Uploaded by Jimis Fotiou (jimisDoesMinecraft)

ANTH 105A The Methods of Anthropology

advertisement
Οι Μέθοδοι της Ανθρωπολογίας:
Επιτόπια Έρευνα και Συμμετοχική Παρατήρηση
Επιτόπια Έρευνα
Ορισμός: Η επιτόπια έρευνα περιλαμβάνει την άμεση συλλογή στοιχείων στο χώρο
διαμονής των πληροφοριοδοτών του ερευνητή. Η συνεχής παρουσία του ερευνητή
στο ακριβές σημείο το οποίο κατέχει η κοινότητα την οποία μελετά θεωρείται
υποχρεωτικό μέρος της ανθρωπολογικής εκπαίδευσης.
Οι Ιδιότητες-Ρόλοι του Ανθρωπολόγου και πως Επηρεάζουν την Έρευνα του
Ο ανθρωπολόγος-κλόουν: Ο ανθρωπολόγος κάνει πολλά λάθη, ειδικά στα αρχικά
στάδια της έρευνας του. Δεν γνωρίζει ούτε τις κοινωνικές συμβάσεις, ούτε την
γλώσσα των ανθρώπων τους οποίους επέλεξε να μελετήσει. Είναι όπως ένα μικρό
παιδί το οποίο σιγά-σιγά αρχίζει να μαθαίνει πως να φέρεται και να επικοινωνεί με
τους γύρω του. Στο μεταξύ όμως φέρεται με τρόπο που φαίνεται αλλόκοτος και ίσως
αστείος στους ντόπιους. Στα μάτια τους είναι ένας κλόουν που τους προκαλεί το γέλιο.
Αυτή όμως είναι μια πολύ χρήσιμη εμπειρία για τον ανθρωπολόγο. Μελετώντας τις
αντιδράσεις των ντόπιων στα λάθη του, ο ανθρωπολόγος αρχίζει να καταλαβαίνει τον
τρόπο σκέψης τους και να κατανοεί την κουλτούρα τους.
Ο ανθρωπολόγος-αυθεντία: Οι συνέπειες του ρόλου της «αυθεντίας» ή του
«ειδικού»: Ο επιτόπιος ερευνητής απολαμβάνει ένα συγκεκριμένο κύρος λόγω του
μορφωτικού του επιπέδου, της εξειδικευμένης ακαδημαϊκής γνώσης που διαθέτει
πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, και συχνά της Δυτικής του προέλευσης. Σαν
αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, ο επιτόπιος ερευνητής αντιμετωπίζεται με σεβασμό
και περισσή ευγένεια από τους. ντόπιους. Αυτό δεν είναι πάντα καλό. Διαστάσεις της
κοινωνικής τους ζωής, για τις οποίες οι ντόπιοι μπορεί να ντρέπονται, αποκρύβονται
από τον «υψηλό ξένο»
Τα Συναισθήματα του Ανθρωπολόγου
Σε αντίθεση με τους επιτόπιους ερευνητές που παίρνουν μέρος σε αναπτυξιακά
προγράμματα, οι ανθρωπολόγοι συνήθως δουλεύουν μόνοι τους. Ο μακροχρόνιος
χωρισμός από την οικογένεια και τους φίλους τους δεν είναι πάντα εύκολος. Η
διαδικασία εγκλιματισμού τους σε μια ξένη κουλτούρα μπορεί να αποδειχθεί
ψυχολογικά επώδυνη. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι ανθρωπολόγοι πρέπει να
ζήσουν χωρίς τις πρακτικές ευκολίες και φυσικές απολαύσεις που προσφέρει ο δικός
τους πολιτισμός και με τις οποίες μεγάλωσαν. Ταυτόχρονα, οι ανθρωπολόγοι
αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης προς τους ανθρώπους τους
οποίους μελετούν.
