Uploaded by thayup2

Επισκόπηση του Άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.

advertisement
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
REVUE HELLÉNIQUE
DES DROITS DE L'HOMME
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Έμφαση στο δικαίωμα της απόλαυσης της πολιτιστικής
ζωής ως κανονιστικού ερείσματος έγερσης αξιώσεων
συμμετοχικών δικαιωμάτων από την πλευρά των μειονοτήτων
και των αυτόχθονων λαών στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.
ΑΝΑΤΥΠΟ
81
2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Έμφαση στο δικαίωμα της απόλαυσης της πολιτιστικής
ζωής ως κανονιστικού ερείσματος έγερσης αξιώσεων
συμμετοχικών δικαιωμάτων από την πλευρά των μειονοτήτων
και των αυτόχθονων λαών στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.1
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
«Στα Κράτη όπου υπάρχουν εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, τα
πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές δεν μπορούν να στερηθούν του δικαιώματος να έχουν,
από κοινού με τα άλλα μέρη της ομάδας τους, τη δική τους πολιτιστική ζωή, να
εκδηλώνουν και να ασκούν τη δική τους θρησκεία ή να χρησιμοποιούν τη δική τους
γλώσσα»2.
Διάγραμμα
1.
2.
3.
4.
Εισαγωγή.
Η διατύπωση του Άρθρου 27 και οι κριτικές της διάταξης.
Οι αρμοδιότητες - λειτουργίες της Ε.Α.Δ. του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Η αποσαφήνιση των ‘γκρίζων ζωνών’ του Άρθρου 27: Το Γενικό Σχόλιο Νο 23 για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων.
5. Τα Βασικά στοιχεία της πρόσληψης της έννοιας της πολιτιστικής ζωής από την Ε.Α.Δ. στο
Γενικό Σχόλιο Νο 23 και στη σχετική οιονεί νομολογία της.
Ο κ. Αθανάσιος Γιουψάνης, είναι Δικηγόρος και Δ.Ν.
1. Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε αρχικά στο 26 Hague Yearbook of International Law (2013),
σσ. 358-409. Στην παρούσα μορφή έγιναν κάποιες απαραίτητες προσθήκες-τροποποιήσεις.
2. Άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Νόμο 2462/1997 (ΦΕΚ 25, τ. Α΄, 26/02/1997). Για τη διατύπωση της διάταξης στην
Αγγλική βλ. “International Covenant on Civil and Political Rights”, in International Legal Materials, Vol. 6 (1967), σσ. 375-376.
σελ. 577-637
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
578
6. Από το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση (Άρθρο 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ.) στο δικαίωμα των μελών
των μειονοτήτων στην απόλαυση της δικής τους πολιτιστικής ζωής (Άρθρο 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ.).
6.1. Αυτόχθονες λαοί και μειονότητες.
6.2. Η απροθυμία της Ε.Α.Δ. να επιληφθεί επί της ουσίας επί υποθέσεων που αφορούν επίκληση παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών.
7. Η έννοια της «αποτελεσματικής συμμετοχής» στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.
7.1. Υπόθεση Ilmari Lansman et al. v. Finland.
7.2. Υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland.
7.3. Υπόθεση Jouni E. Lansman et al. v. Finland.
7.4. Υπόθεση Apirana Mahuika et al. v. New Zealand.
7.5. Κριτικές προσεγγίσεις της πρόσληψης της έννοιας της «αποτελεσματικής συμμετοχής»
από την Ε.Α.Δ.
8. Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη: Από την «αποτελεσματική συμμετοχή» στην «ελεύθερη,
προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση».
8.1. Η υπόθεση Ángela Poma Poma v. Peru.
8.2. Η έννοια της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης.
8.3. Η διακινδύνευση του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και η ελεύθερη, προηγούμενη
και εν πλήρει γνώσει συναίνεση.
9. Καταληκτικές Παρατηρήσεις.
9.1. Ειδικότερες επισημάνσεις ως προς το ζήτημα της μειονοτικής αποτελεσματικής συμμετοχής.
9.2. Αποτίμηση της συνεισφοράς της Ε.Α.Δ. στην αποσαφήνιση του Άρθρου 27: Θετικά στοιχεία και εκκρεμή ζητήματα που περιμένουν να απαντηθούν.
1. Εισαγωγή.
Τ
Ο ΑΡΘΡΟ 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) είναι η μοναδική διάταξη της καλούμενης Διεθνούς Χάρτας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία συντίθεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και
Πολιτιστικά Δικαιώματα (Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ.) και το Δ.Σ.Α.Π.Δ.3, που διαπραγματεύεται
ρητά το ζήτημα των πολιτιστικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων4. Στο πλαίσιο αυτό και
3. ANTOON DE BAETS, “The Impact of Universal Declaration of Human Rights on the Study
of History”, in History and Theory, Vol. 48 (2009), σ. 20.
4. PAUL HUNT, “Reflections on International Human Rights Law and Cultural Rights”, in
MARGARET WILSON/PAUL HUNT (eds.), Culture, Rights and Cultural Rights – Perspectives from the
South Pacific, Huia Publishers, Wellington 2000, σ. 35. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ετερότητα
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
579
παρά τα μειονεκτήματα που σε μια πρώτη ανάγνωση η διάταξη φαίνεται να φέρει, έχει
χαρακτηριστεί από επιφανείς διεθνολόγους ως «η πιο σημαντική εγγύηση αυτών των
δικαιωμάτων σε οικουμενικό επίπεδο και η μοναδική που συνιστά εφαρμοστέο «σκληρό» δίκαιο»5, ο «ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς δικαίου των μειονοτικών δικαιωμάτων»6. Μια τέτοια κομβική θέση, ωστόσο, δεν προκύπτει, όπως παρατηρεί ο Scheinin7, από
το γράμμα της διάταξης, η ασαφής και διφορούμενη διατύπωση της οποίας έχει οδηγήσει
σε πολλές κριτικές εναντίον της8. Αντίθετα, είναι η ερμηνεία που υιοθετήθηκε από το αρμόδιο όργανο για την επίβλεψη της εφαρμογής των διατάξεων του Συμφώνου, την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Α.Δ.), αφενός στο «Γενικό Σχόλιο Νο 23 για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων»9 και αφετέρου στην ημι-δικαιοδοτική οιονεί νομολογία της και
στις καταληκτικές παρατηρήσεις της που έπονται της εξέτασης των κρατικών εκθέσεων,
που αποσαφήνισαν πολλά από τα σκοτεινά σημεία της διάταξης και της προσέδωσαν ένα
ιδιαίτερα θετικό περιεχόμενο, που δεν απορρέει από τη γραμματική ερμηνεία της.
ως Εξουσία: Όψεις της Ελληνικής, Βαλκανικής και Ευρωπαϊκής Εμπειρίας, Αθήνα, 2002, σ. 43.
Επισημαίνεται ότι σχετικά πρόσφατα η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. ερμήνευσε στο Γενικό Σχόλιο
Νο 21 το δικαίωμα συμμετοχής του καθενός/της καθεμιάς στην πολιτιστική ζωή του Άρθρου 15
παρ. 1 (α) του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. κατά τρόπο που προσδίδει στη διάταξη ιδιαίτερη σημασία για την
προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ζωής, παρόλο που δεν περιέχει σχετική ρητή αναφορά σε
αυτή, βλ. ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Επιτροπή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα: Δικαίωμα Συμμετοχής στην Πολιτιστική Ζωή και Προστασία της
Μειονοτικής Ετερότητας», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 60 (2014), σσ. 299-340.
5. RAINER HOFMANN, “Minority Rights: Individual or Group Rights? A Comparative View on
European Legal Systems”, in German Yearbook of International Law, Vol. 40 (1997), σ. 379.
6. ULRIKE BARTON, “Article 27: A First Point of Reference”, in UGO CARUSO/RAINER HOFMANN (eds.), The United Nations Declaration on Minorities – An Academia Account on the Occasion of its 20th Anniversary (1992-2012), Koninklijke Brill NV, Leiden/Boston 2015, σ. 46.
7. MARTIN SCHEININ, “The Right to Enjoy a Distinct Culture: Indigenous and Competing
Uses of Land”, in THEODORE S. ORLIN/ALAN ROSAS/MARTIN SCHEININ (eds.), The Jurisprudence of
Human Rights: A Comparative Interpretive Approach, Abo Akademi University, Institute for Human Rights, Turku 2000, σ. 162.
8. CHRISTIAN TOMUSCHAT, “Status of Minorities under Article 27 of the U.N. Covenant on
Civil and Political Rights”, in SATISH CHANDRA (ed.), Minorities in National and International
Laws, Deep & Deep Publications, New Delhi 1985, σ. 31.
9. Human Rights Committee, General Comment No 23: The Rights of Minorities (Art. 27),
UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, 8 April 1994.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
580
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, λοιπόν, διαστάσεις της ανάγνωσης της Ε.Α.Δ. είναι
η εισαγωγή του λεγόμενου «συμμετοχικού στοιχείου» (“participatory element”) στο πεδίο της κανονιστικής εμβέλειας του Άρθρου 27, η αναγνώριση δηλαδή στα μέλη των
μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών μιας «δυνατότητας» (“opportunity”) (sic) να
συμμετέχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις που αφορούν στην απόλαυση των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων, η οποία εκτείνεται μέχρι του σημείου εγκαθίδρυσης υποχρέωσης των κρατικών δρώντων να αποκτούν/αποσπούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν
πλήρει γνώσει συναίνεση (‘free, prior and informed consent’), των προαναφερόμενων
ομάδων όταν ο πολιτισμός τους αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την
υπόστασή του. Μια τέτοια προωθημένη ερμηνεία δεν θα μπορούσε να συναχθεί άμεσα
από τη διατύπωση της διάταξης, αφού δεν υπάρχει σε αυτήν σχετική ρητή αναφορά10.
Παρά το θετικό αυτό, ωστόσο, βήμα υπάρχουν ακόμη αρκετά γκρίζα σημεία που η Επιτροπή οφείλει να αποσαφηνίσει σχετικά με τις έννοιες της «αποτελεσματικής συμμετοχής» και της «ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης», προκειμένου
από τη μια να τους προσδώσει σάρκα και οστά και από την άλλη να συμβάλει στην πράξη στη μειονοτική προστασία.
2. Η διατύπωση του Άρθρου 27 και οι κριτικές της διάταξης.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σημαντική συνεισφορά της Ε.Α.Δ. στην ερμηνεία της διάταξης, είναι αρχικά χρήσιμο να προστρέξει κάποιος στο γράμμα της, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι από τη στιγμή που η πρόθεση των συντακτών ήταν να έχει οικουμενική εφαρμογή και αφετέρου ότι εφόσον υπάρχει μια ευρεία γκάμα μειονοτήτων, πολλές
φορές μέσα στην ίδια χώρα, ήταν αναμενόμενο και εύλογο ότι η διατύπωσή της θα ήταν
γενική και σε ένα βαθμό (σκόπιμα) αόριστη11. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλές αρνητικές κριτικές. Για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα σχόλια που έγινε από τον Dinstein τη χρονιά που το Δ.Σ.Α.Π.Δ. τέθηκε σε ισχύ (1976) ήταν ότι το Άρθρο 27 «είναι διακηρυκτικής
10. Βλ. ΛΙΝΟΣ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΣ, «Η Προστασία των Μειονοτήτων στην Ευρώπη:
Συλλογικές Όψεις Ατομικών Δικαιωμάτων», στο Α. ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ/Λ.Α. ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΣ (Διευθ. Εκδ.), Η
Προστασία των Μειονοτήτων: Η Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Αθήνα-Κομοτηνή
1997, σ. 108.
11. CHRISTIAN TOMUSCHAT, “Protection of Minorities under Article 27 of the U.N. Covenant
on Civil and Political Rights”, in RUDOLF BERNHARDT/WILHELM KARL GECK/GÜNTHER JAENICKE/
HELMUT STEINBERGER (eds.), Völkerrecht als Rechtsordnung. Internationale Gerichtsbarkeit
Menschenrechte – Festschrift für Hermann Mosler, Springer - Verlag, Berlin/Heidelberg/New
York 1983, σ. 949.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
581
υφής και αντανακλά ένα minimum δικαιωμάτων»12. Σε ανάλογο μήκος κύματος ο
Humphrey παρατήρησε ότι «είναι σχετικά αδύναμο άρθρο»13, ο Shaw επισήμανε ότι είναι
«λιτή και μάλλον αρνητική διάταξη»14, ο Buergenthal το βρήκε «μάλλον γενικό»15, ενώ πιο
πρόσφατα ο Kymlicka τόνισε ότι θεωρείται ευρύτερα ως «ανεπαρκές»16.
Οι λόγοι για αυτή την επιφυλακτική, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στάση είναι
πολλοί. Καταρχάς, το Άρθρο 27 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «μειονότητα»17, αν και
η χρήση των συνοδευτικών επιθετικών προσδιορισμών «εθνοτική», «θρησκευτική» και
«γλωσσική» φωτογραφίζει σε ένα γενικό, πλην ατελές, πλαίσιο τις ομάδες τις οποίες η
διάταξη φιλοδοξεί να καλύψει18. Η απουσία ορισμού υποστηρίζεται ότι παρατείνει το
σχετικό προβληματισμό σαφούς καθορισμού των δικαιούχων της διάταξης, οδηγώντας
σε ανασφάλεια δικαίου19.
Κατά δεύτερον, το Άρθρο 27 φέρεται να εφαρμόζεται μόνο σε εκείνα τα κράτη «όπου
υπάρχουν εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες», ενθαρρύνοντας τρόπον
τινά τα κράτη να αρνούνται την ύπαρξη των μειονοτήτων της επικράτειάς τους20. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, εναπόκειται στους κρατικούς δρώντες και μόνο να απο-
12. YORAM DINSTEIN, “Collective Human Rights of Peoples and Minorities”, in International
and Comparative Law Quarterly, Vol. 25 (1976), σ. 118.
13. JOHN HUMPHREY, “The United Nations Sub-Commission on Prevention of Discrimination
and Protection of Minorities”, in American Journal of International Law, Vol. 62 (1968), σ. 870.
14. MALCOLM N. SHAW, “Peoples, Territorialism and Boundaries”, in European Journal of
International Law, Vol. 3 (1997), σ. 485.
15. THOMAS BUERGENTHAL. “The Normative and Institutional Evolution of International
Human Rights”, in Human Rights Quarterly, Vol. 19 (1997), σ. 720.
16. WILL KYMLICKA, “A European Experiment in Protecting Cultural Rights”, in Human
Rights Dialogue, Vol. 12, Series 2 (2005), σ. 28.
17. MARINA A. TORRES, “Inside Looking Out: An Application of International and Regional
Linguistic Protections to the U.S. Spanish-Speaking Minority”, in Nebraska Law Review, Vol. 87
(2008), σ. 612.
18. ANIKÓ SZALAI, “Article 27 of the ICCPR in Practice, with Special Regard to the Protection
of the Roma Minority”, in Hungarian Yearbook of International and European Law (2015), σ. 116.
19. JANE WRIGHT, “Minority Groups, Autonomy, and Self-Determination”, in Oxford Journal
of Legal Studies, Vol. 19 (1999), σ. 608.
20. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ζητήματα Προστασίας των Δικαιωμάτων των Μειονοτήτων υπό το Φως της Διάλυσης της Πρώην Γιουγκοσλαβίας», in Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, No 21, Ειδικό Τεύχος (2001), σ. 79.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
582
φασίσουν για την ύπαρξη ή μη μιας μειονότητας στο έδαφος τους21. Παράλληλα, η αυτή
διατύπωση φαίνεται να υπονοεί ότι μόνο οι ιστορικά εγκατεστημένες ομάδες σε ένα κράτος μπορούν να διεκδικήσουν την επίσημη αναγνώρισή τους από αυτό ως μειονότητες,
αποκλείοντας έτσι από το μειονοτικό status άλλες ομάδες, όπως, λόγου χάρη, τους μετανάστες22. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρόθεση της Χιλής, η οποία εισηγήθηκε την προαναφερόμενη εναρκτήρια διατύπωση της διάταξης23.
Τρίτον, το Άρθρο 27 δεν προτάσσει ότι τα πρόσωπα που ανήκουν στις μειονότητες
έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα, αλλά ότι «δεν μπορούν να [τα] στερηθούν»24, δίνοντας
έτσι την εντύπωση ότι επιβάλλει στα κράτη αποκλειστικά μια παθητική δέσμευση αποχήςμη παρέμβασης στην άσκηση των μειονοτικών πολιτιστικών δικαιωμάτων25. Έτσι, η αρνητική διατύπωση της νόρμας (σε συνδυασμό και με τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες του σχεδιασμού της) έδωσε και εξακολουθεί να δίνει λαβή26 σε ερμηνείες που θέλουν
το Άρθρο 27 να εστιάζει, τουλάχιστον στις απαρχές του, στην ελευθερία των ατόμων να
απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική ζωή και όχι στην υποχρέωση κρατικής θετικής
δράσης για την υποστήριξη της αποτελεσματικής άσκησης αυτού του δικαιώματος27.
Τέλος, η έμφαση στα «πρόσωπα που ανήκουν» στις μειονότητες φαίνεται να υπονοεί ότι η διάταξη προστατεύει αποκλειστικά τα δικαιώματα των ατόμων που είναι μέλη
μιας μειονοτικής ομάδας και όχι τα συλλογικά δικαιώματα της ομάδας ως τέτοιας28, αν
21. EMILIA PAPOUTSI, “Minorities under International Law: How Protected They Are?”,
Journal of Social Welfare and Human Rights, Vol. 2 (2014), σσ. 317, 338-339.
22. NATAN LERNER, Group Rights and Discrimination in International Law, Martinus
Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1991, σ. 16.
23. NATAN LERNER, “The Evolution of Minority Rights in International Law”, in CATHERINE
BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law,
Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 89.
24. FRANCESCO CAPOTORTI, “The Protection of Minorities under Multilateral Agreements on
Human Rights”, in Italian Yearbook of International Law, Vol. 2 (1976), σ. 21.
25. PATRICK MACKLEM, “The Law and Politics of International Cultural Rights. A review essay of
E. STAMATOPOULOU, Cultural Rights in International Law and F. FRANCIONI/M. SCHEININ (eds.), Cultural Human Rights”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 493.
26. KAMAL AHMAD KHAN, “The Protection of Minorities – Whether a Neglected Field?”, in
Athens Journal of Law, Vol. 2 (2016), σσ. 42-44.
27. PATRICK THORNBERRY, “Is There a Phoenix in the Ashes?, International Law and Minority Rights”, in Texas International Law Journal, Vol. 15 (1980), σ. 449.
28. FRANCESCO CAPOTORTI, “Minorities”, in RÜDIGER WOLFRUM (ed.), United Nations: Law,
Policies and Practice, Vol II, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht 1995, σ. 898. Για μια αντίθεΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
583
και η φράση «από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους» εισάγει μια κάποια συλλογική
διάσταση στην παρεχόμενη προστασία29. Με άλλα λόγια, το Άρθρο 27 δεν παρέχει κάποιο ειδικό status στις μειονότητες ως συλλογικότητες30, πολύ μάλλον δεν τους αναγνωρίζει διεθνή νομική προσωπικότητα31. Η αποφυγή παροχής συλλογικών δικαιωμάτων
στις μειονότητες έχει επικριθεί ως σοβαρό έλλειμμα από την πλευρά όσων επιχειρηματολογούν για την αναγκαιότητα τους32.
Υπό το πρίσμα των αναφερόμενων παρατηρήσεων, υπάρχουν μέχρι σήμερα φωνές
στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα που υποστηρίζουν ότι «είναι αμφίβολο αν το Άρθρο
27, ενώ αποσκοπεί στο να παρέχει στις μειονότητες ειδική προστασία, προσθέτει κάτι
περισσότερο στις νόρμες της μη διάκρισης που συνιστούν τμήμα του γενικού καθεστώτος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»33. Επιπλέον, υπάρχουν διεθνολόγοι που αμφισβητούν
ακόμη και τη νομική υπόσταση της διάταξης, τονίζοντας ότι η προσεκτική της διατύπωση την κάνει να ομοιάζει περισσότερο με σύσταση παρά με νομικά δεσμευτική νόρμα34.
Ωστόσο, οι θέσεις αυτές παραβλέπουν ή έχουν υπερκεραστεί από το γεγονός ότι η Ε.Α.Δ.
έχει προσδώσει, μέσω του Γενικού Σχόλιου Νο 23 και της σχετικής οιονεί νομολογίας της
και των καταληκτικών παρατηρήσεών της, μια διασταλτική ερμηνεία στο δικαίωμα απόλαυσης της πολιτιστικής ζωής, ενώ παράλληλα έχει αποσαφηνίσει αρκετά από τα διφορούμενα σημεία της διάταξης.
τη άποψη, βλ. ANTONIJA PETRIČUŠIĆ, “The Rights of Minorities in International Law”, in Croatian
International Relations Review (2005), σ. 50.
29. RÜDIGER WOLFRUM, “The Protection of Indigenous Peoples in International Law”, in
Heidelberg Journal of International Law (ZaöRV), Vol. 59 (1999), σ. 371.
30. ANTONY ANGHIE, “Human Rights and Cultural Identity: New Hope for Ethnic Peace?”,
in Harvard International Law Journal, Vol. 33 (1992), σ. 344. Για μια αντίθετη άποψη βλ. YORAM
DINSTEIN, “Cultural Rights”, in Israel Yearbook on Human Rights, Vol. 9 (1979), σ. 69.
31. LOUIS B. SOHN, “The Rights of Minorities”, in LOUIS HENKIN (ed.), The International Bill
of Rights: The Covenant on Civil and Political Rights, Columbia University Press, New York 1981,
σ. 274.
32. JENNIFER JACKSON PREECE, “National Minority Rights vs. State Sovereignty in Europe:
Changing Norms in International Relations?”, in Nations and Nationalism, Vol. 3 (1997), σ. 347.
33. ANTONY ANGHIE, “Nationalism, Development and the Postcolonial State: The Legacies
of the League of Nations”, in Texas International Law Journal, Vol. 41 (2006), σσ. 457-458.
34. FERDINANDO ALBANESE, “Ethnic and Linguistic Minorities in Europe”, in Yearbook of
European Law , Vol. 11 (1991), σ. 320.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
3
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
584
3. Οι αρμοδιότητες - λειτουργίες της Ε.Α.Δ. του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Σύμφωνα με το τέταρτο μέρος (Άρθρα 28-45) του Συμφώνου, η επίβλεψη της
εφαρμογής των διατάξεών του εναποτίθεται στην Ε.Α.Δ., η οποία συντίθεται από 18 μέλη υψηλού ηθικού κύρους και εγνωσμένης εξειδίκευσης στο πεδίο των δικαιωμάτων του
ανθρώπου, που υπηρετούν υπό την προσωπική τους ιδιότητα35. Η βασική λειτουργία της
Επιτροπής είναι να εξετάζει τις εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το
Άρθρο 40 παρ. 1 του Συμφώνου36 αναφορικά με τα μέτρα που υιοθετούν για να υλοποιήσουν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Σύμφωνο, καθώς και για την πρόοδο ως
προς την απόλαυση τους37, και να εκδίδει «καταληκτικές παρατηρήσεις» (“concluding
observations”) επί αυτών, οι οποίες εμπεριέχουν συστάσεις προς τα κράτη μέλη για να
αναθεωρήσουν εκείνα τα στοιχεία της νομοθεσίας και της πρακτικής τους που υπολείπονται των standards του Συμφώνου38.
Περαιτέρω, το Άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου του Συμφώνου αναγνωρίζει
στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να λαμβάνει και να εξετάζει αναφορές (“communications”)
εν είδει προσφυγών από άτομα που επικαλούνται παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος
εγκαθιδρύεται στο Σύμφωνο39. Έτσι, πρόσωπα που ανήκουν σε εθνοτικές, θρησκευτικές
και γλωσσικές μειονότητες, τα οποία θεωρούν ότι τα πολιτιστικά δικαιώματα που τους
παρέχει το Άρθρο 27 παραβιάζονται, μπορούν να υποβάλλουν σχετική προσφυγή στην
Ε.Α.Δ.40. Αυτό είναι δυνατό, βέβαια, μόνο εφόσον αφενός το κράτος έναντι του οποίου
35. THOMAS BUERGENTHAL, “The U.N. Human Rights Committee”, in Max Planck Yearbook
of United Nations Law, Vol. 5 (2001), σ. 345.
36. P. R. GHANDI, “The Human Rights Committee and the Right of Individual Communication”, in British Yearbook of International Law, LVII (1986), σ. 202.
37. LINDA CAMP KEITH, “The United Nations International Covenant on Civil and Political
rights: Does it Make a Difference in Human Rights Behavior”, in Journal of Peace Research, Vol.
36 (1999), σσ. 97-98.
38. PHILIP ALSTON, “Periodic Reporting: The International Covenant on Economic, Social
and Cultural Rights and the Convention on the Rights of Child”, in SARAH PRITCHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations and Human Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney 1998, σ. 142.
39. B. G. RAMCHARAN, “Fact-Finding into the Problems of Minorities”, in CATHERINE
BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law,
Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 243.
