www.grecoanticoapp.it ELENCO COMPLETO PARADIGMI GRECI Di seguito sono elencati oltre 400 paradigmi di verbi greci in ordine alfabetico e secondo il formato standard tipico dei dizionari e dei libri di testo VERBO (Traduzione) αγαμαι (Ammiro) άγανακτέω (Mi Adiro) άγαπάω (Amo) άγγέλλω (Annuncio) άγείρω (Raduno) άγνοέω (Ignoro) άγορεύω (Parlo in pubblico) αγω (Conduco) άδικέω (Commetto un'ingiustizia) αδω (Canto / Suono) αίδέομαι (Rispetto / Mi vergogno) αίνέω (Lodo) αίρέω (Prendo / Scelgo) αίρω (Sollevo) IMPERFETTO ATTIVO IMPERFETTO MEDIOPASSIVO ήγάμην ήγανάκτουν FUTURO ATTIVO FUTURO MEDIO άγάσομαι FUTURO PASSIVO άγασθήσομαι άγανακτήσω AORISTO ATTIVO AORISTO MEDIO ήγασάμην AORISTO PASSIVO ήγάσθην PERFETTO ATTIVO PERFETTO MEDIOPASSIVO ήγανάκτησα ήγανακτήθην ήγανάκτηκα ήγανάκτημαι ήγαπήθην ήγάπηκα ήγάπημαι ήγάπων ήγαπώμην άγαπήσω (άγαπήσομαι) άγαπηθήσομαι ήγάπησα ηγγελλον ήγελλόμην άγγελώ άγγελουμαι άγγελθήσομαι ήγγειλα ήγγειλάμην ήγγελθην ηγγελκα ηγγελμαι ηγειρον ήγειρόμην άγερώ άγερουμαι ηγειρα ήγειράμην ήγερθην άγήγερκα άγήγερμαι ήγνόουν ήγνοουμην άγνοήσω αγνοήσομαι ήγνοήθην ήγνόηκα ήγνόημαι ήγόρευον ήγορευόμην άγορευσω ήγον ήγόμην αξω αξομαι ήδικουν ήδικουμην άδικήσω ηδον ηδόμην ασω ηδουμην άγνοηθήσομαι ήγνόησα ήγόρευσα ήγορευσάμην ήγορευθην ήγόρευκα ήγόρευμαι άχθήσομαι ηγαγον ήγαγόμην ηχθην ήχα ήγμαι άδικήσομαι άδικηθήσομαι ήδικησα ήδικησάμην ήδικήθην ήδικηκα ήδικημαι ασομαι άσθήσομαι ησα ησθην ησμαι ηδεσάμην ηδεσθην ηδεσμαι ηνεσα ηνεσάμην ηνεθην ηνεκα ηνεμαι αίδεσομαι ηνουν ηνουμην αίνεσω αίνεσομαι ηρουν ηρουμην αιρήσω αιρήσομαι αιρεθήσομαι ειλον ειλόμην ηρεθην ηρηκα ηρημαι ηρουν ηρουμην άρώ άρουμαι άρθήσομαι ήρα ήράμην ηρθην ήρκα ήρμαι ησθανόμην αίσθήσομαι ησθόμην ησθημαι αισθάνομαι (Mi accorgo di) αίσχύνω (Disonoro) αίτέω (Chiedo) ησχυνον ησχυνόμην αίσχυνώ αίσχυνουμαι αίσχυνθήσομαι ησχυνα (ησχυνάμην) ησχυνθην ητουν ητουμην αιτήσω αίτήσομαι αίτηθήσομαι ητησα ητησάμην ητήθην άκούω (Sento) ηκουον ήκουόμην (άκουσω) άκουσομαι άκουσθήσομαι ηκουσα ήκουσάμην ήκουσθην ησχυγκα / ησχυκα ητηκα ησχυμμαι άκήκοα ηκουσμαι ητημαι 1 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) άλίσκομαι (Sono Preso) άλλάσσω (Cambio) αμαρτάνω (Sbaglio) άναγκάζω (Obbligo) απτω (Attacco) άρκέω (Basto) IMPERFETTO ATTIVO IMPERFETTO MEDIOPASSIVO ήλισκόμην FUTURO ATTIVO FUTURO MEDIO άλώσομαι FUTURO PASSIVO AORISTO ATTIVO έάλων / ηλων AORISTO MEDIO AORISTO PASSIVO ηλλασσον/ ηλλαττον ή μάρτανον ήλλασσόμην/ ήλλατιόμην ήμαρτανόμην άλλάξω άλλάξομαι άλλαχθήσομαι / άλλαγήσομαι ηλλαξα ήλλαξάμην άμαρτήσω άμαρτήσομαι ήμαρτησάμην ήνάγκαζον ήναγκαζόμην άναγκάσω ήμάρτησα / η