπική βιομηχανική, τριτογενή και επιχειρηματική δραστηριότητα, τέτοιες συνεργασίες
κρίνονται πλέον απαραίτητες. Η Παγκόσμια Τράπεζα, στο
World Development Report του 2003, έθεσε επίσης μια σειρά χωρικών και τοπικών πολιτικών, με έμφαση στην ανάπτυξη επαρχιακών, περιφερειακών και αγροτικών περιοχών, κυρίως μέσα από τραπεζικές πολιτικές (ό.π.). Διεθνείς
ΜΚΟ (όπως οι UN-Advisory Committee of Local Authorities,
Economic and Social Council, Global Partnerships, City
Alliances) αναζητούν τρόπους οικονομικής ενεργοποίησης
που θα συγκεκριμενοποιούνται στον αστικό χώρο και θα
τόν ιδεολογικοποιούν με βάση τις ταγές της νέας οικονομίας, είτε πρόκειται για μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
181
βαση αρμοδιοτήτων προς τοπικούς φορείς, συνθέτοντας
έτσι ένα νέο πλέγμα διάχυσης αρμοδιοτήτων, το οποίο
μεταλλάσσει το θεσμικό πλέγμα του κράτους και ταυτόχρονα του ΚΜΒ.
Οι πόλεις και οι διαφορετικής φύσεως τοπικότητες
θεωρούνται ως «οι μόνες εναπομείνασες συμπαγείς και
ορατές αρένες άσκησης πολιτικής, όπου διαπραγματευμένες μορφές καπιταλιστικής ρύθμισης μπορούν να επιβληθούν» (Brenner/Theodore 2002: 1). Οι πόλεις, ως κέντρα
οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας για τη
διάχυση των οικονομικών αξιών έπαιζαν παραδοσιακά
κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή των διαφόρων φάσεων του καπιταλισμού. Το καινοτόμο στοιχείο είναι πως
οι πόλεις καλούνται πλέον να προωθήσουν μια τέτοια οργάνωση των σχέσεων εξουσίας, η οποία ενεργοποιεί διαδικασίες παγκοσμιοποίησης μέσα από την τοπικοποίηση,
κάνει δηλαδή την παγκοσμιοποίηση αφομοιωτική οικουμενικών και μερικευμένων τάσεων, τη διαδικασία που
ο Robertson (1995: 25) περιέγραψε ως glocalization. Καθώς οι τοπικότητες διαμεσολαβούν ανάμεσα σε δυϊσμούς,
όπως εθνικό-διεθνές και τοπικό-παγκόσμιο, λειτουργούν
ως δομικοί παράγοντες της νέας οικονομίας, δεικνύοντας
ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι μία δια­
δικασία επιβαλλόμενη απλά από τα πάνω, αλλά κοινωνικοποιείται χωρικά, ενώ παράλληλα συντίθεται από ποικίλα πεδία –συναινετικής και συγκρουσιακής– δράσης.
Επίσης, εκτός από χώροι έκφρασης της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, οι πόλεις βρίσκονται και σε μεταξύ τους
ανταγωνισμό για την προσέλκυση κονδυλίων και επιχειρηματικής δραστηριότητας (Peck/Tickell 2005: 35). Με
άλλα λόγια, όχι μόνον αποτελούν διαύλους, όπου κοι-
182
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νωνικοποιείται η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αλλά αποτελούν και οι ίδιες αποτέλεσμά της. Παρότι όμως
τέτοιες πολιτικές καθοδηγούνται από το κράτος, δεν παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα πολιτικών απορρύθμισης,
αλλά ως εξωγενές φαινόμενο που επιβάλλεται στις πόλεις εξαιτίας της υποτιθέμενης έλλειψης πολιτικών εναλλακτικών. Αυτή η «εξωγενής λογική» (ό.π.) καθορίζει μια
σειρά αστικών πολιτικών κοινοτισμού, από την αυτοδιοίκηση μέχρι την αστική ασφάλεια. Οι διαδικασίες απορρύθμισης συμβαίνουν μέσα, διαμέσου και για τις πόλεις,
με το αποτέλεσμα ότι «στον νεοφιλελευθερισμό οι πόλεις
παρουσιάζονται τόσο ως οι πλευρές όσο και ως οι λύσεις
σε διαφορετικές μορφές κρίσης» (Jones/Ward 2005: 128),
όπως για παράδειγμα η τοπικοποίηση του μετακεϋνσιανού επιχειρηματισμού (entrepreneurialism), η μεταβίβαση προνοιακών αρμοδιοτήτων από το κράτος στους τοπικούς φορείς, και κυρίως η κατασκευή των κοινωνικών
προβλημάτων ως προβλημάτων που θα πρέπει να αξιώνουν λύση, όχι τόσο από το υποτιθέμενα υπερφορτωμένο
κεντρικό κράτος, όσο από το τοπικό επίπεδο, τις πόλεις,
τους δήμους και τις κάθε λογής κοινότητες.
Έτσι, σε ένα ταξικά κατατετμημένο και κοινωνικά
ετερογενές περιβάλλον, ο αστικός κοινοτισμός (urban
communitarianism) αποτελεί ένα εγχείρημα ομοιογενοποίησης αξιών, αξιώσεων, συμπεριφορών αλλά και ομάδων. Ταυτόχρονα, εφόσον το κράτος καλείται να βρει
αποκρίσεις στις θεσμικές κρίσεις και απορρυθμίσεις
που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο
αστικός κοινοτισμός εξυπηρετεί τη δημιουργία νέων πολιτειακών ενοτήτων και τον επανακαθορισμό των ο­ρίων
μεταξύ «δημοσίου» και «ιδιωτικού». Οι πολυεπίπεδες
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
183
μορφές διακυβέρνησης που βασίζονται στη δικτύωση,
τον συνεργατισμό και τον κοινοτισμό έχουν ως αποτέλεσμα τη διάχυση της κοινωνικής ευθύνης για τη διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων. Ζητούμενα αυτού του είδους νεοκορπορατισμού είναι η μεταβίβαση
ευθυνών στις κοινοτικές ομάδες κύρους και τους τοπικούς φορείς άσκησης εξουσίας, καθώς και οι εκτεταμένες συνεργασίες μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου. Αυτή
η «αποκεντρωμένη ρύθμιση της απορρύθμισης» (Jessop
2002: 262) δεν συνεπάγεται μόνο τη μείωση δαπανών
για κοινωνική πολιτική, αλλά και –μέσα από την αναζήτηση συνεχώς διαφορετικών μη-κρατικών λύσεων– την
«ευελικτοποίηση» στην εφαρμογή των μεταπρονοιακών
πολιτικών. Τίθεται έτσι σε λειτουργία μία ατυποποίηση της κοινωνικής πολιτικής, μέσα από ενεργοποιητικές
πολιτικές και τη συμμετοχή μη-κρατικών φορέων και
ιδιωτικών ομάδων συμφερόντων.
Ωστόσο, αυτή η ατυποποίηση δεν συνεπάγεται την
αποδυνάμωση της εξουσίας των κρατικών φορέων, αλλά περισσότερο σημαίνει ότι οι φορείς αυτοί καλούνται
να επαναχαράξουν στρατηγικές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη συνεργασία με άτυπους φορείς, ΜΚΟ και τοπικούς φορείς (joint governance). Αξιώσεις αυτορρύθμισης,
κινήματα αυτοβοήθειας, ενεργοί πολίτες, άτυπες οργανώσεις και ΜΚΟ καλύπτουν ανάγκες του κράτους για
περισσότερη ευελικτοποίηση και αποκρατικοποίηση της
ευθύνης18. Καθώς το κράτος αυτοπαρουσιάζεται ως μη18 Σε αυτά τα πλαίσια, ο Castells (2002: 148) υποστηρίζει
ότι, αν το έθνος συνιστούσε μια «φαντασιακή κοινότητα»
(Anderson), με την παγκοσμιοποίηση και την τοπικοποίηση (glocalization) έχουν αναπτυχθεί «κοινοτικές φαντασιώ-
184
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
παρεμβατικό, επιδιώκει μέσα από τη μεταβίβαση ευθυνών να αποσπάσει μορφές κοινωνικής συναίνεσης και να
μετατρέψει την κοινωνική πολιτική σε ένα ουδέτερο πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας, όπου δεν είναι πια ξεκάθαροι οι φορείς άσκησής της.
2.1.γ. Η Ευρωπαϊκοποίηση ως διαδικασία αποεθνικοποίησης του κράτους
Οι διαδικασίες ενοποίησης της ΕΕ αποτελούν ένα
ακόμα επίπεδο στο οποίο διαπιστώνεται η αποδυνάμωση του έθνους-κράτους. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον
Habermas (2006: 126), η Ευρωπαϊκοποίηση αποτελεί μια
βασική «όψη της αποδυνάμωσης του έθνους-κράτους»,
καθώς τό καλεί σε «αποεδαφικοποίηση» και κάνει εντατική τη διακρατική συνεργασία για την επίλυση προβλημάτων που «έχουν την αφετηρία τους έξω από τα όρια
του» (π.χ. οικολογικά προβλήματα, ζητήματα οικονομικής ρύθμισης, διασυνοριακή εγκληματικότητα). Καθώς
για αυτόν, η Ευρωπαϊκοποίηση είναι μία αναπότρεπτη
διαδικασία, που κινείται παράλληλα με την «απίσχναση του έθνους κράτους» και την όχι απλά «διεθνή», αλλά «διεθνική» καπιταλιστική οικονομία, και ένα «κεφάλαιο», το οποίο «απαλλαγμένο από την υποχρέωση εθνικής παρουσίας περιπλανιέται ελεύθερο» (ό.π.: 128), ο
Habermas αντιλαμβάνεται την ΕΕ ως επιλογή επιβίωσης
για τα έθνη-κράτη. Περαιτέρω, παρότι τάσσεται υπέρ
σεις», επίπεδα δηλαδή συγκρότησης κοινωνικών ενοτήτων
και ιδεολογημάτων στη βάση της «κοινότητας».
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
185
μιας πολιτικά ελεγχόμενης Ευρωπαϊκοποίησης, μιας ενοποίησης των νομοθεσιών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός συνεκτικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, ο Habermas αναγνωρίζει, ωστόσο, πως κατά
τη μετατόπιση αποφάσεων από τα εθνικά όργανα στις
διακρατικές επιτροπές δημιουργούνται μία σειρά από
δομικά, δημοκρατικά ελλείμματα, στα οποία δεν παρέχονται πολιτικές, αλλά γραφειοκρατικές λύσεις από μηεκλεγμένους εμπειρογνώμονες διάφορων Ευρωπαϊκών
επιτροπών και Συμβουλίων (ό.π.).
Εξίσου σημαντική με τα δημοκρατικά ελλείμματα,
που τα έθνη κράτη μετακυλούν στις Ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες, είναι η αναδιαμόρφωση του εδαφικού χώρου ως αναδιαμόρφωση ενός νέου «μέσα» και «έξω».
Ενώ νέες συνοριακές πολιτικές τίθενται σε λειτουργία
εν όψει της Ευρωπαϊκοποίησης, νέοι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω» δημιουργούνται για
τα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτη. Η ταυτότητα του
«Ευρωπαίου πολίτη» κατασκευάζει νέα συναινετικά
επίπεδα πολιτικής επικοινωνίας εντός της «Νέας Ευρώπης» και συγκρουσιακά επίπεδα στη σχέση της με δυνητικά αντίθετά της. Ταυτόχρονα, ενώ καλλιεργούνται
πολιτικές «Ευρωπαϊκής ταυτότητας», αναζωπυρώνεται
παράλληλα ως αντίδραση ένα σύνολο εθνικιστικών ρητορικών (Castells 2002: 325). Παρά τις εξαγγελίες για
κοινωνική κινητικότητα των πληθυσμών, η μετανάστευση
από μη-Ευρωπαϊκές χώρες θεωρείται ακόμη ως ένα φαινόμενο που δεν είναι δομικό, αλλά συμβαίνει κατ’ εξαίρεση στο εκάστοτε κράτος. Η μεταναστευτική πολιτική
παραμένει εθνικοκρατική, ενώ αφήνει άλυτους μια σειρά
από οικονομικούς, εργασιακούς και κοινωνικούς απο-
186
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κλεισμούς που υφίστανται οι μετανάστες. Ταυτόχρονα
το κράτος επωφελείται από την Ευρωπαϊκοποίηση της
μεταναστευτικής πολιτικής και τις προσπάθειες ενοποίησης του δικαίου καταστολής της λαθρομετανάστευσης,
καθώς δημιουργείται ένα νέο πεδίο κοινωνικού ελέγχου,
στο οποίο οι μετακινήσεις των ατόμων και η μετανάστευση αντιμετωπίζονται κυρίως ως ζήτημα «διακινδύνευσης», με συνέπεια την εγκληματοποίηση, τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση των εξωκοινοτικών υπηκόων, καθώς και τη διεύρυνση μιας τάσης ξενοφοβίας
και πολιτικών «μη-ανοχής».
Ωστόσο, το sui generis πολιτικό σύστημα της ΕΕ δεν
αποσκοπεί στην αποεθνικοποίηση ή αποκυριαρχοποίηση των επιμέρους κρατών, όπως υποστηρίζει για παράδειγμα ο Pitschas (1997:51), ο οποίος βλέπει στην ΕΕ
ένα «εν δυνάμει συνολικό κράτος αντί του έθνους-κράτους», αλλά στη δημιουργία μιας δικής της –συμβατής
με του έθνους κράτους– κυριαρχικής βάσης. Δεν πρόκειται για ένα μόρφωμα ξένο προς τη δομή του έθνουςκράτους, αλλά συναφές προς την πολιτική του μεθοδολογία (γραφειοκρατικοποίηση, θεσμοποίηση, νομιμοποίηση, κοινοβουλευτισμός, ασφάλεια). Η αδυναμία της θέσης της αποκυριαρχοποίησης είναι πως, στα πλαίσια της
οικονομικής ενοποίησης που προτάσσει, κατανοεί την
Ευρωπαϊκή Ένωση ως –υπαρκτό ή δυνητικό– πολιτικό
αντίπαλο του κράτους. Όπως και η θέση περί συγκυριαρχιών, έτσι και η θέση της αποκυριαρχοποίησης φαίνεται να υποτιμούν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση
ήταν και είναι όχι τόσο μία μηχανιστική αντίδραση στην
οικονομική παγκοσμιοποίηση, όσο μία ηθελημένη πολιτική επιλογή εθνικών κρατών. Ενώ ήδη σε γραπτά τού
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
187
Saint Simon, του Kant και του Rousseau συναντάται η
ιδέα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ενώ πανευρωπαϊκές
και διεθνείς οικονομικές συνεργασίες κέρδιζαν έδαφος
ήδη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μόνο μετά τον
δεύτερο, όταν αμοιβαία εθνικο-οικονομικά συμφέροντα
οδήγησαν στην ανάγκη για πιο στέρεους, θεσμικούς διεθνικούς συνασπισμούς, βασισμένους στην ανάγκη στήριξης του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.
Το γεγονός δε ότι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι εθνικές αντιπροσωπεύσεις σε επίπεδο κορυφής,
με τις αντίστοιχες ταξικές και κομματικές τους αντανα­
κλάσεις, που κυριαρχούν στις διαδικασίες λήψης αποφά­
σεων, δείχνει πως το παραδοσιακό εθνικό κράτος παραμένει δομικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το στοιχείο που ο Voigt (1996: 232) ονομάζει «επικυριαρχία του
εθνικού κράτους» (Vorherrschaft des Nationalstaates)19.
Σε αυτή την άποψη συνηγορεί και ο ρόλος του κομματικού συστήματος. Τα αστικά κόμματα είναι ex definitione
εθνικά και παραμένουν εθνικά, ακόμα και εν όψει των
διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ανεξάρτητα
από τους ευρωπαϊκούς ή όχι προσανατολισμούς ενός
εθνικού κόμματος, είναι το «εθνικό συμφέρον» εκείνο
που τα κόμματα καλούνται σε τελική ανάλυση να εξυπηρετήσουν. Η Ευρωπαϊκοποίηση και η αποεθνικοποίηση προάγονται κατά κόρον ως στρατηγικές εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος. Από αυτή την άποψη,
όπως αναφέρει ο Voigt (1996: 229), «το έθνος κράτος με
19 Σύμφωνα με τον Rohrmoser (1994: 145), ο λόγος που η ΕΕ
δεν μπορεί να επιτύχει την απαραίτητη για την ενοποίησή
της συνοχή είναι ότι τής λείπει «μία έννοια του Πολιτικού
και ακόμα περισσότερο μία έννοια του κράτους».
188
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κανένα τρόπο δεν έχει αποχωριστεί από την πολιτική.
Εντός της γενικής τάσης για διεθνοποίηση από τη μια
και περιφερειοποίηση από την άλλη, το έθνος κράτος
αποτελεί ακόμα το κεντρικό επίπεδο αναφοράς για πολιτικά κόμματα, ομάδες συμφερόντων κτλ., και κυ­ρίως,
για το εκλογικό σώμα».
Πράγματι, από την πλευρά των ψηφοφόρων τα εθνικά
κόμματα παραμένουν πολύ πιο συμπαγείς και απτοί φορείς άσκησης πολιτικής εξουσίας και εξυπηρέτησης του
εθνικού και κατασκευασμένου ως «κοινού» συμφέροντος από ό,τι η απόμακρη «ευρωπαϊκή» πολιτική αντιπροσώπευση, οι ευρωπαϊκές οργανώσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, στους οποίους έχουν πρόσβαση περισσότερο εθνικές ελίτ (πολιτικές, επιχειρηματικές και ακαδημαϊκές) παρά η πλειοψηφία των εκλογικών τάξεων. Eνώ
ένας από τους ουσιαστικότερους παράγοντες κοινωνικής
συνοχής παραμένει το εθνικό κομματικό σύστημα, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα φαίνεται αδύναμο να παραγάγει αντίστοιχη συνοχή. Ενίοτε, ακόμα και η ίδια η σχέση τού κάθε έθνους κράτους με την Ευρωπαϊκή Ένωση
(ιδιαίτερα των ασθενέστερων κρατών) νοείται περισσότερο ως εξωτερική πολιτική. Σε περιπτώσεις εξάρτησης
σημαντικών πολιτικών αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, αυτή δρά στο έθνος-κράτος εξωτερικά και ενίοτε αντιπολιτευτικά, απ’ αυτήν το έθνος-κράτος μπορεί
να βγει λιγότερο ή περισσότερο κερδισμένο, από αυτήν
μπορεί να δεχτεί πιέσεις, πάντα όμως στα πλαίσια μιας
εξωτερικής σχέσης. Είναι δηλαδή το έθνος-κράτος εκείνο το οποίο καθορίζει την πολιτική αρένα, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι το ίδιο μένει ανεπηρέαστο από την διεθνοποίηση της οικονομίας και την με αυτήν συνδεμένη ανά-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
189
γκη για πολιτική ενοποίηση. Τουναντίον, στις συνθήκες
της οικονομικής διεθνοποίησης, το εθνικό κράτος γίνεται
«εθνικό ανταγωνιστικό κράτος» (Hirsch 2003: 249), που
καλείται να ρυθμίσει την εγχώρια παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις, έτσι ώστε αυτή να προασπίζει τον διεθνή καπιταλισμό.
Το κράτος δεν εκχωρεί την κυριαρχία του στην ΕΕ,
αλλά, με πραγματιστικό τρόπο, προσαρμόζεται στις
ανάγκες της φιλελευθεροποίησης και στις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της απορρύθμισης.
Η άποψη, συνεπώς, ότι το ΚΜΒ αποδυναμώνεται εν
όψει των διαδικασιών Ευρωπαϊκοποίησης παραβλέπει
ότι η ΕΕ μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον υπάρχει το
εθνικό ΚΜΒ, το οποίο όχι μόνο δεν συγκρούεται με τέτοιες διαδικασίες, αλλά προεκτείνεται τόσο ως θεσμικό
υποστήριγμα των διεθνών οργανισμών, όσο και ως τρόπος οργάνωσης των ταξικών αντιθέσεων εντός των κρατών-μελών της ΕΕ.
2.1.δ. Θεωρίες ιντιβιντουαλισμού και ορθολογικής επιλογής
Μία άλλη ομάδα θεωρήσεων που διαπιστώνει μιαν
όλο και πιο διευρυνόμενη κρίση του κράτους είναι αυτή που υποκαθιστά την έννοια της κοινωνικής τάξης με
αυτήν του ατόμου και την έννοια του κράτους με αυτήν της αγοράς. Η συνεχής ιδιωτικοποίηση κρατικών θεσμών, ο κατακερματισμός εργασιακών συλλογικοτήτων
κατά την προνοιακή απορρύθμιση, ο σχηματισμός διακρατικών και διεθνικών πολιτικών οργανισμών, η εισα-
190
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
γωγή μορφών του New Public Management, που προω­
θεί τον «εκσυγχρονισμό» και την αυτονόμηση της διοί­
κησης από το κράτος, αλλά και η τάση της τοπικοποίησης/κοινοτικοποίσης της πολιτικής και του κοινωνικού ελέγχου έθεσαν το αναλυτικό πλαίσιο της κρίσης
του κράτους. Πρωτοφανής αναλυτική έμφαση δόθηκε
στις μεταβολές εκείνων, δηλαδή, των μορφωμάτων εξου­
σίας και των θεσμών, που θεωρήθηκαν ανταγωνιστικοί
του κράτους και που ο Hay (1996: 9) ονόμασε «state’s
οthers», τους «άλλους» έναντι του κράτους, την οικονομία της αγοράς, την κοινωνία των πολιτών και την ιδιω­
τική σφαίρα.
Ένας από τους κύριους «άλλους» του κράτους έγινε
το «άτομο». Η «ευέλικτη» ατομική ταυτότητα του ιδιώτη, ο ιντιβιντουαλισμός, οι ατομικές βιογραφίες, τα πολυποίκιλα life style και life politics αντικατέστησαν σε
νεοφιλελεύθερες θεωρίες της κουλτούρας και της αγοράς τόσο την αναλυτική κατηγορία «κράτος», όσο και
τα συνεπαγόμενά της. Ενώ σε μαρξιστικές θεωρήσεις
το άτομο –ως ταξική θέση– υπόκειται στο κράτος ή ως
πομπός και δέκτης εξουσίας είναι προϊόν μιας μακράς
ιστορικής διαδικασίας (αυτο)πειθάρχησης σε κοινωνικές
και πολιτικές νόρμες (Foucault), γίνεται στη νεοφιλελεύθερη θεώρηση ένα ταξικά ουδέτερο και μη-πολιτικό
υποκείμενο, που ακολουθεί «ορθολογικές επιλογές», με
στόχο τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος, της απόλαυσης και του κέρδους. Υπόκειται συνεπώς στην αγορά
και στην ελευθερία που αυτή παρέχει, στην ελευθερία
της επιλογής και κατανάλωσης προϊόντων. Σε σύμπνοια
με την αποστροφή της Thatcher, ότι «δεν υπάρχει πια
κοινωνία, υπάρχουν άτομα, γυναίκες, άντρες και οικο-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
191
γένειες»20, οι θεωρίες του ατομικισμού αντικατάστησαν
μιαν από τις πιο πολιτικές αναλυτικές κατηγορίες της
κοινωνικής θεωρίας, αυτή των κοινωνικών τάξεων. Η οικονομική ανισότητα μέσα από τις νέες μορφές της παλιάς συμπαιγνίας κράτους-καπιταλισμού έγινε ζήτημα
ατομικής ταυτότητας. Δεδομένου ότι το ΚΜΒ ενοποιούσε τάξεις και ταξικές αντιθέσεις υπό τη σκέπη του κράτους, στον βαθμό που οι θεωρίες ιντιβιντουαλισμού υποτιμούν την ύπαρξη αυτών των αντιθέσεων, το ΚΜΒ είναι
επίσης αποδυναμωμένο. Εφόσον η κοινωνία κερματίζεται, το ΚΜΒ χάνει τα συλλογικά του ερείσματα και τις
βάσεις της νομιμοποίησής του.
Στα πλαίσια μιας λογικής υποκατάστασης της κατηγορίας των τάξεων, ξεκινώντας από μιαν υποκειμενίστικη αφετηρία, ένα μέρος της κυρίαρχης κριτικής στην παγκοσμιοποίηση κάνει λόγο για την «κοινωνία των δύο
τρίτων». Θεωρείται ότι τα δύο τρίτα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών κατέχουν την οικονομική και πολιτική πρωτοκαθεδρία εις βάρος τού ενός τρίτου. Η κριτική
αυτή, παρουσιάζοντας με ιδιαίτερη επιείκεια τις αριθμητικές αναλογίες των ανισοτήτων που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, αποτελεί μιαν ήπια, αλλά και παραπλανητική απόπειρα κριτικής της παγκοσμιοποίησης. Με
την απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας, την απαξίωση
της εργασίας, την προς όφελος των επιχειρηματικών τάξεων επιλεκτικότητα του κράτους στη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας και την ελαστικοποίηση της εργασίας, οι ταξικές ανισότητες –ακόμα κι όταν ονομάζο20 Από την συνέντευξη της Thatcher στο Women’s Own Magazine
στις 23.09.1987.
192
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νται «πολιτισμικές διαφορές» ή διαφορές «τρόπου ζωής»– βαθαίνουν. Εκτός αυτού, η έννοια της «κοινωνίας
των δύο τρίτων» υποθέτει πως τα δύο τρίτα της κοινωνίας αποτελούνται από ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες με
κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις (Hirsch 1999: 284). Η
έννοια των κοινωνικών τάξεων εξαφανίζεται εντός αριθμητικά αυθαίρετων προσεγγίσεων της ανισότητας και
εντός θεωριών πολιτισμικής διαφοράς, αλλά και «κοινωνικού περιβάλλοντος». Η έννοια του «κοινωνικού περιβάλλοντος» (social milieu) θεωρείται απόρροια του ιντιβιντουαλιστικού κατατμηματισμού που έχει δημιουργηθεί με την παγκοσμιοποίηση. Το «κοινωνικό περιβάλλον» αντικαθιστά ταξικά χαρακτηριστικά σε μια λογική
όχι πια κοινωνικών δομών, αλλά εξατομικευμένων πρακτικών, συνηθειών, πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, καθώς
και αυτοκαθορισμού στην παραγωγική διαδικασία και
τη σφαίρα της κατανάλωσης (ό.π.: 282).
2.1.ε. Ο οικονομισμός στη θεωρία του κράτους
Η ανάπτυξη οικονομίστικων προσεγγίσεων του ρόλου
του κράτους στην παγκοσμιοποίηση συνέδραμε καθοριστικά στην ευρύτερη κρίση της θεωρίας του κράτους. Η
αγορά έγινε ένας ακόμα συναρτημένος με τον ιντιβιντουαλισμό «άλλος» του κράτους. Η οικονομίστικη-εργαλειακή αντίληψη, που βλέπει το κράτος ως όργανο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και τό θεωρεί αδύναμο να επηρεάσει την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, θεω­ρεί
πως η αγορά είναι εκείνη που σε τελική ανάλυση καθορίζει τις κοινωνικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς λή-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
193
ψης αποφάσεων και επιβάλλεται συλλήβδην στο κράτος.
Σύμφωνα με αυτήν την οικονομίστικη άποψη, η εξουσία της αγοράς αντικαθιστά ή υπερκαλύπτει αυτήν του
κράτους, το κράτος δεν έχει άλλη επιλογή από το να
εξυπηρετήσει τις επιταγές του οικονομικού συστήματος,
οι οποίες στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης γίνονται
όλο και πιο πολύπλοκες και απαιτούν την εθνική του
συρρίκνωση. Η απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς θεωρείται δηλαδή ότι προϋποθέτει και συνεπάγεται τη συρρίκνωση του κράτους. Το κράτος άρα γίνεται κατανοητό
ως ένας παράγοντας-εμπόδιο της «ελεύθερης» λειτουργίας της αγοράς.
Σαφές είναι όμως ότι η αγορά δεν είναι σε θέση να
λειτουργήσει με αυτοδιοίκητο τρόπο, «ελεύθερα». Πρόκειται για ένα χώρο πολιτικά και κοινωνικά οργανωμένο, τροφοδοτούμενο από ταξικές σχέσεις εξουσίας, χώρο
που χρειαζόταν ανέκαθεν τη μεσολάβηση του κράτους
και του ΚΜΒ. Όσοι συμμετέχουν στην αγορά υπόκεινται
ταυτόχρονα και στις κρατικές απαγορεύσεις, στρέφονται
με απαιτήσεις και προσδοκίες προς το κράτος και κατανοούν τα συμφέροντά τους σε σχέση με αυτό. Προφανές
είναι ότι ένα σταθερό ΚΜΒ διαδραματίζει εδώ καθοριστικό ρόλο. Οι ρυθμίσεις (ή η απουσία ρυθμίσεων) της
εργασίας αλλά και ο έλεγχος των προϊόντων δεν είναι
αποκλειστικό ζήτημα μιας μηχανιστικής, αυτοποιητικής
αγοράς, αλλά του πολιτικού της συμμάχου, του κράτους.
Η δημιουργία ενός καλού επενδυτικού κλίματος και μιας
εξισορροπητικής δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και η
ρύθμιση των αναγκών του τραπεζικού, φορολογικού και
χρηματοπιστωτικού συστήματος του καπιταλισμού είναι
ορισμένες μόνον από τις μεσολαβητικές λειτουργίες του
194
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κράτους. Με την εξασφάλιση ενός ελαχίστου κοινωνικών
παροχών και υποδομών κοινωνικής αναπαραγωγής, το
κράτος εξασφαλίζει ταυτόχρονα την κοινωνική συναίνεση απέναντι στη δράση του ως πεδίου εκπροσώπησης
και διαπραγμάτευσης συμφερόντων ή αξιώσεων.
Το ΚΜΒ επιφορτίζεται με τον ρόλο της εγγύησης των
όρων λειτουργίας της οικονομίας. Ιστορικά, η χρήση του
ΚΜΒ ή της απειλής της κρατικής βίας είχε στόχο να
σταθεροποιήσει την παραγωγική διαδικασία, αποκλείοντας με οικονομικούς και εξω-οικονομικούς τρόπους
τις ταξικές ομάδες που τήν παρακώλυαν και προωθώντας κοινωνικούς συσχετισμούς που τήν εξυπηρετούσαν
(Hirsch 2000: 249). Η «κοινωνική ασφάλεια» που διασφαλίζεται με το ΚΜΒ δεν είναι δηλαδή ταξικά ουδέτερη, αλλά εκφράζει την απαραίτητη για την παραγωγική διαδικασία αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων και
αντιθέσεων και εξουδετερώνει τις με διαφορετικά μέσα
μη διορθώσιμες ανισομέρειες του συνολικού κοινωνικού
συστήματος.
Οι Hall και Winlow (2003: 143) παρέχουν την εξής ερμηνεία για τη σχέση μεταξύ κράτους και μονοπωλίου της
βίας: πρωταρχικό ζήτημα των εν τη γενέσει κρατών μετά
τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) ήταν να αποδυναμώσουν την ώς τότε αριστοκρατία καθώς και να υποστηρίξουν την εμβρυακή αστική τάξη και το «δικαίωμά» της
στην ιδιοκτησία. Εφόσον η νέα αυτή αστική τάξη δεχόταν να πληρώνει στο κράτος φόρους –σ’ ένα κράτος χωρίς ακόμα δικά του διοικητικά μέσα και ιδιοκτησία, που
επεδίωκε να συσσωρεύσει και να πάρει υπό τον έλεγχό
του τους εθνικούς πόρους–, το κράτος ανέλαβε, εγκληματοποιώντας τις παραβάσεις ενάντια στην ατομική ιδιο­
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
195
κτησία, να προστατεύσει ακριβώς το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της νέας αστικής τάξης και να ειρηνεύσει υπέρ της
τις εμφύλιες διαμάχες με τους ευγενείς και την εκκλησία. Με βάση μια τέτοια προσέγγιση, και υπογραμμίζοντας τον ρόλο της τάξης των ιδιοκτητών στη συγκρότηση του αστικού κράτους, οι Hall και Winlow (2003: 145)
φτάνουν στο συμπέρασμα ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν
ιστορικά «μία σχέση οικονομικής εξάρτησης». Αυτή η
πελατειακή σχέση εξασφάλιζε εκτός από τα πλεονεκτήματα της οργανωμένης δημοσιονομίας και γραφειοκρατίας –στοιχεία απαραίτητα για την εν τη γενέσει συσσώρευση και την εμβρυακή αγορά– και μια πολιτική αντιπροσώπευση της αστικής τάξης. Το κράτος από την άλλη πλευρά κέρδιζε σε πολιτική επιρροή και εξουσία από
αυτή τη συμμαχία και τη βαθμιαία εξασθένιση των ευγενών. Στον βαθμό που το κράτος εξασφάλιζε τη λειτουργία του laissez-faire και την πειθάρχηση του πληθυσμού
στις διαδικασίες συσσώρευσης, αποκτούσε μιαν όλο και
πιο πολύ αυξανόμενη πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία, ενδυναμωμένη από το νομικό σύστημα, το ΚΜΒ και
τη διοίκηση.
Οι Hall και Winlow εκφράζουν την άποψη ότι το γεγονός πως η αρχή του laissez-faire επικράτησε και επικρατεί ιστορικά για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δεν είναι
τυχαίο. Τουναντίον, τονίζουν οι Hall και Winlow (2003:
148), «η αντοχή αυτής της αρχής δείχνει πως το ‘επιχειρηματικό κράτος’ δεν είναι καινούργιο, αλλά είναι το
ουσιαστικά απαράλλαχτο πρότυπο της νεωτερικής δυτικής διακυβέρνησης». Η φιλελεύθερη ιδέα περί της εξασφάλισης της «ελεύθερης» οικονομίας και η ταξική δια­
κυβέρνηση προς όφελος της αστικής τάξης, τονίζουν οι
196
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Hall και Winlow, είναι δομές που χαρακτηρίζουν πάγια
το αστικό κράτος, «ακόμα και στην ανανεωμένη μορφή τους στην πρόσφατη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της
‘δημοκρατίας των ιδιοκτητών’ της δεκαετίας του 1980
στη Βρετανία και στην Αμερική. (…) Στην ουσία της, η
σχέση ανάμεσα στο κράτος, τις επιχειρηματικές τάξεις
και τον πληθυσμό δεν έχει αλλάξει από την εποχή του
μερκαντιλισμού στον δυτικό καπιταλισμό» (έμφαση Hall
και Winlow 2003: 148).
Και ενώ πράγματι η φιλελεύθερη αγορά λειτούργησε
εξ αρχής στη βάση της κρατικής αρωγής και πράγματι το
αστικό κράτος είναι το «ουσιαστικά απαράλλαχτο πρότυπο της δυτικής διακυβέρνησης», η άποψη των Hall και
Winlow στέκεται σε τέτοιο βαθμό στην πελατειακή σχέση ανάμεσα σε κράτος και επιχειρηματική τάξη, ώστε
δίνεται η εντύπωση πως η ουσιωδέστερη λειτουργία του
κράτους ήταν/είναι το να καλύπτει τις ανάγκες της τάξης αυτής. Μία τέτοια άποψη δεν αποτελεί, όμως, παρά
μια διαφορετική εκδοχή της οικονομίστικης προσέγγισης,
που δεν λαμβάνει υπόψη της τη δράση των λοιπών ταξικών ομάδων. Ο οικονομισμός των Hall και Winlow ξεκινάει από την αφετηρία πως το κράτος εξυπηρετεί ένα
ειδικό συμφέρον, αυτό της ανώτερης αστικής και επιχειρηματικής τάξης, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με τους
συγγραφείς, παίρνει τώρα τη μορφή μιας «παγκόσμιας
κοσμοπολίτικης ελίτ», η οποία λειτουργεί αποκλειστικά με γνώμονα τα συμφέροντά της και «δεν υπακούει
σε κάποια εθνικά κράτη, κοινότητες και άτομα, από τα
οποία ήταν πριν εξαρτημένη» (2003: 154).
Η άποψη αυτή βλέπει την «παγκόσμια κοσμοπολίτικη ελίτ» ως μιαν ενιαία τάξη, της οποίας τα μέρη χα-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
197
ρακτηρίζονται από ομοιογενή συμφέροντα και όχι από
ανταγωνισμό, και το έθνος κράτος ως τον αδύναμο πόλο μιας άνισης σχέσης. Μία τέτοιου είδους οικονομίστικη άποψη παραβλέπει πως οι εθνικές επιχειρηματικές
ελίτ βρίσκονται σε σχέση παράλληλων ανταγωνισμών,
τόσο μεταξύ τους όσο και με διεθνικές ελίτ, οι οποίες με τη σειρά τους ούτε αποτελούν μιαν αρμονική, με
κοινά συμφέροντα οικονομική ομάδα, ούτε βρίσκονται
έξω από τα πλέγματα εξουσίας των εθνικών κρατών
και των εξω-εθνικών συνασπισμών τους. Εθνικές ή μη
οικονομικές ελίτ συνδιαλλάσσονται με τα κράτη (είτε
πρόκειται για offshore ή onshore κράτη), των οποίων
επίδικο ζήτημα είναι η εξασφάλιση ενός οικονομικού
κύρους, που θα τά κάνει πολιτικώς βιώσιμα και ανταγωνιστικά στη διεθνή αρένα. Στο βαθμό, όμως, που το
κράτος θα βάδιζε αποκλειστικά σύμφωνα με τις επιταγές μιας εθνικής ή «παγκόσμιας κοσμοπολίτικης ελίτ»,
δεν θα ήταν σε θέση να έχει ερείσματα στη συνολική
κοινωνία, παρά μόνο στην τάξη αυτή. Δε θα μπορούσε
έτσι να διοικήσει, με μια κάποια απαίτηση για στοιχειώ­
δη αποτελεσματικότητα, την κοινωνία στο σύνολο της
και δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τις συνεπαγόμενες κοινωνικές κρίσεις. Κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο
όχι μόνο το συνολικό οικονομικό σύστημα, αλλά και τη
νομιμότητα του κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου που
ασκείται μέσα από τους μηχανισμούς του κράτους.
Για αυτό τον λόγο, όπως έχει υπογραμμίσει και ο Offe
(1972: 83, έμφαση Offe), δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι
το κράτος «εξυπηρετεί ειδικά συμφέροντα ή συμ­μαχεί
με συγκεκριμένες τάξεις. Πολύ περισσότερο, εκείνο το
οποίο το κράτος προστατεύει και τιμωρεί είναι ένα σύ-
198
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νολο κανόνων και κοινωνικών σχέσεων που προϋποτίθενται για την ταξική εξουσία της καπιταλιστικής τάξης.
Το κράτος δεν προστατεύει τα συμφέροντα μιας τάξης,
αλλά το κοινό συμφέρον μιας καπιταλιστικής κοινωνίας». Η κοινωνική συνοχή που απαιτεί η αγορά για την
αποφυγή κρίσεων βασίζεται δηλαδή σε ένα κράτος, το
οποίο διασφαλίζει ένα βαθμό συστημικής ενότητας μεταξύ των τάξεων. Αυτή η διαδικασία προάγεται όχι μερικώς, αλλά συνολικά, όχι μέσα από ειδικά καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά μέσα από την πραγματοποίηση
του γενικού καπιταλιστικού συμφέροντος. Συνεπώς, για
να λειτουργήσει ως καπιταλιστικό κράτος, το κράτος δια­
μορφώνει τη δράση του στη βάση της αντίθετης κατεύθυνσης από αυτήν που περιγράφουν οι Hall και Winlow,
σε αντιφατική σχέση με τον καπιταλιστικό του χαρακτήρα και ασκώντας συμβολική και μη πολιτική στο όνομα
της «δημοκρατίας», του «έθνους» του «γενικού καλού»,
της «κοινωνίας», του «πολίτη» αλλά και των «ευπαθών» ή «μη προνομιούχων ομάδων», οι οποίες αποτελούν σαφώς την κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία, που
εξασφαλίζει εξάλλου και την ίδια του την αναπαραγωγή.
Το κράτος, άρα, δεν δρά στη βάση ενός «ειδικού συμφέροντος», αλλά μέσω του ΚΜΒ στο όνομα ενός κατασκευασμένου «κοινού καλού». Εδώ έγκειται ένα ακόμα
σταθερό και ίσως ιστορικά αξεπέραστο χαρακτηριστικό
του, ακριβώς όπως και η αρχή του laissez-faire. Στο αίτημά του για νομιμότητα, το φιλελεύθερο κράτος επεδίω­ξε
και ώς ένα βαθμό πέτυχε να αποσπάσει διαταξικά ερείσματα, το είδος της κοινωνικής συναίνεσης που προώθησε την αποδοχή των κανόνων της οικονομίας και της δημοκρατίας πέρα από την άσκηση της φυσικής βίας.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
199
2.2. Από το κράτος πρόνοιας στον νεοφιλελευθερισμό
Το υποδείγμα υποχώρησης του ΚΜΒ αναδεικνύει το
ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε. Ύστερα από μια περίοδο καπιταλιστικού
τύπου ευμάρειας στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της
Βόρειας Αμερικής, οι δυνατότητες διεθνοποίησης της κεφαλαιακής συσσώρευσης, που είχαν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και οι οποίες αποτελούσαν
και οργανικό στόχο του Bretton Woods, εντατικοποιούνται
στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι αναγκαιότητες αποδέσμευσης του κεφαλαίου από τα γεωγραφικά όρια του
έθνους-κράτους δεν αποτελούν μεν νέα εξέλιξη, αποκτούν
όμως σταδιακά νέα δυναμική, που διαφέρει σε ένταση και
δυνατότητες από προηγούμενες φάσεις. Η νέα αυτή δυναμική επιφέρει μεν αναδιαμορφώσεις στις τεχνικές κίνησης του κεφαλαίου, δεν αλλοιώνει όμως τη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας. Καθώς η επέκταση των συναλλαγών και η διεθνοποίηση των αγορών είναι συμφυείς με
εκείνο που ο Hirsch (1999:22) περιγράφει ως «εσωτερική
αντιφατική φύση της κεφαλαιακής σχέσης», οι αναδιαρθρώσεις (αλλά και οι κρίσεις) του καπιταλισμού δεν συνιστούν δομικές του αδυναμίες ή τάσεις αυτοδιάλυσής του.
Αυτές οι αναδιαρθρώσεις αποτελούν ιστορικό προϊόν της
διαλεκτικής μεταξύ οικονομίας και πολιτικής διευθέτησης
στην πορεία από το ακατέργαστο Laissez-Faire και τη ραγδαία οικονομική διεθνοποίηση του τέλους του 19ου αιώνα ώς την κρίση του 1929-30, στον παρεμβατικό κεϋνσιανισμό της μεταπολεμικής περιόδου, στο Bretton Woods21
21 Καθώς μία σειρά πρωτοβουλιών και μέτρων απαιτούνταν
για την ανοικοδόμηση της οικονομικά και βιομηχανικά κα-
200
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
και τους διεθνικούς θεσμούς του, μέχρι την απορρύθμιση
του κράτους πρόνοιας εν όψει ενός ολοένα και πιο επεκτατικού φιλελευθερισμού. Η εγκατάλειψη του συστήματος του Bretton Woods, ως συστήματος που επεδίωκε να
ρυθμίσει τις μεταπολεμικές οικονομικές συναλλαγές εντός
των εθνών-κρατών και συνταυτιζόταν με την κεϋνσιανή διευθέτηση, οδήγησε με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του
1973 σε μια ραγδαία απελευθέρωση των κεφαλαίων από
τα εθνικά κράτη και στην αναζήτηση από την πλευρά τους
νέων, συμφερότερων τόπων επένδυσης.
τεστραμμένης μεταπολεμικής Ευρώπης, τέθηκαν με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι βάσεις των οικονομικών
συνεργασιών μεταξύ των Η.Π.Α. και της μη-κομμουνιστικής
Ευρώπης, με στόχο τη σταθεροποίηση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας και την ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων για το διεθνές εμπόριο και τις συναλλαγές. Σε αυτά
τα πλαίσια και η Συνθήκη του Bretton Woods (1944), την
οποία συντόνιζαν οι John Maynard Keynes και Harry Dexter
White. Προτεραιότητα της συνθήκης ήταν η στήριξη ενός διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, που θα έδινε ώθηση στις μεταπολεμικές συνεργασίες και θα απέτρεπε επικίνδυνες συγκρούσεις. Διεθνείς οργανισμοί ιδρύθηκαν για
την προάσπιση συναινετικών οικονομικών σχέσεων, όπως
είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου. Ένας σημαντικός
κανόνας που εισήχθη με τη Συνθήκη του Bretton Woods
όριζε τη μετατρεψιμότητα του αμερικάνικου δολαρίου σε
χρυσό σε καθορισμένη τιμή συναλλάγματος. Συμφωνήθηκε
ότι το αμερικάνικο δολάριο θα λειτουργούσε ως διεθνές
αποθεματικό νόμισμα για όλες τις εθνικές οικονομίες και
θα επηρέαζε το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1960, το σύστημα των σταθερών
τιμών συναλλάγματος ως προς τον χρυσό προκάλεσε κρίση ρευστότητας στις Η.Π.Α. Προκειμένου να αποφύγει να
χαθεί η διεθνής αξιοπιστία του δολαρίου, η κυβέρνηση των
Η.Π.Α. εγκατέλειψε την αρχή του χρυσού (gold standard)
στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
201
Την ίδια στιγμή το κράτος πρόνοιας αρχίζει να προβληματοποιείται ως ένας υπερχρεωμένος, δύσκαμπτα
γραφειοκρατικός θεσμός που πρέπει να εκλείψει. Βαθμιαία, μειώ­νονται οι δαπάνες της κοινωνικής πολιτικής, το κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας μπαίνει σε κρίση
και εντατικοποιού­νται οι πολιτικές ιδιωτικοποίησης και
νεοφιλελευθεροποίησης. Εκτός τού ότι δεν αποκρινόταν
στις αναγκαιότητες της αγοράς για διεθνοποίηση, η κριτική που ασκούνταν στο εθνικό κράτος πρόνοιας ήταν
πως ήταν υπέρμετρα γραφειοκρατικό και πως κεντρικοποιούσε τη διοίκηση, με αποτέλεσμα τη βαθμιαία επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή η υπερδιείσδυση του κράτους στην κοινωνία και οι πελατειακές
σχέσεις που δημιουργούσε απορροφούσαν την ίδια στιγμή μεγάλα τμήματα των κρατικών προϋπολογισμών σε
διαφορετικές χώρες της Ευρώπης. Θεωρούνταν, επίσης,
ότι στη βάση ιδεολογημάτων περί ισότητας και ευημερίας προωθούνταν το συμφέρον της συσσώρευσης κεφαλαίου για κάποιες τάξεις που είχαν τα μέσα να επηρεάσουν το κράτος, και ότι εκτός από κράτος πρόνοιας λειτουργούσε και ως κράτος επιτηρητής των ομάδων εκείνων που δεν άπτονταν των αξιών του.
Ο κεϋνσιανισμός22, σαν μοντέλο-ιδεατός τύπος οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης, χαρακτήρισε τις οικο22 Η επίδραση του κεϋνσιανισμού στην οικονομικοπολιτική
ζωή της μεταπολεμικής περιόδου υπήρξε καθοριστική. Στο
The Economic Consequences of the Peace (1919), ο Keynes
ασκούσε κριτική στις πολεμικές αποζημιώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη συνθήκη των Βερσαλλιών και
για τις οποίες ανησυχούσε ότι θα οδηγούσαν σε αντιδράσεις επιθετικότητας, σε εθνικισμό και σε νέο πόλεμο. Ενώ
φιλελεύθεροι οικονομολόγοι που προηγούνταν του Keynes
202
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νομίες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, κυρίως
μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και
πρέσβευαν τις αξίες της αόρατης χείρας, και το Laissez
Faire θεωρούνταν η μοναδική αρχή για την επίτευξη της
ισορροπίας προσφοράς-ζήτησης και για την ανάπτυξη της
μαζικής εμπορευματικής παραγωγής, ο Keynes απέρριψε
αυτήν την «ορθόδοξη» άποψη. Κεντρική του θέση ήταν πως
μία μερικώς κρατικά-διοικούμενη οικονομία θα επιτύγχανε την οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση της αναγκαστικής
ανεργίας και την ανάπτυξη της μαζικής ζήτησης. Οικονομικές συνέπειες που αντιμετωπίζονταν ως αποτυχίες της
αγοράς έπρεπε να αντιμετωπιστούν με μιαν ευρεία δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική, καθώς και με
κρατικούς ελέγχους των τιμών. Οι συνθήκες στις οποίες οι
επιχειρηματικές ελίτ είχαν κατορθώσει να πετύχουν την οικονομική ανάπτυξη είχαν πλέον (1920) χάσει την κοινωνική
τους λειτουργία. Η πληθυσμιακή αύξηση και η δυνατότητα
για επανεπένδυση, μέσα από μια σειρά τεχνολογικών επιτευγμάτων και βιομηχανικών βελτιώσεων στη σφαίρα των
ακατέργαστων υλικών, είχαν μεν τονώσει την αστική επιχειρηματική τάξη, η φάση αυτή όμως διήρκησε ελάχιστα,
καθώς οι ευκαιρίες για επένδυση εξαφανίζονταν, τα επιχειρηματικά κίνητρα εξασθενούσαν και η αποταμιευτική
τάση της αστικής τάξης, όχι μόνο δεν έβγαζε την Αγγλία
της εποχής από την κρίση, αλλά, αντίθετα, τήν όξυνε. Ο
Keynes εξέδωσε αργότερα (1935) το μεγαλύτερο πόνημά
του, General Theory of Employment, Interest and Money, όπου
και υπό το πρίσμα της κρίσης του 1929-30 διατύπωσε τις
θεμελιώδεις θέσεις του. Η ανεργία αναδεικνύεται σε κρίσιμο αναπτυξιακό πρόβλημα, καθώς αυτή εμποδίζει την περαιτέρω κεφαλαιακή επένδυση και τη μαζική κατανάλωση.