40. JANUSZ SYMONIDES, “Cultural Rights”, in JANUSZ SYMONIDES (ed.), Human Rights: Concepts and Standards, Aldershot, Ashgate and UNESCO, 2000, σ. 214.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
585
στρέφεται η προσφυγή έχει προηγουμένως αναγνωρίσει τη σχετική αρμοδιότητα της Επιτροπής σύμφωνα με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο41 και αφετέρου πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις τυπικά παραδεκτού της προσφυγής42 α) να μην είναι ανώνυμη και
να υποβάλλεται από πρόσωπο που υπόκειται στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους στο
Πρωτόκολλο, β) να μη συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος υποβολής, γ) να μην είναι
ασύμβατη με τις διατάξεις του Συμφώνου, δ) να μην αφορά ζήτημα που συνιστά αντικείμενο έρευνας σε κάποια άλλη διεθνή διαδικασία εξέτασης ή διευθέτησης, και ε) να έχουν
προηγουμένως εξαντληθεί όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα43. Στο πλαίσιο αυτής της αρμοδιότητάς της, η Επιτροπή έχει αναπτύξει μια ημι-δικαιοδοτική ‘νομολογία’ ιδιαίτερης
σημασίας για την ερμηνεία του Άρθρου 27, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω. Χρειάζεται
να επισημανθεί ότι αν και η Ε.Α.Δ. δεν συνιστά δικαστικό όργανο και συνακόλουθα οι
«απόψεις» (“views”)/αποφάσεις της επί των προσφυγών δεν είναι νομικά δεσμευτικές44,
εμπεριέχουν, ωστόσο, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές και την ίδια την Ε.Α.Δ., σημαντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια δικαστική απόφαση, όπως είναι το δικαστικό
πνεύμα αμεροληψίας στο οποίο εκδίδονται, η ανεξαρτησία των μελών της Επιτροπής,
κ.ά.45. Για αυτό το λόγο θεωρείται ότι φέρουν «ένα αυξημένο ηθικό κύρος»46.
41. The Hon Mr Justice Rajsoomer Lallah, “Notes on the International Covenant on Civil and
Political Rights and Some of its Case Law”, in Commonwealth Law Bulletin, Vol. 18 (1992), σ. 1280.
42. HILARY CHARLESWORTH, “Individual Complaints: An Overview and Admissibility Requirements”, in SARAH PRITCHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations ands Human
Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney 1998, σ. 75.
43. ALFRED DE ZAYAS/JAKOB TH MÖLLER/TORKEL OPSHAL, “Application of the International
Covenant on Civil and Political Rights under the Optional Protocol by the Human Rights Committee”, in German Yearbook of International Law, Vol. 28 (1985), σσ. 12-13.
44. ELIZABETH EVATT, “Individual Communications under the Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights”, in SARAH PRITCHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations and Human Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney
1998, σσ. 86-87, 106, 111.
45. A. M. DE ZAYAS, “The International Judicial Protection of Peoples and Minorities”, in
CATHERINE BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 261. Όπως η ίδια η
Ε.Α.Δ. έχει δηλώσει: “[w]hile the function of the Human Rights Committee in considering individual communications is not, as such, that of a judicial body, the views issued by the Committee under the Optional Covenant exhibit some important characteristics of a judicial decision. They are
arrived at in a judicial spirit, including the impartiality and independence of Committee members,
the considered interpretation of the language of the Covenant, and the determinative character of
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
586
Τέλος, στο πλαίσιο της εντολής της σύμφωνα με το Άρθρο 40 παρ. 4 του
Δ.Σ.Α.Π.Δ. να «διαβιβάζει… τα γενικά σχόλια [“general comments”] που θεωρεί κατάλληλα στα Κράτη Μέλη», η Επιτροπή υιοθετεί ‘Γενικά Σχόλια’, τα οποία αν και δεν είναι
νομικά δεσμευτικά47, θεωρούνται ως αυθεντικές ερμηνείες που συγκροτούν τη βάση ενός
consensus για την εννοιολογική σημασία και την εμβέλεια των διατάξεων του Συμφώνου48. Στο πεδίο, λοιπόν, αυτής της αρμοδιότητάς της, η Επιτροπή υιοθέτησε το Γενικό
Σχόλιο Νο 23 για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, που συνέβαλε καθοριστικά στην
αποσαφήνιση του κανονιστικού περιεχομένου του Άρθρου 27.
4. Η αποσαφήνιση των ‘γκρίζων ζωνών’ του Άρθρου 27: Το Γενικό Σχόλιο Νο 23
για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων.
Η υιοθέτηση του Γενικού Σχόλιου Νο 23 αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό προωθητήριο βήμα για την προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ετερότητας, καθώς αποσαφηνίζει τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα αμφιλεγόμενα ζητήματα που προκύπτουν από
τη διατύπωση της διάταξης με τρόπο θετικό για τα μειονοτικά συμφέροντα. Ξεκινώντας,
λοιπόν, με την άποψη ότι το Άρθρο 27 δεν παρέχει κάποια ειδική προστασία στα μέλη
των μειονοτήτων πέρα από τις ήδη υφιστάμενες νόρμες της μη διάκρισης, η Επιτροπή
κατέστησε σαφές ότι η διάταξη «εγκαθιδρύει και αναγνωρίζει ένα δικαίωμα που παρέχεται στα άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες, το οποίο είναι διακριτό και επιπρόσθετο από όλα τα άλλα δικαιώματα που τα άτομα από κοινού με οποιονδήποτε άλλο δικαιούνται ήδη να απολαμβάνουν κατά το Σύμφωνο»49.
the decisions”. Human Rights Committee, General Comment No 33, The Obligations of States
Parties Under the Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights
[Advance Unedited Version], UN Doc. CCPR/C/CG/33, 5 November 2008, παρ. 11.
46. ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ, «Μετανάστες-Μέλη των Μειονοτήτων – Έχουν κατά το Διεθνές
Δίκαιο τα Ίδια Δικαιώματα;», Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 28 (2005), σ. 1268.
47. HELLEN KELLER/LEENA GROVER, “General Comments of the Human Rights Committee
and Their Legitimacy”, in HELLEN KELLER GEIR ULFSTEIN (eds.), UN Human Rights Treaty Bodies:
Law and Legitimacy, Cambridge University Press, Cambridge 2012, σ. 129.
48. Βλ. CONWAY BLAKE, Normative Instruments in International Human Rights Law: Locating the General Comment, Center for Human Rights and Global Justice Working Paper, Number
17, 2008.
49. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 1. Βλ. JANUSZ SYMONIDES, “Cultural
Rights: A Neglected Category of Human Rights”, in International Social Science Journal, Vol. 158
(1998), σ. 561.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
587
Κινούμενη σε αυτή τη γραμμή, η Ε.Α.Δ. παρατήρησε ότι «το Σύμφωνο διακρίνει
επίσης τα δικαιώματα που προστατεύονται υπό το Άρθρο 27 από τις εγγυήσεις των Άρθρων 2.1 και 26»50, από τις αρχές δηλαδή της μη διάκρισης και της ισότητας αντίστοιχα.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά το δικαίωμα των ατόμων που ανήκουν σε μια γλωσσική μειονότητα να χρησιμοποιούν μεταξύ τους τη γλώσσα τους, ιδιωτικά ή δημόσια, η Επιτροπή
τόνισε ότι είναι διακριτό από τα άλλα γλωσσικά δικαιώματα που προστατεύονται από το
Σύμφωνο, όπως το δικαίωμα στην έκφραση (Άρθρο 19) ή το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε μεταφραστή όταν δεν μπορεί να κατανοήσει ή να ομιλήσει τη γλώσσα που
χρησιμοποιείται στο δικαστήριο (Άρθρο 14 παρ. 3)51. Η Επιτροπή διευκρίνισε περαιτέρω
ότι το Άρθρο 27 συνδέεται με δικαιώματα, των οποίων η προστασία επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη:
«Η προστασία αυτών των δικαιωμάτων αποσκοπεί στην εξασφάλιση της επιβίωσης
και της συνεχιζόμενης ανάπτυξης της πολιτιστικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ταυτότητας [προσθήκη έμφασης] των ενδιαφερόμενων μειονοτήτων, εμπλουτίζοντας έτσι
τον ιστό της κοινωνίας ως συνόλου»52.
Κατά την Επιτροπή, λοιπόν, το Άρθρο 27 αντανακλά την ιδέα ότι η ταυτότητα συνιστά σημαντικό παράγοντα της ευημερίας του ατόμου και συνακόλουθα τα άτομα που
είναι μέλη μειονοτικών ομάδων πρέπει να έχουν δικαίωμα στην προστασία της δικής
τους ιδιαίτερης ταυτότητας53. Καταληκτικά:
«Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να προστατεύονται ως τέτοια και δεν πρέπει να συγχέονται με άλλα ατομικά δικαιώματα που παρέχονται στον καθένα και σε όλους κατά το
50. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 4. Βλ. GUDMUNDUR ALFREDSSON,
“Minority Rights and the United Nations”, in UGO CARUSO/RAINER HOFMANN (eds.), The United
Nations Declaration on Minorities – An Academia Account on the Occasion of its 20th Anniversary
(1992-2012), Koninklijke Brill NV, Leiden/Boston 2015, σ. 26.
51. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.3. Βλ. KRISTIN HENRARD, “The Interrelationship between Individual Human Rights, Minority Rights and the Right to SelfDetermination and its Importance for the Adequate Protection of Linguistic Minorities”, in The
Global Review of Ethnopolitics, Vol. 1 (2001), σ. 53.
52. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 9. Βλ. ALEXANDRA XANTHAKI, “Multiculturalism and International Law: Discussing Universal Standards”, in Human Rights Quarterly,
Vol. 32 (2010), σ. 36.
53. EMMA HENDERSON/NICOLE SHACKLETON, “Minority Rights Advocacy for Incarcerated
Indigenous Australians – The Impact of Article 27 of the ICCPR”, Alternative Law Journal, Vol. 46
(2016), σ. 246.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
588
Σύμφωνο. Τα Κράτη μέλη, συνεπώς, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η
άσκηση αυτών των δικαιωμάτων προστατεύεται πλήρως και πρέπει να υποδεικνύουν
στις εκθέσεις τους τα μέτρα που υϊοθετούν προς αυτό το σκοπό»54.
Συνεχίζοντας, αναφορικά με τη διφορούμενη σημασία της φράσης «[σ]τα Κράτη όπου
υπάρχουν…μειονότητες», η Επιτροπή κατέστησε απόλυτα ξεκάθαρο ότι «η ύπαρξη
μιας…μειονότητας σε ένα Κράτος μέλος δεν εξαρτάται από την απόφαση του Κράτους μέλους αλλά απαιτείται να θεμελιώνεται με αντικειμενικά κριτήρια»55. Αυτό σημαίνει ότι «αν
η ύπαρξη μιας μειονοτικής ομάδας εντός ενός Κράτους αποδεικνύεται με τρόπο αντικειμενικό, η μη αναγνώριση της μειονότητας δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωση
συμμόρφωσης με τις αρχές του Άρθρου 27»56. Επιπλέον, σχετικά με την ερμηνεία που θέλει
η αυτή φράση να υπονοεί ότι μόνο οι από καιρό εγκατεστημένες σε ένα κράτος ομάδες μπορούν να διεκδικήσουν μειονοτικό status, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι το ιστορικό βάθος της
ύπαρξης μιας ομάδας σε ένα κράτος δεν ενδιαφέρει57, προσθέτοντας μάλιστα ότι τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες όχι μόνο δεν απαιτείται να έχουν την ιθαγένεια του κράτους
που διαβιώνουν, αλλά ούτε καν χρειάζεται να είναι μόνιμοι κάτοικοι58.
«Έτσι, οι μετανάστες εργάτες ή ακόμη και οι επισκέπτες σε ένα Κράτος μέλος που
συγκροτούν τέτοιες μειονότητες, έχουν αξίωση στο να μη στερούνται την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων»59.
54. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 9. Βλ. OLIVIER DE SCHUTTER, International Human Rights Law, Cambridge University Press, New York 2010, σ. 712.
55. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. GEOFF GILBERT, “Religious Minorities and Their Rights; A Problem of Approach”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 5 (1997), σ. 102.
56. FELIX ERMACORA, “The Protection of Minorities before the UN”, in Recueil des Cours,
Vol. 182 (1983), σ. 299.
57. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. ELSA STAMATOPOULOU, “Monitoring Cultural Human Rights: The Claims of Culture on Human Rights and the Response of Cultural Rights”, in Human Rights Quarterly, Vol. 34 (2012), σ. 1180.
58. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. PERRY KELLER, “Re-thinking
Ethnic and Cultural Rights in Europe”, in Oxford Journal of Legal Studies, Vol. 18 (1998), σ. 49.
59. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. BERTRAM G. RAMCHARAN, “The
Protection of Minorities in Africa”, in GUDMUNDUR ALFREDSSON/MARIA STAVROPOULOU (eds.),
Justice Penidng: Indigenous Peoples and Other Good Cases – Essays in Honour of Erica-Irene A.
Daes, Martinus Nijhoff Publishers, The Hague/London/New York 2002, σ. 105.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
589
Η Επιτροπή, λοιπόν, πρόκρινε μια διασταλτική ερμηνεία της διάταξης που προσπερνά
κατά πολύ την κλασική φόρμουλα κατά την οποία τα περισσότερα κράτη απαιτούν να συντρέχει το στοιχείο της ιθαγένειας για την αναγνώριση μειονοτικού status. Η ανάγνωσή της
είναι, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, συμβατή με το Άρθρο 27, γιατί η διάταξη δεν αναφέρεται περιοριστικά σε πολίτες (“citizens”), όπως, λόγου χάρη, το Άρθρο 25 του
Δ.Σ.Α.Π.Δ. περί του δικαιώματος συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά γενικά σε
πρόσωπα. Μάλιστα, η πρόταση να αντικατασταθεί ο όρος persons από αυτόν του citizens
ενώπιον της Τρίτης Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης των Η.Ε. δεν ευδοκίμησε60. Στο
αυτό συμπέρασμα οδηγεί και μια συστηματική ανάγνωση του Δ.Σ.Α.Π.Δ.61. Συγκεκριμένα,
δυνάμει του Άρθρου 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. τα Κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την
απόλαυση των δικαιωμάτων του Συμφώνου σε όλα τα άτομα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους χωρίς διάκριση ως προς – μεταξύ των άλλων – το κριτήριο οποιουδήποτε status και
συνεπώς και αυτού της ιθαγένειας. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα επιτρέπονται μόνο αν
αυτές διατυπώνονται ρητά, όπως στην περίπτωση του Άρθρου 25. Σε αντίθετη περίπτωση,
όλα τα δικαιώματα του Συμφώνου, περιλαμβανομένων αυτών του Άρθρου 27, μπορούν να
ασκηθούν τόσο από τους έχοντες όσο και τους μη έχοντες την ιθαγένεια του κράτους62.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την ανάλυση, το Άρθρο 27 παρέχει ένα ‘ανθρώπινο’ δικαίωμα
παρά ένα δικαίωμα που περιορίζεται στους πολίτες του κράτους63. Συνακόλουθα, η λογική
που διακατέχει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήτοι ο σεβασμός της αξιοπρέπειας όλων των
ανθρώπων, συνηγορεί προς την κατεύθυνση ότι και οι μη πολίτες που αποτελούν ουσιαστικό τμήμα της πολιτειακής οντότητας πρέπει να απολαμβάνουν τα μειονοτικά δικαιώματα64.
Παρά την ευρεία πρόσληψη της έννοιας, ωστόσο, από την Ε.Α.Δ. με τη συνακόλουθη υπαγωγή και των μεταναστών στο πεδίο της διάταξης, η Επιτροπή υιοθέτησε μια
60. BARTEN, ό.π., σ. 52.
61. Για τη σχετική συζήτηση, βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ε. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΣ, Η Διεθνής Προστασία των Μειονοτήτων και η Αντιμετώπισή τους στα Παρευξείνια Κράτη της Πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., Αθήνα 2010, σσ. 106-107.
62. ELISA ORTEGA VELÁZQUEZ, “Minority Rights for Immigrants: From Multiculturalism to
Civic Participations”, in Mexican Law Review, X (2017), σσ. 111-112. Για μια διαφορετική προσέγγιση, βλ. ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ,ό.π., σσ. 1269-1273.
63. RUDIGER WOLFRUM, “The Emergence of “New Minorities” as a Result of Migration”, in
CATHERINE BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 161.
64. JOHN PACKER, “Problems in Defining Minorities”, in D. FOTTRELL/B. BOWRING (eds.),
Minority and Group Rights in the New Millennium, Martinus Nijhoff Publishers, The Hague 1999,
σσ. 266-267.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
590
μάλλον στενή προσέγγιση65 στο ζήτημα της ένταξης των καλούμενων ‘διπλών μειονοτήτων’
(“double minorities”), των ομάδων δηλαδή που αν και ανήκουν στη δεσπόζουσα εθνοτική
πλειονότητα ενός κράτους, συνιστούν αριθμητικά μειοψηφίες σε συγκεκριμένη περιοχή ή
και περιοχές αυτού66, στην εμβέλεια του άρθρου. Έτσι, αποφάνθηκε σχετικά με τον αγγλόφωνο πληθυσμό της κυρίαρχα γαλλόφωνης επαρχίας του Κεμπέκ στον Καναδά ότι «οι μειονότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 27 είναι μειονότητες εντός του Κράτους, και όχι μειονότητες εντός μιας επαρχίας του. Μια ομάδα μπορεί να συνιστά πλειονότητα σε μια επαρχία
αλλά να είναι μειονότητα μέσα σε ένα Κράτος και έτσι να δικαιούται των ωφελειών του
Άρθρου 27. Οι αγγλόφωνοι πολίτες του Καναδά δεν μπορούν να θεωρηθούν γλωσσική
μειονότητα»67. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι αναμφίβολα θετική εξέλιξη το γεγονός ότι
αν και η διάταξη δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «μειονότητα», έλλειψη που έχει οδηγήσει
σε αρκετές κριτικές, και παρά το ότι η Ε.Α.Δ. δεν αποπειράθηκε κάτι τέτοιο στο Γενικό
Σχόλιο Νο 23, ενστερνίστηκε στην πράξη έναν ευρύ ‘ορισμό εργασίας’68. Έτσι, όπως παρατηρεί και ο Kymlicka, το Άρθρο 27 εφαρμόζεται «σε όλες τις εθνο-πολιτισμικές μειονότητες,
σε όλες τις ηπείρους χωρίς να έχει σημασία αν είναι μεγάλες ή μικρές, πρόσφατες ή ιστορικές, εδαφικά συγκεντρωμένες ή διεσπαρμένες» και συνεπώς «μπορεί να ειδωθεί ως ένα
πραγματικά οικουμενικό πολιτιστικό δικαίωμα»69.
Περνώντας στο ζήτημα της κρατικής θετικής δράσης, η Επιτροπή έκρινε ότι παρά
την αρνητική διατύπωση της διάταξης, αυτή δεσμεύει τα κράτη όχι μόνο να σέβονται το
δικαίωμα των μελών των μειονοτήτων να απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική ζωή
αλλά και να δημιουργούν τις κατάλληλες ευνοϊκές συνθήκες που να καθιστούν την
πραγμάτωση του δικαιώματος εφικτή70. Όπως το έθεσε η Ε.Α.Δ.:
65. Economic and Social Council, Examining Possible Solutions to Problems Involving Minorities, Including the Promotion of Mutual Understanding Between and Among Minorities and
Governments – Note by the Secretariat, UN Doc E/CN.4/Sub.2/A.C.5/2006/4, 15 June 2006, σ. 11.
66. NIGEL S. RODLEY, “Conceptual Problems in the Protection of Minorities: International
Legal Developments”, in Human Rights Quarterly, Vol. 17 (1995), σ. 70.
67. Human Rights Committee, Communications Nos. 359/1989 and 385/1989, John Ballantyne and Elizabeth Davidson, and Gordon McIntyre v. Canada, UN Doc. CCPR/C/47/D/359/1989
and 385/1989/Rev. 1, 5 May 1993, παρ. 11.2.
68. RYSZARD CHOLEWINSKI, “Migrants as Minorities: Integration and Inclusion in the
Enlarged European Union”, in Journal of Common Market Studies, Vol. 43 (2005), σσ. 699-700.
69. WILL KYMLICKA, “National Cultural Autonomy and International Minority Rights
Norms”, in Ethnopolitics, Vol. 6 (2007), σ. 382.
70. ASBJØRN EIDE, “Good Governance, Human Rights, and the Rights of Minorities and Indigenous Peoples”, in HANS-OTTO SANO/GUDMUNDUR ALFREDSSON with the collaboration of
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
591
«Αν και το Άρθρο 27 εκφέρεται με αρνητικούς όρους, ωστόσο, αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός «δικαιώματος» και απαιτεί αυτό να μην τυγχάνει στέρησης. Συνακόλουθα, ένα
Κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι η ύπαρξη και η άσκηση αυτού του
δικαιώματος προστατεύονται απέναντι σε κάθε άρνηση ή παραβίαση του. Συνεπώς, θετικά
μέτρα προστασίας απαιτούνται όχι μόνο ενάντια στις πράξεις του Κράτους μέλους, [που
πραγματώνονται] μέσω είτε των νομοθετικών, δικαστικών ή διοικητικών αρχών του, αλλά
επίσης απέναντι στις πράξεις άλλων [τρίτων] προσώπων εντός του Κράτους μέλους»71.
Η Επιτροπή, λοιπόν, καθιστά απόλυτα σαφές ότι η ανοχή και η μη διάκριση, στην
οποία εστιάζουν πολλά κράτη για να υπεκφύγουν των ειδικότερων υποχρεώσεων που
έχουν απέναντι στις μειονότητές τους, δεν συνιστούν από μόνες τους επαρκή μέτρα για
την πλήρωση των απαιτήσεων του Άρθρου 2772, αλλά χρειάζονται επιπλέον θετικά μέτρα
κρατικής αρωγής για την υλοποίηση των δικαιωμάτων της διάταξης73, άποψη που σήμερα έχει καταστεί ευρύτατα αποδεκτή74. Τα μέτρα αυτά, βέβαια, πρέπει να βασίζονται σε
εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια για να μη συνιστούν διάκριση σε βάρος των μελών
της πλειονότητας ή άλλων μειονοτήτων75.
Κλείνοντας, σε ότι έχει να κάνει με την υφή των δικαιωμάτων της διάταξης, η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη πως «αν και τα δικαιώματα που προστατεύονται υπό το Άρθρο 27 είναι ατομικά δικαιώματα, εξαρτώνται από την ικανότητα της μειονοτικής ομάδας
ROBIN CLAPP (eds.), Human Rights and Good Governance: Building Bridges, Martinus Nijhoff
Publishers, The Hague/London/New York 2002, σ. 59.
71. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.1. Βλ. RACHEL BRETT, “The International Covenant on Civil and Political Rights and Minorities”, in J. CATOR/J. NIESSEN (eds.), The
Use of International Conventions to Protect the Rights of Migrants and Ethnic Minorities,
Churches’ Commission for Migrants in Europe, Strasbourg 1994, σ. 39.
72. ALEXANDRA XANTHAKI, “Against Integration, for Human Rights”, in The International
Journal of Human Rights, Vol. 20 (2016), σ. 828.
73. LUCY CLARIDGE/ALEXANDRA XANTHAKI, “Protecting the Right to Culture for Minorities
and Indigenous Peoples: An Overview of International Case Law”, in PETER GRANT (ed.), State of
the World’s Minorities and Indigenous Peoples 2016, Minority Rights Group International, London
2016, σ. 62.
74. Βλ. TIMOTHY WEBSTER, “Insular Minorities: International Law’s Challenge to Japan’s
Ethnic Homogeneity”, in North Carolina Journal of International Law and Commercial Regulation,
XXXVI (2011), σσ. 578-579. Βλ. και ΝΙΚΟΣ Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, «Χρειάζεται η Πολυπολιτισμικότητα μια
Νέα Θεωρία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 28 (2005), σ. 1208.
75. UN CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. KRISTIN HENRARD, “The Protection of
Minorities Through the Equality Provisions in the UN Human Rights Treaties: The UN Treaty Bodies”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 14 (2007), σ. 157.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
592
[προσθήκη έμφασης] να διατηρήσει την πολιτιστική της ζωή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία
της»76. Η προσεκτική αυτή αναφορά της Επιτροπής στο ρόλο της μειονοτικής ομάδας ως
τέτοιας σηματοδοτεί τη μερική ευθυγράμμισή της με τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι τα
μειονοτικά πολιτιστικά δικαιώματα εμπεριέχουν μια εγγενή συλλογική διάσταση και ότι
η αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων στις μειονότητες συνιστά μια ασφαλή βάση για
την εξασφάλιση της συνέχειας του πολιτισμού τους77. Η συλλογική αυτή διάσταση των
μειονοτικών δικαιωμάτων αποτυπώνεται περαιτέρω στην ανάπτυξη της συλλογιστικής
της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία:
«θετικά μέτρα από τα Κράτη μπορεί να είναι απαραίτητα για την προστασία της ταυτότητας της μειονότητας [προσθήκη έμφασης] και των δικαιωμάτων των μελών της να απολαμβάνουν και να αναπτύσσουν την πολιτιστική ζωή και τη γλώσσα τους και να ασκούν τη
θρησκεία τους, από κοινού [προσθήκη έμφασης] με τα άλλα μέλη της ομάδας»78.
Οι αναφορές στη ταυτότητα της ομάδας και στην από κοινού απόλαυση των δικαιωμάτων του Άρθρου 27 σε συνδυασμό με τη δυνατότητα υποβολής ομαδικών προσφυγών που έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή, αρχής γενομένης με την υπόθεση Chief Bernard
Ominayak and the Lubicon Lake Band v. Canada, σε άτομα, που ισχυρίζονται ότι θίγονται με τον ίδιο τρόπο79, προσδίδει ξεκάθαρα μια έντονη συλλογική διάσταση στην προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ετερότητας, η οποία επιβεβαιώνεται συνεχώς από
τις επανειλημμένες επισημάνσεις της Επιτροπής στη σχετική οιονεί νομολογία της ότι το
δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής μπορεί να ασκηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό μόνο από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας80.
76. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. FEDERICO LENZERINI, “Intangible
Cultural Heritage: The Living Culture of Peoples”, in European Journal of International Law, Vol.
22 (2011), σ. 115.
77. CINDY HOLDER, “Culture as an Activity and Human Right: An Important Advance for Indigenous Peoples and International Law”, in Alternatives, Vol. 33 (2008), σ. 22.
78. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. GEOFF GILBERT, “The Cultural and
Political Autonomy of Minorities”, in L’ Observateur des Nations Unies, Vol. 23 (2007), σ. 226.
79. Human Rights Committee, Communication No 167/1984, Chief Bernard Ominayak and
the Lubicon Lake Band v Canada, UN Doc. CCPR/C/38/D/167/1984, 10 May 1990, par. 32.1. Βλ.