μαρτον ήνάγκασα ήλλάχθην/ ήλλάγην ήμαρτήθην ήναγκασάμην ήναγκάσθην ήπτον ήπτόμην άψω ήψα ήψάμην ηφθην / ηφην ήμμαι ηρκουν ήρκουμην άρκεσω ήρκεσθην ηρκεσμαι αρπάζω (Rapisco) άρχω (Comando / Inizio) άσκέω (Forgio) αύξάνω / αυξω (Accresco) αχθομαι (Soffro) βαίνω (Vado / Conduco) βάλλω (Lancio) βάπτω (Immergo) βιάζω (Costringo a forza) βιβρώσκω (Mangio) βιόω (Vivo) η ρπαζον ήρπαζόμην ηρχον ήρχόμην (άρπάξω) / άρπάσω αρξω ησκουν ήσκουμην άσκήσω άσκήσομαι αύξήσω αύξήσομαι βλάπτω (Rovino) βλαστάνω (Fiorisco) βλέπω (Guardo) ηϋξανον / ηύξον ηύξανόμην/ηύξόμην ήχθόμην άψομαι άναγκασθήσομ αι άφθήσομαι PERFETTO ATTIVO έάλωκα / ηλωκα ηλλαχα PERFETTO MEDIOPASSIVO ήμάρτηκα ήμάρτημαι ήνάγκακα ήνάγκασμαι ηλλαγμαι άρκεσθήσομαι ηρκεσα άρπάσομαι άρπασθήσομαι ήρπάσθην ήρπάχθην ηρπακα αρξομαι άρχθήσομαι ηρπασα/ (ηρπαξα) ηρξα ήρξάμην ηρχθην ηρχα ηρπασμαι / (ηρπαγμαι) ηργμαι ησκησα ήσκησάμην ήσκήθην ησκηκα ησκημαι ηϋξησα ηύξησάμην ηύξήθην ηϋξηκα ηϋξημαι αύξηθήσομαι άχθήσομαι εβαινον έβαινόμην βήσω βήσομαι εβαλλον έβαλλόμην βαλώ βαλουμαι εβαπτον έπαπτόμην βάψω έβιαζον ήχθεσθην ηχθημαι εβησα έβησάμην εβην βεβηκα βληθήσομαι εβαλον έβαλόμην έβλήθην βεβληκα βάψομαι βαφήσομαι εβαψα έβαψάμην έβιαζόμην βιάσομαι βιασθήσομαι έβιασα έβιασάμην έβάφθην/ έβάφην έβιάσθην έβιβρωσκον έβιβρωσκόμην βρώσομαι βρωθήσομαι εβρων εβιουν έβιουμην βιώσομαι εβλαπτον έβλαπτόμην βλάψο βλάψομαι έβλάστανον έβλαστανόμην βλαστήσω βλαστήσομαι εβλεπον έβλεπόμην βλεψω βλεψομαι έβρώθην έβιωσα / έβιων βλαβήσομαι βλεφθήσομαι εβλαψα έβλάστησα / εβλαστον εβλεψα έβλαψ άμην έβλάφθην/ έβλάβην έβλεφθην βεβλημαι βεβαμμαι βεβιασμαι βεβρωκα βεβρωμαι βεβιωκα βεβιωμαι βεβλαφα βεβλαμμαι βεβλάστηκα / έβλάστηκα βεβλεφα βεβλεμμαι 2 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) βλώσκω (Vado) βουλεύω (Delibero / Discuto) βούλομαι (Desidero) γαμέω (Sposo) IMPERFETTO ATTIVO εβλωσκον IMPERFETTO MEDIOPASSIVO FUTURO ATTIVO FUTURO MEDIO μολουμαι FUTURO PASSIVO AORISTO ATTIVO εμολον AORISTO MEDIO AORISTO PASSIVO PERFETTO ATTIVO μεμβλωκα PERFETTO MEDIOPASSIVO έβουλευον έβουλευόμην βουλευσω βουλευσομαι βουλευθήσομα ι έβουλευσα έβουλευσάμην έβουλευθην βεβουλευκα βεβουλευμαι βουλήσομαι βουληθήσομαι έγάμουν έγαμουμην γαμώ γαμουμαι γαμηθήσομαι εγημα έγημάμην έβουλήθην / ήβουλήθην έγαμήθην γεγάμηκα γελάω (Rido) έγελων έγελώμην γελάσω γελάσομαι γελασθήσομαι έγελασα έγελάσθην (γεγελασμαι) έγήρασκον έγηρασκόμην γηράσω γηράσομαι γηράσκω (Invecchio) γίγνομαι (Divento / Nasco / Capito) γιγνώσκω (Conosco / Comprendo) γράφω (Scrivo) γυμνάζω (Mi esercito) δείδω (Temo) έβουλόμην γενήσομαι γενηθήσομαι δέω (Manco di / Necessito