Επίσης, η πλήρης απασχόληση ως κριτήριο εξασφάλισης
της κατανάλωσης αποτελεί τον βασικό άξονα της κεϋνσιανής σκέψης. Το κράτος του Μεσοπολέμου όφειλε να αναλαμβάνει τόσο αναδιανεμητικό όσο και επενδυτικό ρόλο,
αλλά και να λειτουργεί ως χρηματοδότης και παροχέας οικονομικών υπηρεσιών, προκειμένου να αποφεύγονται υφέσεις, να εξασφαλίζεται μέσω της πλήρους απασχόλησης η
αγοραστική δύναμη και να καταναλώνεται το παραγόμενο
προϊόν (Jessop 2002: 231-232).
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
203
ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι χώρες του Ατλαντικού Φορντισμού (οι Η.Π.Α. και ο Καναδάς, η βορειοδυτική Ευρώπη, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία)
δόμησαν τους εγχώριους καπιταλισμούς τους σε συστήματα πρόνοιας και παροχής υπηρεσιών, τα οποία δρούσαν συμπληρωματικά της καπιταλιστικής οικονομίας
της αγοράς. Τα εθνικά κράτη πρόνοιας είχαν την ευθύνη
του μακροοικονομικού σχεδιασμού, τόσο με την κρατικοποίηση ζωτικών επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, όσο
και με την κρατική εποπτεία της βιομηχανικής υποδομής και του τραπεζικού συστήματος. Στο επίπεδο δε
της ζήτησης, οι πολιτικές τού κεϋνσιανισμού είχαν ως
αποτέλεσμα την εξασφάλιση της μαζικής κατανάλωσης.
Ο φιλικός προς τον κεϋνσιανισμό όρος «χρυσά χρόνια»
(Hobsbamw 1999: 316, Garland 2001: 79)23 περιέγραφε
ακριβώς την κρατικά ρυθμισμένη ευμάρεια την οποία
23 Όπως περιγράφει ο Eric Hobsbawm (1999: 334-339), η εν
λόγω φάση της «Χρυσής Εποχής» του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από τον συγκερασμό μεταξύ τεχνολογικών επιτευγμάτων, οικονομικής ευημερίας και αλλαγών στον τρόπο
ζωής. Έτσι, ο τρόπος ζωής στις πόλεις διαμορφώνεται από
τη διάδοση της χρήσης νέων σκευών (τηλεφώνου, ψυγείου,
καταψύκτη, πλυντηρίου ρούχων, στερεοφωνικού, ραδιοφώνου και τηλεόρασης κ.ο.κ.), η παραγωγή αυτοματοποιείται,
η παγκόσμια παραγωγή στον τομέα της μεταποίησης τετραπλασιάζεται, η αγροτική παραγωγή εκτοξεύεται στα
ύψη χωρίς τη χρήση νέων καλλιεργήσιμων εδαφών, το τεχνολογικό εμπόριο διευρύνεται, η διαστημική και πυρηνική
βιομηχανία εξελίσσεται, τα οδικά έργα και οι εργολαβίες
οικοδομών αυξάνονται, ενώ με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, η αυτοκινητοβιομηχανία
εξαπλώνεται και τα αυτοκίνητα, φορτηγά και λεωφορεία
γίνονται τρόπος ζωής και οικονομικοί μοχλοί σε πολλές
χώρες, ενώ η συνολική κατανάλωση ενέργειας φτάνει σε
οριακά επίπεδα, με κρίσιμες οικολογικές συνέπειες.
204
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
προκάλεσε η τόνωση του καταναλωτισμού ευρύτερων
κοινωνικών στρωμάτων του πληθυσμού.
Βαθμιαία, οι κεϋνσιανές κοινωνικές πολιτικές, που
στόχευαν στην εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης
και της ζήτησης, καθώς και οι κρατικές ρυθμίσεις για τις
συλλογικές εργασιακές σχέσεις έδωσαν τη θέση τους σε
μέτρα «ευελικτοποίησης» (flexibilization) της εργασίας:
μερική απασχόληση, εξατομίκευση των εργασιακών ρυθμίσεων και συμβάσεων, παράταση του χρόνου σπουδών
ως μηχανισμός αναχαίτισης της ανεργίας, χρηματοδότηση βραχυπρόθεσμων ερευνητικών ή εργασιακών προγραμμάτων από κοινοτικούς πόρους με ανταγωνιστικές
διαδικασίες, εξατομίκευση της εργασίας και αυτοοργάνωση, εργασία από το σπίτι με τη χρήση του υπολογιστή
και του διαδικτύου, εποχιακή εργασία, ανάληψη καθηκόντων με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου, μη σταθερά
ωράρια, μη σταθερός τόπος εργασίας κ.ά.
Η συζήτηση αυτή προωθείται έτσι, ώστε τέτοιες στρατηγικές ευελιξίας εμφανίζονται πλέον ως συμπαραδηλώσεις όχι του νεοφιλελευθερισμού, αλλά μιας ουδέτερα
προωθημένης και «απέξω» κατευθυνόμενης παγκοσμιοποίησης. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι αυτές οι στρατηγικές ευελιξίας δεν συνεπάγονται, πρώτον, την εξάλειψη του φορντικού τρόπου παραγωγής, αλλά την (μερική του) περιφερειοποίηση σε οικονομικά υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες και τη (μερική) μετατόπιση της φορντικής κεφαλαιακής σχέσης στις χώρες αυτές. Δεν συνεπάγονται, δεύτερον, την απορρύθμιση των
όρων εργασίας για ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα εργαζομένων (διευθυντές δημόσιων και ιδιωτικών
επιχειρήσεων, ανώτερα και μεσαία ανώτερα εργολαβικά
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
205
στελέχη, μόνιμοι ειδικευμένοι απασχολούμενοι κτλ.), για
τους οποίους διατηρείται ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής ασφάλειας, οι εξελίξεις αυτές όμως συνεπάγονται τη
διεύρυνση της εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας
για τα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα.
Η νεοφιλελευθεροποίηση στους διάφορους τομείς (οικονομία, εργασία, κοινωνική πολιτική) δεν συνεπάγεται μη-παρεμβατικότητα του κράτους, όπως θεωρήθηκε συχνά στη δεκαετία του 1990 από τις θεωρήσεις περί «αδύναμου κράτους» και τις προτάσεις περί minimal
state, ή όπως διαπιστώθηκε μέσα σε νεοφιλελεύθερες
εξαγ­γε­λίες ή σε θεωρήσεις οικονομικού ντετερμινισμού.
Η διαπίστωση του Hirsch (1991: 43) συνοψίζει με σαφήνεια τους ρόλους του κράτους στον νεοφιλελευθερισμό:
«Σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, το μεταφορντικό και μετακεϋνσιανό κράτος δεν είναι με κανένα τρόπο ένα ασθενές κράτος, αποκομμένο από την κοινωνία, που
επιτρέπει στις ‘δυνάμεις της αγοράς’ να δρούν ανεμπόδιστα, αντιθέτως, είναι ένα ισχυρό κράτος, αυτονομημένο
από την πολλαπλότητα των κοινωνικών συμφερόντων, παρεμβατικό κατά πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και
καλά εξοπλισμένο, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά».
Συνεπώς, όπως ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη
έκφανσή του, έτσι και το κράτος στη μεταπρο­νοιακή μορφή του αναδιπλώνεται και αναπροσαρμόζεται στη βάση
νέων, ταξικά προσδιορισμένων, οικονομικών προτεραιο­
τήτων. Η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί συχνά ως ιδεολόγημα για τη δικαιολόγηση μιας σειράς αλλαγών στην
κατεύθυνση της νεοφιλελευθεροποίησης της οικονομίας.
206
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Το προβαλλόμενο ως μη-παρεμβατικό κράτος καλείται
να ρυθμίσει τις διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης και
επιπρόσθετα –με το επιχείρημα της παγκοσμιοποίησης–
να φυσικοποιήσει κοινωνικά τις ανισότητες της οικονομίας της αγοράς.
Το κράτος πρόνοιας, όπως αυτό εκφράστηκε στη βάση των πολιτικών τού μεταπολεμικού κεϋνσιανισμού,
φαίνεται πως εκκινούσε από τη δομή του εθνικού κράτους και απηχούσε στην οικονομία του. Παρά τις σαφείς
οργανωτικές και διοικητικές διαφορές ανάμεσα σε μοντέλα κράτους πρόνοιας (π.χ. ανάμεσα στην Ηπειρωτική
Ευρώπη, τις Αγγλοαμερικανικές, τις Σκανδιναβικές και
τις Μεσογειακές χώρες), το κράτος πρόνοιας αναφερόταν γενικά σε οικονομίες και κοινωνίες, τις οποίες όριζε
ως εθνικές. Οι Peck και Tickell (2002: 41) θεωρούν πως
οι «πρωτο-νεοφιλελεύθερες» πολιτικές της Thatcher
(1979-1990) στην Αγγλία και του Reagan (1981-1989)
στις Η.Π.Α. σηματοδότησαν την είσοδο σε πολιτικές μείωσης κρατικών δαπανών για πρόνοια και κοινωνικές
υπηρεσίες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την αποδυνάμωση του κράτους σε άλλα επίπεδα, όπως στο επίπεδο
της καταστολής ή του κοινωνικού ελέγχου. Ως προτεραιότητες του ανερχόμενου συστήματος, που οι Brenner και
Theodore (2002: 11) ονόμασαν «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» (actually existing neoliberalism), τέθηκαν ο «εκσυγχρονισμός» της δημόσιας διοίκησης, η ευελιξία στις
εργασιακές σχέσεις και οι πολιτικές δημοσίου-ιδιωτικού
(public-private mix).
Σύμφωνα με τον Jessop, το «ανταγωνιστικό, μεταεθνικό κράτος» αντικαθιστά το κεϋνσιανό εθνικό κράτος
πρόνοιας. Το ανταγωνιστικό κράτος (competition state)
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
207
σκοπεύει στην εξασφάλιση ανταγωνιστικών προνομίων στο έδαφός του. Ενώ το κράτος πρόνοιας της πλήρους απασχόλησης και της εξασφάλισης της εγχώριας
κατανάλωσης, που αντλούσε από την οικονομική θεωρία του Keynes, βασιζόταν σε εθνικά προσανατολισμένες οικονομίες που δεν είχαν κεντρικό το ζήτημα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, το «ανταγωνιστικό κράτος»
αντλεί σύμφωνα με τον Jessop από τις προσεγγίσεις τού
Schumpeter. Σύμφωνα με τον Jessop (2002: 255), λαμβάνει χώρα μία μετάβαση από το κεϋνσιανό εθνικό κράτος πρόνοιας (Keynesian Welfare Nation State, KWNS)
στο σουμπετεριανό μεταεθνικό καθεστώς της εργασίας
(Schumpeterian workfare postnational regime, SWPR),
μετάβαση που στοχεύει σε μια πιο ευέλικτη ρύθμιση της
κοινωνικής αναπαραγωγής. Δεν πρόκειται δηλαδή για μιαν ουσιαστική αλλαγή στη δομή του καπιταλισμού, αλλά
για μιαν αναδίπλωση του κράτους και για την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες.
To SWPR δίνει προτεραιότητα στην ευελικτοποίηση της εργασίας και μέσα από την κοινωνική πολιτική εγκαθιστά ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς διαχείρισης
και απορρύθμισης της εργασίας (workfare), με στόχο την
«αποτελεσματικότητα» και την «επάρκεια», καθώς και
την κάλυψη των αποτυχιών της αγοράς. Μερικά από τα
χαρακτηριστικά τού SWRP είναι η πολιτική προώθηση
της ιδεολογίας της επιχειρηματικότητας, η «καινοτομία»
στην παραγωγή, οι εξατομικευμένες εργασιακές ρυθμίσεις και ένα κρατικό management των αντιθέσεων που
προσανατολίζεται στη διεθνή αγορά. Στο πολιτικό πεδίο, δίνεται μία έμφαση στη μετάβαση από την κυβέρνηση (government) στη διακυβέρνηση (governance), από
208
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
την άμεση στην έμμεση ρύθμιση, στη διαχειριστικότητα
μέσα από τους φορείς, στο νεοκορπορατισμό και στη θεσμική δικτύωση.
Σε αυτά τα πλαίσια, ο Jessop (ό.π.: 276) συζητάει αυτό που ονομάζει ως το «παράδοξο του Offe»: Ο Offe υποστήριξε το 1984 ότι, «ενώ ο καπιταλισμός δεν μπορεί να
συνυπάρξει με το κράτος πρόνοιας, δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτό» (Offe στο Jessop 2002: 275). Το παράδοξο του Offe δεν θα πρέπει, σύμφωνα με τον Jessop,
να γίνει αντιληπτό σαν κάποιου είδους ρητορική δήλωση σχετικά με τη φύση του κράτους πρόνοιας, αλλά σαν
μία σημαντική θέση για την αντιφατική δομή του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Jessop (ό.π.), «αν το κράτος
απέτυχε στο να διορθώσει τις αποτυχίες της αγοράς και
επιπλέον γενίκευσε τις ίδιες του τις αποτυχίες, αυτό δεν
σημαίνει ότι μία επιστροφή στην αγορά θα επανορθώσει
τα πράγματα. Το σουμπετεριανό μεταεθνικό καθεστώς
της εργασίας είναι η τελευταία απόπειρα να τετραγωνιστεί ο αναπαραγωγικός κύκλος, συσσώρευση κεφαλαίου-κοινωνική πρόνοια».
Δεδομένου ότι η ταξική δομή της κοινωνίας και η ταξική αναπαραγωγή έχουν το κράτος ως πολιτική απόληξη
και πολιτικό επικυρωτή, το κράτος αναζητεί μεθόδους,
τρόπους και μηχανισμούς αναπροσαρμογής του στη νέα
μορφή μιας «παλιάς» οικονομίας, αυτής του καπιταλισμού. Το νεοφιλελεύθερο κράτος αποτελεί προϊόν αυτής της διαδικασίας και είναι «παλιό» ως προς τη δομή
του και νέο ως προς τις συνέπειές του. Έτσι, το ζήτημα
δεν έγκειται στην αλλαγή των δομικών χαρακτηριστικών
της αναπαραγωγής, αλλά στη μεταβολή της μορφής του
κράτους. Για μια ακόμη φορά, το κράτος καθορίζει τους
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
209
όρους της κοινωνικοοικονομικής αναπαραγωγής, σε ένα
καπιταλισμό, που, όντας διαρκώς σε αναδίπλωση, επανακαθορισμό και αυτοτροφοδότηση, σήμερα διατείνεται
ότι δεν μπορεί να συνυπάρξει με το κράτος, ενώ στην
πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτό.
2.3. Η παγκοσμιοποίηση και το κράτος
Ο ρόλος και το μέλλον του κράτους στην παγκοσμιοποίηση αποτελούν κυρίαρχες θεματικές της ακαδημαϊκής αλλά και της δημόσιας συζήτησης. Ενώ η οικονομίστικη άποψη θεωρεί πως το έθνος-κράτος υποχωρεί εν
όψει μιας αναπόδραστα σαρωτικής οικονομικής παγκοσμιοποίησης, νεορεαλιστικές προσεγγίσεις θεωρούν πως
τα έθνη κράτη παραμένουν κεντρικοί φορείς άσκησης
εξουσίας στη διεθνή αρένα, καθώς, παρά τις μεταβολές που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση και η Ευρωπαϊκο­
ποίηση, δεν έχουν βρεθεί ικανοποιητικές πολιτικές εναλλακτικές που να μπορούν να πετύχουν τη συνοχή του
έθνους-κράτους και την αποτελεσματικότητά του στην
άσκηση κοινωνικού ελέγχου (Voigt 1996).
Μία σειρά αναλύσεων δικαίως ασκούν κριτική στην
έννοια της παγκοσμιοποίησης, θεωρώντας πως οδηγεί σε
χαοτικές εννοιολογήσεις, με την παγκοσμιοποίηση να συγ­
κροτεί τον νέο αναγωγιστικό τόπο των κοινωνικών επιστημών24. Πράγματι, ο όρος «παγκοσμιοποίηση» χρησι24 Αξιοσημείωτο είναι ότι ένας από τους πιστότερους θεωρητικούς της, ο Beck (2004), πρότεινε την αντικατάσταση του όρου παγκοσμιοποίηση με τον ακόμα πιο χαοτικό συναφή της όρο, αυτόν της «κοσμοπολιτοποίησης»
210
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
μοποιείται από τις κοινωνικές επιστήμες ως κοινό αναλυτικό πλαίσιο μιας σειράς ετερογενών, αν και όχι ανεξάρτητων, φαινομένων: Το άνοιγμα των αγορών, η τεχνολογική εντατικοποίηση των συναλλαγών, η μετανάστευση, η
απορρύθμιση του κεϋνσιανού κράτους, η επικράτηση της
αγοράς και της ιδεολογίας της ανταγωνιστικότητας, τα
νέα κοινωνικά κινήματα, η οικουμενικοποίηση της πληροφορίας, ο νεοφιλελευθερισμός, ο κοινοτισμός και ο διεθνισμός αντιμετωπίζονται ομαδοποιητικά ως προϊόντα
της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, η διογκωμένη, μακροκοινωνιολογική ατζέντα της παγκοσμιοποίησης οδηγεί συχνά
σε ταυτολογικές ερμηνείες, στο θάμπωμα του κοινωνιολογικού παραδείγματος και σε απροσδιοριστίες σχετικά με τη φύση των κοινωνικών αλλαγών. Ταυτόχρονα, η
παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται ως αναπόφευκτη και ως
δικαιολογητική της απορρύθμισης του κράτους πρόνοιας
και των θεσμών του, καθώς και της έξαρσης των οικονομικών ανισοτήτων και αποκλεισμών που αυτή η απορρύθμιση δημιουργεί. Η «παγκοσμιοποίηση» έγινε σε τέτοιο βαθμό ένα ακαδημαϊκό κλισέ, ώστε απέτυχε στην
αρχική της φιλοδοξία να εξηγήσει ιστορικά «νέες» διαδικασίες και κοινωνικές μεταβολές. Το πώς κάθε φορά ο
όρος εκλαμβάνεται και τι ακριβώς καλείται να εξηγήσει
ποικίλλουν ανάλογα με την ιδεολογική αφετηρία. Εκλαμβάνεται είτε ως η διασύνδεση και αλληλεξάρτηση μεταξύ οικονομιών, κυβερνήσεων, φορέων ενημέρωσης, πολιτισμικών νορμών και ατόμων, είτε ως συνώνυμο της νεοφιλελευθεροποίησης και του Washington Consensus, είτε
(Kosmopolitisierung), ενώ για άλλους ήταν ανέκαθεν μία
αφελής και χαοτική έννοια, ένα Globaloney (Jessop 2002).
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
211
ως κατίσχυση ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού προτύπου (McDonaldisation), είτε ως η ανάδειξη της ηγεμονίας μιας συγκεκριμένης υπερδύναμης, που με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ εμφανίζεται στρατιωτικά
και ιδεολογικά κυρίαρχη και έχει τη δυνατότητα της διεθνούς αστυνόμευσης και παρέμβασης (Americanization).
Καθώς η παγκοσμιοποίηση μπορεί να περιλαμβάνει μια
διαδικασία και ταυτόχρονα την αντίθετή της (π.χ. ιντιβιντουαλισμός/οικουμενικότητα, παγκόσμιο/τοπικό), ο όρος
εμφανίζεται εν τέλει θεωρητικά εξαντλημένος.
Ετερογένεια εμφανίζεται επίσης και σχετικά με την
περιοδολόγηση της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα, για
παράδειγμα, με μακρο-ιστορικές προσεγγίσεις, όπως
αυτή του Morin (2006: 65), μία πρώτη παγκοσμιοποίηση ξεκινά το 1492 υπό την ηγεμονία της υπερδύναμης
της Ισπανίας. O Morin χρονολογεί τη «δεύτερη παγκοσμιοποίηση», αυτήν της αγοράς, μετά το 1989, με συνέπεια την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος και την
εγκατάσταση των καπιταλιστικών, δημοκρατικών αξιών,
«τη νίκη του 1789 επί του 1917» (ό.π.: 67). Σε αντίθεση, ο Giddens (1999) συνδυάζει την παγκοσμιοποίηση με
τη βιομηχανική επανάσταση, ενώ σχετικά κυρίαρχη εμφανίζεται η άποψη, ότι το καινοτόμο στοιχείο της παγκοσμιοποίησης έγκειται στις δυνατότητες που έχει επιφέρει η «επανάσταση» της επικοινωνίας και η τεχνολογική εξέλιξη στην ταχύτητα και αποτελεσματικότητα
των διεθνών συναλλαγών (Giddens 1999, Messner 1998,
Hobsbawm 1999, Morin 2006)25. Η ταχύτατη τεχνολογι25 O Giddens (1997: 85) ορίζει την παγκοσμιοποίηση ως την
«εντατικοποίηση παγκόσμιων κοινωνικών σχέσεων, μέσω
της οποίας απομακρυσμένοι τόποι συνδέονται με τέτοιο
212
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κή εξέλιξη των επικοινωνιών, καθώς και η χρήση υπολογιστών και λογισμικού ενδυνάμωσαν την προϋπάρχουσα δυναμική και λειτουργία τού χρηματοπιστωτικού τομέα, μειώνοντας τη σημασία του χώρου και του χρόνου
ως σταθερών της παραγωγής και της κινητικότητας του
κεφαλαίου.
Έτσι, παρότι δεν αποτελεί καινούργια, αλλά σύμφυτη με την κεφαλαιακή σχέση εξέλιξη, εκείνα που κάνουν
την παγκοσμιοποίηση –με όλες τις αντιφάσεις, απροσδιοριστίες και συγχύσεις που ενέχει ο όρος– να επιφέρει
αλλαγές είναι, α) τα νέα τεχνικά και τεχνολογικά μέσα που το παγκόσμια μετακινούμενο κεφάλαιο έχει στη
διά­θεσή του, για να κερδίσει ευνοϊκές υπεραξίες και να
εξασφαλίσει την επεκτατικού τύπου μεγιστοποίηση του
κέρδους, β) η έμφαση στον ανταγωνισμό και η κρατικά
εγγυημένη απουσία ουσιαστικών αναχαιτίσεων τής προς
όφελος του εθνικού και διεθνούς κεφαλαίου ελεύθερης
οικονομικής δραστηριότητας, γ) η τριτογενοποίηση της
εργασίας στη Δύση (μεταφορντισμός, ευελικτοποίηση)
τρόπο μεταξύ τους, ώστε συμβάντα στον ένα τόπο καθορίζονται από διαδικασίες που συμβαίνουν σε έναν άλλο,
χιλιόμετρα μακριά, τόπο και αντίστροφα». Ο Messner
(1998: 15) θεωρεί κινητήριες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης τη δυναμική των αγορών, τις νέες τεχνολογίες που
παρέχουν δυνατότητες για παγκόσμια δίκτυα παραγωγής
και την επανάσταση στις τεχνολογίες, οι οποίες εισάγουν
αλλαγές στις κοινωνίες της βιομηχανίας, της γνώσης και
της πληροφορίας. Σύμφωνα με τον Messner (1998: 16) «η
εξάπλωση και πύκνωση τοπικών-εθνικών-παγκόσμιων δικτύων και σχέσεων δεν οδηγεί σε μια ‘μεγα-εθνική κοινωνία’ (Beck) με μια παγκόσμια κυβέρνηση στην κορυφή. Οι
τάσεις ωστόσο δείχνουν, πως οι κατεστημένοι θεσμοί, οι
κανόνες και οι μηχανισμοί της πολιτικής βρίσκονται κάτω
από τεράστια πίεση προσαρμογής».
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
213
και η ταυτόχρονη συνεχής αναζήτηση νέων βιομηχανικών
προλεταριάτων αλλού, και δ) οι μεταβολές στα modus
operandi του έθνους-κράτους (και όχι στη δομή), σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Η ευρύτερη προβληματική της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικούς ντετερμινισμούς.
Ο οικονομικός ντετερμινισμός από τη μια πλευρά και ο
πολιτισμικός ντετερμινισμός από την άλλη αποτέλεσαν
τις κυρίαρχες προσεγγίσεις, σχετικά με τον ρόλο του
κράτους στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, προσεγγίσεις εντός των οποίων το ΚΜΒ εμφανίζεται αποδυναμωμένο ή θεωρείται ότι τείνει να αντικατασταθεί από
διεθνείς οργανισμούς.
Κατά την προσέγγιση του οικονομικού ντετερμινισμού, το κράτος δεν είναι παρά στηρικτικός μηχανισμός
της οικονομίας, η οποία στην παρούσα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και
αντίκειται στις εγχώριες οικονομικές πολιτικές. Το «αόρατο χέρι» της διεθνούς αγοράς αντικαθιστά στις θεωρήσεις αυτές το «αδύναμο» έθνος-κράτος. Εργαλειακά,
το κράτος αποτελεί υποπεδίο της αγοράς, η οποία θεωρείται αυτοτελής. Οι ιδιωτικοποιήσεις και η προώθηση του διεθνούς ανταγωνισμού θεωρούνται όχι ως πολιτικές επιλογές, αλλά ως πιέσεις σε ένα κράτος που δεν
έχει τη δυνατότητα να πράξει αλλιώς. Οι θεωρήσεις αυτές ασκούν κριτική στην παντοδυναμία των πολυεθνικών
επιχειρήσεων και στην υποτιθέμενα ανεξέλεγκτη, αρρύθμιστη κερδοφορία τους, αδυνατώντας όμως να συμπεριλάβουν στην κριτική τους το κράτος και απολήγοντας σε
νομιμοποιητικές της νεοφιλελευθεροποίησής του επιχειρηματολογίες.
214
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Η άποψη του πολιτισμικού ντετερμινισμού εστιάζει
στις σύνθετες διαδικασίες πολιτισμικής ομοιογενοποίησης από τη μια και κατατμηματισμού από την άλλη. Το
άνοιγμα των αγορών και των συνόρων θεωρείται πως
επέφερε την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων, τη
γεωγραφική κινητικότητα και τη δημιουργία πολυεθνικών μεγαλουπόλεων ή παγκόσμιων πόλεων (global cities),
όπου συμβιώνουν διαφορετικές φυλετικές, εθνοτικές και
θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες προσδιορίζονται πολιτισμικά και όχι ταξικά. Σύμφωνα με την άποψη του πολιτισμικού ντετερμινισμού, αυτή η «κοσμοπολιτοποίηση» και
η «πολυπολιτισμικότητα» επιφέρουν την αποδυνάμωση
των πολιτικών μηχανισμών του έθνους-κράτους, καθώς
οι διαφορετικές αυτές κοινωνικές ομάδες της παγκοσμιοποίησης εντάσσονται μεν στα έθνη κράτη, αλλά διατηρούν και αναπαράγουν τη διαφορετική πολιτισμική τους
ταυτότητα και κουλτούρα υπό την ενιαία σκέπη της παγκόσμιας κουλτούρας του καπιταλισμού. Η «πολυπολιτισμικότητα» θεωρείται προϊόν των μεταναστευτικών ρευμάτων της παγκοσμιοποίησης, η οποία υποτίθεται πως
αλλοιώνει τον εθνικό χαρακτήρα της κοινωνίας.
Ωστόσο, η έννοια της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας»,
είτε χρησιμοποιείται περιγραφικά, είτε κανονιστικά, ή
ακόμα και κριτικά, οδηγεί στην καθολικοποίηση της έννοιας του «πολιτισμού», ενώ η τάση της «πολιτισμοποίησης» των κοινωνικών επιστημών οδηγεί στην ασάφεια,
καθώς υποβαθμίζονται οι κοινωνιολογικά σημαντικές
ταξικές ή κοινωνικές ανισότητες εν όψει των «πολιτισμικών διαφορών», ενώ, παράλληλα, παραγκωνίζονται οι
ετερογένειες και οι διαφοροποιήσεις εντός του ίδιου πολιτισμού. Επιπρόσθετα, καθώς η φετιχοποίηση του πο-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
215
λιτισμού και η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση προσ­
έφερε το άλλοθι για μια σειρά κουλτουραλιστικές προσ­
εγγίσεις, οι ομάδες των μεταναστών απεκδύθηκαν του
ταξικού τους προσδιορισμού εξαιτίας της «πολιτισμικής
ταυτότητάς» τους. Μία σειρά «ειρηνικών» ορολογιών,
όπως η «πολυπολιτισμικότητα», η «ανοχή» ή η «πολιτισμική ιδιαιτερότητα» αποκρύπτουν τους μηχανισμούς
μέσω των οποίων η διαχείριση των μεταναστών υπόκειται σε διαδικασίες καταστολής.
Κοινός παρονομαστής των δύο προσεγγίσεων του οικονομικού και πολιτισμικού ντετερμινισμού είναι η έμφασή τους στην αποδυνάμωση του κράτους και του
ΚΜΒ, εν όψει είτε της παγκόσμιας αγοράς είτε του κοσμοπολιτισμού. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις όχι μόνον
αποδεικνύονται ελλειμματικές σχετικά με τη θεώρηση
τους για το κράτος, αλλά και θέτουν το πλαίσιο της κρίσης της θεωρίας τού κράτους. Έτσι, καθώς το έθνος κράτος εμφανίζεται όλο και πιο περιορισμένο στη διαμόρφωση της «αναπόφευκτης» και «μη αναστρέψιμης» παγκοσμιοποίησης, τη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση
καθορίζουν μία σειρά ιδεατοτυπικών αντιθετικών μοντέλων: η παγκόσμια αντί της εθνικής οικονομίας, η «αυτοαποεθνικοποίηση του κράτους» (Beck 2004: 46) αντί της
αυτο-αναπαραγόμενης κυριαρχίας του, το «παγκόσμιο
μονοπώλιο της βίας» (Anter 1995: 47) αντί του ΚΜΒ, ή
η εναρμόνιση των εθνικών δικαστικών συστημάτων και
ποινικών διατάξεων αντί της αυτονομίας των εθνικών
συστημάτων δικαίου. Οι σχηματοποιήσεις αυτές ξεκινούν από την υπόθεση πως η παγκοσμιοποίηση συνιστά
απο-εθνικοποίηση του κράτους, κρίση της κυριαρ­χίας
του και αποδυνάμωση του ΚΜΒ, κατανοούν δηλαδή την
216
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
παγκοσμιοποίηση ως αντίποδα του έθνους κράτους και
των επιμέρους κυριαρχικών του μηχανισμών.
Σε αυτά τα πλαίσια, η άποψη περί υποχώρησης του
ΚΜΒ εμφανίζεται κυρίαρχη, τόσο με αφετηρία τους
«νέους πόλεμους», όσο και στη βάση μιας σειράς ζητημάτων και φαινομένων, όπως είναι η διεθνοποίηση επιτηρητικών, ελεγκτικών θεσμών, ο ιδιωτικός στρατός, η ιδιωτική
αστυνομία, οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας, αλλά και οι
νέες στρατηγικές για την ιδεολογική εργαλειοποίηση της
«εσωτερικής ασφάλειας». Το μονοπώλιο της βίας αποσυνδέεται από το κράτος, καθώς αυτό απορυθμίζει, ιδιωτικοποιεί, φιλελευθεροποιεί ή, μέσω συνεργασιών, επιτρέπει και διαπραγματεύεται τη διαχείριση από την αγορά
παλιότερων αρμοδιοτήτων του. Ωστόσο, η εντατικοποίηση
της επιτήρησης, οι πολιτικές εκσυγχρονισμού των στρατιω­
τικών και αστυνομικών θεσμών, η διεύρυνση και η διεθνοποίηση της αστυνομίας καθώς και η πολιτικοποίηση
της «εσωτερικής ασφάλειας» δείχνουν πως το ΚΜΒ περισσότερο μεταβάλλεται ως προς τη μορφή και τους τρόπους εμπέδωσής του, παρά αφήνει κάποιου είδους πολιτικά ουδέτερο κενό στην άσκηση κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου. Έτσι, ενώ ένας κρατικά σχεδιασμένος κοινωνικός έλεγχος, ως η ορατή, πρακτική έκφανση του ΚΜΒ,
που είναι τόσο δημόσιος όσο και ιδιωτικός, τόσο εθνικός
όσο και διεθνής, βασισμένος τόσο σε νέες τεχνολογίες όσο
και σε νέους ελεγκτικούς και εποπτικούς θεσμούς, διευρύνεται, οι απόψεις περί φθίνοντος μονοπω­λίου της βίας
–με αφετηρία τις ποικίλες θεωρίες περί αποδυναμωμένου κράτους– πληθαίνουν. Ακολουθεί η συστηματοποίηση
αυτών των πολυμέτωπων κριτικών, με άξονα τη θεώρησή
τους για το ΚΜΒ και τις μεταβολές του.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
217
2.4. Η παγκοσμιοποίηση και η κοινωνία των πολιτών
Εν όψει του νεοφιλελευθερισμού και της κατίσχυσης
του μοντέλου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς,
το κράτος κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 επεδίωξε να
θεωρήσει τον εαυτό του, αλλά και θεωρήθηκε από αναλυτές του, ως «αδύναμο» στο να επιλύσει προβλήματα.
Συνεπώς, η άποψη αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το
σε άμυνα κράτος παραχωρεί ή αναγκάζεται να παραχωρήσει μέρη του μονοπωλίου της βίας στην αγορά ή στην
κοινωνία. Οι απόψεις αυτές προέρχονται είτε από όσους
θεματοποιούν την παγκοσμιοποίηση ως διασπαστική
του κρατικού μονοπωλίου της βίας, για παράδειγμα μέσα από την «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» και τα
νέα «μη-βίαια κοινωνικά κινήματα» (ενδεικτικά Turner
1998: 28), είτε από την κριτική στην αποτυχία του ρεαλισμού να διαβλέψει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και
να κατανοήσει τη μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη, αλλά
και από όσους εκκινούν από τη μετάβαση από τους μαζικούς πολέμους μεγάλης κλίμακας στις χαμηλής έντασης συγκρούσεις στο εσωτερικό του κράτους.
Βασική εκπρόσωπος αυτής της άποψης περί υποχώρησης του ΚΜΒ, ανάμεσα σε άλλους υποστηρικτές
του «κοσμοπολιτισμού» όπως οι Beck και Giddens, η
Kaldor (2003: 24) θεωρεί πως «η εποχή του κρατικού
μονοπωλίου της βίας έχει παρέλθει», εν όψει της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, του «κοσμοπολιτικού πολιτικού προτάγματος», της εξασθένισης των κρατικών
πολιτικών προνοιακού τύπου κατά τις δεκαετίες 1980
και 1990, την έλλειψη πειστικών μηχανισμών νομιμοποίησης και συναίνεσης, καθώς και λόγω της διάβρωσης
218
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
των ο­ρίων δημοσίου-ιδιωτικού και εσωτερικού-εξωτερικού. Η Kaldor κατανοεί το ΚΜΒ μακροϊστορικά, ως την
απορρόφηση των ιδιωτικών στρατών από το κράτος, με
την οργάνωση ενός κρατικά διοικούμενου στρατού και
την επιβολή της εσωτερικής συνοχής εντός της εδαφικής
επικράτειας του κράτους. Με αυτή την ιστορική προσέγγιση, το ΚΜΒ δεν αντιστοιχεί πλέον, σύμφωνα με
την Kaldor (2003: 50), στη σημερινή μορφή του κράτους
της παγκοσμιοποίησης. Οι διασπαστικοί του ΚΜΒ «νέοι
πόλεμοι» περιγράφονται ως εξής:
«(Πρόκειται για την) ακραία εκδήλωση της διάβρωσης της
αυτονομίας του έθνους κράτους με την επιρροή της παγκοσμιοποίησης. Σε αντίθεση με τους πολέμους της νεωτερικότητας, στους οποίους τα κράτη ήταν ικανά να κινητοποιήσουν πόρους και να επεκτείνουν τις διοικητικές τους δυνατότητες, αυτοί οι πόλεμοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως
εκρήξεις εντός του κράτους» (Kaldor 2003: 32).
Με αφετηρία τη θέση τού Elias, ότι η νεωτερικότητα
βασίστηκε σε μια διαδικασία μονοπωλιοποίησης από το
κράτος, πρώτον της βίας και δεύτερον της φορολο­γίας
επί της ιδιοκτησίας και των μισθών, η Kaldor βλέπει
και τα δύο αυτά μονοπώλια να υπαναχωρούν. Το μονοπώλιο της βίας, ως η κλασική δυνατότητα του κράτους
να κινητοποιεί και να διοικεί τον στρατό σε καιρό πολέμου, διαβρώνεται, σύμφωνα με την Kaldor, εξαιτίας
των «νέων πολέμων», οι οποίοι αποτυπώνουν μια νέα
πραγματικότητα ενδοκρατικών, τοπικών ή περιφερεια­
κών συγκρούσεων, καθώς και ιδεολογιών «ταυτότητας», είτε πρόκειται για εθνοτικές και γλωσσικές ταυ-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
219
τότητες, είτε για θρησκευτικές. Σε αντίθεση με τους διακρατικούς πολέμους, οι οποίοι παρείχαν το πλαίσιο
για κρατικό σχεδιασμό, οι νέοι πόλεμοι αναλογούν στη
σύγχρονη άτυπη οικονομία, στην οποία η ιδιω­τική βία
και οι μη-ρυθμισμένες κοινωνικές σχέσεις αλληλοτροφοδοτούνται (ό.π.: 44).
Ζήτημα της Kaldor (2003: 29) είναι η εξέταση της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών» και οι δυνατότητές της
για πολιτική συμμετοχή στη μεταψυχροπολεμική εποχή,
η οποία, κατά την άποψη της, εντατικοποίησε την αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών και άμβλυνε την αντίθεση μεταξύ «εξωτερικού» και «εσωτερικού». Ως αντανάκλαση
της αποδυνάμωσης ενός εθνικά περιορισμένου ΚΜΒ αντιλαμβάνεται τον σχηματισμό μιας «παγκόσμιας κοινωνίας
των πολιτών». Σε αυτά τα πλαίσια, η Kaldor (2003: 7-10)
συζητεί διαφορετικές εκδοχές της έν­νοιας της κοινωνίας
των πολιτών. Πρώτον, την έννοια της societas civilis, την
κατανόηση δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών ως μιας
πολιτικής κοινότητας, η οποία ενδια­φέρεται για τη διατήρηση της νομικά ρυθμισμένης τάξης, δεύτερον τη χεγκελιανή πρόσληψη της αστικής κοινωνίας ως της «ηθικής αρένας μεταξύ κράτους και οικογένειας», τρίτον την «ακτιβιστική» εκδοχή της έννοιας, την οποία και κατα­νοεί ως
«ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας», όπως για παράδειγμα τα κοινωνικά κινήματα στο Σηάτλ, την Πράγα
και τη Γένοβα, και τέταρτον τη νεοφιλελεύθερη ερμηνεία
της κοινωνίας των πολιτών με την επιρροή των ΜΚΟ και
ΔΜΚΟ και των άτυπων ή εθελοντικών οργανώσεων για τη
στα­θεροποίηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά
και την εμπλοκή εθνοτικών ή θρησκευτικών ομάδων στη
διαμόρφωση της κοινωνίας των πολιτών.
220
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Στη συνέχεια, η Kaldor (2003: 44) προκρίνει τη φιλελεύθερη κατανόηση της κοινωνίας των πολιτών, ως του
δομικού μέρους ενός «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Στη φιλελεύθερη προσέγγισή της, το «κοινωνικό συμβόλαιο» παραμένει θεμελιακό και, παρά τον αφηρημένο χαρακτήρα της έννοιας και
την πολιτική εργαλειοποίηση που αυτή έχει υποστεί, η
Kaldor (2003: 48) βασίζει την ανάλυσή της σε αυτήν
και θεωρεί πως οι όροι του κοινωνικού συμβολαίου και
η σχέση κράτους-κοινωνίας καθορίζονται από τον ιστορικό χαρακτήρα των εκάστοτε σχέσεων εξουσίας. Έτσι,
ενώ κατά τον 17ο και στις αρχές του 18ου αιώνα η κοινωνία των πολιτών αποτελούσε τη βάση της νομιμοποίησης
μιας κεντρικής εξουσίας και της συνεπαγόμενης κοινωνικής ρύθμισης, ταυτίστηκε αργότερα –όταν οι αξιώσεις
για πολιτικά δικαιώματα εντάθηκαν– με την καπιταλιστική τάξη, καθώς ήταν κυρίως αυτή που διέθετε τα μέσα επηρεασμού της πολιτικής εξουσίας. Τον 20ό αιώνα
χαρακτήρισε η πάλη για οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και σήμερα, υποστηρίζει η Kaldor, χαρακτηρίζεται από την αποεθνικοποίηση των κοινωνιών καθώς και από μιαν όξυνση
των συγκρούσεων εντός της κοινωνίας των πολιτών. Γι’
αυτό τον λόγο, η Kaldor (2003: 153) συνδέει την αναβίω­
ση της κοινωνίας των πολιτών με την παγκοσμιοποίηση και θεωρεί ότι τόσο ο «ισλαμικός φονταμενταλισμός
της 11ης Σεπτέμβρη» όσο και η νεοστρατικοποίηση των
ΗΠΑ με τους «θεαματικούς πόλεμους» δείχνουν πως η
άλλη πλευρά της παγκοσμιοποίησης αποτελείται από
μιαν επανακατασκευή τού «Άλλου» και μιαν επαναδιά­
κριση του «Μέσα» και του «Έξω». Σε αυτά τα πλαί-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
221
σια, θεω­ρεί ότι η παγκόσμια κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποτελέσει «απάντηση στον πόλεμο», μέσα από
αξιώ­σεις για ενδυνάμωση του διεθνούς ανθρωπιστικού
δικαίου.
Η προσέγγιση της Kaldor εμφανίζεται ουτοπική, καθώς χαρακτηρίζεται από μιαν αξιολογική προσκόλληση
στη λειτουργικότητα των θεσμών του διεθνούς δικαίου
και στη μάλλον αντι-εμπειρική υπόθεση/θέση ότι αυτοί
μπορούν να υπερβούν τα έθνη κράτη. Εφόσον θεωρεί
πως αυτοί οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να δράσουν όχι
απλά ως προεκτάσεις του κράτους, αλλά ως αντικαταστάτες τους και ως αντίδραση στις «εξτρεμιστικές ιδεολογίες», η Kaldor (2003: 156) υποστηρίζει πως ουτο­
πίες, όπως η «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» και
το «παγκόσμιο κοινωνικό συμβόλαιο», όχι μόνον είναι
αναγκαίες, αλλά και λόγω της παγκοσμιοποίησης επείγουσες, με σκοπό «τον εκπολιτισμό των διεθνών σχέσεων». Η έννοια του ΚΜΒ είναι πολύ κλασικά εθνικο-κρατική για να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε μια τέτοιου είδους ανάλυση γραμμικών μεταβάσεων. Οι μεταβάσεις που περιγράφονται στα πλαίσια της προσέγγισης
του κοσμοπολιτισμού, η μετάβαση από το εθνικό στο
παγκόσμιο, από το κράτος στην κοινωνία των πολιτών
και από το ΚΜΒ στους θεσμούς τού διεθνούς δικαίου
συνειδητά παραμερίζουν την εξέλιξη παραδοσιακών χαρακτηριστικών του κράτους (όπως το ΚΜΒ), καθώς θεωρούν ότι πρόκειται για απονεκρωμένα χαρακτηριστικά που δεν εμπίπτουν σε σχήματα που προσπαθούν να
υπερβούν την αναλυτική συμπερίληψη του έθνους-κράτους στην παγκοσμιοποίηση.
222
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
2.5. Ο κοσμοπολιτισμός και η κρίση του έθνους
κράτους
Στα πλαίσια του «μεθοδολογικού κοσμοπολιτισμού»
το ΚΜΒ θεωρείται αποδυναμωμένο. Ο Beck (2004), ένας
από τους βασικούς θεμελιωτές της έννοιας της παγκοσμιοποίησης, τήν αντικατέστησε σε ένα από τα τελευταία του βιβλία με αυτή του «κοσμοπολιτισμού». Καθώς
η βασικότερη θέση του Beck είναι αυτή της απο-εθνικοποίησης, στην οποία εμμένει, είτε ερευνά την κοινωνία
του ρίσκου (Risikogesellschaft), είτε την παγκοσμιοποίηση, είτε τον κοσμοπολιτισμό (Kosmopolitismus), το ΚΜΒ
είναι στα πλαίσια της θεώρησής του η δομή ενός κόσμου
που παρακμάζει. Ο κόσμος του έθνους-κράτους ξεπερνιέται από τις νέες ιστορικές συνθήκες, καθώς για τον
Beck (2004: 8) είναι αναντίρρητο ότι κατά την πορεία
τής παγκοσμιοποίησης, «η ίδια η πραγματικότητα έγινε κοσμοπολιτική». Καθώς συνδέει την κρατική κυριαρχία με τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική αυτονομία κάθε ξεχωριστού έθνους-κράτους, θεωρεί πως αυτές
οι αυτονομίες χαρακτήριζαν την ιστορική φάση της εδαφικότητας του κράτους. Στον βαθμό, σύμφωνα με τον
Beck, που δημιουργούνται απώλειες για αυτές τις αυτονομίες, δημιουργούνται αυτόματα και απώλειες για την
κρατική κυριαρχία και το ΚΜΒ, με αποτέλεσμα τη διεθνή αλληλεξάρτηση των κρατών. Έτσι, η κοσμοπολιτοποίηση δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά μια πραγματικότητα
που πασχίζει να απελευθερωθεί από τα όρια του έθνουςκράτους. Μία τέτοια απελευθέρωση, μία απo-εθνικοποίηση του κοσμοπολιτισμού, θα οδηγούσε σύμφωνα με
τον Beck (ό.π.) στην περαιτέρω «κοσμοπολιτοποίηση»
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
223
(Kosmopolitisierung) των κοινωνιών (ο κοσμοπολιτισμός
αναφέρεται στο επίπεδο της φιλοσοφίας και η κοσμοπολιτοποίηση στο επίπεδο της πράξης). Σε αυτά τα πλαίσια ο Beck (ό.π.) κάνει λόγο για το «τέλος του ΚΜΒ»,
καθώς κατά την άποψή του το έθνος-κράτος απειλείται
πλέον όχι από εθνικούς στρατούς, αλλά από μη-κρατικές ομάδες και δίκτυα. Σχολιάζοντας την 11η Σεπτέμβρη,
ο Beck (ό.π.: 203, έμφαση Beck) αναφέρει ότι «ακριβώς
όπως παλιότερα στο πολιτισμικό επίπεδο έγινε δυνατός
ο θάνατος της απόστασης στο στρατιωτικό πεδίο, σήμερα πρόκειται για το τέλος του ΚΜΒ σε ένα πολιτισμένο κόσμο, στον οποίο τα όπλα μπορούν να περιέλθουν
στα χέρια λίγων φανατικών».
Ο Beck (2004: 151-153) ασκεί κριτική σε δύο βασικές
προσεγγίσεις σχετικά με τον ρόλο του «εθνικού» στην
παγκοσμιοποίηση. Η πρώτη κριτική στρέφεται σε προσ­
εγγίσεις όπως αυτή του Luhmann για τη «μεταπολιτική
παγκόσμια κοινωνία» και η δεύτερη σε ευρωκεντρικές
προσεγγίσεις όπως αυτή του Habermas26. Σε αντίθεση με
26 Κατά την ερμηνεία του Beck, ο Luhmann βλέπει την παγκόσμια κοινωνία να διαλύει το παράδειγμα του έθνους-κράτους και ταυτόχρονα να τής αναλογεί εκ νέου η πολιτική
του έθνους-κράτους. Ο Beck ονομάζει αυτή την προσέγγιση
ειρωνικά, «ζόμπι-θεωρία της πολιτικής του έθνους κράτους
στην παγκόσμια κοινωνία», όπου η τελευταία ναι μεν εξουδετερώνει το έθνος κράτος, αλλά εκείνο κατορθώνει και
ξαναζεί εντός της. Ο Habermas, σύμφωνα με την κριτική
του Beck, αναζητεί τις «δυνατότητες πολιτικού κλεισίματος
μιας παγκοσμίως δικτυωμένης, υψηλά αλληλεξαρτώμενης
παγκόσμιας κοινωνίας» (Habermas στο Beck 2004: 152, έμφαση Beck) και θεωρεί ότι η παγκόσμια κοινωνία βασίζεται
σε μια διευρυμένη εθνική πολιτική σε Ευρωπαϊκό επίπεδο
(Ευρωπαϊκό έθνος κράτος, Ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος,
Ευρωπαϊκή ταυτότητα κτλ.).