ΣΤΕΛΙΟΥ Ε. ΠΕΡΡΑΚΗ, «Τα Δικαιώματα των Λαών. Επιχειρηματολογία για Νομικές Αντιστίξεις και
Οριοθετήσεις», στο ΣΤΕΛΙΟΣ Ε. ΠΕΡΡΑΚΗΣ (επιμ.), Τα Δικαιώματα των Λαών και των Μειονοτήτων:
Μια Προβληματική σε Εξέλιξη, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σσ. 50-51.
80. ANA FILIPA VRDOLJAK, “Genocide and Restitution: Ensuring Each Group’s Contribution
to Humanity”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 32.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
593
Συνοψίζοντας, χωρίς να παραβλέπεται η θέση όσων εξακολουθούν να υποστηρίζουν,
ότι παρά τη διασταλτική ανάγνωση της Επιτροπής το Άρθρο 27 παραμένει μια «πολύ αδύναμη»81 και «απρόθυμη» αναγνώριση82 των πολιτιστικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων,
είναι αναμφίβολο ότι η διάταξη έχει καταστεί χάρη στην ερμηνεία της Ε.Α.Δ. κομβικός πυλώνας της μειονοτικής προστασίας. Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόσληψη της έννοιας της πολιτιστικής ζωής (“culture”) από την Επιτροπή.
5. Τα Βασικά στοιχεία της πρόσληψης της έννοιας της πολιτιστικής ζωής από την
Ε.Α.Δ. στο Γενικό Σχόλιο Νο 23 και στη σχετική οιονεί νομολογία της.
Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της προσέγγισης της Ε.Α.Δ. στην ερμηνεία του Άρθρου 27 είναι η αποσαφήνιση του κανονιστικού περιεχομένου της έννοιας της πολιτιστικής ζωής, που κείται στην καρδιά του πεδίου της διάταξης. Εκκινώντας, λοιπόν, με την
υπόθεση Kitok v. Sweden η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη «η ρύθμιση μιας οικονομικής δραστηριότητας είναι κανονικά ζήτημα του Κράτους και μόνο. Ωστόσο, όταν μια
δραστηριότητα συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής ζωής μιας εθνοτικής κοινότητας, τότε η εφαρμογή της προς ένα άτομο δύναται να εμπίπτει στο Άρθρο 27»83.
Ακολουθώντας το αυτό μονοπάτι, η Επιτροπή αποφάνθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση
Ominayak and the Lubicon Lake Band v. Canada ότι «τα δικαιώματα που προστατεύονται
από το Άρθρο 27 περιλαμβάνουν το δικαίωμα των προσώπων, από κοινού με άλλους, να
διεξάγουν οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες που συνιστούν τμήμα της πολιτιστικής ζωής της κοινότητας στην οποία ανήκουν»84. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε
στο Γενικό Σχόλιο Νο 23 ότι το δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής «δύναται να συνίσταται σε ένα τρόπο ζωής [προσθήκη έμφασης] που συνδέεται στενά με την
[περιβάλλουσα] περιοχή και τη χρήση των πόρων της. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα
81. RODOLFO STAVENHAGEN, “Cultural Rights: A Social Science Perspective”, in ASBJØRN
EIDE, Catarina Crause and Allan Rosas (eds.), Economic, Social and Cultural Rights: A Textbook,
2nd edn., Martinus Nijhoff Publishers, The Hague 2001, σ. 101.
82. NATAN LERNER, “Group Rights and Legal Pluralism”, in Emory International Law Review, Vol. 25 (2011) 829, σ. 832.
83. Human Rights Committee, Communication No 197/1985, Ivan Kitok v Sweden, UN Doc.
CCPR/C/33/D/197/1985, 27 July 1988, παρ 3.2. Βλ. PATRICK MACKLEM, “Minority Rights in
International Law”, in International Journal of Constitutional Law, Vol. 6 (2008), 537.
84. UN Doc. CCPR/C/38/D/167/1984, ό.π., παρ. 32.2. Βλ. S. JAMES ANAYA, “Indigenous
Rights Norms in Contemporary International Law”, in Arizona Journal of International and Comparative Law, Vol. 8 (1991), σ. 19.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
594
για τα μέλη των αυτόχθονων κοινοτήτων που συγκροτούν μια μειονότητα»85. Συγκεκριμενοποιώντας ακόμη περισσότερο αυτή τη σκέψη της, η Ε.Α.Δ. τόνισε στην έβδομη παράγραφο του Σχολίου της ότι:
«[α]ναφορικά με την άσκηση των πολιτιστικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από
το Άρθρο 27, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πολιτιστική ζωή εκδηλώνεται με πολλές μορφές,
περιλαμβανομένου ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής [προσθήκη έμφασης] που συνδέεται με
τη χρήση των πόρων της γης, ειδικά στην περίπτωση των αυτόχθονων λαών. Το δικαίωμα
αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τέτοιες παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ψάρεμα ή κυνήγι
και το δικαίωμα διαβίωσης σε καταυλισμούς που προστατεύονται από τη νομοθεσία»86.
Έτσι, η Επιτροπή ενέταξε τις παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες που είναι
βασικές για την επιβίωση του πολιτισμού των αυτόχθονων λαών, όπως είναι η βοσκή και
εκτροφή ταράνδων στους Sami των σκανδιναβικών χωρών (υποθέσεις Lansman v. Sweden),
το ψάρεμα στους Maori της Νέας Ζηλανδίας (υπόθεση Mahuika v. New Zealand), η εκτροφή λάμα στους Aymara του Περού (υπόθεση Poma Poma v. Peru) κ.ά., στο κανονιστικό
πεδίο της διάταξης87.
Προκειμένου, ωστόσο, να απολαμβάνουν στην πράξη τα πολιτιστικά τους δικαιώματα
οι αυτόχθονες λαοί και οι μειονότητες πρέπει να μπορούν να επηρεάζουν με τρόπο ουσιαστικό τις αποφάσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής τους. Αναγνωρίζοντας αυτή την αναγκαιότητα η Ε.Α.Δ. επισήμανε στην προαναφερόμενη έβδομη παράγραφο του Γενικού Σχολίου
της ως προς τα πολιτιστικά δικαιώματα που προστατεύονται από το άρθρο 27 ότι:
«[η] απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων μπορεί να απαιτεί θετικά έννομα μέτρα
προστασίας και μέτρα εξασφάλισης της αποτελεσματικής συμμετοχής [προσθήκη έμφασης] των μελών των μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν»88.
85. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 3.2. Βλ. ELSA STAMATOPOULOU, “Taking
Cultural Rights Seriously: The Vision of the UN Declaration on the Rights of Indigenous Peoples”,
in ALEXANDRA XANTHAKI/STEPHEN ALLEN (eds.), Reflections of the UN Declaration on the Rights
of Indigenous Peoples, Hart Publishing, Oxford 2011, σ. 397.
86. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 7. Βλ. SIEGFRIED WIESSNER, “The Cultural Rights of Indigenous Peoples: Achievements and Continuing Challenges”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 133.
87. MARTIN SCHEININ, “Justiciability and the Indivisibility of Human Rights”, in J. SQUIRES/
M. LANGFORD/B. THIELE (eds.), The Road to Remedy: Current Issues in the Litigation of Economic,
Social and Cultural Rights, University of New South Wales Press, 2005, σ. 22.
88. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, παρ., par. 7. Βλ. MARTIN SCHEININ/MALCOLM
LANGFORD, “Evolution or Revolution? Extrapolating from the Experience of the Human Rights
Committee”, in Nordisk Tidsskrift for Menneskerettigheter, Vol. 27 (2009), σ. 108.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
595
Συνεπώς, η Επιτροπή εισήγαγε στο κανονιστικό πεδίο του Άρθρου 27, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει επαρκώς τη θέση της, μια κρατική υποχρέωση λήψης μέτρων που να
εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των μελών των μειονοτήτων στις αποφάσεις που αφορούν τα πολιτιστικά τους δικαιώματα, η οποία δεν συνάγεται prima facie
από το γράμμα της διάταξης89. Αν και η Επιτροπή δεν κατέστησε σαφές ούτε στο Γενικό
Σχόλιο Νο 23 ούτε στη μετέπειτα σχετική οιονεί νομολογία της σε τι ακριβώς συνίσταται
η έννοια της συμμετοχής και δη αυτή της αποτελεσματικής, η ερμηνεία της συνιστά
αναμφίβολα ένα θετικό βήμα. Χρειάζεται, ωστόσο, να επικεντρώσει περισσότερο στο
ζήτημα γιατί το δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής χωρίς την εξασφάλιση
των μέσων πραγμάτωσής του είναι κενό γράμμα90.
Τέλος, μια από τις ενδιαφέρουσες διαστάσεις της ανάγνωσης της Ε.Α.Δ., η οποία
απηχεί τις σύγχρονες θέσεις των κοινωνικών επιστημών που υποστηρίζουν ότι η πολιτιστική ζωή δεν είναι μια στατική έννοια, αλλά αντίθετα μια ζωντανή, δυναμική και διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία με παρελθόν, παρόν και μέλλον91, είναι η θέση της ότι το
δικαίωμα στην απόλαυσή της δεν μπορεί να προσλαμβάνεται in abstracto, αλλά πρέπει
κάθε φορά να εξετάζεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Υπό αυτό το πρίσμα «[τ]ο Άρθρο
27 δεν προστατεύει μόνο τις παραδοσιακές εκφάνσεις του τρόπου ζωής των μειονοτήτων, αλλά επιτρέπει επίσης την προσαρμογή αυτών στο σύγχρονο τρόπο ζωής και στην
ακόλουθη τεχνολογία»92. Έτσι, το γεγονός, λόγου χάρη, ότι οι Φινλανδοί Sami έχουν με
τα χρόνια προσαρμόσει τις μεθόδους βοσκής των ταράνδων και την εξασκούν πλέον με
τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας δεν τους αποκλείει από τη δυνατότητα επίκλησης
του Άρθρου 2793. Με τα λόγια της Επιτροπής στην υπόθεση Sara et al. v. Finland:
«Αν και οι Φινλανδοί Sami δεν κατέστη εφικτό να διατηρήσουν όλες τις παραδοσιακές μορφές βοσκής των ταράνδων, ωστόσο η πρακτική τους εξακολουθεί να είναι μια
89. ANNELIES VERSTICHEL, “Recent Developments in the UN Human Rights Committee’s
Approach to Minorities, with a Focus on Effective Participation”, in International Journal on
Minority and Group Rights, Vol. 12 (2005), σ. 28.
90. HOLDER, ό.π., σ. 19.
91. Βλ. Committee on Economic, Social and Cultural Rights, General Comment No 21, Right
of Everyone to Take Part in Cultural Life (Art. 15, para. 1 (a) of the International Covenant on
Economic, Social and Cultural Rights, UN Doc. E/C.12/GC/21, 21 December 2009, σ. 3, παρ. 11.
92. Human Rights Committee, Communication No 547/1993, Mahuika et al v. New Zealand,
UN Doc CCPR/C/70/D/547/1993, 27 October 2000, παρ. 9.4.
93. Human Rights Committee, Communication No 511/1992, Ilmari Lansman et al v.
Finland, UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, 8 November 1994, παρ. 9.3.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
596
διακριτή μορφή εκτροφής ταράνδων από τους Sami, που διεξάγεται από κοινού με άλλα
μέλη της ομάδας και υπό συνθήκες που υπαγορεύονται από το φυσικό οικοσύστημα. Τα
μοτοποδήλατα χιονιού δεν έχουν καταστρέψει αυτή τη μορφή νομαδικής βοσκής των
ταράνδων»94.
Με βάση αυτή την οπτική, λοιπόν, η χρήση ελικοπτέρων για τη βοσκή των ταράνδων ή σύγχρονης τεχνολογίας στην αλιεία από τους αυτόχθονες λαούς δεν τους αποκλείει
από την απόλαυση των πολιτιστικών δικαιωμάτων του Άρθρου 27, υπό την προϋπόθεση
πως αποδεικνύουν ότι οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κομμάτι του παραδοσιακού
τρόπου ζωής τους, όχι ως μουσειακού είδους, αλλά όπως έχουν εξελιχθεί στο πέρασμα
του χρόνου95.
6. Από το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση (Άρθρο 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ.) στο δικαίωμα των μελών των μειονοτήτων στην απόλαυση της δικής τους πολιτιστικής
ζωής (Άρθρο 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ.).
6.1. Αυτόχθονες λαοί και μειονότητες.
Η Ε.Α.Δ. ανάπτυξε τη νομολογία της για το Άρθρο 27 μέσω κυρίως μιας σειράς αποφάσεων επί προσφυγών πού υποβλήθηκαν από μέλη αυτόχθονων λαών αναφορικά με επικαλούμενη παραβίαση είτε αποκλειστικά (π.χ. υπόθεση Lubicon Lake Band v. Canada) είτε
μεταξύ των άλλων (π.χ. υποθέσεις Mahuika et al. v. New. Zealand και Poma Poma v. Peru)
του Άρθρου 1 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. περί του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση. Η Επιτροπή, λοιπόν, έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά παρουσιάζονταν στις σχετικές υποθέσεις, έθεταν ζητήματα που θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο του Άρθρου 27
και συνακόλουθα αντιμετώπισε χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση στο εσωτερικό της ή στο σκεπτικό των αποφάσεών της96 τους αυτόχθονες λαούς (π.χ. τους Sami των Σκανδιναβικών χωρών,
τη φυλή Lubicon του Καναδά, τους Aymara του Περού κ.ά.) ως μειονότητες, παρά το γεγονός ότι κατά τις προπαρασκευαστικές διεργασίες του Άρθρου 27 μια σειρά κρατών είχε δια94. Human Rights Committee, Communication No 431/1990, Sara et al v Finland, UN Doc.
CCPR/C/50/D/431/1990, 23 March 1994, παρ. 7.4.
95. JÉRÉMIE GILBERT, “Historical Indigenous Peoples’ Land Claims: A Comparative and
International Approach to the Common Law Doctrine on Indigenous Title”, in International and
Comparative Law Quarterly, Vol. 56 (2007), σσ. 598-599.
96. NOELLE HIGGINS, “Advancing the Rights of Minorities and Indigenous Peoples: Getting
UN Attention via the Universal Periodic Review”, in Netherlands Quarterly of Human Rights, Vol.
32 (2014), σ. 384, υποσημ. 38.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
597
τυπώσει την άποψη ότι οι αυτόχθονες λαοί, όπως οι Ινδιάνοι της Βόρειας και Λατινικής
Αμερικής ή οι Aboriginals της Αυστραλίας, δεν είναι μειονότητες97.
Αυτή η επιλογή της Επιτροπής συνάντησε αρχικά την αντίθεση αρκετών αυτόχθονων λαών και δη αυτών του Καναδά (π.χ. υπόθεση Marshall v. Canada) που πρωτοστάτησαν στην ανάδυση του παγκόσμιου κινήματος των αυτόχθονων λαών στις αρχές της
δεκαετίας του 1970, οι οποίοι από τις απαρχές της δυναμικής εμφάνισής τους στo διεθνές
προσκήνιο εναντιώθηκαν έντονα σε οποιαδήποτε πολιτική ετεροκαθορισμού που τους
παρουσίαζε ως μειονότητες, υποστηρίζοντας σθεναρά ότι συγκροτούν από κάθε άποψη
λαούς που νομιμοποιούνται στην άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης98. Για παράδειγμα, στην πρώτη (1984) σχετική προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής, αυτή της υπόθεσης AD v. Canada, ο προσφεύγων, ισχυριζόμενος ότι ενεργεί στο όνομα του λαού των
Mikmaq, υποστήριξε ότι δεν αντιπροσωπεύει μια μειονότητα υπό την έννοια του Άρθρου
27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., αλλά έναν λαό υπό την έννοια του Άρθρου 1 του Συμφώνου, απορρίπτοντας αφενός κατηγορηματικά την εφαρμογή του Άρθρου 27 και τονίζοντας αφετέρου
ότι η προσφυγή αφορούσε παραβίαση του Άρθρου 1 (“Article 1 is our goal, our
vision”)99. Πιο πρόσφατα (2001), οι Sami της Νορβηγίας απέρριψαν τον χαρακτηρισμό
τους ως «εθνική μειονότητα» υπό το σκεπτικό ότι ως αυτόχθων λαός έχουν αξίωση σε
πολύ πιο εκτεταμένα δικαιώματα από αυτά που παρέχουν οι μειονοτικές διατάξεις. Η
Νορβηγική κυβέρνηση σεβόμενη την επιθυμία τους δεν περιέλαβε καμία αναφορά για
αυτούς στην έκθεσή της προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης Πλαίσιο για
την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων100.
Υπάρχει, πάντως, ένα αναδυόμενο consensus που συνίσταται στην αποδοχή ότι ναι
μεν οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται, ωστόσο αλληλεπικαλύπτονται μέχρι ενός σημείου101.
Σε αυτό το πνεύμα, σύμφωνα με την πρώην Ειδική Εισηγήτρια των Η.Ε., Erica Daes,
97. Βλ. MANFRED NOWAK, U.N. Covenant on Civil and Political Rights: CCPR Commentary,
N.P. Engel, Kehl/Strasbourg/Arlington 1993, σσ. 492-493.
98. Βλ. Human Rights Committee, Communication No 205/1986, Marshall v. Canada, UN
Doc. CCPR/C/43/D/205/1986, 4 November 1991, παρ. 2.1.
99. Βλ. Human Rights Committee, Communication No R.19/78, AD v. Canada, UN Doc.
CCPR/C/22/D/R.19/78, 26 July 1984, Annex, παρ. 3, 7.3.
100. Βλ. Report submitted by Norway pursuant to Article 25, paragraph 1 of the Framework
Convention for the Protection of National Minorities, ACFC/SR(2001)001, 2 March 2001, παρ. 1.1.
101. GAETANO PENTASSUGLIA, “Reforming the UN Human Rights Machinery: What Does the
Future Hold for the Protection of Minorities and Indigenous Peoples?”, in International Journal on
Minority and Group Rights, Vol. 14 (2007), σ. 130.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
598
κανένας ορισμός ή κατάλογος χαρακτηριστικών/κριτηρίων δεν μπορεί να εξαλείψει τις
αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των εννοιών της «μειονότητας» και των «αυτόχθονων λαών».
Αντίθετα, η ίδια η πραγματικότητα καθιστά μετέωρη στην πράξη οποιαδήποτε απόπειρα
απόλυτης και ξεκάθαρης ταξινόμησης των υπό εξέταση ομάδων102. Στο αφρικανικό πλαίσιο, λόγου χάρη, κάποιες εθνοτικές ομάδες έχουν υιοθετήσει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση
αυτοπροσδιοριζόμενες ως «αυτόχθονες μειονότητες», όπως καταδεικνύει η ονομασία του
“Working Group on Indigenous Minorities in Southern Africa” (WIMSA) κ.ά.103. Στο ίδιο
μήκος κύματος, μια συγκριτική ανάγνωση των δυο πιο γενικά αποδεκτών από την κοινότητα των διεθνολόγων ορισμών της έννοιας της «μειονότητας» και των «αυτόχθονων λαών»,
που έχουν προταθεί από τους πρώην Ειδικούς Εισηγητές των Η.Ε., Francesco Capotorti104
και Martinez Cobo105 αντίστοιχα, καταδεικνύει την ύπαρξη πολλών κοινών στοιχείων μεταξύ των δύο πληθυσμιακών κατηγοριών, όπως α) την αριθμητικά μειοψηφική τους θέση
στα κράτη που διαβιούν106, β) την μη κυρίαρχη πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέση
τους, γ) την πολιτισμική τους διακριτότητα από τη δεσπόζουσα εθνοτική πλειονότητα, και
δ) τη βούληση διατήρησης και προώθησης της ταυτότητάς τους107.
Παρά τις αρκετές, ωστόσο, ομοιότητες υπάρχουν δύο στοιχεία που διακρίνουν τους
αυτόχθονες λαούς από τις μειονότητες. Καταρχήν, οι αυτόχθονες λαοί χαρακτηρίζονται,
όπως υποδηλώνει και η ετυμολογία του όρου ‘αυτόχθων’, από την αρχική ή πάντως την
102. Working Paper on the Relationship and Distinction between the Rights of Persons
Belonging to Minorities and Those of Indigenous Peoples, Paper by ERICA-IRENE A. DAES, UN
Doc. E/CN.4/Sub.2/2000, 19 July 2000, παρ. 41.
103. AMARE TESFAYE/ZELALEM KEBU, “The Protection of Linguistic Minorities: An Appraisal on the Role of Multination Federalism”, Beijing Law Review, No 7 (2016), σ. 320, υποσημ. 9.
104. Βλ. FRANCESCO CAPOTORTI, Study on the Rights of Persons Belonging to Ethnic, Religious and Linguistic Minorities, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/384/Rev.1, UN Publication Sales No E.78,
XIV.1, New York 1979, σ. 96, παρ. 568.
105. Βλ. JOSÉ MARTÍNEZ Cobo, Study of the Problem of Discrimination Against Indigenous
Populations, Conclusions, Proposals and Recommendations, Volume V, UN Doc. E/CN.4/
Sub.2/1986/7/Add. 4, UN Publication Sales No E.86.XIV.3, New York 1987, σ. 29, παρ. 379.
106. Όπως έχει ορθά επισημανθεί, όλοι σχεδόν οι αυτόχθονες λαοί συνιστούν αριθμητικές
μειοψηφίες-μειονότητες στα κράτη που διαβιούν, LAURI HANNIKAINEN, “The Status οf Minorities,
Indigenous Peoples and Immigrant and Refugee Groups in Four Nordic Countries”, in Nordic
Journal of International Law, Vol. 65 (1996), σ. 3.
107. Βλ. ATHANASIOS YUPSANIS, “The Meaning of ‘Culture’ in Article 15 (1) (a) of the
ICESCR – Positive Aspects of CESCR’s General Comment No 21 for the Safeguarding of Minority
Cultures”, in German Yearbook of International Law, Vol. 55 (2012), σσ. 372-373.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
599
προγενέστερη σε σχέση με άλλες ομάδες παρουσία/εγκατάστασή τους σε μια συγκεκριμένη περιοχή108, κριτήριο που, όπως η Daes έχει επισημάνει, δεν έχει περιληφθεί σε κανέναν από τους ορισμούς που έχουν δοθεί για την έννοια της μειονότητας109 και συνακόλουθα δεν απαιτείται να συντρέχει για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του
όρου. Επιπλέον, οι αυτόχθονες διακρίνονται για την ιδιαίτερη πνευματική σχέση που
έχουν ως κοινότητες με τα πατρογονικά τους εδάφη και τους κείμενους σε αυτά φυσικούς πόρους, η εξασφάλιση των οποίων συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη φυσική
και πολιτισμική τους επιβίωση110. Αυτή η ειδική, και δη συλλογική, σχέση των αυτόχθονων λαών με τις παραδοσιακές γαίες τους αποτελεί το αιτιολογικό υπόβαθρο της διαφορετικής φύσης του καθεστώτος προστασίας που απολαμβάνουν. Έτσι, ενώ τα μειονοτικά
κείμενα δεν περιλαμβάνουν καμία απολύτως αναφορά σε δικαιώματα επί των γαιών (που
κατοικούν οι μειονότητες), αυτά κατέχουν κομβική θέση στα κείμενα για τους αυτόχθονες, όπως στη Σύμβαση Νο 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αναφορικά με τους
Αυτόχθονες και Φυλετικούς Λαούς των Ανεξάρτητων Κρατών (άρθρα 13-19)111 και στη
Διακήρυξη των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών (άρθρα 25-30)112. Περαιτέρω, υπάρχει μια πρόσθετη διαφοροποίηση ως προς τον τύπο των δικαιωμάτων που
αναγνωρίζονται στο Διεθνές Δίκαιο στις μειονότητες και στους αυτόχθονες λαούς. Τα
μειονοτικά δικαιώματα παρέχονται στα πρόσωπα/άτομα που ανήκουν στις μειονοτικές
ομάδες, είναι δηλαδή ατομικά δικαιώματα, παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις
μπορούν πρακτικά να τύχουν απόλαυσης μόνο από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας113.
Τα δικαιώματα των αυτόχθονων λαών από την άλλη αναγνωρίζονται κατά κανόνα στις
108. Working Paper on the Relationship and Distinction Between the Rights of Persons Belonging to Minorities and Those of Indigenous Peoples, Paper by ASBJORN EIDE, UN Doc.
E/CN.4/Sub.2/2000/10, 19 July 2000, παρ. 24.
109. Working Paper by the Chairperson – Rapporteur, Mrs Erica – Irene Daes on the Concept of ‘Indigenous Peoples’, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/AC.4/1996/2, 10 June 1996, παρ. 60.
110. ELSA STAMATOPOULOU, Cultural Rights in International Law – Article 27 of the Universal Declaration of Human Rights and Beyond, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston 2007,
σσ. 169-170.
111. ATHANASIOS YUPSANIS, “The International Labour Organization and its Contribution to
the Protection of the Rights of Indigenous Peoples”, in Canadian Yearbook of International Law,
Vol. 49 (2011), σσ. 146-154.
112. Βλ. A/RES/61/295, Annex, 13 September 2007.