di) δηλόω (Mostro / Dimostro) διδάσκω (Insegno) δικάζω (Giudico) διώκω (Inseguo) δοκέω (Appaio / Sembro) έγενόμην έγίγνωσκον έγιγνωσκόμην γνώσομαι γνωσθήσομαι εγνων εγραφον έγραφόμην γράψω γράψομαι εγραψα έγραψάμην έγυμναζον έγυμναζόμην γυμνάσω γυμνάσομαι έγυμνασα εδειδον έδειδόμην (δείσω) δείσομαι γραφήσομαι / γραφθήσομαι γυμνασθήσομα ι εδουν έδουμην δήσω δήσομαι δεθήσομαι εδησα έδεον έδεόμην δεήσω δεήσομαι δεηθήσομαι έδεησα έδήλουν έδηλουμην δηλώσω δηλώσομαι δηλωθήσομαι έδήλωσα έδίδασκον έδιδασκόμην διδάξω διδάξομαι διδαχθήσομαι έδίκαζον έδικαζόμην δικάσω δικάσομαι έδίωκον έδιωκόμην διώξω διώξομαι έδόκουν δώξω / δοκήσω έγενήθην γεγονα γεγενημαι έγνώσθην εγνωκα εγνωσμαι γεγραφα γεγραμμαι έγυμνασάμην έγράφην / έγράφθην έγυμνάσθην γεγυμνακα γεγυμνασμαι έδεξάμην έδεχθην εδεισα δεξομαι γεγάμημαι γεγήρακα έγιγνόμην έδεχόμην δέχομαι (Ricevo / Accetto) δέω (Lego) έγήρασα βεβουλημαι δεδοικα έδησάμην δεδια δεδεγμαι έδεθην δεδεκα δεδεμαι έδεήθην δεδεηκα δεδεημαι έδηλωσάμην έδηλώθην δεδήλωκα δεδήλωμαι έδίδαξα έδιδαξάμην έδιδάχθην δεδίδαχα δεδίδαγμαι δικασθήσομαι έδίκασα έδικασάμην έδικάσθην δεδίκακα δεδίκασμαι διωχθήσομαι έδιωξα έδιώχθην δεδίωχα δεδίωγμαι εδοξα / έδόκησα έδόχθην / έδοκήθην δεδόκηκα δεδόκημαι / δεδογμαι 3 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) δοκιμάζω (Metto alla prova l Approvo) δοξάζω (Penso l Ritengo) δράω (Faccio l Agisco) IMPERFETTO ATTIVO έδοκίμαζον IMPERFETTO MEDIOPASSIVO έδοκιμαζόμην FUTURO ATTIVO δοκιμάσω / (δοκιμώ) FUTURO MEDIO FUTURO PASSIVO δοκιμασθήσομ αι AORISTO ATTIVO έδοκίμασα έδόξαζον έδοξαζόμην δοξάσω δοξάσομαι δοξασθήσομαι έδόξασα εδρών έδρώμην δράσω έδυνάμην δύναμαι (Posso l Sono in grado di) έάω (Lascio l Permetto) έθέλω l θέλω (Voglio l Acconsento a) εθίζω (Abituo) AORISTO MEDIO (έδοκιμασάμην) AORISTO PASSIVO έδοκιμάσθην PERFETTO ATTIVO δεδοκίμακα PERFETTO MEDIOPASSIVO δεδοκίμασμαι έδοξασάμην έδοξάσθην δεδόξακα δεδόξαμαι έδράσθην δεδρακα δεδραμαι εδρασα δυνήσομαι εϊων έάσω ηθελον / εθελον έθελήσω / θελήσω ε’ίθιζον έθιώ δεδυνημαι έδυνήθην / έδυνάσθην έάσομαι εϊασα ήθελησα έθελησα έθισθήσομαι είάθην / είακα είαμαι ήθεληκα / τεθεληκα ε’ίθισα είθίσθην είθικα είκάσθην είκακα ήλάσθην έλήλακα είθισμαι ε’ίωθα έθω (Sono solito) εικάζω (Rappresento) ελαύνω (Spingo) ελέγχω (Disprezzo l Accuso) ελπίζω (Spero l Temo) έπίσταμαι (Sono capace l Sperimento) έραμαι (Amo) ηκαζον / εϊκαζον είκαζόμην εικάσω είκασθήσομαι ηλαυνον ήλαυνόμην έλάσω / έλώ έλασθήσομαι είκασα / (ηκασα) ηλασα ηλεγκον ήλεγκόμην έλεγξω έλεγχθήσομαι ηλεγξα ηλπιζον ήλπιζόμην έλπίσομαι ήλεγχθην ήλπισάμην ήλπίσθην έλήλαμαι έλήλεγμαι ηλπικα