224
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
την αντίληψη περί αποτυχίας της παγκόσμιας κοινωνίας
λόγω αφομοίωσης του έθνους-κράτους εντός της και σε
αντίθεση με την ευρωκεντρική αντίληψη της παγκοσμιότητας, ο Beck (2004: 153) θεωρεί ότι αυτό που ονομάζει
«πολιτική της πολιτικής» στην παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται από τα εξής: Πρώτον, από ένα «μετα-αγώνα
για εξουσία», ο οποίος αλλάζει τους κανόνες της παγκόσμιας πολιτικής, δεύτερον, από την απομάκρυνση από
την έννοια του κρατικού μονοπωλίου και την μέσω αυτής κατανόηση της πολιτικής, την αναγκαιότητα, δηλαδή, της συμμετοχής μη-κρατικών φορέων στα ζητήματα
της «πολιτικής της πολιτικής», και τρίτον, από τη διαλεκτική μεταξύ κοσμοπολιτοποίησης και αντι-κοσμοπολιτοποίησης.
Σύμφωνα με τον Beck (2004: 18), ενώ η παγκοσμιοποίηση έγινε μία «πολιτική λέξη της μόδας» με κυρίως
οικονομικές σημασίες, η κοσμοπολιτοποίηση θα πρέπει
να γίνει κατανοητή σαν «μία πολυδιάστατη διαδικασία,
η οποία άλλαξε με αναπόδραστο τρόπο την ιστορική ‘φύση’ των κοινωνικών αξιών και τον ρόλο του κράτους». Η
«κοσμοπολιτική οπτική», την οποία ο Beck (2004: 16)
προσεγγίζει ιδεαλιστικά, εναντιώνεται σε αυτό που περιγράφει ως «σκέψη των αντιθετικών κατηγοριών» και
ως «εδαφική θεωρία φυλακής της ταυτότητας», η οποία
χαρακτηρίζει τόσο την κλασσική, θετικιστική κοινωνιολογική θεωρία όσο και τη σύγχρονη πολιτική κοινωνιολογία και θεωρία τού κράτους. Κάνοντας σύνδεση με το
παλιό­τερό του επιχείρημα περί κοινωνίας του ρίσκου,
θεωρεί ως βασική αρχή του κοσμοπολιτισμού «την αρχή
της εμπειρίας της κρίσης σε όλο τον κόσμο», εκείνη δηλαδή την κοινωνικοπολιτική αλληλεξάρτηση, η οποία δη-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
225
μιουργείται από παγκόσμια ρίσκα και κρίσεις, όπως για
παράδειγμα η τρομοκρατία ή τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Αυτή η αλληλεξάρτηση οδηγεί σε μια «παγκοσμιοποίηση των συναισθημάτων» και σε μια παγκόσμια, κοσμοπολιτική «φαντασιακή συμπόνια» (ό.π.: 17), η οποία
ωθείται από τη διεθνοποίηση των πολιτικών δημοσιοτήτων, π.χ. μέσα από τις διεθνείς διαδηλώσεις και τα διεθνή κινήματα, καθώς και μέσα από την παγκοσμιοποίηση των ΜΜΕ. Τα παγκόσμια ΜΜΕ και οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες αλλάζουν την αντίληψη του χώρου,
του χρόνου και της επικοινωνίας, επιτυγχάνοντας μιαν
αναδιάρθρωση των κοινωνιών στη βάση της ραγδαίας
αποεθνικοποίησής τους.
Θεωρώντας ότι η «σκέψη των αντιθετικών κατηγοριών» γίνεται όλο και πιο προβληματική στις συνθήκες της αλληλεξάρτησης, ο Beck αναφέρεται στη «διπλή σκέψη» του Orwell, στην οποία «πόλεμος σημαίνει
ειρήνη, η ελευθερία σημαίνει σκλαβιά και η άγνοια δύναμη». Έτσι, ο Beck (2004: 199) κάνει λόγο για ένα είδος «μετα-διπλής σκέψης» (Meta-Doppeldenken), στην
οποία «τα όρια ανάμεσα στους φαινομενικά ανθρωπολογικά εξασφαλισμένους δυϊσμούς –πόλεμος και ειρήνη, κοινωνία των πολιτών και στρατός, εχθρός και φίλος, στρατός και αστυνομία– θολώνουν». Στη «συνθετική λογική», στη «μετα-διπλή σκέψη» ενοποιούνται αντιφάσεις. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πηγή παγκόσμιων συγκρούσεων, αλλά ταυτόχρονα
«ανοίγουν νέες ελπίδες και διαπραγματευτικές δυνατότητες», επειδή «το ανθρωπιστικό δίκαιο εκπολιτίζει τα
κράτη, απελευθερώνοντάς τα από τα εθνικά δεσμά της
εξουσίας και της βίας», και επειδή «ενδυναμώνει τους
226
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αδυνάμους εντός των κρατών και καθιστά αδύναμα κάποια κράτη μπροστά σε δυνατότερα κράτη» (ό.π.: 216).
Επίσης, και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» εντάσσεται, για τον Beck, στο αφομοιωτικό σχήμα πόλεμοςειρήνη. Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της εξασφάλισης της ειρήνης διεξάγονται πόλεμοι, όπως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίοι αντιδρούν σε έναν παγκόσμιο κίνδυνο. Ο Beck αντικαθιστά
την «αντιθετική σκέψη», την οποία ονομάζει «μεθοδολογικό εθνικισμό», με τη «συνθετική σκέψη». Ασκεί κριτική στο μεθοδολογικό εθνικισμό και στην αδιαφιλονίκητη υπεροχή που αυτός προσδίδει στο έθνος-κράτος και
την εθνική κοινωνία έναντι του κοσμοπολιτισμού, θεωρώντας το έθνος-κράτος το πλέον ξεπερασμένο και ακατάλληλο υπόδειγμα για την κατανόηση της μετανεωτερικής πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τον Beck (ό.π.: 44), οι «εθνικές κοινωνιο­
λογίες» των Durkheim, Parsons αλλά και Rawls, βασίζονται σε μιαν εδαφικο-γεωγραφική κατανόηση της κοινωνίας και θεωρούν ότι η κοινωνία είναι υποκείμενο του
έθνους-κράτους, έτσι ώστε το «διεθνές» ερευνάται ως
μία απλοϊκή αντίθεση του «εθνικού». Έτσι, στο πλαίσιο
του μεθοδολογικού εθνικισμού, διχοτομικές αντιλήψεις
όπως «γηγενής-μετανάστης» δεν ανατρέπονται, τα στερεότυπα που συνδέονται με την «ενότητα» των εθνικών
κρατικών συστημάτων αναπαράγονται και ο κοινωνικός
και πολιτισμικός πλουραλισμός του κοσμοπολιτισμού γίνεται μία απλή αντανάκλαση και πάλι της εθνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Beck (ό.π.: 53), «ενώ η εθνική οπτική αναλύει το έθνος-κράτος στην αναμφισβήτητη
βάση των ίδιων των προϋποθέσεών του, για την κοσμο-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
227
πολιτική οπτική το έθνος κράτος δεν αποτελεί αυτονόητο σημείο αφετηρίας».
Αυτή η «εθνική οπτική» κυριαρχεί, για τον Beck, και
στην ΕΕ, όπου εφαρμόζονται πολιτικές φεντεραλισμού
και διακυβερνητισμού, ενώ οράματα όπως η «Ευρώπη
της διαφοράς» και το ανάλογό της «κοσμοπολιτικό κράτος» δεν μπορούν, στις ανησυχίες του Beck, να ριζοσπαστικοποιηθούν. Στον «κοσμοπολιτικό ρεαλισμό» του
Beck (ό.π.: 259), που όπως υποστηρίζει δεν είναι ούτε
αλτρουισμός ούτε ιδεαλισμός, η εθνική ομοιογένεια είναι απίθανη και αδύνατη. Κατά την άποψή του, για την
αποσόβηση παγκόσμιων κινδύνων, μία «πραγματιστική
πολιτική κοσμοπολιτοποίησης» δεν είναι απλά απαραίτητη, αλλά αποτελεί πολιτική επιβίωσης. Αυτή μπορεί
να γίνει εφικτή μόνον αν δημιουργηθούν νόρμες συνεργα­
σίας, στη βάση μιας αμοιβαίας εγκατάλειψης των στενών
εθνικών προσανατολισμών. Με αυτή την έννοια, συμπληρώνει ο Beck (2004: 265), «αντι-κοσμοπολιτικό» σημαίνει επίσης και «αντι-εθνικό», διότι παραγνωρίζεται ότι
«στην εποχή των παγκόσμιων αλληλεξαρτήσεων και κινδύνων υπάρχει μόνον ένας δρόμος, ο δρόμος του κοσμοπολιτισμού για να επιδιωχθούν και να μεγιστοποιηθούν
τα εθνικά συμφέροντα».
Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί στη θεώρηση του
Beck είναι η εξής. Η παγκοσμιοποίηση κατά τον Beck
διαχωρίζει τον πληθυσμό απλά σε «χαμένους» και
«κερδισμένους». Αυτές οι ομάδες δεν αποτελούν ταξικές οντότητες ή έστω οικονομικά ανίσχυρες χώρες, αλλά πολυσυλλεκτικές, διάσπαρτες, χαλαρές ομάδες που
συντίθενται από ασαφώς οριζόμενα στη βάση της πολιτισμικής τους ταυτότητας άτομα. Η κύρια συνέπεια της
228
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
παγκοσμιοποίησης είναι για τον Beck η εξατομίκευση
(Individualisierung). Το άτομο είναι ο διαχειριστής τού
εαυτού του και των ατομικών ελευθεριών του σε έναν
αποεθνικοποιημένο κόσμο της παγκόσμιας αγοράς. Το
άτομο αυτό καλείται μέσα από την κατάλληλη επιλογή του «τρόπου ζωής» να προσαρμοστεί στο «καινούργιο» τής πολλά υποσχόμενης εποχής του κοσμοπολιτισμού, να αποκτήσει «νέα σκέψη» και να αυτοπραγματωθεί εντός της, έξω από συλλογικές μορφές δράσης, τον
συνδικαλισμό, την κομματική εκπροσώπηση, την ένταξη
σε θεσμούς όπως η οικογένεια, θεσμικές μορφές δράσης
οι οποίες, σύμφωνα με τον Beck, παύουν πλέον να αποτελούν παράδοση (Enttraditionalisierung). Γίνεται δηλαδή προφανές ότι εντός τέτοιων θεωρήσεων το ΚΜΒ έχει
τον χαρακτήρα μιας πεπαλαιωμένης και ιστορικά ξεπερασμένης ιδιότητας του κράτους, καθώς θεωρείται ότι
οι διαδικασίες του εκσυγχρονισμού, της εξατομίκευσης,
της αποεθνικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης αφήνουν πλέον πολύ πιο έντονα από το κράτος και το ΚΜΒ
τη σφραγίδα τους στην κοινωνική ζωή.
Φαίνεται όμως ότι ο Beck δεν ασκεί κριτική στις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά
μέσα από τον ιδεαλισμό του κοσμοπολιτισμού και στην
προσπάθειά του να υπερβεί τις νεορεαλιστικές προσεγγίσεις της διεθνοποίησης και τις θεωρήσεις ισχύος, δικαιολογεί αυτές τις αλλαγές και συνεπώς τις νέες ανισότητες και ανισορροπίες που ο νεοφιλελευθερισμός προϋποθέτει και συνεπάγεται. Οι έννοιες που κατασκευάζει
ο Beck είναι συχνά ιδιαίτερα επισφαλείς και διφορούμενες. Δεν πρόκειται ακριβώς για κοινωνιολογικές έννοιες, με σκοπό την περιγραφή και την ανάλυση των εξε-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
229
λίξεων, αλλά για φιλοσοφικά προτάγματα προσαρμογής στις προκληθείσες από τον νεοφιλελευθερισμό μεταβολές. Από την παλιότερη έννοια της «κοινωνίας του
ρίσκου» ώς αυτές της περιοδολόγησης της «πρώτης»
και της «δεύτερης νεωτερικότητας» (erste und zweite
Moderne), ο Beck, όπως και άλλοι, παρατηρεί μια σειρά
αλλαγών που, ως ένα σημείο, πράγματι λαμβάνουν χώρα
με την απορρύθμιση του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας.
Δεν τήν εντάσσει, όμως, σε μια λογική εξέτασης αυτής
της απορρύθμισης από οικονομική και πολιτική άποψη,
αλλά τήν θεωρεί ως απελευθέρωση των κοινωνιών από
το κράτος στις εκφάνσεις του ως έθνους-κράτους αλλά
και ως κράτους πρόνοιας. Οι συνέπειες της απορρύθμισης και της νεοφιλελευθεροποίησης στην κοινωνική, οικογενειακή και εργασιακή πολιτική μετατρέπονται σε
ευρύτερες, μακροϊστορικές μεταβάσεις, όπως η «εξατομίκευση» και η «αποεθνικοποίηση». Θεωρώντας πως
η «πρώτη νεωτερικότητα» χαρακτηρίζεται από περιορισμό των ατομικών περιθωρίων δράσης και την πρόσδεση της κοινωνίας στο κράτος, η «δεύτερη νεωτερικότητα» φέρει τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού, που στον Beck έχουν τη μορφή της ιδεαλιστικής
έμφασης σε ζητήματα ατομικής ταυτότητας και συνεχούς «επινόησής» της, στα πλαίσια ταχύρυθμων αλλαγών που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση και η φιλοσοφική-φιλελεύθερη δικαιο­λόγησή της ως «κοσμοπολιτοποίησης». Η φιλελεύθερη-ιδεαλιστική του προσέγγιση τόν
οδηγεί να κατασκευάζει αυθαίρετες αναλυτικές έννοιες
όπως οι «τρομοκρατικές μη κυβερνητικές οργανώσεις»,
οι οποίες, όπως αναφέρει «αυξάνουν το μονοπώλιο της
βίας τους» (ό.π.: 211). Θεω­ρεί, δηλαδή, ότι το μονοπώ-
230
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
λιο της βίας δεν είναι απαραίτητα κρατικό, αλλά ασκείται από όποια ομάδα μπορεί να ασκήσει τρομοκρατική
δράση. Η άποψη αυτή δεν συζητεί πραγματικά το ΚΜΒ,
αλλά άλλες μορφές οργανωμένης, μαζικής βίας. Πρόκειται για μια κατανόηση του ΚΜΒ, αντίθετη τόσο από τον
ρεαλισμό, όσο και από τη βεμπεριανή προσέγγιση, όπου
η κρίσιμη παράμετρος της νόμιμης αξίωσης στη βία παραγκωνίζεται πλήρως.
2.6. Το παγκόσμιο κράτος
«Στην παγκοσμιοποίηση, κυριαρχία δεν σημαίνει
πλέον ότι αυτή επιδιώκει να υπάρξει με την παραδοσιακή βεμπεριανή έννοια, μέσα από το μονοπώλιο της νόμιμης βίας πάνω στους πολίτες εντός ενός
εδάφους» (Cha 2000: 392).
Μία θέση υποχώρησης του ΚΜΒ εκκινεί από θεωρήσεις διεθνών σχέσεων που εστιάζουν στην πολιτική παγκοσμιοποίηση και κάνουν λόγο για τη δημιουργία ενός
«παγκόσμιου κράτους» και για τα συνεπαγόμενά του
επίπεδα της «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Ενδεικτικά,
κατά την προσέγγιση του Shaw (2003: 123), ήδη μετά
το 1945 ο έλεγχος της βίας παύει να μοιράζεται κάθετα
ανάμεσα σε έθνη-κράτη. Διαπιστώνει ότι το βεστφαλικό
μοντέλο κρατικής εδαφικής κυριαρχίας έχει παρακμάσει
και ερμηνεύει εκ νέου την ιστορία των Δυτικών κρατών.
Σε αυτή τη βάση, υποστηρίζει ότι εμφανίζεται ένα νέο,
διεθνοποιημένο Δυτικό κράτος. Επεκτείνοντας τις τέσσερις μορφές κρατικής εξουσίας του Mann, ο Shaw υπο-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
231
στηρίζει ότι τα όρια του κράτους (ειδικά στις στρατιωτικές και γεωπολιτικές τους εκφάνσεις) επαναπροσδιορίζονται και έχουν ως αποτέλεσμα ένα (ατελές) παγκόσμιο κράτος. Ο Shaw, ωστόσο, δεν θεωρεί το παγκόσμιο
κράτος ως μιαν εξ ολοκλήρου νέα διευθέτηση. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η κυρίαρχη μορφή του κράτους από
τον 18ο ώς τα μέσα του 20ού αιώνα δεν ήταν το έθνοςκράτος, αλλά ένας κόσμος περιφερειακών Ευρωπαϊκών
αυτοκρατοριών, επικεντρωμένος στη δυτική Ευρωπαϊκή
ενδοχώρα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Ο Shaw (2003: 124) θεωρεί ότι ο λόγος που ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας κάνει λόγο για την αποδυνάμωση του κράτους, εν όψει της παγκοσμιοποίησης,
είναι ότι δεν κατανοεί το κράτος ως πολιτική-στρατιωτική εξουσία (και αυτή την εξουσία ως πρωταρχικό
κριτήριο της ύπαρξής του) και αρκείται σε νομικούς
και οικονομικούς ορισμούς του κράτους. Υποστηρίζει
ότι η παγκοσμιοποίηση –την οποία δεν θεωρεί απλά ως
ένα οικονομικό ή ιστορικά πρόσφατο φαινόμενο, ούτε απλά ως φιλελευθεροποίηση της αγοράς– αποτελείται από ένα σύνολο ξεχωριστών αλλά αλληλένδετων διαδικασιών, οικονομικών, πολιτισμικών, πολιτικών και
στρατιωτικών, μέσω των οποίων οι κοινωνικές σχέσεις
αναπτύσσονται στην κατεύθυνση μιας παγκόσμιας κλίμακας. Ο Shaw (2003: 117) επιδιώκει να απομακρυνθεί από την τρέχουσα άγονη αντίληψη, ότι η παγκοσμιοποίηση αντιτίθεται στο κράτος και ότι καθοδηγείται
κυρίως από οικονομικές και πολιτισμικές διαδικασίες,
και να παράσχει μια διαφορετική «πολιτική και στρατιωτική ερμηνεία», η οποία αναδεικνύει τον χαρακτήρα του «κράτους της παγκοσμιοποίησης». Έτσι, θεω-
232
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρώντας πως το θεμελιώδες σφάλμα της κυρίαρχης βιβλιογραφίας της πολιτικής επιστήμης είναι η ταύτιση
του κράτους με το έθνος-κράτος, υποστηρίζει τα εξής:
η επικρατέστερη μορφή του κράτους από τον 18ο μέχρι
τα μέσα του 20ού αιώνα δεν ήταν το έθνος κράτος, όπως
διαπιστώνεται συχνά, αλλά η «Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία», δηλαδή μία περιφερειακά οργανωμένη εξουσία
με κέντρο διαφορετικές μορφές τοπικού κράτους. Μόνο
με την παρακμή του ιμπεριαλιστικού Ευρωπαϊκού κράτους το μοντέλο «έθνος-κράτος» γίνεται κυρίαρχο. Η
δημιουργία, ωστόσο, του κλασικού μιλιταριστικού κράτους, για την περιγραφή του οποίου ο Shaw χρησιμοποιεί το βεμπεριανό ορισμό τού ΚΜΒ, δεν σημαίνει ότι
αυτό το μοντέλο συνέχισε να είναι κυρίαρχο μετά το
1945 και την παρακμή των Ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών παντού στον κόσμο27. Παράλληλα, ενώ ο αριθμός
των κρατών μετά το 1945 διπλασιάστηκε, λίγα από αυτά τα κράτη είναι ισχυρά. Τα ανίσχυρα αυτά κράτη χαρακτηρίζονται από «προβληματική εθνική συνοχή και
27 Για αυτόν τον λόγο, σύμφωνα με τον Shaw (2003: 123), «ο
ορισμός του Weber χρήζει αναθεώρησης», καθώς ήδη το
πλέγμα των διεθνών σχέσεων μεταπολεμικά αποδυναμώνει το ΚΜΒ. Στη συνέχεια (ό.π.) αναφέρει: «Για να κατανοήσουμε τι είναι κράτος –και κριτικά τι δεν είναι– επιστρέφω στον ορισμό τού Weber, που έχει κέντρο τη νόμιμη
βία εντός μιας εδαφικής επικράτειας. Πριν το 1945 ηγέτες κρατών (και άλλοι) ενεργούσαν, ως εάν ο ορισμός του
Weber να ήταν πράγματι αλήθεια και ως εάν πραγματικά
να κατείχαν ένα μονοπώλιο της βίας. Σε ένα κόσμο εθνών
κρατών, η οριοθέτηση του ενός κράτους από το άλλο συνιστούσε και ενδεχόμενο για βία ανάμεσά τους. Ωστόσο,
αυτό το ενδεχόμενο έχει μετακινηθεί από το 1945 και, με
πιο προβληματικό τρόπο, μετά το 1989 ανάμεσα στα Δυτικά κράτη και τη Ρωσία».
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
233
πάνω από όλα από μειωμένες ικανότητες να κινητοποιήσουν βία» (2003: 119). Αλλά και τα ισχυρότερα έθνηκράτη, σύμφωνα με τον Shaw (ό.π.), ήδη με το τέλος
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν
«χάσει ή εγκαταλείψει την ικανότητά τους να κινητοποιούν βία ανεξάρτητα από τους συμμάχους τους. Τα σύνορα
ανάμεσα στα κράτη της βορειοατλαντικής συμμαχίας, της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και, πιο χαλαρά, του μπλοκ των Δυτικών κρατών δεν είναι πλέον σύνορα βίας. Το παράδοξο
είναι ότι τώρα που η μορφή έθνος-κράτος έχει οικουμενικοποιηθεί, τα περισσότερα έθνη-κράτη δεν είναι πια αυτόνομα κράτη με την κλασική έννοια».
Έτσι, εκείνο που υποστηρίζει ο Shaw (2003: 122) είναι ότι ναι μεν η οικονομική παγκοσμιοποίηση εξασθένισε το κράτος, αλλά πρόκειται για ένα κράτος που ούτως ή άλλως, μεταπολεμικά, δεν ήταν πλέον το κλασικό
έθνος-κράτος. Εξελισσόμενο, το έθνος-κράτος των τελευταίων πενήντα ετών μετατρέπεται σε «κρατικά μπλοκ»,
όπου συμμετείχαν δυτικά και σοβιετικά μπλοκ. Το Δυτικό κράτος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε
το πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο, εντός του οποίου
αναπτύχθηκε η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ενώ μετά
το 1989 αρχίζει και γίνεται δυνατό να ειδωθεί το Δυτικό κράτος ως «παγκόσμιο κράτος». Ο Shaw (2003: 123)
κάνει λόγο για την εμφάνιση του «παγκόσμιου» και όχι
του «διεθνούς» κράτους, καθώς θεωρεί ότι ο όρος «διεθνές» εσωκλείει τη μορφή του έθνους-κράτους, η οποία
για αυτόν δεν είναι κυρίαρχη. Οι διεθνείς οργανισμοί,
έτσι, δεν αποτελούν προεκτάσεις τού έθνους-κράτους,
234
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αλλά προεκτάσεις τής «παγκόσμιας διακυβέρνησης»,
εντός της οποίας μία σειρά φορέων διεκδικούν, χρησιμοποιούν και παγιώνουν ένα μερίδιο εξωεθνικής εξουσίας. Tο μεταψυχροπολεμικό «παγκόσμιο κράτος» είναι
κατατμηματικό και ασταθές, συγκροτεί, ωστόσο, «μια
λιγότερο ή περισσότερο συνεκτική σχεδία κρατικών θεσμών, η οποία κατέχει, σε κάποιο βαθμό, παγκόσμια ευρύτητα και νομιμότητα» (ό.π.).
Οι τρόποι εκδήλωσης του παγκόσμιου κράτους, υποστηρίζει ο Shaw, είναι περίπλοκοι, διαρκώς μεταλλασσόμενοι ή και αντιφατικοί. Παράλληλα, η δράση του
δεν είναι «ανθρωπιστική» ή «ιμπεριαλιστική», αλλά
και τα δύο (μπορεί να διεξαγάγει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή μπορεί να παρέμβει για τα ανθρώπινα
δικαιώματα μιας μειονότητας). Σε αυτά τα πλαίσια,
χρησιμοποιεί την προσέγγιση του Mann για το κράτος
ως «διαφοροποιημένο σύνολο θεσμών», η οποία απαγκιστρώνεται από το ΚΜΒ του έθνους-κράτους, χωρίς
αυτό να συνεπάγεται ότι σχηματίζεται ένα παγκόσμιο
ΚΜΒ. Έτσι, αντί του ΚΜΒ, κάνει λόγο για «κάποιο
βαθμό οργανωμένης πολιτικής βίας και εξουσίας». Αυτή η εννοιολόγηση, θεωρεί ο Shaw, είναι ελαστικότερη
και ταιριάζει περισσότερο στη σύνθετη δράση και τις
επικαλυπτόμενες μορφές κρατικής εξουσίας που χαρακτηρίζουν το κράτος της παγκοσμιοποίησης. Τα κράτη δεν είναι ομοιογενείς φορείς δράσης με καθορισμένα πεδία άσκησης πολιτικής, σταθερούς στόχους και
δομές. Το «παγκόσμιο κράτος», ακόμα και αν κυριαρχείται από τη μορφή του Δυτικού κράτους, αποτελεί τη «μεγαλύτερη θεσμική ακαταστασία» (ό.π.: 125),
συγκριτικά με κάθε μορφής προηγούμενο πολυεθνικό
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
235
κράτος ή αυτοκρατορία. Ακόμα και αν το Δυτικό κράτος, υπό την πίεση της ανάγκης για παγκόσμια διακυβέρνηση, έχει αρχίσει να συγκροτείται μέσα σε ευρύτερα παγκόσμιες παρά στενά Δυτικές διαστάσεις, δεν
σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις του ήταν ώς τώρα συχνές, πλην όμως η πίεση για παρέμβαση σε παγκόσμιο
επίπεδο γίνεται όλο και πιο επιτακτική, γεγονός που,
σύμφωνα με τον Shaw, απομακρύνει από τις αναγκαιό­
τητες ενός εθνικού ΚΜΒ.
Η ανάλυση του Shaw, ενδεικτική μιας ευρύτερης
προσ­έγγισης στη βάση του υποδείγματος της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, διευρύνει σε τέτοιο βαθμό μέσα από την έννοια του «παγκόσμιου κράτους» τη θέση αποδυνάμωσης του έθνους-κράτους και του ΚΜΒ,
ώστε όλα τα (εθνικά ή μη) μέρη και οι (διεθνείς ή
παγκόσμιοι) εμπλεκόμενοι φορείς παίζουν και ταυτόχρονα δεν παίζουν ρόλο στην «παγκόσμια διακυβέρνηση» και στην άσκηση μιας πολιτικής που ορίζεται πολύ ασαφώς ή καθόλου. Βασική αδυναμία της προσέγγισης του «παγκόσμιου κράτους» του Shaw αλλά και
άλλων είναι πως δεν αντιλαμβάνεται ότι, όπως δείχνει
η ιστορική τους πορεία, για να υπάρξουν, να αναπαραχθούν και να διατηρηθούν τα κράτη χρειάζονται να κατασκευάσουν τον «Άλλο», είτε είναι εξωτερικός «Άλλος», είτε εσωτερικός. Η έννοια του «παγκόσμιου κράτους» υπαινίσσεται εξιδανικευτικά ότι η παγκοσμιοποίηση γεννά μια πολιτική ομοιομορφοποίηση, κατά
την οποία ο «Άλλος» δεν υφίσταται πλέον, ή ότι η «θεσμική ακαταστασία» του παγκόσμιου κράτους έχει τόσους πολλούς και διαφορετικούς «Άλλους», ώστε δεν
είναι δυνατή η δημιουργία ενός συμπαγούς αντίβαρου.
236
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Έτσι, το «παγκόσμιο κράτος» είναι αποτέλεσμα μιας
διαδικασίας εξουδετέρωσης των αντιθέσεων, ένα κράτος που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη του «Άλλου». Η
ιδέα αυτή όμως αντικρούεται από την ίδια την ιστορική οργάνωση της εξουσίας του κράτους, καθώς φαντάζεται μιαν ειρήνη και μια συνοχή, που, ακόμα και αν
δεν ήταν ουτοπική, δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί
με την ύπαρξη του κράτους. Δεν θα ήταν αποτελεσματική σε κανένα επίπεδο, ούτε της οικονομίας, ούτε του
πολιτισμού, καθώς αυτή αποκλείει κάθε έννοια πολιτικής. Δεν θα ήταν δηλαδή παγκόσμιο κράτος, αλλά κάποια διαφορετική, απροσδιόριστη μορφή παγκόσμιας
εξουσίας, που μπορούν να φανταστούν μία σειρά από
κοσμοθεωρίες ή θρησκείες. Η διάκριση εχθρού και φίλου, είτε είναι άλλο κράτος είτε είναι άλλος πολιτισμός
είτε είναι διακρίσεις κοινωνικών τάξεων, είναι απαραίτητος όρος της ύπαρξης του κράτους. Στον βαθμό
που τέτοιες διακρίσεις δεν έχουν με κανένα τρόπο εξαφανιστεί, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «παγκόσμιο
κράτος». Ήδη ο Schmitt, (1988: 88-89), το 1927, είχε
τονίσει αυτή την αντίφαση στους όρους, ότι δηλαδή,
εφόσον είναι κράτος, δεν μπορεί να είναι παγκόσμιο.
Κανένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον
«Άλλο», και η πολιτική οργανώνεται μόνο με τη μορφή
της εθνικής κρατικής κυριαρχίας. Με εύστοχο τρόπο,
χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Αν ένα ‘παγκόσμιο κράτος’ περιλάμβανε ολόκληρη τη
γη και ολόκληρη την ανθρωπότητα, τότε σύμφωνα με αυτά δεν θα ήταν μία πολιτική ενότητα και μόνον ως σχήμα
λόγου θα μπορούσε να ονομαστεί κράτος. Αν ολόκληρη η
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
237
ανθρωπότητα και ολόκληρη η γη ήταν πράγματι ενωμένες στη βάση μιας μόνον οικονομικής και συγκοινωνιακής
ενότητας, τότε δεν θα ήταν ‘κοινωνική’ ενότητα (…). Όσο
αυτή η ενότητα θα παρέμενε αποκλειστικά οικονομική ή
αποκλειστικά συγκοινωνιακή, δεν θα μπορούσε, λόγω έλλειψης αντιπάλου, να ανυψωθεί ούτε καν σε ένα οικονομικό ή συγκοινωνιακό κόμμα (…). Δεν θα γνώριζε ούτε
κράτος, ούτε ράιχ, ούτε αυτοκρατορία, ούτε δημοκρατία
ούτε μοναρχία (…), θα είχε χάσει γενικά κάθε πολιτικό
χαρακτήρα».
2.7. Hardt & Negri: Η «Αυτοκρατορία» και το «παγκόσμιο μονοπώλιο της βίας»
Οι Hardt και Negri, επιχειρώντας να δοκιμάσουν το
γαλλικό μεταδομισμό των Foucault και Deleuze στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής και της ανάλυσης του μεταψυχροπολεμικού καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης, κατασκεύασαν την έννοια της «Αυτοκρατορίας»
(Empire), με σκοπό να περιγράψουν αυτό που κατανοούν ως μετάβαση «από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα και από τη νεωτερική κυριαρχία στην Αυτοκρατορία» (2000: 345). Αυτή η μετάβαση βασίζεται
εκτός των άλλων και σε αυτό που θεωρούν ως αποδυνάμωση του παραδοσιακού έθνους-κράτους, της κυριαρχίας και του εθνικού ΚΜΒ. Η κυριαρχία που έφερε
τα χαρακτηριστικά των διακρατικών πολέμων και του
ιμπεριαλισμού αντικαθίσταται από τη δημιουργία νέων
μορφών ηγεμονικής δράσης χωρίς συγκεκριμένο κέντρο
(εδαφικό ή εξουσιαστικό). Κέντρο, εξάλλου, δεν έχει ού-
238
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τε ο παγκόσμιος καπιταλισμός, αλλά ούτε η ίδια η «Αυτοκρατορία» η οποία αποτελεί εν τέλει ένα «μη-χώρο».
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούν ότι η
παλιά μορφή του ιμπεριαλισμού εξασθενεί και αντικαθίσταται από την Αυτοκρατορία, η οποία και απαιτεί
την αποεδαφικοποίηση των κρατών και την εγκατάλειψη
από τη μεριά τους εδαφικο-οικονομικών αξιώσεων ιμπεριαλιστικού τύπου.
Βασική θέση των Hardt και Negri (2000: 8) είναι ότι,
αν το νεωτερικό έθνος-κράτος χαρακτηρίστηκε από την
ειδική πολιτική και οικονομική γεωγραφία της αποικιοκρατικής δράσης, η Αυτοκρατορία, αντίθετα, είναι ένας
αποκεντρωμένος και αποεδαφοποιητικός μηχανισμός
εξουσίας, ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει σύνορα ή απαγορευτικές περιοχές, ενσωματώνει όλον τον πλανήτη, δημιουργώντας νέες «ευέλικτες» ιεραρχίες, νέες ταυτότητες και μια σειρά αντιθετικών διαδικασιών, όπως είναι
η ομοιογενοποίηση και η διαφοροποίηση, η αποεδαφικοποίηση και η επαναεδαφικοποίηση. Οι αλλαγές αυτές
συνοδεύονται κατά τους Hardt και Negri (ό.π.) από τη
νέα μορφή του καπιταλισμού, τη μείωση του ρόλου της
βιομηχανικής παραγωγής, την έμφαση στις υπηρεσίες και
τον τομέα των επικοινωνιών, καθώς και την υποβάθμιση
της εργασίας. Σε αυτά τα πλαίσια, αυτό που ονομάζουν
ως «μεταμοντερνοποίηση της οικονομίας» καθορίζεται
επίσης από τη «βιοπολιτική παραγωγή», ως την «παραγωγή κοινωνικής ζωής καθεαυτήν, εντός της ο­ποίας το
οικονομικό, το πολιτικό και το πολιτισμικό επικαλύπτονται και το ένα επενδύει στο άλλο» (ό.π.).
Σύμφωνα με τους Hardt και Negri (2004: 26), κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, «οι μηχανισμοί της
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
239
νομιμοποίησης της κρατικής βίας αρχίζουν να υποβιβάζονται σοβαρά». Οι λόγοι για τους οποίους αυτό συμβαίνει μεταπολεμικά είναι οι εξής: Πρώτον, σε εξωτερικό επίπεδο, οι εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο αρχίζουν
και θέτουν φραγμούς στη νομιμοποιημένη χρήση της
βίας που προέρχεται από ένα έθνος-κράτος ενάντια σε
ένα άλλο, αλλά και στην υπερσυσσώρευση των όπλων,
όπως είναι π.χ. οι συνθήκες για τον περιορισμό των
πυρηνικών εξοπλισμών, ή οι περιορισμοί για διάφορα βιολογικά και χημικά όπλα, οι οποίες συγκέντρωσαν τη στρατιωτική ισχύ στα χέρια των δύο υπερδυνά­
μεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Δεύτερον, σε εσωτερικό
επίπεδο, το ΚΜΒ έχει επίσης διαβρωθεί λόγω της επίδρασης μιας ευρείας ρητορικής «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (ταυτόχρονα με μια σειρά από στρατιωτικές
παρεμβάσεις και νομικές δράσεις, βασισμένες στα ανθρώπινα δικαιώματα). Το αποτέλεσμα αυτών των δύο
μεταβολών, κατά τους Hardt και Negri (ό.π.), είναι ότι
«στο τέλος του 20ού αιώνα τα κράτη δεν μπορούσαν
απαραίτητα να νομιμοποιήσουν τη βία που ασκούσαν,
ούτε μέσα ούτε έξω από το έδαφός τους».
Ωστόσο, οι Hardt και Negri (ό.π.) θεωρούν ότι αυτό που περιγράφουν ως υποχώρηση του ΚΜΒ δεν συν­
επάγεται μείωση της βίας, ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά, αλλά αποτελεί κυρίως αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του ΚΜΒ. Αυτή η κρίση νομιμοποίησης που
διαπιστώνουν έχει και ως συνέπεια την αδυναμία ορισμού της τρομοκρατίας, καθώς αυτή ορίζεται ποικιλοτρόπως από το κράτος, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τη
ρητορική του πολέμου. Αφού το ΚΜΒ έχει χάσει την
ισχύ της νομιμοποίησής του, αυτή η αδυναμία ορισμού
240
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
της τρομοκρατίας συνδέεται, κατά τους Hardt και Negri
(ό.π.: 27), άμεσα με την κρίση του έθνους κράτους, και
ταυτόχρονα με «το πρόβλημα καθιέρωσης μιας κατάλληλης έννοιας της νομιμοποιημένης βίας». Η ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η διεξαγωγή πολέμων στο όνομα της «ανθρωπιστικής παρέμβασης»
έχουν επίσης περιορισμένες αξιώσεις νομιμοποίη­σης.
Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι ναι μεν επιτυγχάνουν
ένα βαθμό νομιμότητας, αλλά αυτή η νομιμότητα βασίζεται σε ηθικές δικαιολογήσεις και είναι νομιμοποιη­
μένη ανάλογα με το κύρος αυτού που ορίζει και προω­
θεί τη δικαιολόγηση. Την ίδια στιγμή, θεσμοί, όπως το
Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, δεν κατορθώνουν να επικυρώσουν τη νομιμότητά τους, καθώς αυτοί δεν υπερβαίνουν τη βούληση των ισχυρών κρατών, ούτε εξασφαλίζουν τον σεβασμό των κανόνων τους από, π.χ., τις
Η.Π.Α. (Hardt/Negri 2004: 29).
Έτσι, αφού η παγκόσμια τάξη αυτού που περιγράφουν ως «Αυτοκρατορία» επιβάλλει την αποδυνάμωση
των μεμονωμένων εθνικών ΚΜΒ, το ερώτημα που θέτουν οι Hardt και Negri (ό.π.: 28) είναι το πώς τελικά
νομιμοποιείται σήμερα η βία. Στο ερώτημα αυτό απαντούν ότι η βία νομιμοποιείται a posteriori, όχι δηλαδή
στη βάση κατασκευασμένων πλαισίων, νομικών ή ηθικών, αλλά εξ αποτελέσματος, ως προς τη δυνατότητά
της να υπερνικά τα εμπόδια για την επιβολή της τάξης. Η νομιμοποίηση ή όχι της άσκησης βίας δεν κρίνεται από την επίλυση της σύγκρουσης ή τη δύναμη της
συμμετοχής της σε διαδικασίες ειρήνευσης, αλλά κυρίως από τον βαθμό στον οποίο αυτή μπορεί στα πλαί-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
241
σια της παγκόσμιας τάξης να «επιβάλλει την τάξη» ή
όχι28.
Ενώ ήδη με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
έχει αρχίσει να συγκροτείται μία έννοια διεθνούς τάξης, η σταθεροποίησή της σε «παγκόσμιο σύστημα» είναι μία αργή διαδικασία, μέσα από τη δημιουργία των
Ηνωμένων Εθνών μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη σταδιακή μετατόπιση του παραδείγματος
τόσο από τη χομπσιανή θεώρηση των διεθνών σχέσεων
(τη μοναρχική, υπερβατική θεώρηση, όπου την ασφάλεια
εντός ενός συστήματος διεθνούς αναρχίας εγγυάται μία
στρατιωτικά κυρίαρχη δύναμη), όσο και από τη λοκιανή (τη φιλελεύθερη, πλουραλιστική θεώρηση, όπου η διεθνής συνταγματική τάξη εγγυάται τη δημιουργία μιας
παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών), προς την αναζήτηση μιας ενσωματωτικής εξουσίας που θα βρισκόταν
πάνω από τα έθνη-κράτη και θα ρύθμιζε παγκόσμιες
οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, μία ιδέα, που κατά τους Hardt και Negri (2000: 6) εκφράζει πρώτος ο
28 Χαρακτηριστικά, οι Hardt και Negri (2000: 28) αναφέρουν: «Νομιμότητα θα εκχωρηθεί σε μια στρατιωτική και/
ή σε μιαν αστυνομική δύναμη στον βαθμό και μόνο στον
βαθμό που είναι αποτελεσματική στην αποκατάσταση παγκόσμιων διαταραχών –όχι απαραίτητα στο να φέρνει την
ειρήνη, αλλά στο να επιβάλλει την τάξη. Με αυτή τη λογική, μία δύναμη όπως οι ΗΠΑ μπορεί να ασκεί βία που
μπορεί να είναι ή να μην είναι νόμιμη ή ηθική και στον
βαθμό που αυτή η βία έχει ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή της ιμπεριαλιστικής τάξης, θα είναι νομιμοποιημένη.
Ωστόσο, όταν αυτή η βία σταματήσει να φέρνει τάξη, ή
όσο αποτυγχάνει να διατηρήσει την ασφάλεια της παρούσας παγκόσμιας τάξης, η νομιμοποίηση θα μετακινηθεί.
Πρόκειται για μιαν από τις πιο επισφαλείς και ασταθείς
μορφές νομιμοποίησης».
242
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Kelsen. Η εξουσία αυτή θα εξίσωνε και θα συσσωμάτωνε το πολιτικό και το οικονομικό εντός μιας συγκεκριμένης ηθικοπολιτικής μορφής και εντός ενός απόλυτου δικαιώματος, αυτού της υπερέχουσας αλλά και
απορρυθμιστικής της εθνικής πολιτικής κυριαρχίας, μετα-ιμπεριαλιστικής, παγκόσμιας Αυτοκρατορίας.
Στην άποψη ότι τον Ψυχρό Πόλεμο ακολούθησε ο Τέταρτος Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο και βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα, οι Hardt και Negri συμφωνούν τόσο με τον Baudrillard29 όσο και με τον Subcomandante
Marcos30. Υποστηρίζουν ότι ήδη με τον Ψυχρό Πόλεμο ο
πόλεμος έγινε «μία κανονική κατάσταση πραγμάτων» (ο
Τέταρτος Παγκόσμιος Πόλεμος), ενώ παράλληλα εγκαταλείφθηκε η ιδέα ότι η κατάπαυση του πυρός θα σήμαινε
και το τέλος του πολέμου. Θεωρώντας οι Hardt και Negri
(2004: 38-39) πως ήδη με την υπογραφή της Αντιπυραυλικής Συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ (26.05.1972) τίθενται οι βάσεις για μια νέα μορφή πολέμου, οι «νέοι πόλεμοι» προσανατολίζονται λιγότερο σε απειλές μεγάλης
29 Ο Baudrillard (2002: 18) αναφέρει ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τέλος στην εποχή της αποικιοκρατίας, ο Δεύτερος στον ναζισμό, ο Τρίτος (ο Ψυχρός
Πόλεμος) στον κομμουνισμό. Με τον Τέταρτο Παγκόσμιο
Πόλεμο φτάνουμε σε μια «παγκόσμια τάξη πραγμάτων»,
η οποία «βρίσκεται πια αντιμέτωπη με ανταγωνιστικές
δυνάμεις, που είναι διάχυτες παντού, ακόμα και στην
καρδιά της παγκοσμιότητας, σε όλες τις τρέχουσες αναταραχές».
30 Οι Hardt και Negri αναφέρουν ότι υιοθετούν την περιοδολόγηση του Μάρκος για τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και
τέταρτο παγκόσμιο πόλεμο στο άρθρο του στη Le Monde
Diplomatique, τον Αύγουστο του 1997, με τίτλο The Fourth
World War has Begun.
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
243
εμβέλειας και περισσότερο σε πολλαπλές μικρές απειλές, λιγότερο σε πολέμους μεγάλης κλίμακας και περισσότερο σε αστυνομικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης, μια
μετατόπιση που συνταυτίστηκε και με αλλαγές στη διεθνή οικονομία, όπως είναι η εγκατάλειψη του κανόνα του
χρυσού το 1971 και η πετρελαϊκή κρίση το 1973, καθώς
και με την απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας.
Μάλιστα, καθώς πιστεύουν ότι η μορφή του πολέμου
συμβαδίζει με τη μορφή της οικονομίας, οι Hardt και
Negri βρίσκουν αναλογίες ανάμεσα στον νεωτερικό πόλεμο και στη φορντική βιομηχανική παραγωγή, ως ένα
ενιαίο μοντέλο σε αντίθεση με τον «μεταμοντέρνο πόλεμο της βιοεξουσίας» της μεταφορντικής παραγωγής. Ο
μεταμοντέρνος πόλεμος είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά μέσα τού πολέμου, αλλά βασίζεται
επίσης και στις επικοινωνίες, τις τεχνολογίες της πληροφορικής και στη δημιουργία νέων βιολογικών, πυρηνικών και χημικών τεχνολογιών (βλ. κεφ. 3). Ως συνέπεια
αυτών των συνδυασμένων μέσων, η βιοπολιτική εξουσία επεκτείνει τις «τεχνολογίες της βιομηχανίας μεγάλης
κλίμακας, προσθέτοντας σε αυτές νέες καινοτομίες από
την κοινωνική και άυλη παραγωγή» (ό.π.), καταλήγοντας, έτσι, να διαθέτει ένα κολοσσιαίο και πολυσύνθετο
αποθεματικό στην υπηρεσία του πολέμου.
Η παγκόσμια Αυτοκρατορία είναι ο αποκεντρωμένος
χώρος δράσης του παγκόσμιου κεφαλαίου, το οποίο, κατά τους Hardt και Negri (ό.π.: 346), κατόρθωσε να αποδομήσει τις εθνικές αγορές, να διαλύσει τα εθνικά και
περιφερειακά καθεστώτα χρηματικής ρύθμισης και να
υποτάξει αυτές τις αγορές στις ανάγκες του παγκό­σμιου
κεφαλαίου. Έτσι, διαπιστώνουν οι Hardt και Negri (ό.π.),
244
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
«καθώς οι εθνικές χρηματικές δομές τείνουν να χάσουν
διάφορα χαρακτηριστικά κυριαρχίας, βλέπουμε να εμφανίζονται μέσω αυτών οι σκιές μιας νέας ενιαίας χρηματικής επανα-εδαφικοποίησης, η οποία συγκεντρώνεται στα πολιτικά και οικονομικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, στις παγκόσμιες πόλεις». Αυτή η επανα-εδαφικοποίηση που περιγράφουν δεν σημαίνει, ωστόσο, πως
πρόκειται για την κατασκευή ενός ενιαίου παραγωγικού καθεστώτος με τη συμμετοχή νέων τοπικοτήτων μετά την απορρύθμιση των παλιών· αντίθετα, πρόκειται
για την υπαγωγή τους στις πολιτικές αναγκαιότητες της
Αυτοκρατορίας, όπου το χρήμα είναι ο «ιμπεριαλιστικός
διαμεσολαβητής, και όπως στην περίπτωση της ιμπεριαλιστικής πυρηνικής απειλής, η οποία γενικεύει την εξουσία της αστυνομίας, έτσι και η χρηματική διαμεσολάβηση συναρθρώνεται διαρκώς σε σχέση με τις παραγωγικές
λειτουργίες (…)» (ό.π.).
Η μετανεωτερική Αυτοκρατορία των Hardt και Negri
(2000: 314) αποτελεί μια «νέα μορφή κυριαρχίας», η
οποία συντίθεται από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς
και συγκροτείται από «τη δομική ισορροπία ανάμεσα σε
τρεις μορφές εξουσίας». Οι μορφές αυτές εξουσίας είναι: «η μοναρχική ενότητα της εξουσίας και το παγκόσμιο μονοπώλιο της βίας αυτής, οι αριστοκρατικές συναρθρώσεις μέσα από διεθνείς ενώσεις και έθνη κράτη και
οι δημοκρατικές-αντιπροσωπευτικές comitia που εκπροσωπούνται ξανά από τα έθνη-κράτη μαζί με διάφορα είδη
ΜΚΟ, οργανισμούς των ΜΜΕ και άλλους δημοφιλείς οργανισμούς». Η στρατιωτική παράμετρος αυτού του «παγκόσμιου μονοπωλίου της βίας» της Αυτοκρατορίας είναι
η συσσώρευση πυρηνικών όπλων στην κορυφή της Αυτο-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
245
κρατορίας και η συνεπαγόμενη συσσώρευση της βιοπολιτικής εξουσίας πάνω στη ζωή των μελών της. Πρόκειται
για ένα εγχείρημα «απόλυτης βίας, για ένα νέο μεταφυσικό ορίζοντα, που αλλάζει εντελώς την έννοια του κυρίαρ­
χου κράτους, το οποίο κατείχε το ΚΜΒ» (ό.π.: 345).