113. Βλ. Commentary of the Working Group on Minorities to the United Nations Declaration
on the Rights of Persons Belonging to National or Ethnic, Religious and Linguistic Minorities –
Note by the Secretary General, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/AC.5/2005/2, 4 April 2005, παρ. 15.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
4
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
600
κοινότητές τους ως τέτοιες114, είναι δηλαδή κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, συλλογικά
δικαιώματα115.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Διεθνές
Δίκαιο στους αυτόχθονες λαούς είναι σαφώς πιο ισχυρά και εκτεταμένα από ότι τα μειονοτικά δικαιώματα116. Είναι λοιπόν εύλογο το ότι οι αυτόχθονες προτιμούν να τονίζουν
τη διαφορετικότητά τους από τις μειονότητες, αφού τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι
τελευταίες είναι ασθενέστερα. Από τη στιγμή, ωστόσο, που γίνεται αποδεκτό από τη μια
ότι οι κατηγορίες των «μειονοτήτων» και των «αυτόχθονων λαών» είναι μερικώς αλληλεπικαλυπτόμενες και από την άλλη ότι οι αυτόχθονες μπορούν να κάνουν χρήση των
μειονοτικών νορμών117, χωρίς αυτό να συνεπάγεται εξίσωση του status τους με αυτό των
μειονοτήτων, χωρίς δηλαδή αυτή η επιλογή να σηματοδοτεί έναν αυτοπεριορισμό τους
σε ένα ατομοκεντρικό καθεστώς προστασίας που στερείται πρόνοιας για δικαιώματα επί
των πατρογονικών γαιών, είναι δυνατόν για αυτούς να επικαλούνται τις μειονοτικές διατάξεις, όπως αυτή του Άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., στο πλαίσιο μιας στρατηγικής εξασφάλισης κάποιων minimum δικαιωμάτων118.
Υπό αυτό το πρίσμα, ορισμένοι αυτόχθονες λαοί παρέκαμψαν τις αρχικές τους επιφυλάξεις αναφορικά με τη χρήση των μειονοτικών διατάξεων και υιοθέτησαν μια πιο
ρεαλιστική στάση, όπως στην υπόθεση R.L. et al. v. Canada όπου οι προσφεύγοντες τόνισαν ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 27 ότι αν και αντιλαμβάνονται τους εαυτούς
τους ως αυτόχθονα λαό και όχι ως εθνοτική ή γλωσσική μειονότητα, θεωρούν παράλληλα πως οι αυτόχθονες λαοί νομιμοποιούνται να επικαλούνται και να ασκούν τα μειονοτικά δικαιώματα, αφού οι δύο εννοιολογικές κατηγορίες είναι αλληλεπικαλυπτόμενες119.
114. PATRICK THORNBERRY, “Minority and Indigenous Rights at the ‘End of History’”, in
Ethnicities, Vol. 2 (2002), σ. 524.
115. Βλ. Study on Treaties, Agreements and Other Constructive Arrangements between
States and Indigenous Populations – Final Report by MIGUEL ALFONSO MARTINEZ, Special Rapporteur, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/1999/20, 22 June 1999, παρ. 74-75.
116. KAMRUL HOSSAIN, “Status of Indigenous Peoples in International Law”, in Miskolc
Journal of International Law, Vol. 5 (2008), σ. 24.
117. Βλ. Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection of National
Minorities, Opinion on Denmark, adopted on 22 September 2000, ACFC/INF/OP/1(2001)5, παρ. 17.
118. HEATHER A. NORTHCOTT, “Realisation of the Right of Indigenous Peoples to Natural
Resources under International Law through the Emerging Right to Autonomy”, in The International Journal of Human Rights, Vol. 16 (2012), σ. 80.
119. Human Rights Committee, Communication No 358/1989, R.L. et al v. Canada, UN Doc.
CCPR/C/43/358/1989, 5 November 1991, παρ. 3.7.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
601
6.2. Η απροθυμία της Ε.Α.Δ. να επιληφθεί επί της ουσίας επί υποθέσεων που αφορούν
επίκληση παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών.
Η Ε.Α.Δ. από την πλευρά της απέφυγε, αρχής γενομένης από τις υποθέσεις σταθμό
Kitok v. Sweeden και Lubicon Lake Band v. Canada, να εξετάσει προσφυγές που επικαλούνταν παραβίαση του Άρθρου 1 του Συμφώνου, προκρίνοντας την απόρριψη τους για
τυπικούς λόγους, υπό το σκεπτικό ότι «τα άτομα δεν μπορούν να επικαλούνται κατά το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο ότι είναι θύματα παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του άρθρου 1 του Συμφώνου, το οποίο αφορά δικαιώματα που παρέχονται στους
λαούς ως τέτοιους»120. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι «αν και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο προβλέπει μια διαδικασία προσφυγής για τα άτομα που ισχυρίζονται ότι τα δικαιώματά τους έχουν παραβιαστεί, το Άρθρο 1 του Συμφώνου διαπραγματεύεται δικαιώματα που παρέχονται στους λαούς ως τέτοιους»121. Συνακόλουθα, «το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο παρέχει μια διαδικασία υπό την οποία τα άτομα μπορούν να
επικαλούνται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα παραβιάστηκαν. Αυτά τα δικαιώματα τίθενται στο τρίτο μέρος του Συμφώνου, ήτοι στα Άρθρα 6 με 27»122.
Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία, η Επιτροπή τόνισε στις μεταγενέστερες σχετικές προσφυγές «ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου μπορεί
να λαμβάνει και να εξετάζει προσφυγές μόνο αν προέρχονται από άτομα που ισχυρίζονται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα έχουν παραβιαστεί από ένα κράτος μέλος στο Προαιρετικό Πρωτόκολλο»123. Στο πλαίσιο αυτό:
«Aν και όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση καθώς και το δικαίωμα
να καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό τους status, να επιδιώκουν την οικονομική, κοινω120. Βλ. UN Doc. CCPR/C/33/D/197/1985, ό.π., παρ. 6.3. UN Doc. CCPR/C/38/D/167/
1984, ό.π., παρ. 13.3. Βλ. επίσης ANTONY MASON, “The Rights of Indigenous Peoples in Lands
Once Part of the Old Dominions of the Crown”, in International and Comparative Law Quarterly,
Vol. 46 (1997), σ. 828.
121. Βλ. UN Doc. CCPR/C/33/D/197/1985, ό.π., παρ. 6.3. Βλ., επίσης, JAVAID REHMAN, International Human Rights Law: A Practical Approach, Longman, Pearson Education Limited,
Essex 2003, σσ. 82-83.
122. Human Rights Committee, Communication No 318/1988, E.P v. Colombia, UN Doc.
CCPR/C/39/D/318/1988, 15 August 1990, παρ. 8.2. UN Doc. CCPR/C/38/D/167/1984, ό.π., παρ.
32.1. Βλ. DOMINICK MCGOLDRICK, “Canadian Indians, Cultural Rights and the Human Rights
Committee”, in International and Comparative Law Quarterly, Vol. 40 (1991), σ. 664.
123. Βλ. Human Rights Committee, Communication No 413/1990, A.B. v. Italy, UN Doc.
CCPR/C/40/D/413/1990, 2 November, παρ. 3.2.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
602
νική και πολιτιστική τους ανάπτυξη, και μπορούν, για τους δικούς τους σκοπούς, να
διαθέτουν ελεύθερα τον φυσικό πλούτο και πόρους τους, η Επιτροπή έχει ήδη αποφασίσει ότι καμία αξίωση για αυτοδιάθεση δεν μπορεί να εισαχθεί ενώπιόν της υπό το Προαιρετικό Πρωτόκολλο»124.
Αυτή η αιτιολόγηση συνάντησε σκληρή κριτική από τμήματα της ακαδημαϊκής
κοινότητας. Υποστηρίχθηκε πως σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου η Επιτροπή είναι αρμόδια να λαμβάνει και να εξετάζει προσφυγές από άτομα που
ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος εγκαθιδρύει το
Σύμφωνο. Συνακόλουθα, από τη στιγμή που το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του Άρθρου
1 του Συμφώνου συνιστά ένα από τα δικαιώματα που θεσπίζονται στο Σύμφωνο, είναι
εντός της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εξετάζει ισχυρισμούς αναφορικά με την παραβίαση του125. Στο ίδιο πνεύμα επικρίθηκε η Επιτροπή γιατί η άρνησή της για τυπικούς
λόγους να εξετάσει τα σχετικά με την αυτοδιάθεση αιτήματα σήμανε ουσιαστικά ότι οι
αυτόχθονες δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως λαοί κατά το Σύμφωνο126.
Η Επιτροπή από την πλευρά της υιοθέτησε την αυτή στάση και ως προς την αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ των μειονοτικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην
αυτοδιάθεση. Έτσι, σημείωσε στην τρίτη παράγραφο του προαναφερόμενου Γενικού
Σχολίου Νο 23 (1994) ότι:
«To Σύμφωνο διακρίνει μεταξύ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Άρθρο 27. Το πρώτο διατυπώνεται ως δικαίωμα που
ανήκει στους λαούς και τυγχάνει ρύθμισης σε ξεχωριστό τμήμα (Part I) του Συμφώνου. Η
αυτοδιάθεση δεν είναι δικαίωμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Επιτροπής κατά το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο. Το Άρθρο 27 από την άλλη σχετίζεται με δικαιώματα που παρέχονται στα άτομα ως τέτοια και περιλαμβάνεται, όπως και τα άρθρα που αφορούν στα
προσωπικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άτομα, στο τρίτο μέρος του Συμφώνου
και υπάγεται στη δικαιοδοσία της Επιτροπής κατά το Προαιρετικό Πρωτόκολλο»127.
124. UN Doc. CCPR/C/ 43/358/1989, ό.π., παρ. 6.2. Βλ. ALCIDIA MOUCHEBOEUF, Minority
Rights Jurisprudence Digest, Council of Europe Publishing, Strasbourg 2006, σ. 395.
125. PARMIDER BRAR, “The Practice and Procedures of the Human Rights Committee under
the Optional Protocol of the International Covenant on Civil and Political Rights”, in Indian Journal of International Law, Vol. 25 (1985), σσ. 514-515.
126. ANDREW HUFF, “Resource Development and Human Rights: A Look at the Case of the
Lubicon Cree Indian Nation of Canada”, in Colorado Journal of International Environmental Law
and Policy, Vol. 10 (1999), σ. 187.
127. UN Doc. CCPR/C/21/Rev.1/Add.5, ό.π., παρ. 3.1. Βλ. KAREN ENGLE, The Elusive Promise
of Indigenous Development: Rights, Culture, Strategy, Duke University Press, Durham 2010, σ. 117.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
603
Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίχθηκε ότι η Επιτροπή ανθίσταται σθεναρά στη σύνδεση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης με αυτό των μειονοτικών δικαιωμάτων128.
Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα η Επιτροπή διατύπωσε στην υπόθεση Mahuika et al. v. New
Zealand (2000) την άποψη ότι «οι διατάξεις του Άρθρου 1 μπορεί να είναι σχετικές για
την ερμηνεία και άλλων δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύμφωνο, ιδιαίτερα
του Άρθρου 27»129. Επίσης, σε μια σειρά καταληκτικών παρατηρήσεων επί των κρατικών εκθέσεων ως προς την υλοποίηση του Άρθρου 27, αρχής γενομένης με αυτή για τον
Καναδά στα τέλη του 1990130, η Επιτροπή ζήτησε από αρκετά κράτη (Καναδά, Μεξικό,
Νορβηγία, Αυστραλία, Σουηδία, Φινλανδία και Βραζιλία) να αναφέρουν για την κατάσταση εφαρμογής του Άρθρου 1 (κυρίως της δεύτερης παραγράφου περί της ελεύθερης
διάθεσης των φυσικών πόρων) του Συμφώνου ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση των
αυτόχθονων λαών (και όχι των μειονοτήτων stricto sensu)131. Αυτή η εκ πρώτης όψεως
μετατόπιση της Επιτροπής ερμηνεύτηκε ως ξεκάθαρη εξέλιξη στη νομολογία της σε σύγκριση με την προαναφερόμενη στην τρίτη παράγραφο του Γενικού Σχόλιου Νο 23 θέση
της ότι τα δικαιώματα του Άρθρου 27 διακρίνονται σαφώς από το δικαίωμα του Άρθρου
128. JOSHUA CASTELLINO, “The Protection of Minorities and Indigenous Peoples in International Law: A Comparative temporal Analysis”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 17 (2010), σσ. 412-413, ο οποίος παρατηρεί επιπρόσθετα ότι η Επιτροπή είναι απρόθυμη να εξετάσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως δικαίωμα που παρέχεται στις μειονότητες,
παρά μόνο υπό μια ιδιαίτερα στενή πρόσληψη που αφορά τους φυσικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την επιβίωσή τους.
129. UN Doc. CCPR/C/70/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.2. Η Επιτροπή επανέλαβε στην υπόθεση
Diergaardt et al. v. Namibia ότι «οι διατάξεις του Άρθρου 1 μπορεί να είναι σχετικές για την ερμηνεία και άλλων δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύμφωνο, ιδιαίτερα των Άρθρων 25, 26
και 27», Human Rights Committee, Communication No 760/1997, Diergaardt et al v. Namibia, UN
Doc. CCPR/C/63/D/760/1997, 7 July 1998, παρ. 10.3.
130. Βλ. Concluding Observations of the Human Rights Committee: Canada, UN Doc.
CCPR/C/79/Add.105, 7 April 1999, παρ. 7.
131. JEREMIE GILBERT, “Indigenous Rights in the Making: The United Nations Declaration
on the Rights of Indigenous Peoples”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol.
14 (2007), σ. 220. Βλ. για παράδειγμα Concluding Observations of the Human Rights Committee:
Mexico, UN Doc. CCPR/C/MEX/CO/5, 17 May 2010, παρ. 22, όπου η Επιτροπή ζητά από το Μεξικό «να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική διαβούλευση
των αυτόχθονων λαών για τη λήψη αποφάσεων σε όλους τους τομείς που έχουν επίδραση στα δικαιώματά τους σε συμφωνία με το Άρθρο 1 παρ. 2, και Άρθρο 27 του Συμφώνου».
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
604
1132. Ειδικότερα, ο Koivurova έχει διακρίνει δύο φάσεις σε αυτή την εξέλιξη. Αρχικά και
με αφετηρία τις καταληκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής επί των εκθέσεων του Καναδά (1999) και της Νορβηγίας (1999), μόνο αν ένα κράτος αντιμετώπιζε τους αυτόχθονες
της επικράτειάς τους ως λαούς, τότε η Επιτροπή ζητούσε από το κράτος αυτό να αναφέρει για την κατάστασή τους σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Συμφώνου. Σε ένα δεύτερο
στάδιο, η Επιτροπή εγκατέλειψε τη στενή αυτή προσέγγιση και άρχισε να θεωρεί ότι όλοι
οι αντιλαμβανόμενοι ευρέως από τη διεθνή κοινότητα ως αυτόχθονες λαοί υπάγονται στο
πεδίο του Άρθρου 1133. Έτσι, «τουλάχιστον κάποιοι» ή ακόμη και «αρκετοί» αυτόχθονες
λαοί στοιχειοθετούν λαούς για τους σκοπούς του Άρθρου 1 και είναι δικαιούχοι του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης134. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Βankes σχολιάζοντας την
υπόθεση Mahuika et al. v. Nea Zealand, παρά τη ρητή αναφορά στην αλληλένδετη σχέση
μεταξύ των Άρθρων 1 και 27, η Επιτροπή δεν επέκτεινε περαιτέρω το συλλογισμό της
αποφεύγοντας οποιαδήποτε άλλη αναφορά στο Άρθρο 1 σχετικά με την υφή της υπόθεσης ή με την ερμηνεία του Άρθρου 27135. Μάλιστα, στην τελευταία σχετική υπόθεση,
αυτή της Angela Poma Poma v. Peru, η Επιτροπή όχι μόνο αρνήθηκε για τυπικούς λόγους να εξετάσει την καταγγελία για παραβίαση του Άρθρου 1 παρ. 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.,
παρά το γεγονός ότι η Γενική Συνέλευση των Η.Ε. είχε υιοθετήσει προηγουμένως τη
Διακήρυξη για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών, η οποία τους αναγνωρίζει δικαί132. JOSHUA CASTELLINO/JEREMIE GILBERT, “Self-Determination, Indigenous Peoples and
Minorities”, in Macquarie Law Journal, Vol. 3 (2003), σσ. 171-172.
133. TIMO KOIVUROVA, “From High Hopes to Disillusionment: Indigenous Peoples’ Struggle
to (re)Gain Their Rights to Self-Determination”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 15 (2008), σσ. 6-8. Όπως και o Pentassuglia επισήμανε «η ΕΑΔ εξετάζει εντεινόμενα
την αντιμετώπιση των αυτόχθονων κοινοτήτων ως «λαών» υπό την έννοια του Άρθρου 1».
GAETANO PENTASSUGLIA, “Evolving Protection of Minority Groups: Global Changes and the Role
of the International Jurisprudence”, in International Community Law Review, Vol. 11 (2009), σ.
208, υποσημ. 81.
134. MARTIN SCHEININ, “Indigenous Peoples’ Rights under the International Covenant on
Civil and Political Rights”, in JOSHUA CASTELLINO/NIAMH WALSH (eds.), International Law and
Indigenous Peoples, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden 2005, σσ. 4, 12, 15.
135. NIGEL BANKES, “Land Claim Agreements in Arctic Canada in Light of International
Human Rights Norms”, in Yearbook of Polar Law, Vol. 1 (2009), σσ. 214-215, υποσημ. 126. Όπως
παρατηρεί και η Engle, «η Επιτροπή υπενθυμίζει περιστασιακά στα κράτη την υποχρέωση τους να
αναφέρουν για την εφαρμογή του Άρθρου 1, αλλά έχει κάνει ελάχιστα περισσότερο από αυτό».
KAREN ENGLE, “On Fragile Architecture: The UN Declaration on the Rights of Indigenous Peoples in
the Context of Human Rights”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 155.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
605
ωμα στην εσωτερική αυτοδιάθεση (αυτονομία και αυτοκυβέρνηση)136, αλλά επιπλέον
απέφυγε να προβεί σε οποιαδήποτε σύνδεση, έστω και στα χαρτιά, του Άρθρου 27 και 1
του Συμφώνου137.
Αποφεύγοντας λοιπόν από τη μια να εξετάσει τις προσφυγές που επικαλούνταν παραβίαση του Άρθρου 1 και θεωρώντας από την άλλη ότι τα πραγματικά περιστατικά
όπως παρουσιάζονταν στις σχετικές υποθέσεις θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο του
Άρθρου 27, η Επιτροπή άδραξε την ευκαιρία για να αναπτύξει μια αρκετά ενδιαφέρουσα
οιονεί νομολογία ως προς το κανονιστικό περιεχόμενο της εξεταζόμενης διάταξης. Τα
βασικά καινοτόμα στοιχεία της προσέγγισής της είναι αφενός η ευρεία πρόσληψη της
έννοιας της πολιτιστικής ζωής, όπως αυτή αναλύθηκε προγενέστερα, και αφετέρου η
συνακόλουθη «δυνατότητα» (“opportunity”) των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών
να συμμετέχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις που επηρεάζουν την απόλαυση των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων.
7. Η έννοια της «αποτελεσματικής συμμετοχής» στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.
7.1. Υπόθεση Ilmari Lansman et al. v. Finland.
Στο προαναφερόμενο πλαίσιο και με βάση την κατευθυντήρια πυξίδα της έβδομης
παραγράφου του Γενικού Σχόλιου Νο 23, η Επιτροπή εξέτασε σε μια σειρά υποθέσεων,
που εισήχθησαν ενώπιον της από μέλη αυτόχθονων λαών, αν οι προσφεύγοντες είχαν τη
δυνατότητα να συμμετέχουν σε αμφιλεγόμενες διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επέδρασαν αρνητικά στην απόλαυση των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων. Μια τέτοια πιλοτική υπόθεση ήταν η Ilmari Lansman v. Finland, στην οποία 48 Φινλανδοί πολίτες, Sami
ως προς την εθνοτική τους ταυτότητα και εκτροφείς ταράνδων ως προς την επαγγελματική τους ιδιότητα, αμφισβήτησαν την απόφαση της Κεντρικής Δασικής Υπηρεσίας (1989)
να προχωρήσει σε σύναψη συμφωνίας με την ιδιωτική εταιρεία Arktinen Kivi Oy, δυνάμει της οποίας παραχωρούνταν στην τελευταία άδεια αφενός εξόρυξης ανορθωσίτη σε
136. Βλ. TIMO KOIVUROVA, ‘Sovereign States and Self-Determining Peoples: Carving Out a
Place for Transnational Indigenous Peoples in a World of Sovereign States”, in International
Community Law Review, Vol. 12 (2010), σ. 202. Βλ. και ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΡΑΝΤΗ, «Διεθνής Δικαιοσύνη
και Προστασία των Αυτόχθονων Λαών. Η Περίπτωση του Διαμερικανικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 61 (2014), σ. 577.
137. Βλ. KATJA GÖCKE, “The Case of Angela Poma Poma v. Peru before the Human Rights
Committee. The Concept of Free, Prior and Informed Consent and the Application of the International Covenant on Civil and Political Rights to the Protection and Promotion of Indigenous
Peoples’ Rights”, in Max Planck Yearbook of United Nations Law, Vol. 14 (2010), σσ. 337 επ.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
606
μια έκταση δέκα εκταρίων στα πλευρά του βουνού Etela-Riutusvaara, που συνιστά ιερό
τόπο για την παλιά θρησκεία των Sami, και αφετέρου μεταφοράς του μέσα από τις περιοχές βοσκής των ταράνδων138. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, μεταξύ των άλλων, ότι η
εξόρυξη και μεταφορά του ανορθωσίτη θα διατάρασσε τις δραστηριότητες εκτροφής των
ταράνδων και το σύνθετο σύστημα οριοθέτησης των ζωνών της βοσκής, όπως αυτές καθορίζονταν από το φυσικό περιβάλλον, παραβιάζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τα δικαιώματά τους κατά το Άρθρο 27, και συγκεκριμένα το δικαίωμα να απολαμβάνουν την πολιτιστική τους ζωή, που παραδοσιακά ήταν και ουσιαστικά εξακολουθεί να βασίζεται στην
εκτροφή ταράνδων139.
Η Επιτροπή από την πλευρά της προέβη αρχικά στις ακόλουθες επισημάνσεις: α)
ότι οι Sami προσφεύγοντες ήταν αναμφίβολα μέλη μιας μειονότητας υπό την έννοια του
Άρθρου 27 και ως τέτοιοι είχαν το δικαίωμα να απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική
ζωή, και β) ότι η εκτροφή ταράνδων είναι βασικό στοιχείο του πολιτισμού τους και ως
τέτοια δύναται να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 27. Με αυτό το σκεπτικό και αφού
πρώτα έδωσε προσοχή από τη μια στην πνευματική σημασία που εξακολουθούσε να έχει
το βουνό Riutusvaara για τον πολιτισμό των Sami και από την άλλη στην ανησυχία των
προσφευγόντων για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στην ποιότητα του κρέατος η
παρέμβαση στο περιβάλλον, η Επιτροπή δήλωσε:
«Ένα Κράτος μπορεί εύλογα να θέλει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ή να επιτρέψει
οικονομικές δραστηριότητες από εταιρείες. Η έκταση της ελευθερίας που έχει για να το
πράξει δεν σταθμίζεται με αναφορά στο μέτρο της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά με
αναφορά τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κατά το Άρθρο 27. Το Άρθρο 27 απαιτεί
ένα μέλος μιας μειονότητας να μην στερείται το δικαίωμα να απολαμβάνει την πολιτιστική ζωή του. Συνεπώς, μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση του δικαιώματος
δεν είναι συμβατά με τις δεσμεύσεις του Άρθρου 27. Ωστόσο, μέτρα που έχουν περιορισμένο αντίχτυπο στον τρόπο ζωής των προσώπων που ανήκουν σε μια μειονότητα δεν
στοιχειοθετούν απαραίτητα άρνηση του δικαιώματος κατά το Άρθρο 27»140.
138. Βλ. GEORGE N. BARRIE, “International Law and Indigenous Land Rights: Further Lessons for South Africa”, in Journal of South African Law (2005), σ. 386.
139. Βλ. SARAH PRICHARD, “The International Covenant on Civil and Political Rights and
Indigenous Peoples”, in SARAH PRICHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations and
Human Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney 1998, σ. 198.
140. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.4. Βλ. DAVID H. GETCHES, “Indigenous
Peoples’ Rights to Water under International Norms”, in Colorado Journal of International and
Environmental Law and Policy, Vol. 16 (2005), σ. 282.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
607
Έτσι, απορρίπτοντας ρητά από τη μια πλευρά το δόγμα της κρατικής διακριτικής
ευχέρειας κατά την εφαρμογή του Άρθρου 27141, και επικυρώνοντας από την άλλη την
άποψη που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Lovelace v. Canada ότι δεν συνιστά κάθε μέτρο που παρεμβαίνει στην απόλαυση του Άρθρου 27 παραβίαση της διάταξης142 και συνακόλουθα ότι όπου το δημόσιο συμφέρον επικρατεί επί μιας περιορισμένης
παρέμβασης στα μειονοτικά δικαιώματα αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό143, η Επιτροπή
έκρινε ότι το ζήτημα έγκειτο στο αν η επίδραση της εξόρυξης στο βουνό Riutusvaara
ήταν τόσο σημαντική, ώστε αποτελεσματικά να στερεί το δικαίωμα των προσφευγόντων
να απολαμβάνουν τα πολιτιστικά τους δικαιώματα στην περιοχή144. Η Επιτροπή στη συνέχεια ανακάλεσε την παράγραφο 7 του Γενικού Σχόλιου της για το Άρθρο 27, σύμφωνα
με το οποίο οι μειονότητες ή οι αυτόχθονες λαοί έχουν δικαίωμα στην προστασία παραδοσιακών δραστηριοτήτων, όπως το κυνήγι, το ψάρεμα ή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτροφή ταράνδων, και ότι θα πρέπει να λαμβάνονται [προς αυτή την κατεύθυνση] μέτρα «για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των μελών των
μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν»145. Εστιάζοντας κατά
αυτό τον τρόπο στο ζήτημα της μειονοτικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, η
Επιτροπή κατέληξε ότι η εξόρυξη στις πλαγιές του βουνού Riutusvaara στην έκταση που
είχε ήδη λάβει χώρα δεν συνιστούσε άρνηση του δικαιώματος των προσφευγόντων να
απολαμβάνουν κατά το Άρθρο 27 την πολιτιστική τους ζωή.
Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε «συγκεκριμένα στο ότι τα συμφέροντα της
Επιτροπής Muotkatunturi Herdsmen και των προσφευγόντων λήφθηκαν υπόψη κατά τις
διαδικασίες που οδήγησαν στην έκδοση άδειας λατομείου, στο ότι οι προσφεύγοντες
141. MALGOSIA FITZMAURICE, “The New Developments Regarding the Saami Peoples of the
North”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 108.
142. Η Ε.Α.Δ. είχε αποφασίσει στην υπόθεση Lovelace v. Canada ότι «δεν θεωρείται κάθε
παρέμβαση άρνηση των δικαιωμάτων υπό την έννοια του Άρθρου 27», παρατηρώντας περαιτέρω
ότι «οι θεσμικοί περιορισμοί… πρέπει να έχουν εύλογη και αντικειμενική αιτιολόγηση και να είναι
συμβατοί με τις άλλες διατάξεις του Συμφώνου…», Human Rights Committee, Communication No
24/1977, Sandra Lovelace v. Canada, CCPR/C/13/D/24/1977, 30 July 1981, παρ. 15-16.
143. GEORGIE STEVENS, “The Ainu and Human Rights: Domestic and International Legal
Protections”, in Asia-Pacific Journal on Human Rights and the Law, Vol. 2 (2001), σ. 124.
144. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.5. Βλ. S. JAMES ANAYA, Indigenous
Peoples in International Law, Oxford University Press, 2004, 2η εκδ., σ. 136.
145. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.5. Βλ. PETER GRAVER/GEIR ULFSTEIN,
“The Sami People’s Right to Land in Norway”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 11 (2004), σσ. 343-344.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
608
έτυχαν διαβούλευσης [προσθήκη έμφασης] κατά τις διαδικασίες», καθώς και στο ότι η
εκτροφή ταράνδων δεν φάνηκε να έχει επηρεαστεί αρνητικά από αυτή την εξόρυξη, όπως
αυτή είχε υλοποιηθεί146. Ως προς τις ανησυχίες των προσφευγόντων σχετικά με τις μελλοντικές εξορυκτικές δραστηριότητες, η Επιτροπή παρατήρησε ότι «οι οικονομικές δραστηριότητες πρέπει, προκειμένου να συνάδουν με το Άρθρο 27, να διεξάγονται κατά τέτοιο
τρόπο, ώστε οι προσφεύγοντες να εξακολουθούν να ωφελούνται από την εκτροφή των ταράνδων”147. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή σημείωσε πως αν εγκρίνονταν μεγαλύτερης κλίμακας εξορυκτικές δραστηριότητες, τότε μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει παραβίαση του Άρθρου 27148. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή εισήγε ένα διπλό κριτήριο,
αυτό της συμμετοχής/διαβούλευσης των μελών των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών
στις αποφάσεις που αφορούν στην απόλαυση της πολιτιστικής τους ζωής και της εξακολούθησης της βιωσιμότητας αυτού του τρόπου ζωής (“consultation and sustainability”)149, η
πλήρωση ή μη του οποίου πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά που γίνεται επίκληση παραβίασης του Άρθρου 27, προκειμένου να διαπιστώνεται ανάλογα αν υπήρξε ή όχι. Η κρίση, λοιπόν, της Επιτροπής, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 27 στη συγκεκριμένη υπόθεση
βασίστηκε αφενός στην εκτίμησή της ότι δεν υπήρξε ουσιώδης αντίχτυπος από τις περιορισμένης κλίμακας εξορυκτικές δραστηριότητες στον τρόπο ζωής των προσφευγόντων, ώστε
146. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. S. JAMES ANAYA, “International
Human Rights and Indigenous Peoples: The Move Toward the Multicultural State”, in Arizona
Journal of International and Comparative Law, Vol. 21 (2004), σ. 31.
147. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.8. Βλ. MARIA LUNDBERG/YONG ZHOU,
“Hunting-Prohibition in the Hunters’ Autonomous Area: Legal Rights of Orogen People and the
Implementation of Regional National Autonomy Law”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 385.
148. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.8. Βλ. NIGEL BANKES, “Natural Resource Projects, Indigenous Peoples and the Role of the International Law”, in Resources, Vol. 87
(2004), σ. 5. Σημειώνεται, πάντως, ότι η Ε.Α.Δ. δεν βρήκε παραβίαση του Άρθρου 27 ούτε σε μεταγενέστερη ανάλογη ως προς τα πραγματικά περιστατικά προσφυγή των αυτών προσφευγόντων
που επικαλέστηκαν, μεταξύ των άλλων, τη θέση της Ε.Α.Δ. ότι μελλοντικές εξορυκτικές δραστηριότητες στην αυτή ευρύτερη περιοχή μπορούν να στοιχειοθετήσουν παραβίαση της διάταξης, βλ.
Human Rights Committee, Communication No 1023/2001, Jouni Lansman, Eino Lansman and the
Muotkatunturi Herdsmen’s Committee v. Finland, CCPR/C/83/D/1023/2001,15 April 2005.
149. LEENA HEINAMAKI, “Rethinking the Status of Indigenous Peoples in International Environmental Decision-Making: Pondering the Role of Arctic Indigenous Peoples and the Challenge
of Climate Change”, in TIMO KOIVUROVA/E. CARINA/H. KESKITALO/NIGEL BANKES (eds.), Climate,
Governance, Environment and Policy, Springer, 2009, σ. 225.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
609
να παρεμποδίσει την εξακολούθηση της απόλαυσής του, και αφετέρου στο ότι οι αρμόδιες
αρχές είχαν προηγουμένως διεξαγάγει διαβουλεύσεις μαζί τους150, πληρώντας την ερμηνεία
του Γενικού Σχόλιου Νο 23, αναφορικά με την ανάγκη της συμμετοχής των μελών των μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν151.
7.2. Υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland.
Την αυτή, με την προαναφερόμενη υπόθεση, συλλογιστική ακολούθησε η Επιτροπή και στην υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland, στην οποία οι προσφεύγοντες
Sami Φινλανδοί πολίτες και μέλη της Κοοπερατίβας Sallivaara με αντικείμενο τη βοσκή εκτροφή ταράνδων, υποστήριξαν ότι η απόφαση του Εφετείου του Rovaniemi να επιτρέψει τη ξύλευση και την κατασκευή δρόμου στην περιοχή της Kariselkä, σε μια έκταση 92
εκταρίων από τα συνολικά 286.000 εκτάρια των γαιών της Κοοπερατίβας, η οποία κατά
τους προσφεύγοντες συνιστούσε μια από τις καλύτερες περιοχές χειμερινής βοσκής των
ταράνδων, σε συνδυασμό με τη μείωση του επιτρεπτού αριθμού των ταράνδων, στοιχειοθετούσαν inter alia άρνηση του δικαιώματος να απολαύσουν την πολιτιστική ζωή τους
από κοινού με άλλους Sami, για τους οποίους η εξακολούθηση της εκτροφής ταράνδων
είναι θεμελιώδης, και συνακόλουθα παραβίαση του Άρθρου 27152.
Μια σημαντική διάσταση της υπόθεσης έγκειτο στο ότι η Φινλανδική κυβέρνηση επέδειξε, σε συμμόρφωση με την προγενέστερη σχετική νομολογία της Επιτροπής, ιδιαίτερη
έμφαση στο γεγονός της εξασφάλισης της αποτελεσματικής συμμετοχής των ενδιαφερόμενων προσώπων στις αποφάσεις που τους αφορούσαν. Συγκεκριμένα, τόνισε ότι «τα πλάνα
της Δασικής Υπηρεσίας διαμορφώθηκαν σε διαβούλευση με τους ιδιοκτήτες των ταράνδων
ως βασικών ενδιαφερομένων μερών» και ότι ως αποτέλεσμα των απόψεων που διατύπωσαν
τα μέλη της Κοοπερατίβας επήλθε μερική αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού της Δασικής
Υπηρεσίας, ώστε να επιτευχθεί, στο μέτρο του εφικτού, συμβιβασμός μεταξύ των διαφορετικών συμφερόντων των δραστηριοτήτων της ξυλείας και της εκτροφής ταράνδων, ενώ παράλληλα περιορίστηκε και η έκταση της εγκρινόμενης προς ξύλευση περιοχής153.
150. JULIE DEBELJAK, “Indigenous Rights: Recent Developments in International Law”, in
International Journal of Legal Information, Vol. 28 (2000), σ. 293.
151. STEVEN WHEATLEY, “Deliberative Democracy and Minorities”, in European Journal of
International Law, Vol. 14 (2003), σ. 523.
152. Human Rights Committee, Communication No 779/1997, Anni Äärelä and Jouni Näkkäläjärvi v Finland, UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, 7 November 2001, παρ. 3.1.
153. Ό.π. παρ. 4.6. Βλ. HANNAH MCGLUE, “The Jurisprudence of the United Nations Human
Rights Committee and Other Treaty Monitoring Bodies”, in European Yearbook of Minority Issues,
Vol. 2 (2002/2003), σ. 515.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
610
Σχετικά με την επίκληση παραβίασης του Άρθρου 27, η Επιτροπή, αφού πρώτα
αναφέρθηκε στην προηγούμενη θέση της ότι οι προσφεύγοντες Sami είναι αναμφίβολα
μέλη μιας μειονότητας και ότι η βοσκή-εκτροφή ταράνδων είναι βασικό στοιχείο του
πολιτισμού τους, επανέλαβε ότι σε αυτές τις υποθέσεις το κομβικό ζήτημα είναι αν η
παρέμβαση στις δραστηριότητες της βοσκής είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι το κράτος έχει αποτύχει να προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα των προσφευγόντων να εξακολουθούν να απολαμβάνουν την πολιτιστική τους ζωή (“sustainability
criterion”)154. Το ερώτημα, λοιπόν, εντός της Επιτροπής ήταν αν η ξύλευση στην προαναφερόμενη έκταση των 92 εκταρίων στην περιοχή της Kariselkä ήταν συμβατή με αυτό
το κριτήριο155. Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε πως δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει αν η
συγκεκριμένη δραστηριότητα στοιχειοθετούσε αποτυχία του φινλανδικού κράτους να
προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα των προσφευγόντων να απολαμβάνουν την πολιτιστική τους ζωή κατά το Άρθρο 27. Η Επιτροπή απέδωσε την αδυναμία της να εκδώσει
απόφαση επί της ουσίας στην έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης που να την καθιστά ικανή να προβεί στη συναγωγή ανεξάρτητων συμπερασμάτων για την πραγματική σημασία
της περιοχής στις δραστηριότητες της βοσκής, καθώς και για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ξυλείας και της κατασκευής δρόμου στη βιωσιμότητα της βοσκής156. Παρά
τη δυστοκία της Επιτροπής να καταλήξει σε μια στέρεα κρίση, αξίζει να αναφερθεί ότι
κατά την εξέταση των επιχειρημάτων των μερών επέδειξε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός
– που το έλαβε, ωστόσο, ως δεδομένο – «ότι οι προσφεύγοντες και άλλες σημαίνουσες
ενδιαφερόμενες ομάδες, έτυχαν διαβούλευσης κατά την επεξεργασία των πλάνων ξυλείας από τη Δασική Υπηρεσία» και ότι ως αποτέλεσμα των κριτικών που ακούστηκαν,
έλαβε χώρα μερική τροποποίηση των αρχικών σχεδίων157.
154. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.5; Βλ. FRANS VILJOEN, “Fact-Finding by
UN Human Rights Complaints Bodies – Analysis and Suggested Reforms”, in Max Planck Yearbook of United Nations Law, Vol. 8 (2004), σ. 70.
155. Βλ. Report of the Human Rights Committee, Volume II, General Assembly Official
Records, Fifty-seventh Session, Supplement No 40 (A/57/40, United Nations, New York, 2002),
σ. 126.
156. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. YVONNE DONDERS, “Do Cultural
Diversity and Human Rights Make a Good Match?”, in International Social Science Journal, Vol.
199 (2010), σ. 24.
157. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. ALEX CONTE/RICHARD BURCHILL,
Defining Civil and Political Rights: The Jurisprudence of the Human Rights Committee, 2nd edn,
MPG Books, Bodmin, Cornwall 2009, σ. 282.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
611
7.3. Υπόθεση Jouni E. Lansman et al. v. Finland.
Στις άνωθι υποθέσεις η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερη δυσκολία στο να διαπιστώσει αν οι προσφεύγοντες είχαν συμμετάσχει ή όχι στις προσβαλλόμενες αποφάσεις
των αρμόδιων αρχών, καθώς οι ενδιαφερόμενοι Sami δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι
είχαν λάβει χώρα προηγούμενες διαβουλεύσεις ή ότι αυτές δεν ήταν επαρκείς, ουσιαστικές, αντιπροσωπευτικές κτλ. και σε κάθε περίπτωση δεν υπέβαλαν κάποιο σχετικό ισχυρισμό στην άρθρωση της επιχειρηματολογίας τους. Η κατάσταση, ωστόσο, είναι διαφορετική σε ότι αφορά τις υποθέσεις όπου οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την ύπαρξη, την
αποτελεσματικότητα ή την αντιπροσωπευτικότητα των διαβουλεύσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η Επιτροπή παρουσιάζει μια εμφανή δυστοκία στην επεξεργασία ενός σαφούς
και ακριβούς πλαισίου κριτηρίων που να εξασφαλίζει ότι μια διαδικασία διαβούλευσης
είναι πραγματικά αποτελεσματική. Η υπόθεση Jouni E. Lansman et al. v. Finland συνιστά
ένα τέτοιο πρώτο παράδειγμα. Στην υπόθεση αυτή τέσσερις Φιλανδοί Sami υποστήριξαν
ότι η απόφαση της Κεντρικής Διεύθυνσης Δασών να εγκρίνει, απουσία των Sami που
πλήττονταν άμεσα από αυτήν, σχέδια ξύλευσης και κατασκευής δρόμου σε μια έκταση
3.000 εκταρίων εντός των γαιών χειμερινής βοσκής της Κοοπερατίβας Κτηνοτρόφων του
Muotkatunturi, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 27158.
Η Φινλανδική κυβέρνηση αντέτεινε, μεταξύ των άλλων, ότι η Κεντρική Διεύθυνση
Δασών διεξήγε πριν από την έναρξη των ενεργειών εξόρυξης ξυλείας συνεχείς διαβουλεύσεις – σε εναρμονισμό με την έμφαση που επιδεικνύει η Ε.Α.Δ. στην αρχή της αποτελεσματικής συμμετοχής, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε και στην πρώτη υπόθεση Lansman –
με την τοπική επιτροπή κτηνοτρόφων, η οποία δεν υπέβαλε αντίρρηση ούτε ως προς τα
πλάνα ξυλείας ούτε ως προς το σχέδιο της εφαρμογής τους. Η αποτελεσματικότητα αυτών των διαδικασιών αποτυπωνόταν, κατά την κυβέρνηση, στις τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν σε αυτές, όπως, λόγου χάρη, η εξαίρεση του βόρειου τμήματος της περιοχής
από τη ζώνη ξύλευσης. Οι προσφεύγοντες αντέκρουσαν το συγκεκριμένο ισχυρισμό
υποστηρίζοντας ότι αυτό που παρουσίαζε η κυβέρνηση ως «διαπραγματεύσεις» ήταν
στην πραγματικότητα «κάτι παραπάνω από προσκλήσεις» προς τους προέδρους των επιτροπών κτηνοτρόφων να παρακολουθήσουν τις ετήσιες ενημερωτικές συναντήσεις της
158. Human Rights Committee, Communication No 671/1995, Jouni E Lansman et al v
Finland, UN Doc. CCPR/C/58/D/671/1995, 22 November 1996, παρ. 1, 2.1, 2.4, 2.7, 7.12. Βλ.
KAMRUL HOSSAIN, “The Human Rights Committee on Traditional Cultural Rights: The Case of the
Arctic Indigenous Peoples”, in TUIJA VEINTIE/PIRJO KRISTIINA VIRTANEN (eds.), Local and Global
Encounters: Norms, Identities and Representations in Formation, Renvall Institute for Area and
Cultural Studies, Helsinki 2009, σ. 34.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
612
Διεύθυνσης Δασών, όπου απλά κατέστησαν δέκτες πληροφόρησης για κάποια βραχυπρόθεσμα σχέδια ξυλείας. Καταληκτικά, τόνισαν με έμφαση ότι σε καμία των περιπτώσεων δεν έλαβαν χώρα πραγματικές διαβουλεύσεις που να στοιχειοθετούν με οποιοδήποτε τρόπο «αποτελεσματική συμμετοχή» των ενδιαφερόμενων στις σχετικές διαδικασίες,
και εξέφρασαν την επιθυμία τους για την αναγνώριση μιας πιο ουσιαστικής δυνατότητας
επηρεασμού των αποφάσεων που αφορούν την έγκριση σχεδίων ξυλείας στα εδάφη τους.
Κατά την εξέταση των μερών, η Επιτροπή, αφού πρώτα αναφέρθηκε για μια ακόμη φορά
στο προαπαιτούμενο της έβδομης παραγράφου του Γενικού Σχόλιου Νο 23 σχετικά με
την ανάγκη για την υιοθέτηση μέτρων «που να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των μελών των μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που μπορεί να τους επηρεάσουν»159, επισήμανε ότι:
«[ε]ίναι αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή Κτηνοτρόφων του Muotkatunturi, στην
οποία οι προσφεύγοντες ανήκουν, έτυχε διαβούλευσης κατά τη διαδικασία σχεδιασμού
των πλάνων ξυλείας και ότι κατά τη διαβούλευση η Επιτροπή Κτηνοτρόφων του
Muotkatunturi δεν αντέδρασε αρνητικά στα σχέδια ξυλείας. Το γεγονός ότι αυτή η διαβούλευση δεν ήταν ικανοποιητική για τους προσφεύγοντες και ήταν ικανή μεγαλύτερης
αλληλεπίδρασης δεν αλλάζει την εκτίμηση της Επιτροπής»160.
Κλείνοντας, η Ε.Α.Δ. έκρινε, μεταξύ των άλλων, ότι δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον της, αν οι επιπτώσεις
των σχεδίων ξυλείας θα ήταν τέτοιες που να συνιστούν άρνηση των δικαιωμάτων των
προσφευγόντων κατά το Άρθρο 27161.
7.4. Υπόθεση Apirana Mahuika et al. v. New Zealand.
Η υπόθεση Apirana Mahuika et al. v. New Zealand συνιστά άλλη μια περίπτωση
που παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με την προαναφερόμενη ως προς το ζήτημα της
ύπαρξης διαμετρικά αντίθετων απόψεων για την αποτελεσματικότητα και επάρκεια των
διαβουλεύσεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του Άρθρου 27. Στην υπόθεση αυτή
159. UN Doc. CCPR/C/58/D/671/1995, ό.π., παρ. 10.4; Βλ. GAIL OSHERENKO, “Indigenous
Rights in Russia: Is Title to Land Essential for Cultural Survival?”, in Georgetown International
Environmental Law Review, Vol. 13 (2001), σ. 705.
160. UN Doc. CCPR/C/58/D/671/1995, ό.π., παρ. 10.5; Βλ. NIGEL BANKS, “International
Human Rights Law and Natural Resources Projects within the Traditional Territories of Indigenous
Peoples”, in Alberta Law Review, Vol. 47 (2010), σ. 472.
161. Βλ. APHRODITE SMAGADI, Sourcebook of International Human Rights Materials, British
Institute of International and Comparative Law, 2008, σ. 424.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
613
19 Νεοζηλανδοί, εθνοτικά Maori, πολίτες προσέφυγαν στην Επιτροπή επικαλούμενοι ότι
οι πράξεις της κυβέρνησης που επέβαλαν περιορισμούς στις αλιευτικές δραστηριότητες,
όπως ο νέος Νόμος [Treaty of Waitangi (Fisheries Claims) Settlement Act 1992] που
περιείχε έναν ιδιαίτερα στενό ορισμό του δικαιώματος των Maori στις παραδοσιακές
μορφές ψαρέματος, και η αποσύνδεση τους από κάθε εμπορική διάσταση σε αντάλλαγμα
για ένα μερίδιο από τις επιτρεπόμενες ποσοστώσεις αλιείας, απειλούσαν τον τρόπο ζωής
και την πολιτιστική ζωή των φυλών, κατά παραβίαση, μεταξύ των άλλων, του Άρθρου
27162. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρξαν αποτελεσματικές διαβουλεύσεις
με τους Maori κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη σύναψη και υπογραφή της
συμφωνίας που κατάργησε και εξαφάνισε όλα τα εμπορικά αλιευτικά δικαιώματα των
Maori, καθώς και όλες τις σχετικές αστικές υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον των
δικαστηρίων. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι το περιεχόμενο του μνημονίου κατανόησης
που οδήγησε στη συμφωνία δεν είχε επαρκώς επεξηγηθεί και στις φυλές και στις υποομάδες, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις υπέσκαψε σοβαρά την αναγκαία πληροφόρηση για τη λήψη απόφασης επί των προτάσεων που περιέχονταν στο μνημόνιο163. Το
Μνημόνιο υποστηρίχθηκε από τις συνελεύσεις 50 φυλών που αντιπροσώπευαν 208.681
Maori και απορρίφθηκε από τις συνελεύσεις 15 φυλών, οι οποίες αντιπροσώπευαν
24.501 Maori, ενώ άλλες 7 φυλές, που αριθμούσαν 84.255 μέλη, διχάστηκαν ως προς την
επιλογή τους. Οι προσφεύγοντες τόνισαν επιπλέον ότι ένας αριθμός Maori διαπραγματευτών που υπέγραψαν τη συμφωνία, δεν είχε ή σε κάθε περίπτωση ήταν αμφίβολο αν
είχε εξουσιοδότηση για να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια164.
Η Επιτροπή παρατήρησε καταρχήν ότι οι προσφεύγοντες είναι αναμφίβολα μέλη
μιας μειονότητας και ότι οι χρήσεις και ο έλεγχος της αλιείας αποτελούν στοιχείο της
πολιτιστικής ζωής τους165 και συνακόλουθα εμπίπτουν στο πεδίο του Άρθρου 27. Στη
162. UN Doc CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 6.2; Για μια περιεκτική παρουσίαση του
ιστορικού του ζητήματος των διαφορών μεταξύ των Maori και του κράτους της Νέας Ζηλανδίας
αναφορικά με τα αλιευτικά δικαιώματα των πρώτων, βλ. R. P. BOAST, “Maori Fisheries 1986-1998:
A Reflection”, in Victoria University of Wellington Law Review, Vol. 30 (1999), σσ. 111-134.
163. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 5.8. Βλ. DINAH SHELTON, “Human Rights and
the Environment: Jurisprudence of Human Rights Bodies”, in Environmental Policy, Vol. 32 (2002), σ. 159.
164. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., para 5.9. Βλ. J. SCOTT DAVIDSON, “Fishing for
Rights? Mahuika v New Zealand in the UN Human Rights Committee”, in International Journal on
Marine and Coastal Law, Vol. 16 (2001), σ. 681.
165. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π.,, παρ. 9.3. Βλ. ALEXANDER H. E. MORAWA, “The
Jurisprudence of the Human Rights Committee and Other Treaty Monitoring Bodies”, in European
Yearbook of Minority Issues, Vol. 1 (2001/2002), σ. 473.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
614
συνέχεια και σε συμφωνία με την προγενέστερη νομολογία της επισήμανε ότι η διάταξη
απαιτεί να μη στερούνται τα μέλη των μειονοτήτων το δικαίωμα να απολαμβάνουν τον
πολιτισμό τους και συνεπώς ότι μέτρα που οδηγούν σε άρνηση αυτού του δικαιώματος
δεν συνάδουν με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει κατά τη διάταξη166. Σε αυτό το
πλαίσιο, η Επιτροπή επέστησε για μια ακόμη φορά την προσοχή στο Γενικό Σχόλιο Νο
23 αναφορικά με την ανάγκη αποτελεσματικής συμμετοχής των μελών των μειονοτικών
κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, τονίζοντας ότι:
«η αποδοχή των μέτρων που επιδρούν ή παρεμβαίνουν στις πολιτιστικά σημαντικές
οικονομικές δραστηριότητες μιας μειονότητας εξαρτάται από τα αν τα μέλη της συγκεκριμένης μειονότητας έχουν τη δυνατότητα (“opportunity”) [προσθήκη έμφασης] να
συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων σε σχέση με αυτά τα μέτρα, καθώς
και από το αν θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τις παραδοσιακές μορφές της οικονομίας τους»167.
Εξετάζοντας, λοιπόν, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι το κράτος διεξήγε μια πολύπλοκη διαδικασία διαβούλευσης, προκειμένου να εξασφαλίσει την ευρεία υποστήριξη των Maori για τη ρύθμιση των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Μάλιστα, ως αποτέλεσμα αυτών των διαβουλεύσεων η Επιτροπή
έκρινε ότι οι προτάσεις των Maori επηρέασαν τον σχεδιασμό της συμφωνίας. Σύμφωνα
με την Επιτροπή «[η] Συμφωνία Διευθέτησης τέθηκε σε ισχύ μόνο μετά από την αναφορά των Maori αντιπροσώπων ότι υπήρχε σημαντική υποστήριξη των Maori για αυτή»168.
Έτσι, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για πολλούς Maori ο νέος Νόμος συνιστούσε μια αποδεκτή μορφή επίλυσης των αιτημάτων τους169. Υιοθετώντας επομένως
166. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9. 4. Βλ. FEDERICO LENZERINI, “The Interplay Between Environmental Protection and Human and Peoples’ Rights in International Law”, in
African Yearbook of International Law, Vol. 10 (2002), σ. 98.
167. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9. 5. Βλ. MILES HOOGAN, “The Nisga’a
Final Agreement and International Norms”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 11 (2004), σ. 324.
168. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. GUDMUNDUR ALFREDSSON/ERIKA
FERRER as updated and revised by KATHRYN RAMSAY, Minority Rights: A Guide to United Nations
Procedures and Institutions, Minority Rights Group International and Raoul Wallenberg Institute
of Human Rights and Humanitarian Law, London 2004, σσ. 24-25.
169. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. Report on Indigenous Fishing
Rights in the Seas with Case Studies from Australia and Norway, UN Doc E/C.19/2010/2, 8 January 2010, σ. 7, παρ. 21.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
615
την άποψη ότι είχαν λάβει χώρα ευρείες διαβουλεύσεις στις οποίες επιδείχθηκε ιδιαίτερη
προσοχή στην πολιτιστική και θρησκευτική σημασία που ενέχει το ψάρεμα/η αλιεία για
τους Maori, η Επιτροπή αποφάνθηκε πως:
«[α]ν και εφιστά την προσοχή το γεγονός ότι η διευθέτηση και η διαδικασία της
προκάλεσαν διαιρέσεις μεταξύ των Maori, ωστόσο, η Επιτροπή συμπεραίνει πως το
Κράτος μέλος, συμμετέχοντας αφενός στη διαδικασία μιας ευρείας διαβούλευσης πριν
προβεί σε νομοθετικές ενέργειες και επιδεικνύοντας αφετέρου ιδιαίτερη προσοχή στη
βιωσιμότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων των Maori, πήρε τα αναγκαία μέτρα για
να εξασφαλίσει ότι η Συμφωνία για την Αλιεία και η ενεργοποίησή της μέσω της θέσπισης σχετικής νομοθεσίας, περιλαμβανομένου του συστήματος διαχείρισης ποσοστώσεων, είναι συμβατά με το Άρθρο 27”170.
7.5. Κριτικές προσεγγίσεις της πρόσληψης της έννοιας της «αποτελεσματικής συμμετοχής» από την Ε.Α.Δ.
Στις δύο τελευταίες υποθέσεις η Ε.Α.Δ. προσπέρασε κατά μία έννοια τις ενστάσεις
των προσφευγόντων αναφορικά με το ζήτημα της μη αποτελεσματικής συμμετοχής τους
στις διαδικασίες λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων171, αποδεχόμενη απλώς τα
επιχειρήματα των κρατών ότι είχαν προηγουμένως διεξαχθεί ευρείες διαβουλεύσεις, χωρίς, ωστόσο, να αποσαφηνίζει λεπτομερώς τα σημεία εκείνα που την οδήγησαν στις σχετικές αποφάσεις της και συνακόλουθα χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τα στοιχεία που καθιστούν μια διαδικασία διαβούλευσης συμβατή με τις απαιτήσεις του Άρθρου 27172. Αυτή
η στάση προκάλεσε την κριτική μέρους της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο
McGoldrick, λόγου χάρη, παρατηρεί σε ένα γενικό πλαίσιο ότι «παρόλο που η Ε.Α.Δ.
170. UN CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π, παρ. 9.8. Βλ. GAETANO PENTASSUGLIA, “Introduction
– Minority Rights, Human Rights: A Review of Basic Concepts, Entitlements and Implementation
Procedures under International Law”, in COUNCIL OF EUROPE (ed.), Mechanisms for the Implementation of Minority Rights, Council of Europe Publishing, Strasbourg 2004, σ. 13.
171. Βλ. ANNELIES VERSTICHEL, “Participation of Minorities in Constitution Building”, in
UGO CARUSO/RAINER HOFMANN (eds.), The United Nations Declaration on Minorities: An Academic Account on the Occasion of its 20th Anniversary (1992-2012), Koninklijke Brill NV, Leiden/
Boston 2015, σ. 116.
172. Βλ. CRAIG SCOTT, “Multinational Enterprises and Emergent Jurisprudence on Violations of Economic, Social and Cultural Rights”, in ASBJØRN EIDE/CATARINA KRAUSE/ALLAN ROSAS
(eds.), Economic, Social and Cultural Rights: A Textbook, 2nd edn, Martinus Nijhoff Publishers,
Dordrecht 2001, σ. 582.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
5
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
616
έχει υιοθετήσει μια διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της πολιτιστικής ζωής, ωστόσο
παρουσιάζει τη τάση να μη συνάγει παραβιάσεις του Άρθρου 27 με βάση τα πραγματικά
περιστατικά που παρουσιάζονται ενώπιον της»173. Στο αυτό πνεύμα η Shelton επισημαίνει ότι «τα τελευταία 25 χρόνια, κάθε φορά που μια πολιτιστική μειονότητα έχει προσφύγει στην Ε.Α.Δ. υπό το Άρθρο 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. έχει αποτύχει. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση, η Επιτροπή κηρύσσει την προσφυγή τυπικά απαράδεκτη ή την απορρίπτει επί
της ουσίας»174. Για την Barten, η μη ευδοκίμηση των περισσότερων προσφυγών των
αυτόχθονων λαών δεν οφείλεται σε κάποια ιδιαιτερότητα – αδυναμία των επιχειρημάτων
τους, αλλά είναι συστημικής υφής, υπονοώντας σαφώς ότι κατά τη στάθμιση των έννομων συμφερόντων της απόλαυσης του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και των κρατικών ενεργειών που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας ως συνόλου, το
κέντρο βάρους της κρίσης της Ε.Α.Δ. κλίνει υπέρ των τελευταίων175. Αναφορικά με το
συγκεκριμένο ζήτημα της αποτελεσματικής συμμετοχής, ο Anaya σχολιάζει ότι στις
υποθέσεις Lansman η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι Sami είχαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα
στις διαφιλονικούμενες γαίες, περίπτωση κατά την οποία «μια πιο απαιτητική υποχρέωση διαβούλευσης θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής»176. Για τις αυτές υποθέσεις, ο
Pentassuglia παρατηρεί ότι το «το κριτήριο της συμμετοχής της θιγόμενης ομάδας φαίνεται να ερμηνεύεται περισσότερο ως μια ευέλικτη παράμετρος για τον καθορισμό της
‘μη άρνησης’ [του δικαιώματος] παρά ως μια προηγούμενη στενή νομική προϋπόθεση
για την προστασία της μειονοτικής ταυτότητας»177. Ο Bankes με τη σειρά του τονίζει ότι
στην υπόθεση Mahuika η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον ισχυρισμό των
προσφευγόντων ότι η διευθέτηση δεν επεξηγήθηκε κατάλληλα στους ενδιαφερόμενους,
173. DOMINIC MCGOLDRICK, “Culture, Cultures, and Cultural Rights”, in MASHOOD A.
BADERIN/ROBERT MCCORQUODALE (eds.), Economic, Social and Cultural Rights in Action, Oxford
University Press Oxford 2007, σ. 452.
174. DINAH SHELTON, “The U.N. Human Rights Committee’s Decisions”, in Human Rights
Dialogue, Vol. 12 [Series 2] (2005), σ. 31.
175. BARTEN, ό.π., σσ. 51, 62.
176. JAMES ANAYA, “Indigenous Peoples’ Participatory Rights in Relation to Decisions
About Natural Resource Extraction: The More Fundamental Issue of What Rights Indigenous
Peoples Have in Lands and Resources”, in Arizona Journal of International and Comparative Law,
Vol. 22 (2005), σ. 12.
177. GAETANO PENTASSUGLIA, “Minority Issues as a Challenge in the European Court of
Human Rights: A Comparison with the Case Law of the United Nations Human Rights Committee”,
in German Yearbook of International Law, Vol. 46 (2003), σ. 437.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
617
υποσκάπτοντας έτσι την απαιτούμενη επαρκώς πληροφορημένη συναίνεση τους στη
συμφωνία178. Κατά την Henrard, η διαπίστωση ότι η Ε.Α.Δ. δεν λαμβάνει στα σοβαρά
υπόψη της τις αιτιάσεις των αυτοχθόνων πως δεν απολαμβάνουν πραγματικής διαβούλευσης είναι εξόχως προβληματική. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει, δεν είναι σωστό να
δίνεται από την Επιτροπή ανισοβαρής έμφαση στο γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν
‘απλώς’ διαβουλεύσεις ως προσχηματική νομιμοποίηση της διευκόλυνσης του περιορισμού των μειονοτικών δικαιωμάτων, ειδικά όταν το αποτέλεσμα αυτών των διαβουλεύσεων καταδεικνύει ότι η οπτική των μειονοτήτων δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη179.
Προκειμένου να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, έχει γίνει αποδεκτό στο πλαίσιο της
Σύμβασης Νο 169 (1989) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) ότι η έννοια της ‘διαβούλευσης’ δεν παραπέμπει απλώς σε μια φορμαλιστική διαδικασία κοινοποίησηςγνωστοποίησης στους αυτόχθονες λαούς των σχεδίων/πλάνων που τους αφορούν, αλλά προαπαιτεί από τη μια να λαμβάνουν σαφή, πλήρη και ακριβή πληροφόρηση και από την άλλη
να τους δίνονται πραγματικές και δίκαιες ευκαιρίες για να εισακούγονται και να επηρεάζουν
τις αποφάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές τους180. Συγκεκριμένα, έχει επισημανθεί ότι:
«η έννοια της διαβούλευσης με τις αυτόχθονες κοινότητες που μπορεί να επηρεαστούν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων πρέπει να εμπεριέχει αυθεντικό διάλογο μεταξύ των μερών, που να περιλαμβάνει επικοινωνία και κατανόηση, αμοιβαίο
σεβασμό και καλή πίστη, καθώς και ειλικρινή επιθυμία για την επίτευξη consensus.
Μια συνάντηση που προσκαλείται απλά για λόγους πληροφόρησης δεν μπορεί να θεωρείται σύμφωνη με τους όρους της Σύμβασης. Περαιτέρω, δυνάμει του Άρθρου 6, η
διαβούλευση πρέπει να είναι «πρότερη», που σημαίνει ότι οι κοινότητες που επηρεάζονται πρέπει να συμμετέχουν το νωρίτερο δυνατό στη διαδικασία, περιλαμβανομένων
των μελετών περί των περιβαλλοντολογικών επιπτώσεων»181.
178. BANKES, ό.σημ. 135, σ. 214.
179. KRISTIN HENRARD, “Minority Protection Mechanisms as Means to Prevent and Settle
Disputes Over Sovereignty”, in MIODRAG JOVANOVIC/KRISTIN HENRARD (eds.), Sovereignty and
Diversity, Eleven International Publishing, Utrecht 2008, σ. 123.
180. S. JAMES ANAYA/ROBERT A. WILLIAMS, “The Protection of Indigenous Peoples’ Rights
Over Lands and Natural Resources under the Inter-American Human Rights System”, in Harvard
Human Rights Journal, Vol. 14 (2001), σ. 80.
181. Report of the Committee Set up to Examine the Representation alleging non-observance
by Colombia of the Indigenous and Tribal Peoples Convention, 1989 (No 169), made under article
24 of the ILO Constitution by the Central Unitary Workers’ Union (CUT), Document: GB.
276/17/1, Document: GB. 282/14/3, παρ. 90.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
618
Ειδικότερα, ως προς το θέμα της κατάλληλης αντιπροσώπευσης, όπως αυτό τέθηκε
από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση Mahuika v. New Zealand, οι τριμερείς επιτροπές της
Δ.Ο.Ε. έχουν αποφανθεί ότι αν και σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να καθορισθεί το
ποιος αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη κοινότητα, οι διαβουλεύσεις πρέπει να διεξάγονται
με τους θεσμούς που είναι πραγματικά αντιπροσωπευτικοί των αυτόχθονων λαών, καθώς σε
διαφορετική περίσταση δεν θα είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Σύμβασης182.
Επιπλέον, στο πλαίσιο του Δια-Αμερικανικού συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου «η υποχρέωση διαβούλευσης [των αυτόχθονων λαών] πέρα
από το να συνιστά συμβατική υποχρέωση, είναι επίσης γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου»183, έχει κριθεί από το Δια-Αμερικανικό Δικαστήριο ότι:
«προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική συμμετοχή των μελών μιας αυτόχθονος κοινότητας ή λαού στην ανάπτυξη των επενδυτικών σχεδίων εντός της περιοχής
τους, το Κράτος έχει την υποχρέωση να διαβουλευτεί την κοινότητα με τρόπο ενεργητικό και παρέχοντας την απαραίτητη πληροφόρηση, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις της, μέσα σε ένα πλαίσιο συνεχούς επικοινωνίας μεταξύ των μερών. Περαιτέρω,
οι διαβουλεύσεις πρέπει να διεξάγονται με καλή πίστη, μέσω πολιτιστικά κατάλληλων
διαδικασιών και πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη συμφωνίας. Ομοίως, ο αυτόχθων
λαός ή κοινότητα πρέπει να χαίρει διαβούλευσης σύμφωνης με τις παραδόσεις του, κατά τα πρώιμα στάδια του αναπτυξιακού ή επενδυτικού σχεδίου/πλάνου, και όχι μόνο
όταν είναι αναγκαία η απόσπαση της έγκρισης της κοινότητας. Ακόμη, το Κράτος πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα μέλη της κοινότητας έχουν επίγνωση των πιθανών ωφελειών
και κινδύνων, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν αν θα αποδεχτούν ή όχι το προτεινόμενο αναπτυξιακό ή επενδυτικό πλάνο. Τέλος, η διαβούλευση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις παραδοσιακές πρακτικές λήψης αποφάσεων του λαού ή της κοινότητας»184.
Χρειάζεται να επισημανθεί ότι ακόμη και στο πλαίσιο των περιφερειακών μειονοτικών κειμένων του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) και του Ο.Α.Σ.Ε. η πρόνοια για την
182. Report of the Committee set up to examine the representation alleging non-observance
by Ecuador of the Indigenous and Tribal Peoples Convention, 1989 (No 169), made under article 24
of the ILO Constitution by the Confederación Ecuatoriana de Organizaciones Sindicales Libres
(CEOSL) (CEOSL), Document: GB. 277/18/4, Document: GB. 282/14/2, παρα. 44.
183. Inter-American Court of Human Rights, Case of the Kichwa Indigenous People of
Sarayaku v Ecuador, Series C, No 245, Judgement of June 27, 2012, παρ. 164.
184. Ό.π., παρ. 177. Βλ. για την υπόθεση Lisi Brunner and Karla Quintana, “The Duty to
Consult in the Inter-American System: Legal Standards after Sarayaku”, in ASIL Insights, Vol. 16,
28 November 2012.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
619
αποτελεσματική συμμετοχή των μειονοτικών μελών στις δημόσιες υποθέσεις που τους
αφορούν φαίνεται να περικλείει μια ισχυρότερη δυναμική από την ερμηνεία που έχει
προσδώσει η Ε.Α.Δ. μέσω της σχετικής οιονεί νομολογίας της στο Άρθρο 27. Έτσι, έχει
προταθεί από τους συντάκτες της Σύμβασης Πλαίσιο του ΣτΕ για την Προστασία των
Εθνικών Μειονοτήτων στο Επεξηγηματικό Υπόμνημα της Σύμβασης ότι τα μέλη μπορούν να προωθούν, στο πλαίσιο των συνταγματικών τους συστημάτων, τέτοια μέτρα, όπως
μεταξύ των άλλων, τη συμμετοχή των μειονοτικών προσώπων στην επεξεργασία, εφαρμογή και αποτίμηση των εθνικών και περιφερειακών πλάνων και προγραμμάτων που είναι
πιθανόν να τους επηρεάσουν άμεσα· την εκπόνηση μελετών, σε συνεργασία με αυτά τα
πρόσωπα για την εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν σε αυτά οι σχεδιαζόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες· την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής τους στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ή ακόμη
και την παροχή αποκεντρωμένων ή τοπικών μορφών κυβέρνησης185. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης έχει επισημάνει στο «Σχόλιο για την Αποτελεσματική Συμμετοχή των Προσώπων που Ανήκουν σε Εθνικές Μειονότητες στην Πολιτιστική, Κοινωνική και Οικονομική Ζωή και στις Δημόσιες Υποθέσεις» (2008) ότι η «αποτελεσματικότητα» της συμμετοχής δεν μπορεί να ορίζεται με αφηρημένους όρους και
σταθμά186 και ότι «η απλή διαβούλευση δεν συνιστά επαρκή μηχανισμό για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες»187. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κράτη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η συμμετοχή των μειονοτήτων «έχει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται και ότι υπάρχει, στο
βαθμό του δυνατού, μια συγκυριότητα στις λαμβανόμενες αποφάσεις»188.
Κινούμενη σε ανάλογα μονοπάτια, η Έκθεση της Γενεύης της Συνάντησης των
Εμπειρογνωμόνων για τις Εθνικές Μειονότητες της τότε Δ.Α.Σ.Ε. και νυν Ο.Α.Σ.Ε (1991)
αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στη σύσταση γνωμοδοτικών και δέσμιων οργάνων λήψης αποφάσεων στα οποία να αντιπροσωπεύονται οι μειονότητες, ειδικότερα σε ότι αφορά την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τη θρησκεία· στη συγκρότηση εκλεγμένων οργά185. “Explanatory Memoramdum on the Framework Convention for the Protection of National Minorities”, in Human Rights Law Journal, Vol. 16 (1995), σ. 106, παρ. 80.
186. Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection of National Minorities, Commentary on the Effective Participation of Persons Belonging to National Minorities in
Cultural, Social and Economic Life and in Public Affairs, ACFC/31DOC(2008)001, 5 May 2008,
σ. 12, παρ. 18.
187. Ό.π., σσ. 7, 22, 28.
188. Ό.π., σ. 13.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
620
νων και συνελεύσεων για τις υποθέσεις των εθνικών μειονοτήτων· στη θέσπιση αυτόνομων
διοικήσεων, όπως και στην παροχή αυτονομίας σε εδαφική βάση, περιλαμβανομένης της
ύπαρξης συμβουλευτικών, νομοθετικών και εκτελεστικών οργάνων συγκροτούμενων μέσω
ελεύθερων και περιοδικών εκλογών· στην παροχή (μη εδαφικής) αυτοδιοίκησης σε μια
εθνική μειονότητα αναφορικά με ζητήματα που άπτονται της ταυτότητάς της σε περιπτώσεις που η εδαφική αυτονομία δεν εφαρμόζεται· και σε αποκεντρωμένες ή τοπικές μορφές
κυβέρνησης189. Η δέσμη αυτή κατευθυντήριων γραμμών συμπληρώθηκε από τις «Συστάσεις του Lund για την Αποτελεσματική Συμμετοχή των Εθνικών Μειονοτήτων στο Δημόσιο Βίο» (1999), όπου καλούνται τα Κράτη να υιοθετήσουν περιεκτικές και διαφανείς διαδικασίες διαβούλευσης εγκαθιδρύοντας, μεταξύ των άλλων, γνωμοδοτικά ή συμβουλευτικά
όργανα με τέτοια σύνθεση που να συνεισφέρουν σε μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία,
καθώς και στην αναβάθμιση των μειονοτικών συμφερόντων190. Σύμφωνα με τις Συστάσεις
του Lund, οι αρμόδιες αρχές «πρέπει να διαβουλεύονται τακτικά αυτά τα όργανα σχετικά
με τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που αφορούν τις μειονότητες, προκειμένου να συνεισφέρουν στην ικανοποίηση των μειονοτικών ανησυχιών»191.
Η Ε.Α.Δ. δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τα προαναφερόμενα standards, αν και πρέπει
να αναγνωριστεί ότι τόσο οι τριμερείς επιτροπές της Δ.Ο.Ε., που αποφασίζουν έχοντας ως
πυξίδα αναφοράς μια Σύμβαση στην οποία το πνεύμα της διαβούλευσης και της συμμετοχής
συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του κειμένου της192, όσο και η Συμβουλευτική Επιτροπή της
Σύμβασης Πλαίσιο, που βασίζεται σε μια διάταξη ειδικά επικεντρωμένη στο δικαίωμα των
μειονοτικών μελών να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις για τα ζητήματα που
τα αφορούν (Άρθρο 15)193, εφορμούν από ένα πολύ διαφορετικό και αναβαθμισμένο πλαίσιο σε σύγκριση με την Ε.Α.Δ., η οποία εκκινεί από μια πολύ πιο περιορισμένη κανονιστική
189. “Report of the CSCE Meeting of Experts on National Minorities, Geneva 19 July 1991”,
in Human Rights Law Journal, Vol. 12 (1991), σ. 333.
190. “The Lund Recommendations on the Effective Participation of National Minorities in
Public Life and Explanatory Note”, OSCE High Commissioner on National Minorities, September
1999, σσ. 7, 10.
191. Ό.π., σ. 10.
192. Βλ. TANJA JOONA, ILO Convention No 169 in a Nordic Context with Comparative
Analysis: An Interdisciplinary Approach, Juridica Lapponica 37, Lapland University Press, University of Lapland, Rovaniemi 2012, σ. 221.
193. Βλ. MARC WELLER, “Article 15”, in MARC WELLER (ed.), The Rights of Minorities in
Europe: A Commentary on the European Framework Convention for the Protection of National
Minorities, Oxford University Press, New York 2005, σ. 429.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
621
βάση, αφού αποφαίνεται με βάση μια διάταξη που δεν εγκαθιδρύει, τουλάχιστον ρητά194,
μια δυνατότητα (πόσο μάλλον δικαίωμα) συμμετοχής των μελών των μειονοτήτων στις αποφάσεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα τους. Από τη στιγμή, ωστόσο, που η ίδια η Ε.Α.Δ.
έχει με δική της πρωτοβουλία ερμηνεύσει το Άρθρο 27 κατά τρόπο που να προϋποθέτει την
εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών
στις αποφάσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής τους ως ικανής και αναγκαίας συνθήκης για
την απόλαυση της ιδιαίτερης πολιτιστικής ζωής τους, οφείλει να ολοκληρώσει την προσέγγιση της αποσαφηνίζοντας τις παραμέτρους που καθιστούν μια συμμετοχική διαδικασία
πρακτικά αποτελεσματική και συνακόλουθα την προστασία που παρέχει το Άρθρο 27 πραγματικά ουσιαστική.
8. Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη: Από την «αποτελεσματική συμμετοχή» στην
«ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση».
8.1. Η υπόθεση Ángela Poma Poma v. Peru.
Μέχρι την υπόθεση Mahuika v. New Zealand η αναγνώριση στις μειονότητες και
στους αυτόχθονες λαούς μιας «δυνατότητας» να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις που επηρεάζουν την απόλαυση της πολιτιστικής τους ζωής υπολειπόταν μακράν της
κρατικής υποχρέωσης απόσπασης της συναίνεσης τους195. Η απόφαση της Ε.Α.Δ. στην
υπόθεση Ángela Poma Poma v. Peru αποτέλεσε μια νέα ριζοσπαστική τομή στο ζήτημα.
Στην υπόθεση αυτή, η προσφεύγουσα, ιδιοκτήτρια ενός αγροκτήματος εκτροφής αιγοκάμηλων στην περιοχή Tacna, όπου εκτρέφονται αιγοκαμήλες και λάμα, και απόγονος της
κοινότητας Aymara, για την οποία η ενασχόληση με τα λάμα θεωρείται ότι συνιστά τμήμα
του τρόπου ζωής της εδώ και χιλιάδες χρόνια, υποστήριξε ότι η εγκρινόμενη από την κεντρική κυβέρνηση κατασκευή αρκετών φραγμάτων στην περιοχή της κοινότητας, προκειμένου να εκτρέψει τη ροή υδάτων από τις Άνδεις στις ακτές του Ειρηνικού, κατάστρεψε το
οικοσύστημα των οροπεδίων και προκάλεσε την υποβάθμιση και ξηρασία των γαιών. Ως
αποτέλεσμα πολλά κοπάδια της κοινότητας των Aymara αφανίστηκαν στερώντας έτσι από
τις οικογένειες που συγκροτούν την κοινότητα, περιλαμβανομένης της οικογένειας της
194. Work of the Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights and
Human Rights Bodies with Regard to Minorities and the Right to Effective Participation: Note by
the Secretariat, UN Doc. A/HRC/FMI/2009/5, 11 November 2009, παρ. 21.
195. LORENZO NESTI, “The Mapuche - Pehuenche and the Ralco Dam on the Biobio River:
The Challenge of Protecting Indigenous Land Rights”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 9 (2002), σ. 23.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
622
προσφεύγουσας, από το μοναδικό μέσο της επιβίωσης και ύπαρξης τους, τη βοσκή και
εκτροφή λάμα και αιγοκαμήλων, υποσκάπτοντας σημαντικά τη ταυτότητα και τον τρόπο
ζωής τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το κράτος μέλος παραβίασε τα Άρθρα 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 (α), 14 παρ. 1 και 17 του Συμφώνου196.
Η Επιτροπή απέφυγε να εξετάσει τον ισχυρισμό περί παραβίασης του Άρθρου 1
παρ. 2 του Συμφώνου περί του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης επί των φυσικών πόρων για
τυπικούς λόγους, υπενθυμίζοντας την προηγούμενη πάγια θέση της σύμφωνα με την οποία
«το Προαιρετικό Πρωτόκολλο παρέχει μια διαδικασία κατά την οποία τα άτομα μπορούν
να επικαλούνται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα έχουν παραβιαστεί, αλλά αυτά τα δικαιώματα δεν περιλαμβάνουν όσα εγκαθιδρύονται στο Άρθρο 1 του Συμφώνου»197. Αναφορικά
με την επίκληση του Άρθρου 17 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή) από την
προσφεύγουσα η Επιτροπή έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως παρουσιάζονταν
από αυτή, έθεταν ζητήματα που ενέπιπταν στο πεδίο του Άρθρου 27 και συνακόλουθα δέχτηκε να εξετάσει την υπόθεση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διάταξης.