ηλπισμαι έλπίσω / έλπιώ ήπιστάμην έπιστήσομαι ήράμην έργάσομαι ήργαζόμην / είργαζόμην εργάζομαι (Faccio l Lavoro) ερίζω (Invidio) ηριζον έρπω (Striscio) είρπον ερψω έρρω (Cado) ήρρον έρρήσω έρχομαι (Vado l Vengo) ηλπισα ήλασάμην είκασμαι/ (ηκασμαι) ήριζόμην ήρχόμην έρίσω ήπιστήθην έρασθήσομαι ήρασάμην ήράσθην έργασθήσομαι είργασάμην είργάσθην ηρισα ηρικα ηρασμαι έρήρισμαι είρψα / ήρψα ηρρησα έλευσομαι ήλθον έλήλυθα 4 / s www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) έρωτάω (Chiedo) έσθίω (Mangio) εύρίσκω (Scopro) εύχομαι (Prego) εχω (Ho / Sto) ζάω (Sono in vita) ήγέομαι (Governo / Ritengo) IMPERFETTO ATTIVO ή ρώτων IMPERFETTO MEDIOPASSIVO ήρωτώμην ησθιον / ε’ίσθιον ηύρισκον ηύρισκόμην θηράω (Caccio) θιγγάνω (Tocco) θνήσκω (Muoio) θραύω (Spacco) θρύπτω (Spacco) θύω (Sacrifico / Uccido) ίκνέομαι (Arrivo) καθαίρω (Purifico) κάθημαι (Sto Seduto) εύρήσω εύχόμην / ηύχόμην είχον FUTURO MEDIO (έρωτήσομαι) FUTURO PASSIVO έρωτηθήσομαι εδομαι είχόμην εζων εύρήσομαι AORISTO ATTIVO ήρώτησα έξω / σχήσω ήγουμην εύρεθήσομαι σχεθήσομαι έξομαι / σχήσομαι ζήσομαι ήγήσομαι ηξω εύρηκα ηύγμαι εσχον έσχεθην εσχηκα εζησα (έζησάμην) ήγησάμην ταφήσομαι θαυμάσομαι έθαυμασα εθευσα θηράσω θευσομαι/ θευσουμαι θηράσομαι θίξω θίξομαι εθιγον θανουμαι εθανον θηραθήσομαι εθραυον έθραυόμην θραυσω θραυσομαι θραυσθήσομαι εθραυσα εθρυπτον έθρυπτόμην θρυψω θρυψομαι θρυβήσομαι εθρυψα εθυον έθυόμην θυσω θυσομαι τυθήσομαι εθυσα καθηρον καθηρόμην έκαθήμην/ καθήμην ’ίξομαι καθαρώ καθαρουμαι καθήσομαι ήγήθην ηγημαι έθαυμασάμην έθαφθην/ έτάφην έθαυμάσθην τεθαμμαι τεθαυμακα τεθαυμασμαι έθηρασάμην έθηράθην τεθήρακα τεθήραμαι έθίχθην τεθνηκα έθραυσάμην έθραυσθην τεθραυσμαι τεθρυμμαι έθυσάμην έθρυφθην/ έθρυβην έτυθην τεθυκα ίκόμην καθαρθήσομαι έκάθηρα/ έκάθαρα εσχημαι ήκα εθαψα έθήρασα ηύρημαι / εύρημαι εζηκα ήξα (θαυμάσω) ίκνουμην έδήδεσμαι εύρεθην έθαυμαζόμην εθνησκον έδήδοκα / εδηδα ηύρηκα / ηύρεθην/ έθαυμαζον έθίγγανον ήδεσθην εύρόμην εύξάμην/ ηύξάμην έσχόμην θάψω έθηρώμην PERFETTO MEDIOPASSIVO ήρώτημαι ηύρόμην/ έθαπτόμην έθήρων PERFETTO ATTIVO ήρώτηκα εύρον ήγηθήσομαι ηξομαι AORISTO PASSIVO ήρωτήθην ηύρον/ εθαπτον εθεον AORISTO MEDIO εφαγον εϋξομαι ζήσω ήκον ηκω (Mi trovo / Sono Arrivato) θάπτω (Seppellisco) θαυμάζω (Mi meraviglio / Ammiro) θέω (Corro) FUTURO ATTIVO έρωτήσω έκαθηράμην τεθυμαι ίγμαι έκαθάρθην κεκάθαρκα κεκάθαρμαι 5 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) καθίζω (Sto Seduto l Faccio Sedere) καίω l κάω (Brucio) καλεω (Chiamo) καλύπτω (Nascondo) κείμαι (Giaccio l Dormo) κελεύω (Ordino) κερδαίνω (Traggo guadagno) κηρύσσωl κηρύττω (Proclamo) κλάζω (Risuono) κλαίω (Mi lamento) κλεπτω (Rubo) IMPERFETTO ATTIVO έκάθιζον IMPERFETTO MEDIOPASSIVO έκαθιζόμην εκαιον / εκαον έκαιόμην / έκαόμην έκάλουν έκαλουμην έκάλυπτον έκαλυπτόμην FUTURO ATTIVO FUTURO MEDIO καθίσομαι καθίσω / καθΐ/ καθιουμαι καθεσω καυσω καυσομαι έκελευόμην έκερδαινον έκήρυσσον / έκήρυτιον καυθήσομαι καλούμαι καλεσω / καλώ καλυψω (καλυψομαι) έκείμην έκελευον / εκλαζον έκλαιόμην εκλεπτον έκλεπτόμην / / AORISTO MEDIO έκαθισάμην AORISTO PASSIVO καθεισάμην έκαυσάμην PERFETTO ATTIVO κεκάθικα κληθήσομαι έκάλεσα έκαλεσάμην καλυφθήσομαι έκάλυψα έκαλυψάμην έκαλυφθην κελευσθήσομαι έκελευσα έκελευσάμην έκελευσθην κερδηθήσομαι έκερδανα / έκερδησα κηρυχθήσομαι έκήρυξα κλαυσθήσομαι εκλαγξα / εκλαγον εκλαυσα κεκληκα κοιμάω (Addormento) κολάζω (Castigo) κολούω (Taglio l Squarcio) κομίζω (Amministro) κόπτω (Taglio l Trancio) κοσμεω (Ordino) κράζω (Urlo) εκλινον έκλινόμην κεκαυσμαι / κεκαυμαι κεκλημαι κεκάλυμμαι κελευσω κελευσομαι κηρυξω κηρυξομαι κλεψω κλαυσομαι κλαυσουμαι κλεψομαι / κεκελευκα έκηρυχθην κεκήρυχα κλιθήσομαι / κλινήσομαι εκλινα κεκήρυγμαι κεκλαγγα / (κεκλαγα) έκλαυσάμην έκλαυσθην εκλεψα κλινώ κεκελευσμαι κεκερδηκα / κεκερδακα κεκλαυσμαι κεκλοφα έκλεφθην / έκλάπην κλίνω (Corico l Giro) κλύω (Sento) PERFETTO MEDIOPASSIVO κεκαυκα έκαυθην/ έκάην έκλήθην κλάγξω εκλαιον AORISTO ATTIVO έκάθισα καθεΐσα έκαθίζησα εκαυσα κείσομαι κερδανώ / κερδήσω έκηρυσσόμην / έκηρυτιόμην FUTURO PASSIVO καθιζήσομαι έκλινάμην κεκλικα κεκλεμμαι / κεκλαμμαι κεκλιμαι έκλίθην / έκλίνην (εκλυον) έκοιμώμην κοιμήσω κοιμήσομαι κοιμηθήσομαι έκοίμησα έκοιμησάμην έκοιμήην κεκοίμημαι έκόλαζον έκολαζόμην κολάσω κολάσομαι κολασθήσομαι έκόλασα έκολασάμην έκολάσθην κεκόλασμαι έκόλουον έκολουόμην κολουσω κολουθήσομαι έκόλουσα έκολουσθην / έκολουθην κεκόλουμαι / κεκόλουσμαι έκόμιζον έκομιζόμην κομισθήσομαι έκόμισα έκομισάμην έκομίσθην κεκόμικα κεκόμισμαι εκοπτον έκοπτόμην κοπήσομαι εκοψα έκοψάμην έκόπην κεκοφα κεκομμαι έκόσμουν έκοσμουμην έκοσμήθην έκόσμησα έκοσμησάμην κοσμηθήσομαι κεκόσμηκα κεκόσμημαι εκραζον κομίσομαι κομίσω / κομιώ κομιουμαι κόψω κόψομαι κοσμήσω κράξω κοσμήσομαι / εκραξα / κεκραγα 6 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) IMPERFETTO ATTIVO IMPERFETTO MEDIOPASSIVO FUTURO ATTIVO FUTURO MEDIO FUTURO PASSIVO AORISTO ATTIVO AORISTO MEDIO AORISTO PASSIVO PERFETTO ATTIVO PERFETTO MEDIOPASSIVO εκραγον εκραινον κραίνω (Governo / Faccio) κρατέω (Regno / Vinco / Sono forte) κρίνω (Scelgo / Giudico) κρύπτω (Nascondo) κτάομαι (Pago / Compro) κτείνω (Ammazzo) κτίζω (Fondo) κυκλόω (Faccio Girare) κυλίνδω / κυλινδέω (Rotolo) κρανώ λαγχάνω (Ottengo