Οι Hardt και Negri κατανοούν το ΚΜΒ από τη μια
πλευρά ως την απαγόρευση των όπλων και της βίας των
ιδιωτών (στο εσωτερικό του κράτους) και από την άλλη ως τη χρήση της κρατικής βίας ενάντια σε ένα άλλο
εχθρικό κράτος. Θεωρούν ότι πρόκειται για μια σειρά
μέσων της βίας, που στόχο είχαν την προστασία των
υπηκόων του κράτους. Τα μέσα αυτά έχουν χάσει την
αποτελεσματικότητά τους, καθώς αφενός η απαγόρευση της ιδιωτικής βίας έχει μετατραπεί σε απλή διοικητική υπόθεση, και αφετέρου ο πυρηνικός πόλεμος μεταξύ κρατών φαντάζει όλο και πιο απίθανος. Έτσι, η παραδοσιακή κυριαρχία του έθνους-κράτους, κατά τους
Hardt και Negri (ό.π.), κλονίζεται, καθώς όσα αποτελούσαν θεμέλιά της αντικαθίσταται από νεοηγεμονικές
δυνάμεις που ξεπερνούν το έθνος-κράτος.
Η αποδόμηση της κυριαρχίας του έθνους-κράτους και
του ΚΜΒ από τους Hardt και Negri ακολουθεί τη μεταμοντέρνα προσέγγιση για την εξουσία, κατά την οποία
η εξουσία δεν έχει ένα συγκεκριμένο κέντρο, ούτε επισωρεύεται στο κράτος, ούτε ρυθμίζεται ή συντονίζεται
από αυτό, αλλά είναι διαχυμένη και παγκυρίαρχη μέσα
σε επιτηρητικούς, ελεγκτικούς, πειθαρχικούς, παιδαγωγικούς και επικοινωνιακούς μηχανισμούς, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Καθώς σκιαγραφούν μια συνολική αλλαγή παραδείγματος στη θεωρία του κράτους, οι
Hardt και Negri ασκούν κριτική σε μια σειρά διακρίσεων,
246
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
όπως είναι κράτος/κοινωνία, κέντρο/περιφέρεια, αστυνομία/στρατός, εθνική/παγκόσμια οικονομία. Για τους Hardt
και Negri, ο παγκόσμιος καπιταλισμός του τέλους του
Ψυχρού Πολέμου και η αντίστοιχή του κυρίαρχη βιοπολιτική εξουσία εμπερικλείουν τόσες πολλές ετερογενείς δια­
δικασίες, ώστε ξεπερνούν τα έθνη-κράτη (ακόμα και τα
πιο κυρίαρχα εξ αυτών, όπως οι ΗΠΑ) και τις εθνικές οικονομίες. Η παγκοσμιοποίηση είναι σύμπτωμα μιας ακόμα πιο πλατειάς δυναμικής, αυτής της Αυτοκρατορίας, η
οποία συντίθεται δικτυακά και βιοπολιτικά σε ένα πλανητικό φάσμα χωρίς ξεκάθαρο σχήμα και σαφή δομή.
Ως έννοια, η «Αυτοκρατορία» συνείρει ένα παγκόσμιο
αόρατο Λεβιάθαν, που όμως δεν αποτελεί κέντρο κυριαρχίας όπως στον Hobbes, αλλά ενσωματώνει ένα ακαθόριστο σύνολο διαρκώς μετατοπίσιμων φορέων και σημειακών θέσεων εξουσίας. Η εξουσία της Αυτοκρατορίας είναι
επιτρεπτική ή απαγορευτική, ανάλογα με το τι εμποδίζει
την αναπαραγωγή της. Αλλά η υπόστασή της, σε αντίθεση με το κράτος, δεν έχει τη μονοπωλιακή μορφή ενός
καταναγκαστικού μέσου νομιμότητας, όπως το ΚΜΒ. Το
ΚΜΒ έχει αχρηστευθεί, διότι η Αυτοκρατορία έχει αναγκάσει κάθε σφαίρα, πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καταναγκαστική, να διέπεται από τις λογικές της και να τής
υπόκειται ως μέσο. Είτε πρόκειται για το παγκόσμιο κεφάλαιο, είτε πρόκειται για το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους υπερεθνικούς οργανισμούς ισχύος, ή για
κάποιες παγκόσμιες επιχειρήσεις ΜΜΕ, φαίνεται πως η
«Αυτοκρατορία» ξεπερνά, απορρυθμίζει και διαβρώνει
όχι μόνο τα έθνη κράτη και τις αντίστοιχές τους τοπικότητες, αλλά υποτάσσει όλα τα παραπάνω στις αναγκαιότητές της, οι οποίες άλλοτε συμπίπτουν και άλλοτε όχι με
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
247
τις δράσεις και τις προτεραιότητες των θεσμών και των
μηχανισμών που τήν απαρτίζουν. Έτσι, στην οπτική των
Hardt και Negri, το «παγκόσμιο μονοπώλιο της βίας» έχει
υποτάξει το εθνικό ΚΜΒ στις αναγκαιότητες της Αυτοκρατορίας, η εθνική οικονομία έχει υποταχθεί στην παγκόσμια, η οποία, όπως προειπώθηκε, δεν έχει υπερβατική διάσταση (όπως λ.χ. σε προσεγγίσεις οικονομισμού),
αλλά υπόκειται στην Αυτοκρατορία και στους βιοπολιτικούς, επιμέρους, διάσπαρτους μηχανισμούς της, ως μέσο.
2.8. Η απομάκρυνση από τον ιδεατό τύπο του κρατικού μονοπωλίου της βίας
Μία προερχόμενη από το πεδίο της συγκριτικής πολιτικής κριτική της έννοιας του ΚΜΒ θέτει το πρόβλημα
της απολυτοποίησης του βεμπεριανού ιδεατού τύπου του
κράτους, της δογματικής μετατροπής του σε πραγματικό
τύπο και της φυσικοποίησής του ως ορισμολογικού αυτονόητου αλλά και ως εμπειρικού εργαλείου μέτρησης της
ανάπτυξης ή όχι ενός κράτους. Συζητώντας τον ορισμό
του Weber, o Migdal εδράζει το πρόβλημα της υπερδιεύρυνσης του ιδεότυπου του κράτους στην εσφαλμένη κατανόηση εκ μέρους μιας σειράς βεμπερια­νών της έννοιας
της αποτελεσματικότητας του ΚΜΒ. Όπως παρατηρεί ο
Migdal, η λέξη αποτελεσματικά βρίσκεται στον βεμπερια­
νό ορισμό εντός παρένθεσης. Κατά την ανάγνωση του
Migdal (2001: 14), αυτή η παρένθεση δεν είναι τυχαία:
«Παρότι ο Weber προσεκτικά έβαλε τη λέξη αποτελεσματικά σε παρένθεση στον ορισμό του, στην πράξη τόσο τα
248
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
πετυχημένα στη μονοπώληση της βίας κράτη, όσο και τα
μη, εμφανίστηκαν στη σκέψη της κοινωνικής επιστήμης ως
συνεκτικοί, γεμάτοι σκοπούς οργανισμοί, χρησιμοποιώντας
τη βία και τη νομιμότητα για την άσκηση του κοινωνικού
ελέγχου και την εφαρμογή της πολιτικής. Ο Weber ήταν πολύ πιο ακριβής από ό,τι πολλοί που ακολούθησαν τα συμπεράσματά του. Ήταν προσεκτικός να σημειώσει πόσο
περιορισμένη ήταν η εμπειρία των κρατών που αποτελεσματικά κεντρικοποιούσαν και μονοπωλούσαν τη βία από
ό,τι ήταν στην πραγματικότητα».
Σύμφωνα με τον Migdal (2001: 14-16), η έμφαση στο
«μονοπώλιο» αποκρύπτει καταστάσεις εντός διαφόρων
κρατών, όπου η εξουσία είναι διασπασμένη και αμφιλεγόμενη, ενώ ο όρος «νομιμότητα» παραγκωνίζει τις
αντιμαχόμενες μορφές εξουσίας ή κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η κριτική του στους βεμπεριανούς θεωρητικούς
του κράτους είναι ότι εθελοτυφλούν στο ότι ο ίδιος ο
Weber δεν συγκεκριμενοποιούσε μιαν ειδική γεωγραφία
κρατών, αλλά επιχειρούσε να δημιουργήσει ένα γενικό
ιδεατό τύπο του κράτους. Ωστόσο, η συνήθης χρήση του
βεμπεριανού ιδεατού τύπου του ΚΜΒ, κατά τον Migdal,
περιορίζει την ανάλυση για τα κράτη που αποκλίνουν
από αυτόν. Υποστηρίζει:
«Ενώ ο Weber δεν επεδίωξε να κάνει πραγματικό τον ιδεατό τύπο, αυτό ακριβώς έκαναν οι μετέπειτα αναλυτές.
Στην πραγματική ανθρώπινη κοινωνία, κανένα κράτος δεν
μπορεί να κάνει όσα ο ιδεατός του τύπος, όπως ξεκαθαρίζει ο Weber. Από άποψη συγκριτικής πολιτικής, τα κράτη
έχουν διαφορετικούς πόρους, στόχους, πολιτικές και δυνα-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
249
τότητες να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών τους» (Migdal 2001: 14).
Παρότι οι συγκριτικοί πολιτικοί κοινωνιολόγοι έχουν
αυτές τις διαφορές για το αντικείμενό τους, ο βεμπεριανός ορισμός ως αφετηρία οδηγεί στο να θεματοποιείται
και να μετριέται αυτή η διαφορά σαν απόσταση από τον
ιδεα­τό τύπο τού ΚΜΒ:
«Στον βαθμό που η ιδέα του κράτους εμφανίζεται ενιαία
και σταθερή, η ποικιλία των κρατών ή και η αποτυχία κάποιων κρατών μπορεί να εκφραστεί μόνο με όρους απόκλισης από τον ιδεότυπο» (Migdal 2001: 15, έμφαση Migdal).
Έτσι, το κριτικό επιχείρημα του Migdal συμπυκνώνεται στο ότι η διαπίστωση, ότι μόνο το κράτος δημιουργεί κανόνες και ότι μόνο το κράτος συγκεντρώνει τα βίαια μέσα για την ηγεμονική επιβολή αυτών των κανόνων, ελαχιστοποιεί και κάνει επουσιώδεις τις πλούσιες
διαπραγματεύσεις, τη διάδραση και την αντίσταση που
λαμβάνουν χώρα στη βάση πολλαπλών συστημάτων κανόνων. Στη βάση αυτής της κριτικής, ο Migdal (2001: 2)
επιδιώκει να παρέχει ένα «νέο ορισμό του κράτους στη
θέση τού πολυχρησιμοποιημένου του Weber». Έτσι, σύμφωνα με τον Migdal (2001: 16), το κράτος «είναι ένα πεδίο εξουσίας που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ή απειλή βίας και σχηματίζεται 1) από την απεικόνιση (image)
ενός συνεκτικού, ελεγκτικού οργανισμού σε μιαν εδαφική επικράτεια, που είναι μία αναπαράσταση των ανθρώπων εντός αυτής της επικράτειας, και 2) από τις πραγματικές πρακτικές των πολλαπλών κομματιών του».
250
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Όπως εξηγεί ο Migdal (2001: 16) στην αντίληψή του για
το κράτος ως «εικόνα και ως πρακτικές» (images and
practices), χρησιμοποιεί την έννοια της εικόνας ως «κέντρο». Αυτή η «εικόνα» συγχωνεύει μια σειρά θεσμών
και μετεχόντων σε αυτούς ως απεικόνιση/αναπαράσταση ενός μοναδικού και κυρίαρχου κέντρου της κοινωνίας,
καθώς αυτοί οι μετέχοντες αντιλαμβάνονται το κράτος
ως αυτόνομο και ενοποιημένο κέντρο. Σε αντίθεση με τις
«πρακτικές» του κράτους, οι οποίες διαφοροποιούνται
έντονα, αυτή η «εικόνα» είναι παρόμοια, από κράτος
σε κράτος, ειδικά η «εικόνα του κράτους που κατάγεται από τον 15ο στον 17ο αιώνα στη βορειοδυτική Ευρώπη και συμπεριέλαβε ολόκληρο τον κόσμο στο τελευταίο
μισό του 20ού αιώνα».
Ο ορισμός του Migdal παρέχει το κρίσιμο στοιχείο της
αναπαράστασης του κράτους «ως κέντρου» από τα μέλη που στελεχώνουν τους θεσμούς. Πιστός στην αφετηρία της συγκριτικής πολιτικής, ο ορισμός του αναδεικνύει τη διαφορετικότητα της κοινωνικής οργάνωσης όχι του
κράτους στον ενικό, αλλά των κρατών στην ποικιλομορφία τους, με κριτική διάθεση απέναντι σε ουσιοκρατικές
θεωρήσεις του κράτους. Ωστόσο, παρότι δικαίως ασκεί
κριτική στο ότι η ανάλυση των κρατών γίνεται με γνώμονα τον ιδεότυπο του ΚΜΒ, η ανάλυσή του για το κράτος ως «εικόνα και πρακτική» δεν είναι ασυμβίβαστη
με τη βεμπεριανή προσέγγιση του κράτους και το ΚΜΒ.
Το ότι το κράτος αποτελεί σύνολο εικόνων και πρακτικών δεν αναιρεί την ύπαρξη του ΚΜΒ, αλλά αν το κράτος είναι απλώς και μόνον εικόνες και πρακτικές, τότε
αυτό δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Για τον Migdal, ωστόσο, δεν υπάρχει
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
251
ανάγκη τόσο γενικευτικών ιδεότυπων όσο το ΚΜΒ. Ως
εικόνες και πρακτικές, το κράτος δεν κατέχει το ΚΜΒ,
άρα το ΚΜΒ δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στον ορισμό
του κράτους, παρότι ο Migdal αναγνωρίζει τον ρόλο «της
απειλής ή της χρήσης βίας», πλησιάζοντας έτσι πιο κοντά
στον βεμπεριανό ορισμό από ό,τι ενδεχομένως θα ήθελε.
Η απόρριψη του ΚΜΒ τόν οδηγεί σε μια σειρά από αποδομιστικές παρατηρήσεις σχετικά με την αδυναμία των
κρατών να τηρήσουν τις υποσχέσεις που διακήρυσσαν.
Όπως αναφέρει ο Migdal (2001: 234), η «μεγάλη ρητορική» του κράτους, η ιδέα πως το κράτος μπορούσε να
συντονίσει αποτελεσματικά τόσες διαφορετικές σφαίρες
της κοινωνικής ζωής και να επιλύσει τόσο ετερογενή κοινωνικά προβλήματα, κατέρρευσε:
«Παλιοί ορισμοί των κρατων ως κατόχων του μονοπωλίου
της βίας ή ως διαμορφωτών της δημόσιας σφαίρας ή ως συνεκτικών φορέων με μεγάλη αυτονομία θα περάσουν από
αυστηρό έλεγχο. Ένα βέβαιο συμπέρασμα είναι ότι τα περισσότερα κράτη, αν όχι όλα, έχουν αποτύχει να τηρήσουν
τις παλιότερες υποσχέσεις τους ή να βρεθούν κοντά στους
χαρακτηρισμούς που διάφοροι διανοούμενοι τούς απέδωσαν. Η μεγάλη ρητορική τού κράτους, ακόμα και των πιο
ασταθών κρατών, καθώς και οι προσδοκίες σχετικά με τις
ικανότητες του κράτους κατόρθωσαν να συσκοτίσουν τις
αποτυχίες των δημόσιων θεσμών και πολιτικών. Οι υποθέσεις των πολιτικών ηγετών αλλά και των θεωριών της
πολιτικής επιστήμης, ότι τα κράτη θα μπορούσαν να επιβάλλουν έναν ενιαίο και οικουμενικό νόμο, να επιφέρουν
την οικονομική ανάπτυξη, να διαχειριστούν την κακοποίηση γυναικών και παιδιών, να διαμορφώσουν την καθημερι-
252
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νή συμπεριφορά των ανθρώπων της κοινωνίας, μέσα από
την δημόσια πολιτική, κτλ., δεν εξάλειψαν το πρόβλημα της
συμμόρφωσης και της υπακοής».
Την ίδια άποψη περί αποδυνάμωσης του ΚΜΒ στα
πλαίσια της «αδυναμίας» του κράτους να επιτύχει την
κοινωνική συνοχή που διακηρύσσει και της αδυναμίας
του «να πείσει» ότι μπορεί πράγματι να επιβληθεί σε
διαφορετικές ομάδες, καθώς και να ενοποιήσει διαφορετικά συστήματα αξιών, εκφράζει και ο Hobsbawm. Σε
συνέντευξή του (17.10.2004, Βήμα), συζητά αυτές που
θεωρεί ως ιστορικές αλλαγές κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην οργάνωση των κοινωνιών. Το ιστορικό μοντέλο
τού κράτους, «το θεμελιώδες πλαίσιο για τη διακυβέρνηση και την οργάνωση της δημόσιας τάξης», ήταν ένα
«πλαίσιο που τό παρείχε το σε εδαφική βάση οργανωμένο σύγχρονο κράτος. Με σπάνιες εξαιρέσεις, αυτό το
πλαίσιο οργάνωσης βασιζόταν σε εκείνο που ζήσαμε ως
μονοπώλιο της βίας από το κράτος». Όπως αναφέρει ο
Hobsbawm, αυτό το ΚΜΒ υποχωρεί:
«Δεν ήταν παντού και πάντα μονολιθικό το μονοπώλιο της
κρατικής βίας. Αυτή όμως ήταν η κεντρική ρυθμιστική δύναμη. Τώρα ζούμε μια βαθμιαία υποχώρηση της ικανότητας
του κράτους να ασκήσει αυτήν τη λειτουργία του, πράγμα
που αλλάζει βαθύτερα τα πράγματα».
Οι λόγοι, για τους οποίους αυτή η υποχώρηση του
ΚΜΒ συμβαίνει, είναι, σύμφωνα με τον Hobsbawm
(ό.π.), ποικίλοι: Πρώτον, η ευρύτατη ιδιωτικοποίηση
των υπηρεσιών ασφάλειας αλλά και η ιδιωτικοποίηση
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
253
των τρόπων ζωής συλλήβδην, η οποία απομάκρυνε τις
κοινωνίες από την ανάγκη να δρούν και να συνδιαλλάσσονται σε συλλογικές κοινωνικές δομές. Δεύτερον,
η αμφισβήτηση του ΚΜΒ ήταν παράλληλη με την ιστορική του συγκρότηση, με τη σημερινή, όμως, οικονομική παγκοσμιοποίηση σχηματίζονται ομάδες μεγαλοκαπιταλιστών, εταιρείες ή άτομα, με ιστορικά πρωτοφανείς συσσωρεύσεις οικονομικών πόρων, που ξεπερνούν
ακόμα και αυτούς κάποιων κρατών. Η οικονομική ισχύς
αυτών των εταιρειών, ατόμων κτλ. κλονίζει τα θεμέλια
του ΚΜΒ, με την έννοια ότι αυτοί οι φορείς ξεπερνούν
τα έθνη κράτη και σηματοδοτούν «την υποχώρηση της
ικανότητας των κρατών να ζητούν –και να εξασφαλίζουν– την αποδοχή των πολιτών τους, κερδίζοντας έτσι
την ουσιαστική νομιμοποίησή τους». Σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζει ο Hobsbawm (2004), «ζούμε μιαν άρνηση των λαών να αναγνωρίσουν και να νομιμοποιήσουν
την εξουσία»:
«Το κράτος κατάφερε και έφθασε στο παράλογο –στη
reductio ad absurdum του εαυτού του– στον 20ό αιώνα.
Και έτσι οδήγησε το ίδιο στην απονομιμοποίησή του. Σκεφθείτε πώς ζητήθηκε από τους ανθρώπους να πολεμήσουν
και να πεθάνουν –εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμυρίων σε
διάστημα δύο γενεών– μόνο και μόνο από αίσθηση υποχρέωσης προς ό,τι αντιπροσώπευε το κράτος. Ξεχύνονταν κατά μυριάδες από τα χαρακώματα και βάδιζαν προς τον θάνατο στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκατομμύρια Γερμανοί
και Ρώσοι στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκότωσαν και σκοτώθηκαν. Γιατί πίστεψαν. Όπως και αν το κάνουμε, υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να απαιτήσει από τους ανθρώ-
254
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
πους το κράτος –και τα όρια αυτά τα έφθασε στον 20ό αιώ­
να» (Hobsbawm 2004).
Από την πλευρά του Hobsbawm, κυρίαρχη δεν είναι η
εξέλιξη του κράτους και της οικονομίας που άλλαξαν τον
χαρακτήρα και τη μορφή του πολέμου. Παράγοντες που
τό εξώθησαν στη μείωση της ικανότητάς του να πείθει
και να αποτελεί εκφραστή ενός υπερβατικού κοινωνικοπολιτικού λόγου και μιας ηθικής εμπιστοσύνης, ικανής
να κινητοποιήσει για τους σκοπούς του κράτους, είναι οι
ιστορικές μνήμες των όσων απαιτήθηκαν από το έθνοςκράτος και η υπερφόρτωση των πολιτών από πλευράς
κρατικών αξιώσεων. Ο ατομικισμός και η αποπολιτικοποίηση αποτέλεσαν με αυτή τη λογική συνέπειες αυτής
της αδυναμίας του κράτους να λειτουργήσει «πειστικά»
έξω από το ΚΜΒ και την επιβολή του νόμου, με την αποδοχή απέναντι στο κράτος (εδώ νοείται ως ηθικός φορέας και ως φορέας πολιτικής αποτελεσματικότητας και
πειθούς) να μειώνεται ριζικά.
Ωστόσο, η άποψη των Hobsbawm και Migdal περί
αδυναμίας του κράτους «να πείσει» και να αποτελέσει
εκφραστή ενός συνεκτικού πολιτικού λόγου παραβλέπει
το γεγονός, ότι παρά το νεοφιλελεύθερο αποτράβηγμα
του κράτους από την κοινωνική πολιτική και τις κοινωνικές υποθέσεις, ή ίσως εξαιτίας αυτού, οι διαφορετικές
κοινωνικές ομάδες και ομάδες συμφερόντων εξακολουθούν να στρέφονται στο κράτος για την ικανοποίηση των
αξιώσεων και αιτημάτων τους, αλλά και για την αναγνώριση του πολιτικού τους ρόλου και την επικύρωση
της συμμετοχής τους στην αρένα της δημόσιας πολιτικής. Εξάλλου, το αν το κράτος κατορθώνει ή όχι να πεί-
Θεωρήσεις υποχώρησης του κρατικού μονοπωλίου της βίας
255
σει, δεν αποτελεί παρά μιαν αξιολογική τοποθέτηση και
μια γενικευτικού χαρακτήρα πεποίθηση για τη σύνθεση
της κοινωνίας. Εκείνο που ο Castells (2002: 313), ενόψει
της διεύρυνσης του ρόλου των ΜΜΕ και της συμβολικοποίησης της πολιτικής, στο ίδιο πνεύμα με τη θέση των
Migdal και Hobsbawm, ονομάζει «πολιτισμική ηγεμονία
αντικρατικών αξιών», σε μια κοινωνία όπου «η πολυπολικότητα έχει γίνει ο κανόνας», αποτελεί επίσης μια
παρακινδυνευμένη διαπίστωση. Πιο πιθανό είναι ότι το
κράτος, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των
δεκαετιών 1990 και 2000, επεδίωξε από μόνο του να
αποφορτίσει τον κοινωνικο-ηθικό του ρόλο, να παρουσιαστεί ως μη-υπαίτιο, να προωθήσει την αναπαραγωγή
του έξω από δύσκαμπτες ρητορικές και αυστηρές ιδεολογικές αφετηρίες, και να αναλάβει διαχειριστικούς ρόλους. Ακόμα και αν το εύρος του κοινωνικού κατακερματισμού και του ιντιβιντουαλισμού είναι τόσο μεγάλο,
όσο διαπιστώνουν οι μεταμοντέρνες θεωρήσεις, το κράτος, τόσο από άποψη κοινωνικών αναπαραστάσεων, όσο
και από άποψη άσκησης εξουσίας, παραμένει κυρίαρχο. Με αυτή την έννοια, το ΚΜΒ συνεχίζει να αποτελεί
το οπλοστάσιο του κράτους στη συνδιαλλαγή του με τις
κοινωνικές ομάδες και το κύριο διαπραγματευτικό του
μέσο, που τό διαχωρίζει από την κοινωνία, την οποία και
επιδιώκει να συγκροτήσει ως ολότητα, έξω από τάξεις
και ταξικές συγκρούσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Στο κεφάλαιο αυτό συζητείται η ανασυγκρότηση του
ΚΜΒ, με άξονα τους θεσμούς της αστυνομίας, του στρατού και της φυλακής. Σε αυτά τα πλαίσια εξετάζονται
το στρατιωτικό δόγμα του Revolution in Military Affairs,
ως δόγμα για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογικοποίηση του πολέμου, και η εμπλοκή σε σκοπούς πολέμου και δια­τήρησης της ειρήνης ιδιωτικών εταιρειών
στρατού. Επισκοπείται επίσης η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση μιας σειράς αστυνομικών υπηρεσιών ασφάλειας και επιτήρησης, για την ιδιωτικοποίηση της φυλακής και την υιοθέτηση μοντέλων κοινοτικής αντεγκληματικής πολιτικής. Στη βάση αυτών των εξελίξεων οι
έννοιες της εσωτερικής και της διεθνούς ασφάλειας καθώς και της «απειλής» μεταβάλλονται εν όψει των «νέων πολέμων» και των εσωτερικών συγκρούσεων χαμηλής έντασης. Στα πλαίσια των τάσεων στρατιωτικού και
σωφρονιστικού κορπορατισμού αλλά και υπαγωγής της
κοινωνικής πολιτικής σε λογικές μανατζεριαλισμού, το
258
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ΚΜΒ δίνει τη δυνατότητα στο νεοφιλελεύθερο κράτος
να γίνεται «υπευθυνοποιητικό» και «ενεργοποιητικό»
κράτος.
3.1. Διεθνής ασφάλεια και ιδιωτικοποίηση του στρατού
Ένα από τα επιχειρήματα σχετικά με την υποχώρηση
του ΚΜΒ αντλεί από την αυξανόμενη κατά τις τελευταίες δεκαετίες ιδιωτικοποίηση μιας σειράς στρατιωτικών
υπηρεσιών και υπηρεσιών πολέμου και διατήρησης της
ειρήνης31. Τα κέρδη των ιδιωτικών εταιρειών στρατού
31 Για παράδειγμα, η ιδιωτική εταιρεία Sandline International.
Η εταιρεία με έδρα τις Μπαχάμες, γραφεία στο Λονδίνο
και την Ουάσινγκτον και αποστολές στη Νέα Γουινέα, τη
Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία, ιδρύθηκε το 1990, με στελέχη παλαίμαχους στρατιωτικούς από τις ΗΠΑ και την
Αγγλία, με σκοπό «να καλύψει ένα κενό στην εποχή μετά
τον Ψυχρό Πόλεμο και να προσφέρει σε κυβερνήσεις και
άλλους νόμιμους οργανισμούς ειδικευμένη στρατιωτική
εμπειρογνωμοσύνη, σε μιαν εποχή που η επιθυμία και
η ικανότητα των Δυτικών εθνικών κυβερνήσεων να στηρίξουν ενεργά φιλικές τους κυβερνήσεις έχει μειωθεί».
Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, η εταιρεία εμπλεκόταν
σε περιπτώσεις καθεστώτων εμπάργκο, ενάντια σε «τρομοκρατικές» οργανώσεις, σε καρτέλ ναρκωτικών και σε
ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος και του παράνομου εμπορίου όπλων. Αναλάμβανε εργολαβίες για «διεθνώς αναγνωρισμένες κυβερνήσεις (κατά προτίμηση
δημοκρατικά εκλεγμένες), διεθνείς οργανισμούς όπως ο
ΟΗΕ, διεθνώς αναγνωρισμένα απελευθερωτικά κινήματα
που είναι νόμιμα και ηθικά, καθοδηγούνται από τις αρχές των στρατιωτικών δυνάμεων του Πρώτου Κόσμου και
συμφωνούν με τις πολιτικές των σημαντικότερων δυτικών κυβερνήσεων». Λειτουργούσε έχοντας στη διάθεσή
της ομάδες εκπαίδευσης του τοπικού στρατού, ομάδες
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
259
υπολογίζονται στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως
(Verkuil 2007: 26), με αυξητικές τάσεις και διευρυνόμενη επιρροή. Η σύγχρονη ατζέντα της ασφάλειας αλλάζει
και μαζί με τον εκσυγχρονισμό του κρατικού στρατού32
προωθείται και η ιδιωτικοποίησή του. Βέβαια, όπως τονίζει ο Cha (2000: 397), o ιδιωτικός στρατός δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, υπήρχε ήδη στη διάρκεια της
Αμερικάνικης Επανάστασης αλλά και κατά τον 14ο αιώνα στις ιταλικές πόλεις-κράτη με τους condottiers. Ωστόπιλότων και μηχανικών, ομάδες επικοινωνίας, ελέγχου
και πληροφόρησης, ομάδες ειδικών δυνάμεων, βοηθητικές
ομάδες πυρόσβεσης, ιδιωτικούς φρουρούς κτλ. Διαφήμιζε ότι «είμαστε ικανοί να οργανωθούμε γρήγορα και να
λειτουργήσουμε με τρόπο που συμφέρει. Είμαστε βέβαιοι
ότι το κόστος για τον πελάτη της Sandline είναι σταθερά
φθηνότερο από ό,τι το κόστος άλλων μορφών εξωτερικής ενίσχυσης» (http://www.sandline.com/site/index.html).
Η Sandline International ανακοίνωσε στις 16.04.2004 το
κλείσιμο της εταιρείας με προβαλλόμενη αιτιολόγηση την
έλλειψη κυβερνητικής υποστήριξης στο έργο της.
32 Οι εθνικοί στρατοί εκπαιδεύονται στην αντιμετώπιση συγ­
κρούσεων χαμηλής και υψηλής έντασης, με τον έλεγχο
της πληροφορίας και των τεχνολογιών πληροφόρησης να
αποτελούν βασικές προτεραιότητες. Κατά τον Cha, αυτό
δε σημαίνει ότι η ανάγκη ελέγχου των πληροφοριών είναι καινούργιο φαινόμενο, καινούργιο όμως είναι ότι το
έθνος-κράτος αδυνατεί να ελέγξει την κίνηση της πληροφορίας, γεγονός που συνδράμει επίσης στην αποδυνάμωση
του ΚΜΒ: «(Ο έλεγχος της πληροφορίας) χαρακτήρισε την
ψυχροπολεμική εποχή, π.χ. με την ίδρυση τεχνο-εθνικιστικών θεσμών παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών. Εκείνο που αλλάζει με την παγκοσμιοποίηση είναι ότι
το έθνος-κράτος δεν έχει πλέον τις ίδιες δυνατότητες να
ελέγξει την κίνηση της τεχνολογίας και της πληροφορίας,
με αποτέλεσμα τη διεθνοποίηση της αμυντικής πολιτικής
και την αποδυνάμωση του κρατικού μονοπωλίου της βίας»
(Cha 2000: 398).
260
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
σο, η ιδιαιτερότητά του σήμερα έγκειται «στις δυνατότητες οργάνωσης που τού παρέχει η τεχνολογική παγκοσμιοποίηση» (ό.π.).
Ο Wulf (2005: 2), στο βιβλίο του «Η διεθνοποίηση
και η ιδιωτικοποίηση του πολέμου και της ειρήνης»,
εξετάζει μια σειρά από διαδικασίες και τάσεις, για
τις οποίες θεωρεί ότι «αν συνεχιστούν, σημαντικές λειτουργίες ασφάλειας θα βρεθούν έξω από τον έλεγχο
των εθνικών κυβερνήσεων». Καθώς δημιουργούνται νέες «αγορές βίας» και καθώς νέοι, μη-κρατικοί φορείς
συμμετέχουν σε συγκρούσεις, στη διαχείριση της ειρήνης και του πολέμου εμπλέκεται πλέον ένα σύνολο όχι
μόνον ιδιωτικών εταιρειών, αλλά και άτυπων επαγγελματιών του πολέμου, συμμοριών, ανήλικων στρατιωτών, μελών του οργανωμένου εγκλήματος κ.ά., οι οποίοι δρούν στα όρια της νομιμότητας και ασκούν επιρροή
και βία. Για αυτούς του λόγους, ο Wulf ισχυρίζεται ότι
«το κρατικό μονοπώλιο της βίας διακυβεύεται» (ό.π.).
Ο Wulf (ό.π.) αντιλαμβάνεται τις ιδιωτικές εταιρείες
στρατού όχι ως αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων πολιτικών του κράτους, αλλά ως το αποτέλεσμα της «αδυναμίας» του κράτους να παρέχει ασφάλεια. Ταυτόχρονα,
στις αδύναμες χώρες, υποστηρίζει ο Wulf, «πολλές κυβερνήσεις δεν είναι πια σε θέση να εγγυηθούν τον νόμο και την τάξη. Οι αστυνομικές και οι στρατιωτικές
τους δυνάμεις είναι υπερβολικά αδύναμες ή υπερβολικά διεφθαρμένες ή υπερβολικά απρόθυμες να εφαρμόσουν το γράμμα του νόμου και του κρατικού μονοπωλίου της βίας».
Ακολουθώντας την άποψη της Kaldor για τους «νέους πολέμους», ο Wulf (ό.π.) θεωρεί ότι χαρακτηριστικό
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
261
αυτών των πολέμων είναι «η διάβρωση ή η απώλεια του
κρατικού μονοπωλίου της βίας», καθώς αυτό ούτε μπορεί να ασκηθεί επαρκώς, ούτε ο νόμος μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς. Αυτοί οι «νέοι» εσωκρατικοί και όχι
διακρατικοί πόλεμοι, οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι τοπικές, οι περιφερειακές ή οι χαμηλής εντάσεως αλλά πολλαπλές συγκρούσεις στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αντί των πολέμων μεταξύ εθνών κρατών, έχουν
ως συνέπεια τη δραματική αύξηση της σπουδαιότητας
της «εσωτερικής ασφάλειας», καθώς, όπως υποστηρίζει ο Wulf (2003: 4), «σήμερα πεθαίνουν πιο πολλοί άνθρωποι από το κοινό και το οργανωμένο έγκλημα και
τη βία παρά από τους πολέμους του κράτους». Σύμφωνα με τον Wulf (2003: 5-7), αυτές οι τάσεις συνδέονται
με την παγκοσμιοποίηση και την αδυναμία του κράτους
να τήν επηρεάσει. Στα πλαίσια της θέσης της αποκυριαρχοποίησης των Beck και Kaldor, ο Wulf θεωρεί ότι
η παγκοσμιοποίηση αντικατέστησε την κρατικοκεντρική ανάπτυξη της οικονομίας με τη φιλελευθεροποίηση
της αγοράς και το ελεύθερο εμπόριο, ενισχύοντας μια
πιο συστηματική αυτοχρηματοδότηση και ιδιωτικοποίηση των εμπλεκομένων στον πόλεμο. Η επιδίωξη του
πολέμου, υποστηρίζει ο Wulf (ό.π.), έχει γίνει οικονομικά ελκυστική για πολλούς που συμμετέχουν σε αυτόν,
παρά τις καταστροφικές συνέπειες. Στο παρελθόν, όταν
οι οικονομικοί πόροι θεωρούνταν βασικές αιτίες εμφύλιων συγκρούσεων, η ανάλυση εστίαζε στην οικονομική αποστέρηση, στην υπανάπτυξη και τη διασπάθιση
των πόρων που εμπόδιζαν την ανάπτυξη και όξυναν τις
συγκρούσεις. Τώρα πλέον, η έμφαση έχει μετατοπιστεί
από το επιχείρημα της οικονομικής ανεπάρκειας στους
262
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
οικονομικούς παράγοντες που προωθούν τη σύγκρουση,
όπως το οικονομικό συμφέρον από τη διατήρηση της σύγκρουσης. Ακόμη, ο Wulf (ό.π.: 6) θεωρεί ότι η διάβρωση
του συστήματος των εθνών-κρατών και η αλληλεξάρτησή τους δεν επιτρέπουν πλέον στις εθνικές κυβερνήσεις
να αποφασίζουν από μόνες τους για τον στρατό, ούτε
να έχουν επαρκή κοινοβουλευτική εποπτεία των ένοπλων δυνάμεων. Ενώ σε διάφορες «αναπτυσσόμενες»
χώρες, «η εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού κρατικού
μονοπωλίου της βίας είναι περισσότερο η εξαίρεση από
ό,τι ο κανόνας», στις βιομηχανικές χώρες «όπου ιδιωτικές εταιρείες στρατού και ασφάλειας προσλαμβάνονται από το κράτος, δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιον αυτές λογοδοτούν» (Wulf 2003: 197). Έτσι, συμπεραίνει ο
Wulf (ό.π.), σε συνδυασμό με την εμπλοκή νέων ιδιωτικών φορέων σε πολεμικά ζητήματα, το ΚΜΒ αποδυναμώνεται:
«Καθώς το κράτος δεν είναι πια ικανό να εξασκήσει το
μονοπώλιο της βίας, ιδιωτικές ομάδες ή οργανώσεις δρούν
ενάντια στις κρατικές αρχές. Το αποτέλεσμα των οικονομικών και πολιτικών δραστηριοτήτων αυτών των μη-κρατικών φορέων, που άμεσα ή έμμεσα ασκούν ή απειλούν
με βία, είναι η διάχυση της ανασφάλειας. Συνέπεια αυτής
της ανασφάλειας είναι να προσλαμβάνονται από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας και στρατού, για να κάνουν πράγματα που πριν έκαναν
οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία».
Ο Trotha, συμπεραίνει ομοίως μιαν υποχώρηση του
ΚΜΒ, την οποία εντάσσει σε μιαν ειδική ταξινόμηση κοι-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
263
νωνικών μορφών βίας σε διαφορετικές χώρες. Στη βάση της «νεοχομπσιανής προοπτικής» που εξαγγέλλει, ο
Trotha (1995: 130-144) εξετάζει τις σύγχρονες μορφές
βίας, χρησιμοποιώντας έρευνες για τη Νότια Αμερική
και την Αφρική. Διακρίνει αρχικά ανάμεσα στις ομάδες αυτοδικίας, που ασκούν βία με σκοπό τη διατήρηση της αυτονομίας τους, και το ΚΜΒ δυτικού τύπου.
Περαιτέρω, διαχωρίζει ιδεατοτυπικά ανάμεσα σε τέσσερις «μορφές τάξης της βίας», τη «νεο-δεσποτική τάξη»,
την «παρακρατική», τη «μετα-ακέφαλη συνταγματική»
και τη «συνταγματική τάξη του κράτους πρόνοιας». Η
τελευταία μετασχηματίζεται σε «ολιγοπωλιακή-προληπτική τάξη ασφάλειας», υποσκάπτοντας τα θεμέλια του
παραδοσιακού ΚΜΒ και αλλάζοντας τη σχέση κράτουςκοινωνίας.
Σύμφωνα με τον Trotha (ό.π.), η «νεο-δεσποτική τάξη» (neodespotische Ordnung) (π.χ. της Αφρικής) εμφανίζεται σε κοινωνίες με αδύναμες τις δομές της αγοράς, έντονες κοινωνικές εντάσεις και οικονομικές ανισότητες. Το κράτος υπάρχει υποτυπωδώς, χωρίς διάκριση των εξουσιών και ανεξάρτητη δικαιοσύνη, είναι
προσωποπαγές, πελατειακό και έχει περιορισμένες δυνατότητες επιβολής και μεσολάβησης στις συγκρούσεις
μεταξύ ομάδων συμφερόντων, υπηρετώντας μέσα από
την απειλή και την άσκηση βίας διάφορες τοπικές ομάδες επιρροής. Η «παρακρατική τάξη» (parastaatliche
Ordnung) χαρακτηρίζει κράτη (π.χ. της Λατινικής Αμερικής), τα οποία παρουσιάζουν έναν μεγάλο βαθμό
αστικοποίησης, η οποία, όμως, συνδυάζεται με υψηλά
ποσοστά φτώ­χειας, εγκληματικότητας, καθώς και με
προβλήματα παθογένειας, ανεργίας και βίας. Το κρά-
264
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τος είναι αδύναμο, διαθέτει περιορισμένους πόρους και
δυνατότητες συνοχής, ενώ ο στρατός παίζει ένα κεντρικό ρόλο στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Σε αντίθεση
με τη «νεο-δεσποτική τάξη», εδώ υπάρχουν μία σειρά
από ομάδες μη-κρατικής βίας, που δρουν ανταγωνιστικά με το ΚΜΒ. Η «μετα-ακέφαλη συνταγματική τάξη»
(postakephale-konstitutionelle Ordnung), (π.χ. στη Νέα
Γουινέα) χαρακτηρίζεται από εθνική και πολιτισμική
ετερογένεια. Η διοίκηση συγκεντρώνεται κυρίως στα
αστικά κέντρα και δεν φτάνει στην περιφέρεια, όπου
δρούν ομάδες αυτοδικίας. Η «συνταγματική τάξη του
κράτους πρόνοιας» (konstitutionell-wohlfahrtsstaatliche
Ordnung) παρατηρείται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αν
και με μεταξύ τους σημαντικές διαφορές. Το ζενίθ της
φτάνει αυτή η τάξη κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970
στην Ευρώπη, με την κυριαρχία του ΚΜΒ και του κράτους δικαίου. Η τάξη αυτή διέπεται από μεταβολές,
με αποτέλεσμα την κατά τον Trotha «διάβρωση του
ΚΜΒ» στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης της ασφάλειας
και των φυλακών, τον κοινοτικό κοινωνικό έλεγχο και
τις ιδεολογίες ασφάλειας. Αυτές οι αλλαγές σηματοδοτούν εκείνο που περιγράφει ως τη νέα «ολιγοπωλιακή-προληπτική τάξη της ασφάλειας» (oligopolistischpräventive Sicherheitsordnung), η οποία διασπά το
ΚΜΒ που, συγκριτικά με την προνοιακή μορφή τάξης,
εμφανίζεται πλέον κερματισμένο. Όπως υποστηρίζει ο
Trotha (1995: 153), η χωρίς κέντρο «ολιγοπωλιακή-προληπτική τάξη της ασφάλειας» διασπά την ενιαία δράση
του ΚΜΒ προς όφελος ενός πλέγματος δημόσιων-ιδιωτικών, εμπορευματικών, παρακρατικών και κοινοτικών
«θεσμών της ηγεμονίας της ασφάλειας και του ελέγχου
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
265
του τρόπου ζωής», οι οποίοι κατά τον Trotha αντικαθιστούν το χομπσιανό κοινωνικό συμβόλαιο με ένα πολυσχιδές σύνολο επιμέρους συμβο­λαίων, είτε αυτοί είναι
τράπεζες που ελέγχουν λογαριασμούς, είτε αεροπορικές εταιρείες που ελέγχουν αποσκευές και ανθρώπινα
σώματα, είτε εμπορικά κέντρα που ελέγχουν καταναλωτές μέσω κάμερας. Σε αυτά τα πλαίσια, σύμφωνα με
τον Trotha το μοντέλο του ΚΜΒ υποχωρεί εξαιτίας της
νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης, καθώς ποικίλοι κρατικοί και μη φορείς παρέχουν τους δικούς τους ορισμούς
της ασφάλειας στη βάση λογικών και μεθοδολο­γιών της
αγοράς.
Μία παρόμοια με του Trotha προσπάθεια ταξινόμησης των κοινωνικών μορφών της βίας αναλαμβάνει και ο
Mair. Ο Mair (2003: 12) υποστηρίζει ότι, καθώς η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική μετά την 11η Σεπτέμβρη θεώρησε όλους τους φορείς που ασκούσαν ιδιωτική βία ως
«τρομοκράτες» και εργαλειοποίησε πολιτικά τον διαχωρισμό μεταξύ τρομοκρατών/εχθρών των ΗΠΑ και μη,
η άσκηση μη-κρατικής βίας γενικεύθηκε ως «τρομοκρατική». Ο Mair (ό.π.), σε μια κάπως μηχανιστική προσπάθεια να διαχωρίσει τις «τρομοκρατικές» από άλλες
ομάδες μη-κρατικής βίας, συγκροτεί τέσσερις ιδεατούς
τύπους «ιδιωτικής βίας» και κάνει μια μάλλον απλουστευτική κατάταξη τεσσάρων ομάδων δρώντων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την κοινή επιθυμία να ασκήσουν βία με σκοπό να πετύχουν τις επιδιώξεις τους,
σε χώρες όπου το ΚΜΒ (με τη μορφή που αυτό έχει
στα Δυτικά κράτη) είναι αδύναμο ή ανύπαρκτο. Έτσι,
οι ομάδες αυτές εξασθενούν το ήδη εύθραυστο ΚΜΒ
κάποιων χωρών. Σύμφωνα με τον Mair (ό.π.: 13), πρό-
266
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κειται για ομάδες εγκληματιών (criminals), τρομοκρατών (terrorists), πολέμαρχων (warlords) και επαναστατών (rebels). Οι ομάδες αυτές διαφέρουν ως προς το είδος της βίας που ασκούν, τις ομάδες-στόχους τους, τη
γεωγραφική τους εμβέλεια, τα μέσα που χρησιμοποιούν,
καθώς και ως προς τη σχέση τους με το κρατικό μονοπώλιο της βίας.
Όπως περιγράφει ο Mair (ό.π.: 12), οι «πολέμαρχοι»
και οι «εγκληματίες» καθοδηγούνται κατά κύριο λόγο από οικονομικά κίνητρα, ενώ οι «τρομοκράτες» και
οι «επαναστάτες» από πολιτικά. Οι «πολέμαρχοι» και
οι «επαναστάτες», οι οποίοι «επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το κρατικό μονοπώλιο της βίας με ένα δικό
τους μονοπώλιο» (ό.π.), δρούν συνήθως σε μια περιορισμένη γεωγραφικά ακτίνα και αποσκοπούν στον έλεγχο
ενός συγκεκριμένου εδάφους. Αντίθετα, οι φορείς του
οργανωμένου εγκλήματος και οι «τρομοκράτες» δρούν
σε παγκόσμια κλίμακα και «η δράση τους συνυπάρχει
με το κρατικό μονοπώλιο της βίας» (ό.π.). Περαιτέρω,
ο Mair (ό.π.: 12-21) περιγράφει τις ομάδες αυτές ως
εξής:
Οι πολέμαρχοι, οι οποίοι δεν αποτελούν καινούργιο φαινόμενο στην ιστορία (εμφανίζονται για παράδειγμα κατά τον τριαντακονταετή πόλεμο), αναπτερώνονται κατά την τελευταία δεκαετία σε περιοχές της
Υποσαχάριας Αφρικής, του Καυκάσου και της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ασίας. Επωφελούμενοι από
την κρατική αστάθεια που επικρατεί, αποσκοπούν στη
μεγιστοποίηση των κερδών τους και λειτουργούν κυρίως με την απειλή βίας στους αμάχους και με κύρια
πηγή εσόδων τα μερίδια από την εκμετάλλευση πόρων,
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
267
π.χ. ορυκτών, διαμαντιών, χρυσού κτλ. Οι στρατιωτικές
ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πολέμαρχους με αντάλλαγμα τη συμμετοχή των εται­ρειών στα κέρδη και τους πόρους. Οι
επαναστάτες, με στόχους επίσημα όργανα, τον στρατό ή την αστυνομία, συγκροτούσαν παλιότερα κινήματα
που συνδέονταν με σοσια­λιστικά ή κομμουνιστικά ιδεώδη και τα οποία γνωρίζουν ύφεση μετά το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του Ανατολικού
Μπλοκ. Αρχίζουν πλέον να μη διαχωρίζονται από άλλες
βίαιες, μη-κρατικές ομάδες που χρηματοδοτούνται από
γειτονικά κράτη (λ.χ. Βενεζουέλα, Ουγκάντα, Σουδάν,
Ρουάντα, Λιβερία, Γεωργία). Καθώς όμως η κρατική
χρηματοδότηση μειώνεται, στις επαναστατικές ομάδες
μένει η επιλογή είτε να εμπλακούν στις υποθέσεις του
οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. εμπορίου ναρκωτικών,
λαθρεμπορίου κτλ.) ή να ζητήσουν τη στήριξη τρομοκρατών για δικά τους ζητήματα.