Ως προς το Άρθρο 27, λοιπόν, η Επιτροπή αφού πρώτα επισήμανε ότι η προσφεύγουσα είναι μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας και ότι η εκτροφή των λάμα είναι συστατικό στοιχείο του πολιτισμού της κοινότητας των Aymara, επανέλαβε τη θέση που διατύπωσε αρχικά στην πρώτη υπόθεση Lansman ότι ένα κράτος μπορεί νόμιμα να λαμβάνει
μέτρα για την προώθηση της οικονομικής του ανάπτυξης, υπό τον όρο ότι αυτά τα μέτρα
δεν υποσκάπτουν τα δικαιώματα που εγκαθιδρύει το Άρθρο 27. Σε αυτή τη γραμμή
πλεύσης, η Επιτροπή επανήλθε στη θέση που υϊοθέτησε στην υπόθεση Mahuika v. New
Zealand ότι η αποδοχή των μέτρων που παρεμβαίνουν στις σημαντικές πολιτιστικές
δραστηριότητες μιας μειονότητας «εξαρτάται από το αν τα μέλη της συγκεκριμένης κοινότητας έχουν τη δυνατότητα [προσθήκη έμφασης] να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων αναφορικά με αυτά τα μέτρα»198. Το καινοτόμο, πάντως, στοιχείο,
στην προσέγγιση της Επιτροπής σε σχέση με την προγενέστερη οιονεί νομολογία της
ήταν η επιπρόσθετη θέση ότι:
196. Human Rights Committee, Communication No 1457/2006, Ángela Poma Poma v. Peru,
UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, 27 March 2009, παρ. 1-3.4.
197. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 6.3; Βλ., επίσης, Report of the Human Rights
Committee, Volume II, Ninety-fourth Session (13-31 October 2008), Ninety-fifth Session (16
March-3 April 2009), Ninety-sixth Session (13-31 July 2009), General Assembly Official Records,
Supplement No 40 (A/64/40), σ. 221.
198. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.6. Βλ. SARAH JOSEPH, Blame it on the
WTO? A Human Rights Critique, Oxford University Press, Oxford/New York 2011, σ. 76.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
623
«η συμμετοχή στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων πρέπει να είναι αποτελεσματική,
πράγμα που απαιτεί όχι απλώς τη διαβούλευση αλλά την ελεύθερη, προηγούμενη και εν
πλήρει γνώσει συναίνεση (“free, prior and informed consent”) [προσθήκη έμφασης] των μελών της κοινότητας. Επιπλέον, τα μέτρα πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας,
ώστε να μην διακινδυνεύεται η επιβίωση της κοινότητας και των μελών της»199.
Εφαρμόζοντας στη συνέχεια το διπλό σετ κριτηρίων της «διαβούλευσης και της
βιωσιμότητας», η Επιτροπή παρατήρησε από τη μια ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε η
κοινότητα στην οποία ανήκε έτυχαν διαβούλευσης ανά οιαδήποτε στιγμή από το κράτος
ως προς την κατασκευή των φραγμάτων, και από την άλλη ότι η προσφεύγουσα κατέστη
ανίκανη να εξακολουθεί να ωφελείται από τις παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες
λόγω της ξήρανσης της γης και της απώλειας των ζώων της200. Προβαίνοντας σε αυτές
τις διαπιστώσεις, που πρακτικά σήμαιναν ότι το Περού απέτυχε να συμμορφωθεί με τα
προαναφερόμενα κριτήρια, η Επιτροπή κατέληξε ότι οι ενέργειες του κράτους μέλους
παραβίασαν το δικαίωμα της προσφεύγουσας να απολαμβάνει την ιδιαίτερη πολιτιστική
ζωή της μαζί με άλλα μέλη της ομάδας της σύμφωνα με το Άρθρο 27.
8.2. Η έννοια της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης.
Παρά την πράγματι ριζοσπαστική αναφορά στην αρχή της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης, η Επιτροπή δεν προέβη σε κάποιο ορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του. Στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. γενικότερα έχει επισημανθεί ότι
«δεν υπάρχει διεθνώς ένας συμφωνημένος ορισμός της αρχής ή των μηχανισμών της
εφαρμογής της»201. Υπάρχει, ωστόσο, μια κοινή κατανόηση των στοιχείων της, όπως
καταδεικνύεται στην έκθεση του «Διεθνούς Εργαστηρίου Αναφορικά με την Ελεύθερη,
Προηγούμενη και Εν Πλήρει Γνώσει Συναίνεση και τους Αυτόχθονες Λαούς», το οποίο
προσκλήθηκε από το ECOSOC και στο οποίο συμμετείχαν δεκάδες εμπειρογνώμονες και
παρατηρητές από το σύστημα των Η.Ε. και άλλους διακυβερνητικούς οργανισμούς, κυβερνήσεις και οργανώσεις των αυτόχθονων λαών. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την έκθεση:
α) ως ελεύθερη συναίνεση μπορεί να οριστεί η απουσία εξαναγκασμού και εξωτερικών πιέσεων, περιλαμβανομένων χρηματικών παρακινήσεων (εκτός αν αυτές συμφω199. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. MELISSA CASTAN/JULIE DEBEL“Indigenous Peoples’ Human Rights and the Victorian Charter: A Framework for Reorienting
Recordkeeping and Archival Practice”, in Archival Science, Vol. 12 (2012), σ. 222.
200. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.7.
201. Inter-Agency Support Group on Indigenous Issues, Report on Free, Prior and Informed
Consent, UN Doc. E/C.19/2004/11, 12 March 2004, παρ. 2.
JAK,
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
624
νούνται αμοιβαία σαν τμήμα μιας διαδικασίας διευθέτησης), καθώς και πολιτικών ‘διαίρει και βασίλευε’. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την απουσία απειλών αντίποινων σε
περίπτωση που το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η άρνηση των ενδιαφερομένων να
συναινέσουν σε κάποιο μέτρο-έργο202.
β) ως προηγούμενη συναίνεση μπορεί να οριστεί μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα
μέσα σε επαρκή χρονικά περιθώρια, ώστε να επιτρέπει τη συλλογή και νομή των αναγκαίων πληροφοριών, περιλαμβανομένων της μετάφρασής τους στις παραδοσιακές
γλώσσες και της προφορικής διάχυσής τους, σύμφωνα με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επιλέγονται από τους αυτόχθονες λαούς203. Επιπλέον, η συναίνεση πρέπει να
λαμβάνει χώρα χωρίς χρονική πίεση και περιορισμούς. Ένα πλάνο ή αναπτυξιακό σχέδιο
δεν πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή πριν την πλήρη ολοκλήρωση της διαδικασίας των
διαπραγματεύσεων και την επίτευξη συμφωνίας204.
γ) εν πλήρει γνώσει συναίνεση σημαίνει ότι η συναίνεση πρέπει να βασίζεται στην
προηγούμενη, πλήρη και ακριβή παροχή όλων των σχετικών πληροφοριών, περιλαμβανομένων, μεταξύ των άλλων, των λόγων, του σκοπού, της φύσης, της διάρκειας της αναστρεψιμότητας και της εμβέλειας οποιουδήποτε προτεινόμενου σχεδίου ή δραστηριότητας, μιας πρώτης εκτίμησης των πιθανών κινδύνων και ωφελειών, καθώς και των γεωγραφικών ορίων των περιοχών που θα επηρεαστούν205.
δ) τέλος, η συναίνεση συνίσταται στο δικαίωμα των αυτόχθονων λαών να αποδέχονται ή να απορρίπτουν τα προτεινόμενα μέτρα. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι το δικαίωμα της προηγούμενης συναίνεσης ή της απόσυρσής της δεν είναι μια επιλογή που
ασκείται εφάπαξ αλλά σε κάθε φάση του μέτρου ή αναπτυξιακής διαδικασίας206.
202. Βλ. ANDREA CARMEN, Free, Prior and Informed Consent, Expert Seminar on Indigenous Peoples’ Permanent Sovereignty Over Natural Resources and on Their Relation to Land (25,
26 and 27 January 2006, Palais des Nations), HR/GENEVA/IP/SEM/2006/BP.7, σ. 3.
203. Βλ. ROBERT JAMES HALES/JOHN RYNNE/GATHY HOWLETT/JAY DIVINE/VIVIAN HAUSER,
“Indigenous Free Prior Consent: A Case for Self-Determination in World Heritage Nomination
Processes”, in International Journal of Heritage Studies, Vol. 19 (2013) σ. 272.
204. Βλ. BRANT MCGEE, “The Community Referendum: Participatory Democracy and the
Right to Free, Prior and Informed Consent to Development”, in Berkeley Journal of International
Law, Vol. 27 (2009), σ. 590.
205. Βλ. PARSHURAM TAMANG, An Overview of the Principle of Free, Prior and Informed
Consent and Indigenous Peoples in International and Domestic Law and Practices, Workshop on
Free, Prior and Informed Consent (New York, 17-19 January 2005), PFII/2004/WS.2/8, παρ. 48.
206. Βλ. Report of the International Workshop on Methodologies Regarding Free, Prior and
Informed Consent and Indigenous Peoples (New York, 17-19 January 2005), UN Doc.
E/C.19/2005/3, 17 February 2005, παρ. 46-49.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
625
8.3. Η διακινδύνευση του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και η ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση.
Ένα άλλο ασαφές ζήτημα στην απόφαση της Ε.Α.Δ. στην υπόθεση Ángela Poma
Poma v. Peru ήταν το ότι η Επιτροπή δεν αποσαφήνισε αν τα κράτη οφείλουν να αποσπούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση των μειονοτήτων και
των αυτόχθονων λαών πριν από οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο ή αναπτυξιακό πλάνο
που επηρεάζει τον τρόπο ζωής τους, όπως η γραμματική ερμηνεία της σχετικής παραγράφου στη συγκεκριμένη απόφαση φαίνεται καταρχήν να υπονοεί. Προκειμένου, λοιπόν, να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα στο θέμα είναι απαραίτητη η εξέταση των
διεθνών κειμένων που επικεντρώνουν στην προστασία των δικαιωμάτων των αυτόχθονων λαών. Ξεκινώντας με το μοναδικό νομικά δεσμευτικό κείμενο που αφορά τα δικαιώματά τους, τη Σύμβαση Νο 169 της Δ.Ο.Ε., έχει τονιστεί από τις τριμελείς επιτροπές της
Οργάνωσης αναφορικά με το Άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης, που καλεί τα κράτη μέλη να
διεξάγουν διαβουλεύσεις με τους αυτόχθονες λαούς «με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας
ή συναίνεσης στα προτεινόμενα μέτρα»207, ότι «δεν υπήρχε πρόθεση να υπονοηθεί ότι οι
διαβουλεύσεις πρέπει να καταλήγουν στην απόσπαση της συμφωνίας ή συναίνεσης των
ενδιαφερομένων, αλλά περισσότερο να εκφραστεί ένας στόχος για αυτές»208. Συνεπώς, η
Σύμβαση Νο 169 δεν αναγνωρίζει δικαίωμα veto στους αυτόχθονες λαούς209.
Συνεχίζοντας με τη Διακήρυξη των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών,
κάποιος μπορεί να παρατηρήσει, μετά από μια προσεκτική ανάγνωση των διατάξεών της, ότι
αν και έξι από αυτές, τα Άρθρα 10, 11 παρ. 2, 19, 28 παρ. 1, 29 παρ. 2 και 32 παρ. 2, αναφέρονται ρητά στην υπό εξέταση έννοια210, η διατύπωση μόνο δύο εξ αυτών και συγκεκριμένα των
Άρθρων 10 και 29 παρ. 2, που απαγορεύουν την εκτόπιση των αυτόχθονων λαών από τις παραδοσιακές γαίες τους και την αποθήκευση ή απόθεση επικίνδυνων υλικών σε αυτές χωρίς την
ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρη γνώση συναίνεση τους αντίστοιχα, είναι επιτακτική211.
207. Βλ. RUSSEL LAWRENCE BARSH, “An Advocate’s Guide to the Convention on Indigenous
and Tribal Peoples”, in Oklahoma City University Law Review, Vol. 15 (1990), σ. 219.
208. Document: GB. 277/18/4, Document: GB. 282/14/2, ό.π., παρ. 39.
209. LEENA HEINÄMÄKI, “Protecting the Rights of Indigenous Peoples - Promoting the Sustainability of the Global Environment?”, in International Community Law Review, Vol. 11 (2009), σ. 36.
210. Report of the Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Progress Report
on the Study on Indigenous Peoples and the Right to Participate in Decision-Making, UN Doc.
A/HRC/EMRIP/2010/2, 17 May 2010, παρ. 35.
211. Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Follow-up Report on Indigenous Peoples and the Right to Participate in Decision-Making, with a Focus on Extractive Industries, UN Doc. A/HRC/EMRIP/2012/2, 30 April 2012, Annex, παρ. 20.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
626
Αντίθετα, η πολύ προσεκτική διατύπωση212 των Άρθρων 19 και 32 παρ. 2, που καλούν τα
κράτη να «διαβουλεύονται και να συνεργάζονται με καλή πίστη με τους ενδιαφερόμενους αυτόχθονες λαούς μέσω των αντιπροσωπευτικών θεσμών τους, προκειμένου να
αποσπάσουν την ελεύθερη και πληροφορημένη συναίνεση τους» πριν από την έγκριση
νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που μπορεί να τους επηρεάσουν (Άρθρο 19) ή πριν
από οποιοδήποτε πλάνο επιδρά στις γαίες ή εδάφη τους και στους κείμενους πόρους,
ειδικά σε σύνδεση με την ανάπτυξη, χρήση ή εκμετάλλευση των μεταλλευτικών, υδάτινων ή άλλων πόρων (Άρθρο 32 παρ. 2), έχει ερμηνευτεί από επιφανείς μελετητές ότι δεν
παρέχει στους αυτόχθονες λαούς ένα γενικό δικαίωμα veto απέναντι σε οποιαδήποτε
απόφαση ή πλάνο που έχει επιδράσεις στη ζωή τους213. Η θέση αυτή απορρέει από το ότι
η διατύπωση «προκειμένου να αποκτήσουν» (“in order to obtain”) δεν φαίνεται να απαιτεί από τα κράτη να αποσπούν οπωσδήποτε τη συναίνεση των αυτόχθονων λαών, αλλά
μάλλον να διαβουλεύονται μαζί τους με αυτό το σκοπό, ανεξάρτητα από το αν τελικά
αυτός δεν ευοδώνεται214. Η συγκεκριμένη ερμηνεία καθίσταται ακόμη πιο στέρεα αν
κάποιος ανατρέξει στα προηγούμενα αντίστοιχα Άρθρα 20 και 30 του Σχεδίου της Διακήρυξης, που εμπεριείχαν σαφώς ισχυρότερες διατυπώσεις εγκαθιδρύοντας μια απόλυτη
υποχρέωση για τα κράτη να αποσπούν τη συναίνεση των αυτόχθονων πριν από
οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο που τους αφορά. Ωστόσο, η αντίθεση των κρατών στην
εγκαθίδρυση ενός τέτοιου δικαιώματος για τους αυτόχθονες οδήγησε σε έναν αναπόφευκτο συμβιβασμό, συρρικνώνοντας τη δυναμική της διατύπωσης των προαναφερόμενων
διατάξεων του Σχεδίου στην παρούσα εμφανώς πιο εξασθενημένη μορφή των Άρθρων
19 και 32 παρ. 2 της Διακήρυξης215. Υπό αυτό το πρίσμα, όπως και η Διεθνής Ένωση
Διεθνούς Δικαίου δέχεται, η διατύπωση των Άρθρων 19 και 32 παρ. 2 δεν στηρίζει την
υπόθεση ότι ένα γενικό δικαίωμα veto αναγνωρίζεται υπέρ των αυτόχθονων λαών216.
212. ENZAMARIA TRAMONTANA, “The Contribution of the Inter-American Human Rights
Bodies to Evolving International Law on Indigenous Rights Over Lands and Natural Resources”, in
International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 17 (2010), σ. 247.
213. MAURO BARELLI, “Free, Prior and Informed Consent in the Aftermath of the UN Declaration on the Rights of Indigenous Peoples: Developments and Challenges Ahead”, in International
Journal of Human Rights, Vol. 16 (2012), σ. 11.
214. MAURO BARELLI, “Shaping Indigenous Self-Determination: Promising or Unsatisfactory Solutions?”, in International Community Law Review, Vol. 13 (2011), σ. 432.
215. RUSSEL LAWRENCE BARSH, “Indigenous Peoples and the UN Commission on Human
Rights: A Case of the Immovable Object and the Irresistible Force”, in Human Rights Quarterly,
Vol. 18 (1996), σ. 802.
216. International Law Association, Rights of Indigenous Peoples, Sofia Conference 2012, σσ. 3-7.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
627
Περνώντας στην πρακτική των επιτροπών επίβλεψης της εφαρμογής των διεθνών
συμβάσεων περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συστήματος των Η.Ε.,
επισημαίνεται ότι η προσέγγισή τους στο ζήτημα δεν είναι ούτε ξεκάθαρη ούτε ενιαία. Η
Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ., λόγου χάρη, καλεί διαρκώς τα κράτη μέλη με πανομοιότυπους όρους να «διαβουλεύονται και να επιδιώκουν τη συναίνεση [προσθήκη έμφασης]
των αυτόχθονων λαών πριν από την εφαρμογή… οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής τους
επηρεάζει, σε ακολουθία με τη Σύμβαση Νο 169»217. Η διατύπωση αυτή είναι αρκετά
διφορούμενη γιατί η επιδίωξη της απόσπασης της συναίνεσης δεν φαίνεται να εγκαθιδρύει δικαίωμα veto στους αυτόχθονες λαούς, αλλά περισσότερο θέτει έναν επιθυμητό
στόχο για τη διεξαγωγή των διαβουλεύσεων. Επιπλέον, η Σύμβαση Νο 169 δεν προϋποθέτει, όπως αναλύθηκε, την προηγούμενη συναίνεση των αυτόχθονων λαών πριν τη λήψη των αποφάσεων ή μέτρων που τους αφορούν218.
Η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις ως προς τη λεκτική προσέγγιση του ζητήματος. Έτσι, αρχικά υιοθέτησε
στη Γενική Σύσταση Νο 23 (1997) μια απόλυτη διατύπωση, δηλώνοντας ότι «καμία απόφαση άμεσα συνδεόμενη με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους [των αυτόχθονων
λαών] δεν θα λαμβάνεται χωρίς την πληροφορημένη συναίνεσή τους»219. Η Επιτροπή
χρησιμοποίησε πανομοιότυπη διατύπωση στις καταληκτικές της παρατηρήσεις επί της
κρατικής έκθεσης της Μποτσουάνα (2002)220, και τόνισε περαιτέρω στις αντίστοιχες
παρατηρήσεις για το Εκουαδόρ (2003) ότι «η απλή διαβούλευση με τις κοινότητες αυτές
πριν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων υπολείπεται των απαιτήσεων που τίθενται στη γενική σύσταση XXIII της Επιτροπής για τα δικαιώματα των αυτόχθονων λα217. Βλ. Concluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural
Rights: Colombia, UN Doc. E/C.12/1/Add.74, 6 December 2001, παρ. 12, 33; Concluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Brazil, UN Doc
E/C.12/1/Add.87, 26 June 2003, παρ. 58; Concluding Observations of the Committee on Economic,
Social and Cultural Rights: Ecuador, UN Doc. E/C.12/1/Add.100, 7 June 2004, παρ. 12, 35; Concluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Mexico, UN
Doc. E/C.12/MEX/CO/4, 9 June 2006, παρ. 28; Concluding Observations of the Committee on
Economic, Social and Cultural Rights: Colombia, UN Doc. E/C.12/COL/CO/5, 7 June 2010, παρ. 9.
218. BARTOLOMÉ CLAVERO, “The Indigenous Rights of Participation and International Development Policies”, in Arizona Journal of International and Comparative Law, Vol. 22 (2005), σ. 46.
219. Committee on the Elimination of Racial Discrimination, General Recommendation No 23:
Indigenous Peoples, 18 August 1997, παρ. 4 (d), περιέχεται στο UN Doc. A/52/18, Annex V, σ. 122.
220. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Botswana, 1 November 2002, παρ. 304, περιέχεται στο UN Doc. A/57/18, σ. 55.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
628
ών»221. Ωστόσο, στις καταληκτικές της παρατηρήσεις του 2006 επί των εκθέσεων της
Γουατεμάλας και της Γουϊάνας η Επιτροπή φαίνεται να χαμηλώνει τον πήχη των
standards της, ζητώντας πλέον απλώς από τα κράτη να προσπαθούν να αποκτήσουν
(“endeavour to obtain”)222 ή να επιδιώκουν223 τη συναίνεση των αυτοχθόνων, μια σαφώς
ασθενέστερη εκδοχή σε σύγκριση με τις αρχικές της διατυπώσεις. Μετά την υιοθέτηση
της Διακήρυξης για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών (2007), η Επιτροπή επέλεξε
μια πιο δυναμική διατύπωση ζητώντας από μια σειρά κρατών, όπως το Εκουαδόρ (2008),
τη Χιλή (2009) και τη Γουατεμάλα (2010), να αποσπούν τη συναίνεση των αυτόχθονων
λαών, αν και όχι αναφορικά με όλες τις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, αλλά αποκλειστικά για αυτές που σχετίζονται με την εφαρμογή των αναπτυξιακών έργων για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων224. Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, η προσέγγιση της Επιτροπής εμφανίζει ασυνέχειες και ασυμβατότητες, αφού στις σχετικές παρατηρήσεις επί της Κολομβίας (2009) η Επιτροπή ζητά απλώς από το κράτος να σέβεται τη
συναίνεση των αυτόχθονων κοινοτήτων σε συμφωνία με τη Σύμβαση Νο 169225.
Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται στο Διεθνές Δίκαιο ένα γενικό δικαίωμα των αυτόχθονων λαών να ασκούν veto σε κάθε
απόφαση ή μέτρο που επιδρά στον τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, μπορεί στέρεα να υποστηριχθεί ότι υφίσταται μια ειδική και συγκεκριμένη υποχρέωση των κρατών να αποκτούν (και
όχι απλώς να επιδιώκουν να αποσπάσουν ή να διαπραγματεύονται και να συνεργάζονται με
σκοπό να αποσπάσουν) την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση των
αυτόχθονων λαών στις περιπτώσεις εκείνες που ο πολιτισμός τους δέχεται σοβαρές απειλές
για την υπόστασή του. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από έναν συνδυασμό της νομολογί221. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Ecuador, UN Doc. CERD/C/62/CO/2, 2 June 2003. παρ. 16.
222. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Guatemala, UN Doc. CERD/C/GTM/CO/11, 15 May 2006, παρ. 19.
223. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Guyana, UN Doc. CERD/C/GUY/CO/14, 4 April 2006, παρ. 14.
224. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Ecuador, UN Doc. CERD/C/ECU/CO /19, 22 September 2008, παρ. 16. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Chile, UN Doc.
CERD/C/CHL/CO/15-18, 7 September 2009, παρ. 22. Concluding Observations of the Committee
on the Elimination of Racial Discrimination: Guatemala, UN Doc. CERD/C/GTM/CO/12-13, 19
May 2010, παρ. 11(a).
225. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimination: Colombia, UN Doc. CERD/C/COL/CO/14, 28 August 2009, παρ. 20.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
629
ας του Δια-Αμερικανικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της οιονεί δικαιοδοτικής υφής των αποφάσεων της Αφρικανικής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και των Λαών και της ερμηνείας που προσέδωσε στο Άρθρο 15 παρ. 1 (α) του
Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. η αρμόδια Επιτροπή στο Γενικό Σχόλιο Νο 21. Συγκεκριμένα, το Δια-Αμερικανικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση Saramaka People v. Suriname ότι:
«αναφορικά με τα μεγάλης κλίμακας αναπτυξιακά ή επενδυτικά έργα που μπορεί να
έχουν μείζονα επίπτωση στην περιοχή των Saramaka, το Κράτος έχει την υποχρέωση,
όχι μόνο να διαβουλεύεται με τους Saramaka, αλλά επίσης να αποκτά την ελεύθερη,
προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεσή τους, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις τους»226.
Ακολουθώντας ένα παρόμοιο σκεπτικό, η Αφρικανική Επιτροπή για τα Δικαιώματα
του Ανθρώπου και των Λαών έκρινε στην υπόθεση Centre for Minority Rights Development
(Kenya) and Minority Rights Group International on Behalf of Endorois Welfare Council
v. Kenya ότι:
«για οποιοδήποτε αναπτυξιακό ή επενδυτικό έργο που μπορεί να έχει μείζονα επίπτωση στην περιοχή των Endorois, το Κράτος έχει την υποχρέωση όχι μόνο να διαβουλεύεται με την κοινότητα, αλλά επίσης να αποκτά την ελεύθερη, προηγούμενη και εν
πλήρει γνώσει συναίνεσή τους, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις τους»227.
Η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. από την πλευρά της τόνισε ότι τα κράτη μέλη πρέπει, στο πλαίσιο των θεμελιωδών υποχρεώσεων που έχουν ως προς την εφαρμογή του
Άρθρου 15 παρ. 1 (α) να:
«επιτρέπουν και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των προσώπων που ανήκουν σε
μειονοτικές ομάδες, αυτόχθονες λαούς ή άλλες κοινότητες κατά το σχεδιασμό και την
εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών που τους επηρεάζουν. Τα Κράτη μέλη πρέπει
να αποκτούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεσή τους όταν η
διατήρηση των φυσικών πόρων τους, ιδιαίτερα όσων συνδέονται με τον τρόπο ζωής
τους και την πολιτιστική τους έκφραση, τελούν σε κίνδυνο.»228.
226. Inter-American Court of Human Rights, Case of the Saramaka People v. Suriname, Series C, No 172, Judgement of November 28, 2007, παρ. 134.
227. Centre for Minority Rights Development (Kenya) and Minority Rights Group International on Behalf of Endorois Welfare Council v. Kenya, African Commission on Human and Peoples’ Rights, Communication No 276/2003, 4 February 2010, παρ. 291.
228. UN Doc. E/C.12/GC/21, ό.π., παρ. 55 (e). Βλ. AMANDA BARRATT/ASHIMIZO
AFADAMEH-ADEYEMI, “Indigenous Peoples and the Right to Culture: The Potential Significance
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
630
Όπως λοιπόν συμπεραίνει και ο Ειδικός Εισηγητής των Η.Ε., James Anaya, «μια
σημαντική και άμεση επίδραση στις ζωές και στα εδάφη των αυτόχθονων λαών γεννά
ισχυρή προσδοκία προσμονής ότι το προτεινόμενο μέτρο δεν θα προχωρήσει χωρίς τη
συναίνεση των αυτόχθονων λαών»229.