in sorte) λαμβάνω (Prendo) λάμπω (Lampeggio) λανθάνω / λήθω (Sto nascosto) λατρεύω (Servo) λέγω (Dico) εκρανα έκράνθην έκρατήθην κεκράτηκα κεκράτημαι έκράτουν έκρατουμην κρατήσω κρατήσομαι κρατηθήσομαι έκράτησα εκρινον έκρινόμην κρινώ κρινουμαι κριθήσομαι εκρινα έκρινάμην έκριθην κεκρικα κεκριμαι εκρυπτον έκρυπτόμην κρυψω κρυψομαι κρυφθήσομαι / κρυβήσομαι κτηθήσομαι εκρυψα έκρυψάμην έκρυφθην / έκρυβην έκτήθην κεκρυφα κεκρυμμαι (έκτάνθην) εκτονα εκταμαι έκτώμην εκτεινον έκτεινόμην κτήσομαι κτενώ εκτιζον έκτιζόμην κτισω έκυκλουν έκυκλουμην κυκλώσω έκυλινδόμην / έκυλινδουμην κυλισω / (κυλινδήσω) έκυλινδον / έκυλινδουν εκυπτον κύπτω (Mi piego) κωλύω (Impedisco) κωμάζω (Festeggio) κρανθήσομαι έκώλυον (κτανθήσομαι) κυκλώσομαι κτισθήσομαι έκτισάμην έκτισθην εκτικα εκτισμαι κυκλωθήσομαι έκυκλωσα έκυκλωσάμην έκυκλώθην κεκυκλωκα κεκυκλωμαι κυλισθήσομαι έκυλισα (έκυλισάμην) έκυλισθην έκώμαζον εκυψα κωλυσω κωλυσομαι κωμάσω κωμάσομαι έλάγχανον (έλαγχανόμην) λήξομαι έλάμβανον έλαμβανόμην λήψομαι ελαμπον έλαμπόμην έλάνθανον κωλυθήσομαι ληφθήσομαι λάμψω λήσω έλάτρευον έλατρευόμην λατρευσω ελεγον έλεγόμην λεξω / έρώ έκώλυσα λήσομαι έκωλυθην κεκώλυκα έκώμασα έκωμάσθην κεκώμακα ελαχον έλήχθην ε’ιληχα ειλημμαι έλήφθην ε’ιληφα ειλημμαι ελαβον ελαθον (έκωλυσάμην) έλαβόμην ελεξα / είπον / είπα κεκώλυμαι λελαμπα έλαθόμην έλάτρευσα ρηθήσομαι (κεκυλισμαι) κεκυφα ελαμψα λεξομαι κεκτημαι / (εκτημαι) εκτεινα / εκτανον εκτισα κυψω έκωλυόμην έκτησάμην λεληθα έλατρευθην έλεξάμην έλεχθην / έρρήθην λελησμαι λελάτρευκα λελεγα / ειρηκα λελεγμαι / ειρημαι 7 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) λέγω (Raccolgo) λείπω (Lascio) λήγω (Smetto di) λίσσομαι (Supplico, prego, scongiuro) λογίζομαι (Conto) λύω (Sciolgo l Svincolo) μαίνω (Impazzisco) μακαρίζω (Rendo felice) μανθάνω (Apprendo) μαρτυρέω (Testimonio) IMPERFETTO ATTIVO ελεγον IMPERFETTO MEDIOPASSIVO έλεγόμην FUTURO ATTIVO λεξω FUTURO MEDIO λεξομαι ελειπον έλειπόμην λειψω λειψομαι εληγον ελυον μέλλω (Sto per) μέλω (Mi interesso di) μέμφομαι (Critico) μένω (Rimango) μερίζω (Spartisco l Divido) λήξω έλισσόμην λισομαι έλογιζόμην λογισομαι / λογιουμαι λυσομαι λογισθήσομαι λυθήσομαι μανουμαι μακαρισομαι έλυόμην λυσω έμακάριζον έμακαριζόμην έμάνθανον έμανθανόμην έμαρτυρουν έμαρτυρουμην μαρτυρήσω μαρτυρήσομαι εματιον (έματτόμην) μάξω μάξομαι μακαριώ μακαρίσω έμεθυσκόμην / μαθήσομαι έμαχόμην έμελόμην έμεριζον έλιπόμην μεθυσω μελήσω μεριώ / (μερίσω) AORISTO PASSIVO (έλεχθην) / έλεγην έλειφθην PERFETTO ATTIVO ε’ιλοχα / ε’ιλεχα λελοιπα PERFETTO MEDIOPASSIVO ειλεγμαι / (λελεγμαι) λελειμμαι έλογισάμην έλογισθην ελυσα έλυσάμην έλυθην λελυκα λελυμαι μανήσομαι εμηνα (*) έμηνάμην έμάνην μεμηνα μεμάνημαι μακαρισθήσομ αι έμακάρισα έμακαρισθην (μεμακάρικα) μεμακάρισμαι μεμάθηκα μεμάθημαι μαρτυρηθήσομ αι έμαρτυρησα έμαρτυρήθην μεμαρτυρηκα μεμαρτυρημαι έμάχθην/ έμάγην μεμαχα μεμαγμαι εμαθον εμαξα (έμαρτυρησάμη ν) έμαξάμην μεθυσθήσομαι έμεθυσα μελήσομαι (μελεθήσομαι) έμελλησα / ήμελλησα έμελησα μεμψομαι μεμφθήσομαι μεμάχημαι έμεθυσθην έμελησάμην έμελεθην έμεμψάμην έμεμφθην εμεινα μεριουμαι / (μερισομαι) λελόγισμαι έμαχεσάμην μενώ έμεριζόμην ελιπον μαχουμαι / μαχήσομαι έμεμφόμην εμενον AORISTO MEDIO έλεξάμην έλισάμην / έλιτόμην μελλήσω εμελλον / ημελλον εμελον AORISTO ATTIVO ελεξα εληξα έμαινόμην μάσσω l μάττω (Mescolo l Impasto) μάχομαι (Combatto) μεθύσκω (Ubriaco) μείρομαι (Spartisco) FUTURO PASSIVO λεγήσομαι / (λεχθήσομαι) λειφθήσομαι μερισθήσομαι έμερισα μεμεθυσμαι μεμεληκα μεμελημαι μεμενηκα έμερισάμην έμερισθην μεμερικα μεμερισμαι 8 www.grecoanticoapp.it 9 www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) μηχανάω (Tramo / Ordisco) μιαίνω (Contamino) μιμνήσκω (Faccio ricordare) μισέω (Odio / Disprezzo) μύζω (Brontolo) νέμω (Pascolo) νεύω (Annuisco) νέω (Nuoto) IMPERFETTO ATTIVO IMPERFETTO MEDIOPASSIVO έμηχανώμην FUTURO ATTIVO έμιαινον έμιαινόμην μιανώ έμιμνησκον έμιμνησκόμην μνήσω έμισουν έμισουμην μισήσω εμυζον ενεμον FUTURO MEDIO μηχανήσομαι FUTURO PASSIVO μηχανηθήσομα ι AORISTO ATTIVO μιανθήσομαι έμιανα μνήσομαι μνησθήσομαι εμνησα μισήσομαι μισηθήσομαι έμισησα μυχω ένεμόμην ενευον νεμηθήσομαι ενειμα μεμίαγκα μεμιασμαι έμνήσθην μεμνημαι έμισήθην μεμισηκα μεμισημαι ένεμήθην νενήμηκα νενεμημαι (νευσομαι) ενευσα νενευκα νευσομαι (ενευσα) νενευκα ένικώμην νικήσω νικήσομαι νικηθήσομαι ένικησα νοέω (Percepisco) νομίζω (Credo) ξενίζω (Accolgo) οδύρομαι (Piango) οζω (Odoro / Puzzo) οίκέω (Abito) ένοουμην νοήσω νοήσομαι νοηθήσομαι ένόησα ένόμιζον ένομιζόμην νομιουμαι νομισθήσομαι έξενιζον έξενιζόμην νομιώ / (νομισω) ξενιώ / (ξενισω) οϊω / οΐομαι / έμιάνθην νευσω ένικων οίμαι (Penso / Ritengo) PERFETTO MEDIOPASSIVO μεμηχάνημαι νεμουμαι ένόουν οίκίζω (Colonizzo) οίκτίζω (Ho pietà di) οιμώζω (Piango) οΐχομαι (Vado /Vengo) PERFETTO ATTIVO μεμηχάνηκα εμυξα νικάω (Vinco) ώζον έμνησάμην AORISTO PASSIVO έμηχανήθην νεμώ ενεον ώδυρόμην AORISTO MEDIO έμηχανησάμην ξενισομαι ένικήθην νενικηκα νενικημαι ένοήθην νενόηκα νενόημαι ένόμισα ένομισθην νενόμικα νενόμισμαι έξενισα έξενισθην έξενικα έξενισμαι οδυρουμαι όζήσω ένειμάμην ένοησάμην ώδυράμην ώδυρθην ώζησα ώκουν ώκουμην οίκήσω οίκήσομαι οίκηθήσομαι ώκησα ώκησάμην ώκήθην οδωδα/ (ώζηκα) ώκηκα ώκημαι ώκιζον