Κατά τον Mair, ο χαρακτήρας της τρομοκρατίας,
όπως και των επαναστατικών κινημάτων, άλλαξε μετά
το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δίχως να έχει αλλάξει
η λογική του αιφνιδιασμού και της ασυμμετρικής χρήσης της βίας. Ενώ η τρομοκρατία του 1970 και του 1980
είχε ιδεολογικά ή και εθνικιστικά ερείσματα, η τρομοκρατία από το 1990 (και εντατικά μετά την 11η Σεπτέμβρη) συνδέθηκε με τον «ισλαμικό φονταμενταλισμό»33.
33 O Mair συζητά τον «ισλαμικό φονταμενταλισμό» έξω από
τις ιδεολογικές του αφετηρίες, σαν να επρόκειτο απλώς
και μόνο για ένα θρησκευτικό φαινόμενο, χωρίς πολιτικές
προεκτάσεις ή πολιτικούς λόγους ύπαρξης, και τόν ενδιαφέρει κυρίως η οργανωτική δομή των «τρομοκρατών».
268
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Με τη διευκόλυνση των νέων τεχνολογιών, του internet
και της κινητής τηλεφωνίας, οι ομάδες αυτές μπορούν
πλέον να οργανώνονται δικτυακά και αντί των παλιών επιμερισμένων στόχων (π.χ. αεροπειρατείες, εκβιασμοί, απαγωγές, δολοφονίες προσώπων, πολιτικές πιέσεις κτλ.), έχουν μαζικότερους στόχους και μάλιστα επί
του πληθυσμού (Mair 2003: 17, Sørensen 2004: 127). Η
ίδια αλλαγή στη δομή, από ιεραρχική σε επίπεδη, από
προσωποπαγή σε δικτυακή, παρατηρείται, σύμφωνα με
τον Mair (ό.π.), και στις ομάδες του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίες και αυτές με τη σειρά τους
επωφελούνται από τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών σε θέματα συντονισμού, καταμερισμού εργασίας και
στόχων και δημιουργούν μικρότερα και πιο ευέλικτα δίκτυα δράσης.
Σε μια παρόμοια συλλογιστική, ο Krössler (2003: 29)
κάνει λόγο για την εμφάνιση του «δικτυακού κράτους»
(networked state), το οποίο και σηματοδοτεί τη «διασπορά» (dispersion) της κρατικής κυριαρχίας εντός ενός
ευρύτερου δικτύου φορέων και παραγόντων δύναμης,
από τις «παγκόσμιες πόλεις» στις περιφερειακές ενώσεις ώς το επίπεδο υπερεθνικών θεσμών, όπως η ΕΕ. Η
διεθνής τρομοκρατία, οι «προβληματικές πλευρές» της
παγκοσμιοποίησης, όπως το οργανωμένο έγκλημα και
η ανάπτυξη διασυνοριακών παράνομων συνεργασιών,
έχουν, σύμφωνα με τον Krössler (ό.π.: 31), «υπονομεύσει τους στυλοβάτες της κυριαρχίας του έθνους κράτους, το μονοπώλιο της βίας και τον εξαναγκασμό». Σε
αυτά τα πλαίσια, ο Krössler (ό.π.), θεωρεί ότι ένα μόρφωμα που θα λειτουργούσε ως «παγκόσμιο μονοπώλιο
της βίας» θα μπορούσε να αποτελέσει «κατάλληλο ερ-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
269
γαλείο, για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μηκρατικού, δικτυακού εγκλήματος και της βίας». Επειδή, όμως, αυτό το «παγκόσμιο μονοπώλιο της βίας»,
όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Krössler (ό.π.), είναι
ανεφάρμοστο και βαθιά προβληματικό, ακόμα και ως
ιδέα, οι τρόποι αντίδρασης στα «νέα καθεστώτα βίας»
(regimes of violence) και στις νεοηγεμονικές πολιτικές
των ΗΠΑ, που ώθησαν στη διάβρωση του κύρους των
θεσμών του διεθνούς δικαίου, έγκεινται στην κοινωνία
των πολιτών.
Σύμφωνα με τον Krössler (ό.π.: 34), η κοινωνία των
πολιτών χαρακτηρίζεται από μια «δομική αντίφαση»
που είναι σύμφυτη με το κράτος. Στα πλαίσια αυτής της
αντίφασης, η κοινωνία των πολιτών ταυτόχρονα «καθιδρύεται και προστατεύεται από το κράτος και το ΚΜΒ,
ενώ την ίδια στιγμή βρίσκεται σε ένα συνεχή κίνδυνο να
περισταλεί και να θιγεί από το ίδιο αυτό κράτος για λόγους ασφάλειας και συμμόρφωσης». Στα «καθεστώτα
βίας» και στη «διεσπαρμένη κυριαρχία του κράτους»
που διαπιστώνει, η κοινωνία των πολιτών, με νέα μέσα
στη διάθεσή της, καλείται να ανακαλύψει και να αναπτύξει, μέσα από ΜΚΟ και ενώσεις πολιτών μηχανισμούς που θα ελέγχουν το κράτος. Το κράτος, υποστηρίζει ο Krössler (ό.π.), αποδεικνύεται μία «ισχυρή, συχνά
καταπιεστική και επικίνδυνη μηχανή, που παρά τις αντιδράσεις και τις προσπάθειες απαγκίστρωσης από αυτό,
όχι μόνον «είναι εδώ για να μείνει», αλλά και στις συνθήκες αστάθειας και ανασφάλειας είναι όλο και λιγότερο επιθυμητή η υποχώρηση του.
Ένα περαιτέρω ζήτημα είναι η νέα πρόσληψη της
«απειλής». Ο Cha (2000: 395) αναφέρει ότι η βασικό-
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
270
τερη επιρροή της παγκοσμιοποίησης, στο πώς τα κράτη κατανοούν τη διεθνή ασφάλεια, είναι, ακριβώς, η έννοια της απειλής. Απειλή για το κράτος, υποστηρίζει ο
Cha, δεν αποτελούν πλέον τόσο τα άλλα κράτη και οι
εθνικοί στρατοί τους, αλλά μία πλειάδα από μη-κρατικές ομάδες και άτομα. Ενώ το παλιό λεξιλόγιο της σύγκρουσης αντλούσε από τους διακρατικούς πολέμους
και τους εθνικούς στρατούς, με την παγκοσμιοποίηση,
έν­νοιες όπως η «παγκόσμια βία», ο «παγκόσμιος κίνδυνος», η «παγκόσμια απειλή» κτλ. αποκτούν κατά τον
Cha καίρια σημασία. Οι στόχοι του πολέμου δεν είναι
απαραίτητα στρατιωτικές δομές και υποδομές, αλλά ο
«μετακυριαρχικός χώρος» ενός αποδυναμωμένου ΚΜΒ,
πόλεις, τόποι, σύμβολα, αλλά και μεμονωμένες ομάδες
και άτομα:
«Οι παροχείς τής ασφάλειας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εθνικοί, όμως, όλο και περισσότερο εφαρμόζουν τις πολιτικές ασφάλειας σε ένα μετακυριαρχικό χώρο, ο οποίος
λειτουργεί στη βάση μη-κρατικών, υποκρατικών και διακρατικών ρυθμίσεων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο
οι ‘απειλές’ για την ασφάλεια είναι πολύ δυσκολότερο να
μετρηθούν, να εντοπιστούν, να ελεγχθούν και να περιοριστούν» (Cha 2000: 397).
Παρόμοιες συνέπειες της υποχώρησης και της απονομιμοποίησης του ΚΜΒ συμπεραίνει και ο Cox, στη
βάση των δυνατοτήτων που παρέχει η παγκοσμιοποίηση για την ανάπτυξη παράνομης δράσης. Η δράση αυτή
ξεπερνά τις ελεγκτικές δυνατότητες του έθνους-κράτους και των παραδοσιακών μέσων του ΚΜΒ. Σύμφω-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
271
να με τον Cox (2003: 122-123), η ενίσχυση αυτών των
παρασιτικών και παράνομων δράσεων συνδέεται με
μια σειρά από παραμέτρους: η επέκταση των διεθνών
«εγκληματικών» δραστηριοτήτων και δικτύων μετά το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που διευκόλυνε την κινητικότητα και το «ξέπλυμα» παράνομων οικονομικών πόρων, αλλά και η
αυξανόμενη αποξένωση των ανθρώπων από το επίσημο κράτος. Παράλληλα, υποστηρίζει ο Cox (2003: 123),
το οργανωμένο έγκλημα επωφελείται από την παγκοσμιοποίηση, ελέγχει το εμπόριο ανθρώπων από φτωχές
προς πλούσιες χώρες και αναλαμβάνει τη διαχείριση
του σεξουαλικού εμπορίου και του σεξουαλικού τουρισμού, ενώ, όσο συμβαίνουν αυτά, οι εθνικές νομοθεσίες δεν είναι ικανές να συγχρονιστούν με την κινητικότητα των δικτύων αυτών. Επίσης, αυξάνονται μέσα
από την παγκοσμιοποίηση οι δυνατότητες για διάφορους τύπους εγκλήματος, όπως το εμπόριο ανθρώπινων οργάνων (ό.π.). Παράλληλα, στα πλαίσια μιας ρητορικής ρίσκου και διακινδύνευσης, παγκοσμιοποιείται
η συζήτηση για περιβαλλοντικά ή οικολογικά προβλήματα, προβλήματα κινδύνων σχετικά με την υγεία, τις
αρ­ρώστιες κτλ.
Η διάδοση των όπλων και του εμπορίου όπλων έχει
επίσης αυξηθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με τις ανάλογες εταιρείες να βλέπουν την αύξηση των κερδών τους
ακόμα και εκτός ΗΠΑ, όπου η οπλοκατοχή έχει μια
παλιότερη παράδοση. Μισθοφορικές στρατιωτικές δυνάμεις και εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας προσλαμβάνονται από πολυεθνικές για την προστασία των βιομηχανικών τους μονάδων και του προσωπικού τους, ενώ
272
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τέτοιοι φορείς απλώνουν τις δραστηριότητές τους εκεί
και διαδραματίζουν έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο
σε εμφύλιες συγ­κρούσεις (ό.π.). Επίσης, ένα άλλο φαινόμενο, όπου οι ελεγκτικές διαδικασίες δεν είναι διαφανείς, είναι η επιχειρηματική διαφθορά. Μέσα από τη
φιλελευθεροποίηση της οικονομίας έχουν αυξηθεί οι δυνατότητες για το οικονομικό έγκλημα, την παρασιτική
οικονομία, τη φοροδιαφυγή, την απάτη, την κερδοσκοπία και το ξέπλυμα χρήματος, για παράδειγμα μέσα
από το off-shore banking (ό.π.: 124), γεγονός που εγείρει το ερώτημα τού κατά πόσο τα κράτη έχουν χάσει
την εξουσία –ή ίσως τήν θέληση– να ρυθμίσουν τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές (ό.π.). Ομοίως, τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης (ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα) επηρεάζονται και αυτά από την
παγκοσμιοποίηση, σε αναλογία με/αλλά και ως αντίδραση σε αυτήν. Η χρήση του internet και της κινητής
τηλεφωνίας επιτρέπει ένα είδος οργάνωσης που εκφεύγει των ορίων του έθνους-κράτους και κάνει εφικτή την
αντίσταση σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως για παράδειγμα η «μάχη του Σηάτλ» (ό.π.).
Όπως δείχνει αυτή η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση των στρατιωτικών υπηρεσιών και τις συνέπειές της
στη διαχείριση του πολέμου, της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα για
να στηρίξουν την άποψη ότι το ΚΜΒ μεταβάλλεται και
καλείται να προσαρμοστεί σε νέες συγκυρίες. Ωστόσο,
το να υποστηριχθεί, όπως γίνεται από τον Wulf, ότι το
ΚΜΒ υποχωρεί, επειδή μία σειρά (όχι απαραίτητα τόσο
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
273
καινούργιων) ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών ή εταιρειών ασφάλειας κερδίζει έδαφος, είναι παραπλανητικό. Ο Wulf παραβλέπει ότι η εμπλοκή ιδιωτικών εταιρειών σε στρατιωτικές υποθέσεις και αποστολές ασφάλειας είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής του νεοφιλελεύθερου κράτους και του στρατιωτικού κορπορατισμού που αυτό προωθεί. Η ύπαρξη ιδιωτικών στρατών
δεν συνεπάγεται, δηλαδή, ότι αυτές υποκαθιστούν το
επίσημο κράτος στη διαχείριση πολεμικών υποθέσεων
και σε υποθέσεις ασφάλειας, αλλά ότι το κράτος, ακριβώς επειδή κατέχει το ΚΜΒ, μπορεί να καθορίσει το
ποιοι φορείς μπορούν να ασκούν βία, τι είδους και μέχρι
ποιου σημείου. Εκτός αυτού, οι ΗΠΑ, για παράδειγμα,
παραχώρησαν το μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία τους
σε στρατιωτικές δαπάνες κατά την περίοδο μετά την 11η
Σεπτέμβρη, ενώ η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία δαπάνησαν μεν λιγότερα από τις ΗΠΑ, αλλά τα ποσά ήταν
και πάλι υπέρογκα (Sørensen 2004: 131).
Καθώς το ΚΜΒ αποτελεί ένα σύνολο μεταβαλλόμενων κρατικών μέσων, εκεί όπου λειτουργίες κοινωνικού
ελέγχου και επιτήρησης τελούνται αποτελεσματικά από
μη-κρατικούς φορείς (λ.χ. αγορά, μη-κυβερνητικοί οργανισμοί, η κοινωνία και τα άτομα), το κράτος επιτρέπει την άσκηση αρμοδιοτήτων όμοιων με του ΚΜΒ και
επωφελείται από το δημιουργηθέν αποτέλεσμα, ότι δηλαδή άλλοι φορείς μπορούν να δράσουν σαν ΚΜΒ, χωρίς το κράτος να επιβαρύνεται από τις οικονομικές, διοικητικές και οργανωτικές δαπάνες των δράσεων αυτών. Αυτού του τύπου ο κορπορατισμός είναι ιδιαίτερα
εμφανής στο ζήτημα των ιδιωτικών εταιρειών στρατού,
οι οποίες, ακόμα και όταν έχουν συμφέρον από τη δια-
274
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τήρηση των συγκρούσεων ή ακόμα και όταν ο έλεγχος
της δράσης και της νομιμότητάς τους είναι δυσχερής,
δεν σημαίνει ότι συγκρούονται με το ΚΜΒ της χώρας
που τίς δικαιο­δοτεί, ούτε ότι εκτός από τοπικές εμπλοκές αλλάζουν πράγματι τους συσχετισμούς εξουσίας μεταξύ κρατών.
Το ότι η μορφή, το είδος και τα μέσα του πολέμου
αλλάζουν στα πλαίσια μιας σύνθετης σχέσης ανάμεσα
στη μορφή της πολιτικής εξουσίας, την τεχνολογία και
τις ανάγκες της οικονομίας δεν είναι καινούργιο. Από
τον 18ο ώς τις αρχές του 19ου αιώνα ο πόλεμος συνιστούσε την «προέκταση της πολιτικής, αλλά με άλλα μέσα»
(Clausewitz). Όταν αποτύγχαναν οι πολιτικές και διπλωματικές ενέργειές του, το κράτος, με τον στρατό στη διά­
θεσή του, θα αναλάμβανε τη διεξαγωγή του πολέμου,
χωρίς να εμπλακούν άμαχοι. Αυτό το είδος των «περιορισμένων πολέμων» αντικαθίσταται κατά τον 20ό αιώνα
από τους «ολοκληρωτικούς πολέμους», όπου σημασία
δεν έχει μόνον η σύγκρουση μεταξύ στρατών, αλλά και
η καταστροφή των πόρων του κράτους. Κατά τον Ψυχρό
Πόλεμο, οι κυρίαρχες δυνάμεις βρίσκουν τη δυνατότητα
ευελικτοποίησης. Με τη βοήθεια των πυρηνικών όπλων
είναι σε θέση να αποφύγουν την απευθείας επίθεση και
να διεξαγάγουν τη σύγκρουση στα υπόλοιπα πεδία, γενικεύοντας έτσι ένα μη-στρατιω­τικό και διαρκή πόλεμο
(Sørensen 2004: 123).
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πολεμική
σύγ­κρουση ανάμεσα σε εθνικά κράτη της Δύσης, όπου
κυριαρχεί το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας,
είναι απίθανη. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η διπολικότητα που χαρακτήριζε τις ψυχροπολεμικές διεθνείς
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
275
σχέσεις μετατρέπεται σε πολυπολικότητα και φιλελευθεροποίηση, μια φιλελευθεροποίηση που εξαγγέλθηκε
πανηγυρικά από τον Fukuyama και τους υποστηρικτές
του ως το «τέλος της ιστορίας». Το «τέλος της ιστορίας» και η «φιλελεύθερη επανάσταση» σηματοδοτούσαν στη φιλελεύθερη οπτική την απιθανότητα άλλων
πολιτικών μοντέλων να κριθούν ως πιο αποτελεσματικά από την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η φιλελεύθερη
δημοκρατία μπορεί να τροποποιηθεί ή να βελτιωθεί,
αλλά –κατά την άποψη των υποστηρικτών της– κανένα άλλο μοντέλο δεν αποδεικνύεται ικανό να τήν αντικαταστήσει (Fukuyama 1992: 46)34. Η κατίσχυση του
φιλελευθερισμού είναι και ο λόγος για τον οποίο, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι φιλελεύθεροι υπήρξαν ιδιαίτερα αισιόδοξοι και ριζοσπαστικοί σε όλα τα επίπε34 Όπως αναφέρει ο Fukuyama (1992: 46, έμφαση Fukuyama), «Σήμερα, με δυσκολία θα φανταστούμε ένα κόσμο που είναι ριζικά καλύτερος από αυτόν που ζούμε,
ή ένα μέλλον που δεν είναι οπωσδήποτε δημοκρατικό ή
καπιταλιστικό. Σε αυτό το πλαίσιο, φυσικά, μπορούμε να
στεγάσουμε τους αστέγους, να εγγυηθούμε ευκαιρίες για
μειονότητες και γυναίκες, να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα και να δημιουργήσουμε νέες εργασιακές θέσεις.
Μπορούμε επίσης να φανταστούμε κόσμους που είναι σημαντικά χειρότεροι από αυτούς που γνωρίζουμε, στους
οποίους η εθνική, φυλετική, ή θρησκευτική μη-ανοχή επανέρχονται ή όπου απειλούμαστε από περιβαλλοντική καταστροφή. Αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό
μας σε ένα κόσμο που είναι ουσιαστικά διαφορετικός από
τον τωρινό και ταυτόχρονα καλύτερος. Άλλες, λιγότερο
στοχαστικές εποχές, επίσης πίστευαν τους εαυτούς τους
ως καλύτερους, αλλά εμείς φτάσαμε σε αυτό το συμπέρασμα εξαντλημένοι από την επιδίωξη των εναλλακτικών
που νιώσαμε ότι μάλλον ήταν καλύτερες από τη φιλελεύθερη δημοκρατία».
276
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
δα. Η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από συνεργασίες και περαιτέρω πολιτική
ενοποίηση, αναγκαιότητες που ούτως ή άλλως πρότασσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.
Μία σειρά φιλελεύθερων προσεγγίσεων από τις διεθνείς σχέσεις και την κοινωνιολογία τονίζουν την ανάγκη διεθνών συν­εργασιών και διεθνών θεσμών, στη βάση των οποίων η αμοιβαία εξάρτηση αντί της κυριαρχικής κρατικής αυτονομίας θα οδηγήσει στην ανάπτυξη
εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κράτη και στην οικονομική
σταθερότητα. Αυτή η ομοιογενοποίηση των πολιτικών
και οικονομικών σκοπών δημιουργεί μια κοινότητα, η
οποία με τη σειρά της μοιράζεται εκτός των άλλων και
τις ίδιες «απειλές», όπως π.χ. αυτήν της διεθνούς τρομοκρατίας.
Τέτοιες δικαιολογητικές του φιλελευθερισμού απόψεις υπογραμμίζουν τη σύμπνοια μεταξύ κρατών, τόσο
στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτοί οι
φιλελευθερισμοί παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες επιλογές, παραβλέποντας όλα τα επίπεδα σύγκρουσης και
τις κατασταλτικές πολιτικές. Το κράτος είναι αδύναμο,
γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς στην πράξη, αλλά και
γιατί δεν πρέπει να είναι αλλιώς στη θεωρία. Συνεπώς,
το ΚΜΒ, ούτε αποτελεί, ούτε θα πρέπει να αποτελεί
χαρακτηριστικό του κράτους35. Ο κορπορατισμός και η
35 Σε αντίθεση με τέτοιου φιλελεύθερους οραματισμούς ή
ιδεολογήματα, μετριοπαθέστερες απόψεις θεωρούν πως
αντί το δίλημμα να είναι η αποδυνάμωση ή η ενδυνάμωση
του ΚΜΒ, πιο κρίσιμη είναι η εξέταση των μεταβολών του
ΚΜΒ. Όπως αναφέρει ο Sørensen (2004: 131), οι εξελίξεις
που περιγράφτηκαν σηματοδοτούν όχι μιαν αποδυνάμωση, αλλά μια μεταβολή: «Η κατάσταση της ασφάλειας των
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
277
συμμετοχή της αγοράς σε αρμοδιότητες του ΚΜΒ αναδεικνύουν την κατίσχυση του κράτους (στην πιο πρόσφατη εκδοχή του ως νεοφιλελεύθερου) και τη δυνατότητά του να εργαλειοποιεί τους ιδιωτικούς φορείς στην
κατεύθυνση της ίδιας του της αναπαραγωγής και της
συν­επαγόμενης φιλελεύθερης μορφής που παίρνουν οι
ταξικές σχέσεις εξουσίας.
Κριτική μπορεί να ασκηθεί και στην έννοια του «διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος», το οποίο υποτίθεται
πως καλεί για διεθνοποίηση του ΚΜΒ. Οι απόψεις για
την έκταση του οργανωμένου εγκλήματος ποικίλλουν,
καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τη δράση του.
Ομοίως και ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος δεν
μπορεί να είναι σαφής, αφού δεν είναι γνωστή και η
ακριβής δράση και σύνθεση των ομάδων αυτών· κυβερνητικοί ορισμοί του οργανωμένου εγκλήματος περιλαμβάνουν τις πλέον ετερογενείς μορφές εγκληματικότητας:
διακίνηση και εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, λαθρεμπόριο μεταναστών, εμπόριο γυναικών και παιδιών, λαθρεμπόριο υλικών για όπλα μαζικής καταστροφής, επιχειρηματική κατασκοπεία, παράνομη διακίνηση τεχνολογικού υλικού, ξέπλυμα χρήματος, οικονομική απάτη,
εμπόριο απομιμήσεων και παραβιάσεις των δικαιωμάπροηγμένων φιλελεύθερων κρατών υφίσταται μεταβολές.
Κάποιες παραδοσιακές απειλές διακρατικού πολέμου
έχουν μετακινηθεί, αλλά έχουν εμφανιστεί νέες απειλές για
την ασφάλεια. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να οδηγήσει
σε σημαντικές αλλαγές στην αμυντική στάση των κρατών.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ρόλος του κράτους μειώνεται
δραματικά σε ό,τι αφορά την παροχή της ασφάλειας, αλλά
μάλλον έχει αλλάξει προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει νέες απειλές».
278
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
των πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, αυτές οι υπεργενικευτικές ομαδοποιήσεις μιας σειράς διαφορετικών
τύπων παραβατικής συμπεριφοράς και οι ασάφειες και
συσκοτίσεις γύρω από ζητήματα αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος καταλήγουν ταξικά επιλεκτικές. Ως φορείς του οργανωμένου εγκλήματος θεωρούνται άτομα από κατώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις ή περιθωριοποιημένες ομάδες μεταναστών. Αν οργανωμένο έγκλημα συνιστά ότι για παράδειγμα άτομα
αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες, και
για λόγους οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού να
απασχοληθούν στο παραεμπόριο, η πράξη αυτή δεν έχει
την ίδια βαρύτητα με ισχυρότερες ομάδες που έχουν τα
μέσα να κινηθούν εντός και εκτός κράτους και να κινητοποιήσουν πόρους για την εξεύρεση κέρδους με νόμιμους τρόπους ή με σαφώς μικρότερες πιθανότητες να
συλληφθούν.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
279
3.2. Το δόγμα της «Επανάστασης στις Στρατιωτικές
Υποθέσεις»
«Σύμφωνα με την ιδεολογία του RMA, ο πόλεμος
δεν χρειάζεται πλέον τις μάζες των στρατιωτών που
σφαγιάζονται στα χαρακώματα. Οι άνθρωποι στη
μάχη, στον αέρα και στη θάλασσα, έχουν γίνει προσθετικά των μηχανών, ή, καλύτερα, εσωτερικά στοιχεία σύνθετων μηχανικών και ηλεκτρονικών μηχανών» (Hardt/Negri 2004: 44).
Η συζήτηση που έγινε γνωστή ως Επανάσταση στις
Στρατιωτικές Υποθέσεις (Revolution in Military Affairs)
αντανακλά μια λιγότερο ή περισσότερο αποδεκτή αντίληψη των επίσημων φορέων του στρατού των ΗΠΑ, η
οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, διευρύνθηκε μετά το 1989 και εντάθηκε μετά την 11η Σεπτέμβρη. Το
πρόγραμμα που φαίνεται να καθιερώνει είναι η εξέταση
του πώς, σε εποχές που ο πόλεμος μεταξύ εθνών κρατών δεν είναι ιδιαίτερα πιθανός, η συσχέτιση τεχνολο­
γίας και πολιτικής αλλάζει τη μορφή του πολέμου. Η
συζήτηση αυτή στρέφεται γύρω από τρεις άξονες: Πρώτον, τη δυνατότητα των νέων τεχνολογιών να διαμορφώσουν ένα νέο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, δεύτερον, το ότι οι ΗΠΑ είναι πλέον μία διεθνώς στρατιωτικά κυρίαρχη δύναμη, και τρίτον, το τέλος των μαζικών
πολέμων με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (Hardt/Negri
2004: 41). Μέλημα της «Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (εφεξής RMA) είναι η βελτιστοποίηση
των τεχνολογιών πολέμου, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των θυμάτων και απω­λειών του στρατού (στην περί-
280
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
πτωση αυτή του Αμερικάνικου). Το RMA της δεκαετίας του 1990 θεώρησε πως με τα νέα τεχνολογικά μέσα
ήταν εφικτό να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες σε ανθρώπους και να διεξάγεται ένα είδος πολέμου που θα
βασίζεται όχι στον στρατό με την έμψυχη έννοια, άλλα
στα τεχνολογικά του μέσα (risk free war). Η έμφαση στη
δικτυακή οργάνωση του στρατού σε μικρές-ευέλικτες
και σχετικά αυτόνομες μονάδες δράσης αντί της κεντρικά σχεδιασμένης ιεραρχικής διευρύνθηκε στο ίδιο διάστημα. Το RMA υπογράμμιζε την ανάγκη της δικτυακής,
συνεργασιακής οργάνωσης των στρατιωτικών μονάδων
σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των τεχνολογιών πληροφόρησης. Οι υποστηρικτές του RMA διατείνονται πως η
νέα αυτή οργάνωση απαντά και προσαρμόζεται στη δικτυακή οργάνωση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος36.
Η συζήτηση για τη ριζική ανασυγκρότηση και τον
«εκσυγχρονισμό» των ενόπλων δυνάμεων στα πλαίσια
των τεχνολογιών πληροφορίας επεδίωκε την ψηφιοποίηση του πολέμου και εξέταζε τους τρόπους, με τους οποίους οι νέες τεχνολογίες στην επικοινωνία αλλάζουν και
αναμένεται να αλλάξουν στο μέλλον τη μορφή του πο36 Σύμφωνα με τον Arquilla (2007: 10), «Η δικτυακή μορφή
παρουσιά­ζεται σαν ένα κεντρικό οργανωτικό στοιχείο στον
επανασχεδιασμό στρατιωτικών και μη θεσμών. Το γεγονός
ότι ένα ευρύ φάσμα τρομοκρατών και μελών του οργανωμένου εγκλήματος έχουν ήδη αρχίσει να συγκροτούν ένα
νέο ‘οργανωτικό αγώνα’ για να σχηματίσουν δίκτυα –μια
προσφιλή τακτική στον Ψυχρό Πόλεμο– θα πρέπει να μάς
κινητοποιήσει να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο να
φτιάξουμε δίκτυα για να πολεμήσουμε αυτές τις πιο σκοτεινές μορφές».
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
281
λέμου (Sørensen 2004: 130). Αν και κάποιοι αναλυτές
θεωρούν ότι είναι σφάλμα να ανάγεται το RMA απλά
στις νέες υψηλές τεχνολογίες πληροφορίας και τονίζουν την τάση προς μιαν ευρύτερη αναδιάρθρωση των
ένοπλων δυνάμεων που συμπλέκει εξυγιαντικούς, οργανωτικούς-διοικητικούς και κοινωνικούς παράγοντες
(Tilford 1995: 10, Gray 2005: 4), άλλες απόψεις εμμένουν στον καινοτόμο ρόλο των νέων τεχνολογιών, θεωρώντας ότι «το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας είναι ότι συνδύασε τη στρατηγική της πληροφορίας με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις» (Arquilla 2007: 10).
Το RMA παρέχει μια σειρά από νέες δυνατότητες.
Εναέριες δυνάμεις (π.χ. «ευέλικτα» ελικόπτερα ή ρομποτικά αεροπλάνα) μπορούν να επιδιώξουν να καταλάβουν ένα στρατηγικό για τον εχθρό χώρο, σταθμίζοντας παράλληλα τις δυνατότητές του, με σκοπό να δοθεί
η δυνατότητα στις δυνάμεις εδάφους για ελιγμούς και
στοχεύσεις. Με τα τεχνολογικά μέσα (π.χ. την εγκατάσταση ενός δια­δικτύου), καθίσταται δυνατό να εποπτευθούν όλες οι στρατηγικές θέσεις του εχθρού για όλες
τις δια­φορετικές επιτιθέμενες δυνάμεις (χερσαίες, θαλάσ­
σιες και εναέριες). Έτσι, δεν είναι πλέον απαραίτητο να
έχουν κοινό οπτικό πεδίο ή να παρατάσσονται μαζικά,
αλλά με τα νέα μέσα μπορούν να διαπερνούν εικονικά
όλο το πεδίο της μάχης και συνεπώς να χρησιμοποιούν
όπλα και τεχνικές ακριβείας, χωρίς να χρειάζεται να φανερώνουν τις θέσεις τους και με τη δυνατότητα να αλλάζουν τον σχεδιασμό τους ανά πάσα στιγμή. Με τον ίδιο
τρόπο αποκτούν πλεονεκτήματα τόσο στην επισκόπηση
του στρατηγικού χώρου, στις μετακινήσεις και την ευέ-
282
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
λικτη αναδιάρθρωση των σχεδιασμών, όσο και στην ταχύτητα των επιχειρήσεων (ό.π.: 33).
Έτσι, στα πλαίσια των νέων «στρατηγικών τεχνολογίας» (information strategy) του RMA, διατίθενται νέα μέσα για παλιούς στόχους: η κατανόηση του συγκεκριμένου είδους της γνώσης που είναι κατά περίπτωση απαραίτητο, η διάχυση επιλεγμένων πληροφοριών και η αποδιοργάνωση των συστημάτων πληροφόρησης του εχθρού,
καθώς και η σμίκρυνση των πεδίων μάχης σε αυτόνομα
και πιο ευέλικτα πολεμικά σχήματα που ελέγχονται και
συνδέονται ψηφιακά. Η τεχνολογία αέρος, που αποτελεί
το ισχυρότερο όπλο των ΗΠΑ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, παρεισφρέει σε θέματα περιφρούρησης (π.χ.
μέσω δορυφόρων με πολύ μεγάλη ακτίνα ανίχνευσης),
επιτήρησης και κατάκτησης του στόχου, με αποτέλεσμα
την πληρέστερη συλλογή πληροφοριών και την καλύτερη στόχευση με τη χρήση όπλων, όπως είναι οι «έξυπνες βόμβες» (smart bombs) και τα πυρομαχικά ακριβείας (precision guided munitions) που υποτίθεται πως
μειώνουν τόσο τα θύματα σε άμαχο πληθυσμό, όσο και
τα θύματα από πλευράς επιτιθεμένου, ενώ ακινητοποιούν και εξολοθρεύουν μικρούς ή μεγαλύτερους εχθρικούς στόχους από απόσταση. Αυτά τα συστήματα συνδέονται με έναν ευρύτερο στρατηγικό στόχο, την «επίγνωση της κατάστασης» (situational awareness) που βασίζεται στον συντονισμό των εμπλεκομένων, με έμφαση
στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής κάθε φορά διαφορετικής,
ιδιαίτερης κατάστασης. Τέτοια τεχνολογικά μέσα θεωρούνται κατάλληλα όχι μόνο για πολεμικές συρράξεις,
αλλά και για «ασύμμετρες απειλές» και για την εξάρθρωση τρομοκρατών.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
283
Επίσης, το RMA έχει δύο περαιτέρω στόχους. Πρώτον, την άμεση και επί τόπου εμπλοκή των συμμάχων
(της Αμερικής) στις διάφορες επιχειρήσεις (είτε πρόκειται για συμμαχικά έθνη, είτε πρόκειται για το ΝΑΤΟ)
και δεύτερον, την ενδυνάμωση της συνεργασίας ανάμεσα στις μονάδες του στρατού, τις κρατικές υπηρεσίες
πληροφορίας αλλά και τις ιδιωτικές εταιρείες στρατού ή
ασφάλειας (joint force flexibility), με στόχο τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος, το οποίο είναι αφενός η ελαχιστοποίηση των θυμάτων και αφετέρου η βέλτιστη χρήση της πληροφορίας από όποιον φορέα και αν αυτή προέρχεται. Κρίσιμος είναι επίσης ο έλεγχος του «ψηφιακού
πεδίου της μάχης» και του «ψηφιακού στρατιώτη» με
την απόκτηση του πλεονεκτήματος της «επίγνωσης» κατά τη διεξαγωγή ενός πολέμου που βασίζεται στην πληροφορία (information warfare). Σε αυτό το πλαίσιο, χρησιμοποιούνται ευρέως σύνθετες τεχνολογίες τηλεκατεύθυνσης και δορυφόρων, ενώ οι υλικές στρατιωτικές υποδομές, τα τανκς, τα φορτηγά του πεζικού, οι κονσόλες
των πλοίων, τα πυροβολικά συστήματα, οι εκτοξευτήρες
πυραύλων και τα ελικόπτερα, διατηρούν προφανώς τη
σημερινή τους μορφή, αλλά, με τη βοήθεια υψηλών ψηφιακών τεχνολο­γιών και ενσωματωμένων υπολογιστών,
μετατρέπονται σε «έξυπνα μέσα» του ψηφιακού, εκσυγχρονισμένου στρατού του RMA (για μιαν επισκόπηση
του RMA, βλ. Tilford 1995, Hardt/Negri 2004, Gray 2005,
Arquilla 2007).
Οι Hardt και Negri (2004: 42) διαχωρίζουν την «παραδοσιακή» (traditionalist) από την «τεχνολογίστικη»
(technologist) αντίληψη του RMA και συγκρίνουν την
«παραδοσιακή» αντίληψη με τις κυβερνήσεις Bush
284
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
(πατέρα και γιού) και την «τεχνολογίστικη» με τις κυβερνήσεις Clinton. Όπως επισημαίνουν (ό.π.), η διάκριση είναι συμβατική, καθώς αυτή εν τέλει υπερβαίνει
κομματικές γραμμές και πρόσωπα (για παράδειγμα
ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, ο πιο χαρακτηριστικός
της εφαρμογής του RMA, διεξήχθη κατά την προεδρία
Bush), αναδεικνύει όμως διαφορές στη νοοτροπία. Oι
κριτικές στο δόγμα του RMA προέρχονται κυρίως από
την «παραδοσιακή» αντίληψη. Με βάση αυτήν, το RMA
στερείται πατριωτικών οραμάτων, καλλιεργεί στο κοινό
την αξίωση να μην υπάρχουν θύματα κατά τον πόλεμο,
καταλήγει να εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνολογία και εν τέλει δεν είναι αποτελεσματικό σε σχέση
με τις δαπάνες (ό.π.).
Με άξονα τη θέση τους περί αποκυριαρχοποίησης του
κράτους, οι Hardt και Negri (2004: 45) θεωρούν ότι το
RMA αποτελεί μέρος του «μεταμοντέρνου πολέμου».
Αυτός ο μεταμοντέρνος πόλεμος χαρακτηρίζεται από
μια λογική «πολέμου χωρίς ανθρώπινα σώματα», όπου
ο κυρίαρχος στρατός θα ευνοείται από την τεχνολογική ασυμμετρία και θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα της
αναίμακτης νίκης. Στον αντίποδα αυτής της προσδο­κίας
του RMA, οι βομβιστές αυτοκτονίας είναι διατεθειμένοι
να χάσουν εκείνο που περισσότερο απ’ όλα προστατεύει το RMA, την ανθρώπινη ζωή. Σύμφωνα με τους Hardt
και Negri (ό.π.), τόσο το RMA όσο και οι βομβιστές αυτοκτονίας αλλάζουν καθοριστικά τον ρόλο που το ανθρώπινο σώμα έπαιζε στον παραδοσιακό πόλεμο, καθώς «αρνούνται το σώμα που διακινδυνεύει, εκείνο που
παραδο­σιακά όριζε τον πόλεμο, οι μεν με το να εγγυών­
ται τη ζωή του, οι δε τον θάνατό του». Ο «βιοπολιτι-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
285
κός στρατιώτης» διαφέρει κατά τους Hardt και Negri
(ό.π.: 44) ριζικά από τον «βιομηχανικό εργάτη στρατιώτη», καθώς ο πρώτος αντιστοιχεί στην εποχή τού μεταμοντέρνου πολέμου, του RMA και της τεχνολογίας, αλλά και σε μια σειρά νέων, κινητών, άυλων και ευέλικτων μορφών εργασίας, ενώ ο δεύτερος αντιστοιχούσε
στη μαζική βιομηχανική παραγωγή. Η ταξινόμηση των
Hardt και Negri ανάμεσα στον πόλεμο της νεωτερικής
εποχής και τον μεταμοντέρνο πόλεμο (όπου εντάσσουν
και το RMA) καταγράφει μεν μια σειρά αλλαγών στα
μέσα και τους τρόπους διεξαγωγής του πολέμου, αλλά θεωρεί πως το RMA είναι προϊόν γενικά του «μεταμοντέρνου» πολέμου, ο οποίος, καθώς σφραγίζεται από
την τεχνολογία και τον ιδιωτικό στρατό, απεμπλέκει το
κράτος. Το RMA, ωστόσο, δεν αποτελεί ρήξη με τα παραδοσιακά σχήματα κρατικής κυριαρχίας, αλλά περισσότερο δείχνει ότι το κράτος προσαρμόζει τους στόχους
του στις νέες δυνατότητες που παρέχονται. Η διάκριση
«μοντέρνου» και «μεταμοντέρνου» πολέμου των Hardt
και Negri αποκρύπτει τις νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες του κράτους στην προώθηση του RMA.
Το RMA αποτελεί μεν μια καινούργια συζήτηση, αλλά οι μεταρρυθμίσεις και οι μεταβολές στο στρατό κάθε άλλο παρά καινούργιες είναι. Έτσι, υπάρχει η τάση
να χρησιμοποιείται το RMA σαν σύνολο προβληματικών
σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, π.χ. το «ναπολεόντειο RMA», το «RMA του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου», το «RMA της πυρηνικής εποχής» κ.ά. (Gray 2005).
Θεωρείται, δηλαδή, ότι αναλόγως με τα υπό διάθεση τεχνικά και τεχνολογικά μέσα, ο στρατός αναδιαρθρώνεται
και προκαλείται η αντίστοιχη «επανάσταση», όπως για
286
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο οι ατομικές βόμβες
διευκόλυναν ένα αποστασιοποιημένο είδος πολέμου, τον
Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η λειτουργία του στρατού και η μορφή του πολέμου εξαρτώνται
άμεσα από την τεχνολογία, αλλά περισσότερο ότι θέματα στρατηγικής και πολιτικής, όπως αυτά τίθενται στην
ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής του κράτους, επηρεάζονται από αυτήν. Είναι προφανές ότι οι αλλαγές στην
οργάνωση του στρατού δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές έξω από τους ευρύτερους προσανατολισμούς του
κράτους. Αυτό δείχνουν οι ακόλουθες διαφοροποιήσεις
στην πρόσληψη του RMA.
Η εκδοχή του RMA του 1995 χαρακτηριζόταν, σύμφωνα με τον Tilford (1995: 3), από τρεις παράγοντες:
τη μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και
μια μείωση στις αμυντικές δαπάνες. Τα στοιχεία που
παρέθετε ο Tilford το 1995 έχουν ενδιαφέρον, διότι δείχνουν πώς το RMA γινόταν αντιληπτό κατά τη δεκαετία
του 1990, πώς αναμενόταν η διαχείριση των πόρων για
τον στρατό ώς το 2000 και πώς αυτές οι μάλλον νεοφιλελεύθερες πολιτικές άλλαξαν μετά την 11η Σεπτέμβρη
του 2001. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Tilford (ό.π.: 2-4), προβλεπόταν ότι μέχρι το 2000
τα τμήματα του στρατού θα συρρικνώνονταν, οι αγορές
μαχητικών αεροπλάνων και πλοίων θα μειώνονταν και ο
αριθμός των απασχολουμένων στο ναυτικό, την αεροπορία και τις δυνάμεις ξηράς θα μειωνόταν κατά περίπου
ενάμιση εκατομμύριο. Ενδιαφέρον είναι ότι εκτός της
μείωσης στις στρατιωτικές δαπάνες και στο στρατιωτικό προσωπικό, ο Tilford (ό.π.) επισήμαινε τότε την εμ-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
287
φάνιση ενός «μανατζεριαλίστικου ήθους» και μιας «μανατζεριαλιστικής προσέγγισης του πολέμου», για παράδειγμα μέσα από τον τρόπο με τον οποίο «μετριόταν»
η στρατιωτική νίκη ή η ήττα με όρους στατιστικής, μιας
οικονομίστικης λογικής για κέρδη και ζημίες και μιας
«ορθολογικής» τάσης υποκατάστασης της στρατηγικής
από τη στατιστική.
Πράγματι, μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ και κατά τη
δεκαετία του 1980, εισήχθησαν μία σειρά προγραμμάτων
«προσανατολισμένων στην αποτελεσματικότητα», όπως
το πρόγραμμα «Μηδενικών Απωλειών» (Zero Defects),
το «Μάνατζμεντ μέσα από τον Στόχο» (Management by
Objective), το «Πρόγραμμα Παραγωγικότητας» (Produ­
ctivity Program) και το «Επαγγελματικά Αποτελέσματα
στις καθημερινές Επιχειρήσεις» (Professional Results in
Daily Efforts), προγράμματα που στόχευαν στον εκσυγχρονισμό και την αποσυμφόρηση της στρατιωτικής γραφειοκρατίας (ό.π.: 16). Σε συνδυασμό με την αύξηση της
χρήσης υπολογιστών για αρχεία, συγκρίσεις και μετρήσεις αποτελεσμάτων, την «αυτο-οργάνωση» των ομάδων
εργασίας σε επίπεδη και όχι ιεραρχική μορφή, το γενικό
πνεύμα της οργάνωσης του στρατού κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 επηρεαζόταν και προσαρμοζόταν στις
ευρύτερες στρατηγικές του κράτους της περιόδου. Στα
πλαίσια αυτών των διευθετήσεων, εκφράζονταν μέχρι και
ανησυχίες ότι «η εκπαίδευση στην στρατιωτική ιεραρχία
και την τάξη», θα αντικαθίσταντο από μια τεχνοκρατική,
επιχειρηματική κουλτούρα:
«Κομμάτια των στρατιωτικών υπηρεσιών που μοιάζουν με
τις μη-στρατιωτικές υπηρεσίες της βιομηχανίας θα μπο-
288
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ρούσαν να επωφεληθούν από την επιχειρηματική κουλτούρα (businesslike culture) (…), αλλά ο πόλεμος, ακόμα και
στην εποχή της πληροφορίας, είναι πιθανό να παραμείνει
ένα αιματηρό, απεχθές και παθιασμένο εγχείρημα. Στο
RMA θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν μεγαλώνουμε μια
γενιά ηγετών που θα συντίθεται από τεχνοκράτες μάνατζερς» (Tilford 1995: 14).
Διαφαίνεται σε αυτά τα στοιχεία η μανατζεριαλιστική λογική (managerialism) που επικρατούσε ευρύτερα στη δημόσια διοίκηση κατά τη δεκαετία του 1990
υπό τη σκέπη του γενικού οργανωσιακού μοντέλου του
Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ (New Public Management/
New Managerialism). Αιτήματα μιας σειράς μοντέλων
του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ ήταν η απο-γραφειοκρατικοποίηση, η αποκέντρωση και ο περιορισμός του
μεγέθους των υπηρεσιών, η επαγγελματοποίηση, ο «εκσυγχρονισμός», η «οργάνωση-σκελετός» των δημόσιων
υπηρεσιών, ο δια-υπηρεσιακός ανταγωνισμός, η μείωση
των δαπανών για διοικητικά θέματα, η «ευελικτοποίηση», η αξιολόγηση, η μετρησιμότητα και στατιστικοποίηση των αποτελεσμάτων, η εισαγωγή κριτηρίων αποδοτικότητας, η οικονομικοποίηση του τρόπου λειτουργίας
των τομέων, η ανάθεση κομματιών της δημόσιας διοίκησης σε ιδιωτικές εταιρείες, και η υιοθέτηση κριτηρίων επιχειρηματικής δράσης και πρωτοβουλίας από τις
υπηρεσίες της κρατικής διοίκησης (για μιαν επισκόπηση του μοντέλου του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ, βλ.
Markantonatou 2004).
Ωστόσο, ενώ το RMA των δεκαετιών 1980 και 1990
συζητούσε ζητήματα διοικητικής ευελιξίας του στρατού,
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
289
αυτοοργάνωσης, μετρησιμότητας των αποτελεσμάτων,
απογραφειοκρατικοποίησης και μάνατζμεντ, μετά το
2001 εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο μιλιταριστικές
ρητορικές εχθρού-φίλου και τονίζεται η ανάγκη εξεύρεσης μιας στρατηγικής «ασφάλειας», συνεργασίας του
στρατού με ιδιωτικές εταιρείες επιτήρησης και ασφάλειας, σε συνδυασμό με τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Πρόκειται στη μια περίπτωση για το λεξιλόγιο ενός
τεχνοκρατικού, νεοφιλελεύθερου κράτους, το οποίο διέπεται από ένα πνεύμα οικονομικού ορθολογισμού, και
στην άλλη περίπτωση για ένα κράτος, που παρά το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του αναζητά νέα ιδεολογικά
ερείσματα, για να δικαιολογήσει νέες πολιτικές επιθετικότητας και αυστηρότητας. Η νεοστρατιωτικοποίηση της
εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτέμβρη,
συνδυασμένη με μια διεύρυνση των επιτηρητικών πολιτικών ασφάλειας στο εσωτερικό, με δογματικές πολιτικές «εχθρού-φίλου» και με μια σειρά από ιδεολογήματα για τον κίνδυνο ενός εξωτερικού εχθρού, στο όνομα
των «τρομοκρατών», των «φανατικών» μουσουλμάνων
κτλ., κάθε άλλο παρά υποδεικνύουν μιαν υποχώρηση
του ΚΜΒ και κάθε άλλο παρά μπορούν να ταξινομηθούν
απλώς ως μία ακόμα μορφή του RMA.
290
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
3.3. Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής
«Πρέπει να αποβάλουμε την ψευδαίσθηση πως η ποινή είναι πάνω απ’ όλα (αν όχι αποκλειστικά) ένας
τρόπος καταστολής των αδικημάτων (…). Να αναλύσουμε τις κολαστικές μεθόδους, όχι σαν απλές συνέπειες κανόνων δικαίου ή σαν ενδείξεις κοινωνικών δομών, αλλά σαν τεχνικές, που η εξειδίκευσή τους βρίσκεται στο γενικότερο πεδίο άλλων μεθόδων εξουσίας. Να εξετάσουμε τις τιμωρίες μέσα στην προοπτική τής πολιτικής πρακτικής» (Foucault 1989: 35).