Με βάση, λοιπόν, την άνωθι ανάλυση, η αναφορά της Ε.Α.Δ. στην αναγκαιότητα της
απόσπασης της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης των αυτόχθονων λαών στην υπόθεση Poma Poma v. Peru δεν φαίνεται να εγκαθιδρύει μια γενική υποχρέωση των κρατών να αποκτούν τη συναίνεση των αυτόχθονων λαών πριν από οποιαδήποτε απόφαση και μέτρο που πρόκειται να επηρεάσει την απόλαυση του πολιτισμού τους,
προκειμένου η συμμετοχή τους στην όλη διαδικασία να είναι αποτελεσματική κατά τα
απαιτούμενα του Άρθρου 27, αλλά περισσότερο φαίνεται να σημαίνει ότι για την Ε.Α.Δ. «η
συναίνεση της ομάδας απαιτείται όταν οι υπό εξέταση δραστηριότητες πρόκειται να έχουν
μια συγκεκριμένη, σοβαρή και ουσιαστική επίπτωση στις γαίες των αυτόχθονων»230.
9. Καταληκτικές Παρατηρήσεις.
9.1. Ειδικότερες επισημάνσεις ως προς το ζήτημα της μειονοτικής αποτελεσματικής
συμμετοχής.
Μια από τις σημαντικότερες αναγνώσεις του Άρθρου 27 από την Ε.Α.Δ. έγκειται
στην αναγνώριση ότι οι μειονότητες και οι αυτόχθονες λαοί πρέπει να έχουν μια «δυνατότητα» να συμμετέχουν στις αποφάσεις που έχουν επιπτώσεις στον τρόπο της ζωής
τους. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι επιτεύχθηκε αξιόλογη πρόοδος στο ζήτημα μέσα σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο της δεκαετίας. Όταν
στο μεταίχμιο της μετάβασης από τη δεκαετία του 1980 προς αυτή του 1990 η Επιτροπή
έκρινε στην υπόθεση Lubicon Lake Band v. Canada ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου
27, το ζήτημα του αν τα μέλη της φυλής είχαν συμμετάσχει με οποιοδήποτε τρόπο στις
διαδικασίες με τις οποίες η κυβέρνηση του Καναδά έδωσε το πράσινο φως στην περιφερειακή κυβέρνηση της Alberta να απαλλοτριώσει εδάφη των προσφευγόντων και να τα
παραχωρήσει σε εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου προσπεράστηκε
for African Indigenous Communities of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights’
General Comment 21”, in African Human Rights Law Journal, Vol. 11 (2011), σ. 585.
229. JAMES ANAYA, Report of the Special Rapporteur on the Situation of Human Rights and
Fundamental Freedoms of Indigenous People, UN Doc. A/HRC/12/34, 15 July 2009, παρ. 47.
230. GAETANO PENTASSUGLIA, “Towards a Jurisprudential Articulation of Indigenous Land
Rights”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 184.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
631
εντελώς231, παρόλο που αποτελούσε μείζων θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Στη συνέχεια, ωστόσο, το κριτήριο της αποτελεσματικής συμμετοχής κατέστη σημείο αναφοράς που πρέπει να εξετάζεται σε όλες τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο Άρθρο
27, ως κομβικό στοιχείο, η πλήρωση του οποίου είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των
απαιτήσεων της διάταξης232. Παρά την αναμφίβολα θετική αυτή εξέλιξη, ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει καθορίσει ακόμη με ακρίβεια τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν μια συμμετοχική διαδικασία ουσιαστική στην πράξη και όχι απλώς στη θεωρία. Αυτή η έλλειψη
σαφήνειας έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά χαμένων υποθέσεων για τους αυτόχθονες προσφεύγοντες που αδυνατούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την πολιτιστική ζωή τους
από τη στιγμή που δεν διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα για να επηρεάσουν τις αποφάσεις
που επιδρούν αρνητικά στον τρόπο της ζωής τους. Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή
την κατάσταση η Ε.Α.Δ. επιβάλλεται να προστρέξει στις προαναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές της Έκθεσης των εμπειρογνωμόνων της Γενεύης, στις Συστάσεις του Lund
και στο Σχόλιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Σύμβασης Πλαίσιο για την αποτελεσματική συμμετοχή. Αυτά τα μη δεσμευτικά νομικώς κείμενα προσφέρουν μια ευρύτατη
γκάμα μορφών αποτελεσματικής συμμετοχής για τα μέλη των μειονοτήτων.
Επίσης, η Ε.Α.Δ. θα μπορούσε να εξετάσει προσεκτικότερα τη θέση που διατύπωσε
το μέλος της, Martin Scheinin, στην υπόθεση J.G.A. Diergaardt et al. v. Namibia αναφορικά με το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις (Άρθρο 25 του
Συμφώνου), ο οποίος ορθά επισήμανε ότι «υπάρχουν καταστάσεις όπου το Άρθρο 25
απαιτεί ειδικές διευθετήσεις, προκειμένου τα μέλη των μειονοτήτων και ειδικότερα των
αυτόχθονων λαών να μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα συμμετοχής. Όταν προκύπτει μια τέτοια κατάσταση, η παροχή στα μέλη αυτών των κοινοτήτων του ατομικού
δικαιώματος της ψήφου στις γενικές εκλογές, δεν είναι επαρκής κατά το Άρθρο 25. Κάποιες μορφές τοπικής, περιφερειακής ή πολιτιστικής αυτονομίας [προσθήκη έμφασης]
μπορεί να ζητηθούν προς συμμόρφωση με την απαίτηση για αποτελεσματικά δικαιώματα
συμμετοχής»233. Η Ε.Α.Δ. θα μπορούσε, λοιπόν, να προχωρήσει σε μια ανάλογη ανά231. TARA WARD, “The Right to Free, Prior and Informed Consent: Indigenous Peoples’
Participation Rights Within International Law”, in Northwestern Journal of International Human
Rights, Vol. 10 (2011), σ. 72.
232. GILLIAN TRIGGS, “Australia’s Indigenous Peoples and International Law: Validity of the Native Title Amendment Act 1998 (CTH)”, in Melbourne University Law Review, Vol. 23 (1999), σ. 415.
233. CCPR/C/69/D/760/1997, ό.π., Individual Opinion by MARTIN SCHEININ. Βλ. PATRICK
THORNBERRY, Indigenous Peoples and Human Rights, Manchester University Press, Manchester
2002, σ. 150.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
6
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
632
γνωση του Άρθρου 27, με σκοπό να ενισχύσει τη δυναμική της διάταξης ως προς την ουσιαστικότερη προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ταυτότητας. Φυσικά, η αυτονομία δεν
συνιστά μέσο κατάλληλο και εφαρμοστέο σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά σε συγκεκριμένες
καταστάσεις αποτελεί μια πιο ασφαλή βάση εγγύησης της αποτελεσματικής συμμετοχής
των μελών των μειονοτήτων στις αποφάσεις που αφορούν τον πολιτισμό τους234.
Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης, η Ε.Α.Δ. έχει αποφανθεί ότι η υποχρέωση διαβούλευσης που ενέχει το
Κράτος εκτείνεται μέχρι την απόκτηση της προαναφερόμενης συναίνεσης των ενδιαφερομένων όταν ένα προτεινόμενο μέτρο ή έργο πρόκειται να έχει προφανή αρνητική επίπτωση στον πολιτισμό τους. Ωστόσο, για να προσλάβει υλική υπόσταση η εγγύηση αυτή,
οφείλει η Επιτροπή να προσδιορίσει τα κριτήρια εκείνα που καθορίζουν πότε ένα μέτρο
ή έργο συνιστά σοβαρή απειλή για την ύπαρξη και διατήρηση του τρόπου ζωής μιας
μειονότητας/ενός αυτόχθονος λαού. Εξαιρετικά χρήσιμο προς αυτή την κατεύθυνση είναι
το γενικό πλαίσιο που έθεσε ο «Μηχανισμός των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών». Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν:
«για την εκτίμηση του αν ένα ζήτημα ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τους αυτόχθονες
λαούς που αφορά, οι σχετικές παράμετροι περιλαμβάνουν την οπτική και τις προτεραιότητες των αυτόχθονων λαών, καθώς και τη φύση του ζητήματος ή της προτεινόμενης
δραστηριότητας και του πιθανολογούμενου αντίχτυπου στους αυτόχθονες λαούς, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ των άλλων, των αθροιστικών αποτελεσμάτων των προγενέστερων καταπατήσεων, των δραστηριοτήτων και των ιστορικών ανισοτήτων που αντιμετώπισαν οι αυτόχθονες λαοί»235.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, από τη στιγμή που το Άρθρο 27 συνιστά «την πρωταρχική διάταξη οικουμενικής σημασίας»236 για την εξασφάλιση των πολιτιστικών δικαιωμάτων των αυτόχθονων λαών και των μειονοτήτων, είναι ζωτικής σημασίας να αποσαφηνίσει η Ε.Α.Δ. το συντομότερο δυνατό τις πλημμελώς εκ μέρους της επεξεργασμένες έν234. TUDOR TĂNĂSESCU, “Council of Europe and the Protection of National Minorities”, in
AGORA – International journal of Juridical Studies, Vol. 2 (2013), σσ. 201-202.
235. Report of the Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Final Study on
Indigenous Peoples and the Right to Participate in Decision Making, UN Doc.
A/HRC/EMRIP/2011/2, 26 May 2011, παρ. 23.
236. SIA SPILIOPOULOU, “Protection of Minorities under Article 27 of the International
Covenant on Civil and Political Rights and the Reporting System of the Human Rights Committee”,
in FRANK HORN/TUULA TERVASHONKA (eds.), Writings in Human and Minority Rights, Juridica
Lapponιca No 8, University of Lapland, Rovaniemi 1994, σ. 59.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
633
νοιες της «αποτελεσματικής συμμετοχής» και της «ελεύθερης, προηγούμενης και εν
πλήρει γνώσει συναίνεσης», για να καταστεί η παρεχόμενη προστασία πραγματικά ουσιαστική.
9.2. Αποτίμηση της συνεισφοράς της Ε.Α.Δ. στην αποσαφήνιση του Άρθρου 27: Θετικά στοιχεία και εκκρεμή ζητήματα που περιμένουν να απαντηθούν.
Η δυναμική και διασταλτική ερμηνεία του Άρθρου 27 από την Ε.Α.Δ. κατέστησε
τη διάταξη ανεκτίμητο πυλώνα εγγύησης κάποιων minimum standards για την εξασφάλιση του πολιτισμού των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών237. Για παράδειγμα, η
διάταξη θα ήταν τουλάχιστον μερικώς μη λειτουργική αν οι κρατικές υποχρεώσεις συρρικνώνονταν σε μια δέσμευση ανοχής-μη παρέμβασης στην άσκηση των μειονοτικών
πολιτιστικών δικαιωμάτων, όπως η γραμματική ερμηνεία της διάταξης υπονοεί. Αντίθετα, η θετική κρατική δράση είναι επιτακτική, όπως το Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης ήδη από τη μεσοπολεμική περίοδο έκρινε, προκειμένου αφενός τα μέλη των
μειονοτήτων να απολαμβάνουν ισότητα στην πράξη – και όχι μόνο τυπικά ενώπιον του
νόμου – με τα μέλη της κυρίαρχης εθνοτικά πλειονότητας και αφετέρου να είναι ικανά
να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτιστική τους ταυτότητα238. Ωστόσο, η Ε.Α.Δ.
χρειάζεται να γίνει πιο συγκεκριμένη, στο βαθμό του εφικτού, δεδομένης της μεγάλης
ποικιλομορφίας των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών ανά τον πλανήτη, ως προς
το ακριβές περιεχόμενο της απαιτούμενης κρατικής αρωγής για την υποστήριξη του πολιτισμού των αναφερόμενων ομάδων.
Ένα άλλο καινοτόμο στοιχείο της προσέγγισης της Επιτροπής έγκειται στο ότι παρά την ατομοκεντρική οριοθέτηση της διάταξης, την ερμήνευσε κατά ένα, έστω περιορισμένο, τρόπο ως έχουσα μια κάποια συλλογική διάσταση. Μια τέτοια ανάγνωση συνιστά
αναγκαία προϋπόθεση για την απόλαυση των πολιτιστικών δικαιωμάτων239, καθώς τα
ατομικά δικαιώματα από μόνα τους όχι μόνο δεν προσφέρουν επαρκή προστασία αλλά
επιπλέον έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά κατά εργαλειακό τρόπο από όλα τα κράτη για
237. Βλ. DIMITRIS MOLOS, Underappreciated Resource or Inadequate Measure? Minority
Protection under Article 27 of the International Covenant on Civil and Political Rights, Queen’s
University, Kingston, Ontario, Canada 2013, σσ. 144-145.
238. Βλ. ΕLENI POLYMENOPOULOU, “Cultural Rights in the Case Law of the International
Court of Justice”, in Leiden Journal of International Law, Vol. 27 (2014), σ. 450.
239. Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ, Το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Καθεστώς Προστασίας των
Γλωσσικών Δικαιωμάτων των Μειονοτήτων και η Ελληνική Έννομη Τάξη, Αθήνα-Κομοτηνή 1996,
σ. 212.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
634
να επιπολιτίσουν (“acculturate”) και να αφομοιώσουν τις μειονότητες και τους αυτόχθονες λαούς της επικράτειάς τους240. Η Επιτροπή, πάντως, πρέπει να προσδώσει ακόμη
ισχυρότερη έμφαση στη συλλογική διάσταση της διάταξης, όπως αναλύεται παρακάτω.
Περαιτέρω, η ευρεία πρόσληψη της έννοιας της πολιτιστικής ζωής, στην οποία η
Επιτροπή έχει εντάξει μια σειρά από παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες, είναι
κομβικής σημασίας για τους αυτόχθονες λαούς, ο πολιτισμός των οποίων πολλές φορές
εδράζει στην ποικίλη χρήση των πατρογονικών γαιών και των φυσικών πόρων τους.
Εξίσου σημαντική είναι η περιεκτική προσέγγιση της Επιτροπής που έχει υπαγάγει
στο πεδίο εμβέλειας της διάταξης μια γκάμα ομάδων, όπως είναι οι μετανάστες εργάτες, οι
οποίοι τελούν σε μειονεκτική θέση ως προς την απόλαυση του πολιτισμού τους και πρέπει
να έχουν, τουλάχιστον όσοι από αυτούς της δεύτερης γενιάς επιθυμούν να διατηρήσουν και
να αναπτύξουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, το αυτό δικαίωμα να απολαμβάνουν τη δική
τους πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύουν και να ασκούν τη θρησκεία τους και να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους όπως τα μέλη των λεγόμενων ‘παλιών’ μειονοτήτων241.
Παρά, ωστόσο, τη διορατική οπτική της Ε.Α.Δ., υπάρχουν αρκετά πεδία που άπτονται
της προστασίας του Άρθρου 27 και παραμένουν ανεξερεύνητα, όπως αυτά της εκπαίδευσης,
της θρησκείας και της γλώσσας242. Αυτό το κενό οφείλεται μερικώς στο ότι η συντριπτική
πλειονότητα των προσφυγών που εισάγονται ενώπιον της Επιτροπής προέρχονται από μέλη
αυτόχθονων λαών, τα ειδικότερα ενδιαφέροντα των οποίων επικεντρώνονται γύρω από το
ζήτημα των πατρογονικών τους γαιών και των κείμενων φυσικών πόρων, όπως και των παραδοσιακών δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτά (κυνήγι, ψάρεμα, εκτροφή ταράνδων,
λάμα κ.τ.λ.) και είναι ζωτικές για τη διατήρηση του τρόπου ζωής τους243. Έτσι, τα γλωσσικά, για παράδειγμα, δικαιώματα που βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας πολλών
240. R. H. THOMPSON, “Ethnic Minorities and the Case for Collective Rights”, in American Anthropologist, Vol. 99 (1997), σ. 787. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, «Η Νομική Προστασία των Εθνικών
Μειονοτήτων – Κριτική Φιλοσοφικών και Πολιτικών Προϋποθέσεων του Δικαίου», στο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα: μια Συμβολή
των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα 1997, σ. 131, όπου η παρατήρηση ότι «[τ]ο σχήμα εξατομίκευσης
των δικαιωμάτων καθίσταται έτσι μέσο συρρίκνωσης της νομικής προστασίας των μειονοτήτων».
241. MANFRED NOWAK, “The Right to Self-Determination and the Protection of Minorities in
Central and Eastern Europe in Light of the Case-Law of the Human Rights Committee”, in International Journal on Group Rights, Vol. 1 (1993), σ. 12.
242. FATIH ÖZTÜRK, “Religious Freedom and Religious Minorities: The Right to Religious
Education under the UN System”, in Human Rights Review, Vol. III (2013), σ. 72.
243. GAETANO PENTASSUGLIA, “Minority Protection in International Law: From StandardSetting to Implementation”, in Nordic Journal of International Law, Vol. 68 (1999), σ. 149.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
635
μειονοτικών κοινοτήτων στην Ευρώπη απουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό από την οπτική
της Ε.Α.Δ.244. Επίσης, απουσιάζουν τα εκπαιδευτικά δικαιώματα, καθώς το Άρθρο 27 δεν
αναφέρεται ρητά στην εκπαίδευση και η Ε.Α.Δ. δεν επέδειξε κάποια προσοχή σε αυτά
στο Γενικό Σχόλιο Νο 23. Υπάρχει, ωστόσο, επείγουσα ανάγκη να τύχουν επαρκούς διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του Άρθρου 27, αφού το δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής καθίσταται εν πολλοίς ανενεργό αν δεν περιέχει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, που νοηματοδοτεί και τρέφει τη διατήρηση και ανάπτυξη της μειονοτικής πολιτιστικής ταυτότητας και γλώσσας245. Σε αυτή την κατεύθυνση συνιστά θετική εξέλιξη ότι η
Ε.Α.Δ. έκρινε πρόσφατα «ότι στο πλαίσιο του Άρθρου 27, η εκπαίδευση σε μια μειονοτική γλώσσα είναι θεμελιώδες τμήμα της μειονοτικής πολιτιστικής ζωής»246, όμως η δήλωση αυτή χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία.
Επιπλέον, μια ισχυρότερη έμφαση στη συλλογική διάσταση της παρεχόμενης προστασίας της διάταξης είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτιστικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών247. Υπό αυτό το πρίσμα η
πρόσφατη προσέγγιση της Επιτροπής του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. δύναται να λειτουργήσει ως χρήσιμη πυξίδα. Συγκεκριμένα, η τελευταία τόνισε στο Γενικό Σχόλιο Νο 21 αναφορικά με το
Άρθρο 15 παρ. 1 (α) του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. περί του δικαιώματος συμμετοχής του καθενός/της
καθεμιάς στην πολιτιστική ζωή ότι «τα πολιτιστικά δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν από
ένα πρόσωπο α) ως άτομο, β) σε ένωση με άλλα πρόσωπα, ή γ) εντός μιας κοινότητας ή
ομάδας ως τέτοιας [προσθήκη έμφασης]»248. Η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ., λοιπόν, αναγνωρίζει τα πολιτιστικά δικαιώματα τόσο ως ατομικά όσο και ως συλλογικά ως προς τη
244. MORIA PAZ, “The Failed Promise of Language Rights: A Critique of the International
Language Rights Regime”, in Harvard International Law Journal, Vol. 54 (2013), σσ. 165-166.
245. R. A. BLANCHARD, “The Right to Culture in Performance-Driven American Public
Schools – Some Implications of United States Ratification of the International Covenant on Civil
and Political Rights and the Convention on Elimination of All Forms of Racial Discrimination”, in
Journal of Transformative Leadership and Policy Studies, Vol. 2 (2012), σ. 7.
246. Human Rights Committee, Communication No 1334/2004, Rakhim Mavlonon and
Shansiy Sa’di v. Uzbekistan, UN Doc. CCPR/C/95/D/1334/2004, 29 April 2009, παρ. 8.7.
247. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, «Οι Αόρατες Εθνικές Μειονότητες της Ελληνικής Έννομης Τάξης», στο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Ανομολόγητο Ζήτημα των Μειονοτήτων στην Ελληνική έννομη Τάξη, Αθήνα 2008, σ. 160.
248. UN Doc. E/C.12/GC/21, ό.π., παρ. 9. Βλ. ΒEATRIZ BARREIRO CARRIL, “The Right to Access to Culture: An Effective Human Right for the Establishment of Consistent Cultural Policies in
Europe in the Context of the Economic Crisis?”, in Revista Española de Relaciones Internacionales, Vol. 5 (2013), σ. 50.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΟΥΨΑΝΗ
636
φύση τους και συνακόλουθα ως προς τα υποκείμενα που νομιμοποιούνται ενεργητικά
στην άσκηση τους249. Μια τέτοια πρόσληψη και από την πλευρά της Ε.Α.Δ. θα ενδυνάμωνε καθοριστικά την προστασία που παρέχει το Άρθρο 27. Η αναγνώριση των μειονοτικών κοινοτήτων/ομάδων ως φορέων συλλογικών πολιτιστικών δικαιωμάτων θα ωθούσε
αναπόφευκτα την Ε.Α.Δ. να φωτίσει περισσότερο το σύνδεσμο μεταξύ των μειονοτικών
δικαιωμάτων και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και να επανεξετάσει την πάγια οιονεί νομολογία της ως προς την απόρριψη για τυπικούς λόγους των προσφυγών που επικαλούνται παραβίαση του Άρθρου 1 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. Αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν
να αποσαφηνιστούν με ένα νέο Γενικό Σχόλιο που να εστιάζει στη σχέση μεταξύ των
Άρθρων 1 και 27 του Συμφώνου και του συναφούς συνδυασμού των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις.
Τέλος, προκειμένου να καταστεί εφικτή μια αποτελεσματικότερη υλοποίηση του Άρθρου 27 είναι επιτακτική η ενδυνάμωση του μηχανισμού ελέγχου εφαρμογής του. Αυτό θα
μπορούσε να γίνει, μεταξύ των άλλων, με την εξουσιοδότηση της Επιτροπής να προβαίνει
σε επιτόπιες επισκέψεις στα κράτη μέλη, όπως κάνει η Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης Πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο θα λάβουν χώρα ουσιαστικές επαφές με τις εθνικές
ΜΚΟ που επικεντρώνουν στα μειονοτικά δικαιώματα, με τους αντιπροσώπους των μειονοτικών φορέων, ενώσεων κτλ. και θα είναι δυνατό να συναχθεί μια ακριβέστερη και αντικειμενικότερη εικόνα των ιδιαιτεροτήτων της κάθε μειονότητας. Επιπλέον, δεδομένου ότι η
μειονοτική συμμετοχή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή του
Άρθρου 27, η Ε.Α.Δ. πρέπει να εντείνει τις συστάσεις προς τα κράτη μέλη να διεξάγουν
περιεκτικές διαβουλεύσεις με τους αντιπροσώπους όλων των μειονοτήτων κατά την επεξεργασία των κρατικών εκθέσεων250. Θετικά, επίσης, για τη μειονοτική προστασία θα μπορούσε να λειτουργήσει η αναφορά εκ μέρους της Ε.Α.Δ. στις διατάξεις της Σύμβασης Πλαίσιο,
όπως δειλά και σταδιακά έχει αρχίσει να κάνει το ΕΔΔΑ.251.
249. LAURA PINESCHI, “Cultural Diversity as a Human Right? General Comment No 21 of
the Committee on Economic, Social and Cultural Rights”, in SILVIA BORELLI/FEDERICO LENZERINI
(eds.), Cultural Heritage, Cultural Rights, Cultural Diversity – New Developments in International
Law, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston 2012, σσ. 36-39.
250. Βλ. τις ανάλογες προτάσεις που υποβλήθηκαν από μια σειρά ΜΚΟ στη συνάντηση εορτασμού της δέκατης επετείου από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης Πλαίσιο, “Assessing the Impact of
10 Years on: NGO Declaration on the Framework Convention for the Protection of National Minorities on the Occasion of the Conference – Enhancing the Impact of the Framework Convention: Past
Experience, Present Achievements and Future Challenges”, Strasbourg, 9-10 October 2008.
251. Βλ. European Court of Human Rights, Muñoz Díaz v. Spain, Application No 49151/07,
Strasbourg, 8 December 2009, παρ. 33, 60, 64.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
637
Τέλος, δεδομένου ότι οι προσφυγές που αφορούν τη διάταξη είναι κυριολεκτικά
ελάχιστες, λαμβανομένου υπόψη και του αριθμού των πολλών εκατομμυρίων μειονοτικών πολιτών της διεθνούς κοινότητας, κατάσταση που κατά μια ερμηνεία οφείλεται στην
παντελή απουσία επίγνωσης της ύπαρξής της και του μηχανισμού προσφυγής της252,
χρειάζεται να καταβληθούν προσπάθειες ευρύτερης ενημέρωσης του κοινού για τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει.
Κλείνοντας, σημειώνεται ότι η οιονεί νομολογία του άρθρου 27 αντανακλά όλες τις
αντιφάσεις και αβεβαιότητες που χαρακτηρίζουν το διεθνές δίκαιο για τις μειονότητες.
Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις έντονες διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των κρατών
και τις ισχυρές ενστάσεις κάποιων εξ αυτών απέναντι σε κάθε μορφή μειονοτικής προστασίας, καθώς και την αδύναμη διατύπωση του Άρθρου 27, δύναται κανείς/καμιά να
συμφωνήσει με την κρίση του Hilpold ότι η ουσία της συνεισφοράς των θέσεων της
Ε.Α.Δ. στην προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ετερότητας είναι, σε θεωρητικό
τουλάχιστον επίπεδο, «μάλλον εντυπωσιακή»253.
Αθανάσιος Γιουψάνης
252. BARTEN, ό.π., σ. 49.
253. PETER HILPOLD, “UN Standard-Setting in the Field of Minority Rights”, in International
Journal on Minority and Group Rights, Vol. 14 (2007), σ. 197.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΔΤΑ ΝΟ 81/2019
Download