ώκιζόμην οίκιώ οίκιουμαι οίκισθήσομαι ώκισα ώκισάμην ώκισθην ώκικα ώκισμαι ώκτιζόμην οίκτιώ ώκτισα ώκτισάμην (ωκτίσθην) ώ+μωζον (οιμώξω) ώχόμην οίκτιουμαι/ οίκτισομαι οίμώξομαι ώμωξα ώμώχθην οίχήσομαι ώμωγμαι ώχήθην ώχημαι ώχηκα/ ο’ιχωκα / ώχωκα ώόμην / ώμην οίήσομαι οίηθήσομαι ώησάμην/ ώήθην (ώισάμην) 10 www.grecoanticoapp.it 11 / s www.grecoanticoapp.it VERBO (Traduzione) όμολογέω (Concordo) ονειδίζω (Sgrido) ονομάζω (Dico / Chiamo per nome) οξύνω (Affilo) όπλίζω (Addestro) όράω (Vedo) IMPERFETTO ATTIVO ώμολόγουν IMPERFETTO MEDIOPASSIVO ώμολογουμην FUTURO ATTIVO ομολογήσω ώνείδιζον ώνειδιζόμην ώνόμαζον ώνομαζόμην όνειδιώ / ονειδίσω όνομάσω ώξυνον ώξυνόμην όξυνώ ώπλιζον ώπλιζόμην όπλιώ έώρων έωρώμην / ώρώμην FUTURO MEDIO όμολογήσομαι FUTURO PASSIVO όμολογηθήσομ αι όνειδισθήσομαι AORISTO ATTIVO ώμολόγησα όνομασθήσομα ι ώνόμασα όξυνθήσομαι όπλίσομαι / όπλιουμαι οψομαι όνειδιουμαι όνομάσομαι AORISTO MEDIO ώμολογησάμην AORISTO PASSIVO ώμολογήθην PERFETTO ATTIVO ώμολόγηκα PERFETTO MEDIOPASSIVO ώμολόγημαι ώνειδίσθην ώνείδικα ώνείδισμαι ώνομασάμην ώνομάσθην ώνόμακα ώνόμασμαι ώξυνα ώξυνάμην ώξυνθην ώξυγκα όπλισθήσομαι ώπλισα ώπλισάμην ώπλίσθην ώπλικα ώπλισμαι όφθήσομαι είδον είδόμην ώφθην έόρακα/ έόραμαι / έώραμαι / ώμμαι ώνείδισα έώρακα / οπωπα / οίδα οργίζω (Faccio arrabbiare) όρθόω (Raddrizzo) όρίζω (Metto i confini) όρμάω (Spingo) όρμίζω (Ancoro) ορύσσω / ορύττω (Scavo) άρχέω (Faccio ballare) οσσομαι (Vedo) οφείλω (Sono debitore) οχέω (Sopporto) παιδεύω (Educo) παίζω (Gioco) παίω (Colpisco) πάομαι (Acquisto) ώργιζόμην όργιουμαι / (όργίσομαι) όργισθήσομαι ώργισα ώργισάμην ώργίσθην ώργισμαι όρθωθήσομαι ώρθωσα ώρθωσάμην ώρθώθην ώρθωμαι ώρισα ώρισάμην ώρίσθην ώρικα ώρισμαι ώρμηκα ώρμημαι ώρθουν ώρθουμην ορθώσω ώριζον ώριζόμην ορίσω / όριώ όριουμαι ώρμων ώρμώμην όρμήσω όρμήσομαι όρμηθήσομαι ώρμησα ώρμησάμην ώρμήθην ώρμιζον ώρμιζόμην όρμιουμαι όρμισθήσομαι ώρμισα ώρμισάμην ώρμίσθην ώρυσσον/ ώρυτιον ώρυσσόμην/ ώρυττόμην ορμίσω / (όρμιώ) όρυξω όρυχθήσομαι / όρυγήσομαι ώρυξα ώρυξάμην ώρυχθην / ώρυγην ώρχησα ώρχησάμην ώρχουμην όρισθήσομαι όρχήσομαι οψομαι ώξυμμαι/ ώξυσμαι όφθήσομαι ώφειλον ώφειλόμην όφειλήσω ώφείλησα / ώφελον ώχησάμην ώχουν ώχουμην όχήσω όχήσομαι έπαίδευον έπαιδευόμην παιδεύσω παιδευσομαι παιδευθήσομαι έπαίδευσα επαιζον έπαιζόμην παίξω παίξομαι παιχθήσομαι επαιον έπαιόμην παίσω / παιήσω πάσομαι επαισα / επαιξα επαισα ώρμισμαι όρώρυχα όρώρυγμαι ώρχημαι ώφθην οπωπα ώφειλήθην ώφείληκα ώμμαι ώχήθην έπαιδευσάμην έπαισάμην έπασάμην έπαιδευθην πεπαίδευκα πεπαίδευμαι έπαίχθην πεπαικα / πεπαιχα πεπαικα πεπασμαι έπαίσθην (πεπασμαι) πεπαμαι 12