Μία ακόμα εξέλιξη από τον χώρο των ιδιωτικοποιήσεων και του ρεύματος του μανατζεριαλισμού, εξαιτίας
του οποίου το ΚΜΒ θεωρείται σε τροχιά αποδυνάμωσης, είναι η δημιουργία ιδιωτικών φυλακών, με πρωτοπόρες την Αμερική, τον Καναδά, την Αγγλία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ολλανδία και τη Νότια
Αφρική. Το εύρος της ιδιωτικοποίησης και τα προβλήματα σε κάθε χώρα είναι διαφορετικά. Ενώ οι ιδιωτικές φυλακές λειτουργούν κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ
(85% του αριθμού παγκοσμίως), χώρες όπως η Γαλλία και το Ισραήλ δεν συζητούν πέρα από την υιοθέτηση περιορισμένων μοντέλων δημόσιας-ιδιωτικής συνεργασίας. Σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία, οι κυβερνήσεις προσπαθούν τα τελευταία χρόνια
να αποσοβήσουν το καθεστώς των ιδιωτικών φυλακών,
ανατρέποντας την πορεία της ιδιωτικοποίησής τους, ενώ
στη Νότια Αφρική μία σειρά κυβερνήσεων αδυνατούν να
πληρώσουν τις ιδιωτικές φυλακές. Στις ΗΠΑ, μία σειρά σκανδάλων (κακομεταχείριση κρατουμένων, κακοδια­
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
291
χείριση των συμβάσεων) αύξησαν τη δημόσια δυσαρέσκεια και την κριτική από ειδικούς και μη. Παρ’ όλα
αυτά η κυβέρνηση Bush στήριξε την αύξηση των δημόσιων δαπανών για ιδιωτικές φυλακές, παρότι η άποψη
ότι αυτές κοστίζουν λιγότερο έγινε πιο ανίσχυρη σε σχέση με τη δεκαετία του 1990 (για τα ζητήματα σε διάφορες χώρες, βλ. Nurge/Schwartz 2004: 149-151). Σε αντίθεση με την κακομεταχείριση κρατουμένων στις ΗΠΑ
(ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικοποίησης),
στην Αγγλία, μετά τις πρώτες ιδιωτικοποιήσεις από την
Thatcher το 1992, εμφανίστηκαν στην πορεία «απρόσμενα θετικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης της φυλακής» (Schefer/Liebling 2008: 262), όπως η βελτίωση της
ποιότητας μεταξύ κρατουμένων και προσωπικού, με την
έννοια πως οι κρατούμενοι ανέφεραν ότι το προσωπικό
τούς φερόταν με μεγαλύτερο σεβασμό (ό.π.).
Σε αντίθεση με τις εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, οι
εταιρείες ιδιωτικών φυλακών βασίζονται σε μια νομική
σχέση σύμβασης με το κράτος (contracting)37. Υπάρχει
37 Για παράδειγμα η μεγαλύτερη εταιρεία ιδιωτικών φυλακών στις ΗΠΑ, η Corrections Corporation of America (CCA),
που ιδρύθηκε το 1983, έχει στη διάθεσή της πάνω από
66 σωφρονιστικά καταστήματα και κέντρα προφυλάκισης
σε διάφορες πόλεις, διαχειρίζεται περίπου 70.000 κρατουμένους, ενώ απασχολεί γύρω στα 17.000 άτομα. Η CCA
λειτουργεί στη βάση συμβολαίων, ενώ διάφορες τοπικές
κυβερνήσεις θέτουν τους όρους και τις απαιτήσεις τους
(Verkuil 2007: 42). Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της
εταιρείας, «Η CCA έχει την ευθύνη της παροχής του καλύτερου σωφρονιστικού μάνατζμεντ στη βιομηχανία του σωφρονισμού. Με περισσότερο από 25 χρόνια εμπειρίας στα
σωφρονιστικά συστήματα όλων των μεγεθών και επιπέδων
ασφάλειας, η CCA επιτελεί ευέλικτες στρατηγικές υπηρεσιών, και ανώτερα στάνταρντς ποιότητας, και όλα αυτά
292
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
δηλαδή μια σχέση αντιπροσώπευσης του κράτους από
την ιδιωτική εταιρεία, με τον έλεγχο και την τελική ευθύνη για πιθανά παραπτώματα των ιδιωτικών φορέων στις
φυλακές να παραμένουν στο κράτος. Σε αντίθεση με τις
εταιρείες ιδιωτικού στρατού, οι οποίες είναι δυσκολότερο να ελεγχθούν από το κράτος, για τις ιδιωτικές φυλακές, εκτός των όρων λειτουργίας που τίθενται στη σύμβαση, προβλέπονται δύο βασικοί έλεγχοι. Πρώτον, από
τα δημόσια δικαστήρια και δεύτερον, από ιδιωτικούς
ελεγκτικούς φορείς, όπως π.χ. ο American Correctional
Association (ACA), οι οποίοι θέτουν κριτήρια και αρχές
με τις οποίες οι ιδιωτικές φυλακές οφείλουν να συμμορφώνονται (Verkuil 2007: 45).
Η άποψη ότι το κράτος δεν μπορεί από μόνο του να
ελέγξει την εγκληματικότητα και να διαχειριστεί επαρκώς το σωφρονιστικό πρόβλημα έγινε κυρίαρχη από τα
μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά (Garland 1996:
448). Καθώς οι ιδιωτικές φυλακές αποτελούν ήδη μια
πραγματικότητα στις ΗΠΑ και αλλού από τα μέσα της
δεκαετίας του 1980 και μετά, η κυρίαρχη συζήτηση για
την ιδιωτικοποίηση της φυλακής, «το σωφρονιστικό πείραμα του αιώνα» (Schefer/Liebling 2008: 261), δεν είναι τόσο μία συζήτηση κατά της ίδιας της πολιτικής της
ιδιωτικοποίησης, αλλά χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο
από επιχειρηματολογίες «υπέρ-κατά». Η ρητορική των
σε μικρό κόστος για τον φορολογούμενο. Ένα πετυχημένο παράδειγμα δημόσιας-ιδιωτικής συνεργασίας, η CCA
επιτυγχάνει αποδεδειγμένες, υπεύθυνες σωφρονιστικές
λύσεις που ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες του
εθνικού, περιφερειακού και τοπικού σωφρονιστικού κλίματος» (http://www.correctionscorp.com/facility-operations).
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
293
υπέρ και κατά δεν αναλαμβάνει μια συνολικότερη κριτική της σωφρονιστικής πολιτικής του διαχειριστικού μοντέλου της ιδιωτικοποίησης, αλλά εγείρει τεχνικές και
διοικητικές παραμέτρους, όπου κυριαρχούν οι οικονομικοί προβληματισμοί, αλλά και μια σειρά από απλοποιημένα ηθικά επιχειρήματα. Συνοπτικά, αυτή η συζήτηση
παρουσιάζει τα εξής επιχειρήματα (για λεπτομερέστερη
ανάλυση των παρακάτω επιχειρημάτων υπέρ και κατά,
βλ. Logan 1990, Verkuil 2007, Schefer/Liebling 2008):
Οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών φυλακών θέτουν κριτήρια οικονομικότητας (οι ιδιωτικές φυλακές χτίζονται
και χρηματοδοτούνται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα από τις δημόσιες, οι φόροι για τους πολίτες μειώνονται, επίσης υπάρχουν απαλλαγή του κράτους από ακριβές υπηρεσίες, αποφυγή πληρωμής μισθών και συντάξεων των σωφρονιστικών υπαλλήλων, νέες θέσεις εργασίας για τις τοπικές κοινότητες, μεγαλύτερη παραγωγικότητα από πλευράς υπαλλήλων, λιγότερες συγκρούσεις
με τη διοίκηση και καλύτερες εργασιακές συνθήκες) και
αποτελεσματικότητας (όπως επαγγελματοποίηση και
μάνατζμεντ των υπηρεσιών, μείωση της δημόσιας γραφειοκρατίας, ανταγωνισμός για απόδοση και καλύτερη
παροχή υπηρεσιών, μεγαλύτερα κίνητρα λόγω οικονομικού συμφέροντος των ιδιωτικών φυλακών για καλύτερες υπηρεσίες, επίσης η ιδιωτική φυλακή αποτελεί μέτρο
σύγκρισης για τη δημόσια, στα πλαίσια συγκρίσεων των
αποτελεσμάτων ενδυναμώνεται η διαφάνεια για τις ανεπάρκειες των δημόσιων φυλακών που χωρίς τις ιδιωτικές θα έμεναν κρυφές, επί πλέον οφέλη όπως πειραματισμός/καινοτομία, καλύτερος έλεγχος της ιδιωτικής από
τη δημόσια φυλακή, επειδή οι ιδιωτικές φυλακές υπα-
294
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κούουν ευκολότερα στο δικαστήριο από τις δημόσιες, οι
σχέσεις μεταξύ κρατουμένων και προσωπικού της φυλακής είναι καλύτερες στην ιδιωτική φυλακή, η τιμωρητική/μιλιταριστική κουλτούρα δεν είναι τόσο έντονη στην
ιδιωτική φυλακή).
Οι ενάντιοι στην ιδέα της ιδιωτικής φυλακής θέτουν
κριτήρια αδιαφάνειας (όπως διαφθορά, lobbying, πελατειακές σχέσεις, εμπλοκή των πολιτικών σε ζητήματα και προτεραιότητες επιχειρηματιών, σκάνδαλα, ασάφεια σχετικά με το αν οι ιδιωτικές φυλακές λειτουργούν
με τον τρόπο που ορίζει η σύμβαση έργου, περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου, τα κριτήρια αποδοτικότητας
κατασκευάζονται από ιδιωτικούς φορείς, μειωμένες δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ ιδιωτικής φυλακής και
επίσημων οργάνων της δικαιοσύνης και της αστυνομίας,
κακομεταχείριση κρατουμένων), ιδιοτέλειας (για παράδειγμα, το κατά πόσον μπορούν οι φορείς των ιδιωτικών φυλακών να προχωρήσουν στη διαδικασία της υπό
όρους απόλυσης, αν από τη συνέχιση της κράτησης προκύπτει οικονομικό κέρδος, οι φορείς ιδιωτικών φυλακών
μπορεί να πιέσουν για αυστηρότερους νόμους και περισσότερη φυλάκιση), αξιοπιστίας (η ιδιωτική φυλακή
μειώνει την αποτελεσματικότητα χάριν του κέρδους, τοποθετεί το κέρδος πάνω από το δημόσιο συμφέρον, δημιουργεί μεγαλύτερη γραφειοκρατία, έξοδα διαπραγμάτευσης, συγκρούσεις συμφερόντων, δεν έχει το ίδιο κύρος με τη δημόσια, δεν συμβολίζει τη νομιμότητα και
δεν εκφράζει τις αξίες της ευταξίας όπως η δημόσια, η
εκπαίδευση του προσωπικού τής ιδιωτικής φυλακής είναι ανεπαρκής, το προσωπικό δεν έχει εκπαιδευτεί στις
κρίσεις), και αποδυνάμωσης του κράτους (η ιδιωτική
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
295
φυλακή είναι αντισυνταγματική και αποδυναμώνει την
εξουσία των επίσημων οργάνων του κράτους, παρά τη
διάχυση της ευθύνης για τον σωφρονισμό οι ανεπάρκειες
της ιδιωτικής φυλακής χρεώνονται στο κράτος, δημιουργούνται ιδιωτικά μονοπώλια, το παραδοσιακό ΚΜΒ της
νομιμότητας κλονίζεται).
Η ομαδοποίηση των επιχειρημάτων σε υπέρ και κατά
κατορθώνει να εντάξει ηθικούς και πολιτικούς προβληματισμούς σε μια προβαλλόμενη ως απαλλαγμένη από ιδεολογικές κρίσεις μανατζεριαλιστική συλλογιστική, η οποία
και είναι αφοσιωμένη στην οικονομικότητα του εγχειρήματος. Τα επιχειρήματα και οι έρευνες, που θα πείσουν
ότι η ιδιωτική φυλακή είναι πράγματι φθηνότερη για το
κράτος, είναι και τα ισχυρότερα. Εντός των οικονομικών
επιχειρημάτων και των λογικών κόστους-οφέλους, παραγκωνίζεται το ερώτημα τού κατά πόσον ο σκοπός της
φυλάκισης, που (τουλάχιστον θεωρητικά στη λογική του
κράτους πρόνοιας) ήταν η αναμόρφωση και επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων, εξυπηρετείται από την ιδιω­
τική φυλακή. Επίσης, λόγω μεθοδολογικών δυσχερειών,
δεν υπάρχουν συγκριτικές έρευνες για τα ποσοστά υποτροπής στη δημόσια και την ιδιωτική φυλακή. Η εμπορευματοποίηση της σωφρονιστικής πολιτικής και η ένταξή
της στο ευρύτερο μάνατζμεντ των κρατικών υπηρεσιών,
καθώς και ο σωφρονιστικός κορπορατισμός έγιναν σταδιακά, παρά το πρώτο κύμα των αντιδράσεων και κριτικών,
αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής πολιτικής.
Εντός των υπέρμαχων των ιδιωτικών φυλακών έχουν
κατισχύσει μία σειρά από φιλοσοφικο-φιλελεύθερες
απόψεις με διαφορετικές αποχρώσεις. Από την άποψη
ότι η τιμωρία είναι μία παλιότερη από ό,τι το κράτος τα-
296
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κτική, την άποψη ότι τα άτομα θα πρέπει να επιλέγουν
αν ο δράστης που έβλαψε τα συμφέροντά τους θα πρέπει να τιμωρείται στη δημόσια ή την ιδιωτική φυλακή,
μέχρι τις απόψεις που υποστηρίζουν τις ρυθμισμένες με
νόμο συνεργασίες μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών φορέων. Αντλώντας από αναρχο-φιλελεύθερες απόψεις όπως
του Nozick, ο οποίος υποστηρίζει ότι το δικαίωμα στην
τιμωρία δεν ανήκει αποκλειστικά στο κράτος ή σε κάποιον άλλο συλλογικό φορέα, αλλά εκπορεύεται από τα
ατομικά δικαιώματα, υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης
των φυλακών θεωρούν ότι, εφόσον στα πλαίσια της φιλελεύθερης θεωρίας τα άτομα εκχωρούν την εξουσία τους
στο κράτος, κράτος και ιδιώτες έχουν τα ίδια δικαιώματα στην τιμωρία, στον βαθμό που και οι δύο υπόκεινται
στον νόμο και τόν εκπροσωπούν38.
Ωστόσο, με τη νέα τιμωρητικότητα (punitivity), τους
δραματικούς ρυθμούς φυλάκισης των τελευταίων δεκαετιών (Garland 1996: 450) και τις πολιτικές μηδενικής ανοχής, το ζήτημα έχει υπερβεί τις όποιες φιλοσοφικές διαστάσεις μπορεί να είχε και έχει συνδεθεί με προβλήματα της ευρύτερης σωφρονιστικής πολιτικής. Η νέα «σωφρονιστική βιομηχανία» γίνεται όλο και πιο κερδοφόρα.
Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το 1987 υπήρχαν παγκοσμίως 3.100 ιδιωτικές κλίνες (οι κρατούμενοι των ιδιωτικών
38 Για παράδειγμα, ο Logan (1990: 52, έμφαση Logan) υποστηρίζει ότι: «Tο κράτος δεν κατέχει το δικαίωμα να τιμωρεί. Απλά τό διοικεί με την εμπιστοσύνη και εκ μέρους των
ανθρώπων υπό το γράμμα του νόμου. Δεν υπάρχει κανένας
λόγος για τον οποίο επικουρικοί διαχειριστές να μη μπορούν να διορίζονται, εφόσον και αυτοί επίσης λογοδοτούν
στους ανθρώπους και υπόκεινται στις ίδιες παροχές του
νόμου που κατευθύνουν το κράτος».
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
297
φυλακών μετριούνται σε κλίνες), 20.687 το 1992 και στα
τέλη του 2001 υπήρχαν 142.521 κλίνες, με το 85% του
παγκόσμιου ποσοστού κρατουμένων σε ιδιωτικές φυλακές να βρίσκεται στις ΗΠΑ, όπως προειπώθηκε (Nurge/
Schwartz 2004: 134). Όπως επισημαίνουν οι Nurge και
Schwartz (ό.π.), το μεγάλο ποσοστό της αμερικάνικης παρουσίας δεν οφείλεται μόνο στο ευρύτερο κύμα των εκεί
ιδιωτικοποιήσεων (privatization movement), αλλά και στο
ότι οι ρυθμοί φυλάκισης έχουν αυξηθεί δραματικά από τη
δεκαετία του 1980 και είναι αυτή τη στιγμή οι μεγαλύτεροι στον κόσμο. Για παράδειγμα, στο τέλος του 2001
φυλακίστηκαν 71% περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι το
1990. Αυτός ο «μαζικός εγκλεισμός» (Garland 2001) εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της Αμερικής,
της οποίας τα ποσοστά φυλάκισης είναι 6 φορές μεγαλύτερα από την Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Garland (2001: 142-147), το ποσοστό φυλάκισης κατά τον 20ό αιώνα κυμαινόταν σχετικά σταθερά σε
110 ανά 100.000. Το 1973 το ποσοστό άρχισε να αυξάνεται και έκτοτε συνέχισε να αυξάνεται κάθε έτος. Κατά
τη δεκαετία του 1990 ο πληθυσμός των φυλακών διπλασιάστηκε με ταχείς ρυθμούς και το 2000 έφτασε στους
680 ανά 100.000, αριθμός πέντε φορές μεγαλύτερος από
το 1972, με κυρίαρχη ομάδα-στόχο τους μαύρους άντρες,
κατοίκους αστικών περιοχών, ηλικίας 20 ώς 29 χρονών.
Η αύξηση αυτή του πληθυσμού της φυλακής ήταν
αποτέλεσμα μιας σειράς ποινικών πολιτικών: οι τελεσίδικες υποχρεωτικές ποινές, όπως η Three Strikes and
You are Out, η οποία επέβαλλε ισόβια κάθειρξη (25 χρόνια) για τον παραβάτη που θα συλλαμβάνονταν για τρίτη φορά να διαπράττει αδίκημα (το είδος τού αδικήμα-
298
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τος που επισύρει τέτοια ποινή ποικίλλει από πολιτεία
σε πολιτεία), η λογική του Truth in Sentencing, κατά την
οποία ο καταδικασμένος δεν πρέπει να εκτίει ποινή φυλάκισης μικρότερη της προβλεπομένης, οι εκστρατείες
όπως ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» και η συναρτημένη με την απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας διεύρυνση των ιδιωτικών φυλακών. Πρόκειται για αλλαγές
που έγιναν σταδιακά και όχι απαραίτητα στη βάση ενός
μακροπρόθεσμα οργανωμένου σχεδιασμού.
Τα γενικά χαρακτηριστικά του νέου σωφρονιστικού
κλίματος είναι τα εξής: η τάση για μείωση των κρατικών
δαπανών, ο ταξικά επιλεκτικός έλεγχος μέσω της φυλάκισης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, η εξοικείωσή τους με την εμπειρία της φυλακής και η μεταφορά της κουλτούρας της φυλακής εντός τής υπό έλεγχο
κοινωνικής ομάδας (Garland 2001: 114). Παράλληλα, το
προφίλ του κρατουμένου αλλάζει σε αναλογία με τους
στόχους της γενικότερης σωφρονιστικής πολιτικής. Οι
Nurge και Schwartz (2004: 152) παρατηρούν ότι, ενώ παλιότερα ζήτημα ήταν πώς θα μπορούσαν οι κρατούμενοι,
οι οποίοι θεωρούνταν κοινωνικά απόβλητοι (social junk),
να «αναμορφωθούν», να επανενταχθούν και να γίνουν
παραγωγικοί ή πώς θα μπορούσαν να συνδράμουν στην
παραγωγή εμπορευμάτων (π.χ. μέσα από την εργασία
εντός φυλακής), σήμερα οι κρατούμενοι γίνονται οι ίδιοι
ένα εμπόρευμα και, «όπως με όλα τα εμπορεύματα, δεν
ενδιαφέρει τι θα γίνει μετά την πώλησή τους» (ό.π.). Η
συντήρηση των κρατουμένων θεωρείται ακριβή όσο μένει
στα χέρια του κράτους, με αποτέλεσμα η ιδιωτική φυλακή να παρεμβαίνει για δικό της όφελος μεταξύ κράτους
και σωφρονιστικού υποκειμένου.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
299
Παράλληλα, εκτός από το δημόσιο ενδιαφέρον για το
έγκλημα, ο φόβος του εγκλήματος παρουσίασε επίσης
αυξητικές τάσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1980
και μετά. Κατά τη δεκαετία του 1990, η δημόσια δυσαρέσκεια για το ποινικό σύστημα και η καλλιεργημένη
από τα ΜΜΕ αίσθηση ότι οι παραβάτες τύγχαναν επιεικούς μεταχείρισης δημιουργούν ένα κλίμα, στο οποίο,
όπως επισημαίνει η Callanan (2005: 4), «οι πολιτικοί
χρησιμοποιούσαν την αύξηση του φόβου του εγκλήματος, για να δικαιολογήσουν την κλιμάκωση και νομιμοποίηση του τιμωρητικού κοινωνικού ελέγχου που σάρωσε τη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και το 1990
–υποχρεωτικές ποινές, το truth in sentencing, και η νομοθεσία του three strikes». Εν όψει αυτών των αυστηρών
ποινών (get-tough laws), στο ίδιο διάστημα εντατικοποιείται ο κοινωνικός έλεγχος και μία εκδικητική λογική διαπερνά το νομοθετικό σύστημα.
Η Callanan (2005: 8) κάνει έναν ακόμα σημαντικό συσχετισμό και ενδιαφέρεται για το πώς ποινές όπως το
three strikes και τα υψηλά ποσοστά φυλάκισης συνδυάζονταν με τον φόβο του εγκλήματος, όπως αυτός διαμορφώνονταν από τα ΜΜΕ. Ερευνώντας τη σχέση ανάμεσα
στα ποσοστά φυλάκισης και τον αριθμό των σχετικών
με το έγκλημα ειδήσεων/ιστοριών στα δελτία ειδήσεων
των εθνικών καναλιών, διαπιστώνει ότι σε αναλογία με
την αυξητική τάση φυλάκισης, ο αριθμός των ειδήσεων
σχετικά με το έγκλημα τετραπλασιάστηκε από το 1990
ώς το 1995. Ωστόσο, υποστηρίζει η Callanan (ό.π.: 174),
η σχέση ανάμεσα στον φόβο του εγκλήματος, την αύξηση της τιμωρητικότητας, την υποστήριξη του three strikes
και την κατανάλωση σχετικών με το έγκλημα ειδήσεων
300
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
δεν είναι άμεση. Αντίθετα, θεωρεί ότι τα ΜΜΕ «λειτουργούν έμμεσα μέσα από τα αποτελέσματά τους στις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις που συνδέονται με την
τιμωρητικότητα». Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η έμμεση
σχέση είναι λιγότερο σημαντική. Τα ΜΜΕ, υποστηρίζει
η Callanan (ό.π.), ταυτίζουν τη βία με το έγκλημα, κατασκευάζουν μια σειρά στερεοτύπων για το έγκλημα και
παρέχουν μιαν απλοποιητική εικόνα του προβλήματος,
με αποτέλεσμα να έχουν κάνει «το ζήτημα του εγκλήματος τόσο σημαντικό, ώστε η προστασία από αυτό να
έχει γίνει η οργανωτική αρχή της καθημερινής ζωής». Τα
ΜΜΕ παρουσιάζουν το έγκλημα ως αποτέλεσμα ατομικών παθολογιών και δεν τό συνδέουν με ευρύτερες κοινωνικές δομές και οικονομικά προβλήματα. Αποκλείοντας πληροφορίες σχετικά με την πραγματική κατανομή της εγκληματικότητας, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι
η πιθανότητα θυματοποίησης από βίαιο έγκλημα είναι
πενιχρή, απολυτοποιώντας τη φυλάκιση ως τη μοναδική κατάλληλη ποινή, αποφεύγοντας κάθε έρευνα σχετικά με το ποια πραγματικά θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικά μέτρα καταπολέμησης του εγκλήματος και
αποσυνδέοντας το έγκλημα από οποιαδήποτε άλλη δέσμη κοινωνικών προβλημάτων, τα ΜΜΕ επηρέασαν δραματικά τις αντιλήψεις για την εγκληματικότητα.
Για παράδειγμα, η οικονομική κρίση κατά το 1970 και
το 1980, η κρίση στην αγορά εργασίας εξαιτίας της αποβιομηχανοποίησης και της εντατικής νεοφιλελευθεροποίησης των αγορών είχαν δραματικά αποτελέσματα στις
ήδη περιθωριοποιημένες και ούτως ή άλλως οικονομικά
ευάλωτες κοινότητες των μαύρων, οι οποίες εξωθήθηκαν
στη δημιουργία άτυπων, παρασιτικών οικονο­μιών. Απο-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
301
τελεσματικά, «καθώς άνθρωποι στράφηκαν στις άτυπες οικονομίες, όπως στην αγορά κοκαΐνης, το κράτος σε
απόκριση, αύξησε την αστυνομική επιτήρηση στις γειτονιές της πόλης και υιοθέτησε ένα γενικευμένο ‘πόλεμο
στα ναρκωτικά’» (ό.π.: 178). Σε συγχορδία με τον κρατικό «πόλεμο στα ναρκωτικά», τα ΜΜΕ ξεκίνησαν καμπάνιες ενημέρωσης κατά των ναρκωτικών και των συνεπειών τους, δαιμονοποιώντας τους «εμπόρους», χωρίς
ταυτόχρονα να δείξουν το ίδιο ενδιαφέρον για την οικονομική κρίση, τις αιτίες και τις συνέπειές της ή την οικονομική κατάσταση και τις συνέπειες του αποκλεισμού
από την επίσημη αγορά εργασίας στις κοινότητες των
μαύρων. Αυτή η επιλεκτικότητα των ΜΜΕ στην παρουσίαση σχετικών με το έγκλημα θεμάτων, ο εκ νέου στιγματισμός των μαύρων και το θόλωμα σχετικά με τις αιτίες της κρίσης λειτούργησαν ενδυναμωτικά στις κρατικές πολιτικές αυστηρότητας και τα υψηλά ποσοστά φυλάκισης. Το ερώτημα της Callanan (ό.π.), το κατά πόσο
«θα είχαμε σήμερα δύο εκατομμύρια φυλακισμένους, αν
τα ΜΜΕ είχαν προβάλει τη σχέση με την αποβιομηχανοποίηση και την παγκοσμιοποίηση», δεν είναι απλά ρητορικό, αλλά αντανακλά τον ρόλο που διαδραματίζουν τα
ΜΜΕ στη δημιουργία κοινωνικών συναινέσεων απέναντι
στις πολιτικές αυστηρότητας και δείχνει, επίσης, πως,
ακόμα και αν η σχέση μεταξύ κρατικής πολιτικής και
ΜΜΕ δεν είναι ποτέ με προφανή τρόπο αρμονική, είναι
όμως αρμονική ως προς την παραγωγή αποτελεσμάτων.
Παράλληλα, τα σωφρονιστικά μοντέλα για τη φυλακή τής «αναμόρφωσης», της «αποκατάστασης» και της
«επανακοινωνικοποίησης» του παραβάτη (rehabilitation
movement), τα οποία συνδέθηκαν από τη δεκαετία του
302
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
1960 ώς τη δεκαετία του 1980 με κρατικοπρονοιακές πο­λι­τικές, έδωσαν τη θέση τους σε μοντέλα ιδιωτικής φυλακής, καθορισμένα από διαφορετικά κριτήρια
«ορθολογικό­τητας», «κόστους-ωφέλειας», «εκσυγχρο­νι­
σμού», «αποτελεσματικότητας» και «μετρησιμότητας».
Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής σηματοδοτεί τη μετατόπιση των σωφρονιστικών στόχων προς πιο πραγματιστικές, διοικητικές κατευθύνσεις, με την πίεση της αποπεράτωσης και την οικονομική παράμετρο να καθορίζουν
τη διαχείριση της εγκληματικότητας. Στα πλαίσια αυτής της νεοφιλελεύθερης σωφρονιστικής πολιτικής, ζήτημα δεν είναι η αλλαγή των αντιλήψεων και στερεοτύπων για την εγκληματικότητα ή οι κοινωνικές δομές που
τήν πλαισιώνουν, ούτε η αναμόρφωση των κρατουμένων,
αλλά η κατάλληλη οικονομική διαχείριση που θα μειώσει το κόστος καταπολέμησης του εγκλήματος.
Από τις εξελίξεις αυτές συνάγεται ότι η ιδιωτικο­
ποίηση της φυλακής δεν μπορεί να θεωρηθεί παράγοντας αποδυνάμωσης του ΚΜΒ. Αυτό συμβαίνει, όχι μόνον επειδή η ιδιωτική φυλακή βρίσκεται σε σχέση σύμβασης με το κράτος, αλλά επειδή αυτή αποτελεί κομμάτι ενός ευρύτερου πλέγματος σωφρονιστικού κορπορατισμού, εντός του οποίου η καταστολή επεκτείνεται. Εκεί
όπου οι ιδιωτικές φυλακές αποτελούν βιώσιμο σωφρονιστικό μοντέλο, δηλαδή κυρίως στις ΗΠΑ, αυτές συνοδεύονται από μια σειρά από υψηλά ποσοστά φυλάκισης
και μια δέσμη ιδιαίτερα αυστηρών νομοθεσιών. Σε ένα
ευρύτερο πνεύμα μανατζεριαλισμού, το κράτος δίνει το
δικαίωμα σε φορείς της αγοράς να αναλαμβάνουν συμφωνημένες δράσεις και να λειτουργούν ως αντιπρόσωποί
του. Είναι και πάλι το κράτος, με το «ειδικό του μέσο»,
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
303
το ΚΜΒ, εκείνο που καθορίζει την ατζέντα της σωφρονιστικής πολιτικής και, παράλληλα, τα ζητήματα σχετικά
με την εμπλοκή ιδιωτικών φορέων και τη νομιμότητα της
δράσης τους στη σωφρονιστική πολιτική. Έτσι, η σχέση
μεταξύ κράτους, ιδιωτικοποίησης και υψηλών ποσοστών
φυλάκισης δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ούτε ως γραμμική, ότι δηλαδή η ιδιωτικοποίηση των φυλακών επέφερε από μόνη της και την αυστηροποίηση των κρατικών
πολιτικών, ούτε ως εξωτερική, ότι δηλαδή η νεοφιλελεύθερη οικονομία επιβλήθηκε στο κράτος ωθώντας το στην
ιδιωτικοποίηση των φυλακών.
Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής αναδεικνύει: Πρώτον,
την αναδιαμόρφωση των στόχων (πρακτικών και ιδεολογικών) του κράτους, την εδραίωση, δηλαδή, μιας πειθαρχικής-κατασταλτικής κοινωνίας, είτε ο σωφρονισμός
θα προέρχεται από δημόσιους είτε από ιδιωτικούς φορείς. Δεύτερον, ότι η πραγματικότητα του σωφρονισμού
είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης σχέσης ανάμεσα στους
προσανατολισμούς του κράτους σχετικά με τις ανάγκες
και προτεραιότητες της οικονομίας (τον οικονομικό χαρακτήρα του κράτους), την προσαρμοσμένη σε αυτές τις
ανάγκες ρύθμιση των ανάλογων νομοθεσιών και μέτρων
ελέγχου (τον δικαιϊκό χαρακτήρα του κράτους) και τις
κοινωνικές συναινέσεις ή μη, σχετικά με την ανάγκη αυστηρότερων μέτρων, συναινέσεις που διαμεσολαβούνται
από φορείς επιρροής, όπως τα ΜΜΕ. Τρίτον, τις δυνατότητες του κράτους να υιοθετεί διαφορετικές, «καινοτόμες» και «ευέλικτες» πολιτικές ελέγχου. Η ιδιωτικοποίηση της φυλακής αποτελεί ένα παράδειγμα τού πώς
το ΚΜΒ δίνει στο κράτος τη δυνατότητα του πειραματισμού πάνω σε διαφορετικά θεσμικά μοντέλα.
304
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
3.4. Ιδιωτικοποίηση αστυνομικών και επιτηρητικών
υπηρεσιών ασφάλειας
Η ιδιωτικοποίηση της αστυνόμευσης και η παροχή
υπηρεσιών επιτήρησης και φύλαξης από ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας είναι τάσεις που γνωρίζουν μιαν όλο
και μεγαλύτερη διεύρυνση σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, με τη δράση τους, τη νομοθεσία ή τις νομοθετικές ελλείψεις να διαφέρουν από χώρα
σε χώρα. Οι εταιρείες φύλαξης αναλαμβάνουν μια σειρά
διαφορετικών υπηρεσιών, από τη φύλαξη εμπορικών κέντρων, καταστημάτων, τραπεζών, γηπέδων, εργασιακών
χώρων, σχολείων, ιδιωτικών κτιρίων, σπιτιών, οικοδομικών τετραγώνων και αστικών περιοχών, ώς την επιτήρηση περιοχών, όπως δάση, οικότοποι ή λιμάνια, αλλά αναλαμβάνουν και περισσότερο εκλεπτυσμένες υπηρε­σίες,
όπως είναι η παροχή πληροφοριών για χάρη της δημόσιας αστυνομίας ή για χάρη εταιρειών. Για παράδειγμα, τέτοιες υπηρεσίες, που υπάρχουν στον Καναδά, τις
ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού, περιλαμβάνουν
τη συλλογή πληροφο­ριών σχετικά με άτομα, ανταγωνιστές, προϊόντα, εταιρείες, αγορές κτλ. (South 1994: 223).
Άλλες μορφές εμπλοκής ιδιωτικών εταιρειών σε πολιτικές κοινωνικού ελέγχου είναι το ηλεκτρονικό tagging39,
39 Πρόκειται για ένα νέο μέτρο επιτήρησης. Σύμφωνα με
τον Nellis, η «ηλεκτρονική επιτήρηση» των παραβατών
(electronic monitoring) ή tagging εφαρμόστηκε στην Αγγλία το 1999. Παρόλο που συζητούνταν ήδη από το 1989,
το 1999 θεωρήθηκε ικανό μέτρο, για να χρησιμοποιείται
από τα δικαστήρια σε συγκεκριμένες μορφές παράβασης. Σύμφωνα με τον Nellis (2003: 82), το tagging συνιστά «μια νέα μορφή κοινοτικού (εκτός φυλακής) ελέγ-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
305
η ψηφιακή επιτήρηση μέσω καμερών κτλ. Επίσης, καθώς οι αγορές ασφάλειας διευρύνονται, υπόκεινται επίσης και σε διαδικασίες διεθνοποίησης, με αποτέλεσμα η
ίδια εταιρεία ασφάλειας να δρά σε περισσότερες από
μια χώρες.
Σύμφωνα με τον South (1994: 228), ο οποίος περιγράφει τις αλλαγές στη μορφή της σύγχρονης αστυνόμευσης,
υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές σχέσεις-ιδεατοί τύποι
μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής αστυνομίας. Η πρώτη διακατέχεται από συμβιβασμό, όπου η συνεργασία μεταξύ
δημόσιας και ιδιωτικής αστυνομίας βασίζεται σε σχέσεις
εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανάλωσης από τη μια
των υπηρεσιών της άλλης, όπως για παράδειγμα στην
Ολλανδία, όπου διάφοροι φορείς από ιδιωτικές εταιρείες εμπλέκονται με τη δημόσια. Παραδειγματικά, σε υποθέσεις οικονομικής απάτης, η δημόσια αστυνομία χρησιμοποιεί στοιχεία από έρευνες ιδιωτικών εταιρειών, ενώ
αυτές οι εταιρείες χρειάζονται τη δημόσια αστυνομία,
για να μπορούν να διεξάγουν και να πουλούν ανάλογες
έρευνες. Ο δεύτερος τύπος σχέσεων μεταξύ δημόσιας
και ιδιωτικής αστυνομίας βασίζεται στη συμπληρωματικότητα. Πρόκειται για παρεμφερές με αυτό τού «συμβιβασμού» μοντέλο, με τη διαφορά πως εδώ υπάρχει μικρότερη ώς και καθόλου αλληλοδιείσδυση της μιας στις
χου που δημιουργείται στα κενά και στο περιθώριο των
παλιών μορφών». Ο Nellis τό θεωρεί σαν μια «δρακόντεια μορφή ελέγχου», η οποία οδηγεί στην αποδυνάμωση των ανθρωπιστικών αξιών τής ποινικής δικαιοσύνης
(όπως της επανακοινωνικοποίησης και αναμόρφωσης).
Πίσω από το tagging «ελλοχεύει», σύμφωνα με τον Nellis (ό.π.), «το όνειρο τού να είναι ο παραβάτης παντού
αντιληπτός».
306
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
υποθέσεις της άλλης, καθώς επίσης και μία αμοιβαία
αναγνώριση των διαφορετικών καθηκόντων τους και των
συνεπαγόμενων περιορισμών στη δράση τους. Το τρίτο μοντέλο τής μεταξύ τους σχέσης είναι ανταγωνιστικό
στη βάση μιας σύγκρουσης σχετικά με θέματα χρηματοδότησης, στελέχωσης προσωπικού και αποτελεσματικότητας. Σε ένα πλαίσιο κόστους-ωφέλειας, συγκρίνεται
εδώ ποιες υπηρεσίες είναι φτηνότερες και με ποιο κριτήριο αποδοτικότητας, καθώς και ποια συμφέροντα κάθε
φορά εξυπηρετούνται. Το τέταρτο μοντέλο, αυτό της παράκαμψης, δίνει έμφαση στους τρόπους με τους οποίους εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, αστυνομίας, στρατού
κτλ., μπορούν να παρακάμψουν τον νόμο, να δρούν οι
ίδιες ημιπαράνομα ή να συνδράμουν στη διάβρωση ατομικών ή πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως
αυτές προδιαγράφονται από τον νόμο.
Το πλεονέκτημα που παρουσιάζει το μοντέλο του
South είναι ότι συνοψίζει ένα σύνολο παραμέτρων, σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας, αποφεύγοντας να σχηματοποιήσει οριστικές μεταβάσεις, όπως
π.χ. από το κράτος στην αγορά, από το ΚΜΒ στην ιδιωτικοποίηση κτλ., καθώς και ότι εξετάζει τη σχέση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής αστυνομίας διαδραστικά,
ερευνώντας τόσο τα μεταξύ τους επίπεδα συναίνεσης
όσο και σύγκρουσης.
Σε ό,τι αφορά τη διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου
και τις συναφείς πολιτικές και ρητορικές ασφά­λειας, με
τις διαφορετικές αποχρώσεις στην έμφαση της «δημό­
σιας», «εσωτερικής» και «διεθνούς» ασφάλειας, οι αιτιά­
σεις που έχουν δοθεί έχουν αποδομιστικές αφετηρίες.
Θεωρείται πως ο ιντιβιντουαλισμός, η απορρύθμιση του
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
307
κράτους πρόνοιας και η διάχυση της πληροφορίας μέσα
από νέες μορφές επικοινωνίας προκάλεσαν έναν έντονα
διαφοροποιητικό κατατμηματισμό (fragmentation) τόσο των κοινωνικών τάξεων όσο και των τρόπων ζωής
και κατανάλωσης. Η μη-συλλογική κοινωνική ζωή χαρακτηρίζεται στο μεταμοντέρνο επιχείρημα από σχάσεις,
πολυδομικότητα, ετερομορφία και ένα δριμύ απολιτικό
πλουραλισμό, με την παγκοσμιοποίηση να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα προς την κατεύθυνση, ομοιογενοποίηση/κατατμηματισμός. Παρότι η «ασφάλεια» θεωρείται κεντρική, το ΚΜΒ τίθεται σε αμφισβήτηση είτε εντός
κουλτουραλιστικών, συμπεριφοριστικών θεωρήσεων των
τρόπων ζωής, είτε εντός νεο-υποκειμενιστικών σχημάτων
και επιχειρημάτων που ταυτίζουν την παγκοσμιοποίηση
με την αποκρατικοποίηση και την αποκρατικοποίηση με
ένα είδος ερχόμενης κοινωνικής αταξίας ή αναρχίας.
Αυτές οι απόψεις και θεάσεις των εξελίξεων, σημειώνει ο South (1994: 227), «θέτουν τη βεμπεριανή θεώρηση
του ΚΜΒ σε αμφισβήτηση». Συνεπώς, θέτει το ερώτημα
ο South (ό.π.), «εκχωρεί το κράτος ένα βαθμό τού ΚΜΒ
ή εκμισθώνει υπηρεσίες από ιδιωτικές εταιρείες ή αφήνει άλλους να λειτουργήσουν ως εκπρόσωποι του ΚΜΒ
ή δεν έχουν σημασία τέτοια θεωρητικά ζητήματα σήμερα;». Υποστηρίζοντας πως υπάρχει αρκετή αλήθεια στα
παραπάνω μεταμοντέρνα επιχειρήματα και τις περιγραφές των κοινωνικών μεταβολών, ο South δεν παίρνει
θέση στο ερώτημα που ο ίδιος θέτει. Δεν θεωρεί πειστική την πιθανή επίλυση του προβλήματος της ιδιωτικοποίησης αρμοδιοτήτων του ΚΜΒ, με το να υποστηριχθεί
απλώς ότι ο ορισμός του Weber δεν χαρακτηρίζει το σημερινό κράτος, επειδή αυτό αδυνατεί πλέον να ασκήσει
308
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο, και μεταβιβάζει συνεπώς αυτή του τη δραστηριότητα στην αγορά.
Το παραδοσιακό ερώτημα τού ποιος θεσμός είναι (ή
θα έπρεπε να είναι) κρατικός και ποιος (θα έπρεπε να)
ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα βρίσκεται με τις εξελίξεις
της ιδιωτικοποίησης στο κέντρο της συζήτησης. Ωστόσο,
το επιχείρημα της υποχώρησης του κράτους εν όψει της
ιδιωτικοποίησης προσλαμβάνει τους θεσμούς ως άτεγκτα, κλειστά συστήματα, μηχανιστικά διαμορφωμένα
στη βάση της κρατικής γραφειοκρατίας, και διακρίνει
αυστηρά ανάμεσα σε μια κρατική, «τη δημόσια σφαίρα», και μια εξωκρατική, την «ιδιωτική σφαίρα». Έτσι,
η έμφαση στη διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών
θεσμών κρίνει την αυτονομία ή μη των κρατικών θεσμών
και συμπεραίνει μιαν αποδυνάμωση του ΚΜΒ, όσο η
ιδιω­τικοποίηση διευρύνεται.
Στο σημείο αυτό, εγείρονται δύο ερωτήματα. Πρώτον,
κατά πόσον η εστίαση σε μιαν αυστηρή διάκριση δημοσίου-ιδιωτικού, η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα της ιδιωτικοποίησης του ΚΜΒ, μπορεί πράγματι να φωτίσει τις
μεταβολές στο κράτος. Δεύτερον, σε ποιο βαθμό η συζήτηση για τις μεταβολές του ΚΜΒ μπορεί να γίνει με
όρους διαφορετικούς από αυτούς της διάκρισης δημοσίου-ιδιωτικού, δηλαδή με όρους διαφορετικούς από αυτούς που προτάσσει η ίδια η γλώσσα του ΚΜΒ.
Ενώ, για παράδειγμα, ο Althusser κατέτασσε το 1968
την οικογένεια στους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της ταξικής διάρθρωσης του εργατικού δυναμικού, σε ένα θεσμό που θεωρούνταν ως ο
κατεξοχήν ιδιωτικός (με τον P. Anderson να τού ασκεί
κριτική ότι η οικογένεια υπαγόταν στο κράτος, μόνο σε
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
309
περιόδους φασισμού, και τον E.P. Thompson να τόν χαρακτηρίζει «νεοσταλινικό»)40, ήταν μόνο μέσα από αυτή
τη φαινομενικά ακραία θέση που, όπως αναφέρει ο Hay
(1996: 6), μπορούσε να «επαναδιατυπωθεί το προφανές», ότι δηλαδή το κράτος της περιόδου (αλλά και γενικά), όχι μόνον αναπαρήγαγε πατριαρχικές νόρμες καπιταλιστικής κυριαρχίας μέσα από τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων, τη νομική κατασκευή της οικογένειας
μέσα από το οικογενειακό δίκαιο, τους νόμους διαζυγίου, έκτρωσης, παιδικής πρόνοιας κτλ., αλλά και επί πλέον βάσιζε την οργάνωσή του ως ταξικού, επιτηρητικού
κράτους πρόνοιας, ακριβώς στις σχέσεις εξουσίας εντός
αυτών των ιδιωτικών θεσμών και στο μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας που θεωρούσε ως κυρίαρχο και ως τέτοιο προωθούσε41.
Ομοίως, σήμερα, το άνοιγμα των αγορών ασφάλειας
και η συνεπαγόμενη δημιουργία μιας σειράς ιδιωτικών
θεσμών αστυνόμευσης και ασφάλειας έχουν ωθήσει σε
επαναπροσδιορισμούς τού ζητήματος τι είναι (ή τι θα
έπρεπε να είναι) δημόσιο και τι ιδιωτικό. Ένα νέο ενδιαφέρον έχει δοθεί σε έννοιες δημόσιας και ιδιωτικής βίας. Για παράδειγμα, ο Kössler, ο οποίος θεωρεί ότι μία
από τις βασικότερες συνέπειες της νεωτερικότητας είναι
η σαφής συνταγματική διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική βία, ακολουθεί ως προς το κρά40 Για τις κριτικές σε αυτή τη θέση, βλ. σύντομες ανασκοπήσεις Hay, Colin, Re-Stating Social and Political Change, Open
University Press, Buckingham, 1996, και Carnoy, Martin,
Κράτος και Πολιτική Θεωρία, Οδυσσέας, 1990.
41 Για την πρόσληψη του θεσμού της οικογένειας από το κράτος πρόνοιας, βλ. Jessop, Bob, The Future of the Capitalist
State, Polity, 2002, σελ. 88.
310
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τος τη χομπσιανή έννοια της εξουσίας ως αποκλειστικά
δημόσιας, που δεν περιλαμβάνει μορφές «ιδιωτικής βίας», είτε αυτή είναι οικογενειακή είτε ενδοεργασιακή.
Στη βάση της πρόσληψης της εξουσίας ως δημόσιας, ορίζει αντιστοίχως και το ΚΜΒ ως εξής:
«Το κρατικό μονοπώλιο της βίας (…) δεν αναφέρεται σε
ένα αναλυτικό εργαλείο της κοινωνικής πραγματικότητας,
αλλά αυστηρά στη σφαίρα της δημοσίως εξασκούμενης βίας (…), και αφήνει έξω όλες τις μορφές ιδιωτικής βίας, είτε
αυτή ασκείται στις γυναίκες, στα παιδιά ή στους εργάτες
μέσα σε μιαν επιχείρηση» (Kössler 2003: 18).
Η προσέγγιση του ΚΜΒ του Kössler δεν αναγνωρίζει
τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού ως μια νομικά ενισχυμένη κοινωνική κατασκευή. Ωστόσο, τα πεδία
άσκησης δημόσιας και ιδιωτικής βίας, αλλά και αυτά του
τυπικού και άτυπου κοινωνικού ελέγχου δεν ήταν ποτέ
αυτόνομα, όπως υπαινίσσονται αυτές οι αυστηρές διακρίσεις, ούτε η ιδιωτική και η δημόσια βία είναι ασύνδετες. Παράλληλα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές οι νέες αγορές ασφάλειας αναπτύσσονται έξω από
το κράτος ή σε σύγκρουση με το κρατικό μονοπώλιο της
βίας, όπως αποφαίνονται οι υποστηρικτές της θεώρησης
του αδύναμου κράτους. Τουναντίον, φαίνεται ότι «οι ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας είναι ένα εργαλείο ελέγχου,
το οποίο εδραιώνεται δίπλα από το κρατικό μονοπώλιο
της βίας» (Braum 1999: 103, έμφαση ΜΜ). Πρόκειται
δηλαδή για πολιτικές που προωθούνται από το κράτος
και στοχεύουν στην ιδιωτικοποίηση και απελευθέρωση
των υπηρεσιών ασφάλειας, αστυνόμευσης και επιτήρη-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
311
σης, και οι οποίες δε μπορούν παρά να θεωρηθούν ως
προεκτάσεις του κράτους και των βλέψεών του στη δημιουργία νέων μορφών άσκησης του κοινωνικού ελέγχου και μιας σειράς νέων πειθαρχικών μηχανισμών. Συνιστούν εργαλεία ενός κοινωνικού ελέγχου που διαμορφώνεται όπως ο κρατικός.
Με άλλα λόγια, η διάκριση εδώ μεταξύ δημοσίου και
ιδιωτικού ελέγχου δεν είναι τόσο κρίσιμη, καθώς πρόκειται για ανεπίσημους ή ημιεπίσημους φορείς ή για «ημικρατικές εξουσίες» (Braum 1999: 135) που λειτουργούν
προς την ίδια κατεύθυνση με το κράτος. Σύμφωνα με
τον Braum (1999: 136), η νομιμότητα της ιδιωτικά παρεχόμενης δημόσιας επιτήρησης στηρίζεται σε τρία στοιχεία: στη σχέση μεταξύ ΚΜΒ και κράτους δικαίου, στην
αρχή της αποκεντρωμένης δικαιοδοσίας και στην αρχή
του ultima ratio. Αυτό σημαίνει ότι το ΚΜΒ, το οποίο
δεν αποτελεί αυτοσκοπό του κράτους για τη διατήρηση της εξουσίας του, αλλά μέσο για την αναπαραγωγή μιας κρατικά σχεδιασμένης ευταξίας, δεν επηρεάζεται από τους ιδιωτικούς φορείς άσκησης επιτήρησης και
ελέγχου.