Υπάρχει μια σειρά συγκεκριμένων ψυχολογικών «προβλημάτων» τα οποία
αντιμετωπίζουν συνήθως οι ανθρωπολόγοι κατά την διάρκεια της επιτόπιας έρευνας.
Πολλοί από αυτούς ανησυχούν αδικαιολόγητα για την υγεία τους, σε βαθμό που τους
γίνεται καθημερινή ψύχωση. Συχνά εκνευρίζονται με τους πληροφοριοδότες τους και
1
αναπτύσσουν συναισθήματα δυσφορίας έναντι τους. (Τα προσωπικά ημερολόγια του
Malinowski είναι γεμάτα με τέτοιες υποτιμητικές αναφορές στους ιθαγενείς). Ένα
άλλο σύνηθες πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ανθρωπολόγοι είναι η έλλειψη
ιδιωτικότητας. Τον ανθρωπολόγο δεν τον αφήνουν ποτέ μόνο του. Η έννοια της
«ιδωτικότητας», της ανάγκης δηλαδή κάθε ανθρώπου να απολαμβάνει τον δικό του
προσωπικό χώρο και τις δικές του ιδιωτικές στιγμές, είναι μια νεωτερική ιδέα, προϊόν
της εξατομικευμένης σύγχρονης κοινωνίας. Σε παραδοσιακές κοινωνίες δεν βρίσκει
κανείς αυτή την αντίληψη. Αντίθετα, εκεί οι άνθρωποι ταυτίζουν την «ιδιωτικότητα»
με την «μοναξιά» και καλοπροαίρετα κάνουν ότι μπορούν για να στερήσουν στον
ανθρωπολόγο τις λιγοστές στιγμές απομόνωσης που επιδιώκει συχνά να έχει.
H Επιτόπια Έρευνα σαν Διαβατήρια Τελετή
Παρόλο που πολλοί ανθρωπολόγοι δέχονται ότι σημαντική ιστορική και αναλυτική
δουλειά μπορεί να γίνει στην βιβλιοθήκη, η επιτόπια έρευνα παραμένει στο κέντρο
της ανθρωπολογικής μελέτης. Αναμένεται από τον ανθρωπολόγο να ζήσει με τους
πληροφοριοδότες του για περίπου δύο χρόνιας να μάθει την γλώσσα τους, και να
εμβαθύνει στην κουλτούρα και στον τρόπο σκέψης τους. Ο Malinowski (1884-1942),
o ιδρυτής του τμήματος της Ανθρωπολογίας στο LSE, υπήρξε πρωτοπόρος στην
εδραίωση του «δόγματος» ότι μέχρι να ζήσεις με μια εξωτική φυλή, και να μάθεις να
μιλάς την γλώσσα τους άπταιστα, δεν μπορείς να διεκδικείς πλήρες επαγγελματικό
status. Η επιτόπια έρευνα, λοιπόν, έγινε ένα είδος διαβατήριας τελετής για τους
νεόφερτους στην ανθρωπολογία. Η περιγραφή που έκανε ο Malinowski των δικών του
εμπειριών επιτόπιας έρευνας έδωσε στο θέμα της ανθρωπολογίας την έντονη
εμπειρική παράδοση που ακόμα απολαμβάνει, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Συμμετοχική Παρατήρηση
Η συμμετοχική παρατήρηση είναι απαραίτητη στην ανθρωπολογική έρευνα. Σαν
συμμετέχοντες, οι ανθρωπολόγοι επιδιώκουν την ενεργή συμμετοχή τους στην
καθημερινή ζωή της ομάδας την οποία μελετούν, και μαθαίνουν την τοπική γλώσσα
επαρκώς. Εμβαθύνοντας οι ίδιοι όσο μπορούν στην ζωή της κοινότητας, προσπαθούν
να βάλουν τους εαυτούς τους στο μυαλό των ανθρώπων των οποίων την συμπεριφορά
προσπαθούν να κατανοήσουν. Με άλλα λόγια, μαθαίνουν να σκέφτονται και να
αισθάνονται όπως οι πληροφοριοδότες τους. Ταυτόχρονα κάνουν κάθε προσπάθεια να
γίνουν αποδεκτοί ως μέλη της κοινότητας, και όχι ως περιστασιακοί τουρίστες.
Παρόλο που αναμιγνύονται με την τοπική κοινωνία, το κάνουν μέσα στα όρια που
θέτουν οι οικοδεσπότες τους και οι δικές τους αναστολές. Σπάνια οι ανθρωπολόγοι
γίνονται εντελώς όπως οι ιθαγενείς.
Σαν παρατηρητές όμως, χρειάζονται να διατηρήσουν ένα βαθμό νοητικής και ψυχικής
αποστασιοποίησης, έτσι ώστε να βλέπουν τα πράγματα από μια ευρύτερη σκοπιά.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχική παρατήρηση συνιστά μια «διπλή
διαδικασία» επιτόπιας έρευνας, και την αιτία αυτού το οποίο πολλοί έχουν περιγράψει
σαν «ανθρωπολογική σχιζοφρένεια». Σύμφωνα με τον Evans-Pritchard, ο
ανθρωπολόγος είναι ένα «διπλά περιθωριακό άτομο», αιωρούμενο ανάμεσα στην δική
του κοινωνία και σε αυτήν την οποία μελετά.
2
Μέθοδοι Έρευνας
Η χρήση προσωπικού ημερολογίου, στο οποίο ο ανθρωπολόγος καταγράφει τις
εθνογραφικές πληροφορίες τις οποίες συλλέγει σε καθημερινή βάση, προχωρεί σε
κάποιες πρωταρχικές αναλύσεις, και ίσως παραθέτει κάποια προσωπικά βιώματα,
συναισθήματα και σκέψεις.
Στο πλαίσιο τις επιτόπιας έρευνας, τίποτα δεν εμποδίζει τον ανθρωπολόγο από το
να προσπαθήσει να πάρει κάποιες συνεντεύξεις. Οι συνεντεύξεις αυτές μπορεί να
είναι δομημένες ή μη δομημένες. Σε μια δομημένη συνέντευξη, ο ανθρωπολόγος
απλά διαβάζει μια σειρά ερωτήσεων τις οποίες έχει προαποφασίσει και καταγράψει
σε ένα χαρτί. Αναμένει από τον ερωτούμενο να απαντήσει σε κάθε μια από τις
ερωτήσεις του με την σειρά, χωρίς όμως ο ανθρωπολόγος να αποκλίνει καθόλου
από το αυστηρό πλαίσιο του ερωτηματολογίου του. Αντίθετα, σε μια μη δομημένη
συνέντευξη, α ανθρωπολόγος έχει την ευχέρεια να κάνει επιπρόσθετες ερωτήσεις,
να ζητήσει διευκρινήσεις, να διαφοροποιήσει την αρχική του φρασεολογία, να
διερευνήσει θέματα σε μεγαλύτερο βάθος, να επικεντρωθεί σε ενδιαφέροντα
ζητήματα τα οποία αναπάντεχα εγείρει ο ίδιος ο ερωτούμενος, και γενικά, να έχει
μια πιο ελεύθερη και διαλογική συζήτηση με τον πληροφοριοδότη του. Οι δύο
αυτοί τύποι συνεντεύξεων έχουν τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
τους. Πολλές φορές ο ανθρωπολόγος μπορεί να επιλέξει να συνδυάσει τους δύο
τύπους συνέντευξης έτσι ώστε να πετύχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Με
την μη δομημένη συνέντευξη, επιτρέπει στον ερωτούμενο να εγείρει θέματα που
αυτός θεωρεί σημαντικά, και δεν του επιβάλλει την δική του θεματολογία.
Ταυτόχρονα, μπορεί ο ανθρωπολόγος να διερευνήσει αυτά τα θέματα σε
μεγαλύτερο βάθος. Με την δομημένη συνέντευξη, ο ανθρωπολόγος επικεντρώνεται
στα θέματα που ενδιαφέρουν τον ίδιο ακαδημαϊκά, και δεν επιτρέπει στον
ερωτούμενο να εκτρέψει την συζήτηση σε άλλα άσχετα και μειωμένου
ενδιαφέροντος θέματα. Οι απαντήσεις που παίρνει σε μια τέτοια συνέντευξη μπορεί
να είναι επιφανειακές και ανεπαρκείς, αλλά στο επίπεδο της ανάλυσης, μπορούν να
κωδικοποιηθούν ευκολότερα.
Ο ανθρωπολόγος μπορεί να αποπειραθεί να συλλέξει life histories, τον «βίο» ή την
«ιστορία της ζωής» ορισμένων από τους πληροφοριοδότες του. Μπορεί να τους
ζητήσει να την καταγράψουν στο χαρτί ή στο κασετόφωνο μόνοι τους, και στην
απουσία του ανθρωπολόγου. Εναλλακτικά, η καταγραφή μπορεί να γίνει στην
παρουσία του ανθρωπολόγου, ο οποίος κάνει απανωτές ερωτήσεις, ζητά
διευκρινήσεις και, γενικά, έχει ενεργή ανάμιξη στην διαδικασία της συνέντευξης.
Ορισμένα από τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών των δύο
διαφορετικών προσεγγίσεων έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Ο ανθρωπολόγος μπορεί
να επιλέξει να χρησιμοποιήσει και τις δύο προσεγγίσεις, την μια μετά την άλλη,
έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τα ερευνητικά του οφέλη.
Αρκετοί ανθρωπολόγοι, ειδικά στα αρχικά στάδια της επιτόπιας έρευνας τους, και
όταν δεν έχουν ακόμα μάθει την γλώσσα, επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τις
υπηρεσίες ενός key informant, «πληροφοριοδότη κλειδί». Το άτομο αυτό είναι
συνήθως μέλος της κοινωνίας την οποία μελετά ο ανθρωπολόγος, και είχε κάποια
προηγούμενη επαφή και εμπειρία με εκπροσώπους του κόσμου από τον οποίο
προέρχεται o ανθρωπολόγος. Αρχικά σαν μεταφραστής, διευκολύνει την
επικοινωνία του ανθρωπολόγου με τους ντόπιους, και ακολούθως προσφέρει
πληροφορίες για την κοινότητα του τις οποίες επιζητεί ο ανθρωπολόγος. Το
πρόβλημα με τον key informant είναι ότι προσφέρει στον ανθρωπολόγο μια
3
θεώρηση της τοπικής κοινωνίας που είναι όμως επηρεασμένη από την δική του
θέση στην κοινωνία αυτή. Με άλλα λόγια, η σκοπιά του key informant είναι
επηρεασμένη από παράγοντες όπως το φύλο του, η ηλικία του, η προσωπικότητα
του και το κύρος που απολαμβάνει μέσα στην κοινότητα του. Αυτή η
προκατειλημμένη θεώρηση των πραγμάτων μπορεί να αποβεί άκρως
αντιπαραγωγική. Για αυτό και οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι συνήθως διακόπτουν
την συνεργασία τους με τον key informant μετά τον έκτο περίπου μήνα της
επιτόπιας έρευνας.
Σε εγγράμματες κοινωνίες μπορεί να ζητηθεί από τους πληροφοριοδότες να
προμηθεύσουν τον ανθρωπολόγο με γραπτά κείμενα των απόψεων τους, ή να
καταγράψουν σε προσωπικά ημερολόγια τις ενέργειες τους για ένα περιορισμένο
χρονικό διάστημα.
Η θεώρηση της τοπικής λογοτεχνίας είναι χρήσιμη σε ανθρωπολόγους οι οποίοι
εργάζονται σε εγγράμματες κοινωνίες.
Κατά την διάρκεια της επιτόπιας τους έρευνας, πολλοί ανθρωπολόγοι κάνουν
χρήση τεχνολογικού εξοπλισμού, όπως φωτογραφικές μηχανές, κασετόφωνα,
βιντεοκάμερες και άλλα.
Παράγοντες που Μπορεί να Επηρεάσουν την Έρευνα
Η προσωπικότητα του ανθρωπολόγου μπορεί να επηρεάσει την έρευνα. Στην
ανθρωπολογία, ο ίδιος ο ανθρωπολόγος είναι το κύριο εργαλείο της έρευνας. Η
ικανότητα του να δημιουργεί φιλίες, να αντιδρά με ευαισθησία και να είναι διορατικός
παίζουν καθοριστικό ρόλο. Οι ανθρωπολόγοι συχνά αναπτύσσουν ανταγωνιστικές
σχέσεις με τους πληροφοριοδότες τους, και υιοθετούν αρνητικές στάσεις έναντι τους.
(Το περιεχόμενο των ημερολογίων του Malinowski είναι ενδεικτικό αυτής της
στάσης).
Το φύλο του ανθρωπολόγου είναι επίσης σημαντικό. Σε ορισμένες κοινωνίες, ο
άνδρας-ανθρωπολόγος μπορεί να μην έχει εύκολα πρόσβαση στις γυναίκες, και
αντίστροφα. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε παραδοσιακές και άλλες κοινωνίες όπου
υπάρχει μεγάλος και έντονος διαχωρισμός των δύο φύλων. Ορισμένοι ανθρωπολόγοι,
οι οποίοι συνοδεύονταν από τον/την σύζυγο τους κατά την διάρκεια της επιτόπιας
έρευνας, επιδίωξαν και κατάφεραν να τον/την χρησιμοποιήσουν για να συλλέξουν
κάποιες πληροφορίες για το άλλο φύλο.
Η ηλικία του ανθρωπολόγου μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Λόγω του νεαρού
της ηλικίας του, ο ανθρωπολόγος μπορεί να μην έχει εύκολα πρόσβαση στους
γέροντες της κοινότητας, ειδικά σε κοινωνίες όπου η σχέσεις μεταξύ των γενεών
χαρακτηρίζονται από επισημότητα και απόσταση.
Η οικογενειακή κατάσταση του ανθρωπολόγου, αν είναι δηλαδή έγγαμος ή άγαμος,
μπορεί επίσης να επηρεάσει την έρευνα. Σε ορισμένες κοινωνίες όπου ο γάμος
επιφέρει κοινωνικό κύρος, έναν ανύπανδρο ανθρωπολόγο μπορεί απλούστατα να μην
τον λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.
Το πρόβλημα με τους κύριους πληροφοριόδοτες μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα
σοβαρό. Οι ανθρωπολόγοι έχουν την τάση να δίνουν περισσή προσοχή στην ελίτ της
4
κοινότητας την οποία μελετούν - αρχηγούς, φύλαρχους, ηγούμενους, δάσκαλους,
κοινοτάρχες, σαμάνους και άλλα μη τυπικά άτομα που είναι συνήθως οι πρώτοι που
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Μεθοδολογικό Ζήτημα
Ο φυσικός επιστήμονας, ο οποίος εργάζεται σε ένα εργαστήριο, προσπαθεί να μην
επηρεάσει τα φαινόμενα τα οποία μελετά με την παρουσία του. Μπορεί ο
ανθρωπολόγος να κάνει το ίδιο με δεδομένη την παρουσία του και την επαφή του με
τα μέλη της κοινότητας την οποία μελετά;
Οι υποστηρικτές της φυσιοκρατικής προσέγγισης στο θέμα αυτό ανήκουν στη λεγόμενη
θετικιστική σχολή. Οι θετικιστές πιστεύουν ότι η ανθρωπολογία πρέπει να ακολουθεί
τα ερευνητικά πρότυπα των φυσικών επιστημών (όπως είναι η χημεία και η βιολογία).
Σύμφωνα με τους θετικιστές, οι ανθρωπολόγοι πρέπει να ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους
έρευνας που ακολουθούν και οι φυσικοί επιστήμονες. Όπως λοιπόν ένας χημικός κάνει
το πείραμα του στο εργαστήριο της χημείας, χωρίς η φυσική παρουσία του ίδιου του
χημικού να επηρεάζει το αποτέλεσμα του πειράματος, έτσι και ο ανθρωπολόγος, κατά
την διάρκεια του δικού του «κοινωνικού πειράματος», δεν πρέπει να επηρεάζει τα
αποτελέσματα με την φυσική του παρουσία μέσα στην κοινότητα την οποία μελετά. Με
άλλα λόγια, ο ανθρωπολόγος πρέπει να απέχει από όλες εκείνες τις ενέργειες οι οποίες
μπορεί να αλλοιώσουν την εικόνα της κοινωνίας την οποία προσπαθεί να καταγράψει.
Αυτή η στάση ονομάστηκε φυσιοκρατική προσέγγιση στην ανθρωπολογική έρευνα.
Σύμφωνα με την φυσιοκρατική προσέγγιση, ο ανθρωπολόγος οφείλει να μας δώσει την
«φυσική» εικόνα της κοινότητας την οποία μελέτησε, και όχι μια εικόνα που έχει
διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της δικής του παρουσίας και παρέμβασης σ’ αυτήν. Για
αυτό και πρέπει να ελαχιστοποιήσει, στον βαθμό που είναι δυνατόν, την δική του
παρέμβαση και επίδραση στην κοινωνία την οποία μελετά. Αυτή η προσέγγιση πηγάζει
από την θετικιστική αντίληψη ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι «αντικειμενική»
και «εξωτερική». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια αντικειμενική κοινωνική
πραγματικότητα η οποία είναι ανεξάρτητη από τον ερευνητή, και την οποία όλοι
μπορούν να καταγράψουν αν χρησιμοποιήσουν τις σωστές επιστημονικές μεθόδους.
Με την φυσιοκρατική προσέγγιση διαφωνούν όσοι πιστεύουν ότι η κοινωνική
πραγματικότητα είναι υποκειμενική και όχι αντικειμενική. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν
ότι ο κάθε ερευνητής συγκροτεί την δική του πραγματικότητα κατά την διάρκεια της
επιτόπιας έρευνας. Συνεπώς, διαφορετικοί ανθρωπολόγοι, με διαφορετικό κοινωνικό
παρελθόν ο κάθε ένας, θα «δουν» διαφορετικά την ίδια κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή την
άποψη, η «αντικειμενικότητα» στην προκειμένη περίπτωση είναι εντελώς χιμαιρική. Το
ίδιο ουτοπική είναι και η άποψη ότι ο ανθρωπολόγος μπορεί να αποφύγει να επηρεάσει
τις εξελίξεις μέσα στην κοινότητα στην οποία προσωρινά τουλάχιστον συμμετέχει.
Σύμφωνα με τους επικριτές της φυσιοκρατικής προσέγγισης, η παρουσία του
ανθρωπολόγου από μόνη της έχει ήδη επηρεάσει την κοινωνική συμπεριφορά των
μελών της κοινότητας. Διότι από την στιγμή που γνωρίζουν ότι κάποιος τους
παρακολουθεί καθημερινά και καταγράφει την συμπεριφορά τους, δεν συμπεριφέρονται
«φυσιολογικά». Συνεπώς ο ανθρωπολόγος πρέπει να εγκαταλείψει οποιεσδήποτε
αναστολές μπορεί να έχει στο θέμα αυτό, και να αναμιχθεί όσο πιο ενεργά γίνεται στην
5
κοινωνική ζωή της ομάδας την οποία μελετά. Όσο για το πρόβλημα της
«αντικειμενικής» παρουσίασης της κοινωνίας, αυτό θεωρείται σχεδόν ανυπέρβλητο. Το
μόνο που μπορεί και οφείλει να κάνει ο ανθρωπολόγος είναι, πρώτο, να ενημερώσει
τους αναγνώστες της δουλειάς του για το δικό του κοινωνικό παρελθόν έτσι ώστε να
μπορέσουν να εκτιμήσουν τον βαθμό και το είδος της υποκειμενικότητας και της
προκατάληψης την οποία έχει εισαγάγει σε αυτήν. Δεύτερο, να τοποθετήσει τον εαυτό
του μέσα στο κείμενο δημιουργώντας ένα εθνογραφικό αφήγημα το οποίο σχολιάζει και
τον δικό του ρόλο και την δική του συναναστροφή με τους ιθαγενείς. Έτσι παύει ο
ανθρωπολόγος να είναι «αόρατος» μέσα στο εθνογραφικό κείμενο, και μετατρέπει τον
εαυτό του σε υποκείμενο δράσης του οποίου η συμπεριφορά είναι εξίσου σημαντική για
τον αναγνώστη όσο αυτή των ανθρώπων τους οποίους συναναστρέφεται. Τέλος, ο
ανθρωπολόγος μπορεί να επιτρέψει η φωνή των ιθαγενών να ακουστεί στο κείμενο
μετατρέποντας το σε «πολυφωνική εθνογραφία» (polyphonic ethnography). Έτσι ο
αναγνώστης αποκτά γνώση του κριτικού «αναστοχασμού» (reflexivity) των ντόπιων σε
σχέση πάντα με τα γραφόμενα και τα συμπεράσματα του ανθρωπολόγου.
Ο Ντόπιος ή Ιθαγενής Ανθρωπολόγος
Πόσο «ντόπιος» μπορεί να είναι ο ανθρωπολόγος με δεδομένη την περιπλοκότητα και
ετερογένεια της «οικείας κοινωνίας»;
Μπορεί ο ντόπιος ανθρωπολόγος να αποστασιοποιηθεί και να μελετήσει την δική του
κοινωνία;
Έχει ο ντόπιος ανθρωπολόγος το δικαίωμα να μελετήσει και να γράψει για την δική του
κοινωνία;
Ποιος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να κατανοήσει καλύτερα μια κοινωνία, ο
ντόπιος ή ο ξένος ανθρωπολόγος;
Πλεονεκτήματα εντοπιότητας:
•
•
•
Καλύτερη γνώση της γλώσσας και των πολιτισμικών συμβάσεων.
Ευκολότερη είσοδος και μεγαλύτερη αποδοχή.
Γνώση των σημειολογικών αποχρώσεων όπως αυτές είναι επενδυμένες σε λέξεις,
χειρονομίες και πρακτικές.
Μειονεκτήματα εντοπιότητας:
•
‘Homeblindness’: Ο ντόπιος ανθρωπολόγος είναι τυφλός έναντι του οικείου.
Θεωρεί πολλά πράγματα δεδομένα. Δεν παθαίνει πολιτισμικό σοκ και συνεπώς δεν
κάνει όλα εκείνα τα χρήσιμα λάθη. Το πρόβλημα μπορεί να ξεπεραστεί με την
κατάλληλη ανθρωπολογική εκπαίδευση.
•
Γλώσσα: Η γλώσσα μπορεί να είναι η ίδια, αλλά η σημασία που αποδίδεται στις
λέξεις διαφορετική. Ο ντόπιος ανθρωπολόγος υποχρεώνεται να μάθει μια «νέα
γλώσσα» σε κοινωνίες που μιλούν την δική του γλώσσα.
6
Download