Επίσης, εκείνο που χαρακτηρίζει αυτές τις θέσεις είναι μία μεθοδολογική ταύτιση μεταξύ του μονοπωλίου
της βίας και της ασφάλειας. Το κράτος παρείχε μεν παραδοσιακά θεσμοποιημένες υπηρεσίες αυτού που όριζε ως «ασφάλεια», δεν είχε όμως ποτέ το μονοπώλιο
επ’ αυτής. Η κοινωνία ήταν επίσης παραδοσιακά επιφορτισμένη με τον ρόλο της προστασίας από τον εαυτό της, μέσα από οικογενειακά, κοινωνικά και άλλα δίκτυα, τα οποία ενσάρκωναν άτυπα τους πειθαρχικούς
μηχανισμούς του ΚΜΒ. Οι διάφορες διαδικασίες ιδιω-
312
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τικοποίησης των υπηρεσιών ασφάλειας συνεπάγονται
μια αναδιανομή των φορέων, ρόλων, τρόπων, δραστηριοτήτων και στοχοθεσιών που αφορούν την ασφάλεια,
δεν κλονίζουν όμως το ίδιο το ΚΜΒ (Bülow 2000: 107),
ούτε σημαίνουν πως θεσμοί του ΚΜΒ, όπως η φυλακή
ή ο στρατός, δεν υπόκεινται στον πρώτο και τελευταίο
λόγο του κράτους. Έτσι, όχι μόνο δεν πρόκειται για
αποδυνάμωση του ΚΜΒ, αλλά, όπως παρατηρεί ο P-A.
Albrecht (1999: 395), η «ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού
ελέγχου και η ατυτοποίηση του ποινικού δικαίου βρίσκονται σε συμφωνία με τη διεύρυνση του κράτους».
Δεν υφίσταται δηλαδή ανταγωνισμός με το ΚΜΒ, ούτε και απλή συνύπαρξη, ούτε, επιπρόσθετα, προκύπτει,
όπως συμπεραίνει ο Kunz (2001: 283), ότι «εξαιτίας
της μερικής υποχώρησης του κράτους από το επιχειρησιακό πεδίο της επιτόπου παραγωγής της ασφάλειας,
το κεντρικό μονοπώλιο της βίας του κράτους δικαίου
τίθεται σε κίνδυνο και στην πραγματικότητα έχει ήδη
ξεπεραστεί».
Αντίθετα, οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν την επέκταση του κράτους και τη διεύρυνση του κοινωνικού
ελέγχου, στη συμπαιγνία δημόσιων και ιδιωτικών μορφών άσκησής του. Το κράτος απαλλάσσεται από ένα μεγάλο μέρος του οργανωτικού, οικονομικού και διοικητικού κόστους δευτερευόντων μορφών κοινωνικού ελέγχου
και από μια σειρά από ελεγκτικές δραστηριότητες που
το καθήλωναν σε γραφειοκρατική ακαμψία, ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από γνώση που έχει κερδηθεί ιδιωτικά (P-A. Albrecht 1999: 396).
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
313
3.5. Η εσωτερική ασφάλεια και η αντιμετώπιση της
εγκληματικότητας
Μία επιπλέον γκάμα επιχειρημάτων για την υποχώρηση του ΚΜΒ αντλεί από την εσωτερική ασφάλεια. Οι δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης του κράτους
πρόνοιας και των προσπαθειών για περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς χαρακτηρίστηκαν ταυτόχρονα από το
αίτημα για «εσωτερική ασφάλεια». Η μεταβίβαση πολιτικών ασφάλειας από το κράτος σε μια σειρά από ιδιωτικούς, τοπικούς και κοινοτικούς φορείς για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη δημιουργία ασφαλών χώρων είχε ως αποτέλεσμα τόσο την ιδεολογικοποίηση της ασφάλειας όσο και την εμπορευματοποίησή της.
Η εμπορευματοποίησή της οδήγησε σε νέες ταξικές ανισότητες, καθώς η ασφάλεια έπαψε να διανέμεται με βάση την προνοιακά καθορισμένη ανάγκη (αν ποτέ διενέμετο με βάση αυτήν) και, σαν οποιοδήποτε άλλο προϊόν,
διατίθεται στην αγορά με τέτοιο τρόπο, ώστε τα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την εγκληματικότητα να είναι και πιο απίθανο
να αγοράσουν υπηρεσίες ασφάλειας και, σε σχέση με τα
αστικά και μεσοαστικά στρώματα, να είναι πιο απίθανο
να οργανωθούν αποτελεσματικά και ευέλικτα απέναντι
στο έγκλημα (Garland 1996). Η εγκληματικότητα και οι
μετανάστες βρέθηκαν ξανά στο προσκήνιο, αυτή τη φορά
ως απειλές για την «εσωτερική ασφάλεια». Η ασφάλεια
αποσυνδέθηκε μερικώς α) από την ασφάλεια «προς τα
έξω», την προστασία δηλαδή από έναν εξωτερικό εχθρό
του κράτους, και συνδέθηκε με την ασφάλεια «προς τα
μέσα», με τις συγκρούσεις, έτσι, εντός κράτους, β) από
314
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
την έννοια της «κοινωνικής ασφάλειας», όπως αυτή συνδεόταν με το κράτος πρόνοιας και τις πολιτικές «ταξικού εξισωτισμού» (Jessop 2002: 76).
Οι Andreas και Price (2001: 31) διαπιστώνουν μια τέτοιας εμβέλειας μεταβολή στο ΚΜΒ, ώστε σημειώνουν
μια μετάβαση από το παραδοσιακό warfare state στο μεταψυχροπολεμικό crimefare state. Χαρακτηριστική είναι
εδώ η «στατιωτικοποίηση της αστυνομίας» μέσα από
την εισαγωγή στρατιωτικών πρακτικών και τεχνολο­γιών
στην καταπολέμηση τού ως τέτοιου οριζόμενου «οργανωμένου εγκλήματος», στη μάχη ενάντια στους «τρομοκράτες», τους «παράνομους μετανάστες», τους «επικίνδυνους νέους» κτλ. Οι Andreas και Price (2001: 52)
υποστηρίζουν ότι οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί μεταξύ
εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας και μεταξύ επιβολής του νόμου στο εσωτερικό και στρατιωτικών αποστολών στο εξωτερικό έχουν ατονήσει. Από τη μια πλευρά, ο στρατός χρησιμοποιείται για «δραστηριότητες πέρα από τον πόλεμο» (activities other than war), όπως σε
αποστολές διεθνούς αστυνόμευσης, ανθρωπιστικής παρέμβασης και εγχώριας στοχευμένης επιτήρησης. Ταυτόχρονα, ενώ ακόμα απαγορεύεται να κάνει συλλήψεις,
εμπλέκεται σε σχέδια δίωξης ναρκωτικών ή λαθρεμπορίου, υποστηρικτικά της αστυνομίας, με ειδικές στρατιωτικές μονάδες να συμμετέχουν σε ανακρίσεις, συνεντεύξεις, στη συλλογή πληροφοριών κτλ. Από την άλλη
πλευρά, η αστυνομία «στρατικοποιείται». Αναλύοντας
τον σχεδιασμό των πολιτικών εσωτερικής ασφά­λειας
των Η.Π.Α., οι Andreas και Price (2001:41) παρατηρούν
πως εν όψει του αιτήματος για «εσωτερική ασφάλεια»,
εκτός από τη δραματική αύξηση του πληθυσμού των
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
315
φυλακών και της υπερ-γραφειοκρατικοποίησης μέσω
της αύξησης των διάφορων τμημάτων του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, εισάγονται στην υπηρεσία της αστυνομίας
μέθοδοι δανεισμένοι από τη στρατιωτική τεχνολογία42.
Παράλληλα, μία σειρά νέων αστυνομικών θεσμών διεθνοποιούνται. Εκτός των ΗΠΑ, στα πλαίσια της ΕΕ θεσμοποιήθηκαν μία σειρά από τακτικές ελέγχου και επιτήρησης υπό τη σκέπη της «ασφάλειας» των κρατών μελών, όπως για παράδειγμα ο οργανισμός για τον έλεγχο
των συνόρων, Frontex43.
42 Κάνουν λόγο για στρατιωτικά συστήματα πληροφόρησης
για τον έλεγχο του εναέριου και θαλάσσιου χώρου, που
χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και
χρησιμοποιούνται πλέον για την καταδίωξη λαθρεμπορίου, ναρκωτικών και παράνομων μεταναστών, για ακτίνες
Χ στην ανίχνευση παράνομων φορτίων, για δημιουργία
«ηλεκτρονικών ποντικιών» και «αόρατων σκύλων» μέσα
σε πλοία για την ανίχνευση κοκαΐνης κ.ά. Για τον έλεγχο
της παράνομης μετανάστευσης χρησιμοποιούνται υπέρυθροι αισθητήρες ανίχνευσης και μεταλλικές μπάλες εντοπισμού από τη στρατιωτική τεχνολογία, ενώ ένας τοίχος
από 180 μεταλλικές πλάκες στα σύνορα του Σαν Ντιέγκο,
που είχε κατασκευαστεί για να χρησιμεύσει ως προσωρινός διάδρομος προσγείωσης για στρατιωτικές επιχειρήσεις, χρησιμεύει πλέον στον έλεγχο της μετανάστευσης
(Andreas/Price 2003: 38-39).
43 Ο Frontex αποτελεί ένα νέο θεσμό επιτήρησης και δίωξης
των μεταναστών. O ιδρυθείς το 2005 Ευρωπαϊκός Οργανισμός Frontex: Libertas, Securitas, Justitia, με έδρα τη Βαρσοβία της Πολωνίας, με 164 εθνικούς πραγματογνώμονες
και περίπου 70 εκατομ. ευρώ ετήσιο προϋπολογισμό στη
διάθεσή του, έχει σκοπό τη συνεργασία και την επιβολή
μέτρων για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της ΕΕ και την ενδυνάμωση «πολιτικών επαναπατρισμού». Σε συνεργασία με την Europol, την CEPOL
(College of European Police) και την EMSA (European
Maritime Safety Agency), συλλέγει και επεξεργάζεται πλη-
316
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Όπως επισημαίνουν οι Ball και Webster (2003:1), η
επιτήρηση, η οποία περιλαμβάνει «την παρατήρηση, αρχειοθέτηση και κατηγοριοποίηση πληροφοριών σχετικά με ανθρώπους, διαδικασίες και θεσμούς» και είναι
σήμερα «πιο οργανωμένη και βασισμένη στην τεχνολογία από ποτέ», έχει γίνει καθημερινή υπόθεση μέσα
από κλειστά συστήματα τηλεόρασης, για παράδειγμα η
ροφορίες, με στόχο το «ενιαίο μάνατζμεντ των συνόρων»,
τον έλεγχο των παραμεθόριων περιοχών και τη δίωξη της
παράνομης μετανάστευσης. Σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο,
ο Frontex εξαγγέλλει την ενασχόληση με στόχους που είναι οι εξής: 1) Ανάλυση ρίσκου: Αξιολογεί «απειλές» από
μετανάστες και ερευνά «ευαίσθητα σημεία» σε ζητήματα
ελέγχου των συνόρων, 2) Συντονισμός της επιχειρησιακής
συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη της Σένγκεν για τη
διαχείριση του ελέγχου των συνόρων, 3) Παροχή βοήθειας
στα κράτη μέλη που εκπαιδεύουν φρουρούς και αστυνομικές δυνάμεις στα σύνορα. Εργάζεται στην κατεύθυνση
της ομοιογενοποίησης των εκπαιδευτικών στάνταρντ, με
σκοπό την επαγγελματοποίηση των εν λόγω δραστηριοτήτων σε όλη την Ευρώπη, 4) Ανάπτυξη της έρευνας για τον
έλεγχο και την επιτήρηση στα σύνορα. Ενδυναμώνει τις δυνατότητες για έλεγχο μέσα από τις σύγχρονες τεχνολογίες
επιτήρησης, πληροφορεί σχετικά με τις τεχνολογικές δυνατότητες επιτήρησης τους διάφορους αξιωματικούς, αστυνομικούς φορείς κτλ. 5) Παροχή τεχνικής βοήθειας στα κράτη
μέλη, με σκοπό την άμεση παρέμβαση σε συμβάντα και
την προετοιμασία «πακέτων παρέμβασης», που μπορούν
να υιοθετηθούν ταχέως από τους εθνικούς συνοριακούς
φύλακες («Ομάδες Ταχείας Επέμβασης στα Σύνορα»), 6)
Συνεργασία με κράτη που δεν είναι μέλη της ΕΕ για τον
καλύτερο έλεγχο των συνόρων. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο
της Frontex, M. Beuving, στο μέλλον ο Frontex «θα εστιάσει το ενδιαφέρον του στον προσδιορισμό προτεραιοτήτων
σχετικά με την ανάπτυξη σε ορισμένες περιοχές. Με αυτόν
τον τρόπο ο Frontex θα έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει
τα ‘προϊόντα’ του, καθώς τα πρότυπα για τις δράσεις του
γίνονται υψηλότερα» (Frontex, Γενική Έκθεση 2007).
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
317
επιτήρηση κατά τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κατά την
πληρωμή με χρεωστικές κάρτες, ο έλεγχος στα αεροδρόμια ή η παρακολούθηση σε δημόσιους (δρόμους, πάρκα
κτλ.) και ιδιωτικούς χώρους (εμπορικά κέντρα, τράπεζες, χώροι ψυχαγωγίας κτλ.). Μετά την 11η Σεπτέμβρη
έχουν λάβει χώρα μία σειρά από νομικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό την ενδυνάμωση της αστυνομικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα η αστυνομία υιοθετεί μια σειρά τεχνικών μεθόδων, όπως είναι το σκανάρισμα της ίριδας, η
αναγνώριση προσώπου και η βιομετρική ανάλυση.
Ωστόσο, το να υποστηριχθεί –όπως γίνεται συχνά–
ότι η επιτήρηση και η ασφάλεια εντατικοποιήθηκαν
εξαιτίας της 11ης Σεπτέμβρη 2001 και ότι εξαιτίας της
διεθνοποίησης και ιδιωτικοποίησης μιας σειράς πρακτικών ελέγχου το ΚΜΒ αποδυναμώθηκε, θα παρέβλεπε
ένα σύνθετο σύνολο ρητορικών, ιδεολογιών, διαδικα­σιών
εντός και εκτός κράτους, καθώς και μια σειρά ενδιαφερόμενων για την ασφάλεια εμπλεκόμενων μερών και
φορέων, που για διαφορετικούς λόγους μπορούσαν να
επωφεληθούν από την εργαλειοποίηση της ασφάλειας
(ό.π.: 9). Τα μέτρα εντατικοποίησης της ασφάλειας μετά την 11η Σεπτέμβρη δεν αποτελούν, έτσι, κάποιο είδος
ρήξης με τις προγενέστερες εξελίξεις, αλλά τη συνέχεια
μιας παλιότερης διαδικασίας που ξεκινά από τη δεκαετία του 1970 και τις τότε πολιτικές κατά της τρομοκρατίας, θεσμοποιείται με τη Συνθήκη του Σένγκεν το 1985
και εντατικοποιείται στις δεκαετίες του 1990 και του
2000 με το επιθετικό πρόγραμμα του war on terror και
την πολιτική και ιδεολογική εργαλειοποίηση της έννοιας του «εχθρού», στα όρια ενός «κράτους ασφά­λειας»,
που δίνει νέα έμφαση σε επιτηρητικές, προληπτικές πο-
318
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
λιτικές (Krasmann 2007: 302), χωρίς να συνεπάγεται
ότι αυτή η έμφαση στην πρόληψη μειώνει και τις κατασταλτικές λειτουργίες του κράτους ή ότι τα παλιά μοντέλα του στιγματισμού, του αποκλεισμού και της δαιμονοποίησης των παρεκκλινόντων από τον νόμο έχουν
εξαλειφθεί.
Η επιτήρηση, προφανώς, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τουναντίον, έχει χαρακτηρίσει την εργασιακή διαδικασία εντός των μονάδων παραγωγής από τις αρχές της καπιταλιστικής οργάνωσης της συσσώρευσης, και
πιο εκλεπτυσμένα με τον τεηλορισμό και την εισαγωγή
μεθόδων επιστημονικού management της εργασίας (Ball/
Webster 2003: 9), διαδικασίες που επεκτάθηκαν και
στην εξωεργασιακή κοινωνική δράση και που εκτός από
τα θεσμικά πεδία κατέλαβαν επίσης και αυτά της κατανάλωσης, της ψυχαγωγίας και του ελεύθερου χρόνου.
Ομοίως και η οργάνωση του νεωτερικού κράτους βασίστηκε σε ορθολογικές στρατηγικές ελέγχου των θεσμών
στη βάση της γραφειοκρατικής διοίκησης (Weber) και σε
ένα συνονθύλευμα από επιτηρητικούς-πειθαρχικούς μηχανισμούς επί του πληθυσμού (Foucault). Καθώς η επιτήρηση, όπως και η κατασκευή της κοινωνικής συναίνεσης σχετικά με αυτήν, είναι πιο αποτελεσματική από την
άσκηση βίαιου καταναγκασμού, μία επιχειρηματολογία
σχετικά με την επιτήρηση ως άσκηση αυταρχικής εξουσίας με αρνητικό πρόσημο θα ενέπιπτε σε ένα Οργουελιανό σχήμα, που θα εξηγούσε την εξουσία σαν ένα πλήρως ορθολογικά οργανωμένο σχέδιο κάποιων παντοδύναμων εξουσιαστών επί των αδύναμων εξουσιαζόμενων
και, συνεπώς, σε μια ιδιαίτερα στενή πρόσληψη του κρατικού μονοπωλίου της βίας.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
319
Το όμοιο στους Bentham και Orwell πανοπτικό μοντέλο επιτήρησης, το αυταρχικό «κράτος της επιτήρησης»,
ταυτίζεται συχνά με το ΚΜΒ. Το κράτος θεωρείται ως ο
κυρίαρχος φορέας επιτήρησης, σαν να επρόκειτο για κρατικό μονοπώλιο της επιτήρησης. Η επιτήρηση δεν αποτελεί όμως ούτε δημόσια, ούτε ιδιωτική στρατηγική, ούτε
περιορίζεται σε μερικούς και όχι σε άλλους φορείς. Αποτελεί μάλλον ένα διευρυμένο κοινωνικό habitus που πλαισιώνεται από το κράτος, συμπυκνώνεται στο ΚΜΒ και
είναι συμβατό με αυτό, στον βαθμό που δεν θίγει τη νομιμοποίησή του. Το απλοϊκά γραμμικό Οργουελιανό μοντέλο κράτους δεν αντιστοιχεί στα σύγχρονα επιτηρητικά
κράτη δημοκρατικού-καπιταλιστικού τύπου και στο σύνθετο ΚΜΒ, που αυτά είναι σε θέση να κινητοποιήσουν. Το
κράτος σχηματίζει μεν μονοπωλιστικές αξιώσεις για την
άσκηση της νόμιμης φυσικής βίας, αλλά η επιτήρηση αποτελεί ένα ευρύ σύνολο από μηχανισμούς, διαχυμένους κοινωνικά στους επιμέρους θεσμούς και στους ρόλους που
οι διαφορετικοί εκπρόσωποι των θεσμών διαδραματίζουν
εντός τους44. Όπως η έννοια της a priori κυριαρχίας, ως
της κεντρικοποίησης και συσσώρευσης της κρατικής εξουσίας, έτσι και η έννοια του Πανοπτικού είναι προβληματικές για την ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των μηχανισμών επιτήρησης και του κράτους, καθώς δεν φωτίζουν
τους διπλασιασμούς, τους πληθυντικούς, την πολυκεντρι44 Όπως γλαφυρά παρατηρεί ο Peters (2002: 9): «Ο Orwell
δεν είχε δίκιο. Δεν ζούμε σε ένα κράτος επιτήρησης. Επιτηρούμαστε συχνά, πιο συχνά από ό,τι οι γονείς μας, δεν
βρισκόμαστε όμως κάτω από τη διαρκή επιτήρηση μιας
εξουσίας. Ένα πλήθος διαφορετικών ενδιαφερομένων μάς
παρατηρεί: ο βενζινοπώλης, οι ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας, οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, η αστυνομία».
320
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κότητα και τον πολυ-επιμερισμό που εμπεριέχει ο μηχανισμός της επιτήρησης, ακόμα και αν αυτός ο μηχανισμός
δε μπορεί να ενοποιηθεί σε ευρύτερη στρατηγική και να
γενικευθεί σε κοινωνικό habitus χωρίς το ΚΜΒ.
Καθώς ο σύγχρονος κοινωνικός έλεγχος δεν πραγματοποιείται Μπενθαμικά στη μορφή του Πανοπτικού, λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα και μικρότερα ή μεγαλύτερα δίκτυα ελέγχου, τα οποία είναι μερικώς κρατικά,
άλλα λειτουργούν με μια λογική προστασίας της ιδιοκτησίας και άλλα με αφετηρία το κέρδος για τις ιδιωτικές εταιρείες (Nogala στο Peters 2000: 120). Ο Dean
(1999: 183), περιγράφοντας τις σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης, θεωρεί ότι υπάρχει ένα «πλήθος ελεγκτικών
φο­ρέων, παραμέτρων της συμπεριφοράς που πρέπει να
ελεγχθούν, νορμών στις οποίες γίνεται επίκληση, στόχων
που αναζητούνται και συνεπειών που παράγονται». Χρησιμοποιεί την φουκωϊκή έννοια της Governmentality, για
να αποτυπώσει την πληθώρα των θεσμικών ή μη φορέων και κοινωνικών δρώντων, οι οποίοι εμπλέκονται στη
σχετική με τη διατήρηση της ασφάλειας διακυβέρνηση,
καθώς επίσης και την πληθώρα των πρακτικών που χρησιμοποιούνται45. Η πληθώρα, έτσι, των φορέων επιτήρη45 Για παράδειγμα, επιτήρηση ασκούν και φορείς από τον
χώρο της αγοράς. Έτσι, ιδιωτικές εταιρείες αγοράζουν
υπηρεσίες που παρέχουν εταιρείες έρευνας αγοράς, οι
οποίες χρησιμοποιούν τεχνικές συλλογής και στατιστικής
επεξεργασίας δεδομένων (data mining technology). Αυτές
οι τεχνικές διαφοροποιούν ανάμεσα σε «πελάτες υψηλής
και χαμηλής αξίας», αλλά και χρησιμοποιούν κριτήρια
κοινωνικής τάξης, φύλου, χρώματος και ηλικίας, για να
οργανώσουν καλύτερα τις στρατηγικές πωλήσεων. Όπως
επισημαίνει ο Gandy (2003: 28), «σκοπός κάθε πρακτικής
εξόρυξης δεδομένων είναι η απόσπαση σημαντικών πλη-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
321
σης, η γκάμα των μηχανισμών που αυτοί διαθέτουν, ακόμα και η ιδεολογική τους επιτυχία στο να παγιωθεί η
«ασφάλεια» ως πρώτιστη αναγκαιότητα των κοινωνιών,
δεν συνεπάγονται ότι αυτοί οι φορείς είναι ασύμβατοι με
το ΚΜΒ. Αντίθετα, συνδράμουν στην αναπαραγωγή και
τη διασφάλισή του.
3.6. Οικονομικοποίηση και πολιτικοποίηση της
ασφάλειας
«Η οικονομική αιτιολόγηση, όπως και η προηγούμενή της, η κοινωνική, έχει –περισσότερο από μιαν αυστηρή λογική ή μια στενή εννοιακή δομή–, μια
θεματική και πολιτισμική συνοχή: την επιτυχία ενός
παντού εφαρμόσιμου υποδείγματος. Είναι, συνεπώς,
ένα συνονθύλευμα από τεχνικές, μοντέλα, αναλογίες και συνταγές για δράση, που συνδέονται μεταξύ
τους χαλαρά μέσω της οικονομικής ορθολογικότητας. Το ότι αυτή (η οικονομική ορθολογικότητα) έχει
εμπεδωθεί, δεν είναι αντανάκλαση του οικονομικού
χαρακτήρα του εγκλήματος και της δικαιοσύνης ή
της εγγενούς εξουσίας των οικονομικών μοντέλων.
Είναι το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου πολιτικού και
πολιτισμικού περιβάλλοντος» (Garland 2001: 190).
Το έγκλημα και η αντεγκληματική πολιτική υπόκεινται παραδοσιακά σε διαδικασίες τόσο πολιτικοποίησης
ροφοριών ή γνώσεων στη βάση των προτύπων που εμφανίζονται εντός βάσεων δεδομένων, αφού έχουν καθαριστεί,
ταξινομηθεί και έχουν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας».
322
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
όσο και οικονομικοποίησης. Αυτή η διπλή διαδικασία
δεν αποτελεί μιαν αντίφαση, αλλά σηματοδοτεί την ενσωμάτωση και διάχυση λογικών ασφάλειας και κοινωνικού ελέγχου στις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική σφαίρα. Στη νεοφιλελεύθερη έκφανση του ΚΜΒ, η διπλή αυτή διαδικασία ενεργοποιείται ως εξής:
Η πολιτικοποίηση συνδέεται με την προώθηση μιας
συναισθηματικής γλώσσας ηθικού πανικού σχετικά με
την ασφάλεια, εμφανούς σε προεκλογικές υποσχέσεις,
σε διακηρύξεις, σε πολιτικές καμπάνιες και σε αντεγκληματικά προγράμματα. Από το 1990 η διακηρυσσόμενη ως καλπάζουσα εγκληματικότητα τέθηκε με νέα
ένταση στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας. Μια νέα πολιτική αυστηρότητας απέναντι στην εγκληματικότητα
εισήγαγε ο Tony Blair με τη ρητορική του Get Tough on
Crime («σκληροί με το έγκλημα, σκληροί με τις αιτίες
του εγκλήματος»)46, σλόγκαν που υιοθέτησε λίγο αργότερα σε καμπάνια του και ο Gerhard Schröder. Η «ασφάλεια» σηματοδότησε μιαν ευρύτερη στροφή των κρατικών πολιτικών (τόσο συντηρητικών όσο και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) σε αυστηρότερες αντεγκληματικές
πολιτικές και συμπύκνωσε τα ιδεολογικά περιεχόμενα
της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της εγκληματικότητας.
Το έγκλημα και η μείωσή του άρχισαν να αποτελούν
κυρίαρχες προτεραιότητες για μιαν «ασφαλή» κοινωνία
χαμηλής διακινδύνευσης, ενώ η αντεγκληματική πολιτική έγινε «εκφραστική» (H-J. Albrecht 2001: 167).
46 Στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας,
στις αρχές Μαΐου του 1992.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
323
Η οικονομικοποίηση σχετίζεται, πρώτον, με την ίδια τη
σύγχρονη κατανόηση της έννοιας της ασφάλειας ως «ιδιοκτησιακού αυτοσκοπού» (P-A. Albrecht 1999: 3), και δεύτερον, με το ότι η αντεγκληματική πολιτική επηρεάζεται
όλο και περισσότερο από οικονομικοκεντρικές θεωρήσεις
ορθολογικής επιλογής (rational choice), καταστασιακής
αντεγκληματικής πολιτικής (situational crime prevention),
πραγματιστικής δικαιοσύνης (actuarial justice) και επιχειρηματικής διακυβέρνησης (entrepreneurial governance).
Έτσι, τα μοντέλα της «αναμόρφωσης», της «αποκατάστασης» και της «επανακοινωνικοποίησης» των παρεκκλινόντων, τα οποία συνδέθηκαν από τη δεκαετία του
1960 ώς τη δεκαετία του 1980 με κρατικοπρονοιακές πολιτικές, έδωσαν τη θέση τους σε αντεγκληματικές πολιτικές, καθορισμένες από διαφορετικά κριτήρια «διαχειρισιμότητας», «ορθολογικότητας», «κόστους-ωφέλειας»,
«εκσυγχρονισμού», «αποτελεσματικότητας» και «μετρησιμότητας» (Markantonatou 2004).
Οι διαφορετικές αυτές τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής συντονίζονται από το «ενεργοποιητικό κράτος»
(Eick 2003), ένα κράτος που αποσκοπεί στην ενεργοποίη­
ση άλλων φορέων στην άσκηση του κοινωνικού ελέγχου
και στη διάχυση της ευθύνης για την κοινωνική ευταξία. Παράλληλα, η αρχή της δικαιοδοσίας (Subsidiarität)
γίνεται κατανοητή ως η πλέον «ορθολογικά οικονομική ρύθμιση του δικαίου» και συνοψίζεται στο σλόγκαν
«Όσο το δυνατόν λιγότερο κράτος!» (Braum 1999: 185).
Η απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας των τελευταίων
δεκα­ετιών και η εκσυγχρονιστική ρητορική τού «τρίτου
δρόμου», η αξίωση για μια «μεταγραφειοκρατική» οργάνωση της κοινωνικής πολιτικής, πλαισιωμένης από κρι-
324
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τήρια ιδιωτικής οικονομίας (Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ),
όπως είναι η «ευελιξία», και η «αποτελεσματικότητα»,
ο στόχος της μείωσης κρατικών δαπανών για αντεγκληματική πολιτική και της επιχειρηματικής αρχής «EEE»
(Economy, Effectiveness, Efficiency), εμπότισαν την αντεγκληματική πολιτική με τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Η ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας με τις πολιτικές
αυτοπροστα­σίας μέσα από την κατανάλωση ασφάλειας,
η αποκέντρωση διοικητικών προνοιακών δομών μέσα από
την τοπική αυτοδιοίκηση και η εισαγωγή επιχειρησιακών
μεθόδων αύξησης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος άλλαξαν την εικόνα της αντεγκληματικής πολιτικής και την
αποσύνδεσαν από τα στενά όρια του κράτους πρόνοιας.
Στις προτεραιότητες της διοικητικής εγκληματολογίας τίθενται στόχοι που πρέπει να είναι «S.M.A.R.T.». Το
S.M.A.R.T. περιγράφει στόχους που πρέπει να είναι «ειδικοί» (specific), «μετρήσιμοι» (measurable), «εφικτοί»
(achievable), «ρεαλιστικοί» (realistic) και «χρονικά καθορισμένοι» (time-tabled) (McLaughlin 2001:311). Έτσι,
το S.M.A.R.T. σχετίζεται περισσότερο με ορατές παραβάσεις, μικροκλοπές, τροχαίες παραβιάσεις, τη χαμηλή
εγκληματικότητα και την εγκληματικότητα του δρόμου
(street criminality) παρά με δισεπίλυτες μορφές εγκληματικότητας με υψηλό σκοτεινό αριθμό, όπως είναι το
οικονομικό έγκλημα των μεσαίων και ανώτερων οικονομικών στρωμάτων, τα ρατσιστικά εγκλήματα ή η οικογενειακή βία. Το κλασσικό εγκληματολογικό ερώτημα
What Works δεν ερευνάται πλέον στη μακροκλίμακα της
κοινωνικής πολιτικής, αλλά, εν όψει μιας «αυξανόμενης
συνείδησης κόστους» (H-J. Albrecht 2001: 60), υπόκειται σε μια μικροπολιτική, βραχυπρόθεσμη, τεχνοκρατική
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
325
στοχοθεσία, η οποία επηρεάζεται από αφηγήματα ορθολογικότητας και μεγιστοποίησης του αποτελέσματος. Σε
συμφωνία με την ευρύτερη πολιτική τάση, έχουν αλλάξει
επίσης και τα ενδιαφέροντα της εγκληματολογίας προς
πιο πραγματιστικές, διοικητικές κατευθύνσεις, με την
πίεση της αποπεράτωσης και την οικονομική παράμετρο
να καθορίζουν τη διαχείριση της εγκληματικότητας. Ζητούμενο είναι η «επιστημονική γνώση» που θα μειώσει
το κόστος καταπολέμησης του εγκλήματος. Ενδεικτικά:
«Ποιο είναι το κόστος της καταπολέμησης μιας τυπικής ληστείας, μιας κλοπής, επίθεσης ή ακόμα και μιας εγκληματικής σταδιοδρομίας; Ποιος ωφελείται από αυτά τα ταμεία;
Πόσο συχνά οι παροχές για την καταπολέμηση του εγκλήματος ή της παραβατικής συμπεριφοράς υπερβαίνουν τους
υπάρχοντες πόρους για την αντεγκληματική πολιτική; (…)
Είναι σημαντικό να βρούμε απαντήσεις, ώστε να βεβαιώσουμε ότι τα δολάρια που αφιερώνονται στην καταπολέμηση του εγκλήματος ξοδεύονται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά» (Welsh/Farrington/Sherman 2001: 2).
Όπως στην ορθοδοξία των φιλελεύθερων οικονομικών
και της τεχνοκρατικής γλώσσας του μάνατζμεντ, έτσι και
στην εγκληματολογία το άτομο είναι ο «ορθολογικός ιδιοκτήτης» και το προσανατολισμένο στη μεγιστοποίηση
του οφέλους, της απόλαυσης και του κέρδους υποκείμενο. Στη θεωρία των «εγκληματικών ευκαιριών», με βάση
την οποία η εγκληματικότητα προκύπτει, επειδή οι δράστες, ως ορθολογικοί υπολογιστές του κέρδους και της
ζημίας, εκμεταλλεύθηκαν την παρεχόμενη «ευκαιρία» να
εγκληματήσουν, ή στις «θεωρίες αυτοελέγχου», με βά-
326
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ση τις οποίες ο δράστης εγκληματεί λόγω χαμηλού αυτοελέγχου ή επειδή η πιθανότητα τιμωρίας είναι ελάχιστη, δημιουργείται μία νεο-ωφελιμιστική, νεοφιλελεύθερη πρόσληψη της ατομικής δράσης. Η ικανοποίηση αναγκών, οι ευκαιρίες για έγκλημα και τα κενά επιτήρησης,
τα υπό διάθεση μέσα, το –όμοιο με αυτό του ορθολογικού καταναλωτή– ατομικό συμφέρον, μια αυξανόμενη
συνείδηση κόστους-απολαβής, μια υποτιθέμενα συστηματική ταξινόμηση προτιμήσεων, καθώς και η ορθολογική επεξεργασία των επικερδέστερων για το άτομο επιλογών συνθέτουν το προφίλ του νεο-ωφελιμιστή εγκληματία του νεοφιλελευθερισμού.
Ενώ οι φουκωϊκές και μαρξιστικές εγκληματολογίες
του 1960 και τού 1970 επιχειρούσαν μια ρήξη με την
επίσημη αντεγκληματική πολιτική του law and order, δημιουργείται στη δεκαετία του 1980 και τού 1990 μία
ευρεία συναίνεση σε εγκληματολογία και κράτος, ότι η
εγκληματικότητα είναι ένα φαινόμενο με κυρίως οικονομικές παρά κοινωνικές προεκτάσεις. Όπως δείχνει και ο
ακόλουθος ορισμός, το έγκλημα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα «φόρο» επί της καθημερινής ζωής:
«Το έγκλημα είναι ένας φόρος πάνω στην καθημερινή μας
ζωή και επιβάλλει έξοδα, αντιληπτά και μη» (Cook στο
Welsh, Farrington, Sherman 2001: 1).
Η αντεγκληματική πολιτική επηρεάζεται από τη λογική της αγοράς, καθώς προγράμματα αποτελεσματικότητας, στατιστικοποίησης των κοινωνικών φαινομένων,
ανταγωνιστικότητας των δημόσιων υπηρεσιών και εξορθολογισμού των δαπανών της αντεγκληματικής πολιτικής
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
327
καθορίζουν τους όρους άσκησής της, στα πλαίσια μιας
«επιχειρηματικής διακυβέρνησης»:
«Οι επιχειρηματικές κυβερνήσεις προωθούν τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε παροχείς υπηρεσιών. Ενδυναμώνουν τους
πολίτες να διώξουν τον έλεγχο έξω από τη γραφειοκρατία και εντός της κοινότητας. Εμποδίζουν τα προβλήματα
προτού αυτά εμφανιστούν, αντί απλώς να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους κατόπιν. Μετρούν την απόδοση των φορέων τους, εστιάζοντας στο αποτέλεσμα (…). Αποκεντρώνουν
την εξουσία, τονώνοντας τη συμμετοχική διοίκηση. Προτιμούν τους μηχανισμούς της αγοράς από τους μηχανισμούς
της γραφειοκρατίας» (Osborne/Gaebler 1992:19).
Εφόσον ο παρεκκλίνοντας είναι «ορθολογικός» και
δρά με μιαν υπολογιστική οικονομική λογική, η κοινωνία πρέπει να τόν αντιμετωπίσει με εξίσου «ορθολογικά» και οικονομικά μέσα. Μέσω της εργαλειοποίησης της εγκληματικότητας ως ορθολογικού φαινομένου δημιουργείται ένα σύνολο όλο και πιο αναγκαίων
αγορών ιδιωτικής ασφάλειας, καθώς και εκείνο που οι
Birenheide, Legnaro και Ruschmeier (2001: 51) αποκαλούν ως «νοοτροπία της ασφάλειας» ή «επιθυμία για
κοινωνικό έλεγχο».
Η εμπορευματοποίηση/ιδιωτικοποίηση της ασφά­λειας,
καθώς και η διάχυση ιδεολογιών κοινωνικού ελέγχου μέσα από τον κοινοτισμό και την τοπική αυτοδιοίκηση προκαλούν ένα σπειροειδή κύκλο ατυποποίησης: Οι ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας από τη μια παρέχουν ασφάλεια σε όσους έχουν τη δυνατότητα να τήν αγοράσουν,
από την άλλη κατασκευάζουν νέες μορφές ανασφά­λειας
328
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
στους μη αγοραστές (Altvater/Mahnkopf 2002: 48). Με
την ασφάλεια να μετατρέπεται σε νέο ταξικό κριτήριο, κάποιοι διακρίνουν την κρίση του ΚΜΒ ακόμα και
σε αυτές τις νέες μορφές (αν)ασφάλειας και στις νέες
«ανάγκες» των αστικών και ανώτερων αστικών στρωμάτων για ασφάλεια. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με τον
Cox (2003: 122):
«Η ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας βρίσκεται στο μεταίχμιο
ανάμεσα σε ένα μυστικό και ένα φανερό κόσμο. Οι προνομιούχοι σε κοινωνίες με αυξανόμενη πόλωση ανάμεσα σε
πλούσιους και φτωχούς αντιλαμβάνονται μιαν ανάγκη να
κατοικούν σε gated communities και την ανάγκη για προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας. Η πίστη στο κρατικό μονοπώλιο της βίας έχει διαβρωθεί».
Στη βάση αυτής της νέας (αν)ασφάλειας δημιουργούνται νέες μορφές κοινωνικών ανισοτήτων, αστικοτοπικών
διαχωρισμών και οικονομικοκοινωνικών αποκλεισμών
ατόμων και ομάδων, στη βάση της προσβασιμότητάς τους
στις αγορές ιδιωτικής και δημόσιας ασφάλειας (Rohrmoser
1994, South 1995, Nogala 2000, Altvater/Mahnkopf 2002).
Καθώς νέες εισοδηματικές και κοινωνικο-ταξικές ανισότητες δεν εξομαλύνονται από το κράτος προνοιακά, επιχειρούνται διαφορετικές πολιτικές, λ.χ., αστικής αναδόμησης και αναδιαμόρφωσης του αστικού πληθυσμού σε νέες
αρχιτεκτονικές και χωροταξικές πολώσεις, και όπου μέσα
από την «ασφάλεια» και το «ασφαλές περιβάλλον» επιβάλλονται νέες μορφές ευταξίας.
Καθαρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε επιχειρησιακούς χώρους, πολυτελείς ζώνες, ακριβά οικιστικά
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
329
προάστια ή συμπλέγματα κατοικιών και, από την άλλη, ζώνες κατοικημένες από εργατικό πληθυσμό ή μετανάστες σταθεροποιούν την ταξική δομή στις μεταβιομηχανικές πόλεις. Αστικά και μεσοαστικά στρώματα προστατεύουν την ιδιοκτησία τους και το ταξικό τους κύρος
μέσα από αγορές ασφάλειας, ιδιωτικές υπηρεσίες φύλαξης, πόρτες ασφαλείας, συναγερμούς, κωδικούς εισόδων,
κάμερες παρακολούθησης κτλ. Οι μορφές του Ξένου και
του Άλλου κατασκευάζονται εκ νέου χωρικά, αυτή τη
φορά υπό τη σκέπη της «ασφάλειας»:
«Αυτές οι (χωρικές) μορφές πυκνού κοινωνικού ελέγχου
αποτελούν αντίδραση σε ένα περιβάλλον που θεωρείται
εχθρικό και απειλητικό. Ξένοι, και κυρίως ‘άνθρωποι του
δρόμου’ πρέπει να κρατηθούν μακριά μέσα από την αρχιτεκτονική ρύθμιση και τις εγκαταστάσεις ασφάλειας. Το
Εχθρικό συνδυάζεται με τον δρόμο και είναι ορατό στον
δημόσιο και, άρα, στον ανεξέλεγκτο χώρο. Η ασφάλεια γίνεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον το σπουδαιότερο κριτήριο
για την ποιότητα ενός διαμερίσματος ή ενός γραφείου. Δημιουργούνται πόλεις μέσα στην πόλη, χωρικά αποκλεισμένες και ελεγχόμενες ιδιωτικά» (May 1997: 45).
Όπως έχει ήδη τονιστεί, η νέα συμπαιγνία δημοσίουιδιωτικού αλλάζει τη μορφή, αλλά όχι τον δομικό πυρήνα
της κοινωνικής οργάνωσης της βίας, του ελέγχου και της
επιτήρησης, δηλαδή την κοινωνική οργάνωση του ΚΜΒ.
Εκείνο το οποίο πράγματι συμβαίνει είναι ότι στον βαθμό που οι οικονομικοκοινωνικοί προσανατολισμοί του
κράτους αλλάζουν, αλλάζουν και οι μεθοδολογίες και οι
τεχνικές εφαρμογής του ΚΜΒ. Αν το κράτος οργανώνε-
330
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
ται προνοιακά, κορπορατιστικά ή νεοφιλελεύθερα, αυτό
καθορίζει επίσης και τους τρόπους εκτύλιξης του ΚΜΒ.
Όπως παρατηρεί ο Leisner (1998: 60), «οι θεμελιώδεις
τάσεις κάθε ιδιωτικοποίησης είναι ξεκάθαρες: η εξουσία
πρέπει να κοστίζει φτηνότερα –περιορισμοί των κρατικών δραστηριοτήτων και μεταβίβαση στους πολίτες. Αυτή η μεταβίβαση δεν επιδιώκεται σαν μία μορφή αποδόμησης της εξουσίας, η οποία θα επιφέρει μεγαλύτερη
ελευθερία. Εξαρχής, η ιδιωτικοποίηση δεν ήταν επιθυμητή ως πολιτική-απελευθερωτική, αλλά ως οικονομική και
είχε στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας».
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται συνοπτικά οι μεταβολές στις ρητορικές και τις προτεραιότητες
του κράτους.
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
Εγκληματικότητα
Εγκληματολογία
Αντεγκληματική
Πολιτική
Κράτος Πρόνοιας
Το έγκλημα ως
«κοινωνικό» πρόβλημα
και ως αποτέλεσμα
προβληματικών
κοινωνικών ή
ψυχολογικών αιτιών
Αιτίες του εγκλήματος:
κοινωνική δομή,
ανισότητα, φτώχεια,
ελλιπής πρόνοια
331
Νεοφιλελευθερισμός
Το έγκλημα ως «αστικό»
πρόβλημα ή πρόβλημα
«γειτονιάς» και ως αποτέλεσμα
ορθολογικής επιλογής και
υπολογισμού κόστους-οφέλους
Αιτίες του εγκλήματος:
Ατομικές παθολογίες,
ορθολογικοποίηση της
παραβατικότητας, «ευκαιρίες»
για έγκλημα
Χώρος του εγκλήματος: Χώρος του εγκλήματος:
«Κοινωνία», Θεσμοί, Πόλεις, Αστικές Περιοχές,
κοινωνικοί χώροι
Γειτονιές, Κοινότητες
Μαρξιστική,
Θεωρία Σπασμένων Παραθύρων,
Καταργητική,
Θεωρία Ορθολογικής Επιλογής,
Αποδομητική, Κριτική, Περιβαλλοντική, Διοικητική,
Ριζοσπαστική,
Μονεταριστική Εγκληματολογία
Φεμινιστική
Εγκληματολογία
Έμφαση στο
Έμφαση στο θύμα και στην
δράστη και στην
προκληθείσα ζημία
«αναμόρφωση»
«Κοινωνική
«Πραγματιστική Δικαιοσύνη»,
Δικαιοσύνη»,
Διαχείριση Ρίσκου,
Αναμόρφωση,
συνεργατισμός μέσω δικτύων
προνοιακός ταξικός
εξισωτισμός
Μεταχείριση μέσω
Συμμετοχική αντεγκληματική
προνοιακών θεσμών, πολιτική, κοινοτική
ποινική γραφειοκρατία αντεγκληματική πολιτική,
συνεργασία με την αστυνομία
Δημόσιο Μάνατζμεντ Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ
Ευθύνη των θεσμών
Υπευθυνοποίηση κοινοτήτων,
και της νομοθεσίας,
ατόμων, εξωθεσμικών φορέων,
δημόσιες δαπάνες,
νεοκορπορατισμός, διαθεσμικές
επίσημος κοινωνικός πολιτικές, ατυποποίηση
έλεγχος
κοινωνικού ελέγχου
332
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
3.7. Κοινοτική Αντεγκληματική Πολιτική
«Βλέπουμε πολύ λίγες ελπίδες για σημαντική μείωση του εγκλήματος μέσα από την τροποποίηση του
ποινικού δικαίου. Έχουμε σοβαρές ελπίδες για πολιτικές που θα μείωναν τον ρόλο του κράτους και θα
επέστρεφαν την ευθύνη του ελέγχου του εγκλήματος
πίσω στους πολίτες» (Gottfredson/Hirschi 1990:4).
Ένα από τα συχνά συζητούμενα επιχειρήματα για
την υποχώρηση του ΚΜΒ είναι ο διευρυνόμενος ρόλος
της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ομάδων πολιτών και
των κοινοτήτων σε υποθέσεις τήρησης της τάξης και
της ασφάλειας. Πράγματι, εκτός από την εξάπλωση των
υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας και από τη διεύρυνση
της χρήσης των τεχνολογιών επιτήρησης κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, στο σχεδιασμό της αντεγκληματικής πολιτικής εμφανίστηκε ταυτόχρονα μία σειρά νέων
πολιτικών κοινοτικοποίησης και μέτρων κορπορατιστικού τύπου. Έμφαση δόθηκε στην «κοινοτική αντεγκληματική πολιτική» και στις παντός τύπου συνεργασίες για την καταπολέμηση του εγκλήματος: συνεργασίες μεταξύ της αστυνομίας και ιδιωτικών φορέων, όπως
ήταν μη-κυβερνητικές οργανώσεις, σύλλογοι γειτο­νιών,
εκπρόσωποι αστικών περιοχών, δήμων και κοινοτήτων,
ομάδες γονέων, θρησκευτικοί φορείς, ομάδες δράσης
«ενεργών πολιτών», κινημάτων αυτοβοήθειας κτλ. (για
μιαν επισκόπηση αυτών των φορέων, βλ. Rosenbaum
1986, Garland 2001).
Μία από τις πιο κρίσιμες εξελίξεις είναι ενδεχομένως
η διάχυση εντός της κοινωνίας μιας επιτηρητικής, αστυ-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
333
νομικής λογικής μέσα από την κοινοτικοποίηση. Μία σειρά προγραμμάτων κοινοτικής πρόληψης του εγκλήματος
έδειξαν πως τα προγράμματα πέτυχαν (με την έννοια
ότι μειώθηκε ο αριθμός κάποιων παραβάσεων όπως η
διάρρηξη και ότι μειώθηκε σε ένα βαθμό ο φόβος του
εγκλήματος) εκεί, όπου υπήρξε στενότερη συνεργασία
μεταξύ αστυνομίας και συμμετεχόντων πολιτών ή κατοίκων (joint police-residents system), και γενικά όπου οι
κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να υποστηρίξουν ή να συνεργαστούν με την αστυνομία. (Oc/Tiesdell 1997, Clear/Cadora
2001). Πρόκειται για πολιτικές που αναπτύχθηκαν κυρίως στον αμερικάνικο χώρο, υιοθετήθηκαν αρχικά από τη
Βρετανία και απέκτησαν σταδιακά απήχηση τόσο στην
ηπειρωτική όσο και στη μεσογειακή Ευρώπη, χωρίς τούτο να σημαίνει πως εφαρμόστηκαν παντού με τον ίδιο
τρόπο και την ίδια εμβέλεια.
Κοινός παρονομαστής των πολιτικών αυτών είναι η
τάση απαγκίστρωσης της αντεγκληματικής πολιτικής
από το κράτος πρόνοιας, καθώς αυτό προσπαθεί να μειώσει αντεγκληματικές δαπάνες και πολυέξοδες, στηρικτικές ευπαθών ομάδων υπηρεσίες. Σε αυτό το πλαίσιο, και η ανάπτυξη της καταστασιακής αντεγκληματικής πολιτικής (situational crime prevention), στην οποία
κυρίαρχες δεν είναι ούτε οι γενικές αρχές πρόληψης του
εγκλήματος του ποινικού δικαίου, ούτε οι προτεραιότητες
του προνοιακού αναμορφωτικού κράτους (rehabilitative
state), αλλά οι «ευέλικτες», χωροχρονικά συγκεκριμένες
λύσεις και οι κάθε φορά ειδικές καταστάσεις ανάπτυξης
της εγκληματικότητας, καθώς και η μείωση των ευκαι­
ριών για έγκλημα μέσα από τη δημιουργία ασφαλών χώρων (γειτονιών, πόλεων, δρόμων κτλ.).
334
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Έτσι, το βάρος για την πρόληψη και την αντιμετώπιση
της εγκληματικότητας μετατοπίζεται από το κράτος προς
τους μη θεσμικούς φορείς, μία διαδικασία που ο Garland
(1996: 181) ονόμασε «υπευθυνοποίηση των πολιτών στις
υποθέσεις του κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος» και
η οποία θεωρείται ότι συνδράμει στην αποδυνάμωση του
ΚΜΒ. Σε μια διάχυση της ευθύνης και των φορέων για
τήρηση της ευταξίας, εκείνο που γίνεται ασαφές είναι το
ποιος είναι εν τέλει υπεύθυνος για την ασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτή η υπευθυνοποίηση (responsibilization) των
ιδιωτών να επιφέρει και την απο-υπευθυνοποίηση του
κράτους σχετικά με την τήρηση της ασφάλειας. Μία σειρά ετερογενών μοντέλων αντεγκληματικής πολιτικής και
πολυπαραγοντικών προσλήψεών της, καθώς και η σπουδαιότητα που έχουν αποκτήσει στην ατζέντα της κοινωνικής πολιτικής καταδεικνύουν πως το κράτος αναζητεί
πιο σύνθετες αντεγκληματικές πολιτικές, πολιτικές που
απαιτούν τη συμμετοχή μη-κρατικών φορέων και ομάδων
δράσης στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
Τα μοντέλα κοινοτικής αντεγκληματικής πολιτικής είναι ετερογενή και διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τον βαθμό απορρύθμισης τού εκάστοτε
κράτους πρόνοιας, τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης,
αλλά και τις αντιλήψεις για την αστυνομία και τη σχέση των διάφορων δημοτικών και κοινοτικών ομάδων με
την αστυνομία. Τέτοια μέτρα περιλαμβάνουν την κοινοτική αστυνόμευση, τη βοήθεια και στήριξη της επίσημης αστυνομίας από την κοινότητα, την παρακολούθηση και φρούρηση γειτονιών και δημόσιων χώρων, τις
περιπολίες πολιτών, τις έρευνες κοινοτικής ασφάλειας
(όπως είναι αρχεία, χαρτογράφηση, καταγγελίες, στατι-
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
335
στικές, πληροφόρηση, αποστολή newsletter στα μέλη της
κοινότητας, ύπαρξη τηλεφωνικής γραμμής για παράπονα και βοήθεια κτλ.), τα τοπικά συμβούλια, τον επανασχεδιασμό των αστικών χώρων με δημοτική πρωτοβουλία, τον δημόσιο φωτισμό, την καθαριότητα, τη μέριμνα
για τα δημόσια πάρκα, τη φύλαξη σχολικών κτηρίων και
την προώθηση «χρήσιμων» πληροφοριών στα τοπικά μέσα ενημέρωσης (για μιαν επισκόπηση τέτοιων πολιτικών
βλ. Rosenbaum 1986, Clear and Cadora 2001) ή κοινοτικά προγράμματα όπως τα City Pride, Crime Concern,
Crime Stoppers, Shop Watch και Street Watch, τα οποία,
μέσα από συνεργασίες με την αστυνομία ή τους τοπικούς επιχειρηματικούς φορείς, διαχειρίζονται κοινωνικές ομάδες «υψηλής διακινδύνευσης» που θεωρούνται
ότι προκαλούν ανασφάλεια ή εγκληματικότητα, όπως
για παράδειγμα στην περίπτωση του Street Watch στο
Birmingham με την κοινοτική επιτήρηση των ετεροδούλων (Oc and Tiesdell 1997: 116). Ειδική έμφαση δίνεται, επίσης, στη χωροταξική παράμετρο της ασφάλειας
της κοινότητας, με νέους φορείς να εμπλέκονται σε αυτήν, όπως αρχιτέκτονες, σχεδιαστές αστικών χώρων, οικονομικούς αναλυτές της αγοράς ακινήτων κτλ., οι οποίοι καλούνται πλέον να λάβουν υπόψη τους το κριτήριο
της ασφάλειας για την ανάπτυξη των αστικών περιοχών ή οικοδομικών και οικιστικών μπλοκ που αναλαμβάνουν, για παράδειγμα μέσα από προγράμματα όπως το
Πρόληψη του Εγκλήματος μέσα από τον Περιβαλλοντικό Σχεδιασμό (Crime Prevention through Environmental
Design) (βλ. Oc and Tiesdell 1997: 51-59).
Καθώς το μοντέλο της κοινοτικής αντεγκληματικής πολιτικής διευρύνεται και το νεοφιλελεύθερο «κίνημα κοι-
336
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
νοτικής δικαιοσύνης» (Clear and Cadora 2001:48) φαίνεται να αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό το προνοιακό «κίνημα της κοινωνικής δικαιοσύνης», η έννοια της «κοινότητας», συνδεδεμένη πλέον με τις έννοιες της «συμμετοχής στην κοινότητα» και την «ασφάλεια της κοινότητας»
(Craig/Mayo 1995), γίνεται κεντρική σε μια σειρά από
στρατηγικές εθελοντισμού, αυτοβοήθειας και διαχειριστικότητας. Οι κριτικές που έχουν ασκηθεί σε τέτοια μοντέλα είτε θεωρούν πως στα πλαίσια της κοινωνίας της επιτήρησης αυτά επιβάλλουν «νέες ορθολογικότητες κοινωνικού ελέγχου» (Garland 2000: 349), είτε εστιάζουν στον
κοινωνικό αποκλεισμό ομάδων και ατόμων (π.χ. μεταναστών, φτωχών, ανέργων, ηλικιωμένων κτλ.), μέσα από την
πολιτικά επιλεκτική χρήση της έννοιας της «κοινότητας»
(Hope/Shaw 1988), ή συνδέουν αυτά τα μοντέλα με την
οικονομικο-κοινωνική αναδιαμόρφωση των θεσμών που
προκαλεί η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός
(Crawford 1998).
Παρά τις διαφορές στην αφετηρία τους, κοινός παρονομαστής αυτών των κριτικών φαίνεται να είναι η άποψη ότι τα μοντέλα αυτά αποτελούν ρήξεις με παραδοσιακές πολιτικές του κράτους και ότι μέσα από την κοινοτικοποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής το ΚΜΒ αλλοιώνεται. Το να υποστηριχθεί, ωστόσο, ότι η μετάβαση
από προνοιακά μοντέλα σε τεχνοκρατικά, σε αυτό που
ο Sumner (1997: 133) ονόμασε ως «το πιο μετρημένο
και πιο αδίστακτο management των ‘προβληματικών σημείων’ (trouble-spots)» στα πλαίσια της «εκτίναξης του
μανατζεριαλισμού», αποτελεί κάποιο είδος αποκρατικοποίησης ή δημοκρατικοποίησης του κοινωνικού ελέγχου,
παραβλέπει το περίπλοκο πλέγμα των μέσων του ΚΜΒ
Η θεσμική ανασυγκρότηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας
337
και κυρίως τις περίπλοκες εκφάνσεις του, στην ιδιωτική, στην κοινοτική και στην κρατική μορφή του. Η ατυποποίηση του κοινωνικού ελέγχου δεν είναι ένδειξη ενός
«αδύναμου» ή όχι ιδιαίτερα πειστικού κράτους, αλλά
αντίθετα επέκταση του ενεργοποιητικού κράτους. Όπως
παρατηρεί ο Sumner (199: 140), η κοινοτικοποίηση του
κοινωνικού ελέγχου, «η πολιτικά ουσιωδέστερη μορφή
άτυπου κοινωνικού ελέγχου θα ακολουθήσει μια μακροπρόθεσμη τάση προς την κατεύθυνση της κυριαρχίας και
της συνεχούς απορρόφησης από τις ανάγκες του κεντρικού κράτους».
Επίλογος
Στο σημείο αυτό, αντί επιλόγου, έχει ενδιαφέρον για
την παρούσα ανάλυση μία σύντομη αναδρομή στην κριτική του Carl Schmitt στις πλουραλιστικές θεωρίες του
κράτους. Η κριτική του Schmitt αναδεικνύει ότι η διαμάχη γύρω από την αποδυνάμωση του ΚΜΒ κάθε άλλο
παρά είναι καινούργια. Ο Schmitt, στην «Έννοια του Πολιτικού» το 1927, εισήγαγε δύο ιδιαίτερα κρίσιμες έννοιες του πλουραλισμού. Η πρώτη ήταν η έννοια του ενδοκρατικού πλουραλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, ασκούσε
κριτική σε πλουραλιστικές θεωρήσεις του κράτους (συγκεκριμένα, στην προσέγγιση του Laski για το κράτος
ως «governmental association» και του Cole για την απολίτικη έννοια της «society» και της συμμετοχής της στο
κράτος). Αναφέροντας ως χαρακτηριστικό τους ότι αμφισβητούν το κράτος και «στρέφονται κατά του μονοπωλίου του τής ανώτατης ενότητας», οι θεωρίες αυτές,
κατά τον Schmitt, κατανοούσαν το κράτος απλά ως μιαν
ένωση ανάμεσα σε άλλες ενώσεις, οικονομικές, κοινωνικές, θρησκευτικές κτλ., δηλαδή «ως κατ’ ουσίαν ίδιο με
αυτές» (1988: 68). Ο Schmitt αντιλαμβάνεται ότι το κράτος σε αυτές τις θεωρήσεις δεν έχει ένα ειδικό πολιτικό
νόημα ή χαρακτήρα, ούτε είναι σαφείς οι λόγοι για τους
οποίους αυτή η «ένωση», το κράτος, υπάρχει και αναπαράγεται ως πολιτική ένωση. Αναιρείται ο πολιτικός του
340
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
χαρακτήρας, καθώς αυτό δεν διαφοροποιείται σε τίποτα
από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ένωση. Το κράτος του
«ενδοκρατικού πλουραλισμού», συνεπώς, «μεταβάλλεται απλώς σε μιαν ένωση, η οποία ανταγωνίζεται άλλες
ενώσεις, γίνεται μία κοινωνία πλάι σε μερικές άλλες κοινωνίες και μεταξύ άλλων κοινωνιών, οι οποίες βρίσκονται εντός ή εκτός του κράτους» (ό.π., έμφαση Schmitt).
Από την κριτική του Schmitt προκύπτει ότι ο πλουραλισμός δεν αποτελεί και τόσο νέα στιγμή της θεωρίας του κράτους. Ούτε, βέβαια, αποτελεί ακίνδυνη στιγμή της. Είτε πρόκειται για την αμφισβήτηση του «μονοπωλίου και της ανώτατης ενότητας του κράτους», που
επεσήμαινε ο Schmitt, είτε πρόκειται για τη σύγχρονη
αποδομιστική εκδοχή του πλουραλισμού με την έμφαση
στη διασπασμένη, κατατμηματική και ιντιβιντουαλιστική κοινωνία, για τα ποικίλα φιλελεύθερα οράματα μιας
δυνατής κοινωνίας των πολιτών και ενός αδύναμου κράτους ή για τις θέσεις σχετικά με την ετερόμορφη δράση
των φορέων εξουσίας και αποκέντρωσης του κράτους, ο
ενδοκρατικός πλουραλισμός αμφισβητεί σήμερα με την
ίδια ένταση και την ίδια ποικιλομορφία, όπως και στην
εποχή του Schmitt, το ΚΜΒ.
Αν η «ανώτατη ενότητα» του κράτους διαλύεται από
τη στιγμή που διασπάται το ΚΜΒ, το ίδιο ισχύει και στη
θεωρία. Από τη στιγμή που το ΚΜΒ παύει να αποτελεί κεντρικό ιδεότυπο για τη μελέτη του κράτους, τότε,
αφού εισέρχεται ο πλουραλισμός, αυτή παύει να αποτελεί θεωρία του κράτους. Ο Schmitt (ό.π.: 69) αντιλήφθηκε ότι πλουραλιστικό δεν είναι αυτό που περιέγραφε η
θεωρία, αλλά πολύ περισσότερο πλουραλιστική ήταν η
ίδια η θεωρία. Επρόκειτο και πρόκειται για θεωρία, που,
Επίλογος
341
αποστερώντας από το κράτος την κεντρικότητά του,
παύει να συνιστά θεωρία του κράτους. Έχοντας εντάξει
το κράτος σε ένα ευρύτερο, χαλαρά ή καθόλου οριζόμενο πλαίσιο ενώσεων, συνδέσμων, φορέων, δικτύων αυτόνομης εξουσίας κτλ., η πλουραλιστική θεωρία με τις
διάφορες εκφάνσεις της (φιλελεύθερες, οικονομιστικές,
μεταμοντέρνες ή αποδομιστικές) υποβάθμισε τη σημασία του κράτους, μετατρέποντάς το από κεντρική δομή
μιας ταυτόχρονα ταξικής, εθνικής και πειθαρχικής κοινωνίας, απλώς σε «κοινωνία πλάι σε άλλες κοινωνίες».
Από τα θρησκευτικής αφετηρίας οράματα παγκοσμιότητας και οικουμενικότητας, στις οικονομικο-ιδεολογικές θεωρήσεις φιλελεύθερου ατομικισμού, ώς τις θεωρήσεις για την αποκέντρωση και διάχυση της εξουσίας, ο
πλουραλισμός, ήδη από την εποχή του Schmitt, αποστερεί τη θεωρία του κράτους από τα κεντρικά ερευνητικά
της ζητήματα, τη μελέτη τής ιστορικής πορείας του και
των θεσμών του, της κεντρικότητάς του, του μονοπωλιστικού του χαρακτήρα και, κυρίως, του ρόλου του στην
ταξική αναπαραγωγή. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως έχει
ήδη επισημάνει ο Schmitt, αυτή που ίδιος ονομάζει ως
την «χωρίς ενιαίο κέντρο» πλουραλιστική θεωρία, αντλεί
από διαφορετικά στοιχεία, από τη θρησκεία, την οικονομία κ.ά. αναζητώντας εν όψει ενός «φιλελεύθερου ατομικισμού» να κατανοήσει τις «ενώσεις» ως ανταγωνιζόμενες στην υπηρεσία του «ελεύθερου ατόμου»:
«Αυτή η πλουραλιστική θεωρία περί κράτους είναι προ
πάντων στην ίδια την εσωτερική δομή της πλουραλιστική, δηλαδή δεν έχει ένα ενιαίο κέντρο, αλλά παίρνει τα
κίνητρα των σκέψεών της από εντελώς διαφορετικούς κύ-
342
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
κλους ιδεών (θρησκεία, οικονομία, φιλελευθερισμό, σοσιαλισμό κτλ.) (…), παραμένει τελείως στάσιμη σε ένα φιλελεύθερο ατομικισμό, επειδή τελικά δεν κάνει τίποτα άλλο
από το να χρησιμοποιεί τη μια ένωση κατά της άλλης στην
υπηρεσία του ελεύθερου ατόμου και των ελεύθερων ενώσεών του, όπου όλα τα ζητήματα και όλες οι συγκρούσεις
αποφασίζονται με σημείο εκκίνησης το άτομο» (Schmitt
1988: 70).
Εκτός του «ενδοκρατικού πλουραλισμού», η δεύτερη
έννοια του πλουραλισμού που εισάγει ο Schmitt έχει διαφορετικό νόημα. Πρόκειται για τον πλουραλισμό που
χαρακτηρίζει τον «πολιτικό κόσμο των κρατών μεταξύ
τους». Ο πλουραλισμός εδώ δεν έχει το νόημα «της καθολικής πολιτικής ενότητας σε όλη την ανθρωπότητα και
σε όλη τη γη», καθώς, όπως αναφέρει ο Schmitt (1988:
33), ο «πολιτικός κόσμος είναι ένα πλουραλιστικό και
όχι ένα μονιστικό σύμπαν». Ασκώντας κριτική στον απολίτικο χαρακτήρα των εννοιών της «ανθρωπότητας», της
«παγκόσμιας ειρήνης» μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο και της «ομοσπονδίας των λαών», ως εννοιών που
δεν κατανοούν την ιδεολογική χρησιμότητα του Εχθρού,
την εσωτερική λειτουργία και τη φύση της κρατικής κυριαρχίας, ο Schmitt (ό.π.: 86) είναι σαφής: «Όσο υπάρχει
ένα κράτος, υπάρχουν στη γη πάντα περισσότερα κράτη και δεν μπορεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο κράτος,
το οποίο θα περιλαμβάνει όλη τη γη και όλη την ανθρωπότητα». Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι διακρατικοί οργανισμοί, όπως η ιδρυθείσα το 1919 στη Γενεύη Κοινωνία των Εθνών, δεν θα έπρεπε «να εμφανίζονται ως ένα
αντιφατικό δημιούργημα», καθώς όχι μόνο «προϋποθέ-
Επίλογος
343
τει κράτη ως τέτοια», αλλά και «ρυθμίζει μερικές από
τις αμοιβαίες σχέσεις τους και μάλιστα εγγυάται την
πολιτική τους ύπαρξη» (ό.π.: 87). Θεωρώντας τις έννοιες
της «ανθρωπότητας» και της «ομοσπονδίας των λαών»
ως «ιδιαίτερα χρήσιμα ιδεολογικά εργαλεία ιμπεριαλιστικών επεκτάσεων και, στην ηθικοουμανιστική μορφή
τους ειδικά μέσα προαγωγής του ιμπεριαλισμού» (ό.π.:
85), ο Schmitt, χωρίς να έχει υπόψη του τον όρο «παγκοσμιοποίηση» και τις ποικίλες απολίτικες και ιδεολογικές
του αποχρώσεις, περιέγραψε με εύστοχο τρόπο πως η
γλώσσα του ουμανισμού της «ανθρωπότητας», της «οικουμένης» και της «ομοσπονδίας των λαών» συνιστούν
θεολογικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα έννοιες, οι οποίες
«δεν είναι πολιτικές, δεν τούς αντιστοιχεί καμία πολιτική ενότητα ή κοινότητα και κανένα status» (ό.π.:85).
Από την κριτική του Schmitt προκύπτει ότι όπως ο
«ενδοκρατικός πλουραλισμός», έτσι και ο «απολίτικος
ουμανισμός» επίσης δεν αποτελεί νέα στιγμή της πολιτικής θεωρίας. Οι ποικίλες σημερινές εκδοχές της αποδόμησης του κράτους εν όψει της διεθνοποίησής του,
ο «κοσμοπολισμός», η «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών», η «οικουμενικότητα», το «παγκόσμιο κράτος»,
η «Αυτοκρατορία», η θεωρούμενη ως αδυναμία νομιμοποίησης και πειθούς του κράτους στα πλαίσια παγκόσμιων αλλαγών κ.ά., εξίσου με τις παλιότερες θεωρήσεις
που εξέταζε ο Schmitt, δεν αρνούνται την εξουσία, αλλά
εκτρέπουν τη μελέτη της έξω και πέρα από τη θεωρία
του κράτους. Οι θεωρίες αυτές δεν επιδιώκουν να εξηγήσουν τις σχέσεις εξουσίας που κοινωνικοποιεί το κράτος,
είτε είναι ταξικές σχέσεις, είτε είναι σχέσεις κυριαρχίας
του κράτους προς τον «λαό» ως πολιτειακό σώμα. Αυ-
344
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
τός είναι και ο λόγος της εμμονής τους στην υποχώρηση
του ΚΜΒ. Μαζί με το ΚΜΒ δεν υποχωρεί μόνον η κρατική κυριαρχία, αλλά και ένα ολόκληρο πλέγμα ταξικών
σχέσεων εξουσίας. Έτσι, εντός του φιλελεύθερου οικουμενικού ατομικισμού, η κρατική εξουσία είτε δεν υπάρχει, είτε βρίσκεται σε μια διαρκώς ανολοκλήρωτη τροχιά αποδυνάμωσης ή και αυτοκαταστροφής. Τα άτομα
γίνονται αίφνης «ελεύθερα», τόσο από το κράτος όσο
και από την πολιτική συλλήβδην. Με άλλα λόγια, σε αυτά τα οράματα παγκοσμιότητας και αποκυριαρχοποίησης, δεν απαντάται, όπως παρατηρεί ο Schmitt (ό.π.: 89,
έμφαση Schmitt), το ερώτημα, «σε ποιους ανθρώπους
θα ανήκει η φοβερή εξουσία, η οποία είναι συνδεδεμένη με ένα περιλαμβάνοντα ολόκληρη τη γη οικονομικό
και τεχνικό συγκεντρωτισμό». Το ερώτημα παραμένει
ανοιχτό, παραμένει άλυτο και εν τέλει ασύμβατο με τις
θεωρήσεις αποκυριαρχοποίησης. Ανάγεται, όπως διαπιστώνει ο Schmitt, σε λιγότερο ή περισσότερο αισιόδοξες
ανθρωπολογικές πίστεις για τα πράγματα, στην ελπίδα
ότι «τα πράγματα θα γίνουν από μόνα τους», επειδή οι
άνθρωποι θα είναι «απολύτως ελεύθεροι», ακόμα και αν
δεν απαντάται το «για ποιο σκοπό γίνονται ελεύθεροι»
(Schmitt ό.π., έμφαση Schmitt).
Παρά την εμμονή τόσο του «ενδοκρατικού πλουραλισμού» όσο και του «ουμανιστικού ουτοπισμού», η κρατική κυριαρχία από την εποχή του Schmitt ώς σήμερα,
όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά, διαρκώς μεταβαλλόμενη και αναδιοργανωμένη, αναπαράγεται σε νέα πεδία εντός και εκτός του εθνικού, εντός και εκτός του τοπικού, εντός και εκτός διαφορετικών μορφών «κοινότητας», αλλά πάντα εντός και μόνον εντός ενός ταξικού
Επίλογος
345
κοινωνικού καταμερισμού. Με τα θεσμικά, δικαιϊκά και
ιδεολογικά μέσα του ΚΜΒ, αυτός ο ταξικός καταμερισμός αναπαράγεται ως ενότητα με τη μορφή της εθνικής,
ταξικής κοινωνίας, της οποίας πολιτική έκφραση αποτελεί το κράτος. Στον βαθμό που το κράτος αποτελεί
(ακόμα) το κυρίαρχο πεδίο άσκησης πολιτικής, αρένα
διαπραγμάτευσης και εκπροσώπησης συμφερόντων, και
κυρίως, στον βαθμό που ακόμα παραμένει ο αποτελεσματικότερος από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής των
κοινωνικών τάξεων, συνεχίζει να ασκεί τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αναπαραγωγή, με όλες τις
σχέσεις εξουσίας, με όλες τις συγκρούσεις, τις ανισομέρειες και τις αντιφάσεις που αυτή συνέχει, καθώς και με
όλους τους κραδασμούς, τις ασχεδίαστες ή σχεδιασμένες δράσεις και αξιώσεις που αυτή διϋλίζει και αφομοιώνει. Αυτή, συνεπώς, η κοινωνικο-ταξική αναπαραγωγή
δεν είναι δυνατή χωρίς το κράτος, το οποίο με τη σειρά
του δεν υπάρχει χωρίς ή έξω από το ΚΜΒ. Πρόκειται
για ένα ΚΜΒ, το οποίο ούτε αποδυναμώνεται ούτε ενδυναμώνεται, ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται, ούτε παγκοσμιοποιείται, ούτε οικουμενικοποιείται. Αποτελεί μια
πάγια δομή του νεωτερικού εθνικού κράτους. Και όπως
κάθε δομή, οι μορφές, οι τρόποι οργάνωσης και εμφάνισης, οι μηχανισμοί και οι μεθοδολογίες της κάθε άλλο
παρά σταθερές είναι.
Το «ειδικό μέσο» του κράτους του Weber, το ΚΜΒ,
το «μονοπώλιο και η ανώτατη ενότητα» του Schmitt, η
«απολύτως ορισμένη κατεύθυνση» που κατά τον Elias
δίνει στην ανθρώπινη ιστορία η συγκρότηση του ΚΜΒ,
η «ολοποιούσα και σφαιρικοποιητική εξουσία του κράτους» του Foucault, ή το «εχέγγυο της αναπαραγωγής»
346
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
του Πουλαντζά, παρά τις βαθιά διαφορετικές αφετη­ρίες
τους, κάνουν λόγο για μιαν εξουσία που είναι προϊόν μιας μακράς εξέλιξης της πολιτικής ιστορίας των νεωτερικών κοινωνιών και η οποία συνενώνει την ατομική και
κοινωνική με την πολιτική δράση. Έξω από τις διαδικασίες «κοινωνικής ειρήνευσης» και «ευταξίας», οι οποίες
δεν είναι παρά οι λειτουργίες επιβολής, καταναγκασμού
αλλά και παιδαγώγησης και πειθαρχοποίησης του ΚΜΒ,
η κοινωνική αναπαραγωγή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στην εξουσιαστική και συγκρουσιακή της διάσταση.
Προϋπόθεση και συνέπεια του ΚΜΒ είναι μία σειρά σχέσεων εξουσίας που οργανώνονται, ρυθμίζονται και αναπαράγονται από αυτό, και οι οποίες είναι αναγκαστικά
ταξικές.
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Albrecht, Hans-Jörg, Kriminalität, Kriminalitätsangst, Unsicher­heitsge­
fühle, Kriminalpolitik und deren Folgen, στο: Retro-Perspektiven
der Kriminologie: Stadt, Kriminalität, Kontrolle, Kriminologische
Vereinigung, Hamburg, 2001
Albrecht, Peter-Alexis, Kriminologie: Ein Studienbuch, C. H. Beck’sche
Verlagsbuchhandlung, München, 1999
Altvater, Elmar, Mahnkopf, Birgit, Globalisierung der Unsicherheit: Arbeit
im Schatten, Schmutziges Geld und Informelle Politik, Westfälisches
Dampfboot, Münster, 2002
Anter, Andreas, Max Webers Theorie des modernen Staates: Herkunft,
Struktur und Bedeutung, Duncker und Humblot, Berlin, 1995
Andreas, Peter, Price, Richard, From Warfighting to Crimefighting:
Transforming the American National Security State, στο: International
Studies Review, vol. 3, no. 3, 2001
Arquilla John, Borer, Douglas A., (eds.), Information Strategy and Warfare:
A guide to Theory and Practice, Routledge, New York, 2007
Badi, Bertrand, Birnbaum, Pierre, The Sociology of the State, The
University of Chicago Press, London, 1983
Ball, Kirstie, Webster, Frank, (eds.), The Intensification of Surveillance: Crime,
Terrorism and Warfare in the Information Age, Pluto Press, 2003
Barett, Frank J., Sarbine, Theodore R., The rhetoric of terror: “War” as
Misplaced Metaphor, στο: Arquilla John, Borer, Douglas A., (επιμ.),
Information Strategy and Warfare: A guide to theory and practice,
Routledge, New York, 2007
Beck, Ulrich, Der kosmopolitische Blick oder: Krieg ist Frieden, Edition
Zweite Moderne, Suhrkamp, Frankfurt am Main, 2004
Birenheide, Almut, Legnaro, Aldo, Ruschmeier, Sibylle, Sicherheit, Recht
und Freiheit στο: „Retro-Perspektiven der Kriminologie – Stadt –
348
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Kriminalität – Kontrolle, Kriminologische Vereinigung, Hamburg,
2001
Braum, Stefan, Strafrechtliche Grenzen der Privatisierung sozialer
Kontrolle, στο: Butterwegge, Christoph, Kutscha, Martin, Berghahn,
Sabine (επιμ.), Herrschaft des Marktes? – Abschied vom Staat?:
Folgen neoliberaler Modernisierung für Gesellschaft, Nomos
Verlagsgesellschaft, Baden-Baden, 1999
Brenner, Neil, Theodore, Nick (επιμ.), Spaces of Neoliberalism: Urban
Restructuring in North America and Western Europe, Blackwell
Publishers, Oxford, 2002
Bülow, Wolfgang, Zusammenwirken zwischen Polizei und privaten
Sicherheitsdiensten, στο: Pitschas, Rainer, Stober, Rolf (επιμ.),
Kriminalprävention
durch
Sicherheitspartnerschaften,
Carl
Heymanns Verlag KG, München 2000
Callanan, Valerie J., Feeding the Fear of Crime: Crime-Related Media
and Support for Three Strikes, LFB Scholarly Publishing LLC, New
York, 2005
Castells, Manuel, Das Informationszeitalter II: Die Macht der Identität.
Teil 2, μετάφρ. Reinhart Kößler, Leske und Budrich, Opladen,
2002
Cha, Victor D., Globalization and the Study of International Security,
στο: Journal of Peace Research, Vol. 37, No. 3, 2000, pp. 391-403
Clear, Todd R., Cadora, Eric, Risk and correctional Practice, στο: Stenson,
Kevin and Sullivan, Robert R. (επιμ.), Crime, Risk and Justice: The
Politics of crime control in liberal democracies, Willan Publishing,
Portland, Oregon, 2001
Cox, Robert W., The Political Economy of a Plural World: Critical
reflections on power, morals and civilization, Routledge, New York,
2003
Craig, Gary, Mayo, Marjorie (eds.), Community Empowerment: A Reader
in Participation and Development, Zed Books, London, 1995
Crawford, Adam, Crime Prevention and Community Safety: Politics,
Policies and Practice, Longman, London, 1998
Dean, Mitchell, Governmentality: Power and Rule in Modern Society,
Sage Publications, London, 1999
Demirović, Alex, NGOs, the State, and Civil Society: The Transformation
of Hegemony, in Rethinking Marxism, vol. 15, number 2, April
2003
Βιβλιογραφία
349
Druwe, Ulrich, Hahlbohm, Dörte, Singer, Alex, Internationale Politik, Ars
Una, 1998
Eick, Volker, Und das ist auch gut so...: Polizieren im Berlin des
21. Jahrhunderts, στο: Nissen, Sylke (επιμ.), Kriminalität und
Sicherheitspolitik, Leske und Budrich, Opladen, 2003
Ehlers, Jan Philip, Aushöhlung der Staatlichkeit durch die Privatisierung
von Staatsaufgaben?, Peter Lang, Frankfurt am Main, 2002
Gandy, Oscar H., Data Mining and Surveillance in the Post-9/11
Environment, στο: Ball, Kirstie, Webster, Frank, (επιμ.), The
Intensification of Surveillance: Crime, Terrorism and Warfare in the
Information Age, Pluto Press, 2003
Garland, David, The Culture of Control: Crime and Social Order in
Contemporary Society, Oxford University Press, 2001
Garland, David, The Limits of the Sovereign State: Strategies on
Crime Control in Contemporary Society, στο: British Journal of
Criminology, Vol. 36, 1996
Giddens, Anthony, Runaway World: How Globalization is Reshaping
Our Lives, Profile, London, 1999
Gottfredson, Michael R., Hirschi, Travis, A General Theory of Crime,
Stanford University Press, Stanford, California, 1990
Gray, Colin S., Strategy for Chaos: Revolution in Military Affairs and
the Evidence of History, Frank Cass Publishers, London, 2005
Green, Penny, Ward, Tony, State Crime: Governments, Violence and
Corruption, Pluto Press, 2004
Hall, John A., Ikenberry, John G., The State, Open University Press,
Buckingham, 1989
Hall, Steve, Winlow, Simon, Rehabilitating Leviathan: Reflections on the
state, economic regulation and violence reduction, στο: Theoretical
Criminology, 7, (2), 2003.
Hardt, Michael, Negri, Antonio, Empire, Harvard University Press,
London, 2000
Hardt, Michael, Negri, Antonio, Multitude: War and Democracy in the
Age of Empire, Penguin Press, New York, 2004
Hay, Colin, Re-Stating Social and Political Change, Open University
Press, Buckingham, 1996
Heins, Volker, Max Weber: Zur Einführung, Junius Verlag GmbH,
Hamburg, 1997
Held, David, From City-States to a Cosmopolitan Order?, στο: Held,
350
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
David (επιμ.), Prospects for Democracy: North, South, East, West,
Polity Press, 1993
Heuer, Hans-Joachim, Das Gewaltmonopol, στο: Wörterbuch zur inneren
Sicherheit, Hans-Jürgen Lange und Matthias Gasch (επιμ.), VS
Verlag für Sozialwissenschaften, 2006
Hirsch, Joachim, The State’s New Clothes: NGOs and the Internatio­
nalization of States, στο: Rethinking Marxism, vol. 15, 2, April
2003
Hirsch, Joachim, Globalization, Class and the Question of Democracy,
στο: The Socialist Register, 1999
Hugger, Paul, Stadler, Ulrich (επιμ.), Gewalt: Kulturelle Formen in
Geschichte und Gegenwart, Unionsverlag, Zürich, 1995
Jessop, Bob, The Future of the Capitalist State, Polity Press, Cambridge,
2002
Jones, Martin, Ward, Kevin, Excavating the Logic of British Urban Policy:
Neoliberalism as the “Crisis of Crisis-Management” στο: Brenner,
Neil, Theodore, Nick (επιμ.), Spaces of Neoliberalism: Urban
Restructuring in North America and Western Europe, Blackwell
Publishers, Oxford, 2002
Kaldor, Mary, Global Civil Society: An Answer to War, Polity, Cambridge,
2003
Kalyvas, Andreas, The Stateless Theory: Poulantzas’s Challenge to
Postmodernism, στο: Stanley Aronowitz and Peter Bratsis (επιμ.),
Paradigm lost: State theory reconsidered, University of Minnesota
Press, Minneapolis, 2002
Krader, Lawrence, The Formation of the State, Prentice-Hall, New Jersey,
1968
Krasmann, Susanne, The Enemy on the Border: Critique of a programme in
favour of a Preventive State, στο: Punishment and Society, 9, 301, 2007
Krause, Keith, Williams, Michael C., Broadening the Agenda of Security
Studies: Politics and Methods, στο: Mershon International Studies
Review, vol. 40, 2, 1996
Kirchheimer, Otto, Political Justice, στο: Campbell, Colin, Wiles, Paul
(επιμ.), Law and Society: Readings in the Sociology of Law, Martin
Robertson, 1979
Kössler, Reinhart, The Modern Nation State and Regimes of Violence:
Reflections on the Current Situation, στο: Ritsumeikan Annual
Review of International Studies, Vol.2, 2003
Βιβλιογραφία
351
Knöbl, Wolfgang, Zivilgesellschaft und staatliches Gewaltmonopol:
Zur Verschränkung von Gewalt und Zivilität, στο: Mittelweg, 36,
2006
Kunz, Karl-Ludwig, Kriminologie: Eine Grundlegung, 3.Auflage, Verlag
Paul Haupt, Bern, Stuttgart, Wien, 2001
Leisner, Walter, Demokratie: Betrachtungen zur Entwicklung einer
gefährdeten Staatsform, Duncker und Humblot, Berlin 1998
Loader, Ian, Walker, Neil, Civilizing Security, Cambridge University
Press, New York, 2007
Logan, Charles H., Private Prisons: Cons and Pros, Oxford University
Press, New York, 1990
Lyon, David, The Electronic Eye: The Rise of Surveillance Society,
Minnesota Press, Minneapolis, 1994
Mair, Stefan, The New World of Privatized Violence, στο: International
Politics and Society, vol. 2, 2003
Mann, Michael, The Sources of Social Power, Cambridge University
Press, Cambridge, 1986
Markantonatou, Maria, Die Umsetzung des Neuen Öffentlichen Managements
in der Kriminalpolitik, στο: Kriminologisches Journal, 36, 3, 2004.
May, Michael, Management des Kriminellen – Soziale Kontrolle als
unternehmerische Dienstleistung, στο: Widersprüche: Zeitschrift für
sozialistische Politik im Bildungs-, Gesundheits- und Sozialbereich,
Heft 63, 1997
McLaughin, Eugene, Muncie, John, Hughes, Gordon, The permanent
Revolution: New Labour, New Public Management and the Moder­
nization of Criminal Justice, στο: Criminal Justice, Vol.1, 3, 2001
Messner, Dirk, Gesellschaftliche Determinanten wirtschaftlicher En­
twicklung in der Weltmarktwirtschaft. Markt, Netzwer­ksteue­rung
und soziale Gerechtigkeit als Elemente einer Entwicklungsstrategie
jenseits des Neoliberalismus, στο: Brunkhorst, Hauke und Kettner,
Matthias (επιμ.), Globalisierung und Demokratie, Suhrkamp Verlag,
Frankfurt/Main, 2000
Migdal, Joel S., State in Society: Studying how States and Societies
transform and constitute one another, Cambridge University Press,
Cambridge, 2001
Narr, Wolf-Dieter, Das nicht so neue Tandem: Gewalt und Globalisierung,
στο: Prokla: Zeitschrift für kritische Sozialwissenschaft, Heft 125, Nr.
4, 2001
352
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Nogala, Detlef, Gating the Rich – Barcoding the Poor: Konturen einer
neoliberalen Sicherheitskonfiguration, στο: Ludwig-Mayerhofer,
Wolfgang (επιμ.), Soziale Ungleichheit, Kriminalität und Krimina­
lisierung, Leske und Budrich, Opladen, 2000
Nogala, Detlef, Erscheinungs- und Begriffswandel von Sozialkontrolle
eingangs des 21. Jahrhunderts, στο: Peters, Helge (επιμ.), Soziale
Kontrolle: Zum Problem der Normkonformität in der Gesellschaft,
Leske und Budrich, Opladen 2000
Nurge, Dana M., Schwartz, Martin, Capitalist Punishment: Ethics and
Private Prisons, στο: Critical Criminology 12, 2004
Oc, Taner, Tiesdell, Steven (επιμ.), Safer City Centres: Reviving the Public
Realm, Paul Chapman Publishing Ltd, London, 1997
Offe, Claus, Strukturprobleme des kapitalistischen Staates: Aufsätze
zur Politischen Soziologie, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main,
1972
Osborne, David, Gaebler, Ted, Reinventing Government: How the Entrepre­
neurial Spirit is Transforming the Public Sector, A William Patrick
Book, New York, 1992
Peck, Jamie, Tickell, Adam, Neoliberalizing Space στο: Brenner,
Neil, Theodore, Nick (επιμ.), Spaces of Neoliberalism: Urban
Restructuring in North America and Western Europe, Blackwell
Publishers, Oxford, 2002
Peters, Helge, Soziale Probleme und Soziale Kontrolle, Westdeutscher
Verlag GmbH, Wiesbaden, 2002
Pitschas, Rainer, Verwaltung und Verwaltungsgerichtsbarkeit im
staatlichen Modernisierungsprozess, στο: Pitschas, Rainer, Blümel,
Willi (επιμ.), Verwaltungsverfahren und Verwaltungsprozess im
Wandel der Staatsfunktionen, Duncker und Humblot, Berlin, 1997
Rohrmoser, Günter, Krise des Politischen und der heutigen Staatstheorie,
in Europa und die Zukunft der Nationalstaaten, Hasen & Koehler,
Stuttgart, 1994
Rosenbaum, Dennis P., (επιμ.), Community Crime Prevention: Does it
Work?, Sage Publications Inc., California, 1986
Shaw, Martin, The State of Globalization: Towards a Theory of State
Transformation, στο: State/Space: A Reader, Brenner, Neil (et al.),
Blackwell Publishing, Oxford, 2003
Shefer, Guy, Liebling, Alison, Prison privatization: In search of a businesslike atmosphere?, στο: Criminology and Criminal Justice, 8, 2008
Βιβλιογραφία
353
Sørensen, Georg, The Transformation of the State: Beyond the Myth of
Retreat, Palgrave Macmillan, 2004
South, Nigel, Privatizing Police in the European Market: Some Issues
for Theory, Policy, Research, στο: European Sociological Review,
vol. 10, 3, 1994
Steele, David, Spatial Dimensions of Global Governance, στο: Global
Governance, 10, 2004
Sullivan, Robert, R., Liberalism and Crime: The British Experience,
Lexington Books, Oxford, 2000
Sumner, Colin, The Decline of Social Control and the Rise of Vocabularies
of Struggle, στο: Bergalli, Roberto, Sumner, Colin (επιμ.), Social
Control and Political Order: European Perspectives at the End of
the Century, Sage Publications, London, 1997
Tilford, Earl H., The Revolution in Military Affairs: Prospects and
Cautions, Report: June 1995, 23, Strategic Studies Institute, U.S.
Army War College
Trotha, Trutz von, Ordnungsformen der Gewalt oder Aussichten auf das
Ende des staatlichen Gewaltmonopols, στο: Nedelmann, Birgitta
(επιμ.), Politische Institutionen im Wandel, Kölner Zeitschrift für
Soziologie und Sozialpsychologie, Sonderheft, 35, Westdeutsche
Verlag, Opladen, 1995
Turner, Bryan S., Weber and Elias on Religion and Violence: warrior
charisma and the civilizing process, στο: The Sociology of Norbert
Elias, Loyal, Steven, Quilley, Stephen (επιμ.), Cambridge University
Press, New York, 2004
Turner, Scott, Global Civil Society, Anarchy and Governance: Assessing
an Emerging Paradigm, στο: Journal of Peace Research, vol.35, 1,
1998
Verkuil, Paul R., Outsourcing Sovereignty: Why Privatization of Govern­
ment Functions threatens Democracy and what can we do about it,
Cambridge University Press, New York, 2007
Vincent, Andrew, Theories of the State, Basil Blackwell, Oxford, 1987
Voigt, Rüdiger, Des Staates neue Kleider: Entwicklungslinien moderner
Staatlichkeit, Nomos Verlagsgesellschaft, Baden-Baden, 1996
Welsh, Brandon C., Farrington, David P., Sherman, Lawrence W., Costs
and Benefits of Preventing Crime, Westview Press, Colorado, 2001
Wulf, Herbert, Internationalizing and Privatizing War and Peace,
Palgrave Macmillian, Hampshire, 2005
354
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Würtenberger, Thomas, Die Legitimität staatlicher Herrschaft: Eine
staatsrechtlich-politische Begriffsgeschichte, Duncker und Humblot,
Berlin, 1973
Zippelius, Reinhold, Allgemeine Staatslehre, Verlag C. H. Beck, München,
1994
Eλληνόγλωσση Βιβλιογραφία
Agamben, Giorgio, Κατάσταση Εξαίρεσης, μετάφρ. Μαρία Οικονομί­
δου, Πατάκης, Αθήνα, 2007
Agamben, Giorgio, Homo Sacer: Κυρίαρχη Εξουσία και Γυμνή Ζωή,
μετάφρ. Παναγιώτης Τσιάμουρας, επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης,
Scripta, Αθήνα, 2005
Althusser, Luis, Θέσεις (1964-1975), μετάφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας,
Θεμέλιο, Αθήνα, 1994
Baudrillard, Jean, Το Πνεύμα της Τρομοκρατίας, μετάφρ. Πάρις Μπουρ­
λάκης, Κριτική, Αθήνα, 2002
Benjamin, Walter, Για μια Κριτική της Βίας, μετάφρ. Λεωνίδας Μαρ­
σιανός, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα, 2002
Dougherty James E., Pflatzgraff, Robert L., Ανταγωνιστικές Θεωρίες
Διεθνών Σχέσεων: Μια Συνολική Αποτίμηση, τόμος Α΄, μετάφρ.
Θανάσης Αθανασίου, Νικηφόρος Σταματάκης, Παπαζήσης, Αθή­
να, 1992
Elias, Norbert, Η Εξέλιξη του Πολιτισμού: Κοινωνιογενετικές και Ψυ­
χογενετικές Έρευνες, τόμοι Α΄ και Β΄, μετάφρ. Εύη Βαϊκούση, Νε­
φέλη, Αθήνα, 1997
Foucault, Michel, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, μετάφρ. Λίλα Τρουλι­
νού, Ύψιλον, Αθήνα, 1991
Foucault, Michel, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μετάφρ. Τιτίκα
Δημητρούλια, Ψυχογιός, Αθήνα, 2002
Foucault, Michel, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, με­
τάφρ. Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράπτη, Ράππας, Αθήνα, 1989
Foucault, Michel, Εξουσία, Γνώση, Ηθική, Ύψιλον, Αθήνα, 1987
Gellner, Ernest, Έθνη και Εθνικισμός, μετάφρ. Δώρα Λαφαζάνη, Εκδό­
σεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1992
Habermas, Jürgen, Η Εποχή των Μεταβάσεων, μετάφρ. Μαρία Τοπάλη,
Ελίζα Παπαδάκη, Scripta, Αθήνα, 2006
Βιβλιογραφία
355
Harvey, David, Νεοφιλελευθερισμός: Ιστορία και Παρόν, Καστανιώ­
της, Αθήνα, 2007
Hirsch, Joachim, Θεωρητικές Παρατηρήσεις πάνω στο Αστικό Κράτος
και την Κρίση του, στο Πουλαντζάς, Νίκος, Η Κρίση του Κράτους,
Παπαζήσης, Αθήνα, χ.χ.
Hirsch, Joachim, Φορντισμός και Μεταφορντισμός: Η παρούσα κρίση
και οι συνέπειες της, στο Bonefeld, Werner, Holloway, John (επιμ.),
Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή: Μια μαρξιστική συζήτη­
ση για το μεταφορντικό κράτος, μετάφρ. Γιώργος Αντωνίου, Εξά­
ντας, Αθήνα, 1991
Hobsbawm, Eric, Από την επιτάχυνση της Ιστορίας στα όρια της Ευ­
ρώπης, Συνέντευξη στην Εφημερίδα το Βήμα, 17.10.2004, Αριθμός
Φύλου 14292
Hobsbawm, Eric, Η Εποχή των Άκρων: Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας
1914-1991, μετάφρ. Β. Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, 1999
Hoffman, John, Πέραν του Κράτους, μετάφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπα­
μπασάκης, Στάχυ, 1997
Κοτζιάς, Νίκος, Κράτος και Πολιτική, Λιβάνης, Αθήνα, 1993
Lenk, Kurt, Πολιτική Κοινωνιολογία: Δομές και Μορφές Ενσωμά­
τωσης της Κοινωνίας, μετάφρ. Φώτης Κοκαβέσης, Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη, 1982
Mann, Michael, Κράτη, Πόλεμος και Καπιταλισμός, μετάφρ. Εύη Τσε­
ρεζολέ, Κριτική, 2006
Michels, Robert, Ο Σιδηρούς Νόμος της Ολιγαρχίας, στο: Οι Κλασσικοί
της Κοινωνιολογίας, μετάφρ. Κώστας Κατηφόρης, Δημήτρης Κου­
νελάκης, Γιάννης Παπαδάκης, Αλέκος Σακκάς, επιμ. Φεραρότι Φ.,
Οδυσσέας, Αθήνα, χ.χ.
Morin, Edgar, Ευρώπη: Πολιτισμός και Βαρβαρότητα, Εκδόσεις του
Εικοστού Πρώτου, μετάφρ. Τ. Δημητρούλια, Αθήνα, 2006
Πουλαντζάς, Νίκος, Το Κράτος, Η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Θεμέλιο,
Αθήνα, 1978
Πουλαντζάς, Νίκος, Η Κρίση του Κράτους, Παπαζήσης, Αθήνα, χ.χ.
Pareto, Vilfredo, Η Χρήση της Βίας στην Κοινωνία, στο: Οι Κλασσικοί
της Κοινωνιολογίας, μετάφρ. Κώστας Κατηφόρης, Δημήτρης Κου­
νελάκης, Γιάννης Παπαδάκης, Αλέκος Σακκάς, επιμ. Φεραρότι Φ.,
Οδυσσέας, Αθήνα, χ.χ.
Schmitt, Karl, Η Έννοια του Πολιτικού, μετάφρ. Αλίκη Λαβράνου,
επιμ. Γιώργος Σταμάτης, Κριτική, Αθήνα, 1988
356
Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας
Weber, Max, Βασικές Έννοιες Κοινωνιολογίας, μετάφρ. Μιχάλης Γ. Κυ­
πραίος, Κένταυρος, Αθήνα, 1983
Weber, Max, Η Πολιτική ως Επάγγελμα, μετάφρ. Μιχάλης Γ. Κυ­πραίος,
Παπαζήσης, Αθήνα, 1987
Weber, Max, Κοινωνιολογία του Κράτους, μετάφρ. Μιχάλης Γ. Κυ­
πραίος, Κένταυρος, Αθήνα